ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 208/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Συνταχθέντος, μετά τον ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. πλειστηριασμό του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου (Δ/Ξ) Θ., του από 19.5.2014 πίνακα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού για την διανομή του εναπομείναντος μετά την προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως, ανεπαρκούς όμως για την ικανοποίηση απάντων των αναγγελθέντων πιστωτών της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» πλειστηριάσματος, καταταγέντος δε οριστικώς του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ» (στο εξής ΝΑΤ) τόσον κυρίως, το μεν προνομιακώς στην πρώτη τάξη των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ για τις απαιτήσεις του τις προερχόμενες από τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών του εκπλειστηριασθέντος πλοίου δικαιώματά του, το δε προνομιακώς και συμμέτρως στη δεύτερη τάξη των προνομίων αυτών για τις απαιτήσεις των εγκαταλειφθέντων από την έως τον πλειστηριασμό πλοιοκτήτρια ναυτικών, που του είχαν ex lege εκχωρηθεί, όσον και επικουρικώς στο σύνολο του ποσού στο οποίο κατετάγησαν συμμέτρως οι ως προνομιακές κατά την δεύτερη τάξη αναγγελθείσες απαιτήσεις των απασχοληθέντων με σύμβαση ναυτικής εργασίας στο ίδιο πλοίο ναυτικών και προσβληθείσας, ακολούθως, της γενομένης κατατάξεως με ανακοπές ασκηθείσες από α) τους ναυτικούς ……………, ανακόπτοντες της από 30.5.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/4.6.2014 ανακοπής (Α ανακοπή) και β) …….., ανακόπτοντα της από 30.5.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/4.6.2014 ανακοπής (Β ανακοπή), εν μέρει μόνον καταταγέντες, μαζί με τον (μη ανακόψαντα τον πίνακα συνάδελφό τους) ………, πιστωτές της καθ’ ης η εκτέλεση, που αμφισβήτησαν τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του ΝΑΤ, τον προνομιακό τους χαρακτήρα και τη σειρά της κατατάξεώς του, γ) το μη καταταγέν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο με την από 16.6.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./17.6.2014 ανακοπή του (Γ ανακοπή) προσέβαλε τον πίνακα και ζήτησε την αντί πάντων των καταταγέντων συμπερίληψή του τόσο στο πλειστηρίασμα όσον και στο μέρος των προαφαιρεθέντων εξόδων εκτελέσεως που αντιστοιχούσαν στα δικαιώματα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και δ) την καθ’ ης η εκτέλεση, ανακόπτουσα της από 3.6.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/5.6.2014 ανακοπής (Δ ανακοπή), εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3619/2015 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία συνεκδικάστηκαν κατά την τακτική διαδικασία και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων οι ανακοπές αυτές και απορρίφθηκαν όλες, οι μεν δύο [2] πρώτες ως αβάσιμες, οι δε λοιπές ως απαράδεκτες, εκ των οποίων η ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κρίθηκε ειδικότερα ως αόριστη. Την οριστική αυτή απόφαση εφεσιβάλλουν ήδη με έννομο συμφέρον (άρθρα 68 και 516 § 1 ΚΠολΔ), που απορρέει από τη βλάβη εκάστου εκκαλούντος, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 920/2013, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), οι ανακόπτοντες των τριών [3] πρώτων από τις παραπάνω ανακοπές, οι οποίοι με τις, κατ’ αντίστοιχη προς τις ανακοπές τους αρίθμηση, από 16.11.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../18.11.2015 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/18.11.2015 (Α έφεση), από 23.3.2016 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../24.3.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./8.4.2016 (Β έφεση) και από 3.12.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./3.12.2015 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../3.3.2016 (Γ έφεση) εφέσεις τους, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση των ανακοπών τους και την καθ’ ολοκληρίαν παραδοχή τους, προκειμένου να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας και έκαστος ανακόπτων να καταταγεί σ’ αυτόν στη θέση του αντιδίκου του και στο μέρος του πλειστηριάσματος που θα ελευθερωθεί μετά την αποβολή του τελευταίου. Κατά τα λοιπά οι εφέσεις αυτές, για τις δύο [2] πρώτες από τις οποίες έχει καταβληθεί το παράβολο του άρθρου 495 ΚΠολΔ, από το οποίο απαλλάσσεται το εκκαλούν της Γ έφεσης Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ άρθρο 19 του Κωδικοποιημένου Διατάγματος της 16.6/10.7.1944 «Περί Κώδικος Νόμων Δικών Δημοσίου» (ΚΝΔΔ) και το οποίο είναι συννόμως (§ 3 εδαφ. γ του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε μετά μεν την τροποποίησή του με τα άρθρα 12 § 2 του Ν. 4055/2012 και τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, πριν όμως την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του Ν. 4446/2016) ενιαίο για τους περισσότερους εκκαλούντες της Α έφεσης, έχουν όλες ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και εμπρόθεσμα, αφού, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς …/18.11.2015 και …../3.2.2015 ως άνω εκθέσεις καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η κατάθεση των υπό στοιχ. Α και Γ εφέσεων πραγματοποιήθηκε εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ από την με παραγγελία της πληρεξούσιας δικηγόρου των εκκαλούντων της υπό στοιχ. Α εφέσεως επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης προς μεν το Ελληνικό Δημόσιο στις 29.10.2015 (προς τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς) και στις 4.11.2015 (προς τον Υπουργό Οικονομικών), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 126 § 1 στοιχ. ε ΚΠολΔ και 5 του ως άνω ΚΝΔΔ, προς δε το ΝΑΤ στις 29.10.2015 (βλ. τις αντίστοιχες με αριθμούς ……….. τρεις [3] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………..), που αφετηρίασε τη σχετική προθεσμία τόσον ως προς τους επιδόντες όσον και ως προς τους προς ους η επίδοση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ (περί του ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του διαδίκου που την επέδωσε βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349), ενώ η κατάθεση της Β έφεσης έγινε πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι η διαδικασία επί της υπό στοιχ. Β ανωτέρω έφεσης θα χωρήσει ερήμην του εφεσίβλητου ΝΑΤ, το οποίο, μολονότι επέσπευσε τη συζήτησή της επιδίδοντας κλήση στον αντίδικό του να παραστεί κατ’ αυτήν, όπως αποδεικνύεται από την από τον τελευταίο μετ’ επικλήσεως προσκομιδή της με αριθμό ……../8.4.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς … ….., εντούτοις δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά τη, μετ’ αναβολή της αρχικής, παρούσα δικάσιμο. Η συζήτηση, όμως, της έφεσης αυτής θα προχωρήσει σα να ήταν και αυτό παρόν, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 524 § 4 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 44 § 1 του Ν. 3994/2011, μη θιγέν από τις τροποποιήσεις που επέφερε στη διαδικασία της έκκλητης δίκης το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, χωρίς από την ερημοδικία του εφεσιβλήτου να συνάγεται τεκμήριο ομολογίας της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων έφεσης (Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 35, σελ. 232) και χωρίς τα ανωτέρω να διαφοροποιούνται όταν τη συζήτηση στο δεύτερο βαθμό επισπεύδει ο εφεσίβλητος, αφού για την εφαρμογή των κανόνων της ερημοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη το γεγονός αυτό δε μεταβάλλει τη δικονομική θέση των διαδίκων, όπως αβασίμως υπολαμβάνει ο εκκαλών της Β έφεσης με την προσθήκη στις προτάσεις του. Παράβολο ερημοδικίας, όμως, δεν θα οριστεί, αφού αντίστοιχη ανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 937 § 1 αρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, δεν επιτρέπεται. Να σημειωθεί ακόμα ότι με τις διατάξεις του άρθρου 53 § 1 στοιχ. ΣΤ του Ν. 4387/2016, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ), συμπεριλαμβανομένου του Κεφαλαίου Δυτών και του Κεφαλαίου Ανεργίας – Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), ως προς τις ασφαλιστικές του όμως μόνον αρμοδιότητες, εντάχθηκε από 1ης.1.2017 στο με το άρθρο 51 § 1 του Νόμου αυτού συσταθέν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (ΕΦΚΑ), το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 70 § 9 του ιδίου Ν. 4387/2016 συνεχίζει χωρίς διακοπή τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων σ’ αυτό φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, οι δε εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις ισχύουν έναντι του ΕΦΚΑ.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1012 ΚΠολΔ η διαδικασία της κατατάξεως για τη διανομή του πλειστηριάσματος πλοίου αφετηρία έχει το κοινό δικονομικό δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 681/2004, ΕΕμπΔ 2004/606 = ΧρΙΔ 2004/998, ΕφΠειρ. 150/2005, ΕΝαυτΔ 2005/206), όμως με τη διάταξη της § 4 του άρθρου αυτού, που με το όγδοο άρθρο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) αναριθμήθηκε σε § 3, κατά την οποία η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, προτάσσεται η ρύθμιση του Κώδικα αυτού, ο οποίος με το άρθρο 205, όπως ίσχυε και κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης αποφάσεως, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012, καθιερώνει ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζει κατ’ αποκλειστικότητα και κατά προτεραιότητα την κατάταξη των ναυτικών προνομίων, τα οποία ως ειδικά εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου. Τα γενικά και ειδικά προνόμια των κοινών δικονομικών διατάξεων (άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ) δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου αλλά ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του τυχόν υπολοίπου του πλειστηριάσματος, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 131/2012, ΕΝαυτΔ 2012/209 = ΠειρΝ 2013/147, ΕφΠειρ. 81/1988, Δνη 1989/182 = ΕΝαυτΔ 1989/24, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [ – Γ. Νικολόπουλος], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 1012, αρ. 7, σελ. 1981, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, τόμος ΙΙ, 2012, άρθρο 1012, αρ. 4, σελ. 871). Η κατάταξη των απαιτήσεων ανάλογα με τα προνόμιά τους γίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της κατάταξης, αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης που κατατάσσεται αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους (ΟλΑΠ 21/1994, ΕΕΝ 1994/394 = ΑρχΝ 1995/313 = Δνη 1995/574 = ΕΔΚΑ 1995/232, ΑΠ 1404/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/1996, Δνη 1997/554 = Δνη 1998/1301 = ΔΕΕ 1996/703 = ΕΕΝ 1997/472, ΕφΑθ. 392/2009, Δνη 2009/1483, Π. Αρβανιτάκης, Διαχρονικό δίκαιο των προνομίων κατά τους ν. 4335/2015 και 4336/2015 και επέκταση του προνομίου του Δημοσίου για μη καταβολή ΦΠΑ στην ειδική εκκαθάριση εν λειτουργία της επιχειρήσεως, σε ΕΠολΔ 2016/373 επομ. [378]). Κατά το ακολουθούμενο από τους δύο Κώδικες σύστημα κατάταξης των αναγγελθέντων δανειστών στο σχετικό πίνακα, τη διανομή του πλειστηριάσματος διέπει η αρχή της ισότητας των ενοχικών τους δικαιωμάτων (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος δεύτερος, ανατύπωση Β εκδόσεως, άρθρο 975, § 410, σελ. 1082, Μ. Φρέρης, Προβληματική των προνομίων στην αναγκαστική εκτέλεση, Δ 1993/797 επομ. [798]), υπό την έννοια της καταρχήν σύμμετρης ικανοποίησής τους, δηλαδή της συμμετοχής τους στο διεκδικούμενο πλειστηρίασμα κατά ποσό ανάλογο προς το ύψος της κατατακτέας απαιτήσεώς τους και το σύνολο του προς διανομή πλειστηριάσματος (Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 399). Εξαίρεση στην ίση μεταχείριση των δανειστών εισάγει ο θεσμός των προνομίων, που κάμπτει την πιο πάνω αρχή (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2001, § 63, IV, 1β, σελ. 277, Α. Γαζής, Η σύγκρουσις των δικαιωμάτων, 1959, σελ. 134 – 135). Η προνομιακή ικανοποίηση συνίσταται στην κατά προτεραιότητα κατάταξη ορισμένης απαιτήσεως στο σχετικό πίνακα και τέτοια περίπτωση ανακύπτει μόνον όταν σε διαδικασία ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης έχουν αναγγελθεί περισσότεροι δανειστές και το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων. Προνόμια θεσπίζονται μόνο ex lege και όχι από την ιδιωτική βούληση και δικαιολογητικό λόγο τους συνιστά η εκδήλωση εύνοιας του νομοθέτη προς ορισμένες απαιτήσεις είτε λόγω της φύσης τους είτε προς ενίσχυση της πίστης είτε για την ικανοποίηση γενικότερης, κυρίως οικονομικής, σκοπιμότητας, η οποία, όμως, έχει πάντοτε συνταγματική καταγωγή και συνήθως θεμελιώνεται σε κάποιο ατομικό δικαίωμα. Έτσι, το προνόμιο των απαιτήσεων από την παροχή εργασίας αποτελεί μέσο αποτελεσματικής και δίκαιης προστασίας όσων με την προσωπική τους εργασία συντελούν στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας (ΟλΑΠ 22/2000, Δνη 2001/56 = ΔΕΕ 2001/423 = ΕΔΚΑ 2001/210 = ΕΕΔ 2001/198 = ΕπισκΕΔ 2000/949), έχει κοινωνικό χαρακτήρα (ΑΠ 452/1994, Δνη 1995/345 = ΝοΒ 1995/539, ΕφΛαρ. 462/1995, Αρμ. 1996/1148, ΕφΛαρ. 464/1995, Δνη 1998/161, Σ. Κουσούλης, Ζητήματα προνομιακής κατάταξης, γνμδ σε ΧρΙΔ 2003/85 επομ. [86]) και η θέσπισή του εκπληρώνει σε δικονομικό επίπεδο τη συνταγματική από το άρθρο 22 § 1 Σ υποχρέωση του κράτους για προστασία της εργασίας και ηθική και υλική εξύψωση του εργαζομένου. Το προνόμιο των απαιτήσεων των ασφαλιστικών ταμείων θάλπει την ανάγκη διασφάλισης της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου αυτοί να εξακολουθήσουν να επιτελούν την κοινωνική τους αποστολή, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 22 § 5 Σ (Κ. Μπέης, Η προνομιακή κατάταξη των δανειστών και η σύγχρονη συνταγματική τάξη σε Δ 2005/669 επομ.), ενώ το προνόμιο των φορολογικών απαιτήσεων του Δημοσίου αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Τα προνόμια του ελληνικού Δημοσίου στην αναγκαστική εκτέλεση, σε, της ιδίας, Η δικονομική έννομη τάξη, τόμος IV, 2009, σελ. 95 επομ. [97]). Είναι προφανές ότι στην, κινούμενη εντός των συνταγματικών ορίων, δράση της κοινής νομοθεσίας εναπόκειται η στάθμιση της αξίας της εργασίας μαζί με τα υπόλοιπα αντιμαχόμενα συνταγματικά αγαθά, που διεκδικούν την κατά προτεραιότητα προστασία τους και η βελτίωση του επιπέδου προστασίας εκείνου που κάθε φορά προκρίνεται (ΑΠ 1762/1998, ΕΝαυτΔ 1999/83 = ΔΕΕ 1999/769). Στο βαθμό δε που τα προνόμια καθιερώνονται απρόσωπα με γενικά κριτήρια και για λόγους γενικότερου συμφέροντος δεν τίθεται θέμα μη προσαρμογής τους προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΑΠ 534/1993, Δνη 1994/1088, ΑΠ 533/1993, Δνη 1994/1302 = ΕΕΝ 1994/345, ΜονΕφΔωδ. 4/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 2270/1989, Δνη 1991/1270, Ι. Μπρίνιας, ο.π., σελ. 1083, Αχ. Νταφούλης, Ζητήματα από τα προνόμια του άρθρου 975 ΚΠολΔ και την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών, σε Δ 1993/819 επομ. [824 – 827], Χ. Απαλαγάκη, Η δικονομική μεταχείριση των εργατικών απαιτήσεων στην αναγκαστική εκτέλεση μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, σε ΔΕΕ 2016/441 επομ. [443], Ι. Δούμπης, Ικανοποίηση δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση και σε ειδικές περιπτώσεις – Πίνακας κατάταξης – Γενικά και ειδικά προνόμια – Προνόμιο απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, σε Δνη 2005/963 επομ. [972]). Όπως και κατά τη θέσπιση των προνομίων έτσι και κατά την επαναξιολόγησή τους ο κοινός νομοθέτης καταρχήν δεν έχει δεσμεύσεις στην κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας απόφασή του να μεταβάλει τη σειρά της προνομιακής ικανοποίησης των εξοπλισμένων με προνόμιο απαιτήσεων ή και να δώσει προβάδισμα σε νέες, σταθμίζοντας την επιτακτικότητα της ανάγκης προστασίας τους υπό τις εκάστοτε επικρατούσες στη Χώρα κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (ΕφΑθ. 1467/2004, Δνη 2004/858, Κ. Μπέης/Ε. Μπέης/Ε. Μπαλογιάννη, Χρονικά όρια της κατά το άρθρο 975 παρ. 3 ΚΠολΔ προνομιακής κατάταξης στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος, σε Δ 2002/319 επομ. [326]), εφόσον, βέβαια, αφενός, δεν θίγει στον πυρήνα του το συνταγματικό δικαίωμα, την προστασία του οποίου με τον τρόπο αυτό περιορίζει και, αφετέρου, σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί ρητή συνταγματική επιταγή κατά το άρθρο 25 § 1 Σ, υποκείμενος πάντοτε στον δικαστικό έλεγχο. Πάντως, από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιοριστική κάποιου προνομίου νομοθετική παρέμβαση δε θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 § 1 Σ, στον οποίο εμπεριέχεται και η αξίωση του φορέα του για την δια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης πραγματική ικανοποίηση δικαιώματος που του επιδικάστηκε (ΟλΑΠ 21/2001, Δνη 2002/83 = ΔΕΝ 2002/185 = Δ 2002/20 = ΕΔΚΑ 2002/122 = ΕΕΔ 2002/494 = ΑρχΝ 2002/86 και 456), εφόσον δεν καταργείται τελείως η δυνατότητά του να επισπεύσει εκτελεστική διαδικασία ή να αναγγελθεί σε ήδη αρξαμένη από τρίτον τέτοια (Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σελ. 433 και 446, Κ. Καλυβιανάκη, Η ‘‘δραστικότητα’’ της δικαστικής απόφασης στην πολιτική δίκη – Μια νέα προσέγγιση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, 2002, σελ. 25), δεδομένου μάλιστα και του ότι με την πιο πάνω συνταγματική διάταξη δεν παρέχεται στο φορέα του δικαιώματος, εκτός από την ευχέρεια πρόσβασης σε δικαστήριο, επιπλέον και εγγύηση ότι η δικαστική προσφυγή του θα έχει οπωσδήποτε αίσια για τα συμφέροντά του έκβαση και τούτο πέραν του ότι η ίδια διάταξη θέτει υπό την επιφύλαξη του νόμου την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Αλλά και περαιτέρω, ο δικαστικός έλεγχος της σχετικής με την αναγνώριση, διεύρυνση, περιορισμό ή κατάργηση των προνομίων εκάστοτε νομοθετικής πρωτοβουλίας μόνον στην τελευταία περίπτωση δύναται, άνευ ετέρου, να καταλήξει στην κατάφαση αντισυνταγματικότητας, δεδομένου ότι η πλήρης κατάργησή τους θα προσέβαλε τον πυρήνα του δικαιώματος στην προστασία του οποίου απέβλεψε η θέσπισή τους, συγκεκριμένα δε, στην περίπτωση του προνομίου των εργατικών απαιτήσεων θα διαπιστωνόταν αντίθεση στο άρθρο 22 § 1 Σ (Κ. Μπέης/Ε. Μπέης/Ε. Μπαλογιάννη, ο.π.) και στο από τη διάταξη αυτή απορρέον «κεκτημένο» των κοινωνικών διεκδικήσεων που έχουν ήδη επιτευχθεί (περί του οποίου βλ. Α. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Ι, 1980, σελ. 170, Ξ. Κοντιάδη, Κράτος Πρόνοιας και Κοινωνικά Δικαιώματα – Συμβολή στην ερμηνεία των μορφών συνταγματοποίησης της κοινωνικής προστασίας, 1997, σελ. 198 επομ.). Σε κάθε άλλη περίπτωση ο δικαστικός έλεγχος, ιδίως όταν λαμβάνει χώρα με γνώμονα την από το άρθρο 4 συνταγματική επιταγή, είναι έλεγχος ορίων, υπό την έννοια ότι δεν επεκτείνεται στις κατ’ αρχήν δικαιοπολιτικές επιλογές του νομοθέτη ή στο ουσιαστικό περιεχόμενο των νομικών κανόνων που θέτει (ΟλΣτΕ 1252/2003, Αρμ. 2003/1350, ΣτΕ 583/2008, ΘΠΔΔ 2008/794, ΣτΕ 833/2005, ΝοΒ 2005/1363), αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση της εκ μέρους του μη υπερβάσεως των ευρέων πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας, που αναμφίβολα αναγνωρίζεται σ’ αυτόν κατά τη ρύθμιση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Μεθοδολογικά, ο δικαστικός έλεγχος εκκινεί από τη διαπίστωση του σκοπού του νομοθέτη που διαφοροποιεί, επί τα βελτίω ή αντιστρόφως, την προνομιακή μεταχείριση μιας ιδιωτικής απαίτησης, του οποίου η επιλογή αποτυπώνεται στο νόμο και δικαιολογείται από την εισηγητική έκθεση που τον συνοδεύει ή προκύπτει από την ίδια τη ρύθμιση ή από τη συστηματική ερμηνεία των υπολοίπων διατάξεων που εμπεριέχονται στο ίδιο νομοθέτημα και ως σύνολο τον οριοθετούν (ΟλΣτΕ 229/2014, Αρμ. 2014/523 = ΘΠΔΔ 2014/35, Π. Μαντζούφας, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, 2014, σελ. 117, πρβλ. Β. Ανδρουλάκη, Ο προσδιορισμός των κατευθύνσεων της οικονομικής δραστηριότητας, σε ΕφημΔΔ 2007/99 επομ. [108]). Ακολούθως, ελέγχεται αν ο νομοθετικός σκοπός συνάπτεται, στοιχίζεται ή και απλώς συνδέεται προς κάποια συνταγματική διάταξη, ώστε να διαπιστωθεί αν συγκεκριμενοποιεί δημόσιο συμφέρον (Σ. Κοφίνης, Ισότητα και απαγόρευση διακρίσεων, 2016, σελ. 112, Θ. Αντωνίου, Η ισότητα εντός και δια του νόμου, 1998, σελ. 119 – 121), αφού κάμψη της αρχής της τυπικής ισότητας είναι συνταγματικώς ανεκτή μόνον υπό την επίκληση λόγων γενικότερου συμφέροντος (Α. Μανιτάκης, Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η έννοια του γενικού συμφέροντος, ΤοΣ 1978/432 επομ. [436, 445], πρβλ. Α. Μάνεση, Η συνταγματική αρχή της ισότητος και η εφαρμογή αυτής υπό των δικαστηρίων, σε ΕΕΝ 1958/444 επομ. [447]). Ουσιαστική αξιολόγηση των επιδιώξεων του νομοθέτη, που είναι ελεύθερος να επιλέξει τον κατά την κρίση του προσφορότερο από τους συνταγματικά θεμιτούς τρόπο ρύθμισης, δεν επιτρέπεται, αφού ο δικαστικός έλεγχος αφορά τη συνταγματικότητα και όχι τη σκοπιμότητα της εκάστοτε κρίσιμης διάταξης νόμου (Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2014, σελ. 144). Επειδή, τέλος, το αντικείμενο του ελέγχου έγκειται στην εξακρίβωση του αν ο δημόσιος σκοπός, του οποίου προς δικαιολόγηση της υποβάθμισης της προνομιακής μεταχείρισης μίας απαιτήσεως έγινε επίκληση, αντιστοιχεί στην αναβάθμιση άλλου συνταγματικού αγαθού ή συμφέροντος, του οποίου η προστασία δεν χρειάζεται να είναι επιβεβλημένη ή επιτρεπτή από το Σύνταγμα αλλ’ αρκεί να είναι απλώς ανεκτή από αυτό, η απόληξή του οφείλει να συνίσταται στη διαπίστωση (ή μη) όχι της συμφωνίας της ρύθμισης με το Σύνταγμα αλλά της μη αντίθεσής της προς αυτό (βλ. σχετ. Β. Καψάλη, Δημόσιο συμφέρον και έλεγχος συνταγματικότητας στο πλαίσιο της οικονομικής ελευθερίας, σε ΔτΑ 2008/511 – 567 και ιδίως 538 – 546, Γ. Γεραπετρίτη, Ο έλεγχος των οικονομικών επιλογών από το δικαστή, ΕφημΔΔ 2011/460 – 472, Ν. Παπασπύρου Το ζήτημα της έντασης του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας, σε Τιμητικό Τόμο ΣτΕ – 75 χρόνια, σελ. 399 – 413, Ι. Τζεβελεκάκη, Ζητήματα ουσιαστικού ελέγχου της οικονομικής πολιτικής, σε Τιμητικό Τόμο ΣτΕ – 75 χρόνια, σελ. 441 – 461, Ι. Καμτσίδου, Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου – Ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των ελευθεριών, 2001, σελ. 248 – 255, Α. Αργυρό, Δικονομικά προνόμια του δημοσίου και ΕΣΔΑ, σε ΔιοικΔ 2009/561 επομ. [564]). Σε κάθε περίπτωση ο δικαστικός έλεγχος οφείλει να εκταθεί και στο ζήτημα της αναγκαιότητας και της προσφορότητας του νομοθετικού μέτρου να επιτελέσει το σκοπό για τον οποίο θεσπίζεται (ΣτΕ 1620/2011, ΕΔΚΑ 2011/350 = ΕΔΔΔΔ 2011/998 = ΔΕΕ 2011/1301 = Αρμ. 2011/1887 = ΔΦορΝ 2012/15 = ΔιοικΔ 2012/464 = ΝοΒ 2011/133). Έτσι, για να κριθεί αν είναι συνταγματικώς ανεκτή η υποβάθμιση του ενεργοποιούμενου κατά την εκτέλεσή της προνομίου μιας ιδιωτικής χρηματικής απαίτησης, ιδίως ενόψει της παράλληλης αναβάθμισης του προνομίου αντίστοιχης απαίτησης ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεν αρκεί μόνη η ένταξη του τελευταίου στην κρατική δομή, αν ταυτόχρονα η αναβάθμιση του προνομίου δεν είναι απολύτως αναγκαία για την επιτέλεση της συνταγματικής αποστολής του δημόσιου νομικού προσώπου, χωρίς το απλό ταμειακό συμφέρον του, που δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον, να είναι ικανό να θεμελιώσει διακριτική υπέρ αυτού και σε βάρος του ιδιώτη ανταγωνιστή του μεταχείριση (ΕΔΔΑ, απόφαση της 22.5.2008, Μεϊδάνης κατά Ελλάδας, σκέψη 30, ΕΔΚΑ 2009/383, Ι. Μαθιουδάκης, Μετασχηματισμοί του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου σε περιόδους έντονης οικονομικής κρίσης, ΕφημΔΔ 2011/478 επομ. [488], Α. Πετρόγλου, Το ανίσχυρο των προνομίων υπέρ του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, σε ΕΔΚΑ 2009/369 επομ. [371]). Περαιτέρω, στην περί ναυτικών προνομίων διάταξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, όπως αυτή μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 214 του Ν. 2072/2012 ίσχυε ήδη κατά το χρόνο της επίμαχης κατατάξεως, ορίζεται ότι «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Η ίδια διάταξη, μετά την προσθήκη δευτέρου ημιεδαφίου στην περ. β αυτού με το άρθρο 1 § 15 του Ν. 1711/1987 και πριν την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του, είχε ως εξής: «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον αι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, ως και τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και τα εκ της ναυτολογήσεως αυτών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (ΚΑΑΝ), γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής, διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμεναι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Η παρέμβαση του νομοθέτη του Ν. 4072/2012 στο καθεστώς των ναυτικών προνομίων, δια της οποίας το προνόμιο του ΝΑΤ αναβιβάστηκε από τη δεύτερη στην πρώτη τάξη αυτών, είναι προφανές ότι δεν εθέσπισε νέα προνομιακή διάκριση των απαιτήσεών του αλλά επανέλαβε κατά βάση το ήδη υφιστάμενο προνόμιό τους και το διεύρυνε ουσιαστικά, ενώ, παράλληλα, δεν έθιξε τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεων που απορρέουν από την παροχή της ναυτικής εργασίας ούτε αναίρεσε τον εμπράγματο, παρακολουθηματικό του πλοίου και του ναύλου χαρακτήρα τους. Απομείωσε, όμως, τη δραστικότητα της έννομης προστασίας του απασχολουμένου στη ναυτιλία εργαζομένου, έτερου δανειστή του οφειλέτη του ΝΑΤ, επειδή προσέθεσε προνομιακές απαιτήσεις στην προηγούμενη τάξη εκείνης κατά την οποία αυτός εξακολουθεί να ικανοποιείται, με αποτέλεσμα επί συρροής απαιτήσεων αμφοτέρων (ναυτικού και ΝΑΤ) να περιορίζεται το μέρος του πλειστηριάσματος το προοριζόμενο για την ικανοποίηση των ναυτικών προνομίων της δεύτερης τάξης. Ενόψει του ότι οι απαιτήσεις του ΝΑΤ και των ναυτικών έχουν κοινή την προέλευση, αφού και οι δύο πηγάζουν από την παροχή της ναυτικής εργασίας, από την οποία απορρέουν αξιώσεις αφενός προς παροχή μισθού και αφετέρου προς καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών στο ΝΑΤ, ανακύπτει ζήτημα συνταγματικής προσαρμογής της ως άνω νομοθετικής μεταβολής τόσον προς την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 Σ) όσον και προς τη διάταξη του άρθρου 22 § 1 Σ, που απετέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί το συνταγματικό έρεισμα της νομοθετικής αναγνώρισης του προνομιακού χαρακτήρα των εργατικών απαιτήσεων, αντιπαρατιθέμενη ήδη προς τη συνταγματική επιταγή προστασίας της κοινωνικής ασφάλισης, την οποία η διάταξη του άρθρου 22 § 5 Σ αντιλαμβάνεται ως θεσμική εγγύηση υπέρ των εργαζομένων. Εκ προοιμίου θα αναφερθεί ότι το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012 αποτελεί μέρος σειράς πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων, προστατευτικών μεν των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και του Δημοσίου αλλά περιοριστικών του προνομιακού χαρακτήρα των εργατικών απαιτήσεων σε διαδικασίες ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, αρχής γενομένης με τη διάταξη του άρθρου 41 § 1 του Ν. 3863/2010, που αναβίβασε στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ τις απαιτήσεις των ασφαλιστικών ταμείων, την θέσπιση της οποίας ακολούθησαν το άρθρο 33 του Ν. 4141/2013, που προέβλεψε ότι σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη οι απαιτήσεις του Δημοσίου προηγούνται των απαιτήσεων των εργαζομένων και το άρθρο όγδοο του Ν. 4335/2015, που αναμόρφωσε το άρθρο 975 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. Π. Μάζη, Προνόμια κατάταξης στην ατομική αναγκαστική εκτέλεση και στη συλλογική της πτώχευσης μετά τους νόμους 4335/2015 και 4336/2015, σε ΔΕΕ 2016/641 επομ., Δ. Σιδέρη, Η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του προνομιακού χαρακτήρα των εργατικών απαιτήσεων στην αναγκαστική εκτέλεση και στην πτώχευση, σε ΔΕΝ 2017/705 επομ.). Ο νομοθετικός σκοπός της επίμαχης διάταξης του άρθρου 214 δεν αποτυπώνεται εναργώς στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος − Νέα εταιρική μορφή − Σήματα − Μεσίτες Ακινήτων − Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), η οποία περιορίζεται να αναφέρει ότι «Με την εν λόγω διάταξη εισάγεται διαφορετική τοποθέτηση των απαιτήσεων της β και α τάξης του άρθρου 205 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), καθώς αποτελεί σχήμα οξύμωρο οι απαιτήσεις του Οργανισμού Λιμένα Πειραιά (ΟΛΠ), που αποτελεί ανώνυμη εταιρία, να προηγούνται, κατά τις ως άνω ισχύουσες διατάξεις, των απαιτήσεων που προέρχονται από εισφορές εκ ναυτολογίου, δηλαδή από ασφαλιστικές εισφορές πλοιοκτητών και ναυτικών» και τούτο πρωτίστως επειδή, πέραν της εξαγγελλόμενης ανάγκης εξισώσεως του προνομίου του ΝΑΤ προς εκείνο του ΟΛΠ (που θα έχει ως συνέπεια σε περίπτωση κοινής αναγγελίας τους στην ίδια εκτελεστική διαδικασία να συντρέξουν και να ικανοποιηθούν συμμέτρως απαιτήσεις διαφορετικής μεν προελεύσεως, εξομοιούμενες όμως), δεν αιτιολογείται η κατ’ αποτέλεσμα αναγνώριση προβαδίσματος κατά την κατάταξη στο ΝΑΤ έναντι των ναυτικών τους οποίους ασφαλίζει, μολονότι οι απαιτήσεις αμφοτέρων απορρέουν από την παροχή της ναυτικής εργασίας των τελευταίων. Ο σκοπός της συγκεκριμένης νομοθέτησης δεν προκύπτει ξεκάθαρα ούτε από τη συστηματική ερμηνεία του συνόλου των διατάξεων του Ν. 4072/2012, που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού στο επιχειρείν και τις νέες, υγιείς επενδύσεις. Από την απώτερη, όμως, νομοθετική επιδίωξη, που κατά το προοίμιο της αιτιολογικής εκθέσεως, συνίσταται στην δημιουργία των προϋποθέσεων επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας και στην αντιμετώπιση των σημαντικότερων προς τούτο εμποδίων, όπως αυτά καταγράφηκαν στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της Χώρας, σε συνδυασμό προς το περιεχόμενο της επίμαχης ρυθμίσεως, που αναμφίβολα συμβάλλει στην ενίσχυση των αποθεμάτων του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ΝΑΤ, προκύπτει ότι δια της θεσπίσεώς της σκοπήθηκε η διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας του ΝΑΤ, προκειμένου να εξακολουθήσει να επιτελεί την αποστολή του ως οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης των ναυτικών. Η σκοπιμότητα της εκ μέρους του νομοθέτη επιδίωξης αυτού του σκοπού δεν μπορεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να ελεγχθεί δικαστικά από ουσιαστική άποψη, δηλαδή ως προς την ορθότητά της, όμως, το συνταγματικό του έρεισμα μπορεί ευχερώς να εντοπιστεί στη διάταξη του άρθρου 22 § 5 Σ, από την οποία απορρέει η αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου των κατ’ ιδίαν οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και η αρχή της οικονομικής βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, που τελεί υπό κρατική προστασία, προκειμένου να εξακολουθήσει τη λειτουργία του με πόρους προερχόμενους αποκλειστικά ή πρωτίστως από τις ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση (ΟλΣτΕ 2287/2015, Αρμ. 2015/1317 = ΘΠΔΔ 2015/1371 = Ε7 2016/270, Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, σε Σ. Βλαχόπουλου, Θεμελιώδη Δικαιώματα – Ατομικά Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 2017, [22], αρ. 22, σελ. 537, Ξ. Κοντιάδης, Οι συνταγματικές δεσμεύσεις της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, σε ΕΔΚΑ 2002/161 επομ. [170]), η οποία, όταν δεν μπορεί να αποφευχθεί, απολήγει αναπόφευκτα στην οικονομική επιβάρυνση του συνόλου των πολιτών δια της άμεσης φορολογίας. Ο σκοπός αυτός είναι όχι απλώς συνταγματικά ανεκτός αλλά επιβαλλόμενος από το άρθρο 22 § 5 Σ, από το οποίο προκύπτει ότι η προστασία της βιωσιμότητας του εκάστοτε συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέα και η διασφάλιση της ακεραιότητας του ασφαλιστικού του κεφαλαίου αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη, ο οποίος, όταν διαπιστώσει ότι αυτή απειλείται λόγω μεταβολής των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητά του, μεταξύ των οποίων μπορούν να περιληφθούν η αναπροσαρμογή είτε των παροχών του στους ασφαλισμένους (μείωση των ήδη απονεμόμενων λ.χ. συντάξεων) είτε των πόρων του (ΟλΣτΕ 734/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, ο.π., σελ. 538, πρβλ Α. Στεργίου, Η αρχή της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση, σε ΕΔΚΑ 2012/321 επομ. [351 – 352]). Η τελευταία μπορεί να λάβει τη μορφή της ποσοτικής αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών ή τη διεύρυνση του προνομίου κατατάξεως του ΝΑΤ σε διαδικασίες ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να διαπιστώνεται αντίθεση τέτοιας νομοθετικής επιλογής στο άρθρο 22 § 1 Σ, καθόσον μάλιστα, ως ένα από τα περισσότερα συνταγματικώς θεμιτά μέτρα που ο νομοθέτης θα μπορούσε να λάβει, η διεύρυνση του προνομίου κρίνεται αναγκαίο και πρόσφορο να επιφέρει τόνωση όχι απλώς της ρευστότητας αλλά των αποθεμάτων του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ΝΑΤ.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με επιγραμματική αναφορά σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενους «στην ενίσχυση των ασφαλιστικών οργανισμών και εντεύθεν των ιδίων των ασφαλισμένων» απέρριψε τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων των υπό στοιχ. Α και Β ανωτέρω ανακοπών, με τους οποίους αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της κατατάξεως του ΝΑΤ στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ με την επίκληση αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 214 του Ν. 4072/2012, η μη εφαρμογή της οποίας θα είχε ως συνέπεια την σύμμετρη κατάταξη ανακοπτόντων και ΝΑΤ στη δεύτερη τάξη. Η κρίση του αυτή υπήρξε κατ’ αποτέλεσμα ορθή, αφού για όσους λόγους προαναφέρθηκαν δεν διαπιστώνεται αντίθεση της επίμαχης νομοθετικής ρύθμισης προς τις διατάξεις των άρθρων 4 § 1, 20 § 1, 22 §§ 1, 5 και 25 § 1 Σ. Επομένως, πρέπει, αφού αντικατασταθούν κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με αυτές της παρούσας, να απορριφθούν ως νομικά αβάσιμοι ο τρίτος και ο πρώτος αντιστοίχως λόγος των υπό στοιχ. Α και Β ανωτέρω εφέσεων, με τους οποίους επαναφέρονται οι ίδιοι ισχυρισμοί.
ΙΙΙ. Στις διατάξεις των §§ 1 και 4 του άρθρου 29 του Ν. 1220/1981, όπως η πρώτη από αυτές αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 § Α1 του Ν. 3816/2010 (ΦΕΚ Α 6/26.1.2010) και κατά την § Α2 αυτού ισχύει αναδρομικά από 1.6.2009, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση εγκατάλειψης στην αλλοδαπή ή ημεδαπή Ελλήνων ναυτικών, που είναι ναυτολογημένοι σε πλοία υπό ελληνική σημαία ή ξένα, συμβεβλημένα με το “Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο” (ΝΑΤ), λόγω μη τήρησης από τον πλοιοκτήτη των διατάξεων περί μισθοτροφοδοσίας: α) Καταβάλλονται από το ΝΑΤ και ειδικότερα από το “Κεφάλαιο Ασθένειας και Ανεργίας” έναντι των καθυστερημένων βασικών μισθών και επιδομάτων, αποδοχές μέχρι ενός τριμήνου, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις… β) Ο επαναπατρισμός των ναυτικών, που έχουν εγκαταλειφθεί στην αλλοδαπή, καθώς και η καταβολή των μικροεξόδων του ταξιδιού, γίνεται με τη φροντίδα της Εστίας Ναυτικών, σύμφωνα με τις σχετικές περί αυτής διατάξεις (§ 1). Το ΝΑΤ επί τη καταβολή της κατά την παρ. 1 παροχής υποκαθίσταται εις την θέσιν του ναυτικού αυτοδικαίως ως δανειστής του πλοιοκτήτου και προέρχεται εις την βεβαίωσιν και είσπραξιν των οφειλομένων υπέρ του ΚΑΑΝ κατά τας εκάστοτε περί εισπράξεως των πόρων του ΝΑΤ ισχύουσας ουσιαστικάς και δικονομικάς διατάξεις συνεισπράττον δια της ιδίας διαδικασίας και τα υπό της Εστίας Ναυτικών κατά την παρ. 1 εδ. Β υπ’ αυτής καταβληθέντα (§ 4). Με τις διατάξεις αυτές (περί των οποίων βλ. ειδικότερα Ε. Βουλίκα, Η αφερεγγυότητα του εργοδότη, σε ΕΕΔ 1993, σελ. 993 επομ. [1003 – 1004] και Η. Χριστοδούλου – Βαρότση, Η επίδραση του κοινοτικού δικαίου στην προστασία των ναυτικών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του πλοιοκτήτη – εργοδότη, σε ΕΝαυτΔ 2002, σελ. 236 επομ. [239]) καθιερώνεται αυτοδίκαιη (ipso jure) μεταβίβαση, επερχόμενη ανεξαρτήτως της βουλήσεως του δανειστή του πλοιοκτήτη, δηλαδή του ναυτικού, με τη μορφή της νόμιμης εκχώρησης (cession legis) κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 319 και 488 ΑΚ, της απαιτήσεως αυτού επί της μισθοτροφοδοσίας του, που εξοπλίζεται με ναυτικό προνόμιο, το οποίο λόγω του χαρακτήρα του ως εμπράγματου βάρους του πλοίου, εξομοιούμενου προς ειδικό ενέχυρο (ΑΠ 1556/2017, Ε7 2018/140, ΜονΕφΠειρ. 233/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, ιδίως κατά τον ΚΠολΔ, σε Δ 1993/843 επομ. [868], Γ. Τιμαγένης, Η σειρά κατατάξεως κοινών και ναυτικών προνομίων και υποθηκών κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, σε ΕΕμπΔ 1976/301 επομ. [308], Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 571), αποτελεί παρεπόμενο αυτής (της απαιτήσεως) και δεν καταλύεται με την εκχώρησή της αλλά συμμεταβιβάζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 458 § 1 ΑΚ, αφού ακολουθεί την απαίτηση μέχρι την απόσβεσή της και ασκείται από τον εκάστοτε φορέα της (Α. Αντάπασης, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομιών, 1976, σελ. 74 – 75, Α. Αργυριάδης, Τα ναυτικά προνόμια, σε Τιμητικό Τόμο Γ. Ράμμου, 1979, σελ. 1 – 23 [10]. Από της εκχωρήσεως, που προϋποθέτει ότι ο εκχωρητής εξοφλήθηκε από τον εκδοχέα (το ΝΑΤ δια του ΚΑΑΝ), ο τελευταίος υποκαθίσταται στη θέση του έως τότε προνομιούχου δανειστή, δηλαδή του ναυτικού, δυνάμενος να ασκήσει όλα τα ουσιαστικά του δικαιώματα κατά τις εκάστοτε ισχύουσες περί εισπράξεως των πόρων του ΝΑΤ δικονομικές διατάξεις και, συγκεκριμένα, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη δικαστική επιδίωξη της ικανοποίησης της εκχωρηθείσας απαίτησης με την έγερση αγωγής εναντίον του οφειλέτη – πλοιοκτήτη, είτε να επισπεύσει ατομικώς αναγκαστική εκτέλεση είτε να αναγγελθεί σε εκτέλεση που τρίτος επισπεύδει κατ’ αυτού ως προς την εκχωρηθείσα προνομιακή απαίτησή του, που θα καταταγεί στην τάξη εκείνη στην οποία θα κατατασσόταν αν είχε αναγγελθεί από τον εκχωρητή.
Εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά έγγραφα, που οι διάδικοι νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, ακόμη και αν για ορισμένα εξ αυτών δεν γίνεται ειδική μνεία πιο κάτω, αποδεικνύεται ότι με την από 24.3.2014 αναγγελία του, που επιδόθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού Συμβολαιογράφο Πειραιώς ……. (έβδομο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω έφεσης) συνοδευόμενη από το υπ’ αύξοντα αριθμό …./21.3.2014 φύλλο εκκαθαρίσεως του Τμήματος εισφορών ελληνικών πλοίων σε συνάλλαγμα της Διευθύνσεως Πόρων του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΠΟΜΑΧΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ», το τελευταίο ανήγγειλε ως προνομιούχες, κατά το άρθρο 205 περ. α ΚΙΝΔ, μεταξύ των άλλων ενδίκων, και απαιτήσεις του χαρακτηρισθείσες ως «οφειλή από τρίμηνες αποδοχές εγκαταλειπόμενων από τον πλοιοκτήτη ναυτικών», συνολικού ύψους εξήντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ (63.542 €). Στην αναγγελία αυτή επισυνάφθηκαν η με αριθμό πρωτοκόλλου 3526.2/06/11.3.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, με την οποία κυρώθηκε το από 7.3.2014 πρακτικό της Επιτροπής Διαπίστωσης των Προϋποθέσεων Παροχής Προστασίας στους Εγκαταλειπόμενους από τον Πλοιοκτήτη Ναυτικούς, που αφορούσε στην παροχή της προβλεπόμενης από το άρθρο 29 του Ν. 1220/1981 προστασίας στους ναυτικούς – μέλη του πληρώματος του Δ/Ξ Θ. της πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και, συγκεκριμένα, την καταβολή 1] στον ……., πλοίαρχο, πρώτο εκκαλούντα της υπό στοιχ. Α ανωτέρω έφεσης, εννέα χιλιάδων δύο ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (9.002,94 €), 2] στον ……., υποπλοίαρχο, εκκαλούντα της υπό στοιχ. Β ανωτέρω έφεσης, τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (4.344,39 €), 3] στον …….., πρώτο μηχανικό, δεύτερο εκκαλούντα της υπό στοιχ. Α ανωτέρω έφεσης, οκτώ χιλιάδων διακοσίων εξήντα επτά ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (8.267,85 €), 4] στον ………, πρώτο μηχανοδηγό, μη διάδικο, τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και σαράντα λεπτών (4.375,40 €), 5] στον ……….., μάγειρο, μη διάδικο, τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και πέντε λεπτών (4.354,05 €), 6] στον ………., ναύκληρο, μη διάδικο, τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (4.190,52 €), 7] στον ……….., ναύτη, έκτο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω έφεσης, τριών χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (3.997,17 €), 8] στον ……….., ναύτη, τρίτο εκκαλούντα της υπό στοιχ. Α ανωτέρω έφεσης, τριών χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (3.997,17 €) και 9] στον ……….., καθαριστή, μη διάδικο, τριών χιλιάδων διακοσίων εξήντα δύο ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (3.262,86 €), δηλαδή χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στην επί τρίμηνο μισθοτροφοδοσία εκάστου με βάση την οικεία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας των απασχολουμένων σε μεσογειακά δεξαμενόπλοια ναυτικών, καθώς και τα αντίστοιχα εννέα [9] έγγραφα «λογαριασμού ναυτικού για εφαρμογή διατάξεων παροχής προστασίας». Με βάση τα έγγραφα αυτά ο υπάλληλος του πλειστηριασμού θεώρησε ότι η αναγγελθείσα απαίτηση του ΝΑΤ είχε εκχωρηθεί σ’ αυτό ex lege μετά την εκ μέρους του ΚΑΑΝ προκαταβολή των ανωτέρω χρηματικών ποσών στους δικαιούχους ναυτικούς και, συνεπώς, αποτελούσε απαίτηση απορρέουσα από την παροχή ναυτικής εργασίας και απολαύουσα του αντιστοίχου ναυτικού προνομίου και για το λόγο αυτό κατέταξε το ΝΑΤ ως προς την απαίτησή του αυτή οριστικώς στη δεύτερη τάξη των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, προκειμένου να ικανοποιηθεί συμμέτρως με τις παρόμοιες τυχαία καταταγείσες απαιτήσεις των εκκαλούντων των υπό στοιχ. Α και Β ανωτέρω εφέσεων, όπως και του συναδέλφου τους ……………. Με αυτές τις ουσιαστικές παραδοχές το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους των υπό στοιχ. Α, Β ανωτέρω ανακοπών, με τους οποίους αμφισβητήθηκε η ορθότητα της γενομένης κατατάξεως του ΝΑΤ. Έτσι κρίνοντας ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και κατ’ ουδέν έσφαλε, οι δε υποστηρίζοντες τα αντίθετα λόγοι των ενδίκων εφέσεων πρέπει σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν να απορριφθούν ο μεν τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β ανωτέρω έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η προνομιακή κατάταξη της συγκεκριμένης απαιτήσεως του ΝΑΤ, αν και δεν ήταν τέτοια, επειδή δεν προερχόταν από δικαιώματα εκ ναυτολογήσεως ναυτικών, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού στην πραγματικότητα η ίδια απαίτηση δεν κατετάγη ως εκ ναυτολογίου απαίτηση κατά την πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ αλλά ως εκχωρηθείσα απαίτηση από παροχή ναυτικής εργασίας κατά την δεύτερη τάξη των ιδίων προνομίων, ο τέταρτος λόγος της αυτής εφέσεως κατά το τέταρτο σκέλος του, με τον οποίο προβάλλεται ότι της αναγγελίας του ΝΑΤ θα έπρεπε να είχε προηγηθεί αγωγή του κατά της πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου ως νομικά αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω εφέσεως, με τον οποίο αμφισβητείται η καταβολή των χρηματικών ποσών που προαναφέρθηκαν στους δικαιούχους ναυτικούς ως ουσιαστικά αβάσιμος.
- IV. Στη διάταξη του άρθρου 90 § 1 εδαφ. β του ΠΔ 913/1978, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 10 του Ν. 1711/1987, ορίζεται ότι το φύλλο εκκαθάρισης που έχει εκδοθεί από το ΝΑΤ, με το οποίο βεβαιώνεται οφειλή στο Δημόσιο Ταμείο, είναι τίτλος νόμιμος και εκτελεστός. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το φύλλο εκκαθάρισης, ως πράξη εκκαθάρισης του αρμόδιου Διευθυντή του ΝΑΤ, με την οποία βεβαιώνεται και προσδιορίζεται το ακριβές ύψος του προς αυτό οφειλομένου ποσού, συνιστά νόμιμο και εκτελεστό τίτλο, αφού περιέχει απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, αποτελεί δε πλήρη απόδειξη έναντι του οφειλέτη για την ύπαρξη των απαιτήσεων του ΝΑΤ τόσο από το ναυτολόγιο όσον και ως προς τις δαπάνες εγκαταλειφθέντων από τον πλοιοκτήτη ναυτικών (ΑΠ 1668/2011, ΕΝαυτΔ 2011/445 = ΕφΑΔ 2012/414, ΑΠ 382/1988, ΕΕΝ 1989/211, ΕφΠειρ. 586/2007, ΕΝαυτΔ 2007/410, ΕφΠειρ. 905/1986, ΠειρΝ 1986/543, πρβλ ΕφΑθ 7975/1998, ΝοΒ 2000/1139, βλ. και Γ. Δρίτσουλα, Τα προνόμια του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων στην αναγκαστική εκτέλεση, σε ΧρηΔικ 2013/435 επομ. [444]) και μπορεί να στηρίξει επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον ΚΕΔΕ (ΣτΕ 2028/2009, ΣτΕ 1764/2009, ΣτΕ 1160/2005, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή αναγγελία του ΝΑΤ σε επισπευδόμενη από τρίτον διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ακόμα και πριν τη βεβαίωση των οφειλών αυτών στο Δημόσιο Ταμείο. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Β ανωτέρω εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρεται ο και πρωτοδίκως ως λόγος ανακοπής προβληθείς και με την εκκαλουμένη απορριφθείς ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι το ΝΑΤ δεν έπρεπε να καταταγεί στον προσβληθέντα πίνακα, επειδή το υπ’ αριθμ. …./21.3.2014 φύλλο εκκαθάρισης, περί του οποίου θα γίνει αναλυτικά λόγος παρακάτω, δεν είχε αποσταλεί στο Δημόσιο Ταμείο ούτε οι εξ αυτού οφειλές της καθ’ ης η εκτέλεση είχαν βεβαιωθεί σ’ αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από τα υπ’ αριθμ. 58.214, 58.215 και 58.216 της 16ης.9.2014 διαβιβαστικά έγγραφα του Τμήματος ληξιπροθέσμων οφειλών και ποινικής διώξεως της Διεύθυνσης Πόρων του ΝΑΤ προκύπτει ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του απεστάλησαν πράγματι προς βεβαίωσή τους στη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά.
- V. Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 86 § 7 και 89 § 13 του ΠΔ 913/1978, όπως η δεύτερη προστέθηκε με το άρθρο 1 § 9 του Ν. 1711/1987, ορίζεται αντιστοίχως ότι «Νέο ναυτολόγιο δε χορηγείται αν δεν καταβληθούν εισφορές που οφείλονται στο ΝΑΤ από προηγούμενο ναυτολόγιο, καθώς και οι συνεισπραττόμενες εισφορές υπέρ άλλων οργανισμών, λογαριασμών ή κεφαλαίων» και «Δε χορηγείται νέο ναυτολόγιο πριν εξοφληθεί το προηγούμενο. Μεταφορά της οφειλής του παλαιού ναυτολογίου στο νέο δεν επιτρέπεται». Από αυτές τις, ταυτοσήμου περιεχομένου, διατάξεις συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση νέου ναυτολογίου είναι η εξόφληση των οφειλών που απορρέουν από το προηγούμενο, όχι, όμως, και ότι επί μη εξοφλήσεως αυτών και παρά ταύτα χορηγήσεως νέου ναυτολογίου δεν επιτρέπεται στο ΝΑΤ η επιδίωξη της ικανοποιήσεως των απαιτήσεών του από το προηγούμενο ναυτολόγιο με αναγκαστική εκτέλεση. Άλλωστε, στις διατάξεις των στοιχ. Α και Β της § 1 του υπό τον τίτλο «Αντικατάστασις και εκκαθάρισης ναυτολογίων» άρθρου 89 του ιδίου ΠΔ ορίζεται επιπλέον ότι «Ο πλοίαρχος παντός πλοίου έχοντος ληξιπρόθεσμον ναυτολόγιον υποχρεούται, άμα τω κατάπλω εις τον πρώτον λιμένα όπου εδρεύει ναυτιλιακή Αρχή έχουσα δικαίωμα αντικαταστάσεως ναυτολογίων, να παραδώση αμελλητί εις αυτήν το ληξιπρόθεσμον ναυτολόγιον. Άμα τη καταθέσει του ληξιπροθέσμου ναυτολογίου, η ναυτιλιακή Αρχή: Α. Εάν διαπιστώση ότι κατεβλήθησαν αι κατά προσέγγισιν οφειλόμεναι εισφοραί: α) αντικαθιστά τούτο και εκδίδει νέον ναυτολόγιον, β) βεβαιοί δια πράξεώς της επί του σώματος του νέου ναυτολογίου, ότι κατεβλήθησαν αι κατά προσέγγισιν υπολογισθείσαι εκ του προγενεστέρου ναυτολογίου εισφοραί και γ) αποστέλλει εις το ΝΑΤ το αντικατασταθέν ναυτολόγιον προς οριστικήν εκκαθάρισιν. Β. Εάν διαπιστώση ότι δεν κατεβλήθησαν εν όλω ή εν μέρει αι κατά προσέγγισιν οφειλόμεναι εισφοραί, δια χρονικόν διάστημα μικρότερον των 2 εξαμήνων: α) αντικαθιστά τούτο και εκδίδει νέον ναυτολόγιον …». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η πλήρης εξόφληση των εκ ναυτολογίου απαιτήσεων του ΝΑΤ επέρχεται μετά την έκδοση νέου ναυτολογίου και αφού μετά την παράδοσή του από τον πλοίαρχο στην αρμόδια ναυτιλιακή Αρχή αποσταλεί αυτό στο ΝΑΤ, προκειμένου να λάβει χώρα πλήρης ανάλυση των οφειλομένων εισφορών με συνυπολογισμό των στο μεταξύ έναντι αυτών καταβληθέντων. Επομένως, ο έβδομος περί αβασιμότητας της αναγγελθείσας απαιτήσεως του ΝΑΤ, επειδή προέκυπτε από ναυτολόγια που ανεπιτρέπτως είχαν χορηγηθεί στην καθ’ ης η εκτέλεση πριν αυτή εξοφλήσει τις οφειλές της από προηγούμενα ναυτολόγια, λόγος της υπό στοιχ. Β ανωτέρω εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρεται ο ίδιος ισχυρισμός της ανακοπής του, τον οποίο η εκκαλουμένη με τις ίδιες σκέψεις απέρριψε, κρίνεται νομικά αβάσιμος ενόψει όσων προαναφέρθηκαν αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι, όπως και πιο κάτω αναλυτικά θα εκτεθεί, μεταξύ της παραδόσεως από την καθ’ ης η εκτέλεση και μέχρι τον πλειστηριασμό του Δ/Ξ Θ. πλοιοκτήτριάς του ναυτικής εταιρίας των προγενεστέρων από τα επίδικα ναυτολόγια που της είχαν χορηγηθεί και της εκδόσεως των μεταγενέστερων, παρεμβλήθηκαν καταβολές της σε μερική εξόφληση των εκ των ναυτολογίων αυτών απαιτήσεων του ΝΑΤ.
- VI. Κατά την έννοια του άρθρου 972 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη, με την οποία εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα σ’ αυτήν της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση και στο περιεχόμενό της οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις και την ανακοπή τους κατά τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 974 και 979 του ιδίου Κώδικα ο οφειλέτης, ο επισπεύδων την εκτέλεση και οι λοιποί αναγγελθέντες δανειστές, ενώ βάσει αυτού ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής θα προβούν στην κατάταξη ή την απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως. Για το λόγο αυτό στην παραπάνω διάταξη ορίζεται ότι το αναγγελτήριο, δηλαδή το δικόγραφο της αναγγελίας, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων, και την περιγραφή της απαιτήσεως του δανειστή που αναγγέλλεται, προκειμένου στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές του να παρασχεθούν τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία (ΕφΠειρ. 933/2006, ΕΝαυτΔ 2007/49), στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού η ευχέρεια ελέγχου της νομιμότητας και της βασιμότητα της απαιτήσεως, μετά από σύγκρισή της με τις υπόλοιπες απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν (ΑΠ 307/2016, ΤριμΕφΠειρ. 697/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η περιγραφή αυτή περιλαμβάνει και το προνόμιο με το οποίο είναι ενδεχομένως εξοπλισμένη η απαίτηση που αναγγέλλεται, του οποίου τα θεμελιωτικά πραγματικά περιστατικά πρέπει στην περίπτωση αυτή να περιέχει το αναγγελτήριο, εφόσον, βεβαίως, αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η απαίτηση (ΑΠ 1580/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 472/2005, Δνη 2005/1434, ΑΠ 14/1995, Δνη 1996/109 = ΔΕΕ 1995/327, ΕφΠειρ. 544/2008, ΕπισκΕΔ 2008/1094 = ΕΝαυτΔ 2008/417, ΕφΠειρ. 3/2004, ΕΝαυτΔ 2004/140). Στο σημείο μάλιστα αυτό δεν υφίσταται διαφορά ως προς την αναγγελία που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55 § 1 του ΝΔ 56/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ), που, ορίζοντας ότι ο συνοδεύων την αναγγελία του Δημοσίου πίνακας, που εμφανίζει τα προς αυτό οφειλόμενα χρέη του καθ’ ου η εκτέλεση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το είδος και το ποσό εκάστου των χρεών και, προσθέτως, μνεία της ασφάλειας που τυχόν υπάρχει για καθένα από αυτά, καθιστά σαφές ότι στην έννοια του καθορισμού του είδους των χρεών περιλαμβάνεται και ο προσδιορισμός των στοιχείων του προνομίου που τα ασφαλίζει (ΑΠ 1783/2001, Δνη 2002/1392 = ΕΝαυτΔ 2002/310). Περαιτέρω, από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 972 προς εκείνη του άρθρου 159 αρ. 3 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, συνάγεται ότι η αοριστία της αναφερόμενης στο δικόγραφο της αναγγελίας απαιτήσεως επάγεται την ακυρότητα του αναγγελτηρίου, μόνον όταν η περιγραφή αυτής και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να προκαλείται βλάβη στον οφειλέτη και στους λοιπούς δανειστές του, επειδή αδυνατούν να ασκήσουν το αμυντικό τους δικαίωμα και να την αντικρούσουν κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ. Δεν είναι, όμως, αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που την απαιτεί η διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ για το παραδεκτό της αγωγής ή της ανακοπής, αφού η αναγγελία δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ ούτε το αναγγελτήριο συνιστά εισαγωγικό δικόγραφο δίκης, αφού δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία ή υποχρέωση ουσιαστικής διαγνώσεως που θα οδηγήσει στην παραγωγή δεδικασμένου, ενώ και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν διεξάγει απόδειξη για τη βασιμότητά της (ΑΠ 1857/2014, ΧρΙΔ 2015/285, ΑΠ 563/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1087/2013, ΧρΙΔ 2014/38, ΑΠ 1340/2006, Δ 2007/193 = ΝοΒ 2006/1776, ΑΠ 295/2002, ΕΝαυτΔ 2002/117, ΤριμΕφΑθ. 4067/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Πίψου, Ζητήματα αναγγελίας και κατάταξης του Δημοσίου σε κοινό πλειστηριασμό, σε Αρμ. 1996/1551 – 1565 [1553]). Τα ίδια ισχύουν και ως προς την αναγγελία σε επισπευδόμενο κατά το κοινό δίκαιο πλειστηριασμό στην οποία προβαίνει το ΝΑΤ, που κατ’ άρθρο 2 § 1 του ΠΔ 913/1978, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 23 του Ν. 792/1978, αποτελούσε, πριν την παύση της λειτουργίας του, ως προς τις ασφαλιστικές του αρμοδιότητες, η οποία διαπιστώθηκε με την υπ’ αριθμ. Φ.80000/οίκ. 60871/16291/2.1.2017 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 100 §§ 1 και 2 εδαφ. β του Ν. 4387/2016 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3/5.1.2017), νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, για τις απαιτήσεις του οποίου κατά παντός οφειλέτη του εφαρμόζονταν, κατά τη διάταξη του άρθρου 88 § 6 του ως άνω ΠΔ, οι περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, συνεπώς και εκείνη του άρθρου 55 § 1 του ΚΕΔΕ, που προαναφέρθηκε, κατά την οποία ο πίνακας, που συνοδεύει την αναγγελία και εμφανίζει τα οφειλόμενα στο νομικό πρόσωπο χρέη εκείνου κατά του οποίου ο πλειστηριασμός επισπεύδεται, εκτός από τα άλλα στοιχεία, περιλαμβάνει το είδος και το ποσό των οφειλών, επιπροσθέτως δε και μνεία της ασφάλειας, η οποία τυχόν υπάρχει για καθεμιά από αυτές. Εφόσον, επομένως, στην αναγγελία του ΝΑΤ εξατομικεύονται τα προς αυτό οφειλόμενα χρέη του καθ’ ου η εκτέλεση, τα στοιχεία του προνομίου που τα ασφαλίζει και τα χρονικά διαστήματα στα οποία ανάγονται οι απαιτήσεις του, το αναγγελτήριο έχει την αναγκαία πληρότητα (ΑΠ 618/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 352/1999, Δνη 1999/1548, ΕφΠειρ. 147/2010, ΕΝαυτΔ 2010/241, ΜονΕφΠειρ. 16/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Πίψου, Η αναγγελία δανειστή στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ, 2001, σελ. 212) και δεν το καθιστά αόριστο η ενδεχόμενη έλλειψη άλλων στοιχείων, τα οποία, άλλωστε, είναι δυνατόν να προκύπτουν και από δημόσια έγγραφα κατατεθειμένα στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο που είναι προσιτά σε όλους (ΑΠ 545/2006, ΑΠ 575/2005, ΑΠ 630/2002, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1636/2002, ΕΔΚΑ 2003/134 = Δνη 2003/746, ΑΠ 77/1999, ΕΕΝ 2000/384, ΜονΕφΛαρ. 93/2014, Δικογραφία 2015/334). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84 §§ 1, 2, 86 §§ 3 εδαφ. α, β, 9, 90 § 1 στοιχ. β του ΠΔ 913/1978, όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 10 του Ν. 1711/1987 και 28 § 4 εδαφ. α του Ν. 1085/1980, συνάγεται ότι το ΝΑΤ διατηρεί προνόμιο ως προς τις απαιτήσεις του που απορρέουν από το ναυτολόγιο, ότι τέτοιες απαιτήσεις είναι τα δικαιώματα του ΝΑΤ, καθώς και οι προς αυτά δια νόμου εξομοιούμενες και από αυτό για λογαριασμό τους συνεισπραττόμενες απαιτήσεις άλλων Ταμείων, Λογαριασμών και Κεφαλαίων, που προέρχονται από εισφορές, πρόσθετα τέλη τούτων και λοιπά προς αυτό καταβαλλόμενα τέλη και δικαιώματα, που βεβαιώνονται με το ναυτολόγιο και οφείλονται από την καθυστέρηση καταβολής των εισφορών που βαρύνουν τους εργοδότες (πλοιοκτήτες ή εφοπλιστές) αλλά και τους απασχολούμενους στα πλοία ναυτικούς, ότι οι εισφορές αυτές, τις οποίες η διάταξη του άρθρου 85 § 3 του ΠΔ 913/1978 ανάγει πλασματικά σε «μέρος των μισθών των προς ους αντιστοιχούν ναυτικών», υπολογίζονται ως ποσοστό επί του μισθού των τελευταίων, όπως αυτός καθορίζεται στην εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας και προσδιορίζονται ανάλογα με τον αριθμό των μελών του πληρώματος, την ειδικότητα και τη διάρκεια της ναυτολόγησης του καθενός από αυτά στο συγκεκριμένο πλοίο, καθώς και ότι ο υπολογισμός, η εκκαθάριση και η βεβαίωση των εκ του ναυτολογίου οφειλομένων εισφορών ενεργείται από τη ναυτιλιακή αρχή ή το ίδιο το ΝΑΤ, από το οποίο εκδίδεται και το σχετικό φύλλο εκκαθαρίσεως, με το οποίο βεβαιώνεται η οφειλή στο δημόσιο ταμείο και το οποίο αποτελεί τίτλο νόμιμο και εκτελεστό (ΑΠ 1668/2011, ο.π., ΑΠ 78/2004, ΕΝαυτΔ 2004/139 = ΕΕμπΔ 2004/384, ΜονΕφΠειρ. 16/2013, ο.π.). Σε αντιστοιχία προς το αναγκαίο περιεχόμενο του πίνακα χρεών του άρθρου 55 § 1 ΚΕΔΕ, στη διάταξη του άρθρου 15 § 1 του Ν. 3569/2007 ορίζεται ότι το φύλλο εκκαθαρίσεως πρέπει να προσδιορίζει το πρόσωπο του οφειλέτη και να περιγράφει την αιτία, το χρόνο γενέσεως και τα ποσά του κεφαλαίου και των τυχόν προσθέτων της οφειλής. Έτσι, σε περίπτωση κατά την οποία το ΝΑΤ αναγγέλλει σε επισπευδόμενο από τρίτον πλειστηριασμό πλοίου απαίτησή του από το ναυτολόγιο, αποτελούμενη από κεφάλαιο, τόκους και πρόσθετα τέλη ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, δεν είναι μεν αναγκαίο να αναφέρει στο αναγγελτήριο και το ποσοστό του τόκου, των προσθέτων τελών ή της προσαύξησης ούτε τη διάταξη που το καθορίζει, αφού το επιτόκιο αυτό προσδιορίζεται από το νόμο (ΜονΕφΠειρ. 547/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε τη μέθοδο υπολογισμού των προσαυξήσεων, υπό τον όρο, βέβαια, ότι προς τούτο παρατίθενται κατά τρόπο σαφή και απαλλαγμένο από αντιφάσεις όλα τα στοιχεία, που επιτρέπουν την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος με απλές αριθμητικές πράξεις. Άλλωστε, μόνον υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, μπορεί να διαπιστωθεί η ακρίβεια του γενομένου κατά την αναγγελία υπολογισμού και κατά τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας των αντιστοίχων απαιτήσεων, προς τον οποίο σχετίζεται (ΑΠ 1297/2005, ΕΝαυτΔ 2006/13), εφόσον αμφισβητηθούν με ανακοπή κατά της κατατάξεως που θα επακολουθήσει (ΑΠ 60/2011, Δνη 2011/772 = ΕφΑΔ 2011/1211 = ΕΠολΔ 2012/244). Σε κάθε περίπτωση, όμως, το ΝΑΤ είναι υποχρεωμένο να προβεί με την αναγγελία του σε διαχωρισμό της συνολικής εκ ναυτολογίου απαίτησής του κατά κεφάλαιο και πρόσθετα τέλη. Επιπλέον, για το ορισμένο της ιδίας αναγγελίας αρκεί η παραπομπή στο περιεχόμενο των φύλλων εκκαθαρίσεως των ασφαλιστικών εισφορών που εκδόθηκαν σύμφωνα με το νόμο, εφόσον αυτά περιλαμβάνουν όλα τα αναγκαία κατ’ άρθρο 15 § 1 Ν. 3569/2007 στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή περαιτέρω εξειδίκευση του περιεχομένου τους δεν απαιτείται παρά μόνον σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο και, συγκεκριμένα, είτε με την ανακοπή του ΝΑΤ που διώκει τη μεταρρύθμιση του πίνακα, ώστε να συμπεριληφθεί σ’ αυτόν το ίδιο για τις αναγγελθείσες πλην μη καταταγείσες απαιτήσεις του στη θέση άλλου καταταγέντος είτε με τις προτάσεις του στη δίκη της ανακοπής άλλου δανειστή, που προσβάλλει την κατάταξη του ΝΑΤ και ζητεί την αποβολή του (ΤριμΕφΠειρ. 229/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο ίδιο διαδικαστικό στάδιο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις θα απαιτηθεί ο προσδιορισμός και του αριθμού των μελών του πληρώματος του εκπλειστηριαθέντος πλοίου και της μισθοδοσίας τους (ΜονΕφΠειρ. 577/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αναφορά των οποίων στο αναγγελτήριο δεν είναι αναγκαία για την πληρότητά του (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος τρίτος, 2007, άρθρο 205, αρ. 4.2, σελ. 118, σημ. 64, εν μέρει αντίθετη η ΕφΠειρ. 999/1984, ΝοΒ 1985/484 = ΕΝαυτΔ 1984/59, κατά την οποία τα παραπάνω στοιχεία που προσδιορίζουν το νόμιμο μισθό των ναυτικών απαιτείται να παρατίθενται και στο αναγγελτήριο). Τέλος, είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση που στο αναγγελτήριο σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις του ΝΑΤ είναι απαραίτητη η εξατομίκευση καθεμιάς τους, χωρίς ο ελλιπής ή ατελής προσδιορισμός κάποιας από αυτές να επιδρά ακυρωτικά στο σύνολο της αναγγελίας. Ως προς την πλημμελώς αναγγελλόμενη, όμως, απαίτηση στο ίδιο δικονομικό αποτέλεσμα, της ακυρότητάς της, απολήγει και η αντιφατική αναφορά των στοιχείων επί των οποίων θα στηριχθεί η άμυνα του καθ’ ου η εκτέλεση και των λοιπών δανειστών του αλλά και η περί παραδοχής ή απορρίψεώς της κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και του δικαστηρίου της ανακοπής κατά της κατατάξεως. Τούτο δε διότι ναι μεν η ορθότητα του τρόπου της κατά ποσόν υπολογισμού της αναγγελθείσας απαιτήσεως αφορά τη βασιμότητά της και δεν πλήττεται με αιτιάσεις κατά του ορισμένου της αναγγελίας, όμως με το ζήτημα της αναγκαίας πληρότητας αυτής συνέχεται απολύτως η ασαφής και πάσχουσα από αντιφάσεις περιγραφή της απαιτήσεως, που εμποδίζει ακριβώς τον έλεγχο της ουσιαστικής ορθότητάς της.
Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά έγγραφα αποδεικνύεται ότι με την από 24.3.2014 αναγγελία του, που επιδόθηκε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού Συμβολαιογράφο Πειραιώς ……… συνοδευόμενη από το προαναφερθέν υπ’ αύξοντα αριθμό …../21.3.2014 φύλλο εκκαθαρίσεως το εφεσίβλητο ΝΑΤ ανήγγειλε ως προνομιούχες, κατά το άρθρο 205 περ. α ΚΙΝΔ, ένδικες απαιτήσεις του, αντιστοιχούσες, πρώτον, σε μη καταβληθείσες εισφορές των ναυτικών και της καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας του εκπλειστηριασθέντος στις 19.3.2014 Δ/Ξ Θ και, δεύτερον, σε «οφειλή από τρίμηνες αποδοχές εγκαταλειπόμενων από τον πλοιοκτήτη ναυτικών». Οι πρώτες, ανερχόμενες στο συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (119.556,59 €), προέκυπταν από τα με αριθμούς ………. έξι [6] φύλλα εκκαθαρίσεως που αντιστοιχούσαν στα ναυτολόγια ……….. του ως άνω πλοίου, τα οποία περιελήφθησαν στο υπ’ αριθμ. ……/2014 φύλλο εκκαθαρίσεως και μαζί του ενσωματώθηκαν στην επίμαχη αναγγελία, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της. Ειδικότερα, το ΝΑΤ με το εν λόγω αναγγελτήριο ανήγγειλε προνομιακές κατά τα ανωτέρω απαιτήσεις ύψους: 1]υπέρ του ιδίου [ΝΑΤ] εβδομήντα δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (72.688,38 €) συνολικώς και, ειδικότερα, είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τριών ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (28.443,28 €) από οφειλόμενες εισφορές ναυτικών και σαράντα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και δέκα λεπτών (44.245,10 €) από οφειλόμενες εισφορές πλοιοκτήτη, 2]υπέρ του ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (ΤΠΑΕΝ) οκτώ χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (8.216,95 €) από εισφορές ναυτικών, 3]υπέρ του ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΤΩΤΕΡΩΝ ΠΛΗΡΩΜΑΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (ΤΠΚΠΕΝ) έξι χιλιάδων εξακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (6.636,77 €) από εισφορές ναυτικών, 4]υπέρ του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ (ΚΝΕ) επτά χιλιάδων διακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (7.268,84 €) από εισφορές πλοιοκτήτη, 5]υπέρ της ΕΣΤΙΑΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ (ΕΣ) χιλίων εξακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ (1.675 €) συνολικώς και, ειδικότερα, χιλίων εκατόν έξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (1.106,13 €) από εισφορές ναυτικών και πεντακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (568,87 €) από εισφορές πλοιοκτήτη, 6]υπέρ ΕΙΔΙΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ (ΕΛΟΕΝ) εννέα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και εννέα λεπτών (9.481,09 €) συνολικώς και, ειδικότερα, τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (3.160,36 €) από εισφορές ναυτικών και έξι χιλιάδων τριακοσίων είκοσι ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (6.320,73 €) από εισφορές πλοιοκτήτη, 7]υπέρ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ (ΚΕΑΝ) δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα ενός ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (12.641,46 €) συνολικώς και, ειδικότερα, έξι χιλιάδων τριακοσίων είκοσι ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (6.320,73 €) από εισφορές ναυτικών και έξι χιλιάδων τριακοσίων είκοσι ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (6.320,73 €) από εισφορές πλοιοκτήτη και 8]υπέρ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ (ΝΕΕ) εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ένδεκα λεπτών (948,11 €) από εισφορές πλοιοκτήτη. Στην αναγγελία αυτή έγινε μνεία ότι οι εκ ναυτολογίων απαιτήσεις του ΝΑΤ ανάγονταν στη συνολική χρονική περίοδο από 22.10.2009 έως 19.3.2014, ενώ σε καθένα από τα προαναφερθέντα έξι [6] φύλλα που ενσωματώθηκαν στο δικόγραφό της και εκδόθηκαν για την εκκαθάριση των αντιστοίχων ναυτολογίων, πρώτον, επισυνάφθηκε αναλυτική κατάσταση πληρώματος και εισφορών με ονομαστική αναφορά των απασχοληθέντων στο Δ/Ξ Θ ναυτικών, μνεία της χρονικής διάρκειας της ναυτολόγησης εκάστου και προσδιορισμό των εισφορών που αναλογούσαν σε καθέναν, δεύτερον, εξειδικεύθηκαν τα κατ’ ιδίαν χρονικά διαστήματα για καθένα τους (από 22.10.2009 έως 20.4.2010 για το ναυτολόγιο ………., από 21.4.2010 έως 19.10.2010 για το ναυτολόγιο ………., από 20.10.2010 έως 20.4.2011 για το ναυτολόγιο …….., από 21.4.2011 έως 25.10.2011 για το ναυτολόγιο ……., από 26.10.2011 έως 26.4.2012 για το ναυτολόγιο ………. . και από 27.4.2012 έως 26.10.2012 για το ναυτολόγιο . …) και, τρίτον, αναφέρθηκαν αναλυτικά οι οφειλόμενες εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτριας υπέρ ΝΑΤ, ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΠΕΝ, ΚΝΕ, ΕΛΟΕΝ, ΕΣ, ΚΕΑΝ και ΝΕΕ, μνημονεύθηκαν τα γραμμάτια αξιών, δυνάμει των οποίων το ΝΑΤ είχε εισπράξει κατά τη διάρκεια της εξάμηνης περιόδου, την οποία καθένα φύλλο αφορούσε, διάφορα χρηματικά ποσά σε μερική κάθε φορά εξόφληση των εξ εισφορών χρεών της πλοιοκτήτριας εταιρίας, καθώς και το ποσό των πρόσθετων τελών που αναλογούσαν στο χρονικό διάστημα από το ληξιπρόθεσμο κάθε απαίτησης (δηλαδή από την παρέλευση δεκαημέρου μετά τη συμπλήρωση τριμήνου από την έκδοση εκάστου ναυτολογίου, σύμφωνα με τη διάταξη της § 4 του άρθρου 86 του ΠΔ 913/1978) και μέχρι το χρονικό σημείο εκάστης καταβολής, η οποία (καταβολή), σημειωτέον, καταλογιζόταν κάθε φορά μόνο έναντι της απαιτήσεως του ΝΑΤ και δεν απομείωνε συμμέτρως και τις λοιπές συνεισπραττόμενες από αυτό οφειλές της πλοιοκτήτριας. Με τον τρόπο αυτό από το περιεχόμενο των ως άνω έξι [6] φύλλων εκκαθάρισης δεν προέκυπτε το ποσό των πρόσθετων τελών με τα οποία επιβαρύνθηκε κάθε φορά η πλοιοκτήτρια για το μετά την τελευταία καταβολή της παραμείναν ανεξόφλητο υπόλοιπο των χρεών της και μέχρι την έκδοση καθενός φύλλου. Προέκυπτε μόνον το σύνολο της οφειλής της πλοιοκτήτριας κατά το συνολικό κεφάλαιο και τα πρόσθετα τέλη που αναλογούσαν στα ανεξόφλητα υπόλοιπα των συνεισπραττομένων απαιτήσεων μέχρι την έκδοση εκάστου φύλλου. Από το συνυπολογισμό των αναφερομένων σε καθένα των ανωτέρω φύλλο εκκαθάρισης χρεωστικών σε βάρος της πλοιοκτήτριας υπολοίπων [συγκεκριμένα δε, δέκα χιλιάδων διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (10.264,70 €) για το υπ’ αριθμ. …../10 φύλλο εκκαθάρισης, οκτώ χιλιάδων εκατόν τριάντα εννέα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (8.139,76 €) για το υπ’ αριθμ. …/10 όμοιο, έξι χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και δεκαέξι λεπτών (6.887,16 €) για το υπ’ αριθμ. …./11 όμοιο, επτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (7.770,46 €) για το υπ’ αριθμ. …./11 όμοιο, επτά χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (7.764,48 €) για το υπ’ αριθμ. …./12 όμοιο και εννέα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (9.365,79 €) για το υπ’ αριθμ. …/12 φύλλο εκκαθαρίσεως] προκύπτει άθροισμα πενήντα χιλιάδων εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (50.192,35 €) συνολικά. Τα πρόσθετα τέλη που αναλογούσαν στην επίμαχη οφειλή μέχρι την αναγγελία του ΝΑΤ, που, σημειωτέον, πραγματοποιήθηκε σε χρονικό σημείο που απείχε πέραν της διετίας από τη λήξη της χρονικής περιόδου, κατά την οποία καθένα μερικότερο φύλλο εκκαθάρισης αποτύπωνε την εξέλιξη της οφειλής της καθ’ ης η εκτέλεση, περιλαμβάνονται στο συνολικό ποσό των εκατόν δεκαεννέα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (119.556,59 €), το οποίο μνημονεύεται στο υπ’ αριθμ. …./21.3.2014 [τελικό] φύλλο εκκαθάρισης της Διεύθυνσης Πόρων του ΝΑΤ, το συνολικό ύψος τους, όμως, ούτε εκεί προσδιορίζεται ρητώς και μόνον εμμέσως είναι δυνατόν να συναχθεί ότι το ακριβές ποσό τους ανέρχεται συνολικά σε εξήντα εννέα χιλιάδες τριακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (119.556,59 € – 50.192,35 € = 69.364,24 €). Ο τρόπος υπολογισμού αυτών των προσθέτων τελών δεν εξειδικεύεται, καθώς επ’ αυτού ο συντάκτης του υπ’ αριθμ. …../21.3.201 φύλλου εκκαθάρισης, περιορίστηκε να αναφέρει μόνον ότι στο συνολικό ποσό της απαιτήσεως του ΝΑΤ «συμπεριελήφθησαν πρόσθετα τέλη, που υπολογίστηκαν σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και δέκα ημέρες από τη λήξη του τριμήνου όπως ορίζονται από τις διατάξεις της πργ. 5, αρθ. 1 του Ν. 1711/87». Στο δικόγραφο της επίμαχης αναγγελίας του το ΝΑΤ, όπως ειπώθηκε, σώρευσε και απαίτησή του, συνολικού ύψους εξήντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ (63.542 €), αντιστοιχούσα σε «οφειλή από τρίμηνες αποδοχές εγκαταλειπόμενων από τον πλοιοκτήτη ναυτικών», επισυνάπτοντας, μεταξύ άλλων, υπουργική απόφαση περί παροχής σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές διατάξεις (οικονομικής) προστασίας σε εγκαταλειφθέντες από τον πλοιοκτήτη ναυτικούς, καθώς και τους αντίστοιχους λογαριασμούς εννέα (9) ναυτικών του Δ/Ξ Θ., μεταξύ των οποίων και οι εκκαλούντες των υπό στοιχ. Α και Β ανωτέρω εφέσεων, όπως και ο καταταγείς στον προσβληθέντα πίνακα συναδελφός τους ………… Με αυτά τα δεδομένα ο υπάλληλος του πλειστηριασμού στο εναπομείναν μετά την προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατά τον ενώπιόν του και μετά από επίσπευση των δύο πρώτων ανακοπτόντων της υπό στοιχ. Α ανωτέρω ανακοπής και ήδη εκκαλούντων της αντίστοιχης εφέσεως διενεργηθέντα στις 19.3.2014 πλειστηριασμό του Δ/Ξ Θ., πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στον Πειραιά, επί της οδού ……. και νομίμως εκπροσωπούμενης καθ’ ης η εκτέλεση ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», το οποίο κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια εταιρία με την επωνυμία «……………» και καταστατική έδρα στις Νήσους Μάρσαλ, ύψους εκατόν εβδομήντα οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (178.902,73 €), κατέταξε το ΝΑΤ οριστικώς ως προς μεν το σύνολο της πρώτης αναγγελθείσας, εκ ναυτολογίου, απαιτήσεώς του (119.556,60 €) στην πρώτη τάξη των προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και ως προς την έτερη, από αποδοχές εγκαταλειπομένων ναυτικών, απαίτησή του στη δεύτερη τάξη των ιδίων προνομίων, το μεν εν μέρει για ποσό δέκα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (10.481,50 €), το δε συμμέτρως με τους ………..(εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α ανωτέρω έφεσης), ……. (εκκαλούντα της υπό στοιχ. Β ανωτέρω έφεσης) και …….. (έκτο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου), που κατετάγησαν έκαστος για μέρος της αναγγελθείσας απαιτήσεώς του από την παροχή της ναυτικής εργασίας του στο πλοίο που εκπλειστηριάστηκε. Κατά του συνταχθέντος πίνακα αμύνθηκαν με ανακοπές οι εκκαλούντες επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, αοριστία της αναγγελίας που οδήγησε στην κατάταξη του ΝΑΤ. Συγκεκριμένα, οι ανακόπτοντες της υπό στοιχ. Α ανακοπής πλήττοντας την εκ ναυτολογίου μόνον απαίτηση του ΝΑΤ ισχυρίστηκαν ότι η αναγγελία της ήταν αόριστη, επειδή α] δεν εξειδίκευε τη φύση και τον τρόπο υπολογισμού των προσθέτων αυτής τελών, β] δεν μνημόνευε τη διάταξη του νόμου με βάση την οποία αυτά υπολογίστηκαν ούτε γ] διευκρίνιζε αν πρόκειται για τόκους ή για προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, ενώ, ειδικότερα, υποστήριξαν δ] ότι αδυνατούν να προσδιορίσουν τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε το συνολικό ποσό των εβδομήντα χιλιάδων εκατόν πενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (70.154,34 €), στο οποίο, κατά τους υπολογισμούς τους, ανήλθαν συνολικώς τα πρόσθετα τέλη, αφού στο ποσό αυτό δεν καταλήγει η εφαρμογή ούτε του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 15 § 5 του Ν. 3569/2007 επιτοκίου ύψους 1,5% μηνιαίως ούτε του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 89 § 4 του ΠΔ 913/1978 επιτοκίου ύψους 24% ετησίως για το χρόνο πέραν της συμπληρώσεως διμήνου από την κοινοποίηση εκ μέρους του ΝΑΤ στον οφειλέτη του οικείου φύλλου εκκαθάρισης. Συναφώς, ο μεν ανακόπτων της υπό στοιχ. Β ανωτέρω ανακοπής υποστήριξε ότι η αναγγελία έπασχε επειδή σ’ αυτήν ε] ενσωματώθηκαν ανεπιτρέπτως διάφορα φύλλα εκκαθάρισης, χωρίς στ] ειδικότερο προσδιορισμό του χρηματικού ποσού και της χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί σε καθένα τους και χωρίς ζ] αναφορά του αριθμού των μελών του πληρώματος του Δ/Ξ Θ, της ειδικότητας και του μισθού εκάστου και επειδή ανέφερε συλλήβδην και γενικώς τις εισφορές για όλο το χρονικό διάστημα από 22.10.2009 έως 19.3.2014 χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα ποιό μέρος του συνολικού της ποσού (των 119.556,59 €) αντιστοιχούσε σε κεφάλαιο απαιτήσεως και ποιό σε πρόσθετα τέλη, ενώ το ανακόπτον της Γ ανακοπής Δημόσιο προέβαλε η] αδυναμία κατανόησης των κονδυλίων από τα οποία απαρτιζόταν η συνολική εκ ναυτολογίου απαίτηση του ΝΑΤ. Προσθέτως, οι ανακόπτοντες των Β και Γ ανακοπών αμφισβήτησαν το παραδεκτό της αναγγελίας και της από οφειλές εγκαταλειπομένων ναυτικών απαιτήσεως του ΝΑΤ, υποστηρίζοντας αντιστοίχως ότι θ] στο δικόγραφό της δεν αναφερόταν ποιο χρηματικό ποσό καταβλήθηκε για την αιτία αυτή και σε ποιους συγκεκριμένα ναυτικούς και δεν προσδιοριζόταν ι] «…ποιο κονδύλι αντιστοιχεί σε ποια εισφορά…». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τους σχετικούς λόγους των ανακοπών ως αβάσιμους στο σύνολό τους, κρίνοντας ότι επαρκώς μνημονεύθηκαν στην επίμαχη αναγγελία οι απαιτήσεις του ΝΑΤ από όλες τις πιο πάνω αιτίες, ο προνομιακός χαρακτήρας τους και τα χρονικά διαστήματα στα οποία ανάγονταν οι απαιτήσεις αυτές, με ρητή αναφορά των επιμέρους ποσών ασφαλιστικών εισφορών ναυτικών και πλοιοκτήτη για καθένα εργαζόμενο, «καθώς και των πρόσθετων τελών, τα οποία προσδιορίστηκαν με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1711/1987». Οι παραδοχές του αυτές υπήρξαν εν μέρει μόνον ορθές. Ειδικότερα, ενόψει του συγκεκριμένου περιεχομένου της και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν κρίνεται ότι στην ένδικη αναγγελία επαρκώς μεν εξειδικεύθηκαν οι απαιτήσεις του ΝΑΤ εκ των ναυτολογίων του εκπλειστηριασθέντος πλοίου κατά το κεφάλαιό τους και τα χρονικά διαστήματα στα οποία αυτές ανάγονται, οι αξιώσεις του για την καταβολή των αποδοχών των εγκαταλειπόμενων ναυτικών, με τις οποίες χρέωσε την καθ’ ης η εκτέλεση, καθώς και όλα τα στοιχεία που ήταν κατά νόμο αναγκαία για να διαπιστωθεί ο προνομιακός χαρακτήρας τους. Επομένως, η εκκαλουμένη που απέρριψε όλες τις συναφείς υπό στοιχ. β, ε, ζ, η και ι ανωτέρω αιτιάσεις ορθώς τις προαναφερθείσες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και τα όσα αντίθετα, περί της για τους λόγους αυτούς αοριστίας της αναγγελίας του ΝΑΤ και περί εσφαλμένης για την αιτία αυτή κατατάξεώς του, υποστηρίζονται με τους πρώτο κατά τα δύο πρώτα σκέλη του, τέταρτο κατά τα πρώτα τρία [3] σκέλη του και δεύτερο κατά το πρώτο σκέλος του λόγους των υπό στοιχ. Α, Β και Γ εφέσεων αντιστοίχως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ως προς την εκ ναυτολογίου, όμως, απαίτηση του ΝΑΤ και κατά το μέρος της που αφορούσε το ποσό των προσθέτων τελών που επιβάρυναν την κατά κεφάλαιο οφειλή της καθ’ ης η εκτέλεση διαφορετική προσήκε κρίση και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Ειπώθηκε ήδη ότι ρητός προσδιορισμός των προσθέτων τελών που αναλογούσαν στο κεφάλαιο της επίμαχης οφειλής για το χρονικό διάστημα από την έκδοση εκάστου των προαναφερθέντων έξι [6] φύλλων εκκαθάρισης και έως το χρονικό σημείο της αναγγελίας του ΝΑΤ ουδέποτε έγινε, αφού στο (παραδεκτώς ενσωματωμένο στο δικόγραφό της) υπ’ αριθμ. …./21.3.2014 [τελικό] φύλλο εκκαθάρισης, που εκδόθηκε για να τα περιλάβει, μνημονεύθηκε μόνον η συνολική εκ ναυτολογίου απαίτηση του ΝΑΤ (ύψους 119.556,59 €) και η ανάλυσή της εκεί περιορίστηκε μόνον στον κατά ποσό διαχωρισμό των εισφορών που αναλογούσαν στους ναυτικούς και στην πλοιοκτήτρια και τούτο κατά παράβαση του άρθρου 15 § 1 Ν. 3569/2007, που επέβαλε τη συγκεκριμένη αναφορά του χρέους της καθ’ ης η εκτέλεση κατά κεφάλαιο και πρόσθετα τέλη καθεμιάς από τις απαιτήσεις αυτές. Η πλημμέλεια αυτή δεν θεραπεύθηκε ούτε στο αναγγελτήριο, το οποίο, μιας και παρέπεμπε στο ενσωματωμένο σ’ αυτό ως άνω φύλλο εκκαθάρισης, που δεν περιείχε όλα τα κατά νόμο αναγκαία για την πληρότητά του στοιχεία, έπρεπε το ίδιο να προσδιορίζει κατά ποσό όχι μόνον τις οφειλόμενες προς το ΝΑΤ και τις από αυτό συνεισπραττόμενες εισφορές ναυτικών και πλοιοκτήτριας στο σύνολό τους αλλά και να διαχωρίζει καθεμιά από αυτές κατά κεφάλαιο και πρόσθετα τέλη. Ακόμα και υπό την εκδοχή ότι οι ανακόπτοντες θα μπορούσαν να συμπεράνουν με αριθμητικές πράξεις, δηλαδή εμμέσως, ότι τα τέλη αυτά συμποσούνταν σε εξήντα εννέα χιλιάδες τριακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (119.556,59 € – 50.192,35 € = 69.364,24 €), γεγονός παραμένει ότι το περιεχόμενο της αναγγελίας δεν τους επέτρεψε, πάντως, να συνάγουν ταυτόχρονα ασφαλές συμπέρασμα περί της ορθότητας ή μη του υπολογισμού τους, δεδομένου ότι τα στοιχεία που παρατέθηκαν προς τούτο στο αναγγελτήριο ήσαν ελλιπή και αντιφατικά. Πράγματι, για τον υπολογισμό των επιβαλλόμενων στον οφειλέτη πρόσθετων τελών των εκ ναυτολογίου απαιτήσεων του ΝΑΤ για το χρονικό διάστημα από την ημέρα που καθίστανται ληξιπρόθεσμες μέχρι την ημέρα που βεβαιώνονται στο Δημόσιο Ταμείο προβλέπει η διάταξη του άρθρου 15 § 5 του Ν. 3569/2007, στην οποία ορίζεται ότι αυτά ανέρχονται «σε ποσοστό 1,5% ανά μήνα και υπολογίζονται για χρονική περίοδο το πολύ είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. Μετά δε τη βεβαίωση της οφειλής στο Δημόσιο Ταμείο, το κεφάλαιο της οφειλής μαζί με τα κατά τα ανωτέρω πρόσθετα τέλη επιβαρύνονται με την προσαύξηση που εκάστοτε και για όσο διάστημα προβλέπει ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων». Κατ’ αντίθεση όμως προς τα παραπάνω στο υπ’ αριθμ. …../21.3.2014 φύλλο εκκαθάρισης και (δια της ενσωματώσεώς του) στο αναγγελτήριο αναφέρεται σχετικώς ότι στο συνολικό ποσό της εκ ναυτολογίου απαιτήσεως του ΝΑΤ «συμπεριελήφθησαν πρόσθετα τέλη, που υπολογίστηκαν σύμφωνα με τον ΚΕΔΕ και δέκα ημέρες από τη λήξη του τριμήνου όπως ορίζονται από τις διατάξεις της πργ. 5, αρθ. 1 του Ν. 1711/87». Στη διάταξη αυτή, όμως, που αντικατέστησε την § 7 του άρθρου 86 του ΚΝ 792/1978, αποτελεί δε το περιεχόμενο και της § 7 του άρθρου 86 του ΠΔ 913/1978 και ορίζει ότι «Σε δέκα ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας της περίπτωσης α της παραγράφου 4 (δηλαδή από την παρέλευση τριμήνου από την έκδοση του ναυτολογίου) οι υπόχρεοι της παραγράφου 6 οφείλουν να εξοφλήσουν τις εισφορές της περίπτωσης αυτής από το ναυτολόγιο, ανεξάρτητα από την αντικατάσταση ή μη του ναυτολογίου. Το Ταμείο υπολογίζει τις εισφορές αυτές χωρίς πρόσθετα τέλη. Μετά την πάροδο των δέκα ημερών, το ΝΑΤ βεβαιώνει την οφειλή στο Δημόσιο Ταμείο, οπότε αυτή καθίσταται απαιτητή εφάπαξ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) (νδ 356/1974, ΦΕΚ 90)», δεν καθορίζεται το ποσοστό των προσθέτων τελών, με τα οποία επιβαρύνονται οι ανεξόφλητες προς το ΝΑΤ οφειλές, όπως εσφαλμένα υπέλαβε η εκκαλουμένη. Το ποσοστό αυτών καθορίζει αντιθέτως ο ΚΕΔΕ, στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 του οποίου [όπως ίσχυε μέχρι την επίδικη αναγγελία, ακόμα και μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 7 § 6 του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α 288/31.12.2013), αφού οι αντικατασταθείσες διατάξεις του έχουν εφαρμογή για τις οφειλές σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή Αρχή, πλην της φορολογικής διοίκησης, εφόσον βεβαιώνονται μετά την 31.12.2014, σύμφωνα με την § 6 του άρθρου 8 του Ν. 4224/2013], οριζόταν ότι το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής των ληξιπροθέσμων προς το Δημόσιο χρεών ανέρχεται σε 1% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 100% του οφειλόμενου κάθε φορά χρέους (βλ. σχετ. Α. Γέροντα/Α. Ψάλτη, Ερμηνεία ΚΕΔΕ, 2013, άρθρο 6, σελ. 156 – 160). Με δεδομένο δε ότι εν προκειμένω από το ληξιπρόθεσμο των ενδίκων απαιτήσεων του ΝΑΤ και μέχρι την αναγγελία του στις 21.3.2014 δεν παρήλθαν περισσότεροι από πενήντα [50] μήνες, ακόμα και αν ως αφετήριο χρονικό σημείο θεωρηθεί η παρέλευση δεκαημέρου από τη συμπλήρωση τριμήνου μετά την έκδοση του χρονικά πρώτου των ως άνω ναυτολογίων (του υπ’ αριθμ. …../22.10.2009, οι από το οποίο απαιτήσεις κατέστησαν ληξιπρόθεσμες την 1η.2.2010), η εφαρμογή του επιτοκίου του ΚΕΔΕ δεν αποδίδει το ποσό των προσθέτων τελών που εμμέσως με το υπ’ αριθμ. …/2014 [τελικό] φύλλο εκκαθάρισης προσδιορίστηκαν σε εξήντα εννέα χιλιάδες τριακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και είκοσι τέσσερα λεπτά (69.364,24 €) και υπερβαίνει κατά ποσοστό 138% το κεφάλαιο της εκ ναυτολογίων οφειλής της καθ’ ης η εκτέλεση, που κατά τα ανωτέρω ανερχόταν σε πενήντα χιλιάδες εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (50.192,35 €). Στο συγκεκριμένο ποσό των προσαυξήσεων δεν οδηγεί η εφαρμογή ούτε του επιτοκίου του 1,5% μηνιαίως επί μια διετία από το ληξιπρόθεσμο των απαιτήσεων, που προβλέπεται στο άρθρο 15 § 5 του Ν. 3569/2007, παρά μόνον αν ενδεχομένως συνδυαστεί με την κεφαλαιοποίηση σε ένα ενιαίο ποσό του κεφαλαίου και των έως τη διετία προσθέτων τελών και την επιβάρυνση του προκύπτοντος ποσού εφεξής με το επιτόκιο του ΚΕΔΕ, δηλαδή με 1% μηνιαίως έως την αναγγελία της συνολικής απαιτήσεως, εκδοχή της οποίας η υιοθέτηση δεν ευρίσκει, πάντως, πραγματικό έρεισμα στο περιεχόμενο της επίμαχης αναγγελίας. Σε κάθε, όμως, περίπτωση η δυσχέρεια που ήδη ανακύπτει ως προς τον υπολογισμό των προσθέτων τελών που περιέλαβε η αναγγελία αυτή οφείλεται στην ατελή εξειδίκευση της συνολικής εκ ναυτολογίων απαίτησης του ΝΑΤ, της οποίας δεν έγινε διαχωρισμός κατά κεφάλαιο και πρόσθετα τέλη και στην, ελλειπτική και συνάμα αντιφατική προς το εμμέσως συναγόμενο ποσό των προσθέτων τελών, παράθεση του άρθρου 1 § 5 του Ν. 1711/1987. Την ίδια δυσχέρεια αντιμετώπισαν οι ανακόπτοντες κατά το χρόνο που έπρεπε, λαβόντες γνώση αυτής, να αμυνθούν κατά της αναγγελθείσας απαιτήσεως με βάση τα στοιχεία του αναγγελτηρίου και των φύλλων εκκαθάρισης. Η αντιφατικές αναφορές που εκεί εμφιλοχώρησαν εμπόδισαν πράγματι τον εκ μέρους τους έλεγχο της ορθότητας της εκ προσθέτων τελών απαιτήσεως του εφεσιβλήτου ΝΑΤ κατά τους βάσιμους σχετικούς λόγους των αντιστοίχων εφέσεών τους. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει κατά το μέρος της με το οποίο κρίθηκε ορισμένη η αναγγελία της ως άνω (από πρόσθετα τέλη) απαιτήσεως του ΝΑΤ να εξαφανιστεί και, αφού κρατηθούν από το Δικαστήριο αυτό και ερευνηθούν κατ’ ουσία να γίνουν δεκτές οι ανακοπές, κατά τον αντίστοιχο λόγο της έκαστη, ως βάσιμες και να μεταρρυθμιστεί ο προσβληθείς πίνακας κατατάξεως αποβαλλομένου από αυτόν του καθ’ ου οι ανακοπές ΝΑΤ, προκειμένου στο ελευθερούμενο ποσό του πλειστηριάσματος, που αναλογεί στα πρόσθετα τέλη, που αορίστως αναγγέλθηκαν, να καταταγούν οι ανακόπτοντες, εφόσον διαπιστωθεί ότι διατηρούν απαίτηση κατά της καθ’ ης η εκτέλεση και δη προνομιακή. Να σημειωθεί εδώ ότι παρέλκει πλέον η έρευνα των λόγων των υπό στοιχ. Α και Β ανωτέρω εφέσεων, με τους οποίους προβάλλεται ότι τα πρόσθετα τέλη δεν καλύπτονται από το ναυτικό προνόμιο της πρώτης τάξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και αμφισβητείται η συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 89 § 4 του ΠΔ 913/1978, με την οποία καθορίζεται σε ποσοστό 24% ετησίως το επιτόκιο υπολογισμού των προσθέτων τελών για το χρονικό διάστημα από τη συμπλήρωση διμήνου μετά την παρέλευση τριάντα [30] ημερών από την κοινοποίηση στον οφειλέτη του φύλλου εκκαθάρισης και έως την εξόφληση.
VII. Εξάλλου, τα παράπονα του δανειστή του οποίου η αναγγελθείσα ως προνομιακή απαίτηση δεν κατατάχθηκε στον πίνακα καθόλου είτε κατατάχθηκε κατά ένα μέρος της ή δεν κατατάχθηκε προνομιακά, επί των οποίων θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του, εισάγονται στο δικαστήριο με την ανακοπή του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1722/1998, Δνη 1999/603), που αποτελεί ιδιαίτερη μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επομ. και ειδικότερα της ανακοπής κατά της εκτελέσεως των άρθρων 933 επομ. του ιδίου Κώδικα (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2012, § 56, αρ. 31, σελ. 564) και με την οποία προσβάλλεται η ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία της κατατάξεως, που αρχίζει με την αναγγελία, συνεχίζεται με την κατάθεση των αποδεικτικών της σχετικής απαιτήσεως εγγράφων και την υποβολή τυχόν παρατηρήσεων των δανειστών και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα (ΑΠ 116/2001, Δνη 2001/1576, ΕφΠατρ. 999/2009, ΑχΝομ 2010/416). Επομένως, οι αιτιάσεις του ανακόπτοντος ως προς την ορθότητα της γενομένης κατατάξεως μπορούν να αφορούν και στην αναίρεση, απόσβεση ή κατάργηση των δικαιωμάτων του καταταγέντος στον πίνακα καθ’ ου η ανακοπή (ΑΠ 1351/1999, ΕΕΝ 2001/180), το δε αίτημά της συνίσταται στη μεταρρύθμιση του πίνακα και στην κατάταξη του ανακόπτοντος στο ποσό που θα ελευθερωθεί κατόπιν της κατά παραδοχή της ανακοπής του αποβολής του καθ’ ου (ΑΠ 1851/2014, ΕΠολΔ 2015/111). Οι λόγοι της ανακοπής είναι δυνατό να στηρίζονται είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρονται στον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως και την τάξη της κατατάξεως είτε στο ουσιαστικό δίκαιο και να ανάγονται στη γέννηση ή στην ύπαρξη της απαιτήσεως είτε του καθ’ ου η ανακοπή είτε και του ιδίου του ανακόπτοντος, που δεν κατατάχθηκε (ΑΠ 1083/2013, ΕΝαυτΔ 2013/226 = ΕΠολΔ 2014/123). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμα δηλαδή και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος αλλά εκείνη του καθ’ ου, υποχρεούται με την ανακοπή του, που αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης και πρέπει να περιέχει όλα τα κατ’ άρθρα 216 § 1, 217, 585 § 2, 933 και 979 § 2 ΚΠολΔ στοιχεία, ο ανακόπτων να προσδιορίσει την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, αφού η ύπαρξη της απαίτησής του είναι πάντοτε αναγκαία για να δικαιολογηθεί το έννομο συμφέρον του και κατ’ επέκταση η ενεργητική νομιμοποίησή του στην άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1353/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 102/2013, Δικογραφία 2014/9). Προς το σκοπό αυτό ο ανακόπτων πρέπει να μνημονεύσει το είδος και το συνολικό ποσό της απαιτήσεώς του και να εξειδικεύσει την έννομη σχέση από την οποία αυτή πηγάζει, όπως και τα περιστατικά που θεμελιώνουν το τυχόν επικαλούμενο προνόμιό της (ΑΠ 1938/2014, ΑΠ 1460/2014, ΑΠ 1949/2009, ΑΠ 1101/2006, ΑΠ 440/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1700/2002, ΧρΙΔ 2003/244 = ΝοΒ 2003/1222, ΑΠ 1645/2001, Δνη 2002/728, ΤριμΕφΑθ. 267/2012, ΤριμΕφΑθ. 1069/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1065/2002, ΝοΒ 2003/1877, ΜονΕφΠειρ. 649/2014, ΕΝαυτΔ 2014/394, Δ. Μηχιώτης, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [12], αρ. 55, σελ. 791, Δ. Δημητρίου, Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος, 2004, σελ. 327), εκτός αν, κατ’ αντιστοιχία προς ό,τι ισχύει και για το παραδεκτό της αναγγελίας, αυτά συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση (ΑΠ 387/2001, Δνη 2002/123 = ΕΕΝ 2002/552). Ειδικώς ως προς την ανακοπή που ασκεί το Δημόσιο, το αναγκαίο περιεχόμενό της οριοθετείται από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν προς εκείνες των άρθρων 61 § 1 και 55 § 1 του ΚΕΔΕ, που, ως είχαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο ασκήσεως της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω ανακοπής, πριν αντικατασταθούν με το άρθρο 404 §§ 12 και 13 του Ν. 4512/2018, όριζαν αντιστοίχως ότι «Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπροθέσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ’ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας …. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών…» και ότι «Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ’ ου ο πλειστηριασμός, δι’ αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι’ έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας». Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου επαρκώς προσδιορίζονται, εφόσον στην ανακοπή του περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία και για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων κατά το προαναφερόμενο άρθρο 55 § 1 του ΚΕΔΕ, χωρίς να απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία ούτε και εξειδίκευση του τρόπου που κάθε απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη (ΑΠ 679/2016, ΑΠ 240/2015, ΑΠ 1353/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4067/2013, ο.π.). Σε περίπτωση δε κατά την οποία από τις αναγγελθείσες φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου ορισμένες μόνον κατατάσσονται προνομιακά στο πλειστηρίασμα, δυνάμει ειδικής διατάξεως νόμου, όπως συμβαίνει με τις απαιτήσεις του άρθρου 205 περ. α ΚΙΝΔ, στις οποίες θα γίνει λεπτομερής αναφορά πιο κάτω, για το ορισμένο της (αναγγελίας αλλά και της) ανακοπής, με την οποία διώκεται η κατάταξη όλων στον πίνακα, από τον οποίον ο υπάλληλος του πλειστηριασμού τις παρέλειψε στο σύνολό τους, αρκεί η αναφορά σε καθένα των ανωτέρω δικόγραφο του ειδικού τους χαρακτήρα, ως φόρων προερχομένων από συγκεκριμένη αιτία, αφού με τον τρόπο αυτό δύναται αφενός μεν (κάθε άλλος δανειστής ή) ο καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί και, αφετέρου (ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ή) το δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα καθεμιάς από τις αμφισβητούμενες φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου, καθώς και το προνόμιό της. Η αναφορά στην ανακοπή του είδους εκάστης από τις περισσότερες φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου έχει τον απαιτούμενο βαθμό εξειδίκευσης, όταν από την, έστω και συνοπτική, περιγραφή της παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου να αντιληφθεί τη φύση καθεμίας και στο δικαστήριο να υπαγάγει αυτές (στο σύνολό τους, ορισμένες μόνον ή και καμία) στη διάταξη του νόμου, από την οποία πηγάζει η φορολογική υποχρέωση του οφειλέτη και να διαγνώσει αν καλύπτονται από το επικαλούμενο προνόμιο ή όχι (υπ’ αυτήν την έννοια και η αναφερόμενη στην εκκαλουμένη ΕφΠειρ. 501/2008, ΕΝαυτΔ 2008/424 = Αρμ. 2010/538, που δεν αρκέστηκε σε γενική αναφορά των απαιτήσεων του ανακόπτοντος ως φόρων εκ της εκμεταλλεύσεως εκπλειστηριασθέντος πλοίου). Εφόσον μάλιστα η υπαγωγή αυτή δεν δυσχεραίνεται, δεν ασκεί επιρροή η ελλείπουσα μνεία ή η και η εσφαλμένη ακόμα αναφορά της διατάξεως που καθιστά την απαίτηση προνομιακή.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το δικόγραφό της, με την από 16.6.2014 ανακοπή του το ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο προσέβαλε τον με αριθμό …/19.5.2014 πίνακα κατάταξης του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. αιτούμενο τη μεταρρύθμισή του και την αποβολή των καθ’ ων, επικαλούμενο ότι εσφαλμένα το ίδιο δεν κατετάγη προνομιακά για το συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα επτά ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (25.537,51 €), που αντιστοιχούσε σε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του α] δεκαοκτώ χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ενός ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (18.361,24 €) για κεφάλαιο και τόκους, πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους πέντε χιλιάδων διακοσίων τριάντα δύο ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (5.232,95 €), προερχόμενες από επιβολή έκτακτης εισφοράς στο εισόδημα της καθ’ ης η εκτέλεση ναυτικής εταιρίας κατά το οικονομικό έτος 2010, β] πεντακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και τριάντα λεπτών (589,30 €) για κεφάλαιο και τόκους, πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους εκατόν εννέα ευρώ και τριών λεπτών (109,03 €), προερχόμενες από οφειλή φόρου πλοίων οικονομικού έτους 2012 και γ] χιλίων εκατόν εξήντα εννέα ευρώ (1.169 €) για κεφάλαιο και τόκους, πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής εβδομήντα πέντε ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (75,99 €), προερχόμενες από οφειλή φόρου πλοίων οικονομικού έτους 2013. Στην ανακοπή του ενσωμάτωσε την από 6.3.2013 αναγγελία του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς και τον συνοδεύοντα αυτήν πίνακα χρεών της οφειλέτριάς του – καθ’ ης η εκτέλεση, όπου γινόταν μνεία του προνομίου της συνολικής αναγγελθείσας απαιτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, σημειωνόταν η επωνυμία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) της οφειλέτριας και εξειδικευόταν έκαστο χρέος της με αναφορά του αριθμού και της ημεροχρονολογίας βεβαιώσεώς του, του οικονομικού έτους στο οποίο αναγόταν, του κεφαλαίου και των αντιστοίχων προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, καθώς και του είδους εκάστης απαιτήσεως (έκτακτη εισφορά, φόρος πλοίων) κατά τρόπο συγκεκριμένο και σαφή. Με το περιεχόμενο αυτό η ανακοπή ήταν επαρκώς ορισμένη, αφού περιείχε όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία, η αναφορά των οποίων εξειδίκευε καθεμία φορολογική οφειλή της καθ’ ης η εκτέλεση ως προς το ποσό του κεφαλαίου και των προσαυξήσεών της, ως προς το είδος εκάστης, καθώς και ως προς την προέλευσή της από συγκεκριμένη αιτία. Παράλληλα, από την αναφορά της εξ αυτών ενοχής της καθ’ ης της προερχομένης από φόρους πλοίων μπορούσε να συναχθεί αναμφίβολα και το επικαλούμενο προνόμιο, τουλάχιστον αυτής, ως ερειδόμενο στο άρθρο 205 περ. α ΚΙΝΔ, τα θεμελιωτικά του οποίου περιστατικά (απαίτηση από φορολογία πλοίων) ταυτίζονται με εκείνα της γέννησης της απαίτησης, ακόμα και αν μνεία της διατάξεως αυτής δεν έγινε στην αναγγελία, όπου αντιθέτως αναφέρθηκε εσφαλμένα η παρέχουσα στο αναγγελλόμενο Δημόσιο γενικό προνόμιο διάταξη του άρθρου 61 ΚΕΔΕ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι η ανακοπή αυτή ήταν αόριστη, επειδή στο δικόγραφό της δεν αναφερόταν ο ειδικός χαρακτήρας των απαιτήσεων του ανακόπτοντος και η γενεσιουργός τους αιτία, όπως θα έπρεπε, ώστε να κριθεί εάν απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 περ. α ΚΙΝΔ και για το λόγο αυτό την απέρριψε ως απαράδεκτη στο σύνολό της. Έτσι, που έκρινε, όμως, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ απαίτησε για το ορισμένο της στοιχεία περισσότερα από όσα απαιτεί ο νόμος. Για το λόγο αυτό πρέπει κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω εφέσεως να εξαφανιστεί [και] κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή του εκκαλούντος ως αόριστη στο σύνολό της και ακολούθως, αφού κρατηθεί η ανακοπή αυτή από το Δικαστήριο τούτο, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
VIΙΙ. Κατά το άρθρο 205 περ. α του ΚΙΝΔ «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι …». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής τέτοιοι φόροι, κατατασσόμενοι προνομιακώς στην πρώτη τάξη των ναυτικών προνομίων, είναι μόνον αυτοί που επιβάλλονται ειδικά επί του πλοίου ως πλωτού μεταφορικού μέσου από τη νομοθεσία για τη φορολογία των πλοίων, όχι δε και κάθε άλλη φορολογική απαίτηση του Δημοσίου που επιβάλλεται στον εκμεταλλευόμενο το πλοίο, πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, που ασκεί ναυτική επιχείρηση με σκοπό το κέρδος. Καλύπτονται δηλαδή από το προνόμιο εκείνοι οι φόροι που υποκείμενο μεν έχουν μόνον τον θαλάσσιο επιχειρηματία, ως αντικείμενο δε αποκλειστικά τα κέρδη του από την εκμετάλλευση του πλοίου. Συνεπώς, είναι συναφής με τη ναυσιπλοΐα ο φόρος των υπό ελληνική σημαία πλοίων που επιβάλλεται με το άρθρο 6 του Ν. 27/1975 επί τη βάσει της ηλικίας και της ολικής τους χωρητικότητας σε κόρους (gross), τα κατά τον Ν. 820/1978 επιβαλλόμενα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που αφορούν το πλοίο κλπ, ως και τα προξενικά τέλη, όχι, όμως και κάθε άλλος φόρος που είτε δεν επιβάλλεται στο εισόδημα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο φυσικού ή νομικού προσώπου είτε δεν αναφέρεται ειδικώς στη ναυσιπλοΐα αλλά, γενικός ων, επιβαρύνει τα ακαθάριστα έσοδα ή τα κέρδη οποιασδήποτε επιχείρησης στην Ελλάδα είτε δεν έχει ως υποκείμενο τον θαλάσσιο επιχειρηματία. Τούτο συνάγεται από την επιβαλλόμενη στενή ερμηνεία της παρέχουσας προνόμιο και κατά τούτο εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 205 περ. α ΚΙΝΔ, καθόσον μάλιστα με αυτήν αναγνωρίζεται προτίμηση του Δημοσίου σε βάρος κυρίως των ενυπόθηκων δανειστών της ναυτικής επιχείρησης (ΑΠ 511/2014, Αρμ. 2014/1347 = ΧρΙΔ 2014/620 = ΕΕμπΔ 2014/961 = ΕΝαυτΔ 2014/115 = ΕφΑΔ 2015/88, ΑΠ 79/2004, ΕΝαυτΔ 2004/138 = ΕΕμπΔ 2004/383 = ΧρΙΔ 2004/430, ΑΠ 70/1992, ΕΕΝ 1994/212 = ΕΝαυτΔ 1993/258, ΑΠ 322/1988, ΕΝαυτΔ 1990/23, ΕφΠειρ. 858/1982, ΠειρΝ. 1982/299, Α, Αντάπασης, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, 1976, σελ. 135 – 140, Ι. Κοροτζής, ο.π., αρ. 3.3, σελ. 111, Α. Αργυριάδης, Τα ναυτικά προνόμια, σε Τιμητικό Τόμο Γ. Ράμμου, 1979, σελ. 1 – 23 [13 – 14], Ν. Μιχαλόπουλος, Η προνομιακή κατοχύρωσις του Δημοσίου εν κατατάξει επί αναγκαστικής εκτελέσεως, σε Αρμ. 1973, σελ. 895 επομ. [916], Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος τέταρτος, ανατύπωση της δεύτερης έκδοσης, § 632ζ, σελ. 2029 επομ., Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος ΣΤ, 1997, άρθρο 1012, αρ. 20, σελ. 466) αλλά και από το άρθρο 2 § 1 του Ν. 27/1975, από το οποίο προκύπτει ότι ο δι’ αυτού επιβαλλόμενος φόρος εξαντλεί κάθε υποχρέωση του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή για φόρο εισοδήματος προερχομένου από την εκμετάλλευση του πλοίου. Το προνόμιο εκτός από την κύρια απαίτηση καταλαμβάνει και τις παρεπόμενες προς αυτήν απαιτήσεις, δηλαδή τους τόκους υπερημερίας και τις προσαυξήσεις λόγω της εκπρόθεσμης πληρωμής του (ΕφΠειρ. 87/2001, ΕΕμπΔ 2001/763, Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 83, 93, Ν. Νίκας, ο.π., § 57, αρ. 19, σελ. 589, Γ. Θεοδωρακόπουλος, Νομικά ζητήματα από την κατάταξη απαιτήσεων επί πλειστηριασμού πλοίου, σε ΕΝαυτΔ 1997, σελ. 1 – 13 [11], Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 44, ΙΙ. 1., σελ. 455, πρβλ ΑΠ 52/1995, Δνη 1997/1088 = ΕΕμπΔ 1995/467 = ΕΕΝ 1996/96 = ΕΝαυτΔ 1995/200 = ΝοΒ 1996/620, contra, με την επίκληση της ανάγκης στενής ερμηνείας της διατάξεως αλλά χωρίς αναφορά στην αρχή του παρεπομένου που διέπει τα ειδικά προνόμια προς τα οποία προσομοιάζουν τα ναυτικά προνόμια οι ΕφΠειρ. 501/2008, ο.π., ΕφΠειρ. 1824/1988, ΕΝαυτΔ 1989/38, καθώς και οι Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρα 205 – 209, σελ. 575, σημ. 21, Α. Χαρλαύτης, Τα ναυτικά προνόμια των §§ Α΄ και Β΄ του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, σε ΕΕμπΔ 1967/481 επομ. [484]).
Με βάση το περιεχόμενο της επίμαχης αναγγελίας του Ελληνικού Δημοσίου και του συνοδεύοντος αυτήν πίνακα χρεών, περί του οποίου έγινε ήδη λόγος ανωτέρω στις υπό το στοιχ. VII περικοπές της παρούσας, είναι προφανές ότι η εκ των αναγγελθεισών, συνολικού ύψους χιλίων εννιακοσίων σαράντα τριών ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (1.943,32 €) από τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, φορολογική απαίτησή του απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 27/1975, ενώ η έτερη, συνολικού ύψους είκοσι τριών χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (23.594,19 €), αποτελεί έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 3845/2010, με το οποίο ορίστηκε ότι «Επιβάλλεται έκτακτη, εφάπαξ εισφορά κοινωνικής ευθύνης, στο συνολικό καθαρό εισόδημα, οικονομικού έτους 2010, των νομικών προσώπων του άρθρου 2 παράγραφος 4 και 101 παράγραφος 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος», δηλαδή στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους συνεταιρισμούς που έχουν συσταθεί νόμιμα και στις ενώσεις τους, στις αλλοδαπές επιχειρήσεις που λειτουργούν με οποιονδήποτε τύπο εταιρίας, καθώς και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς που αποβλέπουν στην απόκτηση οικονομικών ωφελημάτων, στις ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, στις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες, στις ομόρρυθμες και στις ετερόρρυθμες εταιρίες, στις ασκούσες επιχείρηση ή επάγγελμα κοινωνίες αστικού δικαίου στις αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, στις συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες, καθώς και στις κοινοπραξίες της § 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η εισφορά αυτή αποτελεί συνταγματικά ανεκτή επιβάρυνση, που επιβάλλεται στα πλαίσια της άμεσης φορολογίας και επιδιώκει ειδικό σκοπό, χωρίς, όμως, καθορισμό του ειδικού προορισμού των εσόδων (Ν. Μπάρμπας, Γενικά χαρακτηριστικά των πρόσφατων έκτακτων εισφορών, σε ΔΦορΝ 2012/1463 επομ. [1464]), έχει δε κριθεί (ΟλΣτΕ 99/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ότι δεν αποτελεί φόρο που επιβαρύνει το εισόδημα. Επομένως, η αναγγελθείσα επίμαχη φορολογική απαίτηση του ανακόπτοντος δεν καλύπτεται από το προνόμιο της περ. α του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, δεδομένου ότι, πρώτον, αντιστοιχεί σε φόρο που δεν επιβλήθηκε ειδικά και αποκλειστικά στους εκμεταλλευόμενους πλοία αλλά σε όλους τους προς κερδοσκοπία δραστηριοποιούμενους υπό εταιρική μορφή στην Ελλάδα και, δεύτερον, δεν αποτελεί φόρο που επιβαρύνει το εισόδημα. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α ανωτέρω ανακοπής είναι εν μέρει μόνον νόμιμος, αφού ως προς το ποσό της οφειλόμενης από την καθ’ ης η εκτέλεση ληξιπρόθεσμης έκτακτης εισφοράς το ανακόπτον δεν έχει ναυτικό προνόμιο αλλά απλώς γενικό προνόμιο του άρθρου 975 ΚΠολΔ, για το οποίο θα καταταγεί μόνον εφόσον επαρκεί το πλειστηριάσμα που θα απομείνει μετά την εξόφληση των προηγούμενων από αυτό και με ισχυρότερο προνόμιο εξοπλισμένων απαιτήσεων του ΝΑΤ κατά το κεφάλαιο της εκ ναυτολογίων απαιτήσεώς του [Α τάξη] και της απαιτήσεως για τις αποδοχές εγκαταλειπομένων ναυτικών [Β τάξη], καθώς και των απαιτήσεων των ναυτικών από την παροχή ναυτικής εργασίας [Β τάξη], των οποίων τις απαιτήσεις πλήττει το ανακόπτον με επόμενο λόγο της ένδικης ανακοπής του.
ΙΧ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ……….. δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρία ναυτολογήθηκε ως πλοίαρχος και απασχολήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Δ/Ξ Θ. της πλοιοκτησίας της κατά το χρονικό διάστημα από 25.10.2011 έως 19.3.2014 με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα Πληρώματα μεσογειακών φορτηγών πλοίων και από την παροχή της εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 19.3.2014 δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένες αποδοχές του και ως αποζημίωση απολύσεως το συνολικό χρηματικό ποσό των ενενήντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (98.839,55 €). Ο ……… δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρία ναυτολογήθηκε ως πρώτος μηχανικός και απασχολήθηκε στο ίδιο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 14.1.2013 έως 19.3.2014 με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ως άνω ΣΣΝΕ και από την παροχή της εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 14.1.2013 έως 19.3.2014 δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένες αποδοχές του και ως αποζημίωση απολύσεως το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων εκατόν εβδομήντα ευρώ και ογδόντα λεπτών (40.170,80 €). Ο …………… δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρία ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο ίδιο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 25.10.2011 έως 12.12.2013 με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ως άνω ΣΣΝΕ και από την παροχή της εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 12.12.2013 δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εκατόν τριάντα δύο ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (18.132,45 €). Ο ………… δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρία στις 27.7.2012 ναυτολογήθηκε ως υποπλοίαρχος και απασχολήθηκε στο ίδιο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 27.7.2012 έως 31.1.2014 με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ως άνω ΣΣΝΕ και από την παροχή της εργασίας του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένες αποδοχές του και αποζημίωση απολύσεως το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων δεκαπέντε ευρώ και δεκαέξι λεπτών (28.415,16 €). Και, τέλος, ο ……….. δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρία στις 18.7.2012 ναυτολογήθηκε ως ναύτης και με την ειδικότητα αυτή απασχολήθηκε στο ίδιο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 18.7.2012 έως 5.12.2013 με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ως άνω ΣΣΝΕ και από την παροχή της εργασίας του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούται να λάβει ως δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ογδόντα οκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (24.188,34 €). Για τις απαιτήσεις των τριών [3] πρώτων από τους ανωτέρω ναυτικούς έχουν εκδοθεί οι με αριθμούς 3824/2014 και 3935/2014 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες κατ’ αποδοχή αγωγών τους επιδίκασαν σ’ αυτούς τα παραπάνω χρηματικά ποσά. Για τις απαιτήσεις του ……….. εκδόθηκαν οι με αριθμούς 3167/2014 και 68/2015 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η πρώτη και του Ειρηνοδικείου Πειραιώς η δεύτερη, οι οποίες κατ’ αποδοχή αγωγών του επιδίκασαν σ’ αυτόν το παραπάνω χρηματικό ποσό, ενώ για τις απαιτήσεις του ………. εκδόθηκε η με αριθμό 3883/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που αποδεχόμενη αγωγή του επιδίκασε σ’ αυτόν το προαναφερθέν χρηματικό ποσό. Όλες αυτές οι δικαστικές αποφάσεις έχουν τελεσιδικήσει, δεδομένου ότι η εκεί εναγόμενη ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρία, η οποία ερημοδίκησε, δεν άσκησε έφεση κατ’ αυτών (βλ. τα με αριθμούς ……… αντίστοιχα πιστοποιητικά περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων που εκδόθηκαν από τον αρμόδιο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς το τέταρτο και του Πρωτοδικείου Πειραιώς τα υπόλοιπα, χωρίς, βέβαια, το εξ αυτών παραγόμενο δεδικασμένο να δεσμεύει το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 711/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2014, ΕφΑΔ 2014/940, ΑΠ 1031/2013, ΕΠολΔ 2013/842). Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο το ανακόπτον αμφισβήτησε τη γένεση και την ύπαρξη των απαιτήσεων των παραπάνω ναυτικών, που κατετάγησαν στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης προνομιακά κατά τη δεύτερη τάξη των προνομίων και τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεων που είχαν αναγγείλει.
Χ. Από τη διάταξη του άρθρου 979 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι οι νομιμοποιούμενοι σε άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως πρέπει προσθέτως να διατηρούν έννομο συμφέρον και τέτοιο θεωρείται ότι υπάρχει στον ανακόπτοντα, όταν η παραδοχή του αιτήματος της ανακοπής του δεν εξαντλείται μόνο στην ακύρωση της κατάταξης του καθ’ ου αλλά συνδέεται συγχρόνως και με τη δυνατότητα κατάταξης του ανακόπτοντα. Έτσι, αν παρά την ακύρωση της κατάταξης και την εξαιτίας αυτής αποβολή του καθ’ ου κριθεί ότι ο ανακόπτων δεν δικαιούται να καταταγεί, η ανακοπή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της (ΑΠ 120/2005, Δνη 2005/1677, ΑΠ 1777/2001, Δνη 2002/1392, ΑΠ 1455/1998, Δνη 1999/602 = Δ 1999/356, ΑΠ 14/1995, Δνη 1996/109 = ΔΕΕ 1995/327, ΕφΠειρ. 198/2003, ΕΝαυτΔ 2003/145, Ι. Μπρίνιας, ο.π., άρθρο 979, § 432α, σελ. 1171, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [ – Γ. Νικολόπουλος], ο.π., άρθρο 979, αρ. 20, σελ. 1900, Δ. Μηχιώτης, ο.π., αρ. 26, σελ. 777, Λ. Πίψου, σε Κ. Καλαβρού, Ζητήματα δικών περί την εκτέλεση, 2004, σελ. 172).
Με βάση τα ανωτέρω και ενόψει του ότι, όπως πιο πάνω υπό στοιχ. VIII της παρούσας έγινε δεκτό, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ως προς την εξ έκτακτης εισφοράς απαίτησή του δεν διατηρεί παρά μόνον γενικό προνόμιο του άρθρου 975 ΚΠολΔ, το οποίο υποχωρεί ενώπιον των υπέρτερου ναυτικού προνομίου της δεύτερης τάξης του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, καθίσταται σαφές ότι στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της γενομένης στον πληττόμενο πίνακα επικουρικής κατάταξης του ΝΑΤ στο πλειστηρίασμα που θα απέμενε στην περίπτωση ματαιώσεως της τυχαίας κατάταξης των συμμέτρως με αυτό καταταγέντων ναυτικών, δεδομένου ότι μετά την κατά τα προαναφερθέντα άρση της αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη των απαιτήσεων αυτών των τελευταίων, το ασθενέστερο προνόμιο του ανακόπτοντος δεν του επιτρέπει οποιαδήποτε, ούτε οριστική, κατάταξη. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο υπό στοιχ. 2Γ λόγος της ένδικης ανακοπής.
ΧΙ. Εξάλλου, όπως γίνεται δεκτό, η ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ μπορεί να έχει ως περιεχόμενο την αμφισβήτηση των εξόδων εκτέλεσης που προαφαίρεσε από τον πλειστηριασμό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, γιατί ναι μεν αυτά δεν κατατάσσονται στο σχετικό πίνακα, πλην όμως η εκκαθαριστική πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται μόνο με την εν λόγω ανακοπή (ΑΠ 2057/2014, ΧρΙΔ 2015/369, ΑΠ 2210/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2004, ΝοΒ 2005/280 = Δνη 2005/429, ΑΠ 1578/1995, Δνη 1997//1087 = ΕΕΝ 1997/324, ΑΠ 627/1994, Δνη 1995/843). Επομένως, και στην περίπτωση αυτή η άρνηση της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ή του μεγέθους της, που αφορά προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής, στον καθ’ ου δε εναπόκειται να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά (ΑΠ 1722/1998, Δνη 1999/603, ΜονΕφΘεσ. 1607/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 932 ΚΠολΔ τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 975 ΚΠολΔ η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης, όπου γίνεται διάκριση μεταξύ «αφαίρεσης» των εξόδων και «κατάταξης» των προνομιακών απαιτήσεων, προκύπτει ότι υπέγγυο στους δανειστές είναι το μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης ποσό από το πλειστηριασμό, καθώς και ότι τα έξοδα εκτέλεσης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται, προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών και προσδιορίζονται με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα δικαιολογήσει τα σχετικά κονδύλια, ώστε να τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Σε αυτά εμπίπτουν όλες οι δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και αφορούν τόσο την εκτέλεση καθαυτή, όσο και την όλη διαδικασία της από την έναρξη μέχρι την περάτωσή της. Ειδικότερα, στα έξοδα αυτά περιλαμβάνονται οι αναγκαίες δαπάνες για την έναρξη, κίνηση και γενικά τη διαδικασία της εκτέλεσης, βάσει της οποίας επιτεύχθηκε το εκπλειστηρίασμα, το οποίο διανέμεται στους πιστωτές με αφετηρία τα έξοδα και δικαιώματα για την έκδοση απογράφου και τη σύνταξη αντιγράφου και επιταγής προς εκτέλεση (ΕφΘεσ. 668/2009, ΕφΑΔ 2009/999, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Αντίθετα, δεν θεωρούνται έξοδα εκτέλεσης τα περιττά ή αυτά που έγιναν από υπερβολική πρόνοια και εκείνα που δημιουργήθηκαν προς το αποκλειστικό συμφέρον του επισπεύδοντος ή των αναγγελθέντων δανειστών, όπως λ.χ. τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, για την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου, δηλαδή τα αναφερόμενα στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση, τα έξοδα αναγγελίας, τα οποία βαρύνουν τον αναγγελλόμενο δανειστή (άρθρο 972 § 1 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ), καθώς και τα έξοδα εκδόσεως περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (ΑΠ 1860/2013, ΕφΑΔ 2014/179, ΑΠ 1630/2008, ΕφΑΔ 2009/349, ΑΠ 1359/1998, Δνη 1999/308). Κατ’ ακολουθία, με την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων αναγγελθείς δανειστής μπορεί να προσβάλλει τον πίνακα κατατάξεως και όταν ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κατά την εκκαθάριση με τον πίνακα των ιδίων αυτού εξόδων, εσφαλμένα αφαιρεί ορισμένο ποσό πλειστηριάσματος προς κάλυψή τους, εφόσον τότε θίγονται, με την κατ’ αυτόν τον τρόπο γενόμενη μείωση του πλειστηριάσματος, τα έννομα συμφέροντα του ανακόπτοντος. Στην περίπτωση κατά την οποία ο ανακόπτων επικαλείται ότι εσφαλμένα προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα έξοδα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τα οποία δεν είναι νόμιμα και υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από τις οικείες υπουργικές αποφάσεις ποσά αμοιβής του, η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά του συντάξαντος τον πίνακα, ο οποίος και μόνον νομιμοποιείται παθητικά (ΑΠ 658/2014, ΧρΙΔ 2014/681, ΑΠ 300/2013, ΕφΑΔ 2013/659 = ΧρηΔικ 2013/549).
Εν προκειμένω, από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης του υπαλλήλου του πλειστηριασμού …………, Συμβολαιογράφου Πειραιώς και εβδόμου καθ’ ου της ένδικης ανακοπής προκύπτει ότι από το συνολικού ύψους εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων διακοσίων ευρώ (185.200 €) επιτευχθέν πλειστηρίασμα προαφαιρέθηκαν ως έξοδα εκτελέσεως έξι χιλιάδες διακόσια ενενήντα επτά ευρώ και είκοσι επτά λεπτά (6.297,27 €) και, συγκεκριμένα α] χρηματικό ποσό δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και πενήντα τριών ως δικαιώματα του δικαστικού επιμελητή …………, σύμφωνα με τον αναλυτικό πίνακα δαπανών που υπέβαλε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, β] χρηματικό ποσό εννιακοσίων ογδόντα ευρώ (980 €) ως έξοδα των επισπευσάντων την εκτέλεση και, συγκεκριμένα, για δικαστικά έξοδα, αντίγραφα εκτελεστού τίτλου και σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση και γ] χρηματικό ποσό δύο χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (2.892,74 €) για δικαιώματα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, αναλυόμενα ως εξής: γ1] χίλια διακόσια ένδεκα ευρώ και σαράντα λεπτά (1.211,40 €) για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης, γ2] οκτακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτά (838,20 €) για σύνταξη της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης και γ3] οκτακόσια σαράντα τρία ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (843,14 €) για σύνταξη πρόσκλησης δανειστών και έξοδα κοινοποιήσεώς της στους ενδιαφερομένους.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο επικαλείται εσφαλμένο υπολογισμό των εξόδων εκτελέσεως που αντιστοιχούσαν στα δικαιώματα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και προαφαιρέθηκαν. Εξαρχής να σημειωθεί εδώ ότι ο ΚΙΝΔ δεν επιφυλάσσει στα έξοδα της εκτελέσεως την ευνοϊκή μεταχείριση του ΚΠολΔ, καθόσον επί πλειστηριασμού πλοίου αυτά δεν προαφαιρούνται αλλά συγκατατάσσονται μεταξύ των ναυτικών προνομίων της πρώτης τάξεως μαζί με τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, τους συναφείς προς την ναυσιπλοΐα φόρους και τα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως του πλοίου (Α. Αντάπασης, Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, 1976, σ. 138 επομ., πρβλ. τις αντίθετες αναφορές στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4072/2012, που δεν αντιστοιχούν πάντως στο νομοθετικό κείμενο). Επειδή, όμως, εν προκειμένω ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, παρά ταύτα, προαφαίρεσε από το προς διανομή πλειστηρίασμα τα έξοδα εκτελέσεως, χωρίς η πλημμέλειά του αυτή να προσβάλλεται δια της υπό κρίση ανακοπής, δεσμεύεται το Δικαστήριο, σύμφωνα με την από το άρθρο 106 ΚΠολΔ απορρέουσα αρχή της διαθέσεως των διαδίκων και δεν δύναται να θεωρήσει τα επίδικα έξοδα ως συγκαταταχθέντα μεταξύ των ναυτικών προνομίων (ΤριμΕφΠειρ. 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013/231). Περαιτέρω, επί των ειδικότερων ισχυρισμών του ανακόπτοντος, που διαρθρώνονται σε τρία (3) σκέλη, όσα και τα προαφαιρεθέντα ως άνω συμβολαιογραφικά δικαιώματα, πρέπει να αναφερθούν αντιστοίχως τα ακόλουθα: Α] Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 της υπ’ αριθμ. 100692/8.7.2009 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 40 του Ν. 2830/2000 «Κώδικας Συμβολαιογράφων» και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, η πάγια αμοιβή του συμβολαιογράφου για τη σύνταξη πίνακα κατάταξης καθορίζεται σε δέκα κατ’ ελάχιστον έως εξήντα κατ’ ανώτατο όριο ευρώ (10 € – 60 €), στην οποία προστίθενται έξι ευρώ (6 €) για κάθε πρόσθετο φύλλο του πίνακα. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές το ανώτατο ποσό που δικαιούταν να εισπράξει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ανερχόταν σε (60 € για πάγια αμοιβή + [6 € Χ 15 πέραν του πρώτου φύλλα του πίνακα =] 90 € για πρόσθετη αμοιβή + 34,5 € για ΦΠΑ = 0,50 € για μεγαρόσημο =) εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ (185 €). Παρόλα αυτά, το παρ’ αυτού εισπραχθέν χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων ένδεκα ευρώ και σαράντα λεπτών (1.211,40 €) θεωρείται εύλογο και δίκαιο, αν ληφθεί υπόψη, αφενός, ο ιδιαίτερος πνευματικός μόχθος που καταβλήθηκε για τη σύνταξη του πίνακα, κατά την οποία αντιμετωπίστηκαν δυσχερή νομικά ζητήματα σχετικά με το διαχρονικό δίκαιο των ναυτικών προνομίων και την ex lege εκχώρηση των ναυτικών απαιτήσεων στο ΝΑΤ δυνάμει ειδικής νομοθεσίας, η επίλυση των οποίων συνιστά επιστημονική εργασία και, αφετέρου, το γεγονός ότι στην αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται ο ανάλογος φόρος εισοδήματος, που εισπράττεται από το ανακόπτον και τα δικαιώματα του Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων (ΤΑΣ), απορριπτομένου συνεπώς ως αβασίμου του κρινομένου λόγου ανακοπής κατά το πρώτο σκέλος του. Β] Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, που συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού και εκδίδεται προς το συμφέρον του υπερθεματιστή, εισέρχεται στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, αφού αποτελεί τον κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ μεταγραπτέο τίτλο, από τον οποίο ο υπερθεματιστής έλκει δικαιώματα. Υπό την έννοια αυτή τα δικαιώματα σύνταξης της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης αποτελούν μεν έξοδα της εκτελέσεως, εμπίπτουν, όμως, στην ρύθμιση του άρθρου 527 § 1 ΑΚ, το οποίο κατανέμει αυτά κατ’ ισομοιρία μεταξύ των μερών, δηλαδή μεταξύ του καθ’ ου η εκτέλεση και του υπερθεματιστή. Ωστόσο, εκ του ενδοτικού χαρακτήρα της ως άνω διατάξεως, δεν αποκλείεται αντίθετη συμφωνία, όπως συμβαίνει όταν υπάρχει αντίθετος όρος στο πρόγραμμα του πλειστηριασμού, τον οποίο αποδέχεται ο υπερθεματιστής με τη συμμετοχή του σ’ αυτόν (ΑΠ 520/1991, Δνη 1992/83, ΕφΠατρ. 1332/2006, ΑχΝομ. 2007/426, ΕφΔωδ. 162/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5075/1995, ΔΕΕ 1995/1080). Έτσι εν ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας, ο μεν υπερθεματιστής θα καταβάλει εξ ιδίων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το ήμισυ των άνω δικαιωμάτων του τελευταίου, το δε υπόλοιπο ήμισυ που βαρύνει τον καθ’ ου η εκτέλεση θα παρακρατήσει ο συμβολαιογράφος από το πλειστηρίασμα. Με βάση τα ανωτέρω ο προβαλλόμενος με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ανακοπής ισχυρισμός ότι ο υπάλληλος του συμβολαιογράφου δεν έπρεπε να παρακρατήσει κανένα ποσό ως αμοιβή του για τη σύνταξη της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, επειδή ελλείψει αποδείξεως εν προκειμένω αντίθετης συμφωνίας συννόμως προαφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα οκτακόσια τριάντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτά (838,20 €) για την αιτία αυτή, το οποίο αποτελεί, όπως δεν αμφισβητείται, το ήμισυ της συμβολαιογραφικής αμοιβής για τη σύνταξη της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Γ] Η διάταξη του άρθρου 979 § 1 ΚΠολΔ επιβάλλει τη γνωστοποίηση του πίνακα κατάταξης. Προς τούτο καλούνται με έγγραφα από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ο επισπεύδων, ο καθ’ ου η εκτέλεση και οι αναγγελθέντες δανειστές να λάβουν γνώση του συνταγέντος πίνακα μέσα σε τρεις ημέρες από τη σύνταξή του. Ο νόμος αρκείται σε απλή έγγραφη πρόσκληση προς τους ανωτέρω να λάβουν γνώση του πίνακα και δεν προσαπαιτεί έγγραφη ανακοίνωση του περιεχομένου του ούτε κοινοποίηση αντιγράφου του. Αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αντί να κοινοποιήσει προς τους ανωτέρω ενδιαφερομένους έγγραφη πρόσκληση για να λάβουν γνώση του πίνακα, εκδώσει, προκειμένου να τους χορηγήσει, αντίγραφα του πίνακα, δεν δικαιούται να εισπράξει δικαιώματα για την έκδοση των αντιγράφων αυτών, εφόσον κατά το νόμο δεν απαιτείται η έκδοσή τους, σε περίπτωση δε που από υπερβάλλουσα πρόνοια εκδοθούν τέτοια αντίγραφα, η σχετική δαπάνη δεν βαρύνει το πλειστηρίασμα, διότι δεν έγινε για το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών αλλά μόνον για το συμφέρον εκείνων που λαμβάνουν τα αντίγραφα, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτουν στην έννοια των εξόδων εκτελέσεως (ΑΠ 840/2008, ΝοΒ 2009/572, ΕφΠατρ. 51/2006, ΑχΝομ. 2007/254). Επομένως, δεκτού γενομένου ως βάσιμου κατ’ ουσία του ενδίκου λόγου ανακοπής κατά το συναφές τρίτο σκέλος του, από το συνολικό ποσό των οκτακοσίων σαράντα τριών ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (843,14 €), που ως δαπάνη πρόσκλησης δανειστών προαφαιρέθηκε από το πλειστηρίασμα, πρέπει να αφαιρεθεί ποσό τριακοσίων είκοσι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (320,39 €), που ο υπάλληλος του πλειστηριασμού από υπερβολική πρόνοια δαπάνησε, χωρίς να δικαιούται να το εισπράξει, δεδομένου ότι για το υπόλοιπο (των 522,75 €) το ανακόπτον δεν εγείρει αντιρρήσεις. Στο ποσό αυτό των εξόδων που αποδεσμεύεται θα καταταγεί μόνον το ανακόπτον, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, έστω και αν είχε μείζον προνόμιο κατατάξεως, αφού η διαδικασία της κατατάξεως είναι μεν ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη (ΤριμΕφΑθ. 783/2014, ΧρηΔικ 2015/458, όπου και περαιτέρω παραπομπές).
ΧΙΙ. Συνοψίζοντας, αφού, για λόγους αναγόμενους στην ενότητα του τίτλου της εκτελέσεως, εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, πρέπει δεκτών εν μέρει καθισταμένων κατ’ ουσίαν όλων των κατά του πληττομένου πίνακα κατατάξεως στραφεισών ανακοπών, να μεταρρυθμιστεί αυτός και να χωρήσει κατάταξη στο ελευθερούμενο μέρος του πλειστηριάσματος. Να σημειωθεί εδώ, πρώτον, ότι δεν θα θιγεί η εκ κεφαλαίου απαίτηση του ΝΑΤ επί των εκ ναυτολογίων εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, ως και η απαίτησή του για τις καταβληθείσες αποδοχές των εγκαταλειφθένων ναυτικών, δεύτερον, ότι στη διανομή του αποδεσμευόμενου μέρους του πλειστηριάσματος, που θα επακολουθήσει, δεν θα μετάσχει ο έκτος καθ’ ου της υπό στοιχ. Γ ανωτέρω ανακοπής, που δεν προσέβαλε τον πίνακα και δεν μπορεί να ωφεληθεί από τους λόγους που προτάθηκαν από άλλους ανακόπτοντες, του οποίου όμως δεν θίγεται η ήδη καταταγείσα απαίτηση και, τρίτον, ότι κατά το στάδιο αυτό δε συντρέχει λόγος επικουρικής κατατάξεως, δεδομένου ότι έχει πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία κατετάγησαν οι ναυτεργατικές απαιτήσεις των πιο πάνω ανακοπτόντων μετά την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες αυτές τους επιδικάστηκαν. Επομένως, αφού από το ποσό του πλειστηριάσματος αφαιρεθούν πέντε χιλιάδες εννιακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτά (5.976,88 €), ως έξοδα της εκτελέσεως κατά τον με τον πίνακα γενόμενο υπολογισμό, πλην τριακοσίων είκοσι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (320,39 €), πρέπει στο εναπομένον πλειστηρίασμα, που πλέον ανέρχεται σε εκατόν εβδομήντα εννέα χιλιάδες διακόσια είκοσι τρία ευρώ και δώδεκα λεπτά (179.223,12 €), να καταταγούν οριστικά και προνομιακά Α] στην πρώτη τάξη 1] το Ελληνικό Δημόσιο για συνολικό ποσόν δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (1.943,32 € + 320,39 € = 2.263,71 €) και 2] το ΝΑΤ για ποσόν πενήντα χιλιάδων εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε ευρώ (50.192,35 €) και Β] στην δεύτερη τάξη, συμμέτρως 1) ο …….. για ποσό σαράντα επτά χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και πενήντα δύο λεπτών [(120.133,88 € Χ 98.839,55 €/249.099,97€) = 47.667,52 €], 2) ο ……… για ποσό δεκαεννέα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών [(120.133,88 € Χ 40.170,80 €/249.099,97€) = 19.373,24 €], 3) ο …….. ποσό οκτώ χιλιάδων επτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών [(120.133,88 € Χ 18.132,45 €/249.099,97€) = 8.744,77 €], 4) ο ……… για ποσό δεκατριών χιλιάδων επτακοσίων τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών [(120.133,88 € Χ 28.415,16€/249.099,97€) = 13.703,83 €], 5) ο ……. για ποσό έξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (6.623,18 €), όπως είχε καταταγεί στον προσβληθέντα πίνακα και 6) το ΝΑΤ για ποσό τριάντα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα ενός λεπτών [(120.133,88 € Χ 63542 €/249.099,97€) = 30.644,51 €]. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, θα συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 16.11.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../18.11.2015 (Α έφεση), 23.3.2016 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./24.3.2016 (Β έφεση) και 3.12.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../3.12.2015 (Γ έφεση) εφέσεις, ερήμην του εφεσιβλήτου της Β έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3619/2015 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν τις από 30.5.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/4.6.2014 (Α ανακοπή), 30.5.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/4.6.2014 (Β ανακοπή) και 16.6.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./17.6.2014 (Γ ανακοπή) ανακοπές.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο
Δέχεται τις ανακοπές εν μέρει
Μεταρρυθμίζει τον υπ’ αριθμ. …./19.5.2014 πίνακα κατατάξεως δανειστών του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …. . και μετά την προαφαίρεση των εξόδων της εκτελέσεως, ύψους πέντε χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (5.976,88 €), από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα των εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδων διακοσίων ευρώ (185.200 €) κατατάσσει οριστικά και προνομιακά στο εναπομένον προς διανομή υπόλοιπό του των εκατόν εβδομήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δώδεκα λεπτών (179.223,12 €) Α] στην πρώτη τάξη 1] το Ελληνικό Δημόσιο για συνολικό ποσόν δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (2.263,71 €) και 2] το ΝΑΤ για ποσόν πενήντα χιλιάδων εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα πέντε ευρώ (50.192,35 €) και Β] στην δεύτερη τάξη, συμμέτρως, 1] τον ……….. για ποσό σαράντα επτά χιλιάδων εξακοσίων εξήντα επτά ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (47.667,52 €), 2] τον ………. για ποσό δεκαεννέα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (19.373,24 €), 3] τον …….. για ποσό οκτώ χιλιάδων επτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (8.744,77 €), 4) τον ……….. για ποσό δεκατριών χιλιάδων επτακοσίων τριών ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (13.703,83 €), 5) τον ……… για ποσό έξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (6.623,18 €) και 6) το ΝΑΤ για ποσό τριάντα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (30.644,51 €).
Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ