Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 674/2019

Αριθμός     674/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν και ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015, Εφ.Θεσσαλ. 60/2017 ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι επί  ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε, για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στην αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης». Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν, κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμου αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεως του κατά την αρχική δικάσιμο. Η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο  η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί της παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 Δνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1192/2015, ΑΠ 693/2014 ΑΠ 2221/2014, Εφ.Πατρών 62/2017 ΝΟΜΟΣ).

Από τη διάταξη του άρθρ. 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, που ορίζει, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, προκύπτει ότι η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος δεν είναι στην περίπτωση αυτή τυπική, αλλά γίνεται κατ’ ουσίαν, διότι αν και οι λόγοι της έφεσης στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα τους, ωστόσο θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού το δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να εκδώσει αντίθετη απόφαση, δεχόμενο τους λόγους της έφεσης. Επομένως στην περίπτωση αυτή της απόρριψης της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, αναιρεσιβαλλόμενη μπορεί να είναι, όπως προαναφέρθηκε, μόνον η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, δηλαδή αυτή που δεν υπόκειται πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 553 παρ. 1 ΚΠολΔ), στην οποία και ενσωματώνεται έκτοτε η πρωτόδικη απόφαση. Έτσι, τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης, που με την έννοια αυτή επικυρώνεται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναίρεσης ως σφάλματα της εφετειακής απόφαση, εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτά προβαλλόμενους (Ολ. ΑΠ 16/1990, ΑΠ 268/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η ανακοπή εκδικάζεται πλέον κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 τέταρτο του Ν. 4335/2015). Σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 622 Β ΚΠολΔ και σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του Νόμου 4335/2015 και στη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από πιστωτικούς τίτλους ισχύει το σύστημα των επαχθών συνεπειών της ερημοδικίας (άρθρ. 271 ,278 ΚΠολΔ), (Χαρούλα Απαλαγάκη ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθ. 614, 622 Β, σελ. 1959, 2017-2018).

Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 7/9/2017 (αριθ.καταθ. ………./2017) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2052/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ΚΠολΔ 614 αρ. 8, 622Β, επί της από 14.10.2016 (αριθ.καταθ. ………../19.10.2016) ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος, …….. κατά της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..». Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ………/2017 της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά προκύπτει, ότι στις 7/9/2017 ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά,

Εξάλλου, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό ……../2018 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά, η οποία υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα της πληρεξουσίας δικηγόρου της εταιρείας ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας απόφασης (713/2019), ήτοι την συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εφεσίβλητη, η οποία επέδωσε ακριβές αντίγραφο της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης ………./2018 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά και κλήση προς τον εκκαλούντα, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την ανωτέρω δικάσιμο και να συμμετάσχει στην συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ.την υπ’ αριθ. ……΄/13.7.018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης ………….). Κατά τη δικάσιμο αυτή (7/3/2019) και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εκκαλών δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ο εκκαλών, που είχε νομίμως και εγκύρως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ερημοδικεί, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει η έφεση του να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά τη άσκηση της εφέσεώς του. Παρά την ερημοδικία του εκκαλούντος, δεν θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, η οποία (ανακοπή ερημοδικίας ΚΠολΔ 501) αποκλείεται στις περιουσιακές διαφορές από πιστωτικούς τίτλους κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, η οποία διαμορφώθηκε υπό την ισχύ του προγενέστερου (πλην όμοιου της σήμερα ισχύουσας διάταξης του άρθρ. 622 Β παρ. 4) άρθ. 644 ΚΠολΔ τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό (Χαρούλα Απαλαγάκη ό.π, Εφ.Αθ. 7800/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εκκαλούντος.

Απορρίπτει την έφεση κατά της με αριθ. 2052/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο ποσού εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους του εκκαλούντος κατά την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  15 Νοεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   της πληρεξούσιας δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ