Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 671/2019

 Αριθμός 671/2019

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 9-2-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση της ηττηθείσας καθ΄ ης η ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. 876/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 113 του ίδιου νόμου, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 19-2-2014, μέχρι την άσκησή της (έφεσης) στις 9-2-2017,καθόσον, ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 αποφάσεις, όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με έφεση (πρβλΟλΑΠ 10/2018 που αφορά αναίρεση)(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ),όπως το άρθρο 495 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε στις 9-2-2017, ήτοι μετά την 1-1-2016].Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, [βλ. το e – παράβολο με κωδικό: ……/2017 με ημερομηνία εκτέλεσης 8-2-2017 (ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANKERGASIAS Α.Ε.)], κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 3-9-2012 (αρ. καταθ. …./2012) ανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 15-11-2013, ο ανακόπτων, ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση της υπ΄ αρ. …../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, και με την οποία διατάχθηκε αυτός να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 27.443,83 ευρώ, για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου. Επίσης, ο ανακόπτων ζήτησε να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 876/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή πρέπει να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 113 του ίδιου νόμου και όχι κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία εισήχθη, και αφού, επίσης, έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δέχθηκε ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, δέχθηκε ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγω ανακοπής, καθώς επίσης δέχθηκε την ένδικη ανακοπή ως και κατ΄ ουσία βάσιμη, απέρριψε τη σχετική ένσταση της καθ΄ ης η ανακοπή περί καταχρηστικής ασκήσεώς της ως αβάσιμης και ακύρωσε την ανακοπτόμενη (υπ΄ αρ. …../2012) διαταγή πληρωμής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση η ηττηθείσα καθ΄ ης η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή στο σύνολό της και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο, του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ΄ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαίως και κατ΄ ίσα ποσοστά (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, τόμος Δ΄, σελ. 234, Καυκά: Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, εκ. 5η, στο άρθρο 806, σελ. 234, Μάζη: Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, εκ. 1993, αρ. 47, σελ. 48). Όταν, όμως, ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από της καταγγελίας. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. ΄Οταν, όμως, η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 637/1997 ΔΕΕ 1998.294, ΕφΘεσ 110/2008, ΕφΑθ 4272/2001 ΕλλΔνη 2001.1366). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 626 παρ. 1του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η εκ μέρους του δικαιούχου της απαιτήσεως υποβολή αιτήσεως, η οποία κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτήν. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1του ΚΠολΔ, β) αίτηση (αίτημα) εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσόν της. Προς τούτο, πρέπει να αναφέρεται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση και δεν αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα. Απαιτείται σχετικώς να εκτίθενται στην αίτηση τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία εξατομικεύουν την απαίτηση από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της, και τα οποία, υπαγόμενα σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32.62, ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΘεσ 110/2008). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626 παρ. 2, 627 εδ. γ΄, 630 και 631 τουΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της, ως προς την αιτία της πληρωμής, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1579/2013, ΑΠ 1094/2006, ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008.206). Επομένως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής βάσει ληφθέντος δανείου, που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε τοκοχρεολυτικές δόσεις και το οποίο έχει καταστεί στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής συμβάσεως, αρκεί να αναφέρεται η έγγραφη, μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση παροχής τοκοχρεολυτικού δανείου με τον προαναφερόμενο όρο, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του
ο ανακόπτων ζήτησε την ακύρωση της προαναφερόμενης διαταγής
πληρωμής διότι η αίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη
διαταγή πληρωμής είναι αόριστη, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτήν η
ακριβής έκταση της απαίτησης επί του κεφαλαίου και των τόκων και
ειδικότερα δεν υπάρχει αναφορά των καθυστερημένων δόσεων, ώστε να
προκύπτει ποιο ακριβώς ήταν το ληξιπρόθεσμο ποσό, πόσοι ήταν οι
τόκοι ενήμερης οφειλής, πόσοι οι τόκοι υπερημερίας και πόσοι οι τόκοι
επί τόκων, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στην επιδικασθείσα απαίτηση της
καθ΄ ης, έτσι ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας των τόκων, ενώ επίσης δεν αναφέρεται το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο και οι τόκοι επί του ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου κατά τον χρόνο συντέλεσης της καταγγελίας. Επιπλέον δεν αναφέρεται ποιες ήταν οι καταβολές που καθυστέρησαν, πόσο ήταν το ληξιπρόθεσμο και πόσο το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης και πόσοι οι τόκοι υπερημερίας επί του καθυστερημένου κεφαλαίου της πίστωσης. Ότι επομένως η αίτηση βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, πάσχει αοριστίας, αφού από την έλλειψη των ανωτέρω στοιχείων δεν προκύπτει πως προέκυψε η απαίτηση της καθ΄ης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο Δικαστής να διαγνώσει την ακριβή έκταση της απαίτησης και των πάσης φύσεως τόκων (δικαιοπρακτικών και υπερημερίας). Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προέβαλε η καθ΄ ης η ανακοπή πρωτοδίκως, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης, και νόμιμος στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι(οι οποίοι δεν ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους αντίστοιχα), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι η εκκαλούσαστις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της (εκκαλούσας), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων, ήδη εφεσίβλητος, συνήψε με την καθ΄ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσα, στις Αχαρνές την από 17-2-2009 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που περιέχονται στη σύμβαση αυτή, μετά του παραρτήματος αυτού που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δυνάμει του οποίου χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 26.600 ευρώ. Το ως άνω δάνειο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 179 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από το μήνα Μάρτιο του έτους 2009. Το ετήσιοσυμβατικό επιτόκιο καθορίστηκε κυμαινόμενο, 12,15% κατά το χρόνο σύναψης της συμβάσεως, πλέον εισφοράς Ν. 128/1975 όπως εκάστοτε ισχύει (κατά το χρόνο σύναψης της συμβάσεως 0,6%) και το ετήσιο επιτόκιο υπερημερίας καθορίστηκε στο ονομαστικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Για την εξυπηρέτηση του ως άνω δανείου και την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων τηρήθηκε από την καθ΄ ης λογαριασμός, πλέον του δανειακού λογαριασμού. Εξάλλου, με τον υπ΄ αρ. 5.8 όρο της ανωτέρω συμβάσεως συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ότι «Αν οποιοδήποτε ποσό δόσης (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα κλπ.) δεν εξοφληθεί εμπρόθεσμα, τότε ο Οφειλέτης θα καθίσταται υπερήμερος αυτοδίκαια και χωρίς καμία όχληση, με μόνη την πάροδο της ημερομηνίας πληρωμής (δήλη ημέρα – όρος 5.2), κατά την οποία ήταν πληρωτέο το σχετικό ποσό. Σε κάθε περίπτωση τέτοιας υπερημερίας, θα οφείλονται τόκοι υπερημερίας για το καθυστερούμενο ποσό…». Επιπροσθέτως με τον υπ΄ αρ. 8.2 όρο της ανωτέρω συμβάσεως συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ότι «Ο οφειλέτης αναγνωρίζει ότι τα αποσπάσματα ή αντίγραφα τα οποία εξάγονται από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, όπως ενδεικτικά οι Λογαριασμοί, αποδεικνύουν πλήρως την οφειλή και γενικά τις χρεώσεις και πιστώσεις του Δανειακού Λογαριασμού επιτρεπομένης ανταπόδειξης.» καθώς  επίσης συμφωνήθηκε ότι η καθ΄ ης σε περίπτωση καθυστέρησης δόσεων δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση, καθώς επίσης ότι μετά τη νόμιμη καταγγελία της σύμβασης, το σύνολο της ανεξόφλητης οφειλής κατά το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου, τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας), έξοδα, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις θα καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και εφόσον δεν εξοφληθεί θα φέρει τόκο με το επιτόκιο υπερημερίας, μέχρι την ημέρα της ολοσχερούς εξοφλήσεώς της. Ακολούθως, ο ανακόπτων δεν κατέβαλε τις συμφωνηθείσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις των μηνών Οκτωβρίου 2009, Νοεμβρίου 2009, Δεκεμβρίου 2009, Ιανουαρίου 2010 και Φεβρουαρίου 2010 και κατέστη υπερήμερος. Έτσι η καθ΄ ης η ανακοπή, σύμφωνα με την ένδικη σύμβαση, προέβη στην από 19-4-2010 εξώδικη καταγγελία αυτής (σύµβασης) µε την οποία κατήγγειλε αυτή (ως άνω σύµβαση προσωπικού δανείου), καθιστώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το ποσό της οφειλής ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και τον καλούσε στην καταβολή του συνολικού ληξιπρόθεσµου ποσού ανερχόµενο στις 23-3-2010 στο ποσό των 27.443,83 ευρώ εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 28-4-2010 (επομένη της επίδοσης της καταγγελίας) μέχρι την εξόφληση.Ακολούθως η καθ΄ ης η ανακοπή κατέθεσε την από 14-5-2012 αίτηση με την οποία ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης υπ’ αρ. …../2012 διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο καθ΄ ου (ήδη ανακόπτων- εφεσίβλητος), να της καταβάλει το ποσό των 27.443,83 ευρώ εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 28-4-2010 (επομένη της επίδοσης της καταγγελίας) μέχρι την ολοσχερή εξόφλησηκαι 350 ευρώ για τη δικαστική δαπάνη εκδόσεως αυτής (διαταγής πληρωμής). Αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωµής με την παρά πόδας αυτού συνταγείσα από 19-7-2012 επιταγή προ πληρωμή επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 4-9-2012. Ο ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3-9-2012 (αρ. καταθ. …./2012) ένδικη ανακοπή του κατά της ως άνω υπ΄ αρ. …./2012 διαταγής πληρωμής, με την οποία ζήτησε, για τους λόγους που εκτίθενται σ΄ αυτήν, την ακύρωσή της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ΄αυτήν έγγραφα, ήτοι α) την από 17-2-2009 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου με το παράρτημα αυτής που αποτελούν ενιαίο σύνολο, β) το απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της αιτούσας (ήδη καθ΄ ης η ανακοπή – εκκαλούσας) του υπ΄ αρ. …….. λογαριασμού παρακολούθησης τοκοχρεωλυτικού δανείου, το οποίο όπως προαναφέρθηκε, δυνάμει ρητούόρου της σύμβασης, όπως αναφέρεται και σ΄ αυτήν (αίτηση),αποτελεί πλήρη απόδειξη του εκάστοτε οφειλόμενου από τον ανακόπτοντα ποσού και γ) την καταγγελία της σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου από την καθ΄ ης η ανακοπή με την υπ΄ αρ. ……..27/4/2010 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….. Από τοως άνω προσκομισθέν απόσπασμα, το οποίο επιπροσθέτως η καθ΄ ης η ανακοπή είχε ενσωματώσει στην ως άνω αίτησή της, καθιστώντας αυτό ενιαίο περιεχόμενο αυτής, και το οποίο με βάση την προαναφερόμενη συμφωνία των διαδίκων, είχε πλήρη αποδεικτική ισχύ για το ύψος του λογαριασμού κατά το κλείσιμό του, αποδεικνυόταν πλήρως το ύψος της απαίτησης της καθ΄ ης κατά του  ανακόπτοντος, το οποίο κατά την έκδοση του αποσπάσματος ανερχόταν στο ποσό των 27.443,83 ευρώ, ποσό για το οποίο εξεδόθη τελικά και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Σε κάθε περίπτωση, εκτός του ότι η καθ΄ ης έχει ενσωματώσει  στην ως άνω αίτησή της, το προαναφερόμενο απόσπασμα, ενόψει της συμφωνίας αυτής και του προσκομισθέντος αποσπάσματος, η καθ΄ ης η ανακοπή δεν είχε υποχρέωση να αναλύει στην αίτησή της επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής το οφειλόμενο ποσό κατά κεφάλαιο και τόκους και ειδικότερα να αναφέρει αναλυτικά τον αριθμό και το ύψος των δόσεων του δανείου, ως προς την καταβολή των οποίων υπήρξε ο ανακόπτων υπερήμερος, καθώς και τους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) που κατέπεσαν εις βάρος του, εξαιτίας της μη εμπρόθεσμης καταβολής της οφειλής του, καθώς και το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίστηκε ο τόκος. Εξάλλου, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμή περιέχει πλήρη και ορισμένη αναφορά του ποσού που πρέπει να καταβληθεί. Ειδικότερα αναφέρει την απαίτηση (27.443,83 ευρώ), χωρίς να απαιτείται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, να αναφέρει σε ποιο ποσό ανέρχονται επακριβώς οι τόκοι που κατέπεσαν σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής των δόσεων του δανείου, τα χρεωλύσια και οι δεδουλευμένοι τόκοι. Εξάλλου δεν απαιτείται να αναφέρεται και το συμβατικό επιτόκιο. Ενόψει των ανωτέρω, ο σχετικός πρώτος λόγος της ανακοπής, με τον οποίο ο ανακόπτων ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενος ότι η σχετική αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε αυτή (ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής) θα έπρεπε για να είναι ορισμένη να αναφέρει τα επικαλούμενα στοιχεία, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ως άνω λόγος είναι ορισμένος και νόμιμος και στη συνέχεια δέχθηκε αυτόν ως κατ΄ ουσίαν βάσιμο, καθώς επίσης δέχθηκε την ένδικη ανακοπή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη (υπ΄ αρ. ……/2012) διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως προς αυτόν. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο για την πλημ­μέλεια αυτή, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό (άρ­θρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και στη συνέ­χεια, αφού απορριφθεί ο ως άνω λόγος της ανακοπής, να εξετασθεί η ανακοπή, ως προς το παραδε­κτό και βάσιμο των λοιπών λόγων της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της δι­αταγής πληρωμής, οι οποίοι δεν εξετά­σθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Από το Ν. 128/1975, στον οποίο ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007).

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι ο όρος της ένδικης σύμβασης με τον οποίο ορίζεται ως επιτόκιο για τον υπολογισμό των τόκων 12,15% πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975 κατά την κατάρτιση της σύμβασης την 17-2-2009, δηλαδή ανώτερο του ισχύοντος τότε ανώτατου εξωτραπεζικού επιτοκίου 8% κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες είναι καταχρηστικός, ο δε αυθαίρετος καθορισμός του εφαρμοζόμενου επιτοκίου τον επιβάρυνε υπέρμετρα σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της καλής πίστης, καθώς επίσης ότι κατά τη διάρκεια του δανείου η καθ΄ης τον χρέωσε συνολικά με τόκους 3.628,81 ευρώ χρησιμοποιώντας επιτόκιο ανώτερο του επιτρεπτού κατά το λόγο 1,51 προς 1, ενώ εάν χρησιμοποιούσε το ανώτατο επιτρεπτό επιτόκιο θα έπρεπε να τον χρεώσει με τόκους ποσού 2.403,18 ευρώ. Ότι  η καθ΄ ης η αίτηση υποχρεούταν να εφαρμόσει κατά τους υπολογισμούς των τόκων (εκτοκισμούς) το ισχύον κατά τον χρόνο εκείνο εξωτραπεζικό επιτόκιο. Ότι, συνεπώς, η επιδικασθείσα απαίτηση δεν είναι ορισμένη, ούτε βεβαία, τόσο ως προς την γένεσή της, όσο και ως προς την έκτασή της και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί.Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, αφού,με την ΠΔΤΕ 2286/1994, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν επομένως να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων, και συνεπώς οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόμενες συμ­φωνίες τραπεζικών επιτοκίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που κατά τα προαναφερόμενα στην ως άνω σύμβαση καθορίστηκε το ετήσιο συμβατικό επιτόκιο και το ετήσιο επιτόκιο υπερημερίας, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες, ούτε καταχρηστικές για το λόγο αυτό και συνακόλουθα είναι έγκυρος ο ως άνω συμβατικός όρος, καθώς επίσης είναι έγκυρες οι κατ΄ εφαρμογή αυτών εγγραφές στο λογαριασμό της πιστώσεως κονδυλίων εισφοράς του Ν. 128/1975 και το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νομίμως μετακυλίσθηκε στον ανακόπτοντα δυνάμει του ως άνω συμβατικού όρου και προστέθηκε στο επιτόκιο. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, στη νομική σκέψη της παρούσας, η επιβολή της συγκεκριμένης εισφοράς στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 585 ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015(ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθώς επίσης και όπως τα δύο τελευταία άρθρα (632 και 633 παρ. 1) ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), και εφαρμόζονται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015(ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτά να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής.Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010).

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι η επιδικασθείσα απαίτηση περιλαμβάνει και παράνομους τόκους επί της εισφοράς του Ν. 128/1975 και ότι συνεπώς η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να απορριφθεί. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος καθόσον, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η συμβατική μετακύλιση στο δανειολήπτη (ήδη ανακόπτοντα – εφεσίβλητο) της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που έλαβε χώρα εν προκειμένω, είναι νόμιμη, αφού δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (άρθρο 174 του ΑΚ), αντίθετα εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον δεν εξειδικεύονται από το συνολικό ποσό των επικαλούμενων επιδικασθέντων με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τόκων (3.628,81 ευρώ), τα αμφισβητούμενα ποσά των επικαλούμενων ως παράνομων τόκων υπερημερίας, των τόκων της επικαλούμενης ως παράνομα υπολογισθείσα σε βάρος του δανειολήπτη εισφοράς του Ν.128/1975, ούτε των τόκων επί καθυστερούμενων τόκων της ως άνω εισφοράς.

Με τον τρίτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι κατά το μέτρο που στην επιδικασθείσα απαίτηση της καθ΄ ης έχουν ενσωματωθεί οι με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του επικαλούμενες σε βάρος του παράνομες χρεώσεις, οι οποίες ορισμένες εξ αυτών δεν μπορούν να προσδιορισθούν, αυτή (επικαλείται ο ανακόπτων) δεν είναι ορισμένη, ούτε βέβαιη, τόσο ως προς τη γένεσή της, όσο και ως προς την έκτασή της και για το λόγο αυτό ζήτησε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός (ανεξαρτήτως της αοριστίας του ως προς ως προς το ποιες χρεώσεις δεν μπορούν να προσδιοριστούν) είναι απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, οι χρεώσεις που επιβλήθηκαν και προσβάλλονται με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, είναι νόμιμες και συνεπώς και η απαίτηση είναι ορισμένη και βέβαιη.

Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτωνισχυρίσθηκε ότι το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (με το οποίο διατάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 27.443,83 ευρώ), δεν αναφέρεται σε οιοδήποτε σημείο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ούτε στην αίτηση της καθ΄ ης με βάση την οποία αυτή εξεδόθη, όπως δεν αναφέρεται επίσης και το συμβατικό επιτόκιο ώστε να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός αυτού. Ο λόγος αυτός, ο οποίος ερευνώμενος σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στον πρώτο λόγο της ανακοπής είναι ορισμένος, είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα για τον πρώτο λόγο της ανακοπής που επίσης απορρίφθηκε. Κατ΄ ακολουθίαν, εφόσον όλοι οι λόγοι της ένδικης ανακοπής απορρίφθηκαν, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Πρέπει, επίσης, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e – παράβολο με κωδικό: ……/2017 με ημερομηνία εκτέλεσης 8-2-2017 (ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANKERGASIAS Α.Ε.), σ΄ αυτήν (εκκαλούσα). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο ανακόπτων, ήδη εφεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας, και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 9-2-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e – παράβολο με κωδικό: ……../2017 με ημερομηνία   εκτέλεσης 8-2-2017 (ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANKERGASIAS Α.Ε.), στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 876/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 113 του ίδιου νόμου.

Κρατεί και δικάζει την από 3-9-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την υπ΄ αρ. ……/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ΄ ης η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15-11-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ