Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 7/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης:     7 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη ΓραμματέαΔ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 10/12/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 13/10/2014 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …../2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν.Αριθμ.Κατάθ. …./2016 και Ειδ.Αριθμ.Κατάθ. …../2016, κατά της με αριθμ. 3859/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, επί της από 11/7/2013 και με αριθμ. κατάθ. ……./12.7.2013 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-), έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση αυτής στις 01/09/2014 μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13/10/2014. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά του άρθρου 663 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015) (βλ. άρθρο 495 § 4 εδ. στ΄ Κ.Πολ.Δ., όπως η § 4 του άρθρου αυτού προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012 και το εδάφιο β΄ αυτής προστέθηκε με το άρθρο 93 παρ.1 Ν. 4139/2013 -ΦΕΚ Α΄ 74/20.3.2013- και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015-) (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 400/2016 Δημ. Νόμος), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν` ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ` αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 602/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 929/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 44/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 171/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 883/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 608/2014  Δημ. Νόμος, ΑΠ 22/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2242/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 793/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1506/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 45/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1162/2008 ΤΝΠΔΣΑθ). Με βάση το κριτήριο αυτό, η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και, ακόμη και εν μέρει, τον χρόνο, παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από την σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών του τόπο δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 602/2017  ό.π., ΑΠ 929/2017  ό.π., ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 677/2017 ό.π., ΑΠ 1110/2017 ό.π., ΑΠ 2242/2013 ό.π.). Η δε παροχή των υπηρεσιών αυτών σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, καθώς και η συμμόρφωση προς κοινούς συμφωνηθέντες όρους, δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν τη σχέση ως εξαρτημένης εργασίας, αν δικαιολογούνται από τη φύση και τις συνθήκες παροχής των υπηρεσιών (σχετ. Ολ ΑΠ 28/2005, ΑΠ 997/2017 ό.π, ΑΠ 1110/2017 ό.π., ΑΠ 2242/2013 ό.π.). Ακόμη δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του απασχολουμένου, η μη ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, η μη χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών, η έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών, η παρακράτηση από τον εργοδότη φόρου ελεύθερων επαγγελματιών (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 602/2017 ό.π., ΑΠ 1110/2017 ό.π., ΑΠ 608/2014, ΑΠ 2105/2013, ΑΠ 45/2010 Δημ. Νόμος) κλπ. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθ. 648, 649 και 653 ΑΚ προκύπτει, ειδικότερα, ότι, εάν δεν υπάρχει συμφωνία για το ύψος του μισθού, ο οποίος αποτελεί το κεντρικό και πλέον ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης εργασίας, ή δεν προβλέπεται για την συγκεκριμένη εργασία νόμιμος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τον “συνηθισμένο (ειθισμένο) μισθό”, δηλ. τον μισθό που καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για όμοιες εργασίες σε άλλους εργαζομένους με τα ίδια προσόντα, που παρέχουν την εργασία τους στον ίδιο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Συνηθισμένος (ειθισμένος) μισθός μπορεί να είναι και τα καθοριζόμενα από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ ή τις ΕΓΣΣΕ κατώτατα όρια μισθών ή και ποσοστό των μισθών αυτών, εφόσον συνηθίζεται η καταβολή του μισθού αυτού υπό τις αντίστοιχες συνθήκες (βλ. σε συνδ. Ολ ΑΠ 861/1984, ΑΠ 929/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 110/2014, 1580/2012, 1953/2007, 1123/2007, 1328/2006, 1329/2005). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου, ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι, όπως, επί σύμβασης εργασίας, σ’ αυτή καθ’ εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, του οποίου η πραγμάτωση επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Αντικείμενο της σύμβασης έργου μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όµως, περίπτωση, τη µίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του, µέσα στις συµβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συµμορφώνεται µε τις εντολές και οδηγίες του κυρίου του έργου, µη υποκείµενος στον έλεγχό του. Η υποχρέωσή του να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση του έργου, προς από κοινού συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει τις υπηρεσίες του σε καθορισµένο χρόνο και τόπο, ακόµη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτηµένης εργασίας και συνεπώς, µπορεί αυτή να έχει το χαρακτήρα µίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 44/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2017 ό.π., ΑΠ 608/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 22/2014 ό.π., ΑΠ 793/2013 ό.π., ΑΠ 1162/2008 ό.π.). Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη ή ο νόμος, χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός από το δικαστήριο να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια των διατάξεων των άρθ. 559 αριθ. 1 ή 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 14/2017 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 13/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1110/2017 ό.π.).

Περαιτέρω, από τα άρθρα 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία από τον εργοδότη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου είναι έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί στον μισθωτό η νόμιμη αποζημίωση, η οποία πρέπει να καταβάλλεται ασχέτως του λόγου που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιοριστικά αναγραφόμενες στον νόμο περιπτώσεις (υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ανώτερη βία). Επομένως, ο εργοδότης οφείλει την αποζημίωση αυτή και όταν κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για κάθε άλλη υπαίτια μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση των από τη σύμβαση εργασίας υποχρεώσεων του μισθωτού. Ακόμη, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου που συνάγεται από τα άρθρα 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 5 παρ.1 αν.ν. 539/1945 και 8 παρ. ν. 4020/1959, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμά του να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του είναι άκυρη, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων με τη μορφή της αφέσεως χρέους (άρθ. 454 ΑΚ). Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων που προβλέπονται από τον νόμο, τις Σ.Σ.Ε. ή άλλες κανονιστικές διατάξεις και συνεπώς η παραίτηση από συμβατικές εργατικές αξιώσεις είναι έγκυρη, κατά το μέρος που οι αξιώσεις αυτές υπερβαίνουν τα ως άνω ελάχιστα όρια (ΑΠ 1691/2012 Νόμος). Κατά το άρθρο δε 6 § 1 ν. 3198/1955 «πάσα αξίωση του μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσης εργασίας». Κατά την έννοια της προαναφερομένης διάταξης, το απαράδεκτο αυτό, σε περίπτωση που δεν ασκηθεί η αγωγή εντός τριμήνου από τη λύση της σχέσης εργασίας, αφορά τόσο την καταψηφιστική ή για άλλη νόμιμη αξίωση αγωγή, όσο και την αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, η οποία αποτελεί τη βάση της καταψηφιστικής ή για άλλη αξίωση αγωγής. Η παραπάνω δε προθεσμία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ`άρθρ.280 AK. Αν επομένως, ο εργαζόμενος θεωρήσει ότι η απόλυσή του με καταγγελία είναι άκυρη, τότε μπορεί να ασκήσει αγωγή εντός 3 μηνών από την απόλυση και να ζητήσει αποδοχές υπερημερίας. Αν όμως ζητά αποζημίωση απόλυσης, τότε η αποσβεστική προθεσμία είναι 6 μηνών. Αυτές οι προθεσμίες είναι αποκλειστικές, οπότε με την παρέλευσή τους αποσβένυται το δικαίωμα και η ασκηθείσα αγωγή μετά την παρέλευση είναι απαράδεκτη. Η διάταξη της § 2 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955) ως θεσμική, έχει εφαρμογή σε όλους τους μισθωτούς, οι οποίοι εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, είτε στο Δημόσιο, σε ν.π.δ.δ. και γενικά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, είτε αμιγώς ιδιωτικό τομέα, πολύ δε περισσότερο αν κανονισμοί προσωπικού με ισχύ νόμου ή άλλες διατάξεις παραπέμπουν ως προς την καταβλητέα λόγω απολύσεως αποζημίωση στον ν.3198/1955, στο ν. 2112/1920 ή στο β.δ. της 16/18.7.1920, είτε στο σύνολό τους, είτε μόνο ως προς τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης [βλ. Εφ.ΑΘ. 960/2008 Ελ.Δνη 50,224].

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εάν όμως με την έφεση πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται στο εφετήριο τα επί μέρους σφάλματα αυτής ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί να μνημονεύεται ότι εξ αιτίας της κακής εκτίμησης αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση τη καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος).

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί. Ειδικότερα οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009) (Ολ ΑΠ 8/2016, Ολ ΑΠ 42/2002, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 11/7/2013 και με αριθμ. κατάθ. Γ.Α. με αριθμό κατάθεσης ……./12.7.2013 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, την 19/1/1994 προσελήφθη από την εναγομένη εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή πρώτων υλών για αρτοποιία και ζαχαροπλαστική και στην εμπορία τροφίμων, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του μαθηματικού, ως αναλυτής προγραμματιστής, με καθήκοντα τον έλεγχο και υποστήριξη της δικτυακής υποδομής της εναγομένης, τη συντήρηση και λειτουργία των υπολογιστικών συστημάτων της, καθώς και την κατασκευή προγραμμάτων, με σταθερό μηνιαίο μισθό (τελευταίο 3.500 ευρώ) και με ωράριο 5 ημέρες εβδομαδιαίως, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, 8 ώρες ημερησίως, ωράριο, όμως, το οποίο συχνά υπερέβαινε. Ότι απασχολήθηκε και σε άλλες εταιρίες του ομίλου της εναγομένης, καθ’ υπόδειξη της τελευταίας, ενώ εξέδιδε δελτία παροχής υπηρεσιών προς την εναγομένη για τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις αποδοχές του και ήταν ασφαλισμένος στον ΟΑΕΕ, οι ασφαλιστικές εισφορές του οποίου επιβάρυναν τον ίδιο. Ότι λογοδοτούσε αρχικά στην Οικονομική Διευθύντρια και μεταγενέστερα στον Επόπτη, σε κάθε περίπτωση στον Πρόεδρο και νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης. Ότι την 25/4/2013 απολύθηκε, χωρίς η εναγομένη να του δώσει εξήγηση και χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, καθώς και το μισθό Απριλίου 2013, ενώ ουδέποτε του καταβλήθηκε δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας. Τέλος, ότι υπέστη από την παραπάνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προσβολή της προσωπικότητάς του. Για τους λόγους αυτούς ζητούσε ν’ αναγνωριστεί ότι η σχέση εργασίας του με την εναγομένη ήταν σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει:  α) το ποσό των 48.000 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, β) το ποσό των 3.172,40 ευρώ ως δεδουλευμένες αποδοχές για τον Απρίλιο του έτους 2013, γ) το ποσό των 33.000 ευρώ για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αλλά και επίδομα αδείας για τα έτη 2008-2012 και δ) το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης και συνολικά το ποσό των 89.172,40 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3859/2014 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 5/12/2013, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 655, 346 Α.Κ., 3 Ν. 2112/1920, 5 και 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955, 2 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1 και 8, 4 του Α.Ν. 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 «Περί εργατικής νομοθεσίας και περί ετέρων τινών διατάξεων, 8 του Ν. 549/1977 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της εργατικής νομοθεσίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», 1 παρ. 2 και 3, 3, 4 και 10 παρ. 1 της Αποφάσεως 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, το οποίο απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμο, καθώς από μόνη της η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω καταχρηστικότητας αυτής κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ., δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρα 59 και 932 Α.Κ., αλλά πρέπει να τελεί υπό συνθήκες και να συνοδεύεται από περιστάσεις που την καθιστούν προσβλητική για τον εργαζόμενο (ΑΠ 1540/2006 ΤΝΠ Νόμος), τις οποίες ουδόλως επικαλείται, εν προκειμένω ο ενάγων και ότι έχει ασκηθεί παραδεκτά ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης, ήτοι εντός της προβλεπομένης από το άρθρο 6 παρ. 2 το Ν. 3198/1995 εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 279 και 280 Α.Κ., δοθέντος ότι ο ενάγων άσκησε (κατ’ άρθρο 215 ΚΠολΔ) την κρινόμενη αγωγή την 16/7/2013, όπως προκύπτει από τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. ….΄/16.7.2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……, η δε επικαλούμενη απόλυση έλαβε χώρα την 25/4/2013, απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την από 10/12/2014 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 13/10/2014 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμ. κατάθ. …../2014, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γ.Α.Κ. …./2016 και Ε.Α.Κ. …../2016, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.

Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής και από την ρητή διατύπωσή της είναι προφανές ότι για την εφαρμογή της και την θεμελίωση της σχετικής ένστασης απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, η ύπαρξη συναφούς ενεργού (πρβλ. ΟλΑΠ 17/1995) και ασκουμένου δικαιώματος (και συνακόλουθα η καταρχήν παραδοχή αυτού, όπως ισχύει για όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις), του οποίου, όμως, η άσκηση (και μόνο) υπερβαίνει “προφανώς” στην συγκεκριμένη περίπτωση τα όρια που επιβάλλουν τα εκεί αναφερόμενα αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 602/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 216/2017). Άρνηση αποτελεί, ειδικότερα, ο ισχυρισμός ότι η συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση, και δη σύμβαση, δεν είναι η αποτελούσα την βάση της αγωγής, αλλά διαφορετική. Ως εκ τούτου δεν είναι νόμιμη, ειδικότερα, η ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ που αναφέρεται σε διαφορετικό δικαίωμα από το ασκούμενο σε συγκεκριμένη περίπτωση με την αγωγή (ΑΠ 602/2017 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και προς αντίκρουσή της η εναγομένη, αρνήθηκε την υπό κρίση αγωγή, υποστηρίζοντας, ότι μεταξύ των διαδίκων υφίστατο σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας και προέβαλε, μεταξύ άλλων (με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και καταχώρισή της στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, αλλά και με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης διά της αγωγής των αξιώσεων του ενάγοντος ως εργατικών (δηλ. ερειδομένων σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας), με την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης δικαιώματος, ζητώντας την (και) για τον λόγο αυτόν απόρριψη της ένδικης αγωγής. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε είχε διαμαρτυρηθεί για τη μη καταβολή δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας ή εξέφρασε επιφυλάξεις για τον τρόπο ή το ύψος της αμοιβής του, ούτε, όμως, για τη φύση της μεταξύ τους σύμβασης. Ο ισχυρισμός αυτός και αληθής υποτιθέμενος δεν στοιχειοθετεί την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, κατά το ως άνω περιεχόμενό του, αφορά στην άσκηση δικαιωμάτων (αξιώσεων) από μη καταρτισθείσα (άρα ανύπαρκτη), κατά την εναγομένη, σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, δηλ. εξαρτημένης εργασίας (στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας), αφού, κατά την εναγομένη και όπως προκύπτει από τον παρατιθέμενο ως άνω ισχυρισμό της, μεταξύ των διαδίκων δεν συνήφθη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά καταρτίσθηκε και λειτούργησε άλλη σύμβαση, δηλ. παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές). Οι επίδικες, όμως, αξιώσεις απορρέουν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, από άλλη έννομη σχέση και δη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Αποτελεί δηλαδή ο ισχυρισμός αυτός στην πραγματικότητα άρνηση της αγωγής, εφόσον ερείδεται στην αμφισβήτηση της φύσης (μορφής) της έννομης σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους (βλ. σχετ. ΑΠ 602/2017 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό αυτό, ουδόλως παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων και των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), τις υπ’ αριθμ. ……. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που προσκομίζει η εναγομένη νόμιμα μετ’ επικλήσεως, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ….΄/26.9.2013 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά . ……, σε συνδυασμό με την από 26/09/2013 απόδειξη παραλαβης εγγράφου του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. Καλλιθέας Αττικής και την από 27/09/2013 βεβαίωση του ιδίου ως άνω Δικαστικού Επιμελητή), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρία, με αντικείμενο την παραγωγή πρώτων υλών για αρτοποιία και ζαχαροπλαστική και γενικά την εμπορία τροφίμων, όπως ομολογεί και η ίδια με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου (σελ. 2 υπό 2.01). Ο ενάγων, ο οποίος είναι μαθηματικός, με εξειδίκευση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, συνήψε προφορική σύμβαση με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρίας την 19.1.1994, προκειμένου να παρέχει σε αυτήν υπηρεσίες ως αναλυτής προγραμματιστής των δικτύων και ηλεκτρονικών υπολογιστών της, με καθήκοντα τον έλεγχο και υποστήριξη της δικτυακής υποδομής της εναγομένης, τη συντήρηση και λειτουργία των υπολογιστικών συστημάτων της, καθώς και την κατασκευή προγραμμάτων, όπως ομολογεί και η ίδια η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου αλλά και του παρόντος Δικαστηρίου (σελ. 2 υπό 2.02). Ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης μέχρι την 25.4.2013. Δεν είχε δε σταθερό μηνιαίο μισθό, ενώ για τις αποδοχές του εξέδιδε δελτία παροχής υπηρεσιών, στα ποσά των οποίων συμπεριλαμβάνονταν Φ.Π.Α. και φόρος 20%, όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος με την αγωγή του. Τα δελτία αυτά παροχής υπηρεσιών, καθώς και τα δελτία αποστολής – τιμολόγια για την πώληση αγαθών που εξέδιδε δεν είχαν συνεχή αρίθμηση, όπως προκύπτει από τις σχετικές καρτέλες προμηθευτών ετών 2007-2010, που προσκομίζει ενδεικτικά η εναγομένη, σε συνδυασμό με τις καρτέλες προμηθευτών ετών 2001 έως 2009, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων. Από τις καρτέλες αυτές προκύπτει ότι για τα έτη 2007 έως 2010, οι ετήσιες αμοιβές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των 36.480 ευρώ για το έτος 2007, στο ποσό των 23.800 ευρώ για το έτος 2008, στο ποσό των 27.465 ευρώ για το έτος 2009 και στο ποσό των 41.820 ευρώ για το έτος 2010. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο ενάγων δεν προσκομίζει αντίστοιχο μπλοκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και δελτίων αποστολής – τιμολογίων πώλησης αγαθών. Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο ενάγων είχε τη δυνατότητα να προσφέρει και αλλού τις υπηρεσίες του και όχι κατ’ αποκλειστικότητα στην εναγομένη εταιρία ή σε άλλες εταιρίες του ίδιου ομίλου, κατόπιν εντολής του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, με τον ίδιο μισθό.  Επίσης, ο ενάγων εργαζόταν αρκετές ώρες, πέραν του τυπικού καθημερινού οκταώρου, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, χωρίς, όμως, να υπόκειται σε εντολές της εναγομένης για την αυξημένη του απασχόληση, στοιχείο εξάλλου που δεν επικαλείται ο ίδιος. Κατά τα λοιπά, ο ενάγων δεν είχε υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις εντολές και τις οδηγίες των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης όσον αφορά στον τρόπο εργασίας του ούτε υπέκειτο σε έλεγχο και εποπτεία αυτών, καθώς ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για τη λειτουργία του δικτύου των ηλεκτρονικών υπολογιστών της εταιρίας, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες. Τυχόν δε ένταξη του εργαζομένου στην οργανωμένη εκμετάλλευση του εργοδότη αποτελεί μεν σοβαρή ένδειξη της προσωπικής εξαρτήσεως του εργαζομένου, δεν συνιστά, όμως, αποκλειστικό και ασφαλές κριτήριο της υπάρξεως τέτοιας εξαρτήσεως και δεν έχει γι αυτό ως αυτοδίκαιη συνέπεια την εν λόγω εξάρτηση, ενώ και ως απλή ένδειξη αυτής αποδυναμώνεται εν προκειμένω λόγω της φύσεως των παρεχομένων από τον ενάγοντα υπηρεσιών στην επιχείρηση της εναγομένης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η επίδικη σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, φέρει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας, αφού όπως αναφέρθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Δικαστηρίου και όχι των συμβληθέντων μερών, διότι η νομική δέσμευση του ενάγοντος από την εναγομένη ήταν ιδιαίτερα χαλαρή, με την έννοια ότι αυτός, ως ειδικός πληροφορικής, έχοντας εξειδικευμένες γνώσεις, είχε αναλάβει το δίκτυο των ηλεκτρονικών υπολογιστών της εναγομένης εταιρίας κατ’ αποκλειστικότητα, στο πλαίσιο της επιστημονικής και επαγγελματικής δραστηριότητάς του, χωρίς όμως, οποιαδήποτε εξάρτηση από την εναγομένη ή υποχρέωση συμμόρφωσης με τις εντολές και τις οδηγίες των νομίμων εκπροσώπων της ως προς το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και χωρίς πάντως να τελεί υπό οποιονδήποτε έλεγχο και συνεχή εποπτεία για την ορθή εκτέλεση των υπηρεσιών του, σύμφωνα και με τα ανωτέρω αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, έχοντας την ελευθερία να οργανώσει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα και μη αμφισβητούμενη από την εναγομένη εκτύπωση κινήσεων λογαριασμού της συζύγου του ενάγοντος, που διατηρεί στην τράπεζα «Alpha Bank», με τις καταβολές των αμοιβών του ενάγοντος από την εναγομένη, για το χρονικό διάστημα από 4/8/2010 έως 26/4/2013, από την οποία προκύπτει ότι ο ενάγων δεν είχε σταθερό μηνιαίο μισθό, καθώς εμφαίνεται στην εκτύπωση αυτή μία έως δύο φορές μηνιαίως κατάθεση από την εναγομένη εταιρία ποσών, που κυμαίνονται συνολικά σε μηνιαία βάση από 2.000 – 4.000 ευρώ, εκτός από τον Οκτώβριο του έτους 2012, όπου οι τρεις καταβολές που έλαβαν χώρα, αθροίζονται στο ποσό των 13.160 ευρώ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν ασφαλισμένος στο ΟΑΕΕ, οι ασφαλιστικές εισφορές του οποίου επιβάρυναν τον ίδιο, όπως ομολογεί ο τελευταίος στην αγωγή του και γνώριζε ότι δεν είχε γίνει αναγγελία της προσλήψεώς του ως εργαζομένου στον Ο.Α.Ε.Δ., καθώς και ασφάλισή του στο Ι.Κ.Α.. Στα εκκαθαριστικά δε σημειώματα των οικονομικών ετών 2010, 2011 και 2012 του ενάγοντος, φέρεται ότι δήλωσε εισοδήματα μόνον από εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα και ουδόλως εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες. Εξάλλου, ο ενάγων δεν διεκδικεί, εν προκειμένω, αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, ενώ εργαζόταν αρκετές ώρες, πέραν του τυπικού καθημερινού οκταώρου, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, χωρίς, όμως, να υπόκειται σε εντολές της εναγομένης για την αυξημένη του απασχόληση, κατά το χρονικό δε διάστημα των δεκαεννέα (19) ετών ουδέποτε κατεβλήθησαν στον ενάγοντα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επιδόματα αδείας, όπως και ο ίδιος υποστηρίζει, ούτε άλλωστε ισχυρίζεται ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα είτε είχε προβάλλει σχετικές αξιώσεις, είτε ότι είχε εκφράσει κάποια επιφύλαξη, ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε έως τότε προβολή σχετικής αξίωσης, ούτε προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του, ενώ όπως ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του η καταβολή τους αποτελούσε περιεχόμενο της αρχικής τους συμφωνίας το έτος 1994. Εάν ο ενάγων συνδεόταν πραγματικά με την εναγομένη με τη σχέση εργασίας που υποστηρίζει θα έπρεπε να ανήκει στην κατηγορία αυτών των εργαζομένων και να απολαμβάνει όλων των προνομίων αυτής της κατηγορίας (επιδόματα εορτών κ.λπ.) και όχι να δέχεται να αμείβεται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και να στερείται των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σχέση αυτή (εξαρτημένης εργασίας), τα οποία διεκδικεί τώρα που η σύμβασή του με την εναγομένη έχει πλέον λυθεί. Ακόμη δε και εάν ήθελε υποτεθεί αληθινό το γεγονός ότι ο ενάγων, σε περίπτωση απουσίας του για οποιονδήποτε λόγο από την καθημερινή εργασία του, είχε την υποχρέωση να ενημερώσει προηγουμένως και να λάβει έγκριση της άδειας απουσίας του από την Οικονομική Διευθύντρια, από μόνο του το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο ενάγων υπέκειτο στις οδηγίες της εναγομένης ως προς το χρόνο της παρουσίας του στην εναγομένη εταιρία, διότι αποδείχθηκε ότι η μόνη χαλαρή εξάρτηση του ενάγοντος από την εναγομένη εκδηλωνόταν στην υποχρέωσή του οι υπηρεσίες του να βρίσκονται μέσα στις γενικές κατευθύνσεις, στο ύφος και στα οργανωτικά και κανονιστικά πλαίσια που υπαγορεύονταν από την επιχείρηση της εναγομένης και τη συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση, λόγω της αναγκαιότητας συχνής παρουσίας του στην επιχείρηση, συνεπεία του μεγάλου όγκου των δραστηριοτήτων της και των καθηκόντων που είχε αναλάβει, αναφορικά ιδίως με τον έλεγχο και υποστήριξη της δικτυακής υποδομής της εναγομένης, τη συντήρηση και λειτουργία των υπολογιστικών συστημάτων της. Λόγω δε της φύσης και των συνθηκών της εργασίας του παρείχε υπηρεσίες καθημερινά πέραν του οκταώρου, με βάση τις εκάστοτε ανάγκες και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίες, τις οποίες ο ίδιος είχε προγραμματίσει, έχοντας ανεξαρτησία και αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες, χωρίς, όμως, να υπόκειται σε εντολές της εναγομένης για την αυξημένη αυτή απασχόλησή του. Εξάλλου, η παροχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου σε καθορισμένο τόπο, καθώς και η συμμόρφωσή του προς από κοινού συμφωνούμενους όρους, δεν αποτελούν, χωρίς άλλο, κριτήριο παροχής εξαρτημένης εργασίας, αν δικαιολογούνται από τη φύση και τις συνθήκες παροχής της, όπως εν προκειμένω, της άσκησης καθηκόντων του ενάγοντος ως αναλυτή προγραμματιστή των δικτύων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, ελέγχου και υποστήριξης της δικτυακής υποδομής της εναγομένης, συντήρησης και λειτουργίας των υπολογιστικών συστημάτων της σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο όπου υπήρχαν οι κεντρικοί «servers» των ηλεκτρονικών υπολογιστών της εναγομένης εταιρίας. Επομένως το ως άνω γεγονός δεν προσδίδει οποιοδήποτε στοιχείο εξάρτησης του ενάγοντος ως προς τον τόπο, τρόπο και χρόνο εκτέλεσης των υπηρεσιών που του είχαν ανατεθεί. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και συνακόλουθα η μη καταβολή αποζημιώσεως στον ενάγοντα δεν επέφερε οποιαδήποτε ακυρότητα στην καταγγελία της συμβάσεως, οπότε η υπό κρίση αγωγή, ως περιέχουσα εργατικές αξιώσεις, πηγάζουσες από την επικαλούμενη από αυτόν σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, αποζημίωση απόλυσης, δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα άδειας), πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και αφού προέβη στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης σύμβασης, δεχόμενη ότι η ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, ενόψει των πιο πάνω όρων και συνθηκών παροχής της εργασίας του ενάγοντος, δεν ήταν τοιαύτη, ώστε να προσδίδει το χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας στη μεταξύ των διαδίκων συμβατική σχέση, απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε, αλλά ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, ήτοι τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, αφού πράγματι, υπό τα προεκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η μεταξύ των διαδίκων σχέση είχε το χαρακτήρα της συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών. ΄Ελαβε δε η εκκαλουμένη υπόψη, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο αυτής, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα περί της φύσεως της μεταξύ των διαδίκων συμβατικής σχέσης, ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, τις ένορκες καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν νόμιμα οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ), τις ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισαν οι διάδικοι νόμιμα μετ’ επικλήσεως, των οποίων γίνεται μνεία του αριθμού αυτών, της αρχής στην οποία δόθηκαν και τις εκθέσεις επιδόσεως για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντίδικης πλευράς, των οποίων δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ενώ από το σώμα της εκκαλουμένης προκύπτει ότι ελήφθησαν μεταξύ άλλων υπόψιν οι υπ’ αριθμ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης και η υπ’ αριθμ. ……/2.12.2013 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……, όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο ενάγων ούτε προσκομίζει ούτε επικαλείται νόμιμα τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις. Επίσης, η εκκαλουμένη διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, καθώς τα εκτιθέμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για το κρίσιμο ζήτημα των ποιοτικών κριτηρίων της νομικής και προσωπικής εξάρτησης του ενάγοντος από την εναγόμενη. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 997/2017 ό.π.). Συνεπώς, απορριπτόμενων ως αβάσιμων όλων των λόγων της κρινόμενης έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3859/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 περ. β΄ και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 08/01/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ