Αριθμός 644/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 23.10.2018 έφεση (ΓΑΚ …../2018, ΕΑΚ …./2018) της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθ.3542/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά κατ΄αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 05.05.2017 (ΓΑΚ …./2017, ΕΑΚ …/2017) αγωγή εκ του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ ως μη νόμιμη, έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από την δημοσίευσή της (27.07.2018) έως την κατάθεση της εφέσεως (02.11.2018) δεν παρήλθε διετία. Συνεπώς, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (αρθ. 495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την ως άνω αγωγή η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρεία, πλοιοκτήτρια του αναφερόμενου υπό λυβική σημαία δεξαμενόπλοιου, ζήτησε, μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, ο πρώτος ως επισπεύδων δανειστής και η δεύτερη ως εκδοχέας της απαιτήσεως προς εκτέλεση της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στο ανωτέρω πλοίο, συμπράττουσα με τον πρώτο εναγόμενο στις πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως καθόσον συναποφάσιζε μαζί του και χρηματοδοτούσε τη διενέργεια αυτών, να της καταβάλουν ποσό ευρώ 2.484.199 ως αποζημίωση της θετικής ζημίας της (δικαστικά έξοδα για την ανακοπή της εκτελέσεως, τέλη ελλιμενισμού, μισθούς και διατροφή πληρώματος και λοιπά έξοδα), ποσό ευρώ 16.325.510,94 ως αποζημίωση της αποθετικής ζημίας της (απωλεσθέντες ναύλοι) και ποσό ευρώ 200.000 ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, από την παράνομη και καταχρηστική αναγκαστική εκτέλεση που επιβλήθηκε σε βάρος του ανωτέρω πλοίου, η οποία έχει ακυρωθεί αμετακλήτως δυνάμει της υπ΄αριθ. 417/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, όπως όλα τα προηγούμενα διεξοδικά αναλύονται στην αγωγή. Η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι δεν είχε την ιδιότητα της επισπεύδουσας δανείστριας, όπως απαιτεί το άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατ’ αποδοχή της περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως ενστάσεως που πρότεινε αυτή (δεύτερη εναγομένη). Ως προς δε τον πρώτο εναγόμενο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς την από το άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 281 ΑΚ βάση της, με την αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτού, υπεισερχόμενη, ωστόσο, για τη διαμόρφωση της ανώτερω κρίσεώς της στην εκτίμηση (“προεπισκόπηση”, όπως αναφέρει) των προσκομισθέντων εγγράφων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής της.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ «Το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα». Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου ή του καθού η παρέμβαση ή του καθού ασκήθηκε το ένδικο μέσο για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας, ενώπιον του οικείου δικαστηρίου προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας εκείνου του διαδίκου, που ενεργεί την επιθετική πράξη υπέρ του αντιδίκου του, απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθεμένου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους, γ) προκειμένου να διαταχθεί η εν λόγω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου, η οποία σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη, προαποδεικτικά από τα στοιχεία, που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σε αυτά του υποχρέου σε εγγυοδοσία διαδίκου, δ) το δικαστήριο, που δέχεται την διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το ύψος αυτής, αλλά και την προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, ενώ, αν παρέλθει άπρακτη αυτή, το δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, ανακαλεί την αγωγή, την κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση μάλιστα αυτή θεωρείται ότι αφορά στο δικόγραφο και όχι στο δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ενδίκου μέσου (171 και 172 του ΚΠολΔ και ε) το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της διακωλυτικής αυτής ένστασης (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό βάρος) φέρει, κατά την ορθότερη γνώμη, ο εναγόμενος, ο καθού η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί η απλή πιθανολόγηση (338 ΚΠολΔ), χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι δεν είναι καθοριστική για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης η θεμελιωμένη αμφισβήτηση εκ μέρους του καθού η εν λόγω ένσταση διαδίκου και τούτο λόγω του είδους των αποδεικτέων θεμάτων (Ορφανίδης, εις Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 169 αριθ. 4 με παραπομπές). Προφανής είναι ο κίνδυνος, όταν καθίσταται έκδηλος από τα υπάρχοντα στοιχεία, χωρίς να απαιτείται η διεξαγωγή προς τούτο απόδειξης (ΑΠ 167/2015, “Νόμος”, ΑΠ 1876/2009, ΑΠ 990/08 “Νόμος”). Στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη παραδεκτώς, κατά την παρούσα πρώτη συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, προέβαλε με τις προτάσεις της τη διακωλυτική ένσταση της εγγυοδοσίας, για τα έξοδα της παρούσας δίκης, επικαλούμενη προφανή οικονομική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως ως προς τα δικαστικά της έξοδα, τα οποία προσδιορίζει κατά τα άρθρα 69 και 68 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013) σε 2% επί του χρηματικού αντικειμένου της δίκης, ήτοι σε 376.194,20 ευρώ. Η ένσταση είναι νόμιμη, στηρίζεται στις προδιαληφθείσες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη. Από την προσήκουσα εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και τα οποία χρησιμεύουν προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα είναι μονοβάπορη εταιρεία με έδρα στη Μάλτα, μοναδικός μέτοχος της οποίας είναι η η εδρεύουσα στην Τρίπολη της Λιβύης, εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, κρατική λυβική εταιρεία. Το γεγονός ότι μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της ενάγουσας είναι το αναγκαστικώς κατασχεθέν δεξαμενόπλοιο A., από μόνο του, δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη προφανούς κινδύνου αδυναμίας εκτελέσεως της παρούσας αποφάσεως ως προς τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης σε περίπτωση ήττας της ενάγουσας, αφού δεν προέκυψε επικείμενη πώληση του πλοίου αυτού ούτε προπαρασκευαστικές ενέργειες της ενάγουσας για την πώλησή του. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η προταθείσα διακωλυτική ένσταση και πρέπει να απορριφθεί.
- Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, και εν προκειμένω οι εταιρείες, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους φήμη και υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 179/2011, 387/2005 και 6/2004 – “Νόμος”). Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένως ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 1381/2013 “Νόμος”, ΕφΑθ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010, 260, Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. άρθρο 932, αριθ.13, ΣΕΑΚ Γεωργιάδη αρθ. 932 αριθ. 22). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, για τη θεμελίωση του αιτήματός της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ποσού 200.000 ευρώ αναφέρει στην αγωγή της επί λέξει ότι “Επειδή εκ της παρανόμου και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστημεν και ηθική βλάβη καθότι διασυρθήκαμε στη διεθνή ναυτιλιακή κοινότητα εμφανιζόμενοι ως δήθεν αφερέγγυοι πλοιοκτήτες, στερούμενοι της χρήσης και εκμετάλλευσης του πλοίου μας για 833 ημέρες για χρέη που δεν μας βάρυναν και για τα οποία το πλοίο μας δεν ήταν υπέγγυο καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Λαμβανομένων δε υπόψη της έντασης του δόλου και των μεθοδεύσεων που μετήλθαν οι εναγόμενοι και της καταρράκωσης του επιχειρηματικού κύρους και αξιοπιστίας που μας προκάλεσαν, πρέπει να καταγνωσθεί σε βάρος τους το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής μας”. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, ως προς την αξίωση της ενάγουσας εταιρείας για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της, παρίσταται αόριστη και γι’ αυτό απορριπτέα, γιατί αναφέρει μεν η ενάγουσα ότι από τις υπαίτιες και παράνομες πράξεις των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη, ωστόσο δεν εξειδικεύει το περιεχόμενο αυτής σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, δηλαδή δεν το συνδέει με συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση.
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ. Συνεπώς, προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως (940 παρ.3 ΚΠολΔ) είναι: α) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής, γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ δ) ζημία του καθού η εκτέλεση θετική ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως. (ΟλομΑΠ 9/2010, ΑΠ ΑΠ 1437/2012, 1329/2014, ΑΠ 1480/2017 “Νόμος”) Τέλος, οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι: α) ανθρώπινη συμπεριφορά, β) παράνομη, γ) υπαίτια, δ) επέλευση ζημίας και ε)αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς, που πρέπει να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και αφετέρου η υπαιτιότητα του τελευταίου (ΑΠ 9/2015 “Νόμος”, ΧΡΙΔ 2015/437). Για την έννοια του παρανόμου δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένων απαγορευτικών ή επιτακτικών κανόνων δικαίου, αλλά αρκεί αντίθεση πράξεων του δράστη στο γενικότερο πνεύμα δικαίου, τις επιταγές της έννομης τάξης, που επιβάλλουν την υποχρέωση να μη εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια, που προσδιορίζονται και από τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1879/1999, ΕλλΔνη 41, 1304 – 81/1991, ΝοΒ 92, 716 – ΕφΑθ 1642/2000, ΕλλΔνη 42, 173). Αιτιώδης συνάφεια «ζημιογόνου γεγονότος» – «ζημίας» υπάρχει, όταν η πράξη/παράλειψη του ευθυνόμενου, κατά τα διδάγματα κοινής πείρας ή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, που επήλθε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 23/1998, ΕλλΔνη 41, 967 – 719/1988, ΕλλΔνη 30, 764). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεί και η διά της αναγκαστικής εκτελέσεως επιδίωξη ικανοποιήσεως της έναντι του οφειλέτη απαιτήσεως του δανειστή. Η κατάχρηση δικαιώματος, απαγορευόμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ συνιστά παράβαση νόμου και άρα αποτελεί παράνομη πράξη, επομένως εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, η κατάχρηση γεννά υποχρέωση, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, σε αποζημίωση. (Ολ.ΑΠ 49/2005, ΑΠ 1664/2013, ΑΠ 1379/2018 ΑΠ “Νόμος”). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική και συμπληρώνει εκείνη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευόμενο συμφέρον, σαφώς προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: 1) Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) αντικειμένη στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο (Ολ ΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2014, ΑΠ 249/2014, ΑΠ 292/2015 – “Νόμος”). 2) Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προκλήσεως ζημίας, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημία του άλλου αλλ` αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3) Η πρόκληση ζημίας σε άλλον και 4) Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. (ΑΠ 864 /2014, ΑΠ 783 /2014 – “Νόμος”). Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 919 ΑΚ χρηστά ήθη είναι έννοια νομική και εξετάζεται αντικειμενικώς, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά την γενική αντίληψη, του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου ανθρώπου, σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού, έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του αντισυμβαλλομένου, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 900/2011, ΑΠ 1219/2017 – “Νόμος”). Για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη ζημία, τον αιτιώδη σύνδεσμο και την ικανότητα προς καταλογισμό ισχύει ό,τι και για το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 1284/2017- “Νόμος”). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση, με βάση τον υστέρως αμετακλήτως ακυρωθέντα εκτελεστό τίτλο, αποζημίωση για τις ζημίες που προήλθαν από την εκτέλεση, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, ήτοι σε συνδυασμό προς το άρθρο 330 ΑΚ, εφόσον η κατά τα ανωτέρω ζημιογόνος συμπεριφορά αυτού ήταν υπαίτια και ειδικότερα ήταν είτε από πρόθεση, πολύ δε περισσότερο από πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, είτε από αμέλεια (ΑΠ 2044/2014, ΑΠ 1457/2006, ΑΠ 219/2003). Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ. Δίδεται, έτσι, αναγνωριστική ή καταψηφιστική αγωγή, με αίτημα την αποζημίωση ή επιβοηθητικά, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, υπέρ του καθού η εκτέλεση κατά εκείνου που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση και η δίκη αυτή δεν είναι περί την εκτέλεση (Ολ.ΑΠ 49/2005, ΑΠ 475/2017 – “Νόμος”).
Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η αγωγή παρίσταται ως προς τον πρώτο εναγόμενο νόμιμη, ερειδομένη επί των διατάξεων των άρθρων 940 παρ 3 ΚΠολΔ, 914, 919, 281, 330, 297, 298 ΑΚ καθόσον εκτίθενται σε αυτήν περιστατικά παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του επισπεύδοντος δανειστή-πρώτου εναγομένου- που επέφεραν την αναφερόμενη θετική και αποθετική ζημία στην ενάγουσα, αποτελεί δε θέμα αποδείξεως εάν τα περιστατικά αυτά πράγματι συνέτρεξαν, επομένως έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Απορριπτέα δε ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως της δεύτερης εναγομένης είναι η εκ του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ αγωγή, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, καθόσον η δεύτερη εναγομένη, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν ήταν η επισπεύδουσα δανείστρια, είναι δε αδιάφορο το γεγονός της προς αυτήν εκχωρήσεως της προς εκτέλεση απαιτήσεως. Ως προς τη δεύτερη εναγομένη, η αγωγή στηρίζεται μόνο στις γενικές διατάξεις των άρθρων 914, 919, 926, 330, 297, 298 ΑΚ καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή, η δεύτερη εναγομένη παρέσχε άμεση συνδρομή στον επισπεύδοντα δανειστή κατά τη διενέργεια των αναφερόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της ενάγουσας.
- VI. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 ΑΚ νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει, όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. ΄Ομως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. H κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερόμενου αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδίκαια, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (βλ. ΟλΑΠ 2/1013 – “Νόμος”).
VII. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και των υπ’ αριθ. ………/2017 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς . …., που με επίκληση προσκομίζει η εκκαλούσα-ενάγουσα και των οποίων προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. υπ’ αριθ. ………./2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι εταιρεία που έχει συσταθεί το έτος 2008, κατά τους νόμους της Μάλτας και με καταστατική έδρα στη Βαλέττα Μάλτας, μοναδική μέτοχος της οποίας, κατέχουσα 2.000 μετοχές αξίας ενός δολλαρίου ΗΠΑ εκάστης, είναι η εδρεύουσα στην Τρίπολη της Λιβύης, εταιρεία με την επωνυμία “………..”, ανήκουσα στο Κράτος της Λιβύης, το οποίο κατά το χρόνο ενάρξεως της αντιδικίας μεταξύ του πρώτου εναγομένου και του Λιβυκού Δημοσίου έφερε την ονομασία “………..”. Πρόεδρος-Διευθυντής της ενάγουσας είναι ο Λίβυος πολίτης ……….., (βλ. το από 28.2.2017 πιστοποιητικό από το Μητρώο εταιρειών -Registrar of Companies – Μάλτας). H ενάγουσα είναι κυρία του υπό σημαία Λιβύης δεξαμενόπλοιου με το όνομα «A», κοχ 61348 και κκχ 35445, μήκους 248,99 μέτρων και πλάτους 43,84 μέτρων, με αριθμό ΙΜΟ ….., το οποίο περιήλθε στην κυριότητά της στις 9-1-2009 δυνάμει αγοράς από την εταιρεία «……….», έναντι τιμήματος 68.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, καίτοι το μετοχικό κεφάλαιο της, συμποσούμενο στο προαναφερόμενο ποσοστό συμμετοχής της μοναδικής μετόχου της, ανέρχεται μόλις σε 2.000 δολλάρια ΗΠΑ . Το εν λόγω πλοίο έκτοτε ανήκει στην κυριότητα, νομή και κατοχή της ενάγουσας, τη διαχείριση δε αυτού ασκεί η προαναφερόμενη κρατική λιβυκή εταιρεία, που όπως προαναφέρθηκε είναι μοναδική μέτοχος της ενάγουσας. Σύμφωνα με το ευρισκόμενο στο διαδίκτυο ναυτιλιακό μητρώο των “……….”, “…….”, αντίγραφο της σχετικής σελίδας του οποίου προσκομίζει ο πρώτος εφεσίβλητος, ο καταχωρημένος κύριος (registered owner) του προαναφερόμενου πλοίου είναι η προαναφερόμενη μαλτέζικη εταιρεία (ενάγουσα) και ο ιδιοκτήτης (owner) του πλοίου είναι η Λιβυκή Κυβέρνηση (“Libya Govt”). Ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος εκπροσώπησε το Λιβυκό Δημόσιο, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του, σε αντιδικία που είχε αυτό με την κοινοπραξία «………….», ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, τον Φεβρουάριο του 2003 και ακολούθως στράφηκε κατά του Λιβυκού Δημοσίου ζητώντας ως δικηγορική αμοιβή το ποσό των 6.059.000 ευρώ με αγωγή του, η οποία εκδικάστηκε ερήμην του Λιβυκού Δημοσίου. Αρχικά εκδόθηκε η υπ’ αριθ.17/2007 αναγνωριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια η υπ’αριθμ. 122/2008 (ερήμην) καταψηφιστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία του επιδίκασε το ανωτέρω ποσό, κηρύχθηκε δε προσωρινά εκτελεστή για 2.000.000 ευρώ. Η απόφαση αυτή δεν έχει ακόμα καταστεί τελεσίδικη διότι κατ΄αυτής το Λυβικό Δημόσιο άσκησε την από 20.9.2009 (αριθ.κατ. …/2009) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανακοπή ερημοδικίας και την από 19.9.2009 (αριθ.κατ. …../2009) έφεση, η συζήτηση των οποίων δεν έχει προσδιορισθεί προς έκδοση οριστικών αποφάσεων. Ο πρώτος εναγόμενος, προκειμένου να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου και εν προκειμένω του Λιβυκού, ζήτησε και έλαβε την απαιτούμενη από το άρθρο 923 ΚΠολΔ άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, με αριθμό πρωτοκόλλου ……/25.6.2009, η οποία χορηγήθηκε υπό τον όρο ότι δεν θα διενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεση σε κινητά ή ακίνητα πράγματα που εξυπηρετούν την άσκηση κυριαρχικής εξουσίας (imperium) του αλλοδαπού δημοσίου ή εξυπηρετούν μορφωτικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ακολούθως, αφού επέδωσε στο Λιβυκό Δημόσιο ακριβές αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου (Α΄) εκτελεστού της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 122/2008 προσωρινά εκτελεστής αποφάσεως με την παρά πόδας αυτού από 15.4.2013 επιταγή προς εκτέλεση (πληρωμή) μέσω του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών κατ’ άρθρο 135 ΚΠολΔ, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του προαναφερόμενου πλοίου, κατά το χρόνο που αυτό βρισκόταν στον προβλήτα φορτοεκφορτώσεως υγρών καυσίμων των Λιμενικών εγκαταστάσεων της εταιρείας …………. στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας, ευλόγως θεωρώντας, ενόψει του προαναφερθέντος ιδιοκτησιακού καθεστώτος αυτού, ότι το πλοίο αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του Λιβυκού Δημοσίου, όπως άλλωστε αναγράφεται τόσο στην εντολή προς τη δικαστική επιμελήτρια όσο και στην ίδια την έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως. Ειδικότερα, η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε στο πλοίο με την υπ’αριθμ. ……/18-6-2013 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Κορίνθου ……………, μετά από εντολή του πρώτου εναγομένου, στην οποία αναφερόταν ότι κυρία του πλοίου ήταν η ενάγουσα, ότι αυτή αποτελεί κρατική εταιρεία και ότι το πλοίο ήταν περιουσία του αλλοδαπού λιβυκού δημοσίου. Ακολούθως, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ……/2013 περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως της προαναφερόμενης δικαστικής επιμελήτριας, το πλοίο επρόκειτο να εκτεθεί σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, στις 31-7-2013, στο Ειρηνοδικείο Κορίνθου με επισπεύδοντα τον πρώτο εναγόμενο. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσέβαλε τις ανωτέρω πράξεις εκτελέσεως ασκώντας κατά του πρώτου εναγομένου και κατά του Λιβυκού Δημοσίου την από 8-7-2013 και με αριθμό καταθέσεως ………./2013 ανακοπή τρίτου κατά το άρθρο 936 ΚΠολΔ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, τη βάσει της ανωτέρω ανακοπής από 8-7-2013 αίτηση αναστολής (αριθ. …./2013) κατά το άρθρο 938 ΚΠολΔ και τέλος την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου από 23-7-2013 ανακοπή κατά το άρθρο 954 ΚΠολΔ (αριθ.κατ. …./2013) ζητώντας τη διόρθωση της προαναφερόμενης εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου ως προς την αξία αυτού. Η τελευταία αυτή ανακοπή έγινε δεκτή με την 642/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο διέταξε τη διόρθωση της ανακοπείσας εκθέσεως και όρισε νέα ημέρα πλειστηριασμού την 25.9.2013, κατά την οποία η διενέργειά του ματαιώθηκε. Η αίτηση αναστολής απερρίφθη με την 643/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την αιτιολογία ότι πιθανολογήθηκε πως η αιτούσα λειτουργεί προς καταστρατήγηση του θεσμού του νομικού προσώπου καθώς φορέας της από αυτήν ασκουμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας (εκμετάλλευση του πλοίου) είναι στην πραγματικότητα το λιβυκό δημόσιο καθώς και ότι αυτή δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από τη διενέργεια της εκτελέσεως. Επί της ανωτέρω ανακοπής τρίτου εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 175/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου που απέρριψε αυτή, με την αιτιολογία ότι ενόψει του προαναφερθέντος ιδιοκτησιακού καθεστώτος του κατασχεθέντος πλοίου, η επίκληση από την ανακόπτουσα καθώς και από το Λιβυκό Δημόσιο της αυτοτέλειας της νομικής τους προσωπικότητας γίνεται προς καταστρατήγηση της υποχρεώσεως του τελευταίου να συμμορφωθεί με το διατακτικό του εκτελεστού τίτλου (122/2008 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Κατά της αποφάσεως αυτής, η τότε ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα-ενάγουσα άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’αριθμ. 417/1.12.2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία ακύρωσε την υπ’αριθμ. ……/18-6-2013 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Κορίνθου ……….., καθώς και την υπ’αριθμ. …../18.6. 2013 περίληψη αυτής δεχόμενη την ανακοπή της ήδη εκκαλούσας με την αιτιολογία ότι αυτή και όχι το Λιβυκό Δημόσιο ήταν η κυρία του πλοίου και συνεπώς δεν μπορούσε να γίνει αναγκαστική εκτέλεση κατ΄αυτής και κατά του πλοίου με βάση εκτελεστό τίτλο κατά του Λιβυκού Δημοσίου. Η ανωτέρω απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. υπ’ αριθ. πρωτ. …../2017 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου). Πριν την έκδοση της προαναφερόμενης (ήδη αμετακλήτου) αποφάσεως, επισπεύσθηκε εκ νέου πλειστηριασμός για την 27.11.2013 δυνάμει της υπ’αριθμ. …./22-10-2013 Α’ Επαναληπτικής Περίληψης της υπ’αριθμ. ………./18-6-2013 κατασχετήριας έκθεσης της προαναφερόμενης δικαστικής επιμελήτριας και με βάση την από 8.10.2013 εντολή του πρώτου εφεσίβλητου. Στο μεταξύ, όμως, μετά από ενέργειες του Λιβυκού Δημοσίου είχε εκδοθεί η υπ’αριθμ. 86566/11-10-2013 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας, με την οποία ανακλήθηκε η προγενέστερη υπ’αριθμ. 84485/25-6-2009 απόφασή του για παροχή στον επισπεύδοντα άδειας εκτελέσεως κατά του Λιβυκού Δημοσίου. Σκοπός της εν λόγω ανακλήσεως ήταν η διαφύλαξη των ομαλών σχέσεων της Ελλάδας με τη Λιβύη. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα επέδωσε στην προαναφερόμενη δικαστική επιμελήτρια το από 23-10-2013 εξώδικο (βλ. ……/30.10 2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κορίνθου ……….), με το οποίο της γνωστοποίησε την ανωτέρω ανάκληση από τον Υπουργού Δικαιοσύνης της άδειας για αναγκαστική εκτέλεση κατά του Λιβυκού Δημοσίου και την κάλεσε να απόσχει από κάθε πράξη εκτελέσεως κατά της ίδιας και να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το κατασχεθέν πλοίο να ανακτήσει την ελευθεροπλοΐα του. Το ίδιο εξώδικο ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι επέδωσε και στον πρώτο εναγόμενο, δεν προσκομίζεται, όμως, προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, η σχετική έκθεση επιδόσεως (προς τον πρώτο εναγόμενο) ούτε άλλωστε γίνεται επίκλησή της. Σε κάθε περίπτωση, την εντολή για συνέχιση της εκτελέσεως έδωσε ο πρώτος εναγόμενος, πριν την έκδοση της ανακλητικής του Υπουργού Δικαιοσύνης αποφάσεως, ήτοι στις 8.10.2013, όπως προαναφέρεται, η δε Α’ Επαναληπτική Περίληψη συνετάγη στις 22.10.2013, επομένως πριν την εκ μέρους της ενάγουσας γνωστοποίηση (30.10.2013) προς τη δικαστική επιμελήτρια της ανακλητικής πράξεως του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος άσκησε κατά της προαναφερόμενης ανακλητικής αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Συμβούλιο της Επικρατείας την από 24.10.2013 αίτηση ακυρώσεως και την από 24-10-2013 αίτηση αναστολής, οι οποίες απερρίφθησαν, η πρώτη με την 1209/2014 απόφαση του Δ’ τμήματος ΣτΕ και η δεύτερη με την 15/2014 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, με την αιτιολογία ότι η προσβληθείσα πράξη του Υπουργού έχει χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως και συνεπώς απαραδέκτως προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως. Παραλλήλως, το Λιβυκό Δημόσιο είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου κατά του επισπεύδοντος (πρώτου εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου) και κατά της προαναφερόμενης εκτελεστικής διαδικασίας την από 31-10-2013 με αριθμό κατάθεσης …………/2013 ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ επί της οποίας εκδόθηκε η 328/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, η οποία ακύρωσε μόνο την υπ’ αριθ. …./22.10.2013 Α’ επαναληπτική περίληψη της …../2013 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως και κατά τα λοιπά απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ο ήδη εφεσίβλητος, το Λιβυκό Δημόσιο και η προσθέτως τότε παρεμβάσα (ήδη εκκαλούσα) άσκησαν εφέσεις, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, το οποίο με την υπ’ αριθ. 389/2015 απόφασή του αφού συνεκδίκασε αυτές, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του επισπεύδοντος δανειστή (ήδη πρώτου εφεσίβλητου) και ελλείψει εννόμου συμφέροντος την έφεση της προσθέτως παρεμβάσας (ήδη εκκαλούσας) και δέχθηκε κατ΄ουσίαν την έφεση του Λυβικού Δημοσίου, με την αιτιολογία ότι μετά την ανάκληση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης της άδειας για διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Λιβυκού Δημοσίου εξέλιπε η αναγκαία προϋπόθεση του κατά νόμο επιτρεπτού της διενεργηθείσας αναγκαστικής εκτελέσεως και έτσι κατέστησαν ανίσχυρες όλες οι πράξεις εκτελέσεως που είχαν διενεργηθεί μέχρι την ανάκληση της αδείας. Ακολούθως εξαφάνισε την εκκαλουμένη μόνο κατά το μέρος της που είχε απορρίψει την ανακοπή του Λιβυκού Δημοσίου ως προς την ακύρωση των κάτωθι αναφερομένων πράξεων και αφού δέχθηκε αυτή ακύρωσε την υπ’αριθμ. …./18-6-2013 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Κορίνθου ……….., καθώς και την υπ’αριθμ. …../18.6. 2013 περίληψη αυτής. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως (389/2015) ο εδώ πρώτος εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 3.11.2015 αίτηση αναιρέσεως (με αριθμό καταθέσεως στο Εφετείο Ναυπλίου …./2015) και βάσει αυτής την από 4.11.2015 αίτηση αναστολής, η οποία απερρίφθη με την 149/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου (ως Συμβούλιο), με την αιτιολογία ότι από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως “ουδεμία περιουσιακή ή άλλη βλάβη δύναται να υποστεί ο αιτών, ακόμη και υπό την εκδοχή ευδοκίμησης της αναίρεσής του, καθώς ελλείψει ενεργούς και ισχύουσας Υπουργικής άδειας εκτελέσεως του άρθρου 923 ΚΠολΔ υφίσταται απόλυτη νομική αδυναμία του να συνεχίσει την επίδικη αναγκαστική εκτέλεση προκειμένου να ικανοποιήσει την επικαλούμενη απαίτησή του με τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του πλοίου A”. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι επισπεύδων δανειστής στην όλη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως που περιγράφεται πιο πάνω, ήταν ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος και όχι η δεύτερη εναγομένη προς την οποία ναι μεν ο πρώτος είχε εκχωρήσει την επιδικασθείσα δυνάμει της ρηθείσης 122/2008 αποφάσεως απαίτησή του κατά του Λιβυκού Δημοσίου με την από 20.3.2013 σύμβαση εκχωρήσεως που καταρτίστηκε μεταξύ τους, ωστόσο η εν λόγω εκχώρηση αναγγέλθηκε στο Λιβυκό Δημόσιο στις 18.2.2015 με επίδοση της σχετικής πράξης αναγγελίας καθώς και της συμβάσεως εκχωρήσεως στον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (βλ. …../18.2.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….). Τα ανωτέρω έγγραφα, σε νόμιμη μετάφραση στην αραβική και αγγλική γλώσσα, διαβιβάστηκαν μέσω του προαναφερόμενου Εισαγγελέα στο Υπουργείο Εξωτερικών προκειμένου να αποσταλούν για πραγματική επίδοση στο Λιβυκό Δημόσιο και το εν λόγω Υπουργείο με ρηματική ανακοίνωση (Note Verbale). διαβίβασε αυτά την Πρεσβεία της Λιβύης με το από 5.3.2015 έγγραφό του Κατά συνέπεια, εφόσον μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία η εκχώρηση της προς εκτέλεση απαιτήσεως δεν είχε αναγγελθεί στον οφειλέτη, ο εκδοχέας, δηλαδή η δεύτερη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, δεν είχε αποκτήσει κανένα δικαίωμα προς εκτέλεση της απαιτήσεως απέναντι στον οφειλέτη (αρθ. 460 ΑΚ) αλλά ούτε και προέβη σε τέτοια πράξη, όπως προαναφέρεται. Δεν αποδείχθηκε δε ουδεμία ανάμειξη της δεύτερης εναγομένης στην όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, χωρίς να αποτελεί απόδειξη για το αντίθετο η εκ μέρους των δύο εναγομένων χρήση νομικών υπηρεσιών από το ίδιο δικηγορικό γραφείο αφού σε κάθε περίπτωση δεν είχαν αντίθετα μεταξύ τους συμφέροντα και συνεπώς μπορούσαν να προσλάβουν κοινό δικηγόρο. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγομένη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος προκειμένου να διενεργήσει την ένδικη διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως εφοδιάστηκε κατ΄αρχήν με την απαιτούμενη από το άρθρο 923 ΚΠολΔ άδεια και ακολούθως, από την έρευνα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ανωτέρω πλοίου, σχημάτισε την εύλογη πεποίθηση ότι αυτό αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του Λιβυκού Δημοσίου αφού η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία “………….” που είναι και η μοναδική μέτοχος της καταχωρημένης στο λιβυκό νηολόγιο κυρίας αυτού (ενάγουσας) ήταν εταιρεία ανήκουσα στο Κράτος της Λιβύης και μάλιστα σε εποχή που το καθεστώς διακυβέρνησής του απέκλειε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη συγκέντρωση και διαχείριση κεφαλαίων από ιδιώτες, επομένως, η δημιουργία εταιρειών σε άλλα κράτη με μοναδικό μέτοχο αυτών κρατική λιβυκή εταιρεία σαφώς υπέκρυπτε άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας από το Λιβυκό Δημόσιο υπό το ένδυμα αλλοδαπής νομικής προσωπικότητας, ενέργεια που κατ΄αρχήν είναι επιτρεπτή και θεμιτή από το δίκαιο αλλά όχι μέχρι του σημείου της χρήσεως της νομικής προσωπικότητας για την αποφυγή εκπληρώσεως εκ μέρους του εταίρου των οικονομικών του υποχρεώσεων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχείο VI. Ισχυρή απόδειξη περί του ότι ο πρώτος εναγόμενος, κατά την επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτελέσεως, είχε την εύλογη πεποίθηση ότι το ένδικο πλοίο αποτελούσε περιουσία του Λιβυκού Δημοσίου, αποτελεί το γεγονός ότι αυτό άσκησε ανακοπή κατά της εκτελέσεως παράλληλα με την ανακοπή που άσκησε η ενάγουσα καθώς επίσης και το γεγονός ότι τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του έτους 2014, ο πρώτος εναγόμενος βρισκόταν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους της Λιβύης μέσω της Λιβυκής πρεσβείας στην Αθήνα, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτησή του και να αρθεί η κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου, εάν δε πράγματι το Λιβυκό Δημόσιο δεν αντλούσε οικονομικά συμφέροντα από το κατασχεθέν πλοίο, δεν θα είχε λόγο να εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις με τον επισπεύδοντα ώστε να αρθεί η κατάσχεση του πλοίου και να αποκατασταθεί η ελευθεροπλοΐα του. Μάλιστα, στις σχετικές διαπραγματεύσεις και στη σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού με ημερομηνία 7 Απριλίου 2015, μεταξύ του επισπεύδοντος δανειστή και του Λιβυκού Κράτους, συμμετείχε, ως εκπρόσωπος του Υπουργού Μεταφορών του Λιβυκού Κράτους, ο …………, δηλαδή ο καταχωρημένος στο Μητρώο Εταιρειών της Μάλτας ως Πρόεδρος και Διευθυντής της ενάγουσας, όπως προαναφέρεται. (βλ. το από 7.4.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ανωτέρω από το ΚΕΠ 0001 του Δήμου Αθηναίων). Δηλαδή, κατέστη πρόδηλο το γεγονός ότι ο ανωτέρω Λίβυος πολίτης συναλλασσόταν εκπροσωπώντας το Λιβυκό Δημόσιο, για λογαριασμό και προς όφελος του τελευταίου, χρησιμοποιώντας τη νομική προσωπικότητα της ενάγουσας εταιρείας, της οποίας ήταν Πρόεδρος και Διευθυντής. Και ναι μεν ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε εκτελεστό τίτλο σε βάρος της ενάγουσας αλλά μόνο σε βάρος του Λιβυκού Δημοσίου, πιστεύοντας όμως, με βάση τα προαναφερθέντα, ότι το ανωτέρω πλοίο αποτελούσε περιουσία του Λιβυκού Δημοσίου, επέβαλε κατ΄αυτού αναγκαστική κατάσχεση δυνάμει του προαναφερόμενου εκτελεστού τίτλου, επισπεύδοντας εκτέλεση σε βάρος του Λιβυκού Δημοσίου (το οποίο άσκησε την προαναφερόμενη ανακοπή), χωρίς να έπρεπε να προηγηθεί (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο VI) δικαστική (διαπλαστική) διάγνωση της κάμψης της νομικής προσωπικότητας της ενάγουσας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο εφέσεως. Συνεπώς, ο επισπεύδων δεν επέκτεινε παρανόμως τα όρια του δεδικασμένου σε βάρος της εκκαλούσας, όπως αυτή υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, εσφαλμένως υπολαμβάνοντας ότι η ένδικη εκτέλεση επισπεύσθηκε σε βάρος της δυνάμει των άρθρων 919 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με 329 ΚΠολΔ. Το γεγονός δε ότι, μετά την ανάκληση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης τής κατ΄άρθρο 923 ΚΠολΔ άδειας, ο επισπεύδων δεν προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να άρει την αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου, δεν του προσδίδει υπαιτιότητα, γιατί αυτός άσκησε ενώπιον του ΣτΕ, κατά της ανωτέρω ανακλητικής πράξεως του Υπουργού, τα ένδικα μέσα που προαναφέρονται, παραλλήλως δε, οι ανακοπές τόσο της ενάγουσας όσο και του Λιβυκού Δημοσίου είχαν απορριφθεί πρωτοδίκως, δηλαδή δεν είχαν ακυρωθεί όλες οι με αυτές προσβληθείσες πράξεις εκτελέσεως και εκκρεμούσε η έκδοση αποφάσεων από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Μετά δε τη δημοσίευση, στις 27.10.2015, της ρηθείσας 389/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου που ακύρωσε όλες τις πράξεις εκτελέσεως κατά του Λιβυκού Δημοσίου, το πλοίο απέπλευσε από την Κόρινθο, στις 20.11.2015, δηλαδή πριν τη δημοσίευση της ρηθείσης 417/1.12.2015 αποφάσεως που ακύρωσε την εκτέλεση σε βάρος της εκκαλούσας και πριν καταστεί αυτή αμετάκλητη. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος, ως επισπεύδων δανειστής, δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα για την όποια ζημία προκάλεσε στην εκκαλούσα η αμετακλήτως ακυρωθείσα διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της, εφόσον αυτός α) κατείχε προσωρινά εκτελεστό τίτλο κατά του Λιβυκού Δημοσίου, β) διέθετε την από το άρθρο 923 ΚΠολΔ απαιτούμενη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, γ) είχε ευλόγως την πεποίθηση ότι το κατασχεθέν πλοίο ανήκε στην περιουσία του Λιβυκού Δημοσίου, παρά το γεγονός ότι καταχωρημένη στο λιβυκό νηολόγιο ως κυρία αυτού ήταν η εκκαλούσα και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δικαστική διάπλαση-διάγνωση της άρσεως της νομικής προσωπικότητας τόσο αυτής όσο και της διαχείριστριάς της κρατικής λιβυκής εταιρείας, εφόσον μοναδικός μέτοχος της πρώτης ήταν η δεύτερη, που αποτελούσε κρατική λιβυκή εταιρεία, ως εκπρόσωπος δε του Λιβυκού Δημοσίου προς διακανονισμό της μεταξύ αυτού και του επισπεύδοντος διαφοράς, διαπραγματευόταν με τον τελευταίο ο Διευθυντής-Πρόεδρος της ενάγουσας, γεγονός που ενίσχυε την ανωτέρω πεποίθηση του επισπεύδοντος για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πλοίου. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος (τελευταίος) λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει την κρίση της εκκαλουμένης σχετικά με την έλλειψη υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς κατ΄αποτέλεσμα απέρριψε την ένδικη αγωγή, με εσφαλμένη όμως αιτιολογία. Ενόψει δε του ότι η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης ενώ αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, οδηγεί σε διαφορετικό δεδικασμένο, δεν είναι επιτρεπτή η αντικατάσταση της αιτιολογίας κατ΄αρθρο 534 ΚΠολΔ και η απόρριψη της εφέσεως (βλ. ΑΠ 140/2019, 92/2015, 258/2015 – “Νόμος”) αλλά πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως προς το δεύτερο λόγο της κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 940 παρ. 3 και 914 ΑΚ. Ακολούθως, αφού διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα (495 ΚΠολΔ), πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί κατ΄ουσίαν και να απορριφθεί η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη, ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Να συμψηφιστούν δε τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω του δυσερμήνευτου των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ). Τέλος, δεν συντρέχει λόγος επιβολής σε βάρος της ενάγουσας-εκκαλούσας χρηματικής ποινής στρεψοδικίας κατ΄άρθρο 205 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος του πρώτου εναγομένου-εφεσίβλητου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση.
-Διατάζει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.
-Εξαφανίζει την 3542/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-Κρατεί και δικάζει την από 5.5.2017 (ΓΑΚ …../2017, ΕΑΚ …../2017) αγωγή.
-Απορρίπτει αυτήν.
-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
– Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 10 Οκτωβρίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 25 Οκτωβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ