Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 643/2019

Αριθμός  643/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κoκόλη, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 24/6/2015 έφεση, η οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 6/10/2017 (αρ.καταθ. ………/2017) κλήση της καλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», κατά της υπ’ αριθ. 1318//2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων,  αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθ. 19 ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθ. 495 επ., 511, 513 παρ. 1 εδ.α΄ περ.β1, 517 εδ.α΄, 518 παρ. 1 και 532 ΚΠολΔ), καθόσον προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 26/5/2015 (βλ. τις υπ’ αριθ. ………./26.5.2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….) και κατάθεση της έφεσης στις 24.6.2015.

Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 παράβολο συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Με την από 4/5/2010 (αριθ.καταθ. ……/2010) αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι διατηρεί απαίτηση από την αναφερόμενη σύμβαση πίστωσης σε βάρος της πρώτης εναγομένης, η οποία ανέλαβε την ευθύνη, ως αυτοφειλέτρια, ότι η πρωτοφειλέτης, στην οποία χορηγήθηκε πίστωσης για κεφάλαιο κίνησης μέχρι του ποσού των 60.000 ευρώ, θα εκπληρώσει την υποχρέωσή της προς την πληρώτρια Τράπεζα. Ότι η απαίτηση αυτής (ενάγουσας – εφεσίβλητης), κατά το χρόνο καταγγελίας (14.8.2007) της ένδικης σύμβασης πίστωσης, ανερχόταν σε 51.960,47 ευρώ και κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, σε 52.810,47 (κεφάλαιο μετά τόκων υπερημερίας και εξόδων) ευρώ. Ότι η πρώτη εναγομένη – οφειλέτρια της ενάγουσας Τράπεζας και κατά το χρόνο που είχε γεννηθεί η απαίτηση αυτής (ενάγουσας), μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, προς τη δεύτερη ενάγουσα – κόρη της, με το με αριθ. …/30.12.2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. νομίμως μεταγραφέντος, τη λεπτομερώς περιγραφόμενη οριζόντια ιδιοκτησία, αξίας 46.525,50 ευρώ, που βρίσκεται στη θέση «…» του Δήμου Κορυδαλλού επί της οδού …….. πρώην αριθμός …. και τώρα αριθμός …… Ότι η ως άνω μεταβίβαση του περιουσιακού της στοιχείου, στην οποία προέβη η πρώτη εναγομένη – ήδη εκκαλούσα – οφειλέτρια, συνιστά απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου, η οποία επιφέρει μείωση της περιουσίας της οφειλέτριας, έτσι ώστε αυτή (πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα) να έχει καταστεί και να είναι έως σήμερα αφερέγγυα προς το σκοπό βλάβης της (δανείστριας – εφεσίβλητης Τράπεζας) και ματαίωσης ικανοποίησης της απαίτησής της και ότι γνώση της δεύτερης εναγομένης δεν απαιτείται, λόγω της χαριστικής αιτίας της απαλλοτρίωσης .Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε να διαρρηχθεί η καταρτισθείσα με το υπ’ αριθ. ……/2015 συμβόλαιο γονικής παροχής απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1318/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, αφού δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως νόμιμη και απέρριψε την παραδεκτά και νόμιμα προταθείσα, από τις εναγόμενες ήδη εκκαλούσες, ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης, δέχτηκε την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, και απάγγειλε υπέρ της ενάγουσας τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, που καταρτίστηκε με το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής προς ικανοποίηση απαίτησης αυτής (ενάγουσας) ανερχομένης σε 52.810,47 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι ηττηθείσες εναγόμενες, με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

Ι) Κατά το άρθρο 261 εδ.α΄ ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται μεταξύ άλλων με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 261 εδ.β΄ ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013),η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή του δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ, για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί «εν επιδικία», αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Για να αρχίσει, όμως, εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή, από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία παραγραφή είναι ισόχρονη με τη διακοπείσα, και να μπορεί να συμπληρωθεί,  με την παρέλευση του χρόνου, που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Τέτοια διαδικαστική πράξη αποτελεί, μεταξύ άλλων και ο ορισμός δικασίμου, αφού δι’ αυτής συντελείται συνέχιση προς ολοκλήρωση της δίκης. Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 261 ΑΚ κινείται, ενόψει του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού της εκκαθαρίσεως των συναλλαγών, εντός του πλαισίου της καθιερούμενης με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας. Ήδη όμως,  με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε ,ορίζεται πλέον ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παραγ.1), στην περίπτωση που οι  διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης (παραγρ.2) ,η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (παράγρ. 3). Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή, που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως, μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 277 ΑΚ,  το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ  1667/2014, 98/2015), προταθείσης, όμως, της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων, που στοιχειοθετούν αυτήν και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως, σε συνδυασμό με τη θέση του καθ’ ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επίκλησης από το διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (ΑΠ 950/2015, ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 1279/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 946 ΑΚ διαλαμβανόμενο στο κεφάλαιο «καταδολίευση δανειστών» υπό τον τίτλο «παραγραφή» : «Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται, όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το πενταετές χρονικό διάστημα, εντός του οποίου είναι ενεργός η αξίωση για διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αποτελεί παραγραφή, κατά την έννοια των άρθρων 247 επ. ΑΚ και όχι αποσβεστική προθεσμία, κατά την έννοια των άρθρων 279-280 ΑΚ (ΑΠ 1885/2009 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ)Κατά το άρθρο 135 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου, προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 134 και συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του Δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα, στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε. Η επίδοση που γίνεται κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, εφόσον βέβαια συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης, είναι άκυρη (ΑΠ 260/1987, ΕλλΔνη 19.846). Άγνωστος είναι ο τόπος διαμονής ή η ακριβής διεύθυνσης της διαμονής, τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή, του προσώπου, προς το οποίο γίνεται η επίδοση, όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η διαμονή του και δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί  αυτή, μολονότι καταβλήθηκε κάθε σχετική προσπάθεια με τα συνήθη μέσα επιμελείας, όπως υπαγορεύεται και από τις αρχές της καλής πίστης, που οφείλουν να τηρούν οι διάδικοι κατά τη διενέργεια των σχετικών διαδικαστικών πράξεων. Απαιτείται δηλαδή για το άγνωστο της διαμονής ευρεία αντικειμενική άγνοια  και δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτός, που παράγγειλε την επίδοση, δεν γνωρίζει για τον τόπο ή τη διεύθυνση της διαμονής εκείνου, προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση (ΕφΔωδ 201/1992, ΕλλΔνη 36.407, Μπέης, ΠολΔ, τευχ.3 κάτω από το άρθρο 135 ΚΠολΔ).

Έτσι είναι άκυρη η επίδοση, που γίνεται προς κάποιον, ο οποίος θεωρείται ως αγνώστου διαμονής, αν αποδειχθεί ότι αυτός κατά το χρόνο της επίδοσης στον Εισαγγελέα κατοικούσε μόνιμα ή είχε πρόσκαιρη διαμονή σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση στην ημεδαπή ή αλλοδαπή και το οίκημα, στο οποίο διέμενε ή εργαζόταν, μπορούσε να το πληροφορηθεί ο δικαστικός επιμελητής, που έκανε την επίδοση ή εκείνος που έδωσε την παραγγελία για την επίδοση, αν ενεργούσε καλόπιστα και με την προσήκουσα επιμέλεια ή αν γνώριζε το οίκημα από κάποιον ειδικό λόγο ο διάδικος που παράγγειλε την επίδοση (ΑΠ 1246/2002, ΕλλΔνη 2003.158, ΑΠ 260/1987).

Επομένως, εάν ο διάδικος, προς τον οποίο έγινε η επίδοση ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής, αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ότι δηλαδή αυτός, κατά το χρόνο της επίδοσης στον Εισαγγελέα, ήταν άγνωστης διαμονής, ο αντίδικός του που παράγγειλε την επίδοση αυτή και υποστηρίζει έτσι το κύρος της, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι ο παραλήπτης της επίδοσης ήταν πράγματι αγνώστου διαμονής, αφού ο τελευταίος αμφισβητεί απλώς το κύρος της επίδοσης, για το οποίο μάχεται ο αντίδικός του (ΑΠ 754/1998 ΕλλΔνη 1999.713, ΕφΑθ 2342/2005, ΕλλΔνη 2006.248). Η διαμονή, κατά την ως άνω διάταξη, δεν συμπίπτει αναγκαίως ούτε με την κατοικία του άρθρου 51 ΑΚ, ήτοι της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης του προσώπου ούτε με την κατοικία του άρθρου 128 παρ. 2 ΚΠολΔ αλλά λαμβάνεται υπ’ όψην υπό την ευρύτερη έννοια (ΑΠ 1689/2001, ΕλλΔνη 2004.137, ΑΠ 1719/2007, Εφ.Θεσσαλ. 414/2010, Εφ.Θεσσαλ. 409/2010, Εφ.Πειρ. 730/2008, Εφ.Πατρ. 911/2008, Εφ.Αθ. 2342/2005, Εφ.Αθ. 5477/2004, Εφ.Αθ. 201/1992 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγομένων ……….., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθ. …../20.9.2004 σύμβασης πίστωσης, η ενάγουσα χορήγησε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………..» που εδρεύει στην Αθήνα, κεφάλαιο κίνησης μέχρι του ποσού των 60.000 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ανερχόταν κατά το χρόνο κατάρτισης της ως άνω συμβάσεως σε 9,5%, με την εγγύηση της πρώτης εναγομένης ως αυτοφειλέτριας, με τους ειδικότερους όρους που περιέχονται σε αυτή (σύμβαση πίστωσης). Για την εξυπηρέτηση της άνω συμβάσεως πίστωσης ανοίχτηκε ο υπ’ αριθ. ……. λογαριασμός. Ωστόσο, οι ανωτέρω, δανειολήπτρια εταιρεία και εγγυήτρια, σταμάτησαν την εξυπηρέτηση του άνω λογαριασμού και η ενάγουσα στις 2/8/2007 έκλεισε αυτόν με χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόμενο σε 51.960,47 ευρώ και κατήγγειλε με την από 14/8/2007 εξώδικη καταγγελία της τη σύμβαση αυτή, η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα στην πρώτη εναγομένη στις 5/9/2007 (βλ.την υπ’ αριθμ. …./5.9.2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά . …..) καλώντας τη να της καταβάλει το συνολικά οφειλόμενο ποσό των ευρώ πενήντα εντός χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα και σαράντα επτά λεπτών (51.960,47). Κατόπιν των ανωτέρω με σχετική αίτηση της ενάγουσας εκδόθηκε η υπ’ αρ. …../2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εγγυητών, μεταξύ των οποίων και η πρώτη εναγομένη (εγγυήτρια), με την οποία επιτάχθηκαν  να καταβάλουν στην ενάγουσα και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 51.960,47 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/2007 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με επιταγή προς πληρωμή, κοινοποιήθηκε νόμιμα στην πρώτη εναγομένη στις 15/1/2008 με την υπ’ αριθ. ………/15.1.2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….., και επιτάχθηκε, ως εις ολόκληρον οφειλέτρια, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό συνολικά των ευρώ πενήντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων δέκα και σαράντα επτά λεπτών (52.810,47). Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής η πρώτη εναγομένη άσκησε  την από 12.2.2010 ανακοπή ,επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 4248/29.11.2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής, ενώ κατ΄ αυτής δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από το από 8/3/2011 πιστοποιητικό της αρμόδιας Γραμματέως Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ως άνω σύμβασης πίστωσης και ενώ είχε γεννηθεί ήδη και πριν το οριστικό κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού η απαίτηση της ενάγουσας, και συγκεκριμένα στις 30/12/2005, η πρώτη εναγομένη, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, κατά κυριότητα, με το κάτωθι αναφερόμενο συμβόλαιο, στην κόρη της, δεύτερη εναγομένη, ήδη δεύτερη των εκκαλουσών, την κάτωθι περιγραφόμενη οριζόντια ιδιοκτησία, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Κορυδαλλού στη θέση «……» το Ο.Τ …. επί της οδού ….. πρώην αριθμός ….. και τώρα αριθμός ….., δυνάμει του με αριθ. …../30.12.2005 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που καταχωρήθηκε στις 6/2/2006 στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας με αριθ.πρωτ. ….. και ειδικότερα μεταβίβασε το δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί: της υπό στοιχ. Βήτα Ένα (Β1) οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του δευτέρου (Β΄) ορόφου πάνω από το ισόγειο, πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο, που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Κορυδαλλού στη θέση «….» στο Ο.Τ …. επί της οδού ……… πρώην αριθμός …. και νυν αριθμός …., αποτελούμενης από δύο δωμάτια, σαλόνι – τραπεζαρία, κουζίνα και λουτρό, έχει επιφάνεια 73,85 τ.μ, όγκο ιδιόκτητο 225,98 κ.μ, συνολικό όγκο 254,71 κμ, ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 240/1000 εξ αδιαιρέτου, που αναλογεί σε 49,896 τ.μ, εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ψήφους 240 επί συνόλου 1000 και συνορεύει βορειανατολικά εν μέρει με αίθριο χώρο και εν μέρει με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοδυτικά με ακάλυπτο χώρο, νοτιανατολικά εν μέρει με πλατύσκαλο ορόφου και εν μέρει ελεύθερο χώρο ταράτσας και πέραν αυτού με την οδό ……….. και νοτιοδυτικά με γειτονική ιδιοκτησία αγνώστου.

Η αντικειμενική αξία της ως άνω μεταβιβασθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, ανερχόταν, κατά την εκτίμηση της αρμοδίας Δ.Ο.Υ σε ευρώ σαράντα έξι χιλιάδες πεντακόσια είκοσι πέντε και πενήντα λεπτά (46.525,50). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι:

Α) Η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα διέμενε από το χρόνο κατάρτισης της ένδικης συμβάσεως πίστωσης στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της οδού ….. αρ. …., όπως τούτο προκύπτει από : 1) την από 20/9/2004 προαναφερομένη σύμβαση πίστωσης, που καταρτίστηκε με την ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη Τράπεζα, 2) Από το με αρ.φύλλου 3364/27.5.2005 ΦΕΚ Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, στο οποίο είναι καταχωρημένη η νέα σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας «………»  με θητεία έως 30.6.2009, στο οποίο (Διοικητικό Συμβούλιο) ανήκει και αυτή (πρώτη εναγομένη), 3) από την κοινοποίηση της καταγγελίας της ως άνω ένδικης σύμβασης με την προαναφερόμενη …../5.9.2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή, ……….., 4) Από την με αριθ. …../2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε, όπως ανωτέρω αναφέρεται, με αίτηση της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης Τράπεζας σε βάρος και της πρώτης εναγομένης ήδη εκκαλούσας – εγγυήτριας, καθώς και από την κοινοποίηση πρώτου απογράφου εκτελεστού με επιταγή προς πληρωμή της άνω διαταγής πληρωμής, με την με αριθ. …./15.1.2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά …….., 5) Από το δικόγραφο της από 1/2/2008 (αριθ.καταθ. ………/2008) ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ της ενάγουσας και του …………, ως εγγυητών της ένδικης σύμβασης πιστώσεως, στρεφομένης κατά της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης, απευθυνομένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να ακυρωθεί η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, καθώς και από την με αριθ. 3948/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε, για τον αναφερόμενο σε αυτή λόγο, η επανάληψη της συζητήσεως της από 1/2/2008 ανακοπής, και επίσης από την κοινοποίηση αυτής (αποφάσεως) στην πρώτη εναγομένη με την με αρ. ……./15.12.2009 έκθεση επιδόσεως του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή Πειραιά, 6) Από την από 12/2/2010 κλήση της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης κατά των ως άνω εγγυητών, με την οποία επανέφερε προς συζήτηση μετά από ματαίωση την πιο πάνω ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, για τη δικάσιμο της 22/9/2010, σε συνδυασμό με την με αριθ. ……/16.3.2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά προς την πρώτη εναγομένη ήδη εκκαλούσα, με την οποία καλούνταν να παραστεί κατά την επαναλαμβανομένη συζήτηση της ανακοπής της κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 22/9/2010. Κατά την ως άνω επαναλαμβανόμενη συζήτηση της ανακοπής οι ανακόπτοντες, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, δικάστηκαν σαν να είναι παρόντες, καθόσον κρίθηκε ότι νομότυπα και εμπρόθεσμα κλήθηκαν από την ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη να παραστούν, κατά την προσδιορισθείσα με την από 12/2/2010 κλήση αυτής δικάσιμο και ακολούθως εκδόθηκε η με αριθ. 4248/29.11.2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή και επικυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Την ως άνω υπ’ αριθ. 4248/2010 απόφαση, κοινοποίησε η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στις 22/12/2010, στην κατοικία της, κατά το χρόνο αυτό, επί της οδού …… αρ. …. στον Κορυδαλλό Αττικής, με την υπ’ αρ. ……/22.12.2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ………….. Στην οριζόντια ιδιοκτησία της οικογενειακής πολυκατοικίας επί της οδού ……… αρ. ….. συνέχισε να διαμένει η πρώτη εναγομένη ήδη εκκαλούσα, όπως προκύπτει από την επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, από την ανωτέρω αναφερόμενη από 6/10/2017 κλήση της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης για προσδιορισμό της συζητήσεως της υπό κρίση εφέσεως κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό δικασίμου αυτής (εφέσεως) από την ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, και την εν συνεχεία κοινοποίηση στις εναγόμενες ήδη εκκαλούσες να λάβουν γνώση και να παραστούν κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο την 17/3/2006, όταν και ματαιώθηκε η συζήτηση. Επίσης, από την από 19/11/2012 (αρ.καταθ. …./2012) αίτηση εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης επί της άνωθι περιγραφείσας και μεταβιβασθείσας, λόγω γονικής παροχής, στη δεύτερη ενάγουσα οριζόντιας ιδιοκτησίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που απευθύνεται κατά των εναγομένων ήδη εκκαλουσών, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 710/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Β) Όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα ήδη εκκαλούσα, αυτή διέμενε συνεχώς στον Κορυδαλλό Αττικής επί της μεταβιβασθείσας σ΄ αυτή οριζόντιας ιδιοκτησίας, την οποία χρησιμοποιεί έως σήμερα ως οικογενειακή στέγη, δίχως να αποδεικνύεται οποιαδήποτε μεταβολή αυτής (κατοικίας της), με αλλαγή διευθύνσεως και τόπου κατοικίας ή διαμονής σε προσδιορισμένο και καθορισμένο χρονικό διάστημα. Άλλωστε, ούτε η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη αμφισβητεί το ανωτέρω γεγονός.

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εναγόμενες, όπως  βασίμως  ισχυρίζονται, είχαν γνωστή διαμονή και κατοικία στον Κορυδαλλό Αττικής επί της οδού ……… αρ. …., καθώς επρόκειτο περί «οικογενειακής πολυκατοικίας» όπου διέμεναν συγγενείς αυτών (εναγομένων) ενώ επί της οδού …. αρ. ….., βρισκόταν η  πατρική οικία του ετέρου των εγγυητών της ενδίκου συμβάσεως, και αντιδίκου της ενάγουσας στην προαναφερόμενη ανακοπή,  η οποία στρεφόταν και κατ΄ αυτού, συζύγου της πρώτης και πατέρα της δεύτερης των εναγομένων. Οι εναγόμενες τόσο στις 10/5/2010, 18/5/2010, 11/6/2010 (βλ. βεβαιώσεις των δικαστικών επιμελητών Πειραιά, ……….. και ………., αντιστοίχως) όσο και στις 28/6/2010, οπότε φέρεται να τους επιδόθηκε, ως αγνώστου διαμονής, η από 4/5/2010 αγωγή της ενάγουσας τις 26/10/2011 (βλ. τις με αριθ. ….. και …./28.6.2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς σε συνδ.με τα με αριθ. …/20.7.2010 και …./20.7.2010 φύλλα των ημερησίων εφημερίδων «…..» και «…..» αντιστοίχως), είχαν γνωστή διαμονή, την οποία η ενάγουσα – εφεσίβλητη, γνώριζε αλλά και μπορούσε ευχερώς να πληροφορηθεί, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προς τούτο και στο μέσο επιμελή άνθρωπο προσπάθεια,  και τηρώντας τις αρχές της καλής πίστεως, να μη βασιστεί σε αόριστες πληροφορίες «από περιοίκους» ότι αυτές (εναγόμενες) έχουν «μετοικήσει σε άγνωστη διεύθυνση», και να διακριβώσει ευχερώς την ακριβή ως άνω διεύθυνση έστω πρόσκαιρης διαμονής, από προγενέστερες δικές της ενέργειες, αλλά και από πληροφορίες των συνοικούντων στην ιδία πολυκατοικία συγγενών τους. Άλλωστε, η ιδία (ενάγουσα), κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη ως γνωστής διαμονής και πρόσκαιρα διαμένουσας επί της οδού ….. αρ. ….., στις 22/12/2010, την υπ’ αριθ. 4248/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και σε προγενέστερους χρόνους και μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής έως και σήμερα, επί της οδού . ….. αρ. ….. Επίσης,  και η δεύτερη ενάγουσα δεν άλλαξε τον τόπο μόνιμης διαμονής της επί της οδού ……… αρ. ….. (στον οποίο επιδίδονται έως σήμερα όλα τα διαδικαστικά έγγραφα από την ενάγουσα), γεγονός που ευχερώς με την προσήκουσα επιμέλεια μπορούσε να διακριβωθεί από την ενάγουσα. Η επίδοση της υπό κρίση από 4/5/2010 (αριθ.καταθ. …../2010) αγωγής δεν είναι έγκυρη και νόμιμη, αφού η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, δεν προσκομίζει οιοδήποτε στοιχείο ούτε αποδεικνύει, το άγνωστο της διευθύνσεως ή κατοικίας των εναγομένων ήδη εκκαλουσών, πέραν του ότι σε όλα τα διαδικαστικά έγγραφα της υπό κρίση διαφοράς, καλούνται αυτές ως γνωστής διευθύνσεως και διαμονής, καθόσον αυτή ήταν γνωστή στην ενάγουσα από όλες τις προαναφερόμενες ενέργειές της και ευχερώς μπορούσε να την πληροφορηθεί, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα. Συνεπώς, σύμφωνα και με τις σχετικές προεκτεθείσες νομικές σκέψεις,  οι εναγόμενες ήδη εκκαλούσες είχαν γνωστή διαμονή και η επίδοση σε αυτές ως  αγνώστου διαμονής της υπό κρίση αγωγής είναι άκυρη και επέφερε σ΄ αυτές (εναγόμενες), τέτοια βλάβη, που δεν μπορεί να θεραπευτεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας και συνεπώς, δεν ολοκληρώθηκε στις 20/7/2010 η άσκηση της διαδικαστικής πράξεως αυτής (αγωγής) με επίδοση προς αυτές (εναγόμενες). Επομένως, το δικαίωμα της ενάγουσας περί διαρρήξεως της επικαλούμενης δικαιοπραξίας έχει παραγραφεί, ως βασίμως ισχυρίστηκαν οι εναγόμενες, αφού η σχετική ως άνω υπό κρίση αγωγή δεν εγέρθηκε εντός πέντε (5) ετών από το χρόνο κατάρτισης της απαλλοτριωτικής πράξεως, που έλαβε χώρα την 30/12/2005, από τον οποίο και γεννήθηκε η αξίωση διαρρήξεως αυτής (ΑΚ 251) κατ’ άρθρο 946 ΑΚ. Συνεπώς, η αντίστοιχη ένσταση των εναγομένων, η οποία υποβλήθηκε νόμιμα και παραδεκτά με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις αμφισβητώντας και την επίδοση σε αυτές ως αγνώστου διαμονής και επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Έσφαλε λοιπόν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι οι εναγόμενες ήταν αγνώστου διαμονής και η επίδοση της αγωγής έγκυρη και νόμιμη. Κατόπιν τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, και χωρίς να ερευνηθούν ειδικότερα οι λόγοι αυτής, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικασθεί η από 4/5/2010 αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), η οποία πρέπει να απορριφθεί λόγω παραγραφής αυτής. Τα δικαστικά έξοδα των εκκαλουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στις εκκαλούσες – εναγόμενες (ΚΠολΔ 495 παρ. 4), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24/6/2015 έφεση κατά της με αριθμό 1318/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την ως άνω απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 4/5/2010 (αριθ.καταθ. ……/2010) αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επιβάλλει σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά έξοδα των εκκαλουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Διατάσει την απόδοση στις εκκαλούσες των νομίμων παραβόλων που κατέθεσαν κατά την άσκηση της έφεσης συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   25 Ιουλίου 2019.

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Ελένη Σκριβάνου.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   24 Οκτωβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ελένη Σκριβάνου, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Ευγενία Τσιώρα και Φωτεινή Μάμαλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ