Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 664/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

 Προσβολή προσωπικότητας. Στην ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (που καταργήθηκαν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), υπάγονται όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καθώς και οι αξιώσεις προστασίας των ατόμων εκείνων, η περιουσία ή η προσωπικότητα των οποίων προσβλήθηκε από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του εντύπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ασχέτως προς την ιδιότητα του εναγόμενου, ο οποίος, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η εκδηλωθείσα συμπεριφορά ή οποιαδήποτε συμμετοχική δράση οδήγησε στην πρόκληση προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος Η προσβολή της προσωπικότητας ατόμου μπορεί να συνίσταται και σε ποινικά κολάσιμες πράξεις, όπως η αξιόποινη πράξη του άρθρου 184 του ΠΚ.

Αριθμός Απόφασης:   664/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, προεδρεύοντα Εφέτη, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4916/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (του ήδη καταργηθέντος άρθρου 681Δ του ΚΠολΔ και ήδη του άρθρου 614 παρ. 7 του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 28/11/2017, σύμφωνα με την σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………. στο αντίγραφο της απόφασης που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11/12/2017 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο [e-Παράβολο με κωδικό …….. ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (υπ’ αριθμ. Παραστατικό ……./8.12.2017)], το οποίο επισυνάπτεται στην από 11/12/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Το άρθρο 681Δ του ΚΠολΔ που προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 10 του ν. 2145/1993 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 12 του ν. 2328/1995 και ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν. 4335/2015, όριζε στη παρ. 1 ότι: «Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 671 παρ. 1-3, 672 και 673-676 δικάζονται από το καθ’ ύλη αρμόδιο Δικαστήριο οι πάσης φύσεως διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε δια του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων». Από την ευρύτητα με την οποία διατυπώθηκε η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 681Δ παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, στην καθοριζομένη απ’ αυτήν ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ, υπάγονται όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καθώς και οι αξιώσεις προστασίας των ατόμων εκείνων, η περιουσία ή η προσωπικότητα των οποίων προσβλήθηκε από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του εντύπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ασχέτως προς την ιδιότητα του εναγόμενου, ο οποίος, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η εκδηλωθείσα συμπεριφορά ή οποιαδήποτε συμμετοχική δράση οδήγησε στην πρόκληση προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος (ΑΠ 576/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1957/2009 ΕΠΟΛΔ 2010/730). Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330 εδ. β΄, 914, 920, και 932 του ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος μπορεί να επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της πράξης αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή στη φήμη ή στη προσωπικότητα του προσώπου. Επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκούντος κάθε είδους υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Προσβολή της προσωπικότητας συντελείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκφάνσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής, και κοινωνικής ατομικότητας του προσβαλλόμενου, αφού τα έννομα αυτά αγαθά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Κατά τον προσδιορισμό του ποσού της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, δηλ. τον βαθμό πταίσματος του υποχρέου, το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, ενώ συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, ο δε καθορισμός του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού για την ικανοποίηση του παθόντος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ ΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2014 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εκείνης που στοιχειοθετείται στη διάταξη του άρθρου 184 του ΠΚ. Σύμφωνα με αυτή «Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών». Για την νομοτυπική υπόσταση του θεσπιζόμενου με αυτήν εγκλήματος με το οποίο προστατεύεται το έννομο αγαθό της εσωτερικής ειρήνης της ολότητας, της γενικής ησυχίας των πολιτών και του αισθήματος ασφάλειας, απαιτείται δημόσια πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και ο δόλος του δράστη, αρκεί οποιοσδήποτε βαθμός αυτού (και ενδεχόμενος δόλος), για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι με τις εκδηλώσεις του προκαλεί ή διεγείρει δημόσια αόριστο αριθμό ανθρώπων σε τέλεση του κακουργήματος ή πλημμελήματος και τη θέληση να προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα. Η πρόκληση και η διέγερση μπορεί να συντρέχουν, ενδεχομένως μάλιστα τα ίδια λόγια σε άλλους από τους αποδέκτες να επιφέρουν το αποτέλεσμα της πρόκλησης και σε άλλους εκείνο της διέγερσης. Ακόμη, ενόψει του προαναφερθέντος σκοπού της θέσπισης της εν λόγω αξιόποινη πράξης, η πρόκληση ή διέγερση για να θεμελιώνουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αυτής πρέπει να δημιουργούν κατάσταση στον κοινωνικό χωροχρόνο, που έλαβαν χώρα, ικανή να προκαλέσει επικίνδυνη ατμόσφαιρα για το έννομο αγαθό της ευταξίας (δημόσιας τάξης) του συγκεκριμένου χώρου, ώστε παραπέρα να προκληθεί εξελικτικά ή από οποιονδήποτε εξωτερικό «σπινθήρα» η διασάλευση της ευταξίας με τη δημιουργία σοβαρών επεισοδίων, προσβολών κατά προσώπων και πραγμάτων. «Δημόσια τέλεση» υπάρχει όταν είναι δυνατό να υποπέσει στην αντίληψη αόριστου αριθμού προσώπων, άλλων εκτός από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται, και μη συνδεόμενων προς το δράστη με συγγενικές ή προσωπικές σχέσεις, σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο, ασχέτως αν πράγματι την αντελήφθησαν τρίτοι, αρκεί να υπήρχε η δυνατότητα να γίνει αντιληπτή (ΑΠ (ποιν) 850/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (άρθρα 117, 118 του ΚΠολΔ), πρέπει επιπλέον να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφό της τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα (ΑΠ 1570/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 926/2004 ΕλΔνη 46,1659). Έτσι, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος της με αυτή, καθώς και ότι ο προσβάλων τελούσε σε υπαιτιότητα (ΑΠ 853/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 462/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ). Τέλος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγονται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 33/2005 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1179/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 151/2016 ΝΟΜΟΣ), το δε ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου, από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 10/2012 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 174/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 131/2015 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 4/10/2013 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είναι εκλεγμένος Δήμαρχος του Δήμου ………. Χαλκιδικής από τον Ιανουάριο του έτους 2011, ότι την 11/9/2013 ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του στο …. ίδρυμα στα πλαίσια της …..ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ως αρχηγός του πολιτικού κόμματος με την ονομασία «……….», προέτρεψε αναρίθμητο πλήθος πολιτών, οι οποίοι αντιδρούσαν στη μεταλλευτική δραστηριότητα στη Β.Α. Χαλκιδική, να τον λιντσάρουν με τη φράση «Πρέπει ο ……….. να μην μπορεί να κυκλοφορήσει. Λιντσάρετέ τον! Εγώ μαζί σας», ότι η προτροπή αυτή βιντεοσκοπήθηκε από κάμερα τηλεοπτικού συνεργείου και αναμεταδόθηκε ως είδηση επικαιρότητας από όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα (μεταξύ άλλων από ……….) και ότι με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος, ο οποίος προέβη στη δήλωση αυτή συνειδητά και σε πλήρη γνώση του περιεχομένου της και γνωρίζοντας το γεγονός ότι αυτός (ο ενάγων) ήδη είχε στοχοποιηθεί από μερίδα πολιτών με λεκτικές και έμπρακτες εκδηλώσεις βίας, διέπραξε το αδίκημα του άρθρου 184 του ΠΚ και προσέβαλε παράνομα την προσωπικότητά του, καθώς από την προτροπή σε αόριστο αριθμό πολιτών να προσβάλλουν έννομα αγαθά του και να τον καταστήσουν στόχο εγκληματικών ενεργειών υπέστη βαρύτατη ψυχική αναστάτωση και σωματικό στρες. Ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής του με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και με τις προτάσεις του, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 100.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως εισήχθη για να δικαστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για τη συζήτησή της, διότι σύμφωνα με το ιστορικό της πρόκειται για διαφορά που ανέκυψε από ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Ο εναγόμενος στις πρωτόδικες προτάσεις του είχε ισχυριστεί ότι η υπόθεση δεν υπάγεται στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681Δ του ΚΠολΔ, αλλά στην τακτική διαδικασία, διότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα προσβολή της προσωπικότητάς του δεν προκλήθηκε από δήλωσή του στα ΜΜΕ αλλά επρόκειτο για ιδιωτική συνομιλία του με πολίτες, η οποία εν αγνοία του βιντεοσκοπήθηκε και μεταδόθηκε χωρίς την έγκρισή του από κάποια ΜΜΕ, με συνέπεια αφενός μεν η συζήτηση της αγωγής να είναι απαράδεκτη, διότι δεν τηρήθηκε η προδικασία του τότε ισχύοντος άρθρου 270 του ΚΠολΔ (προφανώς εννοεί την προδικασία του άρθρου 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ ως προς την κατάθεση προτάσεων προ εικοσαημέρου της δικασίμου) και αφετέρου το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά τόπο αναρμόδιο κατά τις διατάξεις της γενικής δωσιδικίας, αφού δεν ήταν το Δικαστήριο του τόπου κατοικίας του (άρθρο 22 του ΚΠολΔ). Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι απορριπτέος, διότι για την υπαγωγή της υπόθεσης στην προκείμενη ειδική διαδικασία αρκούσε το γεγονός ότι η ιστορική και νομική βάση της αγωγής στηρίζεται στη μέσω τηλεοπτικών εκπομπών προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος από την παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τα ίδια έκρινε, ορθά εφάρμοσε το νόμο, κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ανωτέρω έντασής του πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης με το πιο πάνω περιεχόμενο η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, διότι ο ενάγων εκθέτει το είδος της προσβολής του εναγόμενου, την παράνομη πράξη του που την προκάλεσε, τον αιτιώδη σύνδεσμο με αυτή και ότι ο εναγόμενος από υπαιτιότητά του προέβη στην ως άνω δήλωση. Η κατά τα άνω λεπτομερής αναφορά των θεμελιωτικών της ασκούμενης αγωγικής αξίωσης πραγματικών περιστατικών ανταποκρίνεται στην απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ «ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά το νόμο την αγωγή», αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο επιδιωκόμενος από τις εν λόγω διατάξεις σκοπός, της παροχής, δηλαδή, της δυνατότητας στο μεν δικαστήριο να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα της καταγόμενης προς κρίση αξιώσεως, στο δε εναγόμενο να αμυνθεί ικανοποιητικώς (ΑΠ 43/2015 ΝΟΜΟΣ) χωρίς περαιτέρω να απαιτείται για την πληρότητα της αγωγής να εκθέτεται η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση (η οποία εν προκειμένω προσδιορίζεται, καθώς σχετίζεται με την ίδια την ένδικη υπόθεση), οι προσωπικές τους σχέσεις, αφού τα εν λόγω στοιχεία δεν συνιστούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητά της, αλλά αποτελούν ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά (συμπαρομαρτούσες συνθήκες), τα οποία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις και λαμβάνονται υπ’ όψιν από το δικαστήριο για να καθορισθεί το ύψος της τυχόν επιδικασθησόμενης, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,453, ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη 2005, σελ. 822, 217/2018 ΕΦ ΑΘ ΕφΠειρ 489/2016 Νόμος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τα ίδια έκρινε, ορθά εφάρμοσε το νόμο, κατά συνέπεια ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψή της προσβληθείσας με τις πρωτόδικες προτάσεις του έντασης αοριστίας της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί απαραδέκτου της διαδικασίας, άλλως περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, άλλως περί αναρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου λόγω της ιδιότητάς του, ως βουλευτή, καθόσον η αρχή του ανεύθυνου που θεσπίζει το άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος για τους βουλευτές και η ειδική διαδικασία που ορίζεται από την δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου, για την περίπτωση ποινικής ή αστικής ευθύνης τους, αφορούν σε υποθέσεις σχετιζόμενες με γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων τους, δηλαδή κατ’ αρχήν στην Βουλή και στις Επιτροπές της, και όχι και σε εκδηλώσεις που είναι άσχετες με την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων, όπως επί παραδείγματι η έκφραση γνώμης στον τύπο ή, στην προκειμένη περίπτωση, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση και μάλιστα όταν οι δηλώσεις στον τύπο προηγούνται των δηλώσεων στη Βουλή (Αθανάσιος Ράικος, Συνταγματικό Δίκαιο, τεύχος Β΄, έκδ. 1990, σελ. 41, Π. Παραράς, Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδοση, 2001, άρθρο 61, σελ. 248, 249, Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Ι, έκδοση 2000, σελ. 597, 598, Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β΄, έκδοση 1993, σελ. 256). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τα ίδια έκρινε, δεν έσφαλε και πρέπει ο περί αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και επαναφέρει τον ισχυρισμό του με τον πέμπτο λόγο της έφεσης του, ότι η ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή του καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι στην πιο πάνω δήλωσή του προέβη συζητώντας με κατοίκους της περιοχής για ένα υπαρκτό και σχετιζόμενο με τη δημόσια υγεία θέμα, που είναι η μόλυνση του ύδατος εξαιτίας των εξορυκτικών εργασιών στην περιοχή, όσα δε ανέφερε είχαν αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα και αποτελούσαν απάντηση στις ερωτήσεις των πολιτών. Τα ανωτέρω όμως και αληθώς υποτιθεμένων δεν στοιχειοθετούν την εκ μέρους του ενάγοντος υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι από αυτά δεν συνάγεται συγκεκριμένη συμπεριφορά του ενάγοντος από την οποία η άσκηση της ένδικης αγωγής του να καθίσταται μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις και να ανατρέπεται πραγματική κατάσταση που στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα είχε διαμορφωθεί με άμεσες επαχθείς συνέπειες για τον εναγόμενο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τα ίδια έκρινε, και απέρριψε την εν λόγω ένσταση ορθά εφάρμοσε το νόμο, κατά συνέπεια ο πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 7/12/2016 διέκοψε τη συζήτηση της αγωγής για τη δικάσιμο της 18/1/2017 με την ίδια σύνθεση, χωρίς να είχε αρχίσει η συζήτησή της, διότι δεν εκφωνήθηκαν τα ονόματα των διαδίκων και δεν λήφθηκαν οι παραστάσεις των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, αλλά, αφού απλά η υπόθεση προεκφωνήθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την κράτησε προκειμένου να εκδικαστούν άλλες υποθέσεις, χωρίς όμως να εκφωνηθεί και να αρχίσει η συζήτησή της έως το πέρας του ωραρίου της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επομένως το τελευταίο Δικαστήριο δεν διέκοψε, αλλά στην πραγματικότητα ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο, στην οποία η σύνθεση ήταν γνωστή, παραβιάζοντας έτσι την αρχή του φυσικού Δικαστή. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος διότι: Το άρθρο 270 παρ. 5 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε, πριν από την κατάργηση του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμοζόταν κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, ως εκ του χρόνου άσκησής της, όριζε ότι «Οι υποθέσεις εκφωνούνται με τη σειρά τους από το πινάκιο και συζητούνται αμέσως αυτές για τις οποίες δεν θα διεξαχθεί εμμάρτυρη απόδειξη. Αν πρόκειται να εξεταστούν μάρτυρες η συζήτηση μπορεί να διακόπτεται και για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης, κατά την οποία και ολοκληρώνεται η συζήτηση χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, αφού προηγηθεί η εξέταση των μαρτύρων». Εν προκειμένω από το αντίγραφο του πινακίου της δικασίμου της 7/12/2016 που ο εκκαλών προσκομίζει και επικαλείται, σε συνδυασμό με τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύεται ότι η Πρόεδρος του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εκφώνησε την ένδικη υπόθεση από τη σειρά της, δηλ. εκφώνησε τα ονόματα των διαδίκων και σημείωσε στο πινάκιο τις παραστάσεις των πληρεξούσιων δικηγόρων, οπότε άρχισε, κατ’ άρθρο 281 του ΚΠολΔ η εκδίκασή της. Ακολούθως κατ’ εφαρμογή της ως άνω διάταξης σημείωσε ότι «διακόπτει για 18/1/2017», η οποία είναι η επόμενη δικάσιμος της ίδιας σύνθεσης και στην οποία αφού εξετάστηκαν οι μάρτυρες ολοκληρώθηκε η διαδικασία. Συνεπώς η συζήτηση της ένδικης υπόθεσης δεν αναβλήθηκε, αλλά διακόπηκε και νομίμως ολοκληρώθηκε και ο περί αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, των υπ’ αριθμ. …………. ενόρκων βεβαιώσεων των ………….. αντίστοιχα, που συντάχθηκαν με επιμέλεια του εκκαλούντος ενώπιον των Συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης, ……….(οι δυο πρώτοι), Ηρακλείου Κρήτης, ………. (η τρίτη) και Αθηνών, ………. (ο τέταρτος), για τις οποίες ο εφεσίβλητος κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα δυο τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτές κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …../22.11.2018 και …./…/11/2018 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης ………..) και τις οποίες ο εκκαλών νομίμως προσκομίζει πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου αυτού κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, καθόσον δεν κρίνεται ότι η μη προσκόμισή τους στην πρωτόδικη δίκη οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια του εκκαλούντος (ΑΠ 692/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2000 ΝοΒ 2001, 409, ΑΠ 884/1998 ΕλλΔνη 40, 588), απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εφεσίβλητου, και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 11/9/2013 ο εναγόμενος με την ιδιότητά του ως Προέδρου του πολιτικού κόμματος με την ονομασία «………» απηύθυνε ομιλία σε πολίτες στο … Συνεδριακό Κέντρο στα πλαίσια της …..ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων τα οποία βιντεοσκόπησαν την ομιλία του, προκείμενου να μεταδοθούν αποσπάσματά της σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του και αφού ο εναγόμενος είχε κατέλθει του βάθρου των ομιλητών, επέστρεψε σε αυτό, κατόπιν προτροπής μερίδας των ακροατών του, που επιθυμούσαν να πληροφορηθούν τη θέση του κόμματός του για τις μεταλλευτικές εργασίες εξόρυξης χρυσού στα Μεταλλεία Χαλκιδικής στη θέση Σκουριές και ανέφερε τα ακόλουθα: «Μη ρωτάτε για το χρυσό για τις Σκουριές. Εμείς δεν διαπραγματευόμαστε την ελληνική γη με κανέναν. Οι . …. δεν είναι κωλοτούμπες. Ήρθαμε στην Ιερισσό. Σας προειδοποιούσαμε. Σήμερα ο ……… είναι στους άδικα κρατούμενους στις φυλακές Διαβατών. Να απευθύνεστε στους βουλευτές της ….. και του …….. που σας είπαν ψέματα. Οι ……… δεν αλλάζουν ποτέ απόψεις . . . Να πάτε τώρα στη Χαλκιδική και να μαζέψετε τον δήμαρχο ….., ο οποίος σας πρότεινε να μη πίνετε νερό. Όχι σε μας». Ακολούθως, εξερχόμενος από το συνεδριακό κέντρο συνάντησε στον εξωτερικό χώρο αυτού συγκεντρωμένους πολίτες, οι οποίοι συνέχισαν να τον ερωτούν για τις απόψεις του για τις εργασίες εξόρυξης χρυσού, διαμαρτυρόμενοι για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εργασιών αυτών στην περιοχή τους, οπότε προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Πρέπει ο …. να μη μπορεί να κυκλοφορήσει. Λιντσάρετέ τον. Είμαι μαζί σας. Δεν είναι δυνατόν να βγαίνει και να λέει ότι το αρσενικό στο νερό είναι πάνω από τα επιτρεπτά όρια. Γιατί τότε … τότε λαχανικά που βγαίνουν απ’ αυτό το νερό . . .  νερό. Το αρσενικό περνάει στα … παvτoύ. Δεν είναι δικαιολογία αυτό . .  Πρέπει εάν θέλετε . . .  να κάνετε κινητοποιήσεις. . . . θα ’ρθω και πάνω». Όπως αποδεικνύεται από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου και επικαλούμενου από τον ενάγοντα ψηφιακού δίσκου (CD-ROM), που περιέχεται η δήλωση αυτή, το οποίο δεν αποτελεί παράνομο αποδεικτικό μέσο ως προϊόν υποκλοπής και παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, όπως ο εναγόμενος ισχυρίζεται, πρωτίστως διότι αφορά συνομιλία που διεξήχθη δημόσια, προοριζόμενη δηλ. να ακουστεί από αόριστο αριθμό προσώπων (ΑΠ 611/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (ποιν) 453/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (ποιν) 1532/2013 ΝΟΜΟΣ), ο εναγόμενος προέβη στη δήλωση αυτή ενώ εμφανώς βιντεοσκοπείται, όπως αυτό αποδεικνύεται από το δυνατό φως νυκτερινής λήψης το οποίο φωτίζει τόσο τον ίδιο όσο και τους παριστάμενους, χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή αν η βιντεοσκόπηση γίνεται με τη χρήση κινητού τηλεφώνου, όπως ο εναγόμενος διατείνεται ή κάμερας τηλεοπτικού συνεργείου, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται. Το εν λόγω βίντεο δόθηκε στη δημοσιότητα από την πρωτοβουλία «….. …» και αναμεταδόθηκε την 16/9/2013 από τις ειδησεογραφικές εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών πανελλήνιας εμβέλειας (………….) των οποίων αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέματα και στο διαδίκτυο στις ενδεικτικά αναφερόμενες ηλεκτρονικές σελίδες ……. και ………….., όπου είναι έως και σήμερα αναρτημένο. Στη δήλωση αυτή, η οποία συνδέεται λογικά και νοηματικά με την πιο πάνω δήλωσή του εντός του Συνεδριακού Κέντρου, ο εναγόμενος προέβη, ενώ πολύ καλά γνώριζε ότι ήδη στην περιοχή της Β.Α. Χαλκιδικής είχε διαμορφωθεί ιδιαίτερα τεταμένο κλίμα μεταξύ κατοίκων της περιοχής και της εταιρείας «……….», η οποία εκτελούσε τις μεταλλευτικές εργασίες εξόρυξης χρυσού στα Μεταλλεία Χαλκιδικής, αλλά και του εναγόμενου, στον οποίο καταλόγιζαν ότι ως Δήμαρχος του Δήμου ….. ανεχόταν τις θεωρούμενες από αυτούς παράνομες μεταλλευτικές εργασίες της εταιρίας, που, όπως υποστήριζαν, προκάλεσαν τη μόλυνση με αρσενικό των πηγών Αγ. Αθανασίου από τις οποίες υδροδοτείται ο οικισμός … Χαλκιδικής. Κατά την εκδήλωση των αντιδράσεων αυτών είχαν σημειωθεί επεισόδια επιθέσεων στους εργαζομένους στα μεταλλεία στις Σκουριές αλλά και πρόκλησης υλικών φθορών τόσο στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω εταιρίας, όσο και σε βάρος του Α.Τ. Ιερισσού, του Δημαρχείου της Ιερισσού και των ατομικών περιουσιακών στοιχείων των δημοτικών συμβούλων και του ενάγοντος, που έλαβαν ευρεία δημοσιότητα όχι μόνο μέσω της καθημερινής ειδησεογραφικής κάλυψής τους από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο [μεταξύ άλλων στις ιστοσελίδες … … (10/4/2013) …. (10.4.2013), …. (30/4/2013), ………. (29/4/2013), …. .. (19/2/2013) κ.λ.π.], αλλά και λόγω των από 4/7/2013, 14/5/2013 και 8/2/2013 μηνυτήριων αναφορών του ενάγοντος προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις οποίες γίνεται καταγραφή των πιο πάνω παράνομων ενεργειών και επίσης από τη διενέργεια προανακριτικής εξέτασης σε βάρος 29 κατοίκων της περιοχής ως υπόπτων διάπραξης εγκληματικών ενεργειών, η οποία επίσης έτυχε ευρείας δημοσιότητας (μεταξύ άλλων στο φύλλο της εφημερίδας …… της 6/10/2013). Η επίμαχη δήλωση του εναγόμενου και μάλιστα με ενδυνάμωση της φωνής του, με τη χρήση της περιέχουσας έντονη νοηματική βαρύτητα και συναισθηματική φόρτιση φράσης «λιντσάρετέ τον», που συνοδευόταν από την προτροπή «πρέπει να μην μπορεί να κυκλοφορήσει», με την παράλληλη γνωστοποίηση της εκ μέρους του ψυχικής συμπαράστασης και πολιτικής κάλυψης στις ανωτέρω ενέργειες, εκφεύγει του ορθού πολιτικού λόγου και της διάθεσης συμπαράστασης στους κατοίκους της περιοχής, που καλόπιστα ή μη, εξέφραζαν τις ανησυχίες τους και την αντίθεσή τους στις εξορυκτικές εργασίες χρυσού και πληροί την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 184 του ΠΚ. Τούτο διότι, διεγείροντας το συναίσθημα και ερεθίζοντας το θυμικό των αντιδρώντων κατοίκων, εν γνώσει του προέτρεψε όχι μόνο εκείνους προς τους οποίους απευθυνόταν, αλλά και αόριστο αριθμό ατόμων που είτε βρίσκονταν πλησίον του και γίνονταν κοινωνοί της δήλωσής του, είτε παρακολούθησαν τη δήλωσή του μέσω των ειδησεογραφικών εκπομπών, να διαπράξουν σε βάρος του ενάγοντος κακούργημα ή πλημμέλημα. Με τον τρόπο αυτό και με δεδομένη την έντονα παράνομη και κοινωνικά απρόσφορη αυτή δήλωση, ο εναγόμενος πρόσβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος, καθώς τον στοχοποίησε στα μάτια αόριστου αριθμό ατόμων ως συνυπαίτιο της μόλυνσης του ύδατος και έτσι περιόρισε την ελευθερία κινήσεών του, τον υπέβαλε σε περιβάλλον διαρκούς απειλής της σωματικής ακεραιότητας τόσο του ίδιου όσο και της οικογένειάς του και κινδύνου των περιουσιακών αγαθών του και του στέρησε το δικαίωμα ελεύθερης βούλησης στην άσκηση των καθηκόντων του ως Δήμαρχος, παρέχοντας τους ταυτόχρονα πολιτική, τουλάχιστον, κάλυψη, σε οποιαδήποτε έκνομη ενέργεια σε βάρος του. Η φράση «λιντσάρετέ τον» είναι σαφής και το ιστορικό και νοηματικό υπόβαθρό της γνωστό στον εναγόμενο, ενόψει του μορφωτικού επιπέδου του και της πολιτικής θέσης και εμπειρίας του, που του επιτρέπουν να αξιολογεί και να κατανοεί τη σημασία των δηλώσεων και των λέξεων που χρησιμοποιεί και επιβάλουν την αυτοσυγκράτησή του και την αποφυγή παράσυρσής του σε ποινικά κολάσιμες και ηθικά απαξιωτικές φράσεις, ακόμα και για να ικανοποιήσει πολιτικά τους συνομιλητές ή ακροατές του. Επιπλέον δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως πολιτική αποδοκιμασία ή οξεία κριτική των ενεργειών του ενάγοντος ως Δημάρχου, ούτε να θεωρηθεί ότι με αυτή υπονοούσε την πολιτική εξόντωσή του εν όψει των επικείμενων τότε δημοτικών και περιφερειακών εκλογών όπως ισχυρίζεται, διότι η σαφώς εκφρασμένη βούλησή του «πρέπει να μην μπορεί να κυκλοφορήσει» παραπέμπει σε ευθεία προτροπή περιορισμού της ελευθερίας του ενάγοντος και μειωτική διατάραξη της προσωπικότητάς του και όχι σε παρότρυνση καταψήφισής του στις εκλογές. Επομένως, υφίσταται αξίωση του ενάγοντος – εφεσιβλήτου κατά του εναγομένου – εκκαλούντος για χρηματική ικανοποίηση (ποσού 15.000 ευρώ), για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που αυτός (ενάγων) υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις απόδειξες, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου έκτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειωτέον ότι ο ενάγων – εκκαλών δεν προσβάλει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς το μέρος της, που αφορά στον καθορισμό του ανωτέρω ύψους της σχετικής χρηματικής ικανοποίησης.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4916/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (με κωδικό ……… ποσού 150 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16 Σεπτεμβρίου 2019.                                                                                         

Ο  ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 8η Νοεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών), Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη, Εφέτες και με Γραμματέα την  Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ