Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 659/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                            

Αριθμός απόφασης     659/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..  

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 § 3 ΚΠολΔ, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής. Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένο μόνο κεφάλαιο της όλης δίκης, τότε μόνο ως προς αυτό εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 679/2011, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 614/2009). Συνακόλουθα τούτων, το δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να εξετάσει λόγους εφέσεως, που αναφέρονται στα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ (ΑΠ 1282/2018, ΑΠ 1298/2018, ΑΠ 2072/2007, ΕΑ 9/2018, ΕΔωδ 241/2004 ΝΟΜΟΣ). Επί αγωγής που στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις, οι οποίες είναι αμοιβαίως επικουρικές, η αναίρεση της απόφασης για λόγο που αφορά μόνο μία από τις βάσεις αυτές, εκτείνεται και στις διατάξεις αυτής για τις λοιπές βάσεις οι κατά των οποίων λόγοι αναίρεσης είναι μάταιο να εξετασθούν. Τούτο ισχύει και επί της ανακοπής, αφού οι λόγοι της ανακοπής συνιστούν περισσότερες βάσεις (κεφάλαια) του αιτήματός της, οι οποίες, ως εκ της κοινότητας του σκοπού και του αντικειμένου τους, είναι αμοιβαίως επικουρικές. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επέκταση της αναίρεσης στις διατάξεις της απόφασης για τους λοιπούς λόγους της ανακοπής, είναι να προσβάλλονται αυτοί με την αίτηση αναίρεσης, οπότε, λόγω παραδοχής κάποιου λόγου αναίρεσης, αναιρείται η απόφαση χωρίς να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι. Αν δεν προσβλήθηκε με την αίτηση αναίρεσης η απόρριψη κάποιων λόγων ανακοπής, ή αν για κάποιους λόγους ανακοπής απορρίφθηκαν τα παράπονα που προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η απόρριψη αυτών είναι πλέον αμετάκλητη, δεν καταλαμβάνονται, συνεπώς, από την έκταση της αναιρετικής απόφασης και το δικαστήριο της παραπομπής, παρά την αναίρεση της απόφασης με την παραδοχή κάποιου άλλου λόγου αναίρεσης δεν μπορεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, να εξετάσει αυτούς τους λόγους εκ νέου, αφού καλύπτονται από το δεδικασμένο. (ΑΠ 1282/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αν εξαφανίστηκε εν όλω η αναιρεθείσα απόφαση το δικαστήριο της παραπομπής εξετάζει και πάλι τις διαδικαστικές προϋποθέσεις. Το εφετείο της παραπομπής ερευνά, έτσι, πρώτα το παραδεκτό της εφέσεως και αν ακόμη η απόφαση δεν είχε προσβληθεί ως προς τούτο. Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι δεσμευτική για το επιλαμβανόμενο μετά την παραπομπή δικαστήριο ως προς τα νομικά ζητήματα, που έλυσε με την παραδοχή ή απόρριψη των λόγων αναιρέσεως. Ως νομικό ζήτημα θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στου οποίου την παράβαση θεμελιώθηκε η αναίρεση (ΑΠ 1997 Δ 1997.857).

Με την από 11-7-2011 (αρ. κατάθ. ……./2011) ανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στρεφόμενος κατά του Ελληνικού Δημοσίου,   ο ανακόπτων  εξέθετε ότι, η  Α’ ΔΟΥ  Πειραιά, με βάση τις υπ’ αρ. ………………. ταμειακές βεβαιώσεις, του κοινοποίησε την υπ’ αρ. πρωτ. ……………./2011 ατομική ειδοποίηση χρεών για οφειλή συνολικού ύψους 50.338,36 ευρώ,  που προέρχεται σύμβαση βιοτεχνικού δανείου μεταξύ της … Τράπεζας …… και της ομόρρυθμης εταιρείας  «………….», της οποίας ο ίδιος υπήρξε ομόρρυθμος εταίρος, για τη λήψη του οποίου (δανείου) εγγυήθηκε το καθ’ ου ελληνικό δημόσιο μέχρι του ποσού των 2.100.000 δραχμών. Ζήτησε δε, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση των ανωτέρω ταμειακών βεβαιώσεων και της ατομικής ειδοποίησης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αρ. 4990/2012 οριστική απόφαση του, κρίνοντας όλους τους λόγους ανακοπής ως αβάσιμους, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ανακόπτων άσκησε την από 12-6-2013 (αρ. κατάθ. ……/2013) έφεσή και τους από   14-1-2014 (αρ. κατάθ. ……/2014) πρόσθετους λόγους αυτής,  παραπονούμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε και τους τρίτους λόγους της ένδικης ανακοπής του. Επ’ αυτών εκδόθηκε η με αρ. 797/2014 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής κρίθηκαν τυπικά δεκτοί, απορρίφθηκε ο πρώτος λόγος ανακοπής ως μη νόμιμος, κρίθηκε ως βάσιμος ο δεύτερος λόγος αυτής και ακολούθως ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η έφεση. Στη συνέχεια, αφού κρατήθηκε η υπόθεση και δικάστηκε η ανακοπή, έγινε αυτή δεκτή κατά ένα μέρος και ακυρώθηκαν οι προσβαλλόμενες ταμειακές βεβαιώσεις. Στη συνέχεια, το εφεσίβλητο- καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κατά της παραπάνω απόφασης, ενώπιον του Αρείου Πάγου, την από 23-12-2014 (αρ. κατάθ. ……../2014) αίτηση αναίρεσης με τους λόγους της οποίας αιτιάτο κατά της παραδοχής  από το Εφετείο του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αρ. 1768/2017 απόφαση του, με την οποία αναιρέθηκε η με αρ. 797/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Ήδη με την από 7-3-2018 (αρ. κατάθ. …………../2018) κλήση του εκκαλούντος νόμιμα εισάγεται προς νέα συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής η ανωτέρω από 12-6-2013 έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ανακόπτοντος και οι από 14-1-2014 πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά το  μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως.  Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την προαναφερόμενη υπ’ αρ. 1768/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την υπ’ αρ. 797/2014 απόφαση του Εφετείου τούτου, «σε δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 ΚΕΔΕ (ΝΔ 356/1974), σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται και κατά του νομίμου τίτλου, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου το δε καθ’ ου η ανακοπή (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμα του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 7 § 2 του Ν. 4224/203, νόμιμο τίτλο αποτελούν α) η βεβαίωση κατά τον νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει ατομική διοικητική πράξη, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που αποδεικνύουν την οφειλή και γ) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα από τα οποία μπορεί να πιθανολογηθεί η ύπαρξη και το ποσό της οφειλής. Σε κάθε περίπτωση πρέπει από τον τίτλο, δηλαδή από το σύνολο των εγγράφων που τον συγκροτούν, να προκύπτει βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση, το είδος αυτής και η ακριβής αιτία της αντίστοιχης οφειλής, δηλαδή ανάλυση της κίνησης του λογαριασμού της, ώστε να αμφισβητηθεί να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, αφού με βάση τον νόμιμο τίτλο είναι δυνατόν να επισπευστεί αναγκαστική εκτέλεση χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφή την αιτία του χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το δημόσιο, η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας, αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστή, προς τον οποίο το δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση  και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη. Από τη βεβαίωση ως νόμιμο τίτλο είσπραξης (υπό ευρεία έννοια) διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξή της απαίτησης του δημοσίου, δηλαδή συνιστά τίτλο εκτέλεσης. Στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαίωσης στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται από τα έγραφα που συγκροτούν τον νόμιμο τίτλο ή να παρατίθενται αναλυτικά σε αυτά τα μερικότερα ποσά της οφειλής ή η αιτιολογία τους, αλλά αρκεί με βάση τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου, τα οποία το Δημόσιο υποχρεούται να προσκομίσει προς απόδειξη της απαίτησής του, να παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβήτησης της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Εξάλλου, κατά την παράγραφο η του άρθρου μόνου του ΑΝ 9/1967, “Επιτρέπεται εις τον Υπουργόν των Οικονομικών όπως μετά σύμφωνον γνώμην του συμφώνως τω παρόντι συνιστώμενου Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής πολιτικής παρέχη την εγγύησιν του Ελληνικού Δημοσίου πέραν των εν τω ΑΝ 747/1945 αναφερομένων περιπτώσεων και υπέρ ημεδαπών τραπεζών. Αι αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών περί παροχής της εγγυήσεως δημοσιεύονται εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”. Σε εκτέλεση και κατ’ εξουσιοδότηση από τη διάταξη αυτή και τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του ΝΔ 1/1968 εκδόθηκε η 67651/2142/1978 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 681 Β, και έτσι έχει ισχύ νόμου. Με την απόφαση αυτή ορίστηκαν οι προϋποθέσεις της διαδικασίας παροχής και καταπτώσεως της εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου προς τις Εμπορικές Τράπεζες για τα παρεχόμενα από 1-5-1978 δάνεια προς χρηματοδότηση της βιοτεχνίας, με τους όρους και τις προϋποθέσεις της 197/1978 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ 588/1948 και του Ν. 400/1976 (άρθρο 6 αυτού) και έχει ισχύ νόμου. Στο κεφάλαιο ΙΙΙ αρ. 2 της Υπουργικής Απόφασης ορίζεται ότι, “Η δανείστρια Τράπεζα, σε περίπτωση καταπτώσεως της εγγυήσεως του Δημοσίου, δικαιούται να ζητήσει, με έγγραφο της, που θα απευθύνεται στο Υπουργείο Οικονομικών –Γενικό Λογιστήριο του Κράτους- Δ/νση 8η εγγυήσεων δανείων και αξιών-Τμήμα Β (ήδη Δ/νση 25η) την εξόφληση του κατά ανωτέρω οφειλόμενου …”. Στο ίδιο κεφάλαιο ΙΙΙ αρ. 3 της ίδιας Υπουργικής Απόφασης διαλαμβάνονται τα στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στο πιο πάνω έγγραφο το οποίο, όπως ορίζεται στην τελευταία παράγραφο του ιδίου αριθμού, “θα κοινοποιηθεί στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο μετά βεβαιωτικής, σε τρία αντίτυπα, καταστάσεως και θα αποτελεί τίτλο για τη βεβαίωση της εγγυημένης και μη εγγυημένης απαιτήσεως της δανείστριας τράπεζας”, ενώ στον αριθμό 4 ορίζονται τα συναποστελλόμενα με το έγγραφο αυτό λοιπά έγγραφα τόσο στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους όσο και στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο.  Έτσι στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο συναποστέλλονται, μεταξύ άλλων, “Βεβαιωτική κατάσταση σε τρία αντίτυπα”, καθώς και πλήρης ο φάκελος του δανείου σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, για τη συνέχιση κάθε νόμιμης ενέργειας κατά της οφειλέτιδας βιοτεχνικής επιχειρήσεως και των λοιπών ενδεχομένως συνυποχρέων προς είσπραξη του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου (εγγυημένου και μη). Τα Δημόσια ταμεία στα οποία κοινοποιείται η απόφαση αυτή, μόλις λάβουν, από τις τράπεζες, την ανωτέρω κατάσταση θα προβαίνουν αμέσως στη βεβαίωση, σε βάρος της οφειλέτιδας βιοτεχνίας, του συνόλου της οφειλής κατά τον εν συνεχεία λεπτομερώς αναφερόμενο τρόπο. Περαιτέρω, στην 2064537/14707/0025/25-10-1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 925 τ. Β/11-11-1991), ορίζεται ότι με το έγγραφο με το οποίο θα απευθύνεται η Τράπεζα στο Γ.Λ.Κ. θα υποβάλλονται οπωσδήποτε η δανειακή σύμβαση και οι τυχόν πρόσθετες αυτής πράξεις, η πράξη εξειδίκευσης της εγγύησης, το αντίγραφο της τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης, που επιστρέφεται θεωρημένο από την αρμόδια ΔΟΥ, η αναλυτική κατάσταση στην οποία να φαίνεται όλη η κίνηση του δανείου (χρεώσεις-πιστώσεις) από τη χορήγηση του δανείου μέχρι την ημέρα αποστολής για βεβαίωση στην αρμόδια ΔΟΥ, καθώς και ανακεφαλαιωτική κατάσταση υπολογισμού των τελικά ανεξόφλητων απαιτήσεων της». Στη συνέχεια, ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης του δέχτηκε ότι, το Εφετείο με την υπ’ αρ. 797/2014 απόφαση του ακυρώνοντας τις προσβαλλόμενες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης ως αόριστες «παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 2 § 2 ΚΕΔΕ αναφορικά με την έννοια του νόμιμου τίτλου, την οποία περιόρισε, αποκλειστικά στις ταμειακές βεβαιώσεις και τους χρηματικούς καταλόγους, στα οποία και μόνον αναζήτησε, για το ορισμένο του νόμιμου τίτλου, τα προσδιοριστικά τη επίδικης οφειλής στοιχεία. Ειδικότερα, με βάση τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη  και προκειμένη περιπτώσεως οφειλής από κατάπτωση εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου από βιοτεχνικό δάνειο, που έλαβε από την …………Τράπεζα η εταιρεία με την επωνυμία «………..», ομόρρυθμο μέρος της οποίας ήταν ο αναιρεσίβλητος και υπό την ιδιότητα του αυτή ευθυνόταν στη καταβολή της επίδικης οφειλής, το νόμιμο τίτλο συγκροτούσαν τα αποστελλόμενα στην αρμόδια ΔΟΥ από τους αρμοδίους υπαλλήλους του Β’ τμήματος της 25ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους έγγραφα από το φάκελο δανείων της ως άνω Τράπεζας με τις αναλυτικές καταστάσεις οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, την πράξη εξειδίκευσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, την ανάλυση της κίνησης του λογαριασμού που τηρήθηκε με τον οικείο χρηματικό κατάλογο και τις τριπλότυπες περιληπτικές καταστάσεις βεβαίωσης, με βάση τα οποία ζητήθηκε η βεβαίωση του εισπρακτέου ποσού… Περαιτέρω το Εφετείο διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς αιτιολογίες, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην απόφασή του, αν το αναιρεσείον στην κατ’ έφεση δίκη προσκόμισε όλα τα συγκροτούντα, κατά τα ανωτέρω, το νόμιμο τίτλο έγγραφα, ώστε να παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβήτησης της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της».

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής του ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ταμειακής βεβαίωσης είναι ακυρωτέες, καθόσον ουδέποτε κοινοποιήθηκαν σε αυτόν ατομικά, αλλά μόνο στο όνομα της ομόρρυθμης εταιρείας. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το Δικαστήριο αυτό με την υπ’ αρ. 797/2014 απόφασή του, η οποία, ως προς τον λόγο αυτό, δεν προσβλήθηκε με την αίτηση αναίρεσης και συνεπώς ως προς τον  πρώτο λόγο ανακοπής δεν έχει αναιρεθεί, παρά το ότι δεν αναφέρεται ρητά η  με αρ. 1768/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου σε μερική αναίρεση. Έτσι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη, έχει προκύψει δεδικασμένο από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου τούτου, ως προς την απόρριψη του πρώτου λόγου ανακοπής. Το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο της παραπομπής, δεσμευόμενο από το δεδικασμένο, δεν έχει εξουσία να εξετάσει εκ νέου τη βασιμότητα ή μη  του λόγου αυτού και να κρίνει διαφορετικά.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίστηκε αφενός ότι η προσβαλλόμενη από 1-6-2011 ατομική ειδοποίηση οφειλών δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, ούτε συγκοινοποιήθηκαν με αυτήν έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η αιτία των χρεών και από την ατελή αυτή περιγραφή των ένδικων απαιτήσεων υφίσταται δικονομική βλάβη, αφού δεν μπορεί να ελέγξει το ύψος της οφειλής του, αφετέρου ότι το καθ’ ου δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης ύπαρξης νόμιμου τίτλου και νόμιμης συγκρότησης των εγγράφων που τον θεμελιώνουν. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, μόνον κατά το μέρος που αφορά τις πράξεις ταμειακής βεβαίωσης και όχι την ατομική ειδοποίηση, αφού αυτή δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη, αλλά απλή ανακοίνωση της διοίκησης προς τον διοικούμενο, η οποία δεν είναι προσβλητή κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Με την υπ’ αρ. …………/2011 από 1-6-2011 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων χρεών της Α’ ΔΟΥ Πειραιά ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, κλήθηκε  να καταβάλλει για χρέος του προς το καθ’ ου η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο το συνολικό ποσό των 50.338,36 ευρώ, ήτοι για κεφάλαιο 16.780,55 ευρώ και για προσαυξήσεις του 33.557,92 ευρώ. Ειδικότερα, ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλλει το άνω ποσό  δυνάμει α) της υπ’ αρ. …../21-3-1997 ταμειακής βεβαίωσης, η οποία εκδόθηκε για (αρχικό) ποσό 5.710.375 δραχμών (ή 16.758,25 ευρώ) -από το οποίο στη συνέχεια, με την αμέσως επόμενη αναφερόμενη ταμειακή βεβαίωση/ατομικό φύλλο έκπτωσης, το ποσό των 744,09 ευρώ βεβαιώθηκε υπέρ της … Τράπεζας …..- βάσει της τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης φόρου, που κατήρτισαν οι υπάλληλοι της ……. Τράπεζας ……… στις 21-3-1997 και απέστειλαν στην Β’ ΔΟΥ Πειραιά με συνημμένο χρηματικό κατάλογο, β) της υπ’ αρ. …../17-2-1998 ταμειακής βεβαίωσης, η οποία εκδόθηκε για ποσό 253.547 δραχμών (ή 744,09 ευρώ), βάσει της τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης φόρου, που κατήρτισαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της …. Τράπεζας …….. στις 22-12-1997 και απέστειλαν προς την …..’ ΔΟΥ Πειραιά με συνημμένο χρηματικό κατάλογο, γ) της υπ’ αρ. …./26-11-1997 ταμειακής βεβαίωσης, η οποία εκδόθηκε από τη …….’ ΔΟΥ Πειραιά για έξοδα διοικητικής εκτέλεσης οικονομικού έτους 1997 συνολικού ποσού 286.650 δραχμών, σύμφωνα με τη συνημμένη κατάσταση εξόδων του δικαιούχου δικαστικού επιμελητή,  και δ) της υπ’ αρ. ……/22-10-1999 ταμειακή βεβαίωση, η οποία εκδόθηκε  από την …..’ ΔΟΥ Πειραιά για έξοδα διοικητικής εκτέλεσης οικονομικού έτους 1999 συνολικού ποσού 471.688 δραχμών, σύμφωνα με τη συνημμένη κατάσταση εξόδων της δικαιούχου δικαστικής επιμελήτριας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 29-5-1992 η … Τράπεζα …. χορήγησε στην ομόρρυθμη  εταιρεία με την επωνυμία «…………», της οποίας ομόρρυθμος εταίρος υπήρξε ο ανακόπτων, βιοτεχνικό δάνειο ποσού 3.500.000 δραχμών για κεφάλαιο κίνησης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπ’ αρ. ……./11-10-1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος από το Ειδικό Κεφάλαιο της υπ’ αρ. 197/78 απόφασης της Νομισματικής Επιτροπής «Περί ειδικών μέτρων χρηματοδότησης της βιοτεχνίας (ΦΕΚ Α’ 74/10-8-1978)», με την εγγύηση του καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου σε ποσοστό 60%, ήτοι για ποσό 2.100.000 δραχμών. Το ποσό του δανείου έπρεπε να εξοφληθεί εντός δύο ετών με ίσες τριμηνιαίες δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων ήταν καταβλητέα έξι μήνες μετά την χορήγηση του δανείου, το οποίο εκταμιεύτηκε στις 29-5-1992. Η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου εξειδικεύτηκε με την υπ’ αρ. ……/29-5-1992 πράξη εξειδίκευσης της δανείστριας τράπεζας, στην οποία γινόταν ακριβής αναφορά στο ποσό του εγγυημένου και μη εγγυημένου δανείου, στα  στοιχεία της δανειολήπτριας εταιρείας, στο σκοπό, τη διάρκεια, το επιτόκιο και τον τρόπο εξόφλησης του δανείου καθώς και τους ειδικούς όρους με τους οποίους αυτό χορηγήθηκε. Ωστόσο, η ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές υποχρεώσεις της και συγκεκριμένα καθυστέρησε να πληρώσει τις δόσεις του δανείου. Κατόπιν τούτου η άνω τράπεζα έκλεισε το λογαριασμό του δανείου, ο οποίος στις 16-12-1996 εμφάνιζε ανεξόφλητο υπόλοιπο  ποσού 5.710.375 δραχμών, και προχώρησε στην κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, η δανείστρια τράπεζα με το από 27-2-1997 έγγραφο της προς την ………’ ΔΟΥ Πειραιά, επικαλούμενη το ως άνω χορηγηθέν βιοτεχνικό δάνειο και την μη εξυπηρέτησή του από την οφειλέτρια εταιρεία, ζήτησε τη βεβαίωση των ποσών των ανεξόφλητων απαιτήσεων της. Μαζί με έγγραφο αυτό η …. συνυπέβαλε προς τη …..’ ΔΟΥ Πειραιά τα εξής έγγραφα, α) την υπ’ αρ. …../29-5-1992 πράξη εξειδίκευσης της εγγύησης, β) αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού, που τηρήθηκε για το δάνειο, με τις χρεώσεις και τις πιστώσεις, την αιτιολογία και την ημερομηνία αυτών καθώς και το υπόλοιπο κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, γ) μία ανακεφαλαιωτική κατάσταση, στην οποία φαίνονται όλα τα στοιχεία του δανείου, με ειδική αναφορά στο ποσό του εγγυημένου και του μη εγγυημένου δανείου κατά κεφάλαιο, στους τόκους και τις λοιπές χρεώσεις του καλυπτόμενου και του μη καλυπτόμενου από την εγγύηση δανείου καθώς και τα συνολικά ποσά του εγγυημένου και μη εγγυημένου δανείου και δ) τριπλότυπες περιληπτικές καταστάσεις βεβαιώσεως, με βάση τις οποίες η ανωτέρω ΔΟΥ βεβαίωσε σε βάρος της δανειολήπτριας εταιρείας, με την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. …../21-3-1997 ταμειακή βεβαίωση, το συνολικό ποσό των 5.710.375 δραχμών (ή 16.758,25 ευρώ) και συγκεκριμένα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το συνολικό ποσό των 3.689.278 δραχμών (ή 10.826,93 ευρώ), όπως αναλυόταν στις στήλες της περιληπτικής κατάστασης (ήτοι για κεφάλαιο 1.473.927 δραχμές, για τόκους και έξοδα 2.191.587 δραχμές, για προμήθεια  δημοσίου 18.388 δραχμές και για το ½ της διαφοράς τόκων 5.376 δραχμές), και υπέρ της δανείστριας τράπεζας το συνολικό ποσό των 2.021.097 δραχμών (ή 5.931,32 ευρώ), όπως αναλυόταν στις αντίστοιχες στήλες της περιληπτικής κατάστασης (ήτοι για κεφάλαιο 982.618 δραχμές και για τόκους και έξοδα 1.038.479 δραχμές). Με τη βεβαίωση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο υποκαταστάθηκε αυτοδίκαια στα δικαιώματα της δανείστριας τράπεζας κατά της οφειλέτριας ομόρρυθμης εταιρείας και κατά των συνυπόχρεων ομόρρυθμων εταίρων της για το ως άνω αναφερόμενο ποσό. Επίσης, με το υπ’ αρ. πρωτ. …………/24-10-1997 έγγραφο της 25ης Δ/νσης Κινήσεως Κεφαλαίου Εγγυημένων Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προς την Τράπεζα της Ελλάδος, κοινοποιούμενο στην δανείστρια τράπεζα (ΕΤΕ) και στην …….’ ΔΟΥ Πειραιά, βεβαιώθηκε ότι το ποσό των 253.547 δραχμών (ή 744,09 ευρώ) δεν καλύπτεται με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον αφορά σε τόκους, που αναλογούν στο μη εγγυημένο ποσό κεφαλαίου του δανείου, και παραγγέλθηκε στην ……. να στείλει σχετικά φύλλα έκπτωσης στην Β’ ΔΟΥ Πειραιά για να βεβαιωθεί το ποσό αυτό  σε λογαριασμό υπέρ της ιδίας, ώστε να της αποδοθεί από την άνω ΔΟΥ, όταν εισπραχθεί. Ακολούθως η …. με το υπ’ αρ. ….. από 22-12-1997 έγγραφο της προς την …’ ΔΟΥ Πειραιά απέστειλε ατομικό φύλλο έκπτωσης για το παραπάνω ποσό και την από 22-12-1997 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης φόρου  σε βάρος της άνω ομόρρυθμης εταιρείας. Με βάση τα έγγραφα αυτά η …..’ ΔΟΥ Πειραιά βεβαίωσε, με την υπ’ αρ. …../17-2-1998 ταμειακή βεβαίωση, σε βάρος της άνω οφειλέτριας εταιρείας  και υπέρ της δανείστριας τράπεζας ποσό 253.547 δραχμών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 62 ΠΔ 16/1989 «1.Για τα έσοδα που εισπράττονται οίκοθεν ή με δήλωση στο τέλος του μήνα συντάσσεται από το τμήμα εσόδων η συγκεντρωτική κατάσταση κατά κωδικούς αριθμούς και λογαριασμούς οίκοθεν εισπραχθέντων σε δυο αντίτυπα. Η κατάσταση αυτή υπογράφεται από τον υπάλληλο που τη συνέταξε και τον προϊστάμενο του τμήματος εσόδων και παραδίνεται στο γραφείο βεβαίωσης, για να γίνει η βεβαίωση των εσόδων αυτών σύμφωνα με τη διαδικασία του προηγουμένου άρθρου.  Στη περίπτωση αυτή πάνω στην κατάσταση γίνεται η εξής πράξη βεβαίωσης “Βεβαιούται ότι στις … έγινε βεβαίωση του ποσού των δρχ……. από οίκοθεν είσπραξη, καταχωρήθηκε στο βιβλίο παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων και πήρε αυξ. αριθμό ….”. Την πράξη αυτή την υπογράφουν ο υπεύθυνος του γραφείου βεβαίωσης ή ο αρμόδιος υπάλληλος και ο προϊστάμενος του τμήματος εσόδων. Το πρωτότυπο αντίτυπο της πιο πάνω κατάστασης υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο με τα λογιστικά στοιχεία του προϊσταμένου του τμήματος εσόδων και το άλλο παραμένει στο αρχείο του τμήματος». Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 95 του ιδίου ως άνω ΠΔ, «Σε περίπτωση δημιουργίας εξόδων διοικητικής εκτέλεσης, ο προϊστάμενος δικαστικού μεριμνάει για τη συγκέντρωση των κατά περίπτωση απαιτουμένων δικαιολογητικών και τον έλεγχο αυτών. Ο Δικαιούχος (Δικαστικός Επιμελητής, Συμβολαιογράφος κ.λ.π.) συντάσσει συγκεντρωτική κατάσταση πληρωμής εξόδων διοικητικής εκτέλεσης σε (6) έξι αντίτυπα, η οποία περιέχει αναλυτικά κατά οφειλέτη τα έξοδα και δικαιώματα που προέκυψαν. Την κατάσταση αυτή την ελέγχει και την υπογράφει ο Προϊστάμενος δικαστικού και τη θεωρεί ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Τα τέσσερα πρώτα αντίτυπα μαζί με όλα τα δικαιολογητικά τα παραδίνει στον Προϊστάμενο τμήματος εσόδων. Το πρώτο αντίτυπο χρησιμεύει σαν τίτλος βεβαίωσης. Το δεύτερο επισυνάπτεται στο αντίγραφο της περιληπτικής κατάστασης βεβαίωσης, που προορίζεται για το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα άλλα δύο μαζί με όλα τα δικαιολογητικά πληρωμής παραδίνονται στον Προϊστάμενο του Τμήματος Εξόδων για την υποβολή τους στην αρμόδια Υπηρεσία Εντελλομένων Εξόδων για την έκδοση του σχετικού χρηματικού εντάλματος». Εν προκειμένω, με βάση α) την από 21-11-1997 συγκεντρωτική κατάσταση εξόδων, τελών και δικαιωμάτων για διάφορους οφειλέτες, μεταξύ των οποίων και η ομόρρυθμη εταιρεία «………..», θεωρημένη από τον Προϊστάμενο της ….’ ΔΟΥ Πειραιά, και β)την από 21-11-1997 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης φόρου της ίδιας ΔΟΥ, βεβαιώθηκε, οίκοθεν, με την υπ’ αρ. …./21-11-1997 ταμειακή βεβαίωση  αυτής (της ΔΟΥ), για έξοδα δικαστικού επιμελητή, ποσό 286.650 δραχμές, από το οποίο ποσό 3.800 δραχμές (ή 11,15 ευρώ) σε βάρος της άνω ομόρρυθμης εταιρείας. Επίσης, με βάση α) την από 20-10-1999 συγκεντρωτική κατάσταση εσόδων, τελών και δικαιωμάτων για διάφορους οφειλέτες, μεταξύ των οποίων η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, θεωρημένη από τον Προϊστάμενο της ….΄ΔΟΥ Πειραιά, και β) την από 22-10-1999 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης φόρου της ίδιας ΔΟΥ, βεβαιώθηκε, οίκοθεν, με την υπ’ αρ. …../22-10-1999 ταμειακή βεβαίωση αυτής (της ΔΟΥ), για έξοδα δικαστικής επιμελήτριας, ποσό 471.688 δραχμές, από το οποίο ποσό 3.800 δραχμές (ή 11,15 ευρώ) σε βάρος της παραπάνω ομόρρυθμης εταιρείας. Τα παραπάνω βεβαιωθέντα ποσά πλέον προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, ήτοι συνολικά ποσό 50.338,35 ευρώ, κλήθηκε ο εκκαλών-ανακόπτων  ως ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρείας «………….», που έλαβε το προαναφερόμενο βιοτεχνικό δάνειο, να καταβάλλει στο εφεσίβλητο καθ’ ου η ανακοπή με την προσβαλλόμενη με αρ. πρωτ. … και αύξ. αρ. …../2011 ατομική ειδοποίηση ληξιπρόθεσμων χρεών της ….’ ΔΟΥ Πειραιά. Σύμφωνα δε με τις νομικές σκέψεις, που ήδη αναπτύχθηκαν, οι προσβαλλόμενες  ταμειακές βεβαιώσεις στηρίζονται σε νόμιμους τίτλους είσπραξης κατά τον ΚΕΔΕ, τους οποίους συγκροτούν όλα τα έγγραφα, που προαναφέρθηκαν χωριστά για κάθε ταμειακή βεβαίωση,  ήτοι το από 27-2-1997 έγγραφο της ….. προς τη …..’ ΔΟΥ Πειραιά, η υπ’ αρ. 4 πράξη εξειδίκευσης της εγγύησης του δημοσίου, η ανάλυση κίνησης του λογαριασμού, που τηρήθηκε για το βιοτεχνικό δάνειο με την ανακεφαλαιωτική κατάσταση της οφειλής, οι τριπλότυπες περιληπτικές καταστάσεις βεβαίωσης, το με αρ. πρωτ. 2046758/5806/0025/1997 έγγραφο της 25ης Δ/νσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προς την Τράπεζα της Ελλάδος καθώς και οι συγκεντρωτικές καταστάσεις των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία   προσκομίστηκαν  από το καθ’ ου με επίκληση τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην παρούσα, κατ’ έφεση, δίκη και τέθηκαν υπόψη του ανακόπτοντος. Τα έγγραφα αυτά αποτελούν νόμιμους τίτλος υπό ευρεία έννοια και μπορούν να στηρίξουν  την είσπραξη κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ του οφειλόμενου βιοτεχνικού δανείου λόγω κατάπτωσης της εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτουν η αιτία και το είδος της απαίτησης, η χρονολογία χορηγήσεως του βιοτεχνικού δανείου, το ποσό αυτού, το ποσό για το οποίο δόθηκε η εγγύηση του Δημοσίου, η διάρκεια του, ο αριθμός των δόσεων, τα ποσά των δόσεων, οι χρονολογίες λήξεως των δόσεων, οι δόσεις που δεν καταβλήθηκαν, το συμβατικό επιτόκιο, ο χρόνος που έκλεισε ο λογαριασμός λόγω μη εξυπηρέτησης του δανείου και η κίνηση του λογαριασμού. Επίσης, προκύπτουν το ποσό της απαίτησης, για το οποίο υποκαταστάθηκε το Ελληνικό Δημόσιο και αυτό που είναι εισπρακτέο υπέρ της δανείστριας τράπεζας καθώς και το ακριβές ποσό των εξόδων διοικητικής εκτέλεσης σε βάρος της οφειλέτριας ομόρρυθμης εταιρείας. Επομένως, η αιτία της οφειλής και αναλύεται κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, ο δε ανακόπτων μπορεί να ελέγξει την ύπαρξη και το ύψος της και να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε Δικαστήριο να ελέγξει τη βασιμότητά της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως και ο ίδιος ο ανακόπτων παραδέχεται με το δικόγραφο της ανακοπής του, επισκεπτόμενος τη ΔΟΥ Πειραιά ενημερώθηκε ότι το χρέος προέρχεται από οφειλή της εταιρείας «……………..» για βιοτεχνικό δάνειο και έλαβε γνώση της υπ’ αρ. 4 πράξης εξειδίκευσης εγγύησης του Δημοσίου, όπου αναφέρονται αναλυτικά τα στοιχεία του δανείου, όπως προκύπτει από την επίκληση αυτής στο δικόγραφο της ανακοπής. Συνεπώς, δεν υπέστη οποιαδήποτε δικονομική βλάβη, καθόσον άσκησε την ένδικη ανακοπή του με την οποία αμφισβήτησε την οφειλή του. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις ο δεύτερος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο οποίος ουδόλως ερευνήθηκε από την αναιρεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και άρα δεν υφίσταται δεδικασμένο, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι δεν υπέχει καμία ευθύνη για τις οφειλές, που βεβαιώθηκαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις,  καθόσον δεν υπήρξε ομόρρυθμος εταίρος στην οφειλέτρια εταιρεία «…………..», αλλά εμφανιζόταν ψευδώς με την ιδιότητα αυτή κατόπιν πλαστογράφησης της υπογραφής του στο  συμφωνητικό σύστασης από τον πατέρα του, …………. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 73 § 1 ΚΕΔΕ και 22 ΕΝ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του ανακόπτοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τη με αρ. …./2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … . ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια του ανακόπτοντος μετά από προηγούμενη κλήτευση του καθ’ ου η ανακοπή (βλ. με αρ. …/16-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……….), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα κάτωθι : Με το από 16-7-1991 συμφωνητικό σύστασης ομορρύθμου εμπορικής εταιρείας, το οποίο δημοσιεύτηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά,  συστήθηκε  ομόρρυθμη εταιρεία αορίστου διάρκειας με την επωνυμία «……….», με έδρα τον Πειραιά, επί της οδού …………, και με σκοπό την κατασκευή και πώληση δερματίνων ειδών. Ομόρρυθμοι εταίροι στην εν λόγω εταιρεία, που φέρεται να έχουν υπογράψει και το ανωτέρω συμφωνητικό, ήταν ο ανακόπτων και ο πατέρας του, ………….. Στη συνέχεια, με το από 22-12-1992 συμφωνητικό, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά και φέρεται να έχει υπογραφεί από τους δύο ομόρρυθμους εταίρους, λύθηκε η ως άνω εταιρεία. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έθεσε την υπογραφή του στα εν λόγω συμφωνητικά, καθώς το 1992 υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία και δεν μπορούσε να έχει σχέση με την εταιρεία, επιπλέον δε από το 1990 οι γονείς του βρίσκονταν σε διάσταση και ο ίδιος κατοικούσε με τη μητέρα του σε μισθωμένα διαμερίσματα, ενώ από το 1992 και μετά, που απολύθηκε από τον στρατό, εργάστηκε ως ιδιωτικός υπάλληλος σε διάφορες εταιρείες. Ωστόσο,  από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι υπήρξε πλαστογράφηση της υπογραφής του στο συμφωνητικό σύστασης της ομόρρυθμης εταιρείας, της οποίας εμφανίζεται ομόρρυθμος εταίρος. Η μάρτυρας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, είναι σύζυγος του ανακόπτοντος από το 1996 και έκτοτε, μετά δηλαδή την υποτιθέμενη πλαστογράφηση της υπογραφής του ανακόπτοντος, και μεταφέρει τις απόψεις του ανακόπτοντος. Επίσης, ο ανακόπτων προσκομίζει αποδείξεις καταβολής ενοικίου και μισθωτήριο κατοικίας, όπου διέμενε μαζί με την μητέρα του μετά τον χωρισμό των γονέων του, που φέρουν ημερομηνίες  των ετών 1996-1997, μεταγενέστερες δηλαδή της σύστασης της ομόρρυθμης εταιρείας. Η λύση, εξάλλου, του γάμου των γονέων του επήλθε κατόπιν της από 18-4-1997 αίτησης τους με την υπ’ αρ. 725/1998 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Όλα, δηλαδή, τα έγγραφα, που προσκομίζει ο ανακόπτων, ανατρέχουν σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο του χρόνου, που φέρεται να έγινε η πλαστογραφία. Ούτε και η αντιπαραβολή των υπογραφών του στο συμφωνητικό σύστασης και στο συμφωνητικό λύσης της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρείας μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ασφαλή κρίση περί της πλαστότητας, δεδομένου ότι πέραν των δύο  αυτών συμφωνητικών και της αστυνομικής ταυτότητας του ανακόπτοντος, που εξεδόθη το 2005 (14 δηλαδή χρόνια μετά την υπογραφή των συμφωνητικών), αυτός δεν προσκομίζει κανένα άλλο έγγραφο, σύγχρονο με τα  ως άνω συμφωνητικά, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η διαφορετικότητα της υπογραφής του, ούτε και έγγραφα, όμως, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός κατά το επίδικο διάστημα απασχολείτο ως ιδιωτικός υπάλληλος στις εταιρείες, που επικαλείται. Ακόμη, και η υπ’ αρ. ……/2014 ένορκη βεβαίωση του πατέρα του, …………, που έρχεται μετά από την πάροδο πολλών ετών να βεβαιώσει ότι ο ίδιος έθεσε αυθαίρετα την υπογραφή του υιού του στο συμφωνητικό σύστασης της ομόρρυθμης εταιρείας, δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη, διότι δόθηκε ενόψει της παρούσας δίκης. Η μάρτυρας του ανακόπτοντος καταθέτει εξεταζόμενη στο ακροατήριο ότι σε ποινικές υποθέσεις, που είχε ο ανακόπτων σύζυγός της λόγω της φερόμενης ιδιότητας του ως ομόρρυθμου εταίρου, αυτός έχει αθωωθεί, πλην όμως δεν προσκομίζεται καμία τέτοια απόφαση, από την οποία να προκύπτει εάν ο λόγος της απαλλαγής υπήρξε η πλαστογραφία της υπογραφής του στο συμφωνητικό σύστασης της ομόρρυθμης εταιρείας. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το με αρ. πρωτ. …./16-8-2011 έγγραφο της …….’ ΔΟΥ Πειραιά, που προσκομίζεται από το καθ’ ου η ανακοπή, ο ανακόπτων υπήρξε μέλος και συνδιαχειριστής και της εταιρείας «……………..» , η οποία έκανε έναρξη εργασιών στις 23-12-1992 και διακοπή εργασιών στις 31-12-1993. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, συνεπώς, ο λόγος αυτός ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Περαιτέρω, η κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) ανακοπή αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις (λόγους), ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση, αλλά στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (Ολ. ΑΠ 10/1997). Ειδικότερα, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τους λόγους αυτής, δηλαδή να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων, που δικαιολογούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων της διοικήσεως. Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος στη πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δίκη ή με το δικόγραφο της έφεσης, των πρόσθετων λόγων αυτής ή της αναίρεσης, κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, διότι έναντι των τελευταίων αυτών γενικών διατάξεων κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται στον αντίδικο. Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής. Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 5/2018, ΑΠ 1507/2006, ΑΠ 552/1992 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω ο εκκαλών με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι και αυτοί δεν ερευνήθηκαν με την αναιρεθείσα απόφαση, ισχυρίζεται ότι η αξίωση του καθ’ ου η ανακοπή εναντίον του έχει υποκύψει στην δεκαετή παραγραφή του άρθρου 65 § 5 Ν. 2362/1995 και εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο  παρέλειψε να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις, έστω και αυτεπαγγέλτως λαμβάνοντας υπόψη αυτήν (την παραγραφή). Ο λόγος αυτός, που για πρώτη φορά προβάλλεται στο παρόν δικαστήριο, συνιστά νέο λόγο ανακοπής, που έπρεπε να προταθεί με το δικόγραφο της ανακοπής ή των πρόσθετων λόγων ανακοπής, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, και όχι με τους λόγους της έφεσης. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Με βάση όλα τα παραπάνω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, και τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 12-6-2013 (αρ. κατάθ. …./2013) έφεση (κατά το αναιρεθέν αυτής μέρος) και τους από 14-1-2014 (αρ. κατάθ. …../2014) πρόσθετους λόγους έφεσης.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους πρόσθετους λόγους έφεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 5-11-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της, ο Πρόεδρος

του Τριμελούς Συμβουλίου

Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς

Αντώνιος Πλακίδας, Πρόεδρος Εφετών