Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 5/2018

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:      5 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 24/10/2016 έφεση, η οποία κατατέθηκε στις 24/10/2016 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/24-10-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού στις 24-10-2016 με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/24-10-2016, κατά της με αριθμό 04/04-01-2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 08-05-2015, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, επί της από 2/3/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/02-03-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …./02-03-2015 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος εναντίον των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015- και 520 ΚΠολΔ, εφόσον από το φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε η εκκαλουμένη και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 04/01/2016 μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24/10/2016. Επομένως, εφόσον κατατέθηκαν από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο τ’ απαιτούμενα παράβολα για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρ. 297 και 298 ΑΚ, ενώ κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 437/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 936/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1006/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 174/2005, 831/2005, 118/2006, ΕφΘ 45/2016 Δημ. Νόμος). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Ετσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρ. 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό, ως προς το οποίο η κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αφού είναι κρίση περί τα πράγματα (ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 677/2011). Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με την μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Εξ άλλου πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (ΑΠ 437/2017 ό.π., ΑΠ 936/2017 ό.π., ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 1006/2015 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1354/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1071/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1057/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 723/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 428/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΑΠ 422/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1230/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1961/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 75/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ΧρΙΔ Α/2001 σελ. 699). Η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια με την παραπάνω έννοια δεν αποκλείεται για το λόγο ότι στην επέλευση ή την έκταση της ζημίας συντέλεσε και ειδική προδιάθεση του ίδιου του παθόντος, ενώ δεν αίρεται η πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια, όταν μετά την επέλευση του επιβλαβούς αποτελέσματος επέρχεται άλλο γεγονός το οποίο επιτείνει το αποτέλεσμα που είχε επέλθει, εφόσον στην επίταση αυτού συνέτεινε η κατάσταση στην οποία βρισκόταν το βλαπτόμενο πρόσωπο εξ αιτίας του προηγούμενου γεγονότος (ΑΠ 128/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 129/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1257/2001 ό.π., ΕφΔωδ 71/2004 ΤΝΠΔΣΑθ). Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, επίσης, κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 του Α.Κ.) (ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 1051/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 1613/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 530/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος). Η παράβαση διατάξεων δε του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητας στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 1051/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 100/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2131/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2266/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1669/2012 ό.π., ΑΠ 1613/2012 ό.π., ΑΠ 1455/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 533/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 530/2012 ό.π., ΑΠ 228/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 686/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1354/2008 ό.π., ΑΠ 1071/2008 ό.π., ΑΠ 428/2008 ό.π., ΑΠ 1230/2007 ό.π., ΑΠ 1961/2006 ό.π., ΑΠ 75/2005 ό.π.), όπως επίσης και μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔικ 2003.420, ΑΠ 1070/2001 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, ευθύνη και διακινδύνευση, ήτοι ανεξάρτητη από πταίσμα (γνήσια αντικειμενική) ευθύνη, είναι και η καθιερούμενη με τον Ν. ΓΠΝ/1911 ειδική ευθύνη του ιδιοκτήτη, του κατόχου και του οδηγού αυτοκινήτου για της ζημίες που προκαλούνται σε τρίτους κατά τη λειτουργία του (αυτοκινητικό ατύχημα) (ΑΠ 1409/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 96/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1114/2000). Επίσης, κατά το άρθρο 38 του Ν. 2696/1999, «1. Οι πεζοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια ή τα ειδικά γι` αυτούς ερείσματα. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, αφού λάβουν τις αναγκαίες προφυλάξεις:… 2. Αν είναι αδύνατη η χρησιμοποίηση των πεζοδρομίων ή των ερεισμάτων, που προορίζονται για τους πεζούς, ή δεν υπάρχουν πεζοδρόμιση ή ερείσματα οι πεζοί μπορούν να βαδίζουν στο οδόστρωμα, κατά τρόπον ώστε να μην παρεμποδίζουν την κυκλοφορία… 3. Οι πεζοί που χρησιμοποιούν το οδόστρωμα υποχρεούνται να βαδίζουν αντίθετα με την κατεύθυνση της κυκλοφορίας και όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο άκρο του οδοστρώματος, εκτός αν κατ` αυτόν τον τρόπο κινδυνεύουν ή δεν το επιτρέπουν ειδικές περιστάσεις… 4. Οι πεζοί προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα, υποχρεούνται:  α) Αν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να τις χρησιμοποιούν…. δ) Σε διαβάσεις που η κυκλοφορία τόσο των πεζών όσο και των οχημάτων δεν ρυθμίζεται με φωτεινούς σηματοδότες, να μην κατεβαίνουν στο οδόστρωμα πριν λάβουν υπόψή τους την απόσταση και την ταχύτητα των οχημάτων τα οποία πλησιάζουν.  ε) Αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών, να μην κατεβαίνουν σ` αυτό, αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα προς τον άξονά του και ζ) να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα χωρίς να βραδυπορούν ή να σταματούν σε αυτό αδικαιολόγητα (ΑΠ 1613/2012 ό.π, ΑΠ 1455/2012 ό.π., ΑΠ 686/2011 ό.π.), στην παράγραφο 1 εδαφ. α΄ του άρθρου 39 του ίδιου Κώδικα, ορίζονται στην πρώτη ότι «΄Ολοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς» και στην παρ. 3 «…Σε περιοχές κατοικίας που έχουν χαρακτηρισθεί και σημανθεί ως περιοχές ήπιας κυκλοφορίας εφαρμόζονται οι εξής ειδικοί κανόνες: α) Οι πεζοί μπορούν να χρησιμοποιούν το οδόστρωμα σε όλο το πλάτος του. β) Οι Οδηγοί πρέπει να προχωρούν με πολύ χαμηλή ταχύτητα, η οπαία σε καμιά περίπτωση δε θα πρέπει να υπερβαίνει τα 20 χιλιόμετρα την ώρα. γ) Οι Οδηγοί δεν πρέπει να θέτουν τους πεζούς σε κίνδυνο ούτε να συμπεριφέρονται με παρεμποδιστικό τρόπο. Αν είναι αναγκαία πρέπει να σταματούν. δ) Οι πεζοί δεν πρέπει να εμποδίζουν χωρίς λόγο την κυκλοφορία των οχημάτων. Περαιτέρω από τα άρθρα 12 και 19 του ν. 2696/1999, ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται κατά το δυνατόν ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2696/1999, «1. Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα …. Οι Οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών…», κατά την παρ. 7 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου, «Οι Οδηγοί οχημάτων οφείλουν να συμπεριφέρονται με ευγένεια στους πεζούς και στους άλλους οδηγούς…», κατά τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 19 του ως άνω νόμου, «1. Ο οδηγός οδικού οχήματος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς.  2. ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθμίζει την ταχύτητα του οχήματός του λαμβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαμόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. 3. Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, πλησίον των σχολείων, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων, στις απότομες κατωφέρειες, πλησίον των μέσων μαζικής μεταφοράς, που σταθμεύουν για να αποβιβάζουν ή επιβιβάζουν επιβάτες, κατά τις νυκτερινές ώρες, σε περίπτωση ομίχλης, βροχής, χιόνων, παγετού και γενικά όταν το οδόστρωμα είναι ολισθηρό. Την αυτή επίσης υποχρέωση έχει κατά τη διέλευσή του από στενές διόδους και αν η διασταύρωσή του με άλλα οχήματα καθίσταται δυσχερής, όταν υπάρχουν ζώα επί της οδού που παρουσιάζουν σημεία ταραχής, κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, αν πεζοί, που βρίσκονται στην τροχιά του, καθυστερούν να απομακρυνθούν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2004 ΕλλΔικ 2005.78). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1864/2011, σχετ. ΑΠ 862/2015, AΠ 291/2015). Η ανεπάρκεια δε των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1967/2006). Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ` αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθ. 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ ΚΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής,  χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά και κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται όμως στον ενάγοντα με τις κατατιθέμενες κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011, ΑΠ 1261/1993). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015). Δεν συνιστά όμως απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 220/2003, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σ` αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π., ΑΠ 180-181/2011, ΑΠ 1065-1066/2003). Συνεπώς, επί αγωγής προς αποζημίωση από αυτοκινητικό ατύχημα, που προκλήθηκε από υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, εάν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα ειδικώτερα (διευκρινιστικά) περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια του εναγομένου οδηγού, έστω και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη, κατά το αρθρ. 224 Κ.Πολ.Δ, μεταβολή της βάσης της αγωγής (ΑΠ 832/2011 ό.π.). Κατά τα άρθρα δε 298 και 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, η αποζημίωση δε περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος (ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος,  697/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 166/2012 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 928, 929 και 930 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει, επίσης, ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας από την οποία προκαλείται βλάβη της υγείας ή του σώματος του παθόντος παρέχεται η δυνατότητα στον τελευταίο να ασκήσει αγωγή για την επιδίωξη αποκατάστασης και μελλοντικής ζημίας του, έστω και αν ακόμη δεν έχει επέλθει η τελευταία και δεν έχει πληρωθεί ο ένας από τους όρους του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αρκεί να έχει τεθεί το θεμέλιο και να μη εξαρτάται παρά μόνο από περιστάσεις που με βεβαιότητα θα προκύψουν στο μέλλον. Η ως άνω, αποζημίωση, όταν αφορά περιοδικές παροχές από την απώλεια εισοδημάτων, καταβάλλεται σε χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν, όμως, συντρέχει σπουδαίος λόγος η αποζημίωση μπορεί να καταβληθεί σε κεφάλαιο εφάπαξ. Τέτοιος σπουδαίος λόγος θεωρείται, ότι υπάρχει όταν η εφάπαξ καταβολή μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του δικαιούχου της αποζημιώσεως ή όταν υπάρχουν δυσμενείς προσωπικοί ή οικονομικοί λόγοι στην πλευρά του υπόχρεου (ΑΠ 481/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2017/2014). Στο αίτημα της αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης σε εφάπαξ κεφάλαιο, κατά τους όρους του άρθρου 930 § 1 ΑΚ, θεωρείται ότι περιέχεται σε σχέση μείζονος προς έλασσον, το αίτημα για μηνιαίες χρηματικές παροχές. Επομένως, αν ζητείται με την αγωγή επιδίκαση εφάπαξ κεφαλαίου, χωρίς να γίνεται επίκληση σπουδαίου προς τούτο λόγου, δεν απορρίπτεται η αγωγή, αλλά το σχετικό αίτημα γίνεται δεκτό για το ίδιο αιτούμενο ποσό, αλλά καταβλητέο σε μηνιαίες δόσεις, κάθε μία από τις οποίες προκύπτει από απλό μαθηματικό υπολογισμό, εφόσον ορίζεται η χρονική περίοδος της απώλειας των προσόδων και το συνολικό ποσό (ΑΠ 1843/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1966/2008, ΑΠ 1293/1999). Κατά το άρθρο δε 929 εδάφ. α’ του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι καταβολές για αγορά φαρμάκων, οι αμοιβές γιατρών, η δαπάνη για την παραμονή του στο νοσοκομείο ή την κλινική, για τη φυσικοθεραπεία, για μίσθωση αυτοκινήτου ΤΑΧΙ προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, για τη λήψη βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία κ.ά. και έτσι με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1207/2017 ό.π., ΑΠ 481/2016 ό.π., ΑΠ 1935/2013, ΑΠ 2176/2009, ΕφΛαρ 166/2012 ό.π.).

Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές, που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα παραπάνω συνάγεται ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσον ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο ως πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 932 του ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ή την ψυχική οδύνη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, ή την ψυχική οδύνη που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Έτσι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ. αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 158/2016 ό.π., ΑΠ 1061/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 72/2012). Επίσης, κατά το άρθρο 482 του ΑΚ., “σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, 488 και 926 του Α.Κ. συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ’ αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιουδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης τούτων ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 159/2011 Δημ. Νόμος).

Επίσης, κατά το άρθρο 346 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο τόκος υπερημερίας, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει κατ’ εξαίρεση να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Περαιτέρω, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερο γι’ αυτόν (ΑΠ 1344/2015 ό.π.). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου έφεσης και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάζει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει αν οι κατώτεροι δικαστές αποφάσισαν ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπάγγελτα υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ’ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας απόφασης (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 892/2013 – 878/2000 – 192/1998 – 1326/1984 ΝοΒ 33, 997). Λόγοι δε έφεσης δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ’ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ’ ανάγκη την βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι’ αυτό και σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της έφεσης η εξαφάνιση της απόφασης θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Επί αγωγής αποζημίωσης δε από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 292 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, μπορεί ο εφεσίβλητος να ασκήσει αντέφεση ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης, για υλικές ζημίες, αλλά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, γιατί το τελευταίο δεν συνέχεται με τα εν λόγω κεφάλαια. Και τούτο για τον λόγο ότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή όσον και ως προς την ένσταση (ΑΠ 747/2017 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στη πρωτόδικη δίκη, το δε απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Ο κανόνας αυτός αποτελεί εκδήλωση της κατά το άρθρο 269 παρ.1 του ιδίου Κώδικα αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Κατ’ εξαίρεση όμως της πιο πάνω απαγόρευσης, κατά τον αριθμό 1 της διάταξης αυτής είναι επιτρεπτή η προβολή των εν λόγω ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο, πολύ δε περισσότερο η επαναφορά τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εάν αυτοί είχαν προβληθεί, έστω απαραδέκτως, στο πρώτο βαθμό, όταν τους προβάλλει ο εναγόμενος (ή ο ενάγων), ως εφεσίβλητος προς απόκρουση της κατ’ αυτού ασκηθείσας έφεσης και προς διατήρηση του διατακτικού της εκκαλουμένης από τον αντίδικό του απόφασης (ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 865/2015, ΑΠ 773/2007, ΑΠ 352/2004) και μάλιστα χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 269 του ΚΠολΔ (ΑΠ 288/1980), η συνδρομή των οποίων (περιορισμών) συνιστά άλλο λόγο εξαίρεσης από τον πιο πάνω κανόνα, κατ’ εφαρμογή του αριθμού 3 της πιο πάνω διάταξης (ΑΠ 1152/2017 ό.π.). Τέλος, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής ότι σ’ αυτή εκτίθεται, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, όπως παραδεκτά αυτή διορθώθηκε, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ότι, κατά τον αναφερόμενο σε αυτήν τόπο και χρόνο, ήτοι στις 09/04/2011, στη Νήσο Αίγινα, της περιφέρειας Πειραιά, η πρώτη εναγομένη, οδηγώντας Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της, το οποίο ήταν ασφαλισμένο κατά το χρόνο του ατυχήματος στη δεύτερη εναγομένη ασφαλιστική εταιρία για τις ζημίες που θα προξενούσε σε τρίτους, προκάλεσε από υπαιτιότητά της τον τραυματισμό του, τη στιγμή που έβαινε επί του αναφερομένου στην αγωγή οδοστρώματος υπό τις ειδικότερες συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή και ότι από το έτος 1975 πάσχει από υπολειμματική σπαστική ημιπάρεση, με συνολικό ποσοστό αναπηρίας 67% κατά ιατρική πρόβλεψη από 18/02/2011 έως 28/02/2016 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ενόψει δε όλων αυτών, ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν σε αυτόν, εκάστη εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, άλλως από τη συζήτηση αυτής, μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να καταβάλουν σε αυτόν, εκάστη εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την πλήρη εξόφληση, ήτοι: 1) το ποσό των 30.000 ευρώ, καταβλητέο εφάπαξ, λόγω σπουδαίου λόγου, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την τελεσθείσα σε βάρος του αδικοπραξία, η οποία δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, καθώς αφορά την εν γένει σωματική του ακεραιότητα, σε συνδυασμό με την ήδη βεβαρυμένη υγεία του και τη χρόνια αναπηρία του και 2) το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, περιοριζόμενο κατά το ποσό των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάσσεται, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά της πρώτης εναγομένης ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του.      Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη, στις 04/01/2016, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, η εκκαλουμένη με αριθμ. 4/04-01-2016 οριστική απόφαση, μετά από συζήτηση που έγινε αντιμωλία των διαδίκων, στις 08/05/2015, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, η οποία απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την υπό κρίση αγωγή και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, ύψους εξακοσίων (600) ευρώ, σε βάρος του ενάγοντος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, «…στο δικόγραφο αυτής δεν αναφέρονται ευκρινώς και σαφώς τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική της βάση. Πέραν του ότι δεν αναφέρεται εάν η οδός Μερίστου, στην οποία εκινείτο πεζή ο ενάγων, ήταν μονής ή αμφίδρομης κυκλοφορίας, πόσες λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση διαθέτει η παραπάνω οδός, σε ποιο σημείο της οδού εκινείτο ο ενάγων, σε ποιο η πρώτη εναγομένη και σε ποιο σημείο τελικά έλαβε χώρα η επικαλούμενη παράσυρση. Προσέτι δεν αναφέρεται αν η κίνηση του ενάγοντος ήταν κάθετη ή οριζόντια σε σχέση με το οδόστρωμα. Επίσης, αναφέρεται ότι η εναγομένη χτύπησε τον ενάγοντα στην πλάτη με το δεξιό έμπροσθεν τροχό, κάτι που είναι υψομετρικά αδύνατο. Περαιτέρω, ουδόλως εξειδικεύεται ποια ήταν η φύση του τραυματισμού του ενάγοντος παρά μόνο αναφέρεται ότι «…ο ενάγων υπέστη τραυματισμό κυρίως στο αριστερό κάτω μέρος του ποδιού μου, στο αριστερό ισχίο, και τη μέση, στο κεφάλι, στον αριστερό του αγκώνα και δεξιό ώμο…». Επίσης, ουδόλως εξειδικεύεται σε σχέση με τα υπό στοιχεία α, β και γ αιτήματα της αγωγής σε τι συνίσταται η υπό στοιχείο α  ποσού 30.000 ευρώ αποζημίωση και σε τι η υπό στοιχείο γ ποσού 50.000 ευρώ αποζημίωση. Συνεπώς, λόγω των παραπάνω ελλείψεων του αγωγικού δικογράφου, η αγωγή καθίσταται ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και ως εκ τούτου απορριπτέα λόγω αοριστίας αυτής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη…». Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων, με την από 24/10/2016 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στις 24/10/2016 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/24-10-2016, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού στις 24-10-2016 με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../24-10-2016, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Με το ως άνω περιεχόμενο, όμως, η ένδικη αγωγή, η οποία παραδεκτά εισήχθη ενώπιον αυτού του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 14 παρ. 2, 16 περ. 12, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του άρθρο 16 από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 –Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος 1.1.2016 –άρθρο 1 ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015-, 22, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρο 681 Α ΚΠολΔ), που προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 733/1977), σε συνδυασμό με τα άρθρα 666, 667, 670 έως 676 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι προ της τροποποίησής τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015 –βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-), περιέχει όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης αδικοπρακτικής ευθύνης της πρώτης των εναγομένων και συγκεκριμένα σαφώς περιγράφεται σε αυτήν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης των εναγομένων, η ηθική βλάβη, που προκάλεσε στον ενάγοντα και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης των εναγομένων και του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 683/2013 ό.π.), διότι, σε κάθε περίπτωση, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αμέλεια, παραδεκτά συγκεκριμενοποιείται με βάση τα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς, αρκεί να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας, ούτε να προσδίδεται σ` αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με αυτό της αγωγής (ΑΠ 846/2017 ό.π., ΑΠ 832/2011 ό.π.). Τα λοιπά στοιχεία που αναφέρονται στην εκκαλουμένη ως προς τις συνθήκες που φέρεται ότι έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, και επικαλούνται οι εναγόμενες ότι απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής, αποτελούν στοιχεία που δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις και δεν είναι απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής, διότι αφορούν περαιτέρω διευκρίνιση και πληρέστερο προσδιορισμό των λεπτομερειών και συνθηκών, που θεμελιώνουν την υπαιτιότητα (αμέλεια) της εναγομένης οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, με βάση όσα θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν τα περιστατικά αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στους αγωγικούς ισχυρισμούς, και δεν συνιστούν, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, ούτε θεμελιώνεται η λήψη υπόψη μη προταθέντων ή μη παραδεκτώς προταθέντων ισχυρισμών, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών των εναγομένων (ΑΠ 832/2011 ό.π.). Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς το κεφάλαιο της υπαιτιότητας και την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος, έσφαλε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (άρθρα 914, 297, 298, 299, 330, 932 Α.Κ.)(βλ. σχετ. ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης. Κατόπιν τούτων, εφόσον κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την ως άνω έφεσή του, για τους αναφερομένους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως προς την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, στο εκκληθέν δε κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2015 ό.π.), πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθ. 535 § 1 ΚΠολΔ), η ως άνω αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας κατεβλήθη, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς, το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, η οποία είναι νόμιμη, ως προς την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ποσού 20.000 ευρώ), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 481, 914, 926, 932 ΑΚ, 2, 4, 9 Ν. ΓΠΝ/1911, 2, 5 παρ. 2, 10 παρ. 1 του Ν. 489/1976, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστεί και από ουσιαστική άποψη ως προς την αξίωση αυτή. Το αίτημα, όμως, περί καταβολής του ποσού των 30.000 ευρώ, εφάπαξ, λόγω σπουδαίου λόγου, προς αποκατάσταση της ζημίας που επικαλείται ο ενάγων ότι υπέστη από την τελεσθείσα σε βάρος του αδικοπραξία, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο (άρθρο 536 παρ. 2 ΚΠολΔ), διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, η ζημία του αυτή δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, ως αφορώσα την εν γένει σωματική του ακεραιότητα, σε συνδυασμό με την ήδη βεβαρυμένη υγεία του και τη χρόνια αναπηρία του. Η αποζημίωση, όμως, εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό (ΑΠ 158/2016 Δημ. Νόμος), διότι στο δίκαιο της αποζημιώσεως, η βλάβη του σώματος ή της υγείας του προσώπου ερευνάται αν έχει ως αποτέλεσμα ζημία στην περιουσία του θύματος. Η σωματική βλάβη λοιπόν είναι αδιάφορη νομικά για το δίκαιο της αποζημιώσεως αν δεν προκαλέσει περιουσιακή ζημία. Διαφορετικό θέμα είναι η κατά την 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Προσβολή του σώματος ή της υγείας δεν είναι η ίδια η ζημία, αλλά το αίτιο της ζημίας. Ένα τροχαίο ατύχημα μπορεί να έχει ως συνέπεια σωματική βλάβη ή βλάβη της υγείας, η τελευταία όμως δεν προκαλεί κατ’ ανάγκη ζημία και δεν θεμελιώνει αξίωση αποζημιώσεως (βλ. σχετ. Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2008 σελ. 255 σημ. 7). Όταν προκαλείται βλάβη σε μη περιουσιακά αγαθά (π.χ. ζωή, υγεία), τότε πρόκειται για ηθική βλάβη, γεγονός που ο ενάγων επικαλείται ότι υπέστη με την έτερη αξίωση της υπό κρίση αγωγής, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας αιτείται, κατά τ’ ανωτέρω, το ποσό των 20.000 ευρώ. Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγομένων και την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία στην προκείμενη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη ακόμη και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α΄ και 681 Α ΚΠολΔ) (ΟλΑΠ 15/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1563/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 284/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1462/1996 Δημ. Νόμος), από όλα τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, από τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 09/04/2011 και περί ώρα 11.50 π.μ. (ήτοι οι υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτισμού) η πρώτη εναγομένη, η οποία έχει γεννηθεί το έτος 1970, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Suzuki, 1.298 κ.ε., χρώματος πράσινου, ιδιοκτησίας της, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, εκινείτο επί της οδού Μερίστου στην περιοχή της Νήσου Αίγινας της Περιφέρειας Πειραιά, με κατεύθυνση προς το κέντρο της Αίγινας, εντός του επιτρεπομένου για κατοικημένη περιοχή ορίου ταχύτητας. Στο ανωτέρω σημείο η εν λόγω οδός είναι μονής κατευθύνσεως με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 5,25 μ, ευθεία και η ορατότητα της ως άνω οδηγού δεν περιοριζόταν από φυσικά εμπόδια. Στο σημείο εκείνο δεν υπάρχει πεζοδρόμηση και στα όρια του οδοστρώματος εκ δεξιών ως προς την πορεία της πρώτης των εναγομένων υπήρχε τοιχίο περίφραξης των ευρισκομένων στο σημείο εκείνο οικιών. Την ώρα εκείνη το οδόστρωμα της ως άνω οδού ήταν ξηρό, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν μικρή και οι συνθήκες ήταν καλοκαιρίας. Κατά την ίδια χρονική στιγμή ο ενάγων, ο οποίος έχει γεννηθεί το έτος 1952, έχοντας πρόθεση να μεταβεί προς το κέντρο της Αίγινας, προκειμένου να μεταβεί στο Νοσοκομείο της Αίγινας, χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να κινηθεί επί του οδοστρώματος της ως άνω οδού Μερίστου, χωρίς να παρακωλύσει τα οχήματα που κινούνταν επί της οδού αυτής, βάδιζε στο άκρο δεξιό του οδοστρώματος της ως άνω οδού ομόρροπα και έμπροσθεν του ως άνω αυτοκινήτου. Τη στιγμή, όμως, που ο ενάγων βάδιζε επί του οδοστρώματος έμπροσθεν του οχήματος της πρώτης των εναγομένων, η τελευταία, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει, επέπεσε με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα του οχήματός της επί της αριστερής πλευράς του ενάγοντος και ειδικότερα πάτησε με τον εμπρόσθιο δεξιό τροχό του οχήματός της το αριστερό κάτω άκρο του ενάγοντος και παρέσυρε αυτόν. Η πρώτη εναγομένη, παρά τις άμεσες έντονες διαμαρτυρίες του ενάγοντος δεν διέκοψε την πορεία του οχήματός της παρά μόνον όταν ο ενάγων επέπεσε επί του οδοστρώματος, οπότε ακινητοποίησε το όχημά της και πρότεινε στον ενάγοντα να καλέσουν την Αστυνομία και το Κέντρο Υγείας Αίγινας, πλην, όμως, ο ενάγων αρνήθηκε (βλ. σχετ. έκθεση ένορκης εξέτασης της πρώτης εναγομένης, σε συνδυασμό με την έκθεση ένορκης εξέτασης του ενάγοντος, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια της ποινικής προδικασίας και εκτιμώνται ελεύθερα, σε συνδυασμό με την από 09/04/2011 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνοδεύει αυτήν). Εν συνεχεία, λόγω του τραυματισμού του συνεπεία του ατυχήματος, ο ενάγων μετέβη με τη βοήθεια της πρώτης εναγομένης στο Κέντρο Υγείας Αίγινας όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε εκδορές άκρων χειρών άμφω, οίδημα και εκδορές αριστερού αγκώνος, ενώ ανέφερε άλγος αριστερού ισχίου και αριστερού άκρου ποδός. Η αρμόδια δε υπηρεσία της Τροχαίας Αίγινας ειδοποιήθηκε περί την 12.20 της ιδίας ημέρας από την πρώτη των εναγομένων, δηλαδή μισή ώρα περίπου μετά από το ένδικο τροχαίο ατύχημα και ενώ το ως άνω όχημα είχε μετακινηθεί λόγω της μεταφοράς του ενάγοντος με τη βοήθεια της πρώτης των εναγομένων στο Κέντρο Υγείας (βλ. σχετ. από 09/04/2011 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος του Α.Τ. Αίγινας). Υπό τα περιστατικά αυτά το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίδικο ατύχημα και ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται κατ’ αρχήν στην πρώτη εναγόμενη, οδηγό του ως άνω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, η οποία δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή, που ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός θα κατέβαλε, κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, κατά τους κανόνες της επιμελούς οδήγησης, της κοινής πείρας και της λογικής. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη, κινούμενη υπό συνθήκες πλήρους φυσικού φωτισμού, εντός κατοικημένης περιοχής, σε οδόστρωμα οριζόντιο και ευθύ, όπου δεν υπήρχε πεζοδρόμηση, δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός της, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς προκειμένου να αποφευχθεί το ατύχημα (ή έστω να έχει αυτό λιγότερο επαχθείς συνέπειες) και ειδικότερα τους παρακάτω αναφερόμενους ως ενδεικνυόμενους στην προκειμένη περίπτωση, ούτε απέφυγε να συμπεριφέρεται με τρόπο που μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς. Έτσι, δεν ρύθμισε στο προσήκον μέτρο την ταχύτητά της έμπροσθεν του εμποδίου που υπήρχε στην τροχιά της και δη του άνω πεζού, ο οποίος ήταν ευχερώς αντιληπτός απ’ αυτήν στην χωρίς εμπόδια ευθεία της οδού να βαδίζει επί του ρεύματος πορείας της, χωρίς να κοιτάζει προς   αυτήν, ούτε τον προειδοποίησε έγκαιρα με ηχητικό σήμα του οχήματός της για την έλευσή της (άρθρο 37 παρ. 1α Κ.Ο.Κ.), ενώ τον είχε αντιληφθεί έγκαιρα, ούτε προέβη στη δέουσα αντίδραση και δη στην προκειμένη περίπτωση στην έγκαιρη τροχοπέδηση του οχήματός της, άλλως στην ενέργεια αποφευκτικού ελιγμού προς τα αριστερά, ενόψει του ότι από τα δεξιά της βάδιζε ο πεζός, αλλά συνέχισε την πορεία της και πλησίασε τον πεζό σε απόσταση τέτοια, ώστε να επιπέσει με την εμπρόσθια δεξιά πλευρά της επί της αριστερής πλευράς του ενάγοντος και ειδικότερα πάτησε με τον εμπρόσθιο δεξιό τροχό του οχήματός της το αριστερό κάτω άκρο του ενάγοντος, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο ως άνω τραυματισμός του. Εάν όμως είχε τεταμένη την προσοχή της και είχε λάβει και τα άνω μέτρα ασφαλείας κρίνεται ότι θα επιτύγχανε αποτελεσματική πέδηση του οχήματός της προτού αυτή προτού επιπέσει επί του πεζού και προβαίνοντας σε πέδηση άλλως σε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά θα είχε αποφευχθεί το εν λόγω ατύχημα (άρθρα 12 παρ. 1΄, 19 παρ. 1-3, 37 παρ. 1α΄, 39 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Ο.Κ. και 330 εδ. β΄ του Α.Κ.)  (πρβλ. ΑΠ 936/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017, ΑΠ 530/2012 Δημ. Νόμος). Όμως, στην επέλευση του ατυχήματος, και δη ανεξαρτήτως της αμέλειας της ανωτέρω οδηγού, συνετέλεσε και πταίσμα του πεζού, το οποίο συνίσταται στο ότι από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει και βεβαιωθεί ότι δεν θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων που κινούνταν επί του οδοστρώματος στο οποίο βάδιζε και ειδικότερα του ζημιογόνου αυτοκινήτου της πρώτης εναγόμενης που πλησίαζε, που ήταν ευχερώς αντιληπτό απ’ αυτόν, λόγω της ευθύτητας της οδού, της έλλειψης εμποδίων στην ορατότητά του και του υπάρχοντος πλήρους φυσικού φωτισμού, ώστε να μην επιχειρήσει την κίνησή του αυτή, εάν προηγουμένως δεν βεβαιωθεί ότι με αυτήν δεν θα παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων, βάδιζε χωρίς έλεγχο επί του οδοστρώματος ομόρροπα προς τα οχήματα που κινούνταν επί της ως άνω οδού Μερίστου, η οποία ήταν μονής κατεύθυνσης. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του ενάγοντος, ήταν να παρεμποδίσει την ομαλή πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε η πρώτη εναγομένη (άρθρα 38 παρ. 2α΄, 3α΄ του Κ.Ο.Κ. και 330 εδ. β΄ του Α.Κ.. Το ποσοστό ευθύνης για το ένδικο ατύχημα προσδιορίζεται σε 80% για την πρώτη εναγομένη και σε 20% για τον ενάγοντα. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο λαμβάνοντας κυρίως υπόψη την έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτή πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που συνέταξαν οι επιληφθέντες προανακριτικοί υπάλληλοι, όπου απεικονίζονται η πορεία του ανωτέρω Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και η πιθανή πορεία του πεζού, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του ενάγοντος και την ένορκη κατάθεση της πρώτης των εναγομένων, οι οποίες ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, σε συνδυασμό με την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από το σημείο του ένδικου ατυχήματος και τα σημεία στα οποία τραυματίστηκε ο ενάγων. Η κατάθεση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο με επιμέλεια των εναγομένων, δεν κρίνεται πειστική ως προς τις συνθήκες επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος, καθόσον δεν στηρίζεται σε προσωπική του αντίληψη. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ηλικίας 59 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, από το ως άνω ατύχημα τραυματίστηκε. Μετά το ανωτέρω ατύχημα μεταφέρθηκε περί της 12.00 της ιδίας ημέρας στο Κέντρο Υγείας Αίγινας, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε εκδορές άκρων χειρών άμφω, οίδημα και εκδορές αριστερού αγκώνος, ενώ ανέφερε άλγος αριστερού ισχίου και αριστερού άκρου ποδός. ΄Εγινε καθαρισμός και περιποίηση των εκδορών, ενώ λόγω του ιστορικού του, συνεστήθη άμεση ορθοπεδική – νευροχειρουργική εκτίμηση στο εφημερεύον Νοσοκομείο, στην οποία δεν συναίνεσε ο ενάγων και αποχώρησε υπογράφοντας ότι αναλαμβάνει την ευθύνη (βλ. σχετ. από 31/05/2011 πιστοποιητικό του Κέντρου Υγείας Αίγινας). Εναντίον δε της πρώτης των εναγομένων ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια (άρθρα 1, 14, 26 παρ. 1β΄, 28, 314 παρ. 1 εδ. α΄ και 315 παρ. 1 του Π.Κ.) και παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αίγινας (μεταβατικό). Κατ’ επιτρεπτή δε μεταβολή της κατηγορίας από σωματική βλάβη από αμέλεια, σε όλως ελαφρά σωματική βλάβη, με τη με αριθμ. 22/08-02-2017 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αίγινας, η οποία εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο, παρούσης της πρώτης των εναγομένων, έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, για το αδίκημα αυτό, ήτοι του ότι «…στην Αίγινα, στις 09/04/2011, όντας οδηγός οχήματος, από αμέλειά της, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, προξένησε με το όχημά της και κατά την οδήγησή της, σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας σε άλλον, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα που παράχθηκε από την παρακάτω πράξη της και συγκεκριμένα, οδηγώντας το με αριθ. κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό της και βαίνοντας με αυτό στην οδό Μερίστου με κατεύθυνση προς το κέντρο Αίγινας, δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή και δεν ασκούσε, όπως όφειλε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός της και έτσι για να αποφύγει τον πεζό ……….. που βάδιζε επί της ανωτέρω οδού έμπροσθεν του αυτοκινήτου της, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει και να του πατήσει το αριστερό πόδι προξενώντας του τραυματισμό στο αριστερό κάτω μέρος του ποδιού, στο αριστερό ισχίο και στη μέση, στο κεφάλι, στον αριστερό αγκώνα, στο δεξιό ώμο, εκδορές στις παλάμες, εκδορές άκρων χείρων άμφω, οίδημα και εκδορές αριστερού αγκώνος, άλγος αριστερού ισχίου και αριστερού άκρου ποδός.». Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων, που προβλήθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου τους πριν από την έναρξη της προφορικής στο ακροατήριο συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης και καταχωρήθηκε συνοπτικά στα οικεία πρακτικά συνεδριάσεως της εκκαλουμένης, για τους ειδικότερους λόγους που ανέπτυξε εκτενώς η πληρεξούσια Δικηγόρος τους και επαναφέρεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του (ο οποίος συνιστά κατά μεν τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στο Ν. ΓΠΝ/1911 την ένσταση του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού, κατά δε τη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις του Α.Κ. άρνηση της υπαιτιότητας). Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση του τραυματισμού του, την οποία οι εναγόμενοι είχαν προβάλει σε ποσοστό 90%, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου τους πριν από την έναρξη της προφορικής στο ακροατήριο συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης και καταχωρήθηκε συνοπτικά στα οικεία πρακτικά συνεδριάσεως της εκκαλουμένης, για τους ειδικότερους λόγους που ανέπτυξε εκτενώς η πληρεξούσια Δικηγόρος τους, επαναφέρεται δε παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και η οποία συνιστά καταλυτική εν μέρει της αγωγής ένσταση, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 του Ν. ΓΠΝ /1911, 300 του Α.Κ., ως κατ’ ουσία βάσιμη (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1115/1986 ΕλλΔικ 28.107, ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλλΔικ 26.469, ΑΠ 1417/1991 ΕλλΔικ 34.52, ΑΠ 657/1988 ΕλλΔικ 30.309, ΑΠ 1618/87 ΕλλΔικ 29.1375). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ενάγων, λόγω του τραυματισμού του, στεναχωρήθηκε και ταλαιπωρήθηκε και επομένως υπέστη ηθική βλάβη. Υπόχρεοι δε προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων είναι η πρώτη εναγομένη, ως οδηγός και ιδιοκτήτης του ζημιογόνου οχήματος και η δεύτερη εναγομένη, ως η ασφαλιστική εταιρία, η οποία είχε ασφαλίσει κατά το χρόνο του ατυχήματος την αστική ευθύνη του ζημιογόνου οχήματος για τις ζημίες που θα προκαλούσε σε τρίτους η λειτουργία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο του ατυχήματος, εργαζόταν στην ΕΡΤ-ΑΕ ως τακτικός υπάλληλος, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, από 30/04/1998 μέχρι 11/06/2013, οπότε και λύθηκε η σύμβαση εργασίας του. Κατά το χρόνο δε του ένδικου ατυχήματος έφερε την ειδικότητα του Β. Σκηνοθέτη (βλ. σχετ. με αριθμ. πρωτ. …../7-10-2014 βεβαίωση της Ειδικής Διαχειρίστριας του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της ΕΡΤ Α.Ε. και των θυγατρικών της του Υπουργείου Οικονομικών). Φέρει δε βαρύτατο καρδιολογικό ιστορικό, με πολλαπλές αγγειοπλαστικές σε πολλαπλές στεφανιαίες αρτηρίες, με εμφύτευση πολλαπλών ενδοστεφανιαίων προθέσεων – stents. Από το έτος 2004, είχε υποβληθεί σε πέντε (5) στεφανιογραφίες και τέσσερις (4) αγγειοπλαστικές, με εμφύτευση συνολικά τεσσάρων (4) stents και στις τρεις κύριες στεφανιαίες αρτηρίες. Ειδικότερα, το Σεπτέμβριο του έτους 2004, λόγω ασταθούς στηθάγχης, υπεβλήθη σε στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική με εμφύτευση stent. Τον Απρίλιο του 2006 υπεβλήθη εκ νέου σε στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική με εμφύτευση stent, λόγω θετικού σπινθηρογραφήματος μυοκαρδίου. Το Νοέμβριο 2006 υπεβλήθη σε στεφανιογραφία επανελέγχου, όπου αποφασίστηκε συντηρητική αντιμετώπιση. Τρία χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 2009, λόγω ασταθούς στηθάγχης, υπεβλήθη σε νέα στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική με εμφύτευση stents. Το Νοέμβριο του 2010, πάλι λόγω ασταθούς στηθάγχης υπεβλήθη εκ νέου σε στεφανιογραφία και αγγειοπλαστική. ΄Εκτοτε είναι σε καλή κατάσταση, υπό συνεχή τακτική καρδιολογική παρακολούθηση με τις κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις. Λαμβάνει δε χρονίως τη δέουσα φαρμακευτική αγωγή. Πρέπει δε να αποφεύγει την έντονη σωματική και ψυχική φόρτιση λόγω της «επιθετικής» στεφανιαίας νόσου (βλ. σχετ. από 06/05/2015 ιατρική βεβαίωση του ……., Επεμβατικού Καρδιολόγου). Λόγω δε των ως άνω προβλημάτων υγείας του κρίθηκε από τον ασφαλιστικό του φορέα (Ι.Κ.Α.) ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανερχόταν σε 67% για το χρονικό διάστημα από 19/10/2010 έως 28/02/2016 (βλ. σχετ. τις από 08/05/2012, 09/07/2013 και 10/11/2014 Γνωστοποιήσεις αποτελέσματος αναπηρίας της Δ/νσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του Ι.Κ.Α.). Κατόπιν δε της με αριθμ. πρωτ. …/28-05-2014 αιτήσεώς του, απονεμήθη σε αυτόν, από τον ως άνω ασφαλιστικό του φορέα (Ι.Κ.Α.), προσωρινή σύνταξη λόγω γήρατος, μειωμένη, από 20/12/2013 και για χρόνο αόριστο, οριζομένου του καταβλητέου ποσού σύνταξης σε 611,80 ευρώ από 20/12/2013, όπως ανακαθορίζεται με τις μεταγενέστερες αυξήσεις, υποκείμενο σε κράτηση ασθενείας 4%, με την επιφύλαξη για την επαναθεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος μετά τη γνωστοποίηση του χρόνου ασφάλισής του στη Σουηδία, καθώς και την κρίση του από 20/12/2013 αιτήματός του για χορήγηση συντάξεως αναπηρίας (βλ. σχετ. με αριθμ. 15978/25-07-2014 απόφαση του Διευθυντή του Περ/κού Υποκ/ματος Συντάξεων Υποδ/νσης Συντάξεων Ε.Ε. του Ι.Κ.Α.). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη συντρέχουσα υπαιτιότητα της οδηγού του ζημιογόνου οχήματος για την πρόκληση του ατυχήματος, τη συντρέχουσα υπαιτιότητα του ενάγοντος για την πρόκληση του τραυματισμού του, τις συνθήκες τέλεσης του ατυχήματος, το είδος του τραυματισμού του, την ηλικία αυτού κατά το χρόνο του ατυχήματος (59 ετών), την ψυχική ταραχή του, σε συνδυασμό με την επιβαρυμένη προ του ατυχήματος υγεία του [η οποία, όμως, εν προκειμένω δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων –βλ. σχετ. ΑΠ 128/2017 ό.π.-] και τον κίνδυνο που διέτρεξε η υγεία του, διότι λόγω των ως άνω προβλημάτων που αντιμετώπιζε έπρεπε, μεταξύ άλλων, να αποφεύγει την έντονη ψυχική φόρτιση, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση αυτού (συνταξιούχος Ι.Κ.Α. και άγαμος) και της πρώτης των εναγομένων (γεννηθείσας το έτος 1970), ιδιοκτήτριας του ως άνω ζημιογόνου οχήματος, μη λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής κατάστασης της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (βλ. σχετ. ΑΠ 2182/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 716/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 433/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 163/2007, ΧρΙΔ 2007/602, ΑΠ 463/2005, ΕλλΔνη 2005/1062, ΜονΕφΠειρ 154/2014, Αθ. Κρητικό, όπ.π, σελ. 415, παρ. 58), κρίνει ότι η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να του επιδικαστεί και στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44 ευρώ, ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε προκειμένου να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά της πρώτης των εναγομένων ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Συνακόλουθα, η μη περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, που είναι αποκαταστατέα γιατί τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με το επίδικο ατύχημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.000 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, εκάστη εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής (άρθρο 346 Α.Κ.), μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στον εκκαλούντα των παραβόλων, που καταβλήθηκαν από αυτόν (πρβλ. ΑΠ 1071/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος), όπως αυτά αναφέρονται στην με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../24-10-2016 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./24-10-2016 έκθεση κατάθεσης της έφεσης που συντάχθηκε από τη Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το σχετικό περί τούτου αίτημα του εκκαλούντος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων, λόγω της μερικής ήττας τους, να συμψηφισθούν δεν κατά τα λοιπά μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 4/04-01-2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των παραβόλων που έχουν κατατεθεί από τον εκκαλούντα σε αυτόν.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 2/3/2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/02-03-2015 και Αριθμ. Κατάθ. …../02-03-2015 απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσιβλήτων μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300) ευρώ, συμψηφιζομένων αυτών κατά τα λοιπά μεταξύ αυτών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 08/01/2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ