Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 641/2019

Αριθμός 641 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι) Από τη διάταξη του άρθρου 516 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για την άσκηση έφεσης απαιτείται έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται από το χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως και υπάρχει, όταν ο διάδικος ηττήθηκε εν όλω ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, διότι απορρίφθηκαν οι αιτήσεις και οι προτάσεις του ή αντιθέτως  έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και οι προτάσεις του αντιδίκου του. Έτσι, όταν η αγωγή απορρίφθηκε, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως παθητικά ανομιμοποίητη, ο εναγόμενος με αυτήν δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης (βλ. Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. Ε΄ παρ. 303, ΑΠ 503/1989 ΝοΒ 38.812, Εφ.Αθ 3729/2004). Εξάλλου, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αν ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει έννομο συμφέρον (Σαμουήλ ο.π παρ. 315 Εφ.Δωδ. 30/2006 δημ.νόμος).

ΙΙ) Κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου, έφεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ. Τέτοιο έννομο συμφέρον μπορεί να υπάρξει και όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από δυσμενείς γι’ αυτόν αιτιολογίες της εκκαλούμενης αποφάσεως, πράγμα που συμβαίνει, οσάκις από αυτές δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο για τον εκκαλούντα (ΑΠ 1811/2013), ιδίως όταν οι αιτιολογίες αυτές έχουν συνέπειες διατακτικού, γεγονός που συμβαίνει κατά κύριο λόγο, όταν η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε, οπότε δικαιούται αυτός να προσβάλει την απόφαση. Κατά συνέπεια, η βλάβη αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ενδίκου μέσου και συναρτάται από το σύνολο των συνεπειών της προσβαλλόμενης αποφάσεως (δεδικασμένο που διαμορφώθηκε ή τείνει να διαμορφωθεί, διαπλαστική ενέργεια, εκτελεστότητα) (ΑΠ 237/2018, Εφ.Θεσσαλ. 2175/2017, Εφ.Δωδ. 30/2006, Εφ.Αθ. 3729/2004, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 516 σελ. 913, 914 αρ. 27, Κυριάκος Οικονόμου Η ΕΦΕΣΗ Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, άρθ. 516 σελ. 90).

Η από 4/12/2017 (αρ.καταθ. ………./2017) έφεση κατά της με αριθμό 860/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση εφέσεως εντός τριάντα ημερών (αρ.κατ. ………./4.12.2017) από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως που περάτωσε τη δίκη [(βλ……/3.11.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθήνας ………..), (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 4/12/2017 πράξη κατάθεσης παραβόλου της αρμόδιας Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Στην από 10/1/2014 (αρ.καταθ. …../2014) αγωγή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι ιστορούσαν ότι, την 1/4/2004 η δεύτερη από αυτούς επέβαινε ως συνοδηγός με οδηγό την ………… (μη διάδικο) στο με αριθμό κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε επιβατηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του πρώτου ενάγοντα (ήδη πρώτου εφεσιβλήτου), το οποίο εκινείτο επί της Ε.Ο Κάστρου-Λειβαδιάς και ότι συνέβη τροχαίο ατύχημα, για το οποίο αποκλειστικά υπαίτιος ήταν ο οδηγός του αντίθετα κινούμενου οχήματος …………. Ότι το ως άνω τροχαίο ατύχημα, και κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή), είχε ως συνέπεια την καταστροφή ολοσχερώς του ως άνω Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του πρώτου ενάγοντα, αξίας κατά τον ως άνω χρόνο ποσού 15.000 ευρώ και το σοβαρό τραυματισμό της δεύτερης ενάγουσας, η οποία από την αιτία αυτή υπέστη την αναφερόμενη ζημία, που ανέρχεται συνολικά σε 68.838,58 ευρώ. Ότι τη δικαστική διεκδίκηση της αποζημίωσής τους από τον υπαίτιο οδηγό και την υπόχρεη ασφαλιστική εταιρεία ανέθεσαν, με προφορική εντολή, στον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα, με τον οποίο η δεύτερη ενάγουσα συνήψε και το από 29/9/2006 εργολαβικό δίκης με το εκτιθέμενο σε αυτή (αγωγή) περιεχόμενο και ότι κατά τα συμφωνηθέντα αυτοί (ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι) ήταν υπόχρεοι αρχικά μόνο στην καταβολή του δικαστικού ενσήμου. Ότι αυτός (εναγόμενος) υπέδειξε σε αυτούς (ενάγοντες) και εν συνεχεία, στα πλαίσια της ως άνω χορηγηθείσας εντολής, προέβη στην άσκηση δύο αγωγών με ενάγουσες χωριστά, α) την οδηγό (………) και τη β)τη συνοδηγό (σήμερα δεύτερη ενάγουσα), χωρίς να καταστήσει διάδικο τον πρώτο ενάγοντα – ιδιοκτήτη του ζημιωθέντος αυτοκινήτου – για τη διεκδίκηση της ζημίας, που υπέστη από την ολοσχερή καταστροφή του ως άνω οχήματός του ,η οποία (ζημία) ποσού 15.000 ευρώ αποτελούσε αίτημα στην αγωγή της οδηγού, ……….., και ότι, εξαιτίας της ως άνω ενέργειας του εναγομένου, οφειλομένης σε αποκλειστική υπαιτιότητά του, υπέπεσε σε παραγραφή η αξίωσή του προς αποκατάσταση της ως άνω ζημίας που υπέστη από το επισυμβάν τροχαίο ατύχημα. Ότι η δικαστική διεξαγωγή των υποθέσεών τους για την ικανοποίηση των ως άνω αξιώσεών τους από τον εναγόμενο, στα πλαίσια της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής και πληρεξουσιότητας, με την εκτιθέμενη λεπτομερώς αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά, οφειλομένη σε δόλια άλλως βαριά αμελή συμπεριφορά, είχε ως άμεση συνέπεια ότι οι ενάγοντες απώλεσαν οριστικά την ικανοποίηση των παρακάτω αξιώσεών τους κατά του αποκλειστικά υπαίτιου οδηγού του ζημιώσαντος οχήματος και της υπόχρεης ασφαλιστικής εταιρείας, και συγκεκριμένα: 1) ο πρώτος ενάγων το ποσό των 15.500 ευρώ, από την απώλεια της αξιώσεώς του για αποκατάσταση της ζημίας και της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της ολοσχερούς καταστροφής του ως άνω οχήματός του, 2)η δεύτερη ενάγουσα: α) το ποσό των 4.900 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσό του δικαστικού ενσήμου που κατέβαλε στον εναγόμενο, ο οποίος παρανόμως το παρακράτησε, β)το ποσό των 63.938,58 ευρώ συνολικά, που αντιστοιχεί στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το σοβαρό τραυματισμό, και συνολικά  το ποσό των 68.838,58 ευρώ. Ότι αυτοί (ενάγοντες) έλαβαν γνώση της ως άνω ζημιογόνου συμπεριφοράς του εναγομένου το Σεπτέμβριο του έτους 2013. Με βάση τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν: Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Α) 1) να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 15.500 ευρώ, για την περιουσιακή ζημία και την εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από την ολοσχερή καταστροφή του οχήματός του στο ως άνω τροχαίο ατύχημα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, 2) να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 68.838,58 ευρώ, για την περιουσιακή ζημία και εύλογη χρηματική  ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη από τον προαναφερόμενο τραυματισμό της και την παράνομη και υπαίτια παρακράτηση του ποσού του δικαστικού ενσήμου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, Β) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να καταβάλει, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, 1) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1000) ευρώ και 2) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, νομιμοτόκως τα ως άνω ποσά από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη καθόλα τα αιτήματά της, α) απέρριψε αυτή ως προς τον πρώτο ενάγοντα, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποιήσεως κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, β) δέχτηκε αυτή κατά ένα μέρος και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 6.900 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται, με την υπό κρίση έφεσή του ο εναγόμενος για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή.

Ο εκκαλών, όμως, δεν θεωρείται ως ηττηθείς, με την ανωτέρω έννοια, αλλά αντιθέτως, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, τυγχάνει νικήσας, αφού η αγωγή απορρίφθηκε για ουσιαστικούς λόγους για τον πρώτο εφεσίβλητο και μόνο με τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος μπορεί να προσβάλει την εκκαλουμένη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – ενάγοντα. Τέτοιο, όμως, συγκεκριμένο έννομο συμφέρον, με την έννοια που έχει εν προκειμένω, δεν επικαλείται ούτε απέδειξε ότι έχει ο εκκαλών. Συνεπώς, η έφεσή του τυγχάνει απαράδεκτη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, ως ασκηθείσα χωρίς τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος σαν τέτοια δε πρέπει να απορριφθεί, αυτεπαγγέλτως, καταδικαζομένου του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

ΙΙ) Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 73 του ΕισΝΚΠολΔ, που καθιερώνουν το θεσμό της προσωπικής αστικής ευθύνης των αναφερομένων στην πρώτη από αυτές προσώπων,  μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι, ορίζουν αντιστοίχως ότι: «1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή, υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, Πολυμελές Πρωτοδικείο …4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις. 5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας,  όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων». Εξάλλου, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος γενική αρχή της ισότητας απαγορεύει στο νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων ή σχέσεων, ή καταστάσεων, ή κατηγοριών προσώπων, να προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση, εκτός αν αυτή ανταποκρίνεται σε λόγους γενικότερου (κοινωνικού ή δημοσίου) συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται δικαστικώς (ΑΠ 1744/2008). Παράλληλα, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς για την άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητείται η δικαστική προστασία. Τέλος  περιορισμός είναι και η υποχρέωση για την άσκηση  της πιο πάνω αγωγής κακοδικίας, κατά δικηγόρου, μέσα σε σύντομη αποσβεστική προθεσμία και δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των δικηγόρων,  ως άμισθων δημόσιων λειτουργών (άρθρο 1 και 38 του Ν.Δ 3026/1954), προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Έτσι, οι περιορισμοί στην άσκηση της αγωγής και οι συνέπειες, που επισύρει η παράβασή τους, πρέπει να αποβλέπουν στο να καταστήσουν προσεκτικό τον ενάγοντα και να περιφρουρήσουν το γενικότερο συμφέρον, που επιβάλλει ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών, αλλά να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο, που να καταλύουν το δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας, το οποίο καθιερώνει  η πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Καθίσταται, όμως, υπέρμετρος περιορισμός η πιο πάνω εξάμηνη προθεσμία, για την άσκηση της αγωγής κακοδικίας, στο σημείο, που τοποθετεί την έναρξή της στο χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς του δικηγόρου και όχι στο χρόνο γνώσεως από τον εντολέα, με αποτέλεσμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος, πολύ πριν λάβει γνώση ο εντολέας που ζημιώθηκε. Ο περιορισμός αυτός, καθόσον συναρτάται με το χρόνο της ζημιογόνου συμπεριφοράς, δεν είναι αναγκαίος ούτε πρόσφορος για την απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, τις κρατούσες αντιλήψεις και την ιδιαίτερη φύση του προστατευόμενου ουσιαστικού δικαιώματος (Ολ ΑΠ 20/2000). Η  αγωγή κακοδικίας, κατά το άρθρο 73 του ΕισΝΚΠολΔ που προαναφέρθηκε, αποτελεί το μοναδικό βοήθημα, με το οποίο μπορεί να ζητηθεί η αστική ευθύνη του δικηγόρου. Αντίθετα, δεν είναι δυνατή ούτε η αξίωση αποζημιώσεως με βάση τις διατάξεις της συμβατικής (ΑΠ 713) ή της αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΚ 914), ούτε η επίκληση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», από πράξεις ή παραλείψεις προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες (ΑΠ 1057/2009). Ειδικότερα, στο άρθρο 1 του Ν. 2251/1994 εξαγγέλλεται η μέριμνα της Πολιτείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και για την οργάνωση και λειτουργία του καταναλωτικού κινήματος. Στην παράγραφο 4β΄, ορίζεται ότι προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας ,προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον κατά την έννοια της παρ. 4α του ίδιου άρθρου «καταναλωτή». Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 εδάφ.β «ως παρέχων υπηρεσίες, θεωρείται, όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσίες στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ιδίου νόμου «καταργείται κάθε άλλη διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονταν από αυτόν».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 8 παρ. 1, 3 και 4, 10, 11 και 14 παρ. 3 του Ν. 2251/1994 προκύπτει ότι τα άρθρα 1 παρ. 4 περ.β΄ και 8 παρ. 2 εδάφ.β΄ του Ν.2251/1994 καθορίζουν με ευρύτητα την έννοια του παρέχοντος υπηρεσίες, αφού σ’ αυτήν εμπίπτει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες κατά τρόπο ανεξάρτητο, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. Η ρύθμιση, όμως, της συλλογικής προστασίας των καταναλωτών περιορίζει την ίδια έννοια. Εξ άλλου, η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ανάγεται στην οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης και στην εμπέδωση της έννομης τάξης με παράλληλη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου.

Για το λόγο αυτό, η μεν είσοδος στο δικηγορικό σώμα ακολουθεί το πρότυπο της εισόδου σε δημόσια υπηρεσία (διαγωνισμός, ορκωμοσία, προαγωγή), η δε άσκηση της δικηγορίας διέπεται από ειδικούς κανόνες (ασυμβίβαστα, πειθαρχική ευθύνη, εκπτώσεις, αμοιβές). Το σύστημα συλλογικής προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει ο Νόμος 2251/1994, είτε με τη μορφή του φιλικού διακανονισμού των διαφορών από τις επιτροπές που συγκροτεί ο Νομάρχης, είτε με την επιβολή  διοικητικών κυρώσεων από τον Υπουργό Εμπορίου, είναι ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του δικηγόρου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών, εκτιμώμενη τόσο από την πλευρά των σκοπών που επιδιώκει ο νόμος περί προστασίας των καταναλωτών, όσο και από την άποψη της ειδικής φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος, δεν εμπίπτει στο πεδίο  εφαρμογής του νόμου 2251/1994, από τον οποίο καταργήθηκε η ειδική για τους δικηγόρους ρύθμιση της ευθύνης τους κατά το άρθρο 73 του ΕισΝΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 18/1999).

Συνακόλουθα τούτων, η θέσπιση της ως άνω εξάμηνης προθεσμίας με την παράργαφο 5 του άρθρ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, α) υπό την προϋπόθεση ότι η έναρξη της προθεσμίας αυτής τοποθετείται στο χρόνο γνώσεως από τον εντολέα της πράξης ή της παραλείψεως, δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, που καθιερώνει το δικαίωμα της ελεύθερης προσβάσεως σε δικαστήριο, β) δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένων των κατά τα άνω ιδιαίτερων λόγων κοινωνικού ενδιαφέροντος, από τους οποίους επιβλήθηκε και γ) ενόψει του κατά τα άνω σκοπού της θεσπίσεως της εν λόγω προθεσμίας, υπόκειται σε αυτήν η αποζημιωτική αγωγή, λόγω των πράξεων ή παραλείψεων του δικηγόρου,  που κατ’ άρθρο 73 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ συνιστούν την κακοδικία (Α 1744/2008, ΑΠ 1911/2013). Κατά την έννοια του άρθρ. 559 παρ. 1 ΚΠολΔ παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟΛ ΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013, ΑΠ 1555/2017, ΑΠ 1921/2017, ΑΠ 194/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ) Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά το χρόνο επικλήσεως του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 633/2015, 1617/2009). Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μια από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση, από την οποία πηγάζει, είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με τη μορφή ενστάσεως, με την οποία και μόνο ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ). Όταν ο εναγόμενος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση «εξοφλήσεως» δια του συμψηφισμού, η οποία υπάγεται στη ρύθμιση των κοινών ενστάσεων κατά το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 450/2013, ΑΠ 132/2017, Εφ.Λαρ. 231/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ).

  1. V) Από τις διατάξεις των άρθρων 269, 527 αριθ. 3 και 529 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η προβολή για πρώτη φορά πραγματικών περιστατικών που αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι η ένσταση του συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται άμεσα (ΑΠ 1281/2014). Η προβολή της ένστασης αυτής μπορεί να γίνει από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με τη μορφή κύριού ή πρόσθετου λόγου έφεσης (ΑΠ 1765/2002). Κατά την έννοια δε των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, ομοειδείς κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης από το χρονικό αυτό σημείο έχει δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτησή του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτή, οποτεδήποτε γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, αποσβένυνται αναδρομικά, δηλαδή από το χρόνο που συνυπήρξαν (ΑΠ 1219/1997). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 παρ. 1 και 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να εκτίθενται σαφή περιστατικά παραγωγικά της προτεινόμενης σε συμψηφισμό ανταπαίτησης (ΑΠ 636/2015, ΑΠ 1281/2014, Εφ.Λαρ. 231/2011, Εφ.Θεσσαλ. 1275/2008, Εφ.Αθ. 4725/2001 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Β) Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 441 ΑΚ, ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλον, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 εδ.α΄ του ίδιου Κώδικα, είναι ανίσχυρη, αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία, εκτός αν υποβάλλεται ενώπιον δικαστηρίου και γίνεται για την περίπτωση που η αγωγή δεν θα απορριφθεί για άλλο λόγο, όπως ορίζεται στο  β΄ εδάφιο του ιδίου άρθρου 444.

Εξάλλου, η ένσταση του συμψηφισμού, όπως και κάθε ένσταση, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ),  άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να συναχθεί πρόθεση προβολής της ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αιτήματος. Τέλος, και η μονομερής δήλωση εξώδικου συμψηφισμού πρέπει να είναι συγκεκριμένη, περιέχουσα το προτεινόμενο προς συμψηφισμό ποσό της ανταπαίτησης έναντι της απαίτησης εκείνου, προς τον οποίο απευθύνεται (η δήλωση), χωρίς να είναι αναγκαία η χρήση οπωσδήποτε της λέξης «συμψηφίζω» ή «συμψηφισμός», αλλά αρκεί να προκύπτει ευθέως και σαφώς τέτοια βούληση του προτείνοντος (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ερμ ΑΚ αρ. 41, αρ. 27, ΕφΠειρ 878/2004 ΠειρΝομ 2004.500).

Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, ο συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και κατά την εκτέλεση, εφόσον η ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα. Ως παραχρήμα δε απόδειξη νοείται εκείνη που γίνεται με έγκυρα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα (αρχή έγγραφης απόδειξης δεν αρκεί) ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου του προτείνοντος, δηλαδή άμεσα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1993, ΕλλΔνη 1994.1242, ΑΠ 604/1992 ΕλλΔνη 1994.82,84).

Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 269 παρ. 2 περ δ΄ και 527 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ εξαίρεση, προτείνονται παραδεκτώς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν  σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι και η ένσταση συμψηφισμού (άρθρα 440 επ. ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι αυτή αποδεικνύεται παραχρήμα, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε (ΑΠ 1765/2002 ΕλλΔνη 45.172, ΑΠ 844/1999 ΕλλΔνη 41.440, ΕφΠειρ 878/2004, ΠειρΝ 2004.400, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση αρ. 513, 516, 520, 539, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ. ΚΠολΔ υπ’ άρθρα 268, κεφάλαιο Δ΄ αρ. 13, 14, 15 και υπ’ άρθρο 527 κεφάλαιο Γ΄αρ. 15) και το Δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων (Εφ.Θεσσαλ. 1275/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου ήδη εκκαλούντος, ………., την χωρίς όρκο κατάθεση του ………. (πρώην εναγομένου στην υπό κρίση αγωγή), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου και από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και λαμβανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα …………. και ήδη εφεσίβλητη υπήρξε θύμα οδικού τροχαίου ατυχήματος που συνέβη την 1/6/2004 επί της Εθνικής Οδού Λειβαδιάς – Κάστρου με κατεύθυνση από Κάστρο προς Λειβαδιά από αποκλειστική υπαιτιότητα του ………., ο οποίος οδηγούσε το με αρ.κυκλοφορίας ……….. Ι.Χ.Φ (αγροτικό) όχημα, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρεία «………..», στη θέση της οποίας υπεισήλθε το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ. Ειδικότερα ο ανωτέρω οδηγός του αγροτικού αυτοκινήτου κινούνταν επί της επαρχιακής οδού Ορχομενού προτιθέμενος να κατευθυνθεί προς Κάστρο και αφού παραβίασε τη ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-7 εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα πορείας, που οδηγεί προς Λειβαδιά, και  επέπεσε με σφοδρότητα με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματός του επί του εμπρόσθιου και δεξιού μέρους του κανονικά κινούμενου οχήματος με αριθμό κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε ιδιοκτησίας του …….., που οδηγούσε η ………. με συνεπιβαίνουσα την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, η οποία υπέστη «εκρηκτικό συντριπτικό συμπιεστικό κάταγμα του πρώτου οσφυϊκού σπονδύλου (ΟΙ)». Η ενάγουσα, . … και ήδη εφεσίβλητη, ανέθεσε, στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ……… Δικηγόρο εγγεγραμμένο στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου …., με το από 29/9/2006 Συμφωνητικό και Εργολαβικό Δίκης, τη δικαστική διεκδίκηση της αποζημίωσής της από τον υπαίτιο οδηγό του ζημιογόνου οχήματος και την υπόχρεη ως άνω ασφαλιστική εταιρεία, έναντι αμοιβής «….συμφωνηθείσης εις ποσοστόν……20% επί παντός ποσού όπερ ήθελε επιδικασθεί εις αυτόν ως πληρωτέον πλέον της απαιτηθησομένης δαπάνης δια δικαστικόν ένσημον, ανερχόμενου εις ποσοστόν 1% επί του επιδικασθησομένου ποσού, ήτις και είναι προκαταβλητέα υπό της εντολέως οπωσδήποτε και εάν ήθελε λυθή η διαφορά αύτη…..είτε δικαστικώς, είτε εξωδίκως, είτε δια συμβιβασμού…………….Το κατά το άνω ποσοστόν αμοιβής ………, εκχωρεί από τούδε και μεταβιβάζει στον εντολοδόχο Δικηγόρο και δικαιούμενο ως εκ της γενομένης δια του παρόντος εκχωρήσεως να εισπράξει απ’ ευθείας παρ’ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και πάσης αρχής δι’ απλής κοινοποιήσεως του παρόντος μετ’ αναγγελίας της γενομένης εκχωρήσεως……..». Ο εναγόμενος, στα πλαίσια της δοθείσας εντολής του, άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά την από 27/4/2005 (αρ.καταθ. ……/2005) αγωγή, την οποία απηύθυνε κατά των ως άνω υπαιτίου οδηγού και υπόχρεης ασφαλιστικής εταιρείας. Με την αγωγή αυτή η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό των 1.048.810  (48.810 περιουσιακή ζημία + 999.950 χρηματική ικανοποίηση) ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η αγωγή συζητήθηκε στις 29/9/2006, πλην όμως απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 5263/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω μη προσκομιδής του απαιτούμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, μολονότι ο εναγόμενος – πληρεξούσιος δικηγόρος προσκλήθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ, να συμπληρώσει την παράλειψη αυτή. Ακολούθως, ο εναγόμενος άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 2/5/2008 (αρ.καταθ. …../2008) έφεση κατά της υπ’ αρ. 5263/2006 ως άνω οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, και ζήτησε την εξαφάνισή της, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 του ν.ΓΠΟΗ/1912 άλλως λόγω προσφοράς του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου. Δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω εφέσεως ορίστηκε η 11/12/2008. Η ενάγουσα στις 10/12/2008 κατέβαλε, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε ο τελευταίος  στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….» το ποσό των 4.900 ευρώ. Επίσης, ενόψει της συζητήσεως της ως άνω εφέσεως, και προς απόδειξη των αγωγικών κονδυλίων που αφορούσαν την περιουσιακή ζημία, που υπέστη η ενάγουσα συνεπεία του σοβαρού τραυματικού της, λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Λειβαδιάς ……. …, στις 10/12/2008, η υπ’ αρ. …………/2008 ένορκη βεβαίωση του ………, κατόπιν κλητεύσεως της υπόχρεης – δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας. Συζητήσεως γενομένης στις 11/10/2008 της ως άνω εφέσεως, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 55/2009 απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 ΝΓΠΟΗ/1912.

Κατόπιν τούτου, αφού κρίθηκε απαράδεκτος ο περιορισμός στο Δικαστήριο τούτο του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό κατά τις διατάξεις των άρθρων 223, 295 παρ. 1 εδ.β΄, 526 ΚΠολΔ, έγινε δεκτή η έφεση εν μέρει, εξαφανίσθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, μόνο καθό μέρος αφορούσε το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κράτησε την υπόθεση (άρθρ. 535 ΚΠολΔ), προκειμένου να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη βασιμότητά της (νομική και ουσιαστική). Η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, και κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας, στην οποία το Δικαστήριο προχώρησε χωρίς να λάβει υπόψη του την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, επειδή είχε κλητευθεί μόνο η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία όχι όμως και ο πρώτος των εφεσιβλήτων (υπαίτιος οδηγός) ….…., επιδικάστηκε σε αυτή (ενάγουσα) το ποσό των 320 ευρώ που αφορούσε ενοίκιο ορθοπεδικού κρεβατιού για το χρονικό διάστημα από 1/6/2004 έως 1/10/2004 και απέρριψε ως αναπόδεικτα όλα τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια. Περαιτέρω, με την ιδία ως άνω απόφαση, διατάχθηκε, ως προς το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποιήσεως η επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, για να προσδιορισθεί το ύψος αυτής (χρηματικής ικανοποιήσεως), αφού ληφθούν υπόψη η έκταση των σωματικών κακώσεων αυτής (ενάγουσας) και οι συνέπειες που οφείλονται στο επίμαχο τροχαίο ατύχημα. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη διενεργήθηκε, και κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου η σχετική έκθεση και με την από 22/9/2012 κλήση της ενάγουσας, επανήλθε προς εκδίκαση η προκείμενη υπόθεση για τη δικάσιμο της 21/2/2013 και πράγματι συζητήθηκε κατ΄ αυτή (δικάσιμο). Εκδόθηκε δε, ακολούθως, η υπ’ αρ. 521/20.6.2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εναγομένων (υπαιτίου οδηγού και υπόχρεης ασφαλιστικής εταιρείας, στη θέση της οποίας έχει υπεισέλθει το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ), να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από το σοβαρό τραυματισμό της και το ποσό των 320 ευρώ που κρίθηκε οριστικά με την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου και συνολικά το ποσό των 30.320 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφλησή του. Το σχέδιο της ως άνω υπ’ αριθ. 521/2013 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 20/6/2013. Τη δημοσίευση της απόφασης και το επιδικασθέν υπέρ αυτής χρηματικό ποσό γνωστοποίησε ο εναγόμενος στην ενάγουσα  με τηλεφωνική επικοινωνία, ενώ αρχές Ιουλίου 2013 γνωστοποίησε σε αυτή εγγράφως το επιδικασθέν τελεσιδίκως χρηματικό ποσό, αιτιολογώντας την κατά την κρίση του, αιτία του ύψους της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως και της απόρριψης των λοιπών αγωγικών κονδυλίων και περαιτέρω της γνωστοποιούσε τη βούλησή του, κατόπιν συννενοήσεως και συμφωνίας της, να μεριμνήσει, κατά το χρονικό διάστημα της αναμονής για την καθαρογραφή της αποφάσεως, για τις διαδικασίες και τον τρόπο ταχύτερης εξόφλησης της επιδικασθείσας αποζημιώσεως από το «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων». Η καθαρογραφή του σχεδίου της αποφάσεως έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του έτους 2013 και 23/9/2013 η ενάγουσα έλαβε αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτής (αποφάσεως) και γνώρισε και το περιεχόμενό της και αφού έλαβε και τα εντός του φακέλου της δικογραφίας σχετικά έγγραφα, προσέφυγε σε άλλο δικηγόρο, με τη συνδρομή του οποίου πληροφορήθηκε τις παραλείψεις του εναγομένου από τη συνολική δικαστική διεκδίκηση και απώλεια των αξιώσεων και δικαιωμάτων της. Από τη συνολική συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι η ενάγουσα έλαβε γνώση των παραλείψεων του εναγομένου από 23/9/2013 και επομένως η υπό κρίση αγωγή, που επιδόθηκε στις 20/1/2014 (βλ.την με αρ. …../20.1.2014, έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου της Αθήνας ………..) ασκήθηκε εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ. Συνεπώς, ο αντίστοιχος ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος υποβλήθηκε νόμιμα και παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με τις έγγραφες προτάσεις του και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης ελέγχεται ως αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, ο εναγόμενος δεν αρνείται την είσπραξη, του ποσού των 4.900 ευρώ στις 10/12/2008, όπως και του ποσού συνολικά των 980 ευρώ (βλ. τις υπ’ αριθ. …../2.10.2012 και …../15.10.2012 αποδείξεις εισπράξεως της ….. Τράπεζας) ισχυρίζεται, όμως, ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά καταβλήθηκαν από την ενάγουσα ως αμοιβές για ποινικές διαδικασίες, τις οποίες όφειλε αυτή (ενάγουσα) στους συνεργάτες επιλογής του και έγκρισής της, για υπηρεσίες, που δεν καλύπτονταν από το εργολαβικό της δίκης. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού, ο εναγόμενος δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο,  από το οποίο να προκύπτει ότι η καταβολή του ποσού των 4.900 ευρώ και 980 ευρώ από την ενάγουσα αφορούσε αμοιβή του ιδίου και συγκεκριμένων συνηγόρων – συνεργατών αυτού (εναγομένου), για παραστάσεις τους σε προσδιορισμένα και καθορισμένα χρονικά ποινικά δικαστήρια στην πόλη της Λειβαδιάς, που δεν καλύπτονταν από το ως άνω Συμφωνητικό – Εργολαβικό Δίκης. Επί πλέον η επικαλούμενη ποινική διαδικασία είχε ήδη ολοκληρωθεί από το έτος 2006 με την έκδοση της υπ’ αριθ. 689/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λειβαδιάς, που καταδίκασε τον υπαίτιο οδηγό σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών για σωματικές βλάβες από αμέλεια κατά συρροή, ο οποίος (υπαίτιος οδηγός) από την προανακριτική του κατάθεση ήδη είχε δηλώσει ότι είναι αποκλειστικά υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος. Το ποσό των 4.900 ευρώ κατεβλήθη από την ενάγουσα στις 10/12/2008 ενόψει της συζητήσεως την 11/10/2008 της από 2/5/2008 εφέσεώς της, ως αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου για το αγωγικό αίτημα, το οποίο περιορίστηκε σε εν μέρει καταψηφιστικό 500.000 ευρώ και εν μέρει αναγνωριστικό, πλην όμως απαραδέκτως, αφού περιορίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (εφετείου). Το δε καταβληθέν συνολικά ποσό των 980 ευρώ από την ενάγουσα στις 2/10/2012 και 15/10/2012, δεν αποδεικνύεται ότι αφορά έξοδα διενεργηθέντα ενόψει της δικαστικής διεκδικήσεως της αποζημιώσεως, ενώ τούτα (δικαστικά έξοδα) εξάλλου βάρυναν, κατά το προεκτιθέμενο συμφωνητικό – εργολαβικό δίκης, τον εναγόμενο.

Από τη συνολική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι, η ενάγουσα: α) κατέβαλε στον εναγόμενο, κατόπιν αιτήσεως και οδηγιών του, στις 10/12/2008, και ενόψει της συζητήσεως της εφέσεώς της, την 11/12/2008, στο Δικαστήριο τούτο, το ποσό των 4.900 ευρώ, για να χρησιμοποιηθεί για την αγορά δικαστικού ενσήμου ως αναλογούν ποσό στο αίτημα της αγωγής. Ο τελευταίος, αφού το εισέπραξε, γεγονός που δεν το αμφισβητεί, εξάλλου, δεν το προσκόμισε στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της εφέσεως, το ενσωμάτωσε στην περιουσία του και δεν το απέδωσε στην ενάγουσα, ιδιοποιούμενος τούτο, β) κατέβαλε στον εναγόμενο, κατά τους προαναφερόμενους χρόνους, το ποσό των 980 ευρώ συνολικά, ως δικαστικά έξοδα τα οποία, αποδεικνύεται ότι δεν θεμελιώνονται σε νόμιμη και υπαρκτή αξίωσή του από τη διεξαγωγή της υποθέσεώς της κατά το χρόνο καταβολής τους, σε συνδυασμό με τα συμφωνηθέντα με το προαναφερόμενο εργολαβικό δίκης. Συνεπώς, ο αντίστοιχος ισχυρισμός του εναγομένου, ο οποίος υποβλήθηκε με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του και επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, ελέγχεται ως αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από το ως άνω προκύπτει ότι ο εναγόμενος επέδειξε συμπεριφορά αντισυμβατική και παράνομη κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, καθώς ενεργώντας με δόλο εισέπραξε ως αμοιβή ποσά, που δεν δικαιούνταν να λάβει κατά τον επίδικο χρόνο, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 4.900 ευρώ, το οποίο είχε εισπράξει από την ενάγουσα – εντολέα του ως αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, την οποία και ζημίωσε κατά το αντίστοιχο ποσό, ενώ επέδειξε, κατά τη διεξαγωγή της υποθέσεως στα πλαίσια της εντολής, που του είχε δοθεί από την ενάγουσα, καταφανώς αδιάφορη συμπεριφορά στην άσκηση των καθηκόντων που είχε αναλάβει.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την προαναφερόμενη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγομένου, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, του βαθμού υπαιτιότητας αυτού (εναγομένου), της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, και των εν γένει περιστάσεων που αναφέρονται  παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την στεναχώρια και τη θλίψη που δοκίμασε από τη συμπεριφορά του εναγομένου, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ποσού δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, ύστερα από τη συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω περιστάσεων και περιστατικών. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο επιδίκασε στην ενάγουσα για την αιτία αυτή ποσό δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και σε αξιώσεις που στηρίζονται σε κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι και οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 92 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η άσκηση του δικαιώματος θεωρείται ως καταχρηστική όταν η προφανής υπέρβαση των ανωτέρω ορίων προκύπτει από προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005, Εφ.Λαρ. 180/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος αποκρούοντας την ένδικη αγωγή, προτείνει την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος από την ενάγουσα, επικαλούμενος ότι αυτή (ενάγουσα) ασκεί το δικαίωμά της καταχρηστικά, με προφανή σκοπό να δικαιολογήσει την κακόπιστη άρνησή της να του καταβάλει τη νόμιμη αμοιβή του, όπως είχε συμφωνηθεί με το εργολαβικό δίκης, και για το λόγο αυτό προβαίνει σε διαδικαστικές ενέργειες ενώπιον του Επικουρικού Κεφαλαίου για να λάβει την αμοιβή της, χωρίς τη δική του συνδρομή και έπεισε και τον υιό της να τη συνδράμει στην άσκηση της ένδικης αγωγής, προκειμένου να θεμελιώσει με περισσότερους ψευδείς ισχυρισμούς τις ευθύνες του, έτσι ώστε αυτός να μη λάβει τη συμφωνημένη αμοιβή.

Η ένσταση, όμως, αυτή, που είναι νόμιμη (άρθρο 281 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη για τους εξής λόγους: Από όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής της ενάγουσας επιστηρίζεται σε επίκληση αληθών γεγονότων και στοιχείων, όπως προέκυψαν από την ανάθεση της εντολής για τη δικαστική διεξαγωγή της υποθέσεώς της στον εναγόμενο δικηγόρο, μεταξύ των οποίων (αληθών στοιχείων) είναι: α) και το γεγονός ότι η κυριότητα του ΙΧΕ με αριθ.κυκλοφορίας ……….. που καταστράφηκε ολοσχερώς από το τροχαίο ατύχημα που επισυνέβη 1/6/2004 ήταν ιδιοκτησίας του ………., ο οποίος και μόνο νομιμοποιούνταν να ασκήσει αγωγή και να απαιτήσει την αποζημίωση από την ολική καταστροφή του και όχι η οδηγός αυτού, κατά το χρόνο της ένδικης σύγκρουσης, …………, (ο οποίος για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής επικαλούνταν το ως άνω αληθές γεγονός), β) της εισπράξεως από τον εναγόμενο και μη αποδόσεως στην ενάγουσα του ποσού των 4.900 ευρώ ως όφειλε, της εισπράξεως αμοιβής χωρίς θεμελίωση στο επικαλούμενο από αυτόν (εναγόμενο) εργολαβικό, γ) της μη νομίμου κλητεύσεως των εφεσιβλήτων κατά την λήψη ενόρκου βεβαιώσεως, προκειμένου αυτή να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Επιπλέον, ο εναγόμενος στις 16/6/2016 έλαβε από το Επικουρικό Κεφάλαιο ποσό 11.294,54 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσοστό αμοιβής του με βάση το από 29/9/2006 εργολαβικό δίκης. Η ενάγουσα, από την ολοκλήρωση της δικαστικής διεκδικήσεως της αποζημιώσεώς της συνεπεία περιουσιακής ζημίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το σοβαρό τραυματισμό της, κατέστησε αμέσως γνωστή τη βούλησή της να προβεί στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής για διεκδίκηση των εκτιθέμενων νόμιμων δικαιωμάτων της, αλλά ούτε και η μεταγενέστερη άσκηση της αξιώσεως του πρώτου ενάγοντα – ιδιοκτήτη του ζημιωθέντος Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου με την υπό κρίση αγωγή, σε συνδυασμό με όλες τις παραπάνω εκτιθέμενες περιστάσεις, συνιστούν συμπεριφορά που δημιουργεί και δικαιολογεί, αντικειμενικά εκτιμώμενη, την έντονη εντύπωση αδικίας, και την προφανή αντίθεση προς τις αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Η προαναφερόμενη συμπεριφορά της ενάγουσας δεν συνιστά εκδήλωση κακοπιστίας ούτε συναλλακτικής ανεντιμότητας, προκειμένου να μη λάβει αυτός (εναγόμενος), όπως υποστηρίζει, τη συμφωνηθείσα νόμιμη αμοιβή του. Εξάλλου, αυτός (εναγόμενος) έλαβε τη συμφωνηθείσα αμοιβή του την 16/6/2016, τον ίδιο χρόνο που έλαβε και η ενάγουσα την ως άνω επιδικασθείσα αποζημίωση, γεγονός που ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η συμπεριφορά αυτής δεν συνάδει με την, προεκτιθέμενη ανωτέρω, έννοια της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, όπως προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Πρέπει λοιπόν η ανωτέρω ένσταση, η οποία υποβλήθηκε νόμιμα και παραδεκτά ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της εφέσεως, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της εφέσεως.

Περαιτέρω, ο εναγόμενος, με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσής του, προτείνει (επικουρικά), το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ένσταση συμψηφισμού της επίδικης απαίτησης της ενάγουσας, με την επικαλούμενη ανταπαίτησή του ποσού 6.064 ευρώ (30.320 Χ 20%), με τους επιπλέον τόκους, που αποτελεί, κατά τον ισχυρισμό του, τη συμφωνηθείσα αμοιβή του για όλες τις ενέργειες, στις οποίες προέβη για λογαριασμό της ενάγουσας, με βάση το από 29-9-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό – εργολαβικό δίκης.

Από όλα τα ανωτέρω επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει παραχρήμα, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 442 ΑΚ, 269 και 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή άμεσα,  (με έγκυρα έγγραφα ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου) η ύπαρξη ανταπαίτησης, του εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας. Αντίθετα, προέκυψε ότι αυτός (εναγόμενος) έχει ήδη λάβει, στις 16/6/2006, από το Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων το ποσό των 11.294,54 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσοστό της αμοιβής του με βάση το ανωτέρω εργολαβικό δίκης. Επομένως, ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, και σε κάθε περίπτωση και ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση, που έκανε δεκτή την αγωγή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 6.900 ευρώ νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η έφεση του εναγομένου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν τον εκκαλούντα λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου κατά την κατάθεση της υπό κρίση έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 4/12/2017 (αριθ.καταθ. …………/2017) έφεση κατά της με αριθ. 2284/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Α) Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη κατά του πρώτου εφεσιβλήτου, ………….

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας του πρώτου εφεσίβλητου και την ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Β) Δέχεται την από 4/12/2017 έφεση τυπικά ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, ……………

Απορρίπτει αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και την ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   25 Ιουλίου 2019.

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Ελένη Σκριβάνου.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   24 Οκτωβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ελένη Σκριβάνου, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Ευγενία Τσιώρα και Φωτεινή Μάμαλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ