Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 660/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  660/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

             Η υπό κρίση από 28-2-2018 (αρ. κατάθ. ………../2018) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της με αρ. 298/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, την από 25-1-2017 (με αρ. κατάθ.  ………./2017) αγωγή,  έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα, 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ ως ισχύουν), καθόσον το δικόγραφο της κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 1-3-2018, εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 16-1-2018, ενώ από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έγινε επίδοση αυτής. Αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, και για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το απαιτούμενο παράβολο δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των άρθρων 785, 786, 787, 792 § 2, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ένας από τους κοινωνούς κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού αντικειμένου, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν

δεν πρόβαλαν αξίωση για σύγχρηση, να απαιτήσουν από τον πιο πάνω κοινωνό ανάλογη μερίδα από το όφελος, που αυτός αποκόμισε και το οποίο συνίσταται στην αξία της χρήσης του κοινού. τις προαναφερόμενες αποφάσεις του αρμοδίου δικαστηρίου. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά τον χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια. Η ωφέλεια αυτή προσδιορίζεται από τη μισθωτική αξία του κοινού πράγματος, δηλαδή του ποσού του μισθώματος, που θα κατέβαλε ο κοινωνός, που το χρησιμοποιεί, για τη χρήση άλλου όμοιου ακινήτου με βάση τις εν γένει μισθωτικές συνθήκες της περιοχής που επικρατούν κατά τον κρίσιμο χρόνο και της     κατάστασης,    που    βρίσκεται   το  κοινό πράγμα (ΑΠ 1208/2018, ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, ΕΠειρ 860/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το δικαίωμα του καθενός από τους κοινωνούς για χρήση του κοινού αντικειμένου είναι ανεξάρτητο από τη μερίδα του σ’ αυτό και τούτο, διότι η εξουσία του κοινωνού πάνω στο κοινό αντικείμενο διακρίνεται μεν θεωρητικά σε ιδανική μερίδα, όχι όμως και πρακτικά, γιατί οι υλικές πράξεις με τις οποίες ασκείται αυτή η άμεση εξουσία, δεν επιδέχεται επιμερισμό, ώστε ο καθένας να ασκεί τόσο ποσοστό εξουσίας, όσο αντιστοιχεί στο μερίδιό του. Έτσι, αν ένα κοινό αντικείμενο βρίσκεται υπό την κατοχή ενός από τους κοινωνούς, αυτός δικαιούται στη συνολική χρήση του και όχι μόνο τόσου μέρους του από αυτό, όσο του αντιστοιχεί στη μερίδα του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν κωλύεται η σύγχρηση των λοιπών κοινωνών, ήτοι εκείνη η οποία ασκείται πράγματι ή αξιώνεται από αυτούς και όχι εκείνη, η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως και αφηρημένα να αξιωθεί, διότι έτσι καθορίζεται η έκταση του δικαιώματος της διάταξης του άρθρου 787 ΑΚ. Το παραπάνω, δηλαδή, δικαίωμα του συγκοινωνού δεν εξαρτάται από την προηγούμενη παρακώλυση στη σύγχρηση του κοινού, αλλά αρκεί ότι το πράγμα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς από τον άλλο κοινωνό και ο ίδιος δεν αξιώνει για τον εαυτό του σύγχρηση, κατά τον προορισμό του πράγματος, χωρίς να απαιτείται ότι η εν λόγω αποκλειστική χρήση παρακωλύει τη σύγχρηση από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 1671/2011 ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα, όμως, του συγκυρίου πράγματος να αξιώσει από τους λοιπούς συγκυρίους, οι οποίοι έκαναν αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος, ανάλογη μερίδα επί του οφέλους, που εκείνοι αποκόμισαν από τη χρήση του, συνιστάμενη στην αξία της χρήσεως αυτής, υπόκειται κατά την άσκησή του, όπως άλλωστε κάθε ιδιωτικό δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, με το οποίο ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, ΑΠ 448/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 6036/2010 ΕλΔνη 2011.55).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων, ήδη εκκαλών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι αυτός και η εναγομένη, πρώην σύζυγος του, είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, της λεπτομερώς περιγραφομένης στην αγωγή αυτή οικίας, η οποία χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη μέχρι το 1997, οπότε διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωσή τους, και ο ίδιος το 1998 υποχρεώθηκε να μετοικήσει από την εν λόγω οικία με απόφαση του δικαστηρίου, ενώ η εναγομένη εξακολούθησε να διαμένει σε αυτή μαζί με τα ανήλικα τέκνα τους. Επικαλούμενος δε στη συνέχεια ότι ο γάμος του με την εναγομένη λύθηκε αμετάκλητα στις 2-3-2003 και ότι  αυτή και μετά το 2012, οπότε τα τέκνα τους ήταν πλέον ενήλικα, συνέχισε να κάνει αποκλειστική χρήση του άνω κοινού ακινήτου, του οποίου η μισθωτική αξία ανέρχεται στο ποσό των 1.000 ευρώ το μήνα, ζήτησε 1)να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει ως αποζημίωση χρήσης, α) το ποσό των 22.225,40 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 18-1-2012 έως 2-10-2015, νομιμοτόκως από την επίδοση προγενέστερης αγωγής του στις 20-11-2013 , β) το ποσό των 8.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2-10-2015 έως 31-1-2017, νομιμοτόκως από την επίδοση προγενέστερης αγωγής του στις 8-10-2015, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, 2)  να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη θα του οφείλει για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 2017 έως Ιανουάριο 2019 το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, και τέλος 3) να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη, δεχόμενο κατά την κύρια αιτιολογία του ότι η αξίωση του ενάγοντος δεν υφίσταται λόγω ύπαρξης συμφωνίας για τη χρήση του ιδανικού μεριδίου του έναντι ανταλλάγματος και με επάλληλη αιτιολογία ότι η άσκηση του δικαιώματος του γίνεται καταχρηστικά. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ο  ενάγων με τους λόγους της ένδικης έφεσής του, οι οποίοι, ορθώς εκτιμώμενοι, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων βεβαιώσεων, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και συγκεκριμένα από τη με αρ. ……../24-4-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που ελήφθη νομότυπα με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. με αρ. …../27-1-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά, ………) και β) από τις με αρ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν νομότυπα με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. με αρ. …./28-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, ………), μη λαμβανομένης υπόψη της με αρ. …./.22-5-2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που συντάχθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, χωρίς όμως την τήρηση των διατυπώσεων της διάταξης του άρθρου 422 § 1 ΚΠολΔ, αφού η κλήτευση του ενάγοντος δεν αναφέρει ακριβή ώρα λήψης της εν λόγω βεβαίωσης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς, ωστόσο, να παραλειφθεί η αξιολόγηση ουδενός για την κρίση της ένδικης διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν στις 9-9-1989 νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν δύο, ενήλικα σήμερα, τέκνα, τον ….., γεννηθέντα στις 6-1-1992, και τη ….., γεννηθείσα στις 27-4-1994.  Το 1993 οι διάδικοι αγόρασαν, δυνάμει του με αρ. …../10-9-1993 συμβολαίου πώλησης ακινήτου της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………….., νόμιμα μεταγεγραμμένου στο υποθηκοφυλακείο Πειραιά  και ήδη καταχωρηθέντος στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ένα ακίνητο εμβαδού 151 τμ., ευρισκόμενο στη Δραπετσώνα Αττικής, στην οδό ………… Επ’ αυτού ανήγειραν, με κοινές δαπάνες, μία οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο έκτασης 100 τμ. με αποθηκευτικό χώρο, λεβητοστάσιο, χώρο καυσίμων και κλιμακοστάσιο προς το ισόγειο, πιλοτή, πρώτο όροφο, συνολικού εμβαδού, μαζί με το κλιμακοστάσιο που οδηγεί στον δεύτερο όροφο, 89,18 τμ., δεύτερο όροφο, συνολικού εμβαδού 89,18 τμ. (μεζονέτα) και δώμα, η οποία αποτέλεσε την κοινή συζυγική τους οικία. Μετά την αποπεράτωση της οικοδομής η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διεκόπη περί τον μήνα Αύγουστο του έτους 1997, οπότε ο ενάγων αποχώρησε από το ως άνω κοινό τους ακίνητο. Με την υπ’ αρ. 638/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ανατέθηκε προσωρινά στην εναγομένη η επιμέλεια των δύο ανήλικων τότε τέκνων τους, διατάχθηκε η μετοίκηση του ενάγοντος από τη συζυγική οικία και παραχωρήθηκε προσωρινά στην εναγομένη η χρήση της μεζονέτας, ενώ η χρήση του υπογείου παραχωρήθηκε προσωρινά στον ενάγοντα. Στη συνέχεια με την υπ’ αρ. 15/1999 απόφαση του αυτού ως άνω δικαστηρίου ανατέθηκε οριστικά στην εναγομένη η επιμέλεια των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, ενώ απορρίφθηκε ανταγωγή του εδώ ενάγοντος για παραχώρηση της χρήσης της ανωτέρω κοινής οικίας στον ίδιο. Παράλληλα δε, το ανωτέρω δικαστήριο με την προαναφερόμενη απόφαση του, προσδιορίζοντας τα μηνιαία εισοδήματα του ενάγοντος, πατέρα των τέκνων, σε 535.000 δραχμές και τις υποχρεώσεις του προς τρίτους (δάνεια κλ) σε 150.000 δραχμές, ενώ της εναγομένης, μητέρας των ανηλίκων, σε 221.000 δραχμές κατά μήνα, και συνεκτιμώντας την χρήση της κοινή οικίας από την εναγομένη με τα ανήλικα, καθόρισε τη μηνιαία ανάλογη διατροφή για καθένα από τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων σε 100.000 δραχμές το μήνα και υποχρέωσε τον ενάγοντα να καταβάλλει για διατροφή  τους το ποσό των 60.000 δραχμών σε έκαστο για το χρονικό διάστημα από 3-6-1998 έως 3-6-2000. Στη συνέχεια, με την υπ’ αρ. 348/2001 απόφαση του ίδιο ανωτέρω δικαστήριο,  υπολογίζοντας τα εισοδήματα της εναγομένης σε 350.000 δραχμές το μήνα και του ενάγοντος  σε 650.000 δραχμές το μήνα, τις δε υποχρεώσεις του προς τρίτους σε 110.000 δραχμές ανά μήνα, καθόρισε  την ανάλογη μηνιαία διατροφή για κάθε ανήλικο σε 130.000 δραχμές και υποχρέωσε τον ενάγοντα να καταβάλλει  για καθένα από αυτά 75.000 δραχμές το μήνα, επί μία διετία από την επίδοση της από 25-7-2000 αγωγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Σεπτέμβριο του 2004, και ενώ είχε ήδη από  τον  Απρίλιο  του 2003 επέλθει η αμετάκλητη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου, η εναγομένη μετοίκησε μετά του ανήλικου ακόμα υιού των διαδίκων, ….., στην Πάρο, κατόπιν διορισμού της στον εκεί δήμο, ενώ η θυγατέρα των διαδίκων, ….., μετά από επιθυμία της, εγκαταστάθηκε στην οικία του πατέρα της. Από τον χρόνο μετοίκησης της εναγομένης στην Πάρο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο καθένας θα αναλάβει τα έξοδα διαβίωσης του τέκνου με το οποίο διαμένει, συγκεκριμένα η εναγομένη θα αναλάμβανε τα έξοδα διαβίωσης του  υιού τους, ….., και ο ενάγων τα έξοδα της θυγατέρας τους, ….., απαλλασσόμενος ο τελευταίος από την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού προς την ενάγουσα για τη  διατροφή του υιού τους. Τον Σεπτέμβριο του 2009 ο υιός των διαδίκων επέστρεψε από την Πάρο και εγκαταστάθηκε στην οικογενειακή οικία, που του παραχώρησαν οι διάδικοι γονείς του, προκειμένου να παρακολουθήσει φροντιστήρια για να δώσει πανελλαδικές εξετάσεις, ενώ το επόμενο έτος η εναγομένη, λόγω μετάθεσής της στον δήμο Κερατσινίου, μετακόμισε και αυτή στην άνω οικία μαζί με τον υιό της. Καθ’ όλο το διάστημα, ωστόσο, που η εναγομένη κατοικούσε στην Πάρο έκανε χρήση της επίκοινης κατοικίας προκειμένου να επισκέπτεται την θυγατέρα της και να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί της, αλλά και κατά το έτος 2009, κάθε σαββατοκύριακο, για να παρέχει τις απαραίτητες φροντίδες στον υιό της. Τον Ιούλιο του 2011 εγκαταστάθηκε στην κοινή οικία, μαζί με την εναγομένη μητέρα της και τον αδερφό της, ……, ο οποίος φοιτούσε ήδη στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, και η θυγατέρα των διαδίκων, ….., ώστε να προετοιμαστεί για τις πανελλαδικές εξετάσεις, πλην όμως  τον Φεβρουάριο του 2012, μετά την από 8-1-2012 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία που επέδωσε ο ενάγων στην εναγομένη στις 18-1-2012 αποχώρησε από αυτήν (την κοινή οικία) και εγκαταστάθηκε πάλι με τον πατέρα της.  Ειδικότερα, με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση ο ενάγων ζητούσε από την εναγομένη να προχωρήσουν σε διανομή του επίκοινου ακινήτου και επιπλέον αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση της κοινής οικίας εκ μέρους της, εφόσον  εξακολουθούσε να κάνει χρήση της. Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι ο υιός των διαδίκων, μετά και από παραχώρηση εκ μέρους του ενάγοντος πατέρα του συνέχισε να διαμένει στην πρώην οικογενειακή κατοικία και να κάνει χρήση αυτής  καθ’ όλο το διάστημα των σπουδών του (οπότε πλέον ήταν ενήλικος) από το 2011 μέχρι και το 2016, αλλά και μετέπειτα, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του για τις εξετάσεις στη σχολή δημόσιας διοίκησης.  Η χρήση αυτή της κοινής οικίας από τον υιό των διαδίκων γινόταν για λογαριασμό  του ενάγοντος πατέρα του, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, του την είχε παραχωρήσει, κατά το εξ αδιαιρέτου μερίδιό του,  αρχικά για να  προετοιμαστεί για τις πανελλαδικές εξετάσεις, ενώ στη συνέχεια, που ο υιός του ενηλικιώθηκε και ήταν φοιτητής, ο ενάγων, προφανώς από λόγους ηθικού καθήκοντος και λόγω της σχέσης πατέρα –υιού,  είχε συναινέσει στην χρήση που γινόταν από τον υιό του, αφού ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε  σ’ αυτόν, ούτε και απαίτησε ποτέ να του αποδώσει τη χρήση της οικίας, αντιλαμβανόμενος  και ο ίδιος (ο ενάγων) ότι είναι το ελάχιστο, που μπορεί να προσφέρει στον υιό του, ο οποίος όντας φοιτητής και άνεργος θα είχε απαίτηση εναντίον του για μέρος της διατροφής του. Για το γεγονός αυτό καταθέτουν με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο οι ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες της εναγομένης, οι οποίες αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων παραχώρησε το μερίδιο του στην κοινή οικία, ώστε να μην χρειάζεται να συμβάλλει με καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού στην διατροφή του υιού του. Στην ανωτέρω κρίση οδηγείται το Δικαστήριο και από τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις επιδίκασης διατροφής, από τις οποίες διαφαίνεται ότι ο ενάγων, έχων κατά τα κρινόμενα με αυτές, υπέρτερες οικονομικές δυνάμεις από την ενάγουσα, υποχρεώνεται να συμβάλλει στη διατροφή των τέκνων του, παρόμοιων διατροφικών αναγκών, με μεγαλύτερο χρηματικό ποσό (με την υπ’ αρ. 15/1999 απόφαση κρίθηκε ότι ο ίδιος πρέπει να συμβάλλει στη μηνιαία διατροφή κάθε τέκνου του με το ποσό των 60.000 δραχμών και η εναγομένη με το ποσό των 40.000 δραχμών, ενώ με την υπ’ αρ. 348/2001 απόφαση τα ποσά αναπροσαρμόστηκαν σε 75.000 δραχμές και 55.000 δραχμές αντίστοιχα). Η αναλογία μεταξύ των διαδίκων δεν διαφοροποιήθηκε ούτε τα χρόνια, που ακολούθησαν μέχρι και τον χρόνο κατάθεσης της ένδικης αγωγής, καθώς η ενάγουσα, ως υπάλληλος του δήμου, λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές περί τα 1.000 ευρώ, που αποτελεί και το μοναδικό εισόδημά της, ενώ ο ενάγων, ως πολιτικός μηχανικός στον δήμο έχει μηνιαίες αποδοχές περί τα 1.500 ευρώ, όπως και η νυν σύζυγος του, επίσης πολιτικός μηχανικός στον δήμο, παράλληλα δε απασχολείται και ως ελεύθερος επαγγελματίας μηχανικός, αποκομίζοντας επιπλέον εισοδήματα. Και ναι μεν ο ενάγων βαρύνεται με την διατροφή των τριών τέκνων του, που απέκτησε από τον δεύτερο γάμο του, και με τα έξοδα συντήρησης της θυγατέρας του ……., η οποία αποφοίτησε από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και είναι άνεργη, ωστόσο, και η ενάγουσα έχει επωμιστεί τα έξοδα διαβίωσης του υιού της ….., επιπλέον δε από το 2009 και έκτοτε αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και έχει υποβληθεί σε αρκετές χειρουργικές επεμβάσεις κατά τα έτη 2011, 2012 και 2015 υποβαλλόμενη σε πλείστα ιατρικά έξοδα.  Από τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται ότι ο ενάγων, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, προβαίνει σε σύγχρηση της  επίκοινης οικίας μέσω του υιού του, στον οποίο έχει παραχωρήσει  το ιδανικό του μερίδιο επ’ αυτής.  Είναι δε αδιάφορο αν  η χρήση του κοινού γίνεται από τον ίδιο τον κοινωνό ή και διαμέσου τρίτου προσώπου, όπως εν προκειμένω, που η χρήση γίνεται από τον ενάγοντα διαμέσου του υιού του (ΑΠ 583/1960 ΝοΒ 9.453, ΕΑ 122/2002 ΕλΔνη 2002.1479, ΕφΑθ 4286/1978 ΝοΒ 27.225). Ως εκ τούτου η εναγομένη,    η εξουσία της οποίας επί του επίκοινου ακινήτου διακρίνεται μεν θεωρητικά σε ιδανική μερίδα, όχι όμως και πρακτικά, γιατί οι υλικές πράξεις με τις οποίες ασκείται αυτή η άμεση εξουσία, δεν επιδέχεται επιμερισμό, και αυτή έτσι προβαίνει στη συνολική χρήση του, και όχι μόνο τόσου μέρους του από αυτό, όσο αντιστοιχεί στη μερίδα της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνει αποκλειστική χρήση του επίκοινου, αφού δεν κωλύεται η σύγχρηση εκ μέρους του συγκοινωνού ενάγοντος, η οποία γίνεται από τον υιό του για λογαριασμό  αυτού. Με βάση τα παραπάνω εκτιθέμενα δεν υφίσταται η ένδικη αξίωση του ενάγοντος και συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, έστω με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του πρώτου λόγου έφεσης.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 520 § 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, οι λόγοι της έφεσης εκτός από σαφείς και ορισμένοι, απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (ΑΠ 558/1990 ΕΕΝ 1991.121,  ΕΑ 1094/1989 ΕλΔνη 33.899, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2003, παρ. 542 σελ. 221). Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την έφεση δε πλήττονται μεν όλες, πλην όμως οι λόγοι της έφεσης που πλήττουν μία από αυτές απορρίπτονται ως αβάσιμοι, κάθε άλλος λόγος, που πλήττει την απόφαση ως προς τις λοιπές (επάλληλες αιτιολογίες) είναι αλυσιτελής και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, διότι το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς επί της μιας και μόνο των ως άνω αιτιολογιών (ΑΠ 708/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 164/1994 ΕλΔνη 37.60, ΕΔωδ 1/2014 ΝΟΜΟΣ Σαμουήλ ό.π. παρ 542, σελ 221).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών πλήττει την επάλληλη αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, με την οποία αυτή έκρινε ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αξίωσης, που προέβαλε παραδεκτά η εναγομένη. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η προβαλλόμενη πλημμέλεια, δηλαδή της κακής εκτίμησης των αποδείξεων όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, εφόσον πρόκειται περί επάλληλης αιτιολογίας και η κύρια ως άνω αιτιολογία, που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, πλήττεται ανεπιτυχώς με τον προαναφερόμενο (πρώτο) λόγο έφεσης.

Κατόπιν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό,  και να διαταχθεί η  εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 28-2-2018 (αρ. κατάθ. …………/2018) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους,   στις 5-11-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της, ο Πρόεδρος

του Τριμελούς Συμβουλίου

Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς

Αντώνιος Πλακίδας, Πρόεδρος Εφετών