Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 655/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:    655    /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η από 20.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2018 και Ε.Α.Κ. …./2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου (2η Δ.Υ.ΠΕ.)» κατά της 1661/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (συμπροσβαλλομένης της 5422/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου) που δικάζοντας την από 28.12.2016 (με Γ.Α.Κ. …./2016 και Ε.Α.Κ. …./2016) αγωγή των εφεσίβλητων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, δέχθηκε αυτή κατά την επικουρική της βάση  έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, καθώς από την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………. επί του προσκομιζόμενου από το εκκαλούν αντίγραφου της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή του επιδόθηκε στις 25.5.2018 και η ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός τριάντα ημερών, στις 22.6.2018. Επομένως αυτή, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικασθεί με την ίδια πιο πάνω διαδικασία κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου για το παραδεκτό της εφέσεως προεχόντως γιατί πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρο 495 παρ.4 τελ. εδ. ΚΠολΔ).

Ι. Σύμφωνα το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 3994/2011  «1. Οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης, όταν αντικείμενο της είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, για την οποία επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός. 2. Για το συμβιβασμό συντάσσεται ατελώς πρακτικό, που περιλαμβάνει το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και τους τυχόν όρους υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί, καθώς και πρόβλεψη για τα δικαστικά έξοδα. Το πρακτικό συντάσσεται σε τόσα αντίτυπα όσοι και οι διάδικοι ή ομάδες διαδίκων, που αντιδικούν, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτούς ή από τους δικηγόρους τους αν έχουν ειδική πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 98 περίπτωση β`. 3. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει την επικύρωση του από το δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο. Το πρακτικό επικυρώνεται αφού διαπιστωθεί ότι:  α) η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, β) το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με όσα προαναφέρονται και  γ) από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το ποσό της οφειλόμενης παροχής, καθώς και οι τυχόν όροι εκπλήρωσης της. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό αποτελεί από την επικύρωση του τίτλο εκτελεστό και περιάπτεται με τον εκτελεστήριο τύπο από το αρμόδιο για την επικύρωση του δικαστήριο. Αν η διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης.» Με τις παραπάνω διατάξεις προβλέπεται κατά σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, ακόμη και όταν αυτή έχει αναβιώσει λόγω της άσκησης έφεσης. Σκοπός τους είναι να καλύψουντις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτυγχάνεται συμβιβασμός με πρωτοβουλία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους, χωρίς την καταρχάς επέμβαση δικαστηρίου, οπότε και δεν χρειάζεται να αναμένουν αυτοί την επόμενη στάση της εκκρεμούς δίκης (βλ. ΑιτΕκθ ν. 3994/2011). Αρκεί το αντικείμενο της δίκης να αφορά σε ιδιωτική διαφορά, για την οποία επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός. Κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με την σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η σύμβαση αυτή θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ). Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση. Ειδικά, για τα δικαιώματα του εργαζόμενου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό, ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό όπου, όμως, υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές, στην περίπτωση δε αυτή, δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8§2 και 4 ν.δ. 4020/1959, 2 και 5§3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι, έτσι, αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης (ΑΠ 493/2016, 460/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Όταν, όμως, δεν υπάρχει πραγματική αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια, αλλά, ενδεχομένως, άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως), είναι δε αδιάφορο το γεγονός, ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν την μεταξύ τους σχέση ως συμβιβασμό και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία είναι άκυρη (ΑΠ 133/2016, ΑΠ 754/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Αν λοιπόν επιτευχθεί νόμιμα συμβιβασμός κατ’ άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ, συντάσσεται ατελώς πρακτικό, που περιλαμβάνει το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και τους τυχόν όρους υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί καθώς και πρόβλεψη για τα δικαστικά έξοδα. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει από το δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο, την επικύρωσή του. Με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται και κατάργηση της δίκης.

ΙΙ. Το άρθρο 527 του ΚΠολΔ προβλέπει σχετικά με το πότε επιτρέπεται η προβολή νέων ισχυρισμών στο εφετείο τα εξής: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία’   αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.» Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται όσοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή οι ενστάσεις, αντενστάσεις κλπ, και όχι όσοι μεταβάλλουν το αίτημα ή τη βάση της αγωγής ή τη συμπληρώνουν, η προβολή των οποίων απαγορεύεται και αυτοί τυγχάνουν απαράδεκτοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 και 526 ΚΠολΔ, έστω και αν τείνουν σε υπεράσπιση κατά της εφέσεως (βλ. ΟλΑΠ 2/1994, ΕλλΔνη 1994, σελ. 352, ΑΠ 749/1992, ΕλλΔνη 1994, σελ. 106). Ο όρος «ισχυρισμοί» στην έκφραση «νέοι ισχυρισμοί» ταυτίζεται με τα «μέσα επιθέσεως και άμυνας» του παλιού άρθρου 269 ΚΠολΔ που καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του ν. 4335/2015. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» και συνεπώς δεν υπόκεινται στην απαγόρευση του άρθρου 527 του ΚΠολΔ οι αρνητικοί ή καθαρώς νομικοί ισχυρισμοί, όπως η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 988/1977, ΝοΒ 1978, σελ. 903, ΑΠ 205/1996, ΕλλΔνη 1996, σελ. 309, στις οποίες παραπέμπει ο Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ  Ι, έκδοση 2000, σελ. 947, 948).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 325 ΑΚ αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή προς την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαίωμα επίσχεσης παρέχεται στον οφειλέτη επί συμβατικών σχέσεων από τις οποίες γεννώνται αμοιβαίες υποχρεώσεις των μερών προς παροχή (βλ. ΕφΑθ 5818/2004, ΕλλΔνη 2005, σελ. 857). Συνίσταται στην εξουσία που έχει ο οφειλέτης να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής του προς το δανειστή, μέχρι ο τελευταίος να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση και κατατείνει στην κατά τον αυτό χρόνο εκτέλεση παροχής και αντιπαροχής. Δικονομικά, η ένσταση επίσχεσης έχει τον χαρακτήρα γνήσιας αναβλητικής ένστασης, η παραδοχή της οδηγεί σε καταδίκη για ταυτόχρονη εκπλήρωση, δεν λαμβάνεται από το δικαστήριο υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί κατά δικονομικώς παραδεκτό τρόπο με τις προτάσεις ή με την προσθήκη-αντίκρουση στον πρώτο βαθμό και είναι απαράδεκτη αν προβληθεί για πρώτη φορά στο εφετείο, εκτός αν συντρέχουν οι εξαιρέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ (βλ. Νικόλαο Τριάντο, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, β’ έκδοση, σελ. 446, 447, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα και ΕισΝΑΚ, έκδοση 2016, σελ. 285, 286). Ειδικά, σχετικά με το δικαίωμα επισχέσεως επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξιώσεώς του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επισχέσεως. (βλ. ΑΠ 670/2018, 766/2018 στη Νόμος). Ωστόσο, όταν ορισμένη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει λυθεί με καταγγελία του εργοδότη και ο μισθωτός αμφισβητώντας την εγκυρότητα της καταγγελίας, κατόπιν αιτήσεώς του επιτυγχάνει την έκδοση προσωρινής διαταγής από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 691Α του ΚΠολΔ, με περιεχόμενο την υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί προσωρινά τον μισθωτό μέχρι να επιλυθεί η μεταξύ τους διαφορά με την έκδοση απόφασης από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, τότε δεν υφίσταται αξίωση του εργοδότη για την παροχή της εργασίας του μισθωτού, αλλά αξίωση του μισθωτού να αποδέχεται την εργασία του ο εργοδότης. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο μισθωτός αν έχει κάποια παλαιότερη ληξιπρόθεσμη απαίτηση π.χ. δεδουλευμένων αποδοχών κατά του εργοδότη, δεν μπορεί να προβάλλει δικαίωμα επίσχεσης κατά του εργοδότη, αρνούμενος να εργασθεί μέχρι να ικανοποιηθεί η παλαιά ληξιπρόθεσμη αξίωσή του και ζητώντας να του καταβάλλει ο εργοδότης για όσο διάστημα δεν εργάζεται, μισθούς υπερημερίας. Τούτο, καθώς δεν υφίσταται ενεργός σύμβαση που να δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να απαιτήσει την παροχή εργασίας του μισθωτού και στον μισθωτό να του καταβληθεί ο μισθός του, αλλά απλή σχέση εργασίας που λειτουργεί βάσει προσωρινής διαταγής και δίνει στον μισθωτό το δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες του και να λαμβάνει τον μισθό του βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αν αυτός αρνηθεί για οποιονδήποτε λόγο να εργασθεί, π.χ. προβάλλοντας επίσχεση εργασίας, δεν δικαιούται αμοιβής για το διάστημα που δεν εργάζεται, αφού ο εργοδότης δεν καθίσταται πλουσιότερος από την παροχή της εργασίας του μισθωτού, ώστε να υποχρεούται να αποδώσει τη σχετική ωφέλεια. Σε αυτή την περίπτωση, εάν ασκήσει ο μισθωτός αγωγή ζητώντας έστω επικουρικά την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του για την παροχή των υπηρεσιών του στον εργοδότη στα πλαίσια απλής σχέσης εργασίας βάσει των διατάξεων των άρθρων 904επ. ΑΚ, ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής γιατί δεν εργάσθηκε, αφού δήλωσε επίσχεση εργασίας ως μέσο πίεσης για να του καταβληθούν παλαιότερα δεδουλευμένα δεν συνιστά ένσταση επίσχεσης κατά τα ανωτέρω, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Τούτο σημαίνει ότι δεν κωλύεται κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ ο εναγόμενος εργοδότης ασκώντας έφεση κατά της απόφασης που επιδίκασε αμοιβή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στον ενάγοντα μισθωτό, να προβάλλει το πρώτον με αυτή τον ανωτέρω αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό, ήτοι ότι ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής γιατί δεν εργάσθηκε, λόγω προβολής από  αυτόν του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του. Σε περίπτωση δε που πρωτοδίκως ο εναγόμενος εργοδότης είχε περιορισθεί σε γενική άρνηση της αγωγής, μη αμφισβητώντας ειδικά ότι ο ενάγων εργαζόμενος παρείχε σε εκείνον τις υπηρεσίες του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συναγάγει κατ’ άρθρο 261 του ΚΠολΔ ομολογία του ως προς το δυσμενές γι’ αυτόν πραγματικό γεγονός της παροχής των υπηρεσιών από τον μισθωτό, ο εναγόμενος δύναται με την άσκηση της έφεσής του κατ’ άρθρο 354 του ΚΠολΔ να ανακαλέσει την ομολογία του, χωρίς και πάλι να κωλύεται από το άρθρο 527 ΚΠολΔ, αφού δεν πρόκειται για προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού (βλ. Τέντε σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, ό.π., σελ. 712, παρ.4 που παραπέμπει στις ΑΠ 964/1998, ΔΕΝ 1998, σελ. 1035 και στη Νόμος, ΑΠ 883/1983, ΝοΒ 1984, σελ. 480), πλην όμως αυτός τότε ο εκκαλών φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η ανακληθείσα ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Με την προαναφερόμενη από 28.12.2016 αγωγή τους οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι τυγχάνουν ιατροί, της αναφερόμενης για τον καθένα ειδικότητας και ότι συνδέονταν με τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενώ παράλληλα διατηρούσαν ιδιωτικά ιατρεία, πλην όμως ότι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014 τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας και ακολούθως λόγω μη υποβολής αίτησης ένταξής τους στο νέο φορέα και ταυτόχρονης μη διακοπής ασκήσεως του ελευθέριου επαγγέλματός τους,απολύθηκαν από το εναγόμενο, στο οποίο βάσει του ίδιου νόμου μεταφέρθηκε ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Ότι η απόλυσή τους τυγχάνει άκυρη, λόγω της αντισυνταγματικότητας του παραπάνω νόμου, ως αντίθετου στην αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, της οικονομικής ελευθερίας, της αρχής της εμπιστοσύνης, των αρχών της ισότητας και αναλογικότηταςως της επιλογής του προσφορότερου μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, του δικαιώματος στην εργασία αλλά και της αντίθεσής του στον σεβασμό της περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και λόγω της αντίθεσής του στο κοινοτικό δίκαιο για τις ομαδικές απολύσεις.Ότι δυνάμει προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το εναγόμενο υποχρεώθηκε να τους απασχολεί με τους ίδιους όρους που παρείχαν την εργασία τους και πριν ενταχθούν σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με τη διατήρηση όλων των δικαιωμάτων τους, καταβάλλοντάς τους τις νόμιμες αποδοχές, ενώ με προφορική εντολή του Υπουργού Υγείας το εναγόμενο υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά την εργασία τους, χωρίς τη διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματός τους, πλην όμως από το Δεκέμβριο του 2015 έως και το Νοέμβριο του 2016, το τελευταίο έπαψε να καταβάλλει τις αποδοχές τους, παρότι εκείνοι παρείχαν κανονικά την εργασία τους. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, όπως το αγωγικό αίτημα παραδεκτά περιορίσθηκε, εν μέρει ως προς το καθοριζόμενο ανά μήνες χρονικό διάστημα, για έκαστο των παραπάνω εναγόντων, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσαν, κυρίως κατά τις διατάξεις της εξαρτημένης εργασίας εφόσον η απόλυσή τους κριθεί άκυρη, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον η απόλυσή τους κριθεί έγκυρη: α) να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 23.672,39 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα για το διάστημα Ιουνίου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 17.359,98 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα για το διάστημα Αυγούστου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 9.076,8 ευρώ, στην τέταρτη ενάγουσα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 23.602,39 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 23.812,39 ευρώ, στην έκτη ενάγουσα για το διάστημα Ιουνίου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 17.359,98 ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 23.672,39 ευρώ, στην όγδοη ενάγουσα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 23.672,39 ευρώ, στην ένατη ενάγουσα για το διάστημα Σεπτεμβρίου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 6.417,6 ευρώ, στο δέκατο ενάγοντα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου 2016 το συνολικό ποσό των 23.322,39 ευρώ και στον ενδέκατο ενάγοντα για το διάστημα Μαΐου έως και Νοεμβρίου του 2016 το συνολικό ποσό των 23.812,39 ευρώ και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει, για το υπόλοιπο διάστημα, στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.908,85 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.359,98 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 18.153,6 ευρώ, στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 16.858,65 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.008,85 ευρώ, στην έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 17.359,98 ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.908,85 ευρώ, στην όγδοη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 16.908,85 ευρώ, στην ένατη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 19.252,8 ευρώ, στο δέκατο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.658,85 ευρώ και στον ενδέκατο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.008,85 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη 1661/2018 οριστική του απόφαση, αφού απέρριψε την κύρια, εκ της συμβάσεως, βάση της αγωγής, ως μη νόμιμη, δέχθηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη, ως προς την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά τα παραπάνω καταψηφιστικά και αναγνωριστικά αιτήματα εκάστου των εναγόντων, με το νόμιμο τόκο για όλα τα ποσά από το τέλος εκάστου μήνα κατά τον οποίο κάθε κονδύλιο έγινε απαιτητό, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή μέχρι του ποσού των 5.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η 1661/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ούτως ώστε να απορριφθεί η αγωγή των αντιδίκων του στο σύνολό της. Ήδη, όμως, κατά την εκφώνηση της ένδικης υπόθεσης κατά τη σειρά της στο οικείο πινάκιο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, λαβούσα τον λόγο δήλωσε ότι για τον πρώτο έως και τον έκτο, καθώς και για τον ενδέκατο των εφεσίβλητων υπάρχουν, δηλαδή έχουν καταρτισθεί πρακτικά συμβιβασμού ενώπιον του Προέδρου του Εφετείου Πειραιώς μετά την άσκηση της έφεσης, οπότε ως προς αυτούς το εκκαλούν ζήτησε να κριθεί ότι έχει καταργηθεί η δίκη κατ’ άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη για τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς με πρωτοβουλία των διαδίκων κατά το αμέσως παραπάνω άρθρο και δεδομένου ότι οι ένδικες εργατικές διαφορές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμβιβασμού, καθώς υπήρξε σοβαρή αμφισβήτηση σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής στους εφεσίβλητους-ενάγοντες των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4238/2014, βάσει των οποίων εκείνοι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και ακολούθως απολύθηκαν από το εκκαλούν-εναγόμενο ως αντίθετων σε συνταγματικές διατάξεις, διαφορά που λύθηκε με την έκδοση της ήδη τελεσίδικης 2724/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έκρινε συνταγματικές τις σχετικές διατάξεις και απέρριψε τα αιτήματα των εφεσίβλητων να κριθεί άκυρη η θέση τους σε διαθεσιμότητα και να εξακολουθήσουν οι συμβάσεις εργασίας τους, η δε εκ μέρους τους παροχή εργασίας πραγματοποιήθηκε δυνάμει προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οπότε και τέθηκαν ζητήματα ως προς το νόμιμο ύψος της αμοιβής των εφεσίβλητων, κρίνεται ότι νομίμως επιτεύχθηκε κατ’ άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ συμβιβασμός μεταξύ του εκκαλούντος και των πρώτου έως και έκτου, καθώς και του ενδέκατου των εφεσίβλητων, μετά την αναβίωση της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης με την άσκηση της ένδικης έφεσης. Αναφορικά με τον πρώτο εφεσίβλητο, …………. προσκομίζεται το με αριθμό πράξης …../2018 Πρακτικό Δικαστικού Συμβιβασμού της 13.7.2018, που υπογράφει ο Προεδρεύων Εφέτης σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και διαλαμβάνει ότι «Αφού διαπίστωσε ότι η ένδικη διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί νομίμως και ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζομένου δικαιώματος (άρθρο 214Α ως ισχύει ΚΠολΔ), επικυρώνει το ως άνω πρακτικό». Στο εν λόγω Πρακτικό Δικαστικού Συμβιβασμού περιλαμβάνεται καταρχάς το περιεχόμενο της ένδικης έφεσης, ακολούθως δε ο πρώτος εφεσίβλητος δηλώνει ότι «Αναγνωρίζει την έφεση, ό,τι για τις υπηρεσίες που παρείχε, ως ιατρός ΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016 σε ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση εργασίας που συνήφθη, δυνάμει του ΝΔ 1204/72, στο ΠΕΔΥ Αγίας Σοφίας, δικαιούται μικτές μηνιαίες αποδοχές με Βαθμό Β-ΜΚ 1 ήτοι αναλογούντες μηνιαίες αποδοχές 1944,00 ευρώ, ήτοι συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα 1944,00 x 12 μήνες= 23.328,00 Ε και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο χρονικό διάστημα εργασίας. Αποδέχεται τον συμψηφισμό των ως άνω συνολικών οφειλόμενων αποδοχών (23.328,00 Ε) με το ποσό των 20.410,00 Ε που έχει λάβει και πληρώθηκε την 16η Αυγούστου 2017 από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ΑΕ, ως κατασχεμένη απαίτηση δυνάμει: α) της υπ’ αρ. 547/2017 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων) β) της από 27/3/2017 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο της υπ’ αρ. 547/2017 Απόφασης γ) του από 7/4/2017 κατασχετηρίου εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ ως τρίτης, και που δεν έχει επιστρέψει μέχρι σήμερα, μετά την ακύρωση της αναγκαστικής του εκτέλεσης, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 1644/2017 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Συνεπώς αποδέχεται ότι το υπόλοιπο από τη ΔΥΠΕ ποσό για το διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016 ανέρχεται στο ποσό των 2.918 ε. Παραιτείται των κονδυλίων που αναφέρονται: α) στην αγωγή με ΓΑΚ …../2016 και στην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επί αυτής με αρ. 1661/2018 β) στην αίτηση με ΓΑΚ …../2016 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας…». Στη συνέχεια το εκκαλούν-εναγόμενο δηλώνει ότι «2. Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, αποδέχεται την εξόφληση και το συμψηφισμό του ποσού των 20.410,00 Ε, τις παραιτήσεις του ανωτέρω από κάθε κονδύλιο, από κάθε δικόγραφο ακόμη και μη αναφερόμενο ή από μη τελεσίδικη δικαστική απόφαση και παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεώς του κατά των ανωτέρω, όπως και τυχόν εφέσεων για δικαστικές αποφάσεις ή άλλου δικογράφου που αφορούν δικαιώματα μισθών των ανωτέρω, για το χρονικό διάστημα που εξοφλούνται. Η ΔΥΠΕ θα κοινοποιήσει το παρόν για την διασφάλιση όλων των μερών και στην δικηγόρο των εκ δευτέρου συμβαλλομένων. Ο παρών δικαστικός συμβιβασμός τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εξοφλήσεως των ανωτέρω ποσών εντός διμήνου από την υπογραφή του παρόντος. 3. Σε περίπτωση που δεν καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά για οποιοδήποτε λόγο εντός των επομένων δύο μηνών, πληρούται αυτοδικαίως η αίρεση και άπαντες οι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην πρότερη του παρόντος κατάσταση. 4. Αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι ουδεμία άλλη αξίωση έχουν, ή διατηρούν, παρελθούσα ή παρούσα ή μέλλουσα, ο εις κατά του άλλου, για την παροχή εργασίας, κατά τα αναφερόμενα στο παρόν χρονικά διαστήματα, στις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας που έκαστος υπηρέτησε και συμψήφισαν τις δικαστικές δαπάνες του παρόντος». Περαιτέρω, το εκκαλούν νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει αντίγραφο του με αριθμό ……/3-8-2018 χρηματικού εντάλματος για τον πρώτο εφεσίβλητο για συνολικό ποσό μικτά 3.649,25 ευρώ με αιτιολογία «ΔΕΔ. ΙΑΤΡΟΥ ΠΟΥ ΠΑΡΕΙΧΕ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕ ΜΠΦΥ ΑΠΟ 12/2015 ΕΩΣ 11/2016…ΕΚΤΕΛΕΣΗ…ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ».

Ακόμη αναφορικά με τους δεύτερο εφεσίβλητο, ………, πέμπτο εφεσίβλητο, ………. και ενδέκατο εφεσίβλητο, …………, το εκκαλούν προσκομίζει την υπ’ αριθμ. …../19.12.2018 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για την επικύρωση του από 18.12.2018 Πρακτικού Δικαστικού Συμβιβασμού μεταξύ των παραπάνω διαδίκων. Σε αυτό διαλαμβάνεται ότι οι ανωτέρω «συμφωνούν, συναποδέχονται και συνομολογούν τα παρακάτω: 1. Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ) κατέθεσε την από 20.6.2018 έφεση με ΓΑΚ …./2018 και ΕΑΚ …./2018, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που έχει ως εξής:…Για την περίοδο από 1-12-2015 έως 30-11-2016 οι ιατροί άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με ΓΑΚ …../2016 και ΕΑΚ …./2016 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ), με την οποία ζητούσαν την καταβολή δεδουλευμένων για το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016, για υπηρεσίες που παρείχαν σε Μ.Π.Φ.Υ. αρμοδιότητας της ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ…9. Οι ιατροί εκτός από την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων άσκησαν την Αγωγή με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …./2016, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 1661/2017 απόφαση. Με την απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι οι ιατροί νομίμως απολύθηκαν βάσει του ν. 4238/2014 και η ΔΥΠΕ οφείλει εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, (α) στον …… το συνολικό ποσό των 40.821,24 Ε, (β) στον …….. το συνολικό ποσό των 40.821,24 Ε και (γ) στον ……….. το συνολικό ποσό των 34.719,96 Ε. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στις 25.7.2018 στους ιατρούς με το από 19.7.2018 εξώδικο της υπηρεσίας. 10. Κατά της πρωτόδικης απόφασης 1661/2017 ασκήθηκε από το ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου η από 20.6.2018 με ΓΑΚ …../2018 και ΕΑΚ …./2018 έφεση της ΔΥΠΕ, η πρωτόδικη απόφαση δεν κατέστη τελεσίδικη και ούτε έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της έφεσης, η οποία έχει ως εξής:…». Ακολουθεί όπως και στην περίπτωση του πρώτου εφεσίβλητου το περιεχόμενο της εφέσεως κι έπειτα διαλαμβάνονται τα εξής: «11. Η ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ προέβη σε εκκαθάριση της μισθοδοσίας του ιατρού ……… για το χρονικό διάστημα 1/12/2015 έως 1.7.2017 για την εργασία που παρείχε στη Μ.Υ. Νίκαιας, σύμφωνα με την βεβαίωση του Υπευθύνου της Μονάδας αυτής και πρέπει να λάβει ως ιατρός ΠΕ από 1/12/2015 έως 19/7/2017 ποσό 38.932,90 Ε (μικτές αποδοχές), βάση του Ν. 4024/2011.Όμως ο ιατρός ……….. εισέπραξε δυνάμει, του ακυρωθέντος κατασχετηρίου 20.410,00 ευρώ, ποσό που συμψηφίζεται με το συνολικώς οφειλόμενο και η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να του οφείλει ευρώ 18.522,90 Ε.

  1. Η ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ προέβη σε εκκαθάριση της μισθοδοσίας του ιατρού …….. για το χρονικό διάστημα 1/12/2015 έως 27/9/2017 για την εργασία που παρείχε στη Μ.Υ. Νίκαιας, σύμφωνα με την βεβαίωση του Υπευθύνου της Μονάδας αυτής και πρέπει να λάβει ως ιατρός ΠΕ από 1/12/2015 έως 27/9/2017 ποσό 45.201,60 Ε (μικτές αποδοχές), βάση του Ν. 4024/2011. Όμως ο ιατρός ………..εισέπραξε δυνάμει, του ακυρωθέντος κατασχετηρίου 20.410,00 ευρώ, ποσό που συμψηφίζεται με το συνολικώς οφειλόμενο και η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να του οφείλει ποσό 24.791,60 Ε.
  2. Η ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ προέβη σε εκκαθάριση της μισθοδοσίας του ιατρού …….. για το χρονικό διάστημα 1/12/2015 έως 29/5/2017 για την εργασία που παρείχε στη Μ.Υ. Νίκαιας, σύμφωνα με την βεβαίωση του Υπευθύνου της Μονάδας αυτής και πρέπει να λάβει ως ιατρός ΠΕ από 1/12/2015 έως 29/5/2017 ποσό 34.927,20 Ε (μικτές αποδοχές), βάση του Ν. 4024/2011. Όμως ο ιατρός ………. εισέπραξε δυνάμει, του ακυρωθέντος κατασχετηρίου 17.359,00 ευρώ, ποσό που συμψηφίζεται με το συνολικώς οφειλόμενο και η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να του οφείλει ευρώ 17.568,20 Ε.
  3. Ο ………., κάτοικος Νικαίας Αττικής,…14.1. Αναγνωρίζει, ό,τι για τις υπηρεσίες που παρείχε, ως ιατρός ΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 19/7/2017 σε ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση εργασίας που συνήφθη, δυνάμει του ΝΔ 1204/72, στο Μ.Υ.Νίκαιας, δικαιούται μικτές αποδοχές 38.932,90 Ε και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο χρονικό διάστημα εργασίας, παραιτούμενος οποιουδήποτε ποσού τόκων.

14.2. Αποδέχεται τον συμψηφισμό των ως άνω συνολικών οφειλομένων αποδοχών (38.932,90 Ε) με το ποσό των 20.410,00 Ε που έχει ήδη λάβει, ως κατασχεμένη απαίτηση και η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να του οφείλει ποσό 18.522,90 Ε

14.3 Παραιτείται των κονδυλίων που αναφέρονται: α) στην αγωγή με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …./2016  β) στην αίτηση με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …/2016 και στην με αρ. 547/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας…

  1. Ο ………,κάτοικος Χαϊδαρίου…15.1. Αναγνωρίζει, ό,τι για τις υπηρεσίες που παρείχε, ως ιατρός ΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 27/9/2017 σε ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση εργασίας που συνήφθη, δυνάμει του ΝΔ 1204/72, στο Μ.Υ. Νίκαιας, δικαιούται μικτές αποδοχές 45.201,60 Ε και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο χρονικό διάστημα εργασίας, παραιτούμενος οποιουδήποτε ποσού τόκων.

15.2. Αποδέχεται τον συμψηφισμό των ως άνω συνολικών οφειλομένων αποδοχών (45.201,60 Ε) με το ποσό των 20.410,00 Ε που έχει ήδη λάβει, ως κατασχεμένη απαίτηση και η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να του οφείλει ποσό 24.791,60 Ε.

15.3. Παραιτείται των κονδυλίων που αναφέρονται:

α) στην αγωγή με ΓΑΚ …/2016 και ΕΑΚ …/2016

β) στην αίτηση με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …../2016 και στην με αρ. 547/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας…

  1. Ο …………, κάτοικος Κορυδαλλού…16.1. Αναγνωρίζει, ό,τι για τις υπηρεσίες που παρείχε, ως ιατρός ΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 29/5/2017 σε ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση εργασίας που συνήφθη, δυνάμει του ΝΔ 1204/72, στο Μ.Υ. Νίκαια, δικαιούται μικτές αποδοχές 34.927,20 Ε και ουδεμία αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο χρονικό διάστημα εργασίας, παραιτούμενος οποιουδήποτε ποσού τόκων.

16.2. Αποδέχεται τον συμψηφισμό των ως άνω συνολικών οφειλομένων αποδοχών (34.927,20 Ε) με το ποσό των 17.359,00 Ε που έχει ήδη λάβει ως κατασχεμένη απαίτηση και η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να του οφείλει ποσό 17.568,20 Ε.

16.3. Παραιτείται των κονδυλίων που αναφέρονται:

α) στην αγωγή με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …./2016

β) στην αίτηση με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …./2016 και στην με αρ. 547/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας…»

Ακολούθως το εκκαλούν ν.π.δ.δ. δηλώνει ότι «17.1. Αποδέχεται: (α) την εξόφληση των υπολοίπων οφειλομένων μισθών 18.522,90 Ε για το χρονικό διάστημα από 1-12-2015 έως 19-7-2017 στον ιατρό ………, συμψηφιζομένου του ποσού των 20.410,00 Ε με το συνολικό ποσό των 38.932,90 Ε, (β)την εξόφληση των υπολοίπων οφειλομένων μισθών 24.791,60 Ε για το χρονικό διάστημα από 1-12-2015 έως 27-9-2017 στον ιατρό ……….., συμψηφιζομένου του ποσού των 20.410,00 Ε με το συνολικό ποσό των 45.201,60 Ε και (γ) την εξόφληση των υπολοίπων οφειλομένων μισθών 17.568,20 Ε για το χρονικό διάστημα από 1-12-2015 έως 29-5-2017 στον ιατρό …………, συμψηφιζομένου του ποσού των 17.359,00 Ε με το συνολικό ποσό των 34.927,20 Ε.

17.2. Παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεως του κατά του ανωτέρω, όπως και τυχόν εφέσεων για δικαστικές αποφάσεις ή άλλου δικογράφου που αφορούν δικαιώματα μισθών του ανωτέρω, για το χρονικό διάστημα που εξοφλούνται συμπεριλαμβανομένων και των τόκων…

  1. Ο παρών δικαστικός συμβιβασμός τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εξοφλήσεως των ανωτέρω ποσών εντός διμήνου από την υπογραφή του παρόντος. Σε περίπτωση που δεν καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά για οποιοδήποτε λόγο εντός των επομένων δύο μηνών, πληρούται αυτοδικαίως η αίρεση και άπαντες οι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην πρότερη του παρόντος κατάσταση.
  2. Αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι ουδεμία άλλη αξίωση έχουν, ή διατηρούν, παρελθούσα ή παρούσα ή μέλλουσα, ο εις κατά του άλλου, για την παροχή εργασίας, κατά τα αναφερόμενα στο παρόν χρονικά διαστήματα, στη μονάδα πρωτοβάθμιας φροντίδας που υπηρέτησε και συμψηφίσαν τις δικαστικές δαπάνες του παρόντος…». Περαιτέρω, το εκκαλούν νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει αντίγραφο του με αριθμό ……/21-1-2019 χρηματικού εντάλματος που αφορά στους παραπάνω εφεσίβλητους σχετικά με την καταβολή σε αυτούς του συνολικού ποσού των 76.135,28 ευρώ μικτά και κατόπιν κρατήσεων, καθαρού ποσού 42.567,84 ευρώ με αιτιολογία με εκτέλεση «ΔΕΔ. ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΙΑΤΡΩΝ ΔΙΚ. ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ …/2015-09/2017… ΕΚΤΕΛΕΣΗ… ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ».

Ακόμη, το εκκαλούν προσκομίζει την υπ’ αριθμ. …../9.11.2018 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για την επικύρωση του από 9.11.2018 Πρακτικού Δικαστικού Συμβιβασμού μεταξύ του εκκαλούντος και της τρίτης εφεσίβλητης, ………….. Στη σχετική πράξη διαλαμβάνεται ότι «Αφού διαπίστωσε ότι η ένδικη διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί νομίμως και ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζομένου δικαιώματος, το ποσό κατά το οποίο επέρχεται ο συμβιβασμός, συνεπεία του συμψηφισμού του και οι λοιποί όροι της εκπληρώσεώς του, (άρθρο 214Α ως ισχύει ΚΠολΔ), επικυρώνει το ως άνω πρακτικό με την εξαίρεση του υπ’ αριθμ. 8.4 όρου, που αναφέρεται σε ζήτημα κείμενο εκτός του αντικειμένου της αντιδικίας για το οποίο δεν υφίσταται αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων». Στο εν λόγω Πρακτικό Δικαστικού Συμβιβασμού, περιέχεται, όπως και στα προηγούμενα σε αντίγραφο το εφετήριο της παρούσας δίκης, ακολούθως δε διαλαμβάνονται τα εξής: «2. Η …………. εργάστηκε ως παιδίατρος στη Μ.Υ. Πειραιά από 01.12.2016 έως 20.8.2017 με ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα χωρίς να λάβει αμοιβή διότι δεν είχε λυθεί το ζήτημα της μεταφοράς των ιατρών που υπηρετούσαν στον ΕΟΠΥΥ και απολύθηκαν αυτοδικαίως με βάση τον Ν. 4238/2014.

  1. Για την περίοδο από 1-12-2015 έως 30-11-2016 η ιατρός ………. άσκησε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …../2016 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ), με την οποία ζητούσε την καταβολή δεδουλευμένων για το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016, για υπηρεσίες που παρείχε σε Μ.Π.Φ.Υ. αρμοδιότητας της ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ 27.230,40 Ε…
  2. Η ιατρός …….. εκτός από την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων άσκησε την Αγωγή με ΓΑΚ …../2016 και ΕΑΚ …../2016.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 1661/2017 απόφαση. Με την απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι η ιατρός ………. νομίμως απολύθηκε βάσει του ν. 4238/2014 και η ΔΥΠΕ της οφείλει εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 27.230,40 Ε και από το ποσό αυτό προσωρινά εκτελεστό είναι ευρώ 5.000,00. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στις 25.7.2018 στην ……….. με το από 19.7.2018 εξώδικο της υπηρεσίας και επειδή ασκήθηκε η από 20.6.2018 με ΓΑΚ …../2018 και ΕΑΚ …/2018 έφεση της ΔΥΠΕ η πρωτόδικη απόφαση δεν κατέστη τελεσίδικη.

  1. Η ιατρός ………., κάτοικος Καλλιθέας…8.1 Αναγνωρίζει, ό,τι για τις υπηρεσίες που παρείχε ως ιατρός ΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 20.8.2017 σε ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση εργασίας που συνήφθη, δυνάμει του ΝΔ 1204/72, στο Μ.Υ. Πειραιά, δικαιούται μικτές αποδοχές 40.424,00 Ε και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο χρονικό διάστημα εργασίας, παραιτούμενη οποιουδήποτε ποσού τόκων.

8.2. Αποδέχεται τον συμψηφισμό του προσωρινώς εκτελεστού ποσού 5.000,00 Ε που ορίζεται με την απόφαση 1661/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με αντίστοιχο τμήμα του ποσού των ευρώ 13.615,00 Ε που έχει ήδη λάβει και πληρώθηκε την 17η Αυγούστου 2017 από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, ως κατασχεμένη απαίτηση δυνάμει: α) της υπ’ αρ. 547/2017 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων) β) της από 27/3/2017 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο της υπ’ αρ. 547/2017 Απόφασης γ) του από 7/4/2017 κατασχετηρίου εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ ως τρίτης, και που δεν έχει επιστρέψει μέχρι σήμερα, μετά την ακύρωση της αναγκαστικής του εκτέλεσης, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 1644/2017 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δ) την υπ’ αριθμ. 1661/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  ε) την από 20.6.2018 έφεση της ΔΥΠΕ

8.3. Παραιτείται των κονδυλίων που αναφέρονται:

α) στην αγωγή με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …../2016

β) στην αίτηση με ΓΑΚ …../2016 και ΕΑΚ …../2016 και στην με αρ. 547/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας…

  1. Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται: Αποδέχεται: α) την εξόφληση του οφειλομένου προσωρινώς εκτελεστού ποσού 5.000,00 Ε, της απόφασης 1661/2018, με το συμψηφισμό του αντίστοιχου ποσού με το ποσό των 13.615,00 Ε, που εισέπραξε ως κατασχεμένη απαίτηση η ιατρός …………, από τον τραπεζικό της λογαριασμό που τηρείται στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, β) τις παραιτήσεις του ανωτέρω από κάθε κονδύλιο, από κάθε δικόγραφο ακόμη και μη ειδικώς αναφερόμενο ή από μη τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ως προς την ………….

Παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεως του κατά τα ανωτέρω, όπως και τυχόν εφέσεων για δικαστικές αποφάσεις ή άλλου δικογράφου που αφορούν δικαιώματα μισθών του ανωτέρω, για το χρονικό διάστημα που εξοφλούνται, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων…

  1. Ο παρών δικαστικός συμβιβασμός τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εξοφλήσεως των ανωτέρω ποσών εντός διμήνου από την υπογραφή του παρόντος. Σε περίπτωση που δεν καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά για οποιοδήποτε λόγο εντός των επομένων δύο μηνών, πληρούται αυτοδικαίως η αίρεση και άπαντες οι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην πρότερη του παρόντος κατάσταση.
  2. Αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι ουδεμία άλλη αξίωση έχουν, ή διατηρούν, παρελθούσα ή παρούσα ή μέλλουσα, ο εις κατά του άλλου, για την παροχή εργασίας, κατά τα αναφερόμενα στο παρόν χρονικά διαστήματα, στη μονάδα πρωτοβάθμιας φροντίδας που υπηρέτησε και συμψήφισαν τις δικαστικές δαπάνες του παρόντος…».

Περαιτέρω, νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει το εκκαλούν αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …./16.11.2018 χρηματικού εντάλματος πληρωμής που αφορά στην παραπάνω εφεσίβλητη, ……… για καταβολή συνολικού χρηματικού ποσού 33.355,47 ευρώ μικτά και καθαρά κατόπιν των νόμιμων κρατήσεων, 17.825,60 ευρώ με αιτιολογία «ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΙΑΤΡΩΝ …./2015-08/2017 ΔΙΚ. ΣΥΜΒ. 1766/12-11-18 …ΕΚΤΕΛΕΣΗ… ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ».

Ακόμη, αναφορικά με την τέταρτη εφεσίβλητη, …………, το εκκαλούν προσκομίζει την υπ’ αριθμ. …./5-2-2019 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για την επικύρωση του μεταξύ τους από 5-2-2019 Πρακτικού Δικαστικού Συμβιβασμού. Στο εν λόγω Πρακτικό αναφέρεται ότι οι παραπάνω συμβαλλόμενοι «συμφωνούν, συναποδέχονται και συνομολογούν τα παρακάτω: 1. Η ιατρός ……….,…Β. Η ιατρός εκτός από την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων άσκησε την Αγωγή με ΓΑΚ …../2016 και ΕΑΚ …../2016. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αρ. 1661/2018 απόφαση του Μον. Πρωτ. Πειραιά (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Εργατικές Διαφορές). Με την απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι η ιατρός …………… νομίμως απολύθηκε βάσει του ν. 4238/2014 και η ΔΥΠΕ της οφείλει εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 40.461,24 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εκ του οποίου, το ποσό των 5.000,00 ευρώ, ως προσωρινώς εκτελεστό, για χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 31/12/2016. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στις 25.7.2018 στους ιατρούς με το από 19.7.2018 εξώδικο της υπηρεσίας και επειδή ασκήθηκε η από 20.6.2018 με ΓΑΚ …../2018 και ΕΑΚ …../2018 έφεση της ΔΥΠΕ, η πρωτόδικη απόφαση δεν κατέστη τελεσίδικη και ούτε έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της έφεσης.

Γ. Η ιατρός ……….. άσκησε επίσης την από 14.9.2017 αγωγή με ΓΑΚ …../2017 και ΕΑΚ …../2017, κατά του εδώ ΝΠΔΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5527/2018 απόφαση του Μον. Πρωτ. Πειραιά (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών- Εργατικές Διαφορές). Με την απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι η ιατρός ………. νομίμως απολύθηκε βάσει του ν. 4238/2014 και ότι η ΔΥΠΕ της οφείλει εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού οποιοδήποτε ποσό, καθώς κατά το επίμαχο διάστημα (12ος/2016 έως 19.3.2017) δεν εργάσθηκε και ως εκ τούτου δεν δικαιούται αποδοχές, ενώ από 20.3.2017 έως και 31.8.2017 μισθοδοτήθηκε κανονικά.

Δ. Η ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ προέβη σε εκκαθάριση της μισθοδοσίας της ιατρού ………. για το χρονικό διάστημα 1/12/2015 έως 30/9/2017 για την εργασία που παρείχε, σύμφωνα με την βεβαίωση του Υπευθύνου της Μονάδας και αυτή πρέπει να λάβει ως ιατρός ΠΕ από 1/12/2015 έως 30/9/2017 ποσό 46.288,00 Ε (μικτές αποδοχές), βάση του Ν. 4024/2011. Όμως για το ίδιο χρονικό διάστημα η ιατρός ………… εισέπραξε δυνάμει, του ακυρωθέντος κατασχετηρίου 20.230,00 ευρώ για το προσωρινώς εκτελεστό ποσό της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ σύμφωνα με την γενομένη εκκαθάριση η ΔΥΠΕ για το σύνολο των αμοιβών αυτού του χρονικού διαστήματος οφείλει 26.058,00 ευρώ.

Ε. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης (1661/2018) και κατά της ιατρού ………., η ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ άσκησε την από 20.6.2018 έφεση με ΓΑΚ …../2018 και ΕΑΚ …../2018, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία έχει προσδιορισθεί στη δικάσιμο της 4.4.2018 και η οποία έχει επί λέξει ως εξής:…». Ακολουθεί το περιεχόμενο της ένδικης εφέσεως και στη συνέχεια η ως άνω εφεσίβλητη δηλώνει ότι: « Α. Παραιτείται της αγωγής της, με ΓΑΚ …../2016 και ΕΑΚ …../2016 που απευθύνεται στο Μον. Πρωτ. Πειραιά, καθώς και των κονδυλίων που αναφέρονται σε αυτήν.

Β. Παραιτείται των κονδυλίων που του επιδικάσθηκαν, με την 1661/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Εργατικές Διαφορές), συνολικού ποσού 40.461,24 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 16.858,85 ευρώ, ως καταψηφιστικό, εκ του οποίου προσωρινώς εκτελεστό το ποσό των 5.000,00 Ε και β) ποσό 23.602,39 ευρώ ως αναγνωριστικό, για χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016 και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας.

Γ. Παραιτείται 1) της από 23/1/2018 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. 5720/2017 Απόφασης του Μον. Πρωτοδικείου Πειραιά και 2) του από 2/4/2018 κατασχετηρίου εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ ως τρίτης, και 3) αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει στην ΔΥΠΕ τα ποσά που κατάσχεσε αναγκαστικώς εις βάρος της και πληρώθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, δυνάμει των προαναφερομένων, ήτοι ευρώ 20.920,49.

Δ. Συνομολογεί την από 20.6.2018 έφεση με ΓΑΚ …../2018 και ΕΑΚ …./2018 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και αποδέχεται να συμψηφισθεί το ποσό που εισέπραξε βάσει του κατασχετηρίου, ποσό που δεν έχει επιστραφεί στην 2η ΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου, με το οφειλόμενο συνολικώς ποσό για το χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως 30.9.2017 και ότι η ΔΥΠΕ εξακολουθεί να οφείλει στην …………. ευρώ 26.058,00.

Ε. Παραιτείται της αγωγής της, με ΓΑΚ …/2017 και ΕΑΚ …/2017 που απευθύνεται στο Μον. Πρωτ. Πειραιά, καθώς και των κονδυλίων που αναφέρονται σε αυτήν, όπως και των κονδυλίων που της επιδικάσθηκαν με την με αρ. 5527/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του δικαιώματός της να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της 5527/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά…

  1. Η ΔΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου υποχρεούται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, να καταβάλλει στην ιατρό ……….. το ποσό των 26.058,00 ευρώ δεδομένου ότι το από το συνολικώς οφειλόμενο ποσό ευρώ 46.288,00 για το χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως 30.9.2017 έχει ήδη καταβληθεί συμψηφιστικά το ποσό των 20.230,00 Ε, το οποίο η ιατρός έλαβε δυνάμει του ανωτέρω αναφερομένου κατασχετηρίου.
  2. Αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι ουδεμία άλλη αξίωση έχουν ή διατηρούν, παρελθούσα ή παρούσα ή μέλλουσα, ο εις κατά του άλλου, για την μη παροχή εργασίας και τα ληφθέντα αδικαιολογήτως ποσά, κατά τα αναφερόμενα στο παρόν, και συμψήφισαν τις δικαστικές δαπάνες του παρόντος…».

Τέλος, αναφορικά με την έκτη εφεσίβλητη, …………., το εκκαλούν νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει την υπ’ αριθμ. ………../20-7-2018 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, όπως νομίμως αναπληρώνεται από την Προεδρεύουσα Εφέτη για την επικύρωση του από 18.7.2018 Πρακτικού Δικαστικού Συμβιβασμού μεταξύ των παραπάνω διαδίκων. Στο εν λόγω Πρακτικό Δικαστικού Συμβιβασμού, αφού αρχικά εκτίθεται το περιεχόμενο της ένδικης εφέσεως, σχετικά με τα όσα συμφωνούν οι συμβαλλόμενοι, διαλαμβάνονται τα εξής: «1. Η ……….., κάτοικος Νίκαιας…Αναγνωρίζει την έφεση, ό,τι για τις υπηρεσίες που παρείχε, ως ιατρός ΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016 σε ωράριο 5,5 ώρες/ημέρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σύμβαση εργασίας που συνήφθη, δυνάμει του ΝΔ 1204/72, στο ΠΕΔΥ Νίκαιας, δικαιούται μικτές μηνιαίες αποδοχές με Βαθμό Β-ΜΚ 1 ήτοι αναλογούντες μηνιαίες αποδοχές 1944,00 ευρώ, ήτοι συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα 1944,00 x 12 μήνες= 23.328,00 Ε και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο χρονικό διάστημα εργασίας.

Αποδέχεται τον συμψηφισμό των ως άνω συνολικών οφειλόμενων αποδοχών (23.328,00 Ε) με το ποσό των 17.359,00 Ε που έχει λάβει και πληρώθηκε την 16η Αυγούστου 2017 από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, ως κατασχεμένη απαίτηση δυνάμει: α) της υπ’ αρ. 547/2017 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων) β) της από 27/3/2017 επιταγής προς πληρωμήπου συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο της υπ’ αρ. 547/2017 Απόφασης  γ) του από 7/4/2017 κατασχετηρίου εις χείρας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ ως τρίτης, και που δεν έχει επιστρέψει μέχρι σήμερα, μετά την ακύρωση της αναγκαστικής του εκτέλεσης, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 1644/2017 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Συνεπώς αποδέχεται ότι το υπόλοιπο οφειλόμενο από τη ΔΥΠΕ ποσό για το διάστημα από 1/12/2015 έως 30/11/2016 ανέρχεται στο ποσό των 5.969,00 Ε.

Παραιτείται των κονδυλίων που αναφέρονται:

α) στην αγωγή με ΓΑΚ …/2016 και στην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε επί αυτής με αρ. 1661/2018  β) στην αίτηση με ΓΑΚ …../2016 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και ουδεμία άλλη αξίωση έχει για οποιαδήποτε αιτία για το ίδιο ως ανωτέρω χρονικό διάστημα εργασίας…

  1. Το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, αποδέχεται την εξόφληση και τον συμψηφισμό του ποσού των 17.359,00 Ε, τις παραιτήσεις της ανωτέρω από κάθε κονδύλιο, από κάθε δικόγραφο ακόμη και μη αναφερόμενο ή από μη τελεσίδικη δικαστική απόφαση και παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεώς της κατά των ανωτέρω, όπως και τυχόν εφέσεων για δικαστικές αποφάσεις ή άλλου δικογράφου που αφορούν δικαιώματα μισθών της ανωτέρω, για το χρονικό διάστημα που εξοφλούνται…Ο παρών δικαστικός συμβιβασμός τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της εξοφλήσεως των ανωτέρω ποσών εντός διμήνου από την υπογραφή του παρόντος.
  2. Σε περίπτωση που δεν καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά για οποιοδήποτε λόγο εντός των επομένων δύο μηνών, πληρούται αυτοδικαίως η αίρεση και άπαντες οι συμβαλλόμενοι επανέρχονται στην πρότερη του παρόντος κατάσταση.
  3. Αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι ουδεμία άλλη αξίωση έχουν, ή διατηρούν, παρελθούσα ή παρούσα ή μέλλουσα, ο εις κατά του άλλου, για την παροχή εργασίας, κατά τα αναφερόμενα στο παρόν χρονικά διαστήματα, στις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας που έκαστος υπηρέτησε και συμψήφισαν τις δικαστικές δαπάνες του παρόντος…».

Σε συνέχεια του ανωτέρω δικαστικού συμβιβασμού, το εκκαλούν προσκομίζει αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ……./3.8.2018 χρηματικού εντάλματος πληρωμής που αφορά στην παραπάνω εφεσίβλητη …………. για συνολικό χρηματικό ποσό 7.460,18 ευρώ, με πληρωτέο καθαρό ποσό 3.856,23 ευρώ.

Μετά την κατά τα ανωτέρω επικύρωση των προαναφερόμενων πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού μεταξύ του εκκαλούντος και του πρώτου, δεύτερου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτου, έκτης και ενδέκατου των εφεσίβλητων επέρχεται ως προς αυτούς κατάργηση της δίκης ως προς τις εργατικές διαφορές για τις οποίες έχει επέλθει εκκρεμοδικία με την άσκηση της υπό κρίση έφεσης κατ’ άρθρο 214Α παρ.3 τελ. εδ. του ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, όσον αφορά τους έβδομο, όγδοη, ένατη και δέκατo των εφεσίβλητων, ως προς τους οποίους δεν έχει υπάρξει δικαστικός συμβιβασμός με το εκκαλούν, οπότε διατηρείται η εκκρεμοδικία και στους οποίους επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού τα ποσά που ζητούσαν με την αγωγή τους για παροχή εργασίας στο διάστημα από Δεκέμβριο 2015 έως και Νοέμβριο 2016, δεδομένου ότι είχαν απολυθεί και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας δυνάμει προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το εκκαλούν παραπονείται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς οι ως άνω εφεσίβλητοι κατά το επίδικο διάστημα βρίσκονταν σε άκυρη επίσχεση εργασίας, οι έβδομος και όγδοη από 4.8.2014, η ένατη από τον Αύγουστο του 2014 και ο δέκατος από τις 9.9.2014 και καμία υπηρεσία δεν παρείχαν, ώστε να δικαιούνται τις σχετικές αποδοχές. Μάλιστα το εκκαλούν υποστηρίζει ότι αυθαίρετα με την εκκαλούμενη επιδικάσθηκαν τα αιτούμενα ποσά, καθώς εκείνο αρνήθηκε την αγωγή των ως άνω εφεσίβλητων και αυτοί δεν επικαλέσθηκαν, ούτε προσκόμισαν υπηρεσιακά ή άλλα έγγραφα ή στοιχεία που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό τους περί παροχής εργασίας. Οι εν λόγω εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αντιλέγουν, σημειώνοντας ότι πρωτοδίκως το εναγόμενο δεν αντέλεξε και συνομολόγησε την πραγματική τους υπηρεσία και τη μη πληρωμή τους. Ότι μάλιστα υπάρχει ομολογία του τελευταίου στα Πρακτικά Συνεδριάσεως του Δικαστηρίου της 5720/2017 αποφάσεως, στη σελίδα 5 από τον στοίχο 9 προ του τέλους έως το τέλος. Εντούτοις, σημειώνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση με τέτοιο αριθμό, ούτε τίθεται ζήτημα ρητής ομολογίας. Η εκκαλούμενη απόφαση 1661/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δέχθηκε ομολογία του εναγόμενου ως προς την απασχόληση σε αυτό των παραπάνω εναγόντων και νυν έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου εφεσίβλητων κατ’ άρθρο 261 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι εκείνο δεν αμφισβήτησε ειδικά την παροχή εργασίας των παραπάνω ιατρών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου-εκκαλούντος περί μη παροχής υπηρεσιών από τους παραπάνω ενάγοντες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα λόγω εκ μέρους τους δήλωσης επίσχεσης εργασίας, παραδεκτά προβάλλεται με την έφεσή του, αφού δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που τείνει στη θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, ώστε να απαγορεύεται η επίκλησή του κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ με την ποινή του απαραδέκτου, αλλά συνιστά ανάπτυξη της άρνησής του ως προς την επικουρική βάση της αγωγής των ως άνω εναγόντων-εφεσίβλητων, δηλαδή συνιστά αιτιολογημένη άρνηση, η οποία επιτρέπεται να προβληθεί με λόγο έφεσης. Επίσης επιτρεπτά κατ’ άρθρο 354 του ΚΠολΔ, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με την έφεσή του το εναγόμενο ανακαλεί τη συναχθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω μη ειδικής αμφισβήτησης στις προτάσεις του, ομολογία του κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ ότι οι ως άνω εναγόμενοι-εφεσίβλητοι παρείχαν σε αυτό τις υπηρεσίες τους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα.

Από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουνοι διάδικοι, ακόμη και αυτά που προσκομίζονται το πρώτον στο δεύτερο βαθμό, καθώς δεν προκύπτει ότι τούτο έγινε από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια κατ’ άρθρο 529 παρ.2 ΚΠολΔ, από την ομολογία των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου των εφεσίβλητων που περιέχεται στις από 28.9.2017 προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί μη απασχόλησής τους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα λόγω δήλωσης επίσχεσης εργασίας τους, η οποία (ομολογία) επαναλαμβάνεται στις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπου έχουν ενσωματωθεί οι πρωτόδικες προτάσεις και για την οποία (ομολογία) γίνεται λόγος παρακάτω, τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι έβδομος, όγδοη, ένατη και δέκατος των εφεσιβλήτων τυγχάνουν ιατροί και απασχολούνταν σε μονάδες υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο έβδομος εφεσίβλητος ως καρδιολόγος στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιώς, η όγδοη εφεσίβλητη ως παθολόγος την ίδια Μονάδα, η ένατη εφεσίβλητη ως γυναικολόγος στην Τοπική Μονάδα Υγείας Νίκαιας και ο δέκατος εφεσίβλητος ως ορθοπεδικός στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά. Με το ν. 4238/2014 καταργήθηκαν οι θέσεις τους στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οπότε τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και τους δόθηκε σύντομη προθεσμία, προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις για να ενταχθούν σε νεοσυσταθείσες αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε νέο φορέα, στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών, με την υποχρέωση όμως να διακόψουν την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, που μέχρι τότε τους επιτρεπόταν, ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους στις παραπάνω υποχρεώσεις θα απολύονταν αυτοδικαίως. Οι παραπάνω εφεσίβλητοι θεωρώντας ότι οι ρυθμίσεις του παραπάνω νόμου έθιγαν συνταγματικώς προστατευόμενα συμφέροντά τους, άσκησαν μαζί με άλλους συναδέλφους τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3.6.2014 (Γ.Α.Κ. ……/13.6.2014 και Ε.Κ.Δ. ……/2014) αγωγή τους, με την οποία υποστήριζαν ότι η θέση αυτών σε διαθεσιμότητα στις 18.2.2014 και η εν συνεχεία στις 8.4.2014 απόλυσή τους, λόγω μη υποβολής αίτησης ένταξής τους στους νέους φορείς υγείας, σε εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4238/2014 με παράλληλη διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματος είναι άκυρες λόγω αντισυνταγματικότητας του νόμου αυτού, ως αντίθετου στην αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, της οικονομικής ελευθερίας, της αρχής της εμπιστοσύνης, των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, ως της επιλογής του προσφορότερου μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, του δικαιώματος στην εργασία αλλά και της αντίθεσής του στον σεβασμό της περιουσίας κατά παράβαση του άρθρου 1 Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και λόγω της αντίθεσής του στο κοινοτικό δίκαιο για τις ομαδικές απολύσεις. Ζητούσαν δε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της θέσεώς τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και η εξακολούθηση εκάστης σύμβασης εργασίας με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., να υποχρεωθούν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα να αποδέχονται την εργασία τους και να τους καταβάλλουν τους μισθούς τους, επικουρικά δε εφόσον κρινόταν έγκυρη η καταγγελία των συμβάσεών τους ζητούσαν την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από άκυρη απόλυση. Παράλληλα, οι ως άνω εφεσίβλητοι υπέβαλαν στο ίδιο Δικαστήριο αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση των παραπάνω επικαλούμενων δικαιωμάτων τους και πέτυχαν την έκδοση προσωρινής διαταγής του Προέδρου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το νυν εκκαλούν υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά την εργασία τους, υπό τους ίδιους όρους που την παρείχαν και πριν την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας, με την καταβολή των νόμιμων αποδοχών τους. Ακολούθως οι εφεσίβλητοι μαζί με άλλους συναδέλφους τους άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28.12.2016 (με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. …../2016) ένδικη αγωγή τους με την οποία υποστήριζαν ότι το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν μέχρι το Νοέμβριο του 2015 κατέβαλλε κανονικά τις αποδοχές τους, πλην όμως έκτοτε αρνείται κάθε καταβολή και ζητούσαν για το διάστημα από 1.12.2015 μέχρι 30.11.2016 να τους επιδικασθούν οι αποδοχές τους από την παραπάνω εργασία τους και δη ο έβδομος εφεσίβλητος ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 16.908,85 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 23.672,39 ευρώ, η όγδοη εφεσίβλητη ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 16.908,85 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 23.672,39 ευρώ, η ένατη εφεσίβλητη ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 19.252,8 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 6.417,6 ευρώ και ο δέκατος εφεσίβλητος ζητούσε καταψηφιστικά το ποσό των 16.658,85 ευρώ και αναγνωριστικά το ποσό των 23.322,39 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω κατά την κύρια βάση της αγωγής τα αιτήθηκαν λόγω της απασχόλησής τους με έγκυρες συμβάσεις εργασίας, επικουρικά δε σε περίπτωση που κρίνονταν έγκυρες οι απολύσεις τους βάσει του ν. 4238/2014, ζητούσαν τα ίδια ποσά βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς το εναγόμενο (ήδη εκκαλούν) ν.π.δ.δ. κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο από την παροχή της εργασίας τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 5422/2017 απόφασή του, διαπίστωσε ότι είχε ήδη εκδοθεί η 2724/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της πιο πάνω αναφερόμενης αγωγής των ως άνω εφεσίβλητων, με την οποία κρίθηκαν έγκυρες οι καταγγελίες των συμβάσεων τους βάσει του ν. 4238/2014, πλην όμως επειδή δεν αποδεικνυόταν ότι η σχετική απόφαση είχε τελεσιδικήσει ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή μέχρι την προσκομιδή επιμελεία των εναγόντων αρμοδίως εκδοθέντος πιστοποιητικού περί τελεσιδικίας της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού το γεγονός της εγκυρότητας της καταγγελίας των συμβάσεων επηρέαζε την κρίση του για επιδίκαση αποδοχών στους εφεσίβλητους για το διάστημα από 1.12.2015 έως 30.11.2016. Περαιτέρω, με κλήση των εναγόντων-νυν εφεσίβλητων επαναφέρθηκε προς συζήτηση η αγωγή τους και αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η 2724/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε τελεσιδικήσει, απέρριψε με την 1661/2018 οριστική απόφασή του την κύρια εκ της συμβάσεως βάση της αγωγής, δεδομένου ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με το εναγόμενο είχαν λυθεί λόγω έγκυρης καταγγελίας τους από τις 8.4.2014 και έπειτα εξέτασε και δέχθηκε στην ουσία της την επικουρική βάση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), επιδικάζοντας το σύνολο των αιτούμενων ποσών «δεδομένου ότι το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο από την εν γένει παροχή της εργασίας (υπό τη μορφή της απλής σχέσης εργασίας) των εναγόντων κατά το αντίστοιχο ένδικο χρονικό διάστημα, την οποία (παροχή εργασίας) δεν αμφισβητεί ειδικά, αφού οι ενάγοντες απασχολήθηκαν από την εναγομένη κατά το επίδικο ως άνω συνολικό χρονικό διάστημα χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο ν. 4238/2014…». Ακολούθως κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των 5.000 ευρώ για κάθε ενάγοντα. Περαιτέρω ο παραπάνω λόγος της υπό κρίση έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων διότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα οι παραπάνω εφεσίβλητοι δεν παρείχαν υπηρεσίες σε αυτό, ώστε να δικαιούνται αμοιβή βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού κρίνεται βάσιμος στην ουσία του. Οι ως άνω εφεσίβλητοι στις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ενσωματώνουν ως ενιαίο κείμενο τις από 28.9.2017 προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της ως άνω από 28.12.2016 αγωγής τους στη δικάσιμο της 28.9.2017 και στη σελίδα 15αυτών τέσσερις σειρές πριν το τέλος και ακολούθως στη σελίδα 16 στις τέσσερις πρώτες σειρές διαλαμβάνουν τα εξής: «Επειδή οι εξ ημών …………, τελούμε σε επίσχεση εργασίας από το Σεπτέμβριο 2014 μέχρι σήμερα, όπως προκύπτει από την προσαγόμενη και επικαλούμενη από 1-9-2014 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση επισχέσεως εργασίας μετ’ επιφυλάξεως παντός νομίμου δικαιώματος, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη με την υπ’ αρ. …../3-9-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών …………. [σχετ. Ν 26]». Η ανωτέρω παραδοχή συνιστά ομολογία εκ μέρους των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου των εφεσίβλητων στα πλαίσια της παρούσας δίκης ότι αυτοί δεν παρείχαν τις ιατρικές υπηρεσίες τους στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.12.2015 έως 30.11.2016) λόγω επίσχεσης εργασίας από το Σεπτέμβριο του 2014 μέχρι τη σύνταξη των προτάσεών τους στις 28.9.2017. Εντούτοις, επί απλής σχέσης εργασίας και δη όταν έχει καταγγελθεί έγκυρα μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ο εργοδότης υποχρεώνεται με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου, κατόπιν σχετικής αίτησης του μισθωτού, να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και σε αντάλλαγμα αυτών να του καταβάλλει τις αποδοχές του μέχρι να εκδοθεί απόφαση που θα αποφαίνεται επί της αγωγής του μισθωτού περί της εγκυρότητας της καταγγελίας, δεν υφίσταται αξίωση του εργοδότη για παροχή εργασίας από τον μισθωτό. Έτσι, δεν δύναται ο μισθωτός, ο οποίος έχει τυχόν ληξιπρόθεσμη απαίτηση λόγω μη καταβολής σε αυτόν από τον εργοδότη δεδουλευμένων αποδοχών από προγενέστερο χρονικό διάστημα, να δηλώσει επίσχεση εργασίας κατ’ άρθρο 325 ΑΚ και να δικαιούται στο διάστημα της επίσχεσης πέραν των μη καταβληθέντων δεδουλευμένων που ήδη του οφείλονται και αποδοχές για το διάστημα που λόγω της επίσχεσης δεν εργάσθηκε, καθώς τότε ο μισθωτός δεν αρνείται να εκπληρώσει παροχή που οφείλει στον εργοδότη, ούτε επέρχεται μη ικανοποίηση αξίωσης του εργοδότη κατά του μισθωτού, αλλά αντίθετα ο μισθωτός δεν ασκεί δική του αξίωση, ήτοι αυτή που του παρασχέθηκε με την προσωρινή διαταγή να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί και να λαμβάνει λόγω της πραγματικής παροχής εργασίας του, αμοιβή. Συνακόλουθα, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεχόμενο στην ουσία της, με την 1661/2018 απόφασή του, την από 28.12.2016 αγωγή των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου των εφεσιβλήτων- τότε δέκατου τρίτου, δέκατης τέταρτης, δέκατης πέμπτης και δέκατου έκτου των εναγόντων κατά εκείνου, κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως 30.11.2016, οι παραπάνω ενάγοντες-εφεσίβλητοι τελούσαν σε άκυρη επίσχεση εργασίας και καμία ιατρική υπηρεσία δεν παρείχαν στο εναγόμενο-εκκαλούν, ώστε το τελευταίο να έχει καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας τους και να δικαιούνται την αντίστοιχη ωφέλεια από την εργασία αυτή. Συνακόλουθα, πρέπει να εξαφανισθεί η 1661/2018 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου κατά το μέρος της που δέχθηκε την επικουρική βάση της αγωγής, όχι όμως και η 5422/2017 συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία ήταν προπαρασκευαστική της κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία αυτό,δυνάμει της 1661/2018 απόφασής του, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής εξ εγκύρου συμβάσεως εργασίας και ως προς την απόρριψη της οποίας (βάσης) δεν έχει ασκηθεί έφεση, οπότε διατηρεί την ισχύ της και αφού κρατηθεί η από 28-12-2016 αγωγή των αμέσως παραπάνω εναγόντων κατά του εναγόμενου κατά την επικουρική της βάση, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου των εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ τους κατ’ άρθρο 179 και 183 του ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία του κανόνα δικαίου σχετικά με το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας από τον μισθωτό επί απλής σχέσης εργασίας του με τον εργοδότη, που εφαρμόσθηκε στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Καταργεί τη μεταξύ του εκκαλούντος και των πρώτου, δεύτερου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτου, έκτης και ενδέκατου εφεσίβλητων υφισταμένη δίκη, που ανοίχθηκε με την από 28-12-2016(με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. …../2016) αγωγή των τελευταίων κατά του πρώτου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ως προς την οποία αναβίωσε η εκκρεμοδικία κατόπιν άσκησης της υπό κρίση έφεσης.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 20.6.2018 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) έφεση του εκκαλούντος κατά των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου εφεσιβλήτων.

Εξαφανίζει ως προς τους παραπάνω εφεσίβλητους την 1661/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά το μέρος που δέχθηκε την επικουρική βάση της από 28-12-2016 (με Γ.Α.Κ. …./2016 και Ε.Α.Κ. …../2016) αγωγής τους εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Κρατεί και δικάζει την ως άνω αγωγή των έβδομου, όγδοης, ένατης και δέκατου εφεσίβλητων κατά του εκκαλούντος κατά την ανωτέρω επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των αμέσως παραπάνω διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 5.11.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ