Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 6/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:      6/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 06/02/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 10-02-2017 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./10-02-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../10-02-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../10-02-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-02-2017, κατά της με αριθμ. 2865/14-12-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 14/12/2016 μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10/02/2017. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παραβόλου για την προκείμενη διαφορά των άρθρων (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄ και γ΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι μετά από την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015) (βλ. άρθρο 495 § 3 τελ. εδ. Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

΄Οπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 Α.Κ., οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, ανεξάρτητα του αν ο ένας από αυτούς είναι εύπορος και ο άλλος άπορος (ΑΠ 272/2004 ΕλλΔικ 2005.419, ΑΠ 782/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003 ΕλλΔικ 2003.1302, ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος). Το μέτρο δε της συνεισφοράς αυτής προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων. Περαιτέρω, από το άρθρο 1391 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, αν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η υποχρέωση διατροφής, που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η τελευταία, κανόνες των παραπάνω άρθρων 1389 και 1390 του Α.Κ.. Ενόψει δε του ότι η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία των συζύγων, χωρίς καμία διάκριση ανάμεσα στις δυνάμεις τους αυτές, ως στοιχείο για τον υπολογισμό της ανάλογης συμβολής του κάθε συζύγου για τη διατροφή, πρέπει να ληφθεί υπόψη μαζί με τα άλλα στοιχεία και η περιουσία (ΑΠ 272/2004 ΕλλΔικ 2005.419, ΑΠ 613/1999 ΕλλΔικ 2000.71, ΕφΠειρ 399/2005, Δημ. Νόμος, ΕΑ 5840/1999 ΕλλΔικ 2000.478). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνο όταν η διάσταση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία και υπαιτιότητα και παρά την αντίθετη θέληση του υπόχρεου, που επιθυμεί την εξακολούθησή της. Για τη θεμελίωση, συνεπώς, της αξιώσεως διατροφής, κατά τη διάρκεια διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στην πιο πάνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 Α.Κ., είτε, κατ’ επέκταση, η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης να προήλθε από την πλευρά του υποχρέου για διατροφή συζύγου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία ο σύζυγος που αξιώνει την καταβολή διατροφής, είναι εκείνος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση χωρίς εύλογη αιτία, αυτός δεν δικαιούται διατροφής, ούτε καν ελαττωμένης κατά τα άρθρα 1392 εδ. β΄ και 1495 Α.Κ. (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 551/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 613/1999 ΕλλΔικ 2000.71, ΕΑ 1140/2002 ΕλλΔικ 2002.145, ΕΑ 4348/1991 ΑρχΝ 44.29). Εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1391 Α.Κ., θεωρείται, μεταξύ άλλων, κάθε γεγονός ανεξάρτητο από υπαιτιότητα του υποχρέου συζύγου, το οποίο, όμως, αντικειμενικά δικαιολογεί τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης (ΑΠ 804/1994 ΕλλΔικ 1996.98). Εύλογη δε αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, κατά την αληθινή του όρου αυτού στο άρθρο 1391 έννοια, υπάρχει και στην περίπτωση, κατά την οποία συντρέχουν περιστατικά και εν γένει συνθήκες, υπό τα οποία δύναται να ιδρυθεί υπέρ του διακόψαντος τη συμβίωση και ζητούντος τη διατροφή σε χρήμα συζύγου, ο από το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ. λόγος διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσεως, όπως επίσης και στην περίπτωση, που συντρέχουν περιστατικά και συνθήκες, υπό τα οποία και όταν αυτά δεν είναι ικανά προς ίδρυση του ως άνω λόγου διαζυγίου, η αξίωση του υποχρέου προς παροχή της ζητούμενης από τον άλλο σύζυγο διατροφής για συμβίωση παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 1659/2003, ΧρΙΔ 2004.333, ΑΠ 565/2002 ΕλλΔικ 2003.438, ΑΠ 1118/1999 ΕλλΔικ 2000.378). Θα πρέπει δε η εύλογη αιτία υπαίτια ή ανυπαίτια να αναφέρεται στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή στο πρόσωπο και των δύο, με την έννοια υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο αντικειμενικά πρόσφορο για τη διακοπή της έγγαμης σχέσης γεγονός καθεαυτό και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου ή και των δύο (ΑΠ 1028/2013 Δημ. Νόμος). Η αληθινή έννοια της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης κατά την εφαρμογή του άρθρου 1391 Α.Κ., είναι αυτή της διακοπής της συνοίκησης των συζύγων, η οποία απαιτείται να γίνεται με τη σοβαρή πρόθεση να ζήσει εφεξής ο σύζυγος που διακόπτει τη συνοίκηση κάτω από διαφορετική στέγη από τον άλλο (σύζυγο), χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό οι σύζυγοι να ζουν κάτω από την ίδια στέγη χωρίς να υπάρχει ουσιαστική συνοίκηση (βλ. Γασπαρινάτου, Η διατροφή των μη συμβιούντων συζύγων, ΝοΒ 16, 1244 επ., ΕφΠειρ 544/2002 ΠειρΝομολ 2002.323, Εφ.Αθ. 4454/1994 αδημ.). Η διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως ταυτίζεται εννοιολογικά με τη δημιουργία διαστάσεως των συζύγων και μπορεί να εκδηλωθεί είτε με αποχώρηση του συζύγου από εύλογη αιτία, είτε με αποπομπή αυτού από τον άλλο (ΑΠ 296/2002 ΕλλΔικ 2003.139). Από τις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 1389, 1390, 1391, 1392 εδ. 2 και 1495 ΑΚ προκύπτουν, συνεπώς, τα εξής: Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη στο πρόσωπο του αιτία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή (Ολ.ΑΠ. 9/1991, ΑΠ 1028/2013 Δημ. Νόμος), ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο, υπάρχει δε και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2013 ό.π., ΑΠ 132/2003 ΕλλΔνη 44[2003].1299, ΑΠ 613/1999 Ελ.Δικ. 41,71, ΕΘ 791/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 2276/2003 ΕλλΔικ 2003.1405, ΕφΠειρ 544/2002 ΠειρΝομολ 2002.323, Στέφ. Ματθία, Η συμβολή των συζύγων στις οικογενειακές ανάγκες και η αξίωση διατροφής, ΝοΒ 31 σελ. 1484). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, αν το παράπτωμα συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής, περιορίζεται η έκταση της διατροφής που οφείλεται στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2013 ό.π., ΕφΠειρ 754/2014 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1392 Α.Κ., για τη διατροφή μεταξύ συζύγων εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του άρθρου 1495 Α.Κ. αν υπάρχει βάσιμος λόγος διαζυγίου, αναγόμενος σε υπαιτιότητα του δικαιούχου συζύγου, δηλαδή ο υπαιτίως δημιουργήσας το λόγο διαζυγίου σύζυγος δικαιούται μόνο στοιχειώδους διατροφής, που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία δια τη συντήρησή του. Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και εκείνης του άρθρου 1439 παρ. 1 Α.Κ., για να επιδικάσει το δικαστήριο στοιχειώδη διατροφή στον υπαίτιο του ισχυρού κλονισμού του γάμου σύζυγο, πρέπει να διαγνώσει ότι οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν και το δικαιούχο της διατροφής σύζυγο και οφείλονται σε υπαιτιότητα αυτού και επιπλέον εκ του κλονισμού τούτου βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον υπόχρεο σε διατροφή (ΑΠ 248/1999 ΕλλΔικ 2999.1044, ΕΘ 791/2005 Δημ. Νόμος). Τα ανωτέρω περιστατικά ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως επηρεάζοντα το ποσό της σε χρήμα οφειλομένης λόγω της διακοπής της συμβίωσης διατροφής (άρθρ. 1391 ΑΚ) (βλ. σχετ. ΑΠ 248/1999 ό.π.). Στην περίπτωση αυτή απαιτείται προβολή σχετικής ένστασης (ένσταση ελαττωμένης διατροφής), για την πληρότητα της οποίας απαιτείται η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου, αντίστοιχο αίτημα και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ’ αυτού οφειλομένης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 551/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1031/1993 Δημ. Νόμος, ΑΠ 351/1992 ΕλλΔικ 1993.1466, ΕφΠειρ 754/2014 ό.π., ΕΑ 329/2004 ΕλλΔικ 2004.850, ΕΑ 2078/2003 ΕλλΔικ 2003.1405, ΕφΠατρ 774/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 11/2002 Δημ. Νόμος, ΕΑ 730/2000 ΕλλΔικ 2001.771, ΕΑ 9948/1998 ΕλλΔικ 2000.155, ΕΑ 4742/1998 ΕλλΔικ 1999.379, βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, άρθρο 1495 σημ. 29, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, έκδ. 2001 σελ. 302, 303). Εάν στην ιστορική βάση της προτεινομένης πιο πάνω ενστάσεως δεν διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα ανωτέρω στοιχεία υπάρχει αοριστία της ενστάσεως κατ` άρθρο 262 ΚΠολΔ (ΑΠ 132/2003, ΕφΠειρ 754/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 774/2002 Δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, εφόσον ο νόμος δεν κάνει καμία διάκριση και όταν ο δικαιούχος διατροφής σύζυγος υπέπεσε σε παράπτωμα που αποτελεί βάσιμο – υπαίτιο λόγο διαζυγίου και μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, έστω και αν η εύλογη αιτία που την προκάλεσε οφείλεται σε συμπεριφορά του υποχρέου που στοιχειοθετεί κι αυτή υπαίτιο λόγο διαζυγίου (ΑΠ 1589/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003 ό.π.). Εξάλλου, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ προκύπτει ότι, το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων μεταξύ των οποίων και η περιουσία (Ολ.Α.Π. 9/1991, ΑΠ 1028/2013 ό.π.). Συνεπώς, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως του ενός συζύγου για την καταβολή σε αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει να αναφέρεται στην αγωγή, ότι οι διάδικοι είναι μεταξύ τους σύζυγοι, ότι ο ενάγων διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία και ότι αυτός έχει βιοτικές ανάγκες, οι οποίες λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών (ΑΠ 605/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 773/2014 Δημ. Νόμος). ΄Ετσι δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή ότι ο ενάγων σύζυγος είναι άπορος και αδυνατεί να διατρέφεται από τα δικά του εισοδήματα και περιουσιακά του στοιχεία (ΑΠ 272/2004 ΕλλΔικ 2005.419, ΑΠ 132/2003 ΕλλΔικ 2003.1302. ΑΠ 1382/2000 ό.π., ΑΠ 1307/1999). Δεν απαιτείται, επίσης, να διαλαμβάνεται στην αγωγή για να είναι ορισμένη, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ, όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Στον εναγόμενο απόκειται να προβάλλει και να αποδείξει, ως καταλυτικούς (ολικά ή μερικά) ισχυρισμούς, τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ’ αυτούς στη διατροφή αυτή, καθώς και τις ανάγκες των λοιπών μελών της οικογένειας, στα οποία πρέπει να επιμεριστεί το άθροισμα των οικονομικών πόρων τους και ειδικότερα οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη τέκνων και τις ανάγκες τους, των οποίων η διατροφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1486 παρ.2, 1489 παρ.2 ΑΚ, βαρύνει και τους δύο συζύγους και τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1492 εδ. γ΄ ΑΚ, συμπορεύονται με τη διατροφή του συζύγου (ΑΠ 605/2015 ό.π., ΑΠ 773/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1028/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003 ΕλλΔικ 2003.1302). Ακόμη, στην αγωγή διατροφής, από το άρθρο 1391 ΑΚ, δεν είναι ανάγκη, για το ορισμένο του δικογράφου της, να γίνεται λεπτομερής αναφορά στην πηγή των εισοδημάτων του εναγομένου, την οποία, άλλωστε, ο αντίδικος του, ούτε υποχρεωμένος είναι, ούτε έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει επακριβώς (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 773/2014 ό.π.). Οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και το ύψος αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔικ 2001.710, ΑΠ 1155/1987 ΕΕΝ 1988.614, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. Ι, έκδ. 1998 σελ. 306, 307). Εκδήλωση δε της μη εξομοίωσης της αξιώσεως διατροφής μεταξύ συζύγων προς τη διατροφή από το νόμο αποτελεί και το γεγονός ότι η υποχρέωση διατροφής του οφειλέτη συζύγου προς το δικαιούχο σύζυγο που διέκοψε από εύλογη αιτία τη συμβίωση, εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και αν θέτει σε κίνδυνο τη διατροφή του υπόχρεου (άρθρο 1492 σε συνδυασμό με άρθρο 1489 παρ. 2 Α.Κ.), εκτός αν υπάρχει άλλος υπόχρεος που θα μπορούσε να καταβάλει τη διατροφή αυτή (άρθρο 1491 Α.Κ.) (ΑΠ 687/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2003 ό.π., ΑΠ 1382/2000 ΕλλΔικ 2001.687, ΑΠ 1661/1997 ΕλλΔικ 1998.1293, ΕΘ 792/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔυτΜακ 186/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 157/1996 ΕλλΔικ 38 (1997) 1614, ΕΘ 2248/1996 Αρμ. 1996.1101 ΕΘ 13/1994 Αρμ. 1994.811, Ε. Κουνογέρη – Μανωλεδάκη ό.π. σελ. 306, Β. Βαθρακοκοίλη, Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. 2000, άρθρο 1391 σημ. 30). Μεταξύ των λοιπών υποχρεώσεων του συζύγου, κατά την έννοια της ΑΚ 1491, μπορεί να είναι και η υποχρέωση διατροφής ανήλικων τέκνων του υποχρέου (ΑΠ 1382/2000 ό.π.). Ο σύζυγος κατά το άρθρο 1492 Α.Κ. συμπορεύεται με τους ανήλικους κατιόντες του υποχρέου. Ως ανήλικοι δε κατιόντες του υποχρέου νοούνται όλοι οι κατιόντες του, δηλαδή και οι κοινοί με το δικαιούχο σύζυγο και εκείνοι που προέρχονται από άλλο γάμο του υποχρέου (ΑΠ 1382/2000 ό.π.). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου 1391 Α.Κ., η υποχρέωση διατροφής της παρ. 1 του άρθρου αυτού παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε γεγονότα που επηρεάζουν τις οικονομικές δυνάμεις ή τις ανάγκες είτε του δικαιούχου είτε του υποχρέου (ΑΠ 1280/2000 ΕλλΔικ 2002.113). Τέτοια περίσταση είναι και η ύπαρξη περιουσίας που μπορεί να ρευστοποιηθεί από το δικαιούχο της διατροφής. Η περίσταση αυτή μπορεί να προβληθεί με ένσταση, όταν ασκηθεί αγωγή διατροφής από το δικαιούχο (ΑΠ 132/2003 ΕλλΔικ 2003.1302, ΑΠ 1382/2000 ΕλλΔικ 2001.687, ΑΠ 594/1998 ΕλλΔικ 1998.1293, ΑΠ 351/1992 ΕλλΔικ 1993.1466, ΕΑ 1723/2003, ΕλλΔικ 2004.850, ΕΘ 527/2001 Αρμ. 2001.1492, ΕΑ 5840/1999 ό.π., Β. Βαθρακοκοίλη, Το Νέο Οικογ. Δίκαιο, άρθρο 1391 σελ. 191). Αν η περιουσία είναι απρόσοδη, απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει, αφού συνεκτιμήσει τα λοιπά στοιχεία, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται η ρευστοποίηση της απρόσοδης περιουσίας του δικαιούχου για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του διατροφής (ΟλΑΠ 9/1991, ΑΠ 272/2004 ό.π., ΑΠ 1638/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 161/2002 Δημ. Νόμος). Αν η περιουσία συνίσταται σε χρήματα, όπως τραπεζικές καταθέσεις, η συνεισφορά γίνεται με το συνυπολογισμό και της περιουσίας αυτής,  χωρίς όμως να είναι απαραίτητη η ανάλωσή της (ΑΠ 987/2001 Δημ. Νόμος). ΄Αλλα γεγονότα, που δεν επηρεάζουν το συσχετισμό δυνάμεων και αναγκών των συζύγων, δεν συνιστούν περίσταση κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης (ΑΠ 1280/2000 ό.π.).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α΄ του Α.Κ., σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη) ανεξάρτητα από το ποιός από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στο κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, μέσα στην εξουσία του να προστατεύσει την οικογένεια σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, έχει την ευχέρεια να παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη στον έναν από τους συζύγους. Η εν λόγω παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς τον σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο, όπως επίσης να γίνεται με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα, το οποίο είναι δυνατόν να υπολογισθεί ή και να μην υπολογισθεί κατά τον καθορισμό της διατροφής, που οφείλει ο υπόχρεος και κύριος της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης στον άλλο σύζυγο ή στα τέκνα του (ΑΠ 1922/2005 Δ/ΝΗ 2006/818, ΑΠ 1630/2002 ΕλλΔικ 2003.775, ΑΠ 792/2000 Δημ. Νόμος ΑΠ 219/1999 Δ/ΝΗ/1999 629, ΕφΠειρ 399/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9153/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9076/2003 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1616/2003 Αρμ. 2003.1777, Εφ.Πειρ. 544/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ. 320/1995 Ελ. Δνη 37,358, Εφ.Αθ. 663/1990 Ελ. Δνη 33,186 και τις εκεί παραπομπές στη βιβλιογραφία και νομολογία και επίσης Γ. Κουμάντου, Παραδόσεις Οικογενειακού δικαίου, Εκδοση 3η 1984, Τόμος Ι σελ. 176 παρ. 3, 4, 1.3.4). Σε περίπτωση δε που η παραχώρηση γίνεται, κατά τα ανωτέρω, με αντάλλαγμα και αυτό δεν υπολογίσθηκε κατά τον καθορισμό της οφειλόμενης διατροφής, τότε καθορίζεται από το δικαστήριο είτε με την απόφαση που παραχωρεί τη χρήση, είτε με  άλλη μεταγενέστερη απόφαση (ΑΠ 792/2000 Δημ. Νόμος, Α.Π. 19/1997 ΝοΒ 46.761, ΕΑ 9153/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2002, Δημ. Νόμος, ΕΑ 122/2002 Αρμ 2002/1479). Από τη διάταξη αυτή, η οποία συνάδει προς το άρθρο 21 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, κατά το οποίο η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του ΄Εθνους, τελεί υπό την προστασία του Κράτους, και δεν αντιτίθεται στο άρθρο 17 του ίδιου Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την ιδιοκτησία και αφορά την ολική ή μερική αφαίρεση αυτής, χωρίς όμως να αποκλείει τη θέσπιση περιορισμών αναγομένων στην απόλυτη διαχείριση και κάρπωση του ακινήτου (βλ. και Εφ.Αθ. 698/1989 Ελ.Δικ. 33,156), προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει προσδιορίσει τρία αλληλένδετα κριτήρια για να κριθεί αν σε συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλεται η παραχώρηση της χρήσης σ` έναν από τους συζύγους της οικογενειακής στέγης ανεξάρτητα από το αν αυτή ανήκει στην κυριότητα του άλλου (συζύγου). Σε κάθε μια συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξειδικεύσει τους λόγους επιεικείας, τις ειδικές συνθήκες του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων. Ως επιείκεια θεωρείται η περίπτωση αδυναμίας εύρεσης αλλαχού κατοικίας με υπερβολική οικονομική επιβάρυνση, την οποία αδυνατεί να καλύψει ο ενδιαφερόμενος, οι δε ειδικές συνθήκες προσδιορίζονται από τους όρους της μέχρι της διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης ζωής των ενδιαφερομένων και αναφέρονται στα πρόσωπα, τα οποία αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν την οικογένεια, η οποία όμως έχει διασπασθεί. Τα δύο πιο πάνω κριτήρια πρέπει να συνδυάζονται και με το συμφέρον των τέκνων, δηλαδή να κριθεί ότι η συνεχής διαβίωση των τέκνων στη συζυγική οικία είναι αναγκαία και επιβεβλημένη, λόγω και της μακροχρόνιας σ` αυτή διαμονής τους και της τυχόν δυσμενούς επίπτωσης στην προσωπικότητά τους αν τυχόν στερηθούν της οικογενειακής στέγης. Ο νομοθέτης θεωρεί υποδεέστερο το δικαίωμα του συζύγου στον οποίο ανήκει κατά κυριότητα το ακίνητο και υποχωρεί έναντι του άλλου συζύγου και των τέκνων των οποίων το δικαίωμα υπερέχει ουσιαστικά. Τα αντιτιθέμενα αυτά δύο συμφέροντα προσδιορίζονται σε κάθε μια περίπτωση κατ’ είδος και βαθμό και το δικαστήριο καταλήγει σε συμπέρασμα ανταποκρινόμενο στην εκκρεμή διένεξη των συζύγων (Α. ΓαΖής, στο ΝοΒ 31 σελ. 924-925 – ΕφΠειρ 544/2002 Δημ. Νόμος, ΕφΝαυπλ 125/1999). Η απόφαση του δικαστηρίου που ρυθμίζει τη χρήση της οικογενειακής στέγης διαρκεί όσο η διάσταση των συζύγων, εκτός εάν αναθεωρηθεί, τροποποιηθεί ή μεταρρυθμιστεί, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις και παύει μετά από αμετάκλητη απόφαση που λύνει ή ακυρώνει το γάμο, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και τη χρήση του ακινήτου, που χρησίμευε για οικογενειακή στέγη, διέπονται από τις γενικές διατάξεις του εμπραγμάτου και ενοχικού δικαίου (ΕΘ 2989/2005 Δημ. Νόμος, ΕΑ 8306/1995 Δημ. Νόμος, Δεληγιάννη, οικογ. Δίκ. 11,1987, §§ 241, 242, 243, Σπυριδάκη, Οικογ. Δίκ. σελ. 104, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΑΚ. υπ` άρθ. 1393 αριθ. 85-87, Βασ. Βαθρακοκοίλη. Το Νέο Οικογ. Δίκαιο, υπ` άρθ. 1393 σελ. 206, 207. ΕΑ 335/1993 EλλΔνη 1994.485). Σε επείγουσες περιπτώσεις η ρύθμιση μπορεί να γίνει προσωρινά με ασφαλιστικά μέτρα. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 735 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο έχει δικαίωμα να διατάξει κάθε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο που υπαγορεύεται από τις περιστάσεις, για τη ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων από το γάμο… ιδίως να διατάξει τη μετοίκηση ενός από τους συζύγους… να καθορίσει τον τρόπο, με τον οποίο ο κάθε σύζυγος θα χρησιμοποιήσει το ακίνητο όπου διαμένουν…». Το ασφαλιστικό μέτρο της μετοίκησης, της απομάκρυνσης δηλαδή κάποιου συζύγου από τη συζυγική στέγη, διατάσσεται και αυτό όταν συντρέχει ουσιαστική διακοπή της συμβίωσης και σκοπό έχει, όχι να ρυθμίσει τη χρήση της συζυγικής στέγης, αλλά να ρυθμίσει τις σχέσεις των συζύγων που έχουν διαταραχθεί. Γι’ αυτό, προς το σκοπό διατήρησης της ειρήνης και τάξης στη συζυγική οικία, διατάζεται η μετοίκηση ενός από τους συζύγους ως μέσο πρόνοιας, εφόσον κρίνεται ότι η εξακολούθηση της συμβίωσης μόνο σε περαιτέρω παρόξυνση και εκτράχυνση των ήδη τεταμένων συζυγικών σχέσεων οδηγεί (βλ. ΜΠρΒολ. 2878/2001 Δημ. Νόμος, Βαθρακοκοίλη «ΚΠολΔ» υπ’ άρθρο 735 αρ. 41, 42).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1394 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, για λόγους επιείκειας. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, το αν κάποιο κινητό πράγμα ανήκει στον ένα ή τον άλλο σύζυγο, θα κριθεί με βάση τους γενικούς κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου ήτοι, προκειμένου περί κινητών, των οποίων η κυριότητα αποκτήθηκε με σύμβαση, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1034 ΑΚ, που ορίζει ότι για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ’ αυτόν που την αποκτά και συμφωνία και των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα (ΑΠ 339/2017 Δημ. Νόμος, (βλ. σχετ. ΑΠ 324/1995 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 227/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 4706/1996 Δημ. Νόμος, ΕΑ 513/1995 Δημ. Νόμος). Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι η τοιαύτη ρύθμιση της κατανομής των κινητών πραγμάτων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συζύγων, αφορά μόνο τη χρήση των εν λόγω κινητών, η οποία είναι προσωρινή μη συνιστώσα και οριστική επιδίκαση της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτών. Για ην ανωτέρω αξίωση παραλαβής των αναγκαίων κινητών πραγμάτων προς χωριστή τους εγκατάσταση, όπως και της κατανομής της χρήσης των κοινών πραγμάτων, ο κάθε σύζυγος έχει το δικαίωμα έγερσης κύριας αγωγής με αίτημα την παραλαβή των αναγκαίων κινητών πραγμάτων προς χωριστή του εγκατάσταση και την κατανομή της χρήσης των κοινών τοιούτων, όχι τη διανομή, η οποία, όπως και η διάθεση της μερίδας του κοινωνού, πρέπει να αποκλείεται όσο διαρκεί η διάσταση, για να μη ματαιώνεται ο σκοπός της διάταξης (ΕφΔωδ 227/2006 Δημ. Νόμος, ΕΑ 513/1995 Δημ. Νόμος). Ο σύζυγος στον οποίο παραχωρούνται τα κινητά πράγματα (οικιακά αντικείμενα) δεν αποκτά κάποιο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ` αυτά, αλλά μόνο ενοχικό δικαίωμα χρήσης έχει. Ο περιορισμός του δικαιώματος χρήσης στα κινητά που είναι απολύτως αναγκαία για το μη κύριο σύζυγο με βάση τις ειδικές περιστάσεις που υπάρχουν και εφόσον λόγος επιείκειας το επιβάλλει, υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη για την εξασφάλιση μιας ελάχιστης δυνατής χωριστής διαβίωσης (ΕφΔωδ 227/2006 Δημ. Νόμος).

Τέλος, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερο γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017 ό.π., ΑΠ 431/2016 ό.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυριζόμενη ότι η έγγαμη συμβίωσή της με τον εναγόμενο, σύζυγό της, διεκόπη από εύλογη για αυτήν αιτία, καθώς, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς τους, εκδήλωνε την αναφερόμενη στην αγωγή αντισυζυγική συμπεριφορά, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να προκαταβάλλει σε αυτήν, λόγω της διάστασής τους, ως συμμετοχή του στην οριστική εις χρήμα διατροφή της, προκαταβαλλόμενη το πρώτο τριήμερο κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης µέχρι την εξόφληση, προς κάλυψη των διατροφικών της αναγκών, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, λαµβανοµένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, διότι η ίδια αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της από εισοδήματα της περιουσίας της και είναι αδύνατη η εξεύρεση από αυτήν κατάλληλης εργασίας για το επίδικο χρονικό διάστημα, λόγω της ηλικίας της, ενώ ο εναγόμενος δύναται, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην αγωγή να καλύψει τις διατροφικές της ανάγκες. Επίσης, επικαλούμενη ότι η έγγαμη συμβίωση μετά του καθ’ ου η αίτηση έχει γίνει πλέον αφόρητη, για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρονται στην αγωγή και για λόγους επιείκειας, ζητά να παραχωρηθεί στην ίδια η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής τους στέγης, ήτοι ενός διαμερίσματος, που βρίσκεται στο …. Αττικής, επί της οδού …. ., συγκυριότητας της ιδίας και του εναγομένου, διατασσομένου στην απαγόρευση της διατάραξη της νομής του και να παραχωρηθεί σε αυτήν η χρήση των ευρισκομένων στην κοινή συζυγική οικία απαραίτητων για τη διαβίωσή της κινητών πραγμάτων, πλην των προσωπικών ειδών του εναγομένου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την εκκαλουμένη με αριθμ. 2865/2016 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 05/10/2016, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. α΄ και γ΄, 593 επ., 610 επ. του ΚΠολΔ), αφού έκρινε (ορθώς) ότι η εν λόγω αγωγή είναι ορισμένη (δεδομένου ότι, ως προς το αίτημα επιδίκασης διατροφής στην ενάγουσα, λόγω διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, εκτίθενται λεπτομερώς τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του ασκούμενου με την αίτηση δικαιώματος και ειδικότερα, για το ορισμένο αυτής αναφέρεται ότι οι διάδικοι είναι μεταξύ τους σύζυγοι, ότι η έγγαμη συμβίωσή τους διεκόπη από εύλογη για αυτήν αιτία και ότι η αιτούσα έχει βιοτικές ανάγκες, οι οποίες λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αίτηση χρηματικό ποσό, για το ορισμένο δε της αγωγής διατροφής συζύγου λόγω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται σε αυτήν, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, ενόψει του ότι η υποχρέωση για τη συνεισφορά υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων, οι οικονομικές δε δυνάμεις των διαδίκων συζύγων που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς των στη διατροφή αυτή δεν αποτελούν στοιχείο της αίτησης, αλλά ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετική ενστάσεως του καθ’ ου η αίτηση, δεν απαιτείται, επίσης, να αναφέρεται με ακρίβεια το χρηματικό ποσό που είναι απαραίτητο να καλύψει η ενάγουσα για καθεμία από τις μερικότερες ανάγκες της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, αλλά αρκεί ο καθορισμός του απαιτούμενου συνολικού ύψους δαπάνης το οποίο ζητεί για όλες τις ανάγκες της και το οποίο αποτελεί την ανάλογη διατροφή της) και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη των άρθρων 1389, 1390, 1391, 1392, 1393, 1394, 1496, 1498, 340, 345, 346 ΑΚ, 176 και 191 §2 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί μη διατάραξης της νομής της συζυγικής οικίας από τον εναγόμενο, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διότι κρίθηκε ότι προσήκει σε υπόθεση υπαγόµενη στην τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 989 επ. ΑΚ, ενώ η υπό κρίση διαφορά είναι διαφορά υπαγόµενη σε εκείνες του οικογενειακού δικαίου και αφορά σε ενοχική αξίωση (βλ. και Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος «Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου» τόµος Α’, Αθηνα 2001, σελ.331 και 334) και ότι άλλωστε, δεν εκτίθενται τα αναγκαία για τη θεµελίωση της σχετικής περί διατάραξης της νοµής αγωγής πραγµατικά περιστατικά, κατά το διατακτικό της, έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 ευρώ) µηνιαίως, εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, ως εις χρήμα διατροφή της, για χρονικό διάστηµα δύο (2) ετών από την εποµένη της επίδοσης της αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, παραχώρησε δε στην ενάγουσα την αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας, η οποία βρίσκεται στο ….. Αττικής, ήτοι ενός διαμερίσματος (του πρώτου ορόφου) πολυόροφης οικοδοµής που βρίσκεται στο …. επί της οδού ….., συγκυριότητας των διαδίκων, προκειμένου να διαμένει σε αυτήν και την αποκλειστική χρήση των κινητών που συνιστούν την οικοσκευή, η οποία είναι απαραίτητη για τη χωριστή της εγκατάσταση, αποτελούµενη από τη σαλονοτραπεζαρία, το κρεβάτι, την ηλεκτρική κουζίνα, το πλυντήριο, πλην των προσωπικών αντικειµένων του εναγοµένου, επέβαλε δε σε βάρος του εναγοµένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας λόγω της ήττας του, πέραν από το µέρος που είχε προκαταβάλει. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών, με την από 06/02/2017 έφεσή του, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./10-02-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-02-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./10-02-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./10-02-2017, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι, όπως εκτιμώνται από το Δικαστήριο, συνοψίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, μόνον, όμως, καθόσον αφορά στο κεφάλαιο της επιδικασθείσας στην ενάγουσα σύζυγό του διατροφής της, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή ως προς το κεφάλαιο αυτό.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, στις 11/02/1968. Ο μεν σύζυγος έχει γεννηθεί στις 31/01/1944, η δε σύζυγος στις 11/06/1948. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν δύο (2) τέκνα, το … και το …., τα οποία γεννήθηκαν στις 23/05/1969 και 20/05/1975 αντίστοιχα και έχουν ήδη ενηλικιωθεί. Κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς τους ο μεν σύζυγος, προ της συνταξιοδότησής του, εργαζόταν ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων και λεωφορείων, η δε σύζυγος, παράλληλα με την καθημερινή φροντίδα της οικογένειας και του οίκου τους, καθώς και με την ανατροφή των τέκνων τους, απασχολούνταν περιστασιακά έως το 2012 ως πλασιέ, μαγείρισσα ή ψήστρια σε φούρνο και σε διάφορες άλλες ευκαιριακές εργασίες, συνεισφέροντας και η ίδια με τα εισοδήματα από την εργασία της στις οικογενειακές ανάγκες. Οι διάδικοι διέμεναν προ της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους σε οικία στο ….. Αττικής, επί της οδού ……, συγκυριότητάς τους, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστου. ΄Ηδη, όμως, έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων συζύγων, καθώς ο εναγόμενος δεν επεδείκνυε κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς τους την αναγκαία και επιβαλλόμενη από την έγγαμη συμβίωση, συμπαράσταση, κατανόηση και συναισθηματική στήριξη προς τη σύζυγό του (άρθρο 1386 Α.Κ.), αλλά αντιθέτως συμπεριφερόταν προς αυτήν με τρόπο υποτιμητικό και προσβλητικό. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα, λόγω της ως άνω αντισυζυγικής και προσβλητικής συμπεριφοράς τους συζύγου της απέναντί της, αρχικά προέβη στην από 12/06/2002 εξώδικη καταγγελία – διαµαρτυρία – δήλωσή της προς τον εναγόµενο, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 17-6-2002, καλώντας το σύζυγό της, προκειμένου να μη διασπαστεί η έγγαμη συμβίωσή τους, να επιδεικνύει το δέοντα απέναντί της σεβασμό (βλ. σχετ. από 17/6/2002 εξώδικη καταγγελία – διαμαρτυρία – δήλωση, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. …/17-06-2002 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….). Λόγω, όμως, της συνεχιζόμενης αδιάφορης και αντισυζυγικής συμπεριφοράς του συζύγου προς τη σύζυγο, η τελευταία άσκησε την από 26/10/2005 και με αριθμ. κατάθ. …../27-10-2005 αίτησή της, εναντίον του συζύγου, της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία κοινοποιήθηκε στο σύζυγό της στις 08/11/2005 και με την οποία ζητούσε την επιδίκαση προσωρινής διατροφής σε αυτήν, επικαλούμενη τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεώς τους, από τριετία, από εύλογη γι αυτήν αιτία. Η συζήτηση της αιτήσεως αυτής, όμως, στις 30/11/2005, ματαιώθηκε, καθώς η ενάγουσα ήλπιζε σε μεταβολή της αντισυζυγικής συμπεριφοράς του συζύγου της και αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων. Προσπάθησε δε να επιδείξει υπομονή στην ως άνω συνεχιζόμενη προσβλητική και απαξιωτική συμπεριφορά του εναγομένου απέναντί της, προκειμένου να μη διασπαστεί ο έγγαμος βίος τους. Ωστόσο, λόγω της αδυναμίας πλέον ανοχής της ως άνω αντισυζυγικής συμπεριφοράς του συζύγου της, η ενάγουσα, επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο για τη σωματική και ψυχική της υγεία από τη συνέχιση της εγγάμου συμβιώσεώς τους, προέβη στην από 29/6/2015 εξώδικη καταγγελία – διαμαρτυρία της προς τον εναγόμενο, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 10/07/2015 (βλ. σχετ. από 29/06/2015 εξώδικη καταγγελία – διαμαρτυρία – δήλωση, σε συνδυασμό με τη με αριθμ. ….΄/10-07-2015 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……), καλώντας το σύζυγό της να αποχωρήσει από τη συζυγική τους οικία, να προκαταβάλλει δε σε αυτήν προσωρινή σε χρήμα μηνιαία διατροφή, ύψους 700 ευρώ, λόγω διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους από εύλογη γι αυτήν αιτία. Ο εναγόμενος, όμως, ο οποίος ουδέποτε απάντησε στις ως άνω εξώδικες δηλώσεις της ενάγουσας, συνέχισε να δημιουργεί επεισόδια σε βάρος της ενάγουσας. Ειδικότερα, η ενάγουσα κατήγγειλε στις 25/10/2015 τον εναγόμενο στην αρμόδια Αστυνομική Αρχή, για παράβαση του Ν. 3500/2006 «Περί ενδοοικογενειακής βίας» σε βάρος της, ήτοι του ότι, στις 24/10/2015, περί ώρα 23.30, στην οικία τους στο Κερατσίνι, προκάλεσε σε αυτήν σωματική βλάβη, καθώς της επιτέθηκε πιάνοντας την από το λαιμό (βλ. ιδίως το με αριθμ. πρωτ. ……../25-10-2016 αντίγραφο από το βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Κερατσινίου Πειραιώς και τις προσκομισθείσες φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται), εκκρεμεί δε η εκδίκαση της ποινικής αυτής υπόθεσης ενώπιον του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Εν συνεχεία η ενάγουσα άσκησε την από 3/11/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./05-11-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …../05-11-2015 αίτησή της εναντίον του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία, επικαλούμενη την ως άνω συνεχιζόμενη, επί δεκαπενταετίας, αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγομένου και κίνδυνο για τη σωματική και ψυχική της υγεία, ζητούσε, λόγω διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς τους από εύλογη γι αυτήν αιτία, να διαταχθεί η μετοίκηση του συζύγου από την οικογενειακή τους στέγη, να παραχωρηθεί προσωρινά σε αυτήν η αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας και όλων των εντός αυτής κινητών πραγμάτων, πλην των προσωπικών του αντικειμένων και να επιδικαστεί προσωρινά σε αυτήν το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, ως εις χρήμα διατροφή της, λόγω της αδυναμίας αυτοδιατροφής της από εισοδήματα από την εργασία ή την περιουσία της. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει της οποίας, αφού πιθανολογήθηκε ότι κατέστη αφόρητη η συμβίωση για την σύζυγο, καθόσον θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική, αλλά και την ψυχική της υγείας και ότι έχει επέλθει διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων από υπαιτιότητα του συζύγου και ότι δεν είναι δυνατή η συνοίκησή τους υπό την ίδια στέγη, διατάχθηκε προσωρινά η μετοίκηση του συζύγου από τη συζυγική οικία στο ….. Αττικής, της οποίας η χρήση, καθώς και του αναγκαίου οικιακού εξοπλισμού πραγμάτων, παραχωρήθηκαν προσωρινά στην ενάγουσα, υποχρεώθηκε δε ο εναγόμενος να καταβάλλει προσωρινά στην ενάγουσα, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, ως εις χρήμα προσωρινή διατροφή της, λόγω διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους, από εύλογη γι αυτήν αιτία, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας κύριας αγωγής διατροφής της. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, ο εναγόμενος εγκαταστάθηκε σε οικία, συγκυριότητας των διαδίκων, στον …. Αττικής και η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή της, την οποία κοινοποίησε στον εναγόμενο στις 20/5/2016. Λόγω της συνεχούς επιθετικής, βίαιης και απαξιωτικής συμπεριφοράς του συζύγου προς τη σύζυγο, ιδίως κατά τα τελευταία δέκα έτη προ της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεώς τους, η οποία συνιστά και παράβαση της υποχρέωσής του για σεβασμό, ενδιαφέρον και συμπαράσταση προς το πρόσωπο της συζύγου του και έρχεται σε αντίθεση με την υποχρέωσή του για έγγαμη συμβίωση, η οποία χαρακτηρίζεται ως «κοινωνία βίου» και των επεισοδίων που δημιουργούσε στην οικογενειακή εστία (άρθρα 1386 και 1387 του ΑΚ) (βλ. ΜονΕφΘρ 64/2015 Δημ. Νόμος), επήλθε πλήρης συναισθηματική, ψυχική και σωματική αποξένωση των διαδίκων συζύγων και προκλήθηκαν έριδες και διαπληκτισμοί. Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η διάσταση των συζύγων επήλθε από λόγους που αφορούσαν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγομένου, με αποτέλεσμα να υποστεί ισχυρό κλονισμό η έγγαμη σχέση των διαδίκων και να καταστεί βάσιμα αφόρητη η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης για την ενάγουσα. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς τους, υπέπεσε σε παραπτώματα σε βάρος του, αναγόμενα σε υπαιτιότητά της, που συνιστούν λόγους διαζυγίου, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν και τη δικαιούχο της διατροφής σύζυγο και οφείλονται σε υπαιτιότητα αυτής και επιπλέον εκ του κλονισμού τούτου βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον υπόχρεο σε διατροφή, δεν συνοδεύεται, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με συγκεκριμένο αίτημα για επιδίκαση στην ενάγουσα ελαττωμένης διατροφής, με προσδιορισμό και του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1392 εδ. β’ και 1495 Α.Κ., με προβολή παραδεκτής ένστασης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφορά της με σχετικό λόγο έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 126/2016 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, εφόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν σχημάτισε το Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση ότι για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι αποκλειστικά υπαίτια η ενάγουσα, λόγω αυταρχικής και βασανιστικά σκληρής συμπεριφοράς σε βάρος του εναγομένου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, αρνούμενος αιτιολογημένα την υπό κρίση αγωγή, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διεκόπη από εύλογη για την ενάγουσα αιτία, η τελευταία δικαιούται πλήρους διατροφής από το σύζυγό της, εφόσον αυτή, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ο οποίος γεννήθηκε στις 31/01/1944 και κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεως ήταν οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων και λεωφορείων, είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α.. Λαμβάνει δε σύνταξη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ύψους 1.411,73 ευρώ περίπου μηνιαίως. Κατά το φορολογικό έτος 2016 (χρήση 1/1/2016 έως 31/12/2016) φέρεται ότι δήλωσε συνολικό φορολογητέο εισόδημα ύψους 16.941,40 ευρώ (ήτοι 16.940,74 ευρώ από συντάξεις και 0,66 ευρώ από μερίσματα – τόκους), ενώ κατά το φορολογικό έτος 2015 (χρήση 01/01/2015 έως 31/12/2015), φέρεται ότι είχε δηλώσει συνολικό φορολογητέο εισόδημα από συντάξεις ύψους 17.588 ευρώ (ήτοι σε 1.465,67 ευρώ περίπου μηνιαίως). Κατά τα οικονομικά δε έτη 2013 και 2014, τα ετήσια εισοδήματα του εναγομένου είχαν ανέλθει στο συνολικό ποσό των 21.434,66 ευρώ και 17.933,56 ευρώ αντίστοιχα. Η ειλικρίνεια, όμως, των δηλώσεών του αυτών δεν προκύπτει ότι έχει ελεγχθεί. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ τα δημόσια έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρεπόμενης ανταποδείξεως μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών, μόνο για τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το συντάκτη αυτού ή ότι έγιναν ενώπιόν του. Παράλληλα, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρεπόμενης ανταποδείξεως χωρίς την προσβολή τους ως πλαστών για τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται στα δημόσια έγγραφα, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης αυτών. Με την έννοια αυτή, τα εκκαθαριστικά σημειώματα, που συντάσσονται με βάση την ανέλεγκτη δήλωση φόρου εισοδήματος, δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα αναφερόμενα στα εν λόγω δημόσια έγγραφα πραγματικά περιστατικά ως προς το ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων, σε περίπτωση δε που ελεγχθεί η αλήθεια τους, αποτελούν, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ πλήρη απόδειξη, κατά της οποίας όμως επιτρεπτώς χωρεί ανταπόδειξη, χωρίς ανάγκη προσβολής τους ως πλαστούς (ΑΠ 1305/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2008). Επίσης, σύμφωνα με τις δηλώσεις Ε9 που υπέβαλε, την 16/8/2017 δήλωσε τα παρακάτω ακίνητα: α) την πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, διαμερίσματος πρώτου ορόφου με επιφάνεια 70 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ….. στο … Αττικής, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στην ενάγουσα (βλ. σχετ. το από 11-8-1972 αγοραπωλητήριο συµβόλαιο του Συµβολαιογράφου Πειραιώς …, που έχει µεταγραφεί νόµιµα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς στον τόμο …. και αύξ. αριθμ. …, σε συνδυασμό με τη µε αριθµό 214/1974 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς -εκδοθείσας κατά την Εκουσία Δικαιοδοσία-), η χρήση του οποίου παραχωρήθηκε προσωρινά στην ενάγουσα με τη με αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εν συνεχεία οριστικά με την εκκαλουμένη, δεν πλήττεται δε κατά το κεφάλαιο αυτό με την υπό κρίση έφεση, β) την πλήρη κυριότητα 50% εξ αδιαιρέτου ισόγειας μονοκατοικίας επιφανείας 55 τ.μ., η οποία βρίσκεται εντός οικοπέδου 169,00 τ.μ. στην οδό …. στον ….. Ν. Αττικής, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στην ενάγουσα, όπου ο εναγόμενος διαμένει μετά από την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης στην ενάγουσα (βλ. σχετ. με αριθμ. ……./01-02-1972 συμβόλαιο της Συµβολαιογράφου Πειραιώς ……. που έχει µεταγραφεί νόµιµα) και γ) την πλήρη κυριότητα 100% αγροτεμαχίου με ελιές με επιφάνεια 1.333,00 τ.μ., με 21 ελαιόδεντρα εντός αυτού, που βρίσκεται στη θέση …… του Δημοτικού Διαμερίσματος …. του Νομού Ηλείας (βλ. σχετ. με αριθμ. 4.252 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πύργου . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στο βιβλίο μεταγραφών του τέως Δήμου … στον τόμο .. και αριθμ. …). Συνεπώς, ο εναγόμενος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, διαμένει στην ως άνω ισόγεια μονοκατοικία, επιφανείας 55 τ.μ., η οποία βρίσκεται εντός οικοπέδου 169,00 τ.μ. στην οδό … στον … Ν. Αττικής, συγκυριότητάς του, δεν βαρύνεται με την καταβολή μηνιαίου μισθώματος, παρά μόνον με τις δαπάνες για τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Ούτε, επίσης, προέκυψε η ανάγκη καταβολής δαπανών για εργασίες επιδιορθώσεως της οικίας αυτής λόγω υγρασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Αποκομίζει δε από τα ως άνω ελαιόδεντρα του αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση …. του Δημοτικού Διαμερίσματος …… του Νομού Ηλείας, περίπου 120-150 κιλά λάδι ανά διετία. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην αγωγή διατροφής, από το άρθρο 1391 ΑΚ, δεν είναι ανάγκη, για το ορισμένο του δικογράφου της, να γίνεται λεπτομερής αναφορά στην πηγή των εισοδημάτων του εναγομένου, την οποία, άλλωστε, η δικαιούχος της διατροφής, ούτε υποχρεωμένη είναι, ούτε έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει επακριβώς, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου (ΑΠ 1967/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 773/2014 ό.π.). Ο εναγόμενος είναι, επίσης, συγκύριος, κατά 50% εξ αδιαιρέτου, ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ΝΙΣΣΑΝ 1.597 κ.ε. (Primera), µε αριθµό κυκλοφορίας ………., έτους πρώτης κυκλοφορίας 1999, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στην ενάγουσα, το οποίο, όμως, χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο εναγόμενος. Πάσχει, όμως, από γλαύκωμα, καταρράκτη, αμιγή υπερχοληστερολαιμία, αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο, ιδιοπαθή (πρωτοπαθή) υπέρταση, αρρυθμίες, κολπική μαρμαρυγή και πτερυγισμό και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, κατόπιν συστάσεως των θεραπόντων ιατρών του, είναι δε ασφαλισμένος για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο Ι.Κ.Α., πλην, όμως, απαιτείται και η δική του συμμετοχή, κατά ποσοστό 25%, στη σχετική δαπάνη για την αγορά των αναγκαίων φαρμάκων. Δεν αποδείχθηκε δε σύσταση των θεραπόντων ιατρών του για τη λήψη βελτιωμένης διατροφής. ΄Αλλη περιουσία ή άλλους πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο σύζυγος, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει, πλην της συζύγου του. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία έχει γεννηθεί στις 11/6/1948, κατά τη διάρκεια της ουσιαστικής έγγαμης συμβίωσής τους, συνέβαλε στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κυρίως με την παροχή της προσωπικής εργασίας της στην οικογενειακή τους στέγη και την ανατροφή των τέκνων τους, αλλά και με τα εισοδήματά της από τις περιστασιακές εργασίες ως πλασιέ, μαγείρισσα και σε διάφορες άλλες ευκαιριακές εργασίες. Δεν έχει θεμελιώσει, όμως, συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω μη ασφαλιστικής της κάλυψης κατά το χρονικό διάστημα εργασίας της. Λόγω δε της ηλικίας της (69 ετών), της έλλειψης γνώσης κάποιας τέχνης ή επιστήμης, καθώς και  εξειδίκευσής της, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που κυριαρχεί και επηρεάζει δυσμενώς την αγορά εργασίας, είναι δυσχερής κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η ανεύρεση εργασίας κατάλληλης για την ηλικίας της και την κατάσταση της υγείας της και συνεπώς ο πορισμός εισοδήματος από αυτήν (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 126/2016 Δημ. Νόμος), απορριπτομένου προεχόντως ως απαραδέκτου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου, καθόσον δεν επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, σε κάθε δε περίπτωση και ως κατ’ ουσίαν αβασίμου. Η ενάγουσα διαμένει στην ως άνω οικία, που αποτελούσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων, συγκυριότητάς της κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και η χρήση της οποίας παραχωρήθηκε σε αυτήν προσωρινά με τη με αριθμ. 218/2016 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και εν συνεχεία οριστικά με την εκκαλουμένη, δεν πλήττεται δε κατά το κεφάλαιο αυτό με την υπό κρίση έφεση. Συνεπώς δεν βαρύνεται με δαπάνες μισθώματος, πλην της συμμετοχής της στις κοινόχρηστες δαπάνες και στις δαπάνες για τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Είναι, επίσης, συγκυρία, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, μίας ισόγειας μονοκατοικίας επιφανείας 55 τ.μ., η οποία βρίσκεται εντός οικοπέδου 169,00 τ.μ. στην οδό … στον ….. Ν. Αττικής, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στον εναγόμενο, όπου ο τελευταίος διαμένει μετά από την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης στην ενάγουσα, καθώς και συγκυρία, κατά 50% εξ αδιαιρέτου, ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής ΝΙΣΣΑΝ, 1.597 κ.ε. (Primera), µε αριθµό κυκλοφορίας …….., έτους πρώτης κυκλοφορίας 1999, του υπολοίπου 50% εξ αδιαιρέτου ανήκοντος στον εναγόμενο. Η ενάγουσα, όμως, στερείται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς στερείται ασφαλιστικής κάλυψης. Η, δε, εκποίηση του ποσοστού της επί των ως άνω ακινήτων κατά τα οποία είναι συγκυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αφενός μεν δεν είναι ευχερής έναντι αξιόλογου τιµήµατος ενόψει της υφιστάµενης συνιδιοκτησίας µετά του εναγομένου, αφετέρου δε κρίνεται αναγκαία η διατήρηση αυτών για ενδεχόµενη µελλοντική εµφάνιση κάποιας έκτακτης, απρόβλεπτης και σοβαρής οικονοµικής ανάγκης ή προβλήματος υγείας της. ΄Αλλη περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η σύζυγος, ούτε επιβαρύνεται με τη διατροφή τρίτου προσώπου υποχρεωμένου από το νόμο να διατρέφει. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται, ότι το κύριο βάρος για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών το έφερε ο εναγόμενος με βάση τα εισοδήματα αρχικά από την εργασία του και εν συνεχεία από τη σύνταξή του (ΑΠ 605/2015 Δημ. Νόμος). Επομένως, με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, σε συσχετισμό των δυνάμεων του καθενός προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο και με βάση τις ανάγκες της ζωής της δικαιούχου συζύγου (ενάγουσας), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια της οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με τις νέες ανάγκες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης και λόγω της χωριστής διαβίωσης (σίτισης, ένδυσης, υπόδησης, ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας και λειτουργικών εξόδων), εφόσον υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης η ενάγουσα όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιούται πλήρους διατροφής λόγω διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι αυτήν αιτία, που ανέρχεται στο ποσό των 620 ευρώ μηνιαίως για το επίδικο χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες τροφής, ένδυσης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχαγωγίας και συμμετοχής της στην κοινωνική ζωή και ενόψει των εισοδημάτων των συζύγων, των περιουσιών και των βιοτικών τους αναγκών, δεν υπερβαίνει δε την αναλογία που ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει για διατροφή της συζύγου, στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης και με μέτρο τις εν γένει συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Συγκεκριμένα, το μέτρο κάλυψης των αναγκών αυτών είναι εκείνο που υπαγορεύουν ειδικότερα η ηλικία, καθώς και το επίπεδο διαβίωσης που υπήρχε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και το παραπάνω ποσό είναι εκείνο που θα εξασφαλίσει στην ενάγουσα το ίδιο επίπεδο διαβίωσης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο. Συνεπώς, ο εναγόμενος πρέπει να καταβάλει στην ενάγουσα, ως ανάλογη διατροφή της, το ποσό των 620 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα των δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοση της υπό κρίση αγωγής, δεκτού γενομένου εν μέρει ως κατ’ ουσία βασίμου του σχετικού αιτήματος αυτής περί επιδίκασης στην ενάγουσα διατροφής, λόγω διάσπασης της εγγάμου συμβιώσεώς της με το σύζυγό της. Την ως άνω διατροφή ο σύζυγος μπορεί να παρέχει χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτός, δεν μπορεί να προβάλλει την ένσταση αυτή [άρθρο 1487 Α.Κ] έναντι της συζύγου του, αφού, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν ισχυρίζεται συγχρόνως παραδεκτά ότι αυτή μπορεί να στραφεί εναντίον άλλου υπόχρεου που θα μπορούσε να καταβάλει τη διατροφή αυτή (άρθρο 1491 Α.Κ.), δεν αποδείχθηκε δε η δυνατότητα διατροφής αυτής από την ύπαρξη περιουσίας ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία της (βλ. σχετ. ΑΠ 687/2004 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 62/2004 Δημ. Νόμος, ΕΑ 9823/1999 Δημ. Νόμος, ΕΑ 3784/1999 Δημ. Νόμος). Όπως προαναφέρθηκε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1391 Α.Κ., προκύπτει ότι ενόσω υπάρχει ο γάμος, έστω και αν έχει διασπασθεί η έγγαμη συμβίωση, η διατροφή είναι συνέπεια της υποχρέωσης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, που θεσπίζεται με την πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις και δεν εξομοιώνεται με τη συνηθισμένη διατροφή από το νόμο που ρυθμίζεται από τα άρθρα 1485 επ. Α.Κ. Εκδήλωση της μη εξομοίωσης της αξιώσεως διατροφής μεταξύ συζύγων προς τη διατροφή από το νόμο αποτελεί και το γεγονός ότι η υποχρέωση διατροφής του οφειλέτη συζύγου προς το δικαιούχο σύζυγο που διέκοψε από εύλογη αιτία τη συμβίωση, εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και αν θέτει σε κίνδυνο τη διατροφή του υπόχρεου (άρθρο 1492 σε συνδυασμό με άρθρο 1489 παρ. 2 Α.Κ.), εκτός αν υπάρχει άλλος υπόχρεος που θα μπορούσε να καταβάλει τη διατροφή αυτή (άρθρο 1491 Α.Κ.). Συνεπώς, ο ισχυρισμός που προέβαλε ο εναγόμενος (με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), επαναφέρει δε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με σχετικό λόγο έφεσης ότι αν υποχρεωθεί να καταβάλει το αιτούμενο δια της αγωγής ποσό θα διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, επικαλούμενος προς τούτο το ενεργητικό της περιουσίας του και τις λοιπές υποχρεώσεις του κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στις προτάσεις του, είναι μη νόμιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται ως προς τις διατάξεις της περί παραχωρήσεως στην ενάγουσα από λόγους επιείκειας α) της χρήσεως του προαναφερόµενου ακινήτου που χρησίµευε για την κύρια διαµονή των διαδίκων µέχρι τη διάσπαση της έγγαµης συµβίωσής τους και με την οποία κρίθηκε ότι αυτό χρησιµεύει για τη στέγασή της, λαµβανοµένου υπόψη ότι εκείνη δεν διαθέτει άλλο ακίνητο ικανό να καλύψει τις στεγαστικές της ανάγκες, πλην της παραπάνω οικίας, της οποίας είναι συγκύρια και στην οποία έχει τον οικιακό της εξοπλισµό, ενώ ήδη στο έτερο ακίνητο Ασπρόπυργο έχει µετοικήσει ο σύζυγός της, ο οποίος δύναται και εξοπλισµό να προµηθευτεί εφόσον έχει εισόδηµα (σε αντίθεση µε την ενάγουσα) και την κατοχή του αυτοκινήτου έχει για τις µετακινήσεις του από και προς την Αθήνα, ούτε δύναται να προβεί σε µίσθωση άλλου διαµερίσµατος, καθόσον στερείται παντελώς εισοδηµάτων και β) της χρήσεως των κινητών που συνιστούν την οικοσκευή που είναι απαραίτητη για τη χωριστή της εγκατάσταση αποτελούµενη από την σαλονοτραπεζαρία, το κρεβάτι, την ηλεκτρική κουζίνα, το πλυντήριο, αποδιδοµένων στον εναγόμενο των προσωπικών του αντικειµένων. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία επιδίκασε στην ενάγουσα μεγαλύτερο από το προαναφερόμενο ποσό διατροφής, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου και απορριπτομένων όλων των λοιπών λόγων ως κατ’ ουσίαν αβασίμων, συνακόλουθα δεκτής γενομένης και της κρινόμενης έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμης, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, στο σύνολό της, και ως προς τα μη εκκληθέντα κεφάλαια της (περί παραχωρήσεως στην ενάγουσα της χρήσεως της συζυγικής οικίας και των ως άνω κινητών πραγμάτων), ώστε  να εκδοθεί μια απόφαση, για το ενιαίο του τίτλου εκτελέσεως (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 126/2016 Δημ. Νόμος, ΕΘ 1759/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 141/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 580/2012 Δημ. Νόμος). Στη συνέχεια, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την υπόθεση (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των εξακοσίων είκοσι ευρώ (620 ευρώ) µηνιαίως, εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, για χρονικό διάστηµα δύο (2) ετών από την εποµένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση και να παραχωρηθεί στην ενάγουσα α) η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης των διαδίκων και ειδικότερα του διαμερίσματος (του πρώτου ορόφου) πολυόροφης οικοδοµής, που βρίσκεται στο …. επί της οδού ….. και β) η αποκλειστική χρήση των κινητών που συνιστούν την οικοσκευή, η οποία είναι απαραίτητη για τη χωριστή της εγκατάσταση, αποτελούµενη από τη σαλονοτραπεζαρία, το κρεβάτι, την ηλεκτρική κουζίνα, το πλυντήριο, πλην των προσωπικών αντικειµένων του εναγοµένου, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, πέραν του προκαταβληθέντος ποσού δικαστικών εξόδων, λόγω της μεταξύ τους συγγενικής σχέσης (άρθρα 179, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμ. 2865/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 20/05/2016 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./20-05-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../20-05-2016, απευθυνομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόµενο να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των εξακοσίων είκοσι ευρώ (620 ευρώ) µηνιαίως, εντός του πρώτου τριηµέρου εκάστου µηνός, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, για χρονικό διάστηµα δύο (2) ετών από την εποµένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, µε το νόµιµο τόκο από την καθυστέρηση πληρωµής κάθε µηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση.

ΠΑΡΑΧΩΡΕΙ στην ενάγουσα α) την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης των διαδίκων και ειδικότερα του διαμερίσματος (του πρώτου ορόφου) πολυόροφης οικοδοµής, που βρίσκεται στο …. επί της οδού ….. και β) την αποκλειστική χρήση των κινητών που συνιστούν την οικοσκευή, η οποία είναι απαραίτητη για τη χωριστή της εγκατάσταση, αποτελούµενη από τη σαλονοτραπεζαρία, το κρεβάτι, την ηλεκτρική κουζίνα, το πλυντήριο, πλην των προσωπικών αντικειµένων του εναγοµένου.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, πέραν του ήδη προκαταβληθέντος ποσού δικαστικών εξόδων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 08/01/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ