Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 675/2019

 Αριθμός     675/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 2 ν. 3994/2011, «εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι αν ασκηθεί έφεση κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τότε (εφόσον η έφεση είναι κατά τα λοιπά παραδεκτή) εξαφανίζεται η απόφαση αυτή χωρίς κανένα άλλο σφάλμα και γίνεται νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που είχε τη δυνατότητα να προτείνει και στην πρωτόδικη συζήτηση, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527(ΑΠ 526/2016, ΑΠ 907/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 394/2011 ΝοΒ 2011, 2171, ΑΠ 251/2009 Δίκη 2009, 996, ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 29.927, ΑΠ 1140/2008 Δίκη 2009, 187, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση έκδ. 2009, σελ. 105 επ, Εφ.Θεσσαλ. 714/2017, Εφ.Πειρ. 59/2016, δημ.ΝΟΜΟΣ).

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με αποτέλεσμα να επάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.  Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε από αυτόν, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις,  να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, πρόσθετα, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα διαγραφόμενα από την ανωτέρω διάταξη όρια. Στην δε περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της ανωτέρω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητα να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 8/2001, ΑΠ 298/2012, ΑΠ 460/2009, ΑΠ 126/2019 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη – ενάγουσα άσκησε κατά του εκκαλούντος εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22/9/2016 (αριθ.καταθ. …………./2016) αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος μισθωτής να καταβάλει σε αυτή – εκμισθώτρια για οφειλόμενα μισθώματα το ποσό των 3.788,83 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως εξοφλήσεως. Επί της αγωγής εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ΚΠολΔ 614, 591), η υπ’ αριθ. 425/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, λόγω του τεκμηρίου ομολογίας του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 ν.3994/2011. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκκαλών – εναγόμενος, ως ηττηθείς διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία υποβάλλει ισχυρισμούς επί της ουσίας της αγωγής, αρνητικούς της βασιμότητάς της. Η έφεση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι από την επίδοση της απόφασης την 3/4/2018 (βλ. από 3/4/2018 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….. επί αντιγράφου της εκκαλουμένης αποφάσεως) έως την άσκηση αυτής την 10.4.2018 δεν παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των 30 ημερών (άρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό αυτής, έχει κατατεθεί, σύμφωνα με  τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως βεβαιώνεται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά στην πράξη κατάθεσης της έφεσης. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη, να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αλλά και οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος.

Με την προαναφερόμενη αγωγή η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι, με το από Ιουνίου 2012 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης εκμίσθωσε στον εναγόμενο το αναλυτικά περιγραφόμενο στην αγωγή της ακίνητο, 220 τ.μ, το οποίο βρίσκεται στα Καμίνια Πειραιά, επί της οδού …………, προκειμένου ο τελευταίος να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, αρχόμενο την 20/6/2012 και λήγον στις 20/6/2016, έναντι μηνιαίου μισθώματος 550 (532 πλέον χαρτοσήμου) ευρώ, αναπροσαρμοζόμενου ετησίως κατά το ποσό των 100 ευρώ. Ότι από 20.6.2016 η παραπάνω μίσθωση παρατάθηκε ατύπως και είναι ενεργός έως σήμερα. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης μίσθωσης, η ενάγουσα παρέδωσε τη χρήση του μισθίου ακινήτου στον εναγόμενο, ο οποίος μολονότι το χρησιμοποιεί ακωλύτως, εντούτοις δεν κατάβαλε και εξακολουθεί να οφείλει μέρος των συμφωνηθέντων μηνιαίων μισθωμάτων από 20/6/2014 έως 19/9/2016, ανερχομένων συνολικά, συμπεριλαμβανομένου και του τέλους χαρτοσήμου εκ 3,6% σε 3.348 ευρώ, και ότι οφείλει, για την βαρύνουσα αυτόν (εναγόμενο) κατανάλωση ύδατος για το μίσθιο ακίνητο έως 22/5/2014 το ποσό των 440,83 ευρώ και συνολικά οφείλει το ποσό των (3.348 + 440,83) 3.788,83 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί κατ’ ορθή νομική εκτίμηση, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 3.788,83 ευρώ νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της αγωγής και έως εξοφλήσεως και να καταδικαστεί στην δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων ΠΔ 34/1995 άρθ. 1 παρ. 1α, 7 παρ. 1, 346, 361, 574, 595 ΑΚ, 176, 907, 908 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως ,να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ.πρωτόδικη απόφαση).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ανταποδείξεως που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδριάσεως και τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει του από 18.6.2012 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως η ενάγουσα εκμίσθωσε στον εναγόμενο, ένα κατάστημα (ισόγειο με πατάρι) που βρίσκεται στα Καμίνια Πειραιώς, επί της οδού ………….., συνολικής επιφανείας 220 τ.μ, το οποίο αποτελείται από ισόγειο χώρο επιφανείας 99,43 τ.μ, πατάρι επιφανείας 84 τ.μ ,θέση σταθμεύσεως επιφανείας 24,57 τ.μ, αποθήκης και τουαλέτας επιφανείας 12 τ.μ, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως συνεργείο επισκευής οχημάτων. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε τετραετής αρχομένη από 20.6.2012 και λήγουσα την 20.6.2016 και το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 550 ευρώ. Ειδικότερα συμφωνήθηκε (όρος 2α ιδιωτικού συμφωνητικού) το μηνιαίο μίσθωμα και ότι σε αυτό (καταβαλλόμενο – συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα) υπολογίζεται και η ισχύουσα αναλογία τέλους χαρτοσήμου, με το οποίο βαρύνεται ο μισθωτής – εναγόμενος, ανερχομένου τούτου κατά τον χρόνο συνάψεως της ένδικης συμβάσεως (532 + 18) σε 550 ευρώ, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Του ανωτέρω συμφωνηθέντος και καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθώματος συμφωνήθηκε αναπροσαρμογή, με τον όρο 2β περ. α, ως ακολούθως: «Για όλη τη διάρκεια της παρούσας μίσθωσης, ήτοι έως 20-6-2016…..η αύξηση (αναπροσαρμογή) επί του κάθε φορά καταβαλλομένου μισθώματος από το μισθωτή θα ανέρχεται σε 100 ευρώ αρχής γενομένης από 20.6.2013 έως 20.6.2014». Από το ανωτέρω αδιαμφισβήτητα συνάγεται ότι η συμφωνία αναπροσαρμογής του καταβαλλόμενου – συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος, με συνυπολογισμό του τέλους χαρτοσήμου (όρος 2α-2β περ.α) ανάγεται σε όλη την χρονική διάρκεια ισχύος της συμβατικής σχέσεως, χωρίς αυτή (συμφωνία) να έχει τροποποιηθεί ή μεταβληθεί εγγράφως, όπως καθορίζονταν από τον όρο 9 του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, ενώ δεν δύναται να συναχθεί αντίθετη κρίση από τον μάρτυρα αποδείξεως (βλ. 425/2018 πρακτικά συνεδριάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου), η κατάθεση του οποίου δεν είναι πειστική, εφόσον δεν ενισχύεται από κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο. Τα καθοριζόμενα στο δεύτερο εδάφιο του όρου 2β του άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, καταδεικνύουν σαφώς και από την ιδία την διατύπωση «Παράλληλα με την αύξηση του μισθώματος…», ότι προσδιορίζουν συμφωνία επί άλλου ζητήματος της συμβατικής μισθωτικής σχέσεως και δεν συνέχονται με το εδάφιο πρώτο που ρυθμίζει την συμφωνημένη αναπροσαρμογή, όπως τούτο συνάγεται από την συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων της παρούσας δίκης. Ο εναγόμενος – μισθωτής, ο οποίος κατά τα συμφωνηθέντα (όρος 7 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού) βαρύνεται με την δαπάνη κατανάλωσης ύδατος για το με αριθμό ….. μετρητή, που αντιστοιχεί στο μίσθιο – ισόγειο κατάστημα, για το χρονικό διάστημα από 1/7/2013 έως και 22/5/2014 και ανέρχεται το αναλογούν σε αυτόν ποσό σε 440,83 ευρώ, που οφείλει έως σήμερα και το οποίο (ποσό) δεν έχει ούτε εξοφληθεί ούτε αποδείχθηκε ότι είναι ισόποσο με το πάγιο ποσό που κατέβαλε για το παραπάνω χρονικό διάστημα για το διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο κατάστημα ορόφου, τον λογαριασμό ύδρευσης του οποίου από παραδρομή χορήγησε σε αυτόν η ιδιοκτήτρια η ενάγουσα και στο οποίο (διαμέρισμα) δεν διέμενε κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα κανένα πρόσωπο (φυσικό ή νομικό). Η συμφωνηθείσα σύμβαση μισθώσεως παρατάθηκε ατύπως και είναι ενεργή έως σήμερα, χωρίς όμως να αποδείχθηκε η ύπαρξη συμφωνίας για το ύψος του μηνιαίου μισθώματος και την χρονική διάρκεια της παρατάσεως αυτής (συμβάσεις μίσθωσης). Ο εναγόμενος, παρά το γεγονός, ότι χρησιμοποιούσε το μίσθιο κατάστημα ως επαγγελματική σχέση δεν κατέβαλε από 20.6.2014 την συμφωνηθείσα ετήσια αναπροσαρμογή του μισθώματα των 100 ευρώ, καθώς και την ως άνω οφειλή του από την κατανάλωση ύδατος, την οποία δεν αμφισβητεί ειδικά, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να αποστείλει την από 20/6/2016 εξώδικη πρόσκληση, την οποία κοινοποίησε στον εναγόμενο την 30/6/2016 και κάλεσε αυτόν (εναγόμενο) όπως καταβάλει σε αυτή εντός τριών (3) ημερών, 1) την συμφωνηθείσα ετήσια αναπροσαρμογή, α)από 20.6.2014 έως 20.6.2015, ποσού 1.524 ευρώ και β) από 20.6.2015 έως 20.6.2016, ποσού 1567,20 ευρώ και 2) την οφειλή από την κατανάλωση ύδατος, ποσού 440,83 ευρώ. Τα ως άνω ποσά (1524 + 1567,20 + 440,83), που συνολικά ανέρχονται σε 3.541,03 ευρώ, οφείλονται έως σήμερα. Για το χρονικό διάστημα από 20.6.2016, κατά το οποίο έληξε η συμβατική σχέση της μισθώσεως και παρατάθηκε, ως προαναφέρεται ατύπως, δεν αποδείχθηκε (εγγράφως είτε ατύπως) συμφωνία μηνιαίου μισθώματος, ούτε ζητείται αποζημίωση χρήσης υπέρ της ενάγουσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 601 ΑΚ,  και συνεπώς η αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή μηνιαίου μισθώματος για το χρονικό διάστημα από 20.6.2016 έως και 19.9.2016 είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η άσκηση της υπό κρίση αγωγής είναι καταχρηστική ως αντίθετη στην καλή πίστη και στον σκοπό του δικαιώματος ,για το λόγο ότι με αυτή (άσκηση αγωγής) αποσκοπεί αποκλειστικά να επιτύχει υπέρμετρη – υπερβολική αύξηση του μηνιαίου μισθώματος ενόψει της λήξεως της συμβατικής σχέσεως και να τον ωθήσει αναγκαστικά στις δικές της προτάσεις και γι’ αυτό προσχηματικά απέστειλε την προαναφερόμενη εξώδικη δήλωση και άσκησε την υπό κρίση αγωγή, μολονότι για σημαντικό χρονικό διάστημα λάμβανε το μηνιαίο μίσθωμα χωρίς να διαμαρτυρηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως προς το ύψος της συμφωνηθείσας αναπροσαρμογής είτε να προβεί σε αναζήτηση αυτών (αναπροσαρμογών ως οφειλομένων), συμπεριφορά που επάγεται δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για αυτόν και την ατομική επιχείρησή του. Τα πραγματικά όμως ως άνω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συγκροτούν την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, όπως προσδιορίζεται στη νομική σκέψη της απόφασης, και είναι μη νόμιμος, ως ένσταση εκ της άνω διατάξεως, και ως εκ τούτου απορριπτέος, αφού μόνη η επικαλούμενη μακροχρόνια αδράνει δεν αρκεί. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.541,03 ευρώ, νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της αγωγής και έως την εξόφληση. Πρέπει να επιβληθούν στον εναγόμενο, λόγω της μερικής ήττας του, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ.1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχτεί προσωρινά εκτελεστή, γιατί πιθανολογείται ότι η εκτέλεση θα βλάψει ανεπανόρθωτα το διάδικο που νικήθηκε. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα – εναγόμενο (ΚΠολΔ 495 παρ. 3) όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 425/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσία την από 22/9/2016 αγωγή.

Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριών λεπτών (3.541,03), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του νομίμου παραβόλου, που κατέθεσε.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  15 Νοεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ