Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 668/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    668 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 5.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./5.7.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/11.7.2018 και β) από 5.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./5.7.2018 και του παρόντος Δικαστηρίου ………/11.7.2018, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του …….. και αφετέρου της εδρεύουσας, σύμφωνα με το καταστατικό της, στις Νήσους Μάρσαλ, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, επί της οδού ……………, νομίμως εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1475/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 17.4.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./18.4.2017 αγωγή του πρώτου εκκαλούντος-εφεσιβλήτου εναντίον αφενός της απολιπομένης εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρείας «……….», για την οποία όμως εχώρησε νομότυπα, πριν την συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, παραίτηση από το δικόγραφο της έφεσης με δήλωση στις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις του εκκαλούντος, κατ’άρθρα 294 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015 με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015), που έχει ως αποτέλεσμα ότι η έφεση θεωρείται πως δεν ασκήθηκε κατ’αυτής (295 ΚΠολΔ) και αφετέρου της δεύτερης ως άνω εκκαλούσας εταιρείας.  Οι ανωτέρω εφέσεις ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ.1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 5-6-2018, επιμελεία του ενάγοντος-εκκαλούντος, στην δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή, κατά το καταστατικό της, εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, «……….», που όμως πραγματικά εδρεύει στον Πειραιά, συντασσομένης της υπ’αριθμ……΄/5-6-2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….., που προσκομίζεται από τον ενάγοντα-εκκαλούντα, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των κρινόμενων εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 5-7-2018, ήτοι εντός της προβλεπομένης για αμφότερους τους εκκαλούντες τριακονθήμερης προθεσμίας, καθόσον αλλοδαπή τυπικά εταιρία, της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, εμπίπτει στην προβλεπόμενη για την άσκηση του ενδίκου μέσου προθεσμία από την επίδοση της απόφασης για διαμένοντα στην ημεδαπή διάδικο, η οποία καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας επί νομικού προσώπου, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ………, στην από 17.4.2017 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των αναφερομένων τριών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν στην Γλυφάδα, στις 24.4.2015, 1.11.2015 και στις 12.7.2016 αντίστοιχα, μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, που πραγματικά εδρεύει στην Βούλα, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Μπαχάμας φορτηγού πλοίου «T.», που μετονομάστηκε σε «O.» και κατόπιν μεταβίβασης της κυριότητας του στην δεύτερη εναγομένη, σε «S», απασχολήθηκε σ’αυτό κατά τα αναφερόμενα διαστήματα, υπό την ειδικότητα του επιβλέποντος μηχανικού, αντί κλειστού μηνιαίου μισθού 4.500 ευρώ με την πρώτη σύμβαση και 3.500 ευρώ με τις λοιπές, πλέον δαπανών διαμονής και σίτισης εκτός πλοίου, μετακίνησης, επικοινωνίας και αγοράς ανταλλακτικών και εξαρτημάτων για το πλοίο και ότι στις 11-12-2015 υπέστη εργατικό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, με συνέπεια να υποστεί κακώσεις στο πρόσωπο και να υποβληθεί σε ιατρικά έξοδα για την αντικατάσταση της οδοντοστοιχίας του με τεχνητή. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά διορθώθηκε το αιτητικό της αγωγής του, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως εργοδότρια και πλοιοκτήτρια, με βάση τις συμβάσεις εργασίας και επικουρικά με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η δε δεύτερη, επειδή ευθύνεται, κατ’άρθρο 479 ΑΚ, σωρευτικά για τα χρέη της επιχείρησης της πρώτης μέχρι την μεταβίβαση, αφού το πλοίο που απέκτησε αποτελούσε, εν γνώσει της, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτής, να του καταβάλουν, συνολικά, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εννέα και ενενήντα δύο λεπτών ευρώ (25.459,92 €) και το ισόποσο σε ευρώ των χιλίων σαράντα δύο (1.042) δολαρίων ΗΠΑ, κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, που αντιστοιχούν στο ανεξόφλητο υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του, τις σχετικές με την υπηρεσία του δαπάνες, που πραγματοποίησε και τα ιατρικά έξοδα, που υποβλήθηκε προς αποκατάσταση του τραυματισμού του, όπως επαρκώς εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο για μεν τις αποδοχές από την λήξη του αντίστοιχου μήνα, που κατέστη απαιτητό κάθε ποσό, για δε τα λοιπά κονδύλια από την άσκηση της αγωγής και τον χρόνο επέλευσης της ζημίας αντίστοιχα, άλλως από την άσκηση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, τόσο ως προς την βάση εκ των εργασιακών συμβάσεων, ως το δίκαιο της χώρας που βρίσκεται η εγκατάσταση της εργοδότριας επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.3 του Κανονισμού 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), όσο και ως προς την αξίωση κατά της δεύτερης εκ του άρθρου 479 ΑΚ, ως το δίκαιο, που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, αλλά και του τόπου που  βρίσκεται η εγκατάσταση και συνήθης διαμονή των διαδίκων,  σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ»), έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος περί καταβολής του ισόποσου σε ευρώ κονδυλίου δολαρίων ΗΠΑ κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής και ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε τις εναγόμενες εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων τριακοσίων σαράντα δύο και είκοσι ενός λεπτών ευρώ (20.342,21 €), για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και δαπάνη χρήσης κινητού τηλεφώνου, επιπλέον δε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει το ποσό των χιλίων τριακοσίων σαράντα οκτώ και εβδομήντα δύο λεπτών (1.348,72) ευρώ για υπόλοιπο μισθού Δεκεμβρίου 2015, νομιμοτόκως κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις, απορρίπτοντας μεν την προβαλλόμενη με τις προτάσεις της τελευταίας ένσταση παραγραφής, εκ του άρθρου 289 ΚΙΝΔ, για τις αγωγικές απαιτήσεις του έτους 2015, ως απαράδεκτη, διότι δεν προτάθηκε και προφορικά στο ακροατήριο, όπως επιτάσσει το άρθρο 591 παρ.1δ΄ ΚΠολΔ, δεχόμενο δε την ίδια ένσταση εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ουσίαν.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι εκκαλούντες για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντίστοιχα.

ΙΙΙ. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία όμως της σωρευτικής αυτής αναδοχής, απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι μεταβιβάστηκε σε αυτόν όλη η περιουσία, ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία, που του μεταβιβάστηκε, αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 961/2017, ΑΠ 1151/2014, ΑΠ 451/2012, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 726/2010, ΕφΠειρ 849/2008, ΕφΠειρ 621/2008, ΕφΠειρ 483/2008, δημ.“Νόμος”). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 726/2010, δημ.“Νόμος”).  Ως χρέη της περιουσίας, που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσεως. Αυτά μπορούν να πηγάζουν είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), είτε από τον νόμο  (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ, υπό το άρθρο 479, αριθ. 21), υποστηρίζεται όμως μεμονωμένα, ότι η διάταξη δεν εφαρμόζεται σε χρέη από το νόμο (Σταθόπουλος, Γεν. Ενοχικό, αρ. 59). Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως  επιχειρήσεως, χρέη που θεωρείται ότι ανήκουν σε αυτή νοούνται μόνο εκείνα, που προκύπτουν από την άσκηση της επιχειρήσεως και γενικά την επίτευξη των σκοπών της. Το χρέος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως και να μη γεννήθηκε αργότερα, υπό την έννοια ότι ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται στη διάταξη και εκείνα τα χρέη που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής συμβάσεως τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβιβάσεως (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1948/2008, δημ. “Νόμος”), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσης τους να έχει προηγηθεί της μεταβιβάσεως, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 1154/1998 ΕλΔνη 1998, 1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενο του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής, ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξη της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 ΑΚ (ΑΠ 776/2003 ΕλΔνη 2005, 163, ΕφΠειρ 596/2018, ΕφΠειρ 207/2011, δημ. “Νόμος”). Από αυτό έπεται ότι ενστάσεις που είχαν γεννηθεί κατά το χρόνο μεταβιβάσεως υπέρ του μεταβιβάζοντος ή υπέρ του δανειστή, αντιτάσσονται από και κατά του αποκτώντος. Όμως, μετά τη μεταβίβαση, λόγω της αυτοτέλειας της ενοχής των δύο εις ολόκληρον συνοφειλετών, αντιτάσσονται μόνο όσα γεγονότα ενεργούν αντικειμενικά (άρθρα 483 – 485 ΑΚ) και όχι εκείνα που ενεργούν υποκειμενικά (άρθρο 486 ΑΚ). Έτσι, αν κατά το χρόνο μεταβιβάσεως ο ως άνω χρόνος παραγραφής της απαιτήσεως του δανειστή κατά του αποδέκτη μεταβιβάζοντος είχε επιμηκυνθεί σε είκοσι χρόνια, κατ’ άρθρο 268 ΑΚ, επειδή η αξίωση αυτή βεβαιώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ή λόγο τελεσιδικίας της διαταγής πληρωμής, το γεγονός αυτό αντιτάσσεται από το δανειστή κατά του αποκτώντος. Αν όμως η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής έγινε μετά τη σύναψη της συμβάσεως μεταβιβάσεως περιουσίας, κατά το άρθρο 479 ΑΚ, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αντιτάξει ο δανειστής κατά του αποκτήσαντα, αφού η διακοπή και επιμήκυνση της παραγραφής ενεργεί υποκειμενικά κατ’ άρθρο 486 ΑΚ για τον ένα συνοφειλέτη στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν τα γεγονότα αυτά (ΑΠ 1571/2017 , ΑΠ 1695/1998).

Εξάλλου, μεταξύ των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (ΕφΠειρ  459/2015, ΕφΠειρ 207/2011 δημ.“Νόμος”, ΕφΘεσ 424/2008 Αρμ 2009, 534, ΕφΑθ 6812/2005 ΔΕΕ 2006, 71, δημ.“Νόμος”). Ως επιχείρηση, η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται, κατά την άποψη που έχει επικρατήσει και με την οποία συντάσσεται το παρόν Δικαστήριο και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ  424/1995, ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32, 667, δημ. “Νόμος”, ΕφΠειρ 596/2018, ΕφΠειρ 372/2014, ΕφΠειρ 23/2011, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 207/2011 δημ.“Νόμος”), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργανώσεως της εκμεταλλεύσεως πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (ΕφΠειρ 726/2010 δημ.“Νόμος”, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Ως μεταβιβαζόμενα χρέη, σε αυτή την περίπτωση, νοούνται και οι απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, που κατά τη διάταξη του άρθρου 106 εδ β΄ΚΙΝΔ ασκούνται και κατά του πλοίου, καθώς, όπως προαναφέρεται, η ανωτέρω διάταξη ιδρύει παράλληλα με την ενοχική ευθύνη του εφοπλιστή, καθαρή ενοχική υποχρέωση του κυρίου του πλοίου απέναντι στους δανειστές από τον εφοπλισμό, η οποία όμως είναι περιορισμένη, συγκεντρώνεται δηλαδή στο πλοίο και με την έννοια αυτή χαρακτηρίζεται “πραγματοπαγής”. Η ενοχική αυτή ευθύνη του κυρίου του πλοίου  είναι ευθύνη  cum viribus patrimonii (αυτούσια ευθύνη), δηλαδή ευθύνη με το ίδιο το πλοίο, το οποίο μόνο παραμένει υπέγγυο στους δανειστές και όχι pro viribus (λογιστική ευθύνη), δηλαδή ευθύνη με την υπόλοιπη περιουσία του, αλλά  έως το χρηματικό ποσό στο οποίο αποτιμάται η αξία του πλοίου. Η μεταβίβαση του πλοίου από τον ενεχόμενο κύριο δεν συνεπάγεται και απαλλαγή του από την ευθύνη του απέναντι στους δικαιούχους των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό, αλλά με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1945 ΑΚ, υποκαθίσταται στη θέση του πλοίου το τυχόν ληφθέν τίμημα ή αντάλλαγμα (Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. υπό το άρθρο 479 αριθ. 31). Έτσι, εάν το πλοίο πωληθεί ή παραχωρηθεί με άλλο τρόπο σε άλλον, ο μέχρι τότε κύριος εξακολουθεί να ευθύνεται για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό με το τίμημα για το αντάλλαγμα που πήρε (ΕφΠειρ 596/2018, Ι. Χαμηλοθώρη, “Η ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις”-τιμητικός τόμος Απ. Γεωργιάδη).

Περαιτέρω, από τα αναλογικά εφαρμοζόμενα άρθρα 4 παρ. 1 εδ. α’ της Συμβάσεως της Ρώμης της 19.6.1980, που κυρώθηκε με το N.1792/1988 και που άρχισε να ισχύει από 1.4.1991 και ήδη άρθρο 4 παρ.4 του Κανονισμού 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) και  25 εδ. β’ του ΑΚ συνάγονται τα εξής: Το κατά πόσον εκείνος, που με πράξη εν ζωή απέκτησε από τον άλλο περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο, καθίσταται αυτομάτως και σε ποια έκταση συνυπεύθυνος με τον παλαιό κτήτορα της περιουσίας ή επιχειρήσεως για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, διέπεται ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο που, εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών, συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση και εντεύθεν αρμόζει σ’ αυτή. Μεταξύ δε των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ως άνω ειδικές συνθήκες μπορεί να περιλαμβάνεται, προκειμένου για νομικά πρόσωπα και η πραγματική τους έδρα, έστω και αν αυτή είναι διαφορετική από την καταστατική τους έδρα και τούτο σύμφωνα με την από το άρθρο 10 ΑΚ σχετική ρύθμιση, η οποία σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παραμερίζει την από το άρθρο 64 ΑΚ αντίστοιχη ρύθμιση, αφού η τελευταία αφορά έδρες εντός της επικράτειας. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου, πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν διέπεται από το δίκαιο βάσει του οποίου κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως (λ.χ. πώληση), που είναι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ανωτέρω Κανονισμού, κατ’ αρχήν το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 591/2002 ΕΝΔ 30, 306, ΕφΠειρ 676/2013 ΕΝΔ 2013, 409, ΕφΠειρ 372/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 207/2011 ΕΝΔ 2011, 418,  ΕφΠειρ 94/2011 ΕΕμπΔ 2011, 721, ΕφΠειρ 97/2007 ΕΝΔ 2007, 34, ΕφΠειρ 548/2006, ΕφΠειρ 619/2003 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης αντίστοιχα και της ανωμοτί εξέτασης του ………., μέλους του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης εναγομένης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’αριθμ……./2.6.2017 ένορκη βεβαίωση της ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ……/21.4.2017 και …../28.4.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), την υπ’αριθμ…../9.6.2017 ένορκη βεβαίωση της …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …… .., που λήφθηκε με την επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, προς αντίκρουση των ισχυρισμών, που προτάθηκαν από τον ενάγοντα κατά την συζήτηση (591 παρ.1 στ΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, μη λαμβανομένης όμως υπόψη της υπ’αριθμ…../2.6.2017 ένορκης βεβαίωσης του ………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζεται από την πρώτη εναγομένη, λόγω εκπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ),  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν εγγράφως στην Γλυφάδα στις 24.4.2015 και  11.2015 και προφορικά στην Βούλα στις 12.7.2016, μεταξύ αφενός της πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «………….», εκπροσωπούμενης στις δύο πρώτες από τον νόμιμο εκπρόσωπο της, ………., κάτοικο Γλυφάδας και στην τρίτη από τον έτερο νόμιμο εκπρόσωπο της και μοναδικό πρόεδρο και διευθυντή της από τον Ιούλιο του έτους 2016, ………., κάτοικο Βούλας Αττικής, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στις Νήσους Μαρσαλ, στην πραγματικότητα όμως στην Ελλάδα στην εκάστοτε διεύθυνση της κατοικίας των νομίμων εκπροσώπων της, πλοιοκτήτριας του αρχικά υπό σημαία Μπαχάμας φορτηγού πλοίου «T» νηολογίου Nassau με αριθμό ΙΜΟ ……, που μετονομάστηκε τον Ιούλιο 2016 σε «O.» και νηολογήθηκε υπό σημαία Παναμά και αφετέρου του ενάγοντος…………., συνταξιούχου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε,  υπό την ιδιότητα του επιβλέποντος μηχανικού σ’αυτό, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 4.500 ευρώ, με την πρώτη σύμβαση και 3.500 ευρώ με τις λοιπές, για επταήμερη εβδομαδιαία εργασία και δωδεκάωρη ημερήσια απασχόληση, πλέον δαπανών διαμονής και σίτισης εκτός πλοίου, μετακίνησης, επικοινωνίας και αγοράς ανταλλακτικών και εξαρτημάτων για το πλοίο και απασχολήθηκε σ’αυτό, υπό τους ίδιους εργασιακούς όρους, κατά τα χρονικά διαστήματα από 24.4.2015 μέχρι 10.7.2015, από 31.7.2015 μέχρι 14.10.2015, από 1.11.105 έως 12.2.2016, από 19.4.2016 έως 7.5.2016 και από 12.7.2016 έως 3.12.2016. Η πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία συστήθηκε από τους ανωτέρω διευθυντές και εκπροσώπους της, που ουσιαστικά ασκούσαν από κοινού την διοίκηση της και ελάμβαναν τις αποφάσεις, για την αγορά του εν λόγω πλοίου, που αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, η διαχείριση του οποίου αρχικά ανατέθηκε στην εγκατεστημένη νομότυπα στην Γλυφάδα Αττικής αλλοδαπή εταιρεία «…………..” και από 29.7.016, κατόπιν της αποχώρησης από την διοίκηση του πρώτου τούτων, στην ομοίως αλλοδαπή με έδρα στις Νήσους Μάρσαλ εταιρεία «………….”, που είχε εγκαταστήσει νομότυπα γραφείο στην Βούλα Αττικής, έκαστη των οποίων, κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, ενεργούσε, ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας, στο όνομα και για λογαριασμό αυτής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ήδη εκκαλών, αν και εκτέλεσε προσηκόντως τα ανατεθειμένα σ’αυτόν καθήκοντα μεταβαίνοντας, κατ’εντολή του εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας,  επί του πλοίου στον εκάστοτε τόπο ελλιμενισμού ή δεξαμενισμού και παραμένοντας σ’αυτό εν πλω, όποτε απαιτούνταν, προκειμένου να εποπτεύσει και να καθοδηγήσει την εκτέλεση των αναγκαίων επισκευαστικών εργασιών στο μηχανοστάσιο και να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία των μηχανικών μερών του πλοίου και την ασφαλή και απρόσκοπτη ναυσιπλοϊα του, δικαιούμενος συνολικά για δεδουλευμένες αποδοχές, κατά την περίοδο από 24.4.2015 έως 31.10.2016, το ποσό των 49.749,33 ευρώ, απορριπτομένης της αγωγής κατ’ουσίαν, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, καθόσον αφορά το χρονικό διάστημα από 31.10.2016 μέχρι και 3.12.2016, που του καταβλήθηκε το ποσό των 3.000 ευρώ από την δανείστρια εταιρεία «…………..”, που επέβαλε κατάσχεση στο πλοίο, λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων και ανέλαβε την ολοκλήρωση των επισκευών, εντούτοις, η πρώτη εναγομένη εργοδότρια εταιρεία δεν του κατέβαλε το σύνολο των οφειλομένων, ως άνω, αποδοχών, που δικαιούνταν, αλλά τμηματικά από 23.4.2015 μέχρι και τον Νοέμβριο 2016, το συνολικό ποσό των 28.451,28 ευρώ, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, απομένοντος υπολοίπου 21.298,05 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μέρος του μισθού Δεκεμβρίου 2015, ποσού 1.348,72 ευρώ και στις αποδοχές του έτους 2016, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι πραγματοποιηθείσες καταβολές καταλογίζονταν, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, πρώτα στις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές, που είχαν καταστεί ήδη ληξιπρόθεσμες και απαιτητές με την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του αντίστοιχου μήνα που έδει έκαστη να καταβληθεί. Αντίθετα, ο προβαλλόμενος από την εργοδότρια πρώτη εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρισμός, που επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο από την δεύτερη εναγομένη εταιρεία, στην οποία μεταβιβάστηκε το πλοίο, λόγω πώλησης στις 11.1.2017, ότι η νέα διαχειρίστρια του πλοίου έχει εξοφλήσει ολοσχερώς τον ενάγοντα για τις αξιώσεις του, που γεννήθηκαν από την τρίτη σύμβαση εργασίας, ήτοι από τον Ιούλιο 2016 μέχρι και τον Οκτώβριο 2016, καθόσον έγινε αμοιβαία αποδεκτό ότι οι γενόμενες καταβολές αφορούσαν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο διαχείρισης της και όχι εκείνη της προηγούμενης διαχειρίστριας εταιρείας, ο δε ενάγων παραιτήθηκε από τις προγενέστερες απαιτήσεις του, δεν κρίνεται ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πέραν των αόριστων ισχυρισμών των εναγομένων, δεν προκύπτει παραίτηση του ενάγοντος από τις ληξιπρόθεσμες εργασιακές του αξιώσεις, βάσει της προηγούμενης σύμβασης, ούτε συνάγεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τουναντίον  αποδείχθηκε ότι οχλούσε αδιαλείπτως την εργοδότρια του πρώτη εναγομένη για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του και διαμαρτυρόταν, ένεκα δε των υφισταμένων οφειλών, αρνήθηκε αρχικά να συμβληθεί εκ νέου με αυτήν δια του εκπροσώπου της, ……, προκειμένου να επιβλέψει τις επισκευές του πλοίου σε ναυπηγείο στην Πολωνία και πείστηκε τελικά να παράσχει τις υπηρεσίες του, όταν τον διαβεβαίωσε ο …… με την ιδιότητα του προέδρου και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, στην τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του στις αρχές Ιουλίου 2016, ότι θα του καταβάλλονταν όλα τα χρωστούμενα σταδιακά το συντομότερο, εφόσον το πλοίο αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και δεν είχε έσοδα, λόγω των επισκευών, όπως προκύπτει ιδίως από την υπ’αριθμ…../2017 ένορκη βεβαίωση της συζύγου του ενάγοντος, …………, που δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δη την υπ’αριθμ……/9.6.2017 ένορκη βεβαίωση της ………., υπεύθυνης πληρωμάτων, ότι οι πληρωμές δεν αφορούσαν προηγούμενες περιόδους, που επιχειρεί αλυσιτελώς να δικαιολογήσει στο ότι αναγραφόταν ότι πληρωνόταν από την «…….” ή τον …… και δεν υπήρχε υποχρέωση εξόφλησης των προηγούμενων οφειλών, ούτε σχετική συμφωνία, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν απαιτούνταν η σύναψη ειδικής συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντος και της νέας διαχειρίστριας ή με τον μοναδικό πλέον διοικητή και εκπρόσωπο της εργοδότριας πρώτης εναγομένης, ………, για την καταβολή προς αυτόν των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών, που απέρρεαν από τις προηγούμενες εργασιακές συμβάσεις. Τούτο διότι δεν επρόκειτο για χρέη της προηγούμενης διαχειρίστριας εταιρείας, ούτως ώστε να μην αφορούν την νέα διαχειρίστρια, όπως αβασίμως υποστηρίζεται από την εκκαλούσα δεύτερη εναγομένη αποκτήσασα εταιρεία, εφόσον η καταβολή του συμφωνηθέντος μισθού ήταν υποχρέωση της αντιπροσωπευομένης εργοδότριας πλοιοκτήτριας εταιρείας, που εκπληρωνόταν μέσω της εκάστοτε οριζομένης διαχειρίστριας αντιπροσώπου της και όχι οφειλή της τελευταίας, αυτό δε συνεπάγεται ότι, αναλαμβάνοντας την διαχείριση του πλοίου της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας, η νέα ως άνω διαχειρίστρια όφειλε να διεκπεραιώσει, στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, τις εκκρεμείς οφειλές στον ενάγοντα από την λειτουργία και εκμετάλλευση του. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του ότι οι επίδικες δικαιοπραξίες, που επεχείρησε μέσα στα όρια εξουσίας του ο …………., ως όργανο που διοικούσε το νομικό πρόσωπο της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας, υποχρεώνουν τούτη και υπό την διοίκηση του …………, επισημαίνεται αυτός τελούσε σε πλήρη γνώση των οφειλομένων στον ενάγοντα δεδουλευμένων αποδοχών, καθόσον και πριν τον τυπικό ορισμό του από τον Ιούλιο 2016, ως μοναδικού προέδρου και εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, ουσιαστικά ασκούσε την διοίκηση της εν λόγω εταιρείας από κοινού με τον ……….. και είχαν μαζί την διεύθυνση της ναυσιπλοϊας του επίμαχου πλοίου, έχοντας τον έλεγχο τόσο της πλοιοκτήτριας, όσο και της αρχικά οριζομένης διαχειρίστριας της, λαμβάνοντας ομού τις αποφάσεις για την ναυτιλιακή επιχείρηση και την διαχείριση του και ασκώντας έτσι τον εφοπλισμό τούτου. Όπως δε αποδείχθηκε, ανέκαθεν αναμιγνυόταν ενεργά με την φυσική του παρουσία στα γραφεία, όπου διευθύνονταν οι υποθέσεις των εν λόγω εταιρειών, δίνοντας εντολές στους προστηθέντες τους για την διεκπεραίωση των ανατεθειμένων υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων ο ενάγων και ο εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας του, ………, που διενήργησε επισκευές στο πλοίο με το συνεργείο του, κατόπιν εντολής του ….. και καταθέτει σχετικά, προβαίνοντας ο ίδιος ακόμα και σε υλικές πράξεις π.χ. πληρωμές, στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, όπως συνέβη με την καταβολή προς τον ενάγοντα έναντι των οφειλομένων αποδοχών, του ποσού των 500 ευρώ την 1η.6.2016, ήτοι προτού αναλάβει επίσημα την εκπροσώπηση της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας, ενώ υπέγραφε ομού με τον νόμιμο εκπρόσωπο της, υπό την εταιρική επωνυμία, όπως προκύπτει εναργώς ιδίως από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 28.7.2015 επιστολή της πρώτης εναγομένης προς τον πλοίαρχο του πλοίου σχετικά με τον ενάγοντα, ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, με την ιδιότητα του επιβλέποντος μηχανικού προκειμένου να ενεργήσει επιθεώρηση στα καταστρώματα και τις μηχανές του πλοίου για λογαριασμό αυτής.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι υπήρχε συμφωνία καταλογισμού των καταβαλλομένων στον ενάγοντα ποσών στις οφειλές της πρώτης εναγομένης, κατά σειρά αρχαιότητας και απέκλεισε την δυνατότητα μονομερούς εκ μέρους της προσδιορισμού των εξοφλητέων χρεών, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534ΚΠολΔ), απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης-εκκαλούσας, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, διότι η εκκαλουμένη παρέλειψε να προβεί σε στάθμιση τους και να εκθέσει τους λόγους, που έκρινε πειστικότερες τις καταθέσεις του ….. και της ….. από εκείνη του ….., ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει σαν συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με τον νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, όχι όμως όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 24/1992). Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1186/2012).  Εξάλλου, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559αρ.12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται όταν το Δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη, που δεσμευτικά ορίζει γι’αυτό ο νόμος και όχι στην περίπτωση, που το Δικαστήριο έχει, σύμφωνα με το άρθρο 340 ΚΠολΔ, την εξουσία να εκτιμήσει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα και να προσδώσει έτσι σε κάποιο αποδεικτικό μέσο μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία (ΑΠ 86/2015, ΑΠ 1103/2013). Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης σχετικά με την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, έλαβε υπόψη του, όπως μνημονεύεται ρητά στο σκεπτικό του, όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων την προσκομιζομένη με επίκληση από την πρώτη εναγομένη υπ’αριθμ……./9.6.2017 ένορκη βεβαίωση και τούτο δεν αναιρείται από το ότι στην κατάστρωση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από τις αποδείξεις, αναφέρθηκε σε ορισμένα απ’αυτά, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης περί μη λήψη υπόψη του εν λόγω αποδεικτικού μέσου, ως κατ’ουσίαν αβασίμου.

Περαιτέρω, ο ενάγων επικαλείται διάφορες δαπάνες, για τις μετακινήσεις του με ΤΑΧΙ, την αγορά διαφόρων εδεσμάτων, την αγορά ανταλλακτικών και υλικών και την πληρωμή των λογαριασμών κινητής τηλεπικοινωνίας, συνολικού ποσού 1.161,87 ευρώ και 985 δολαρίων ΗΠΑ, όπως επαρκώς εκτίθενται τα επιμέρους κονδύλια, που πραγματοποίησε επ’αφορμή της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, ως επιβλέπων μηχανικός, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, τις οποίες, κατά τα συμφωνηθέντα και την πάγια συναλλακτική πρακτική, είχε υποχρέωση να του καλύψει η πρώτη εναγομένη με την προσκόμιση των σχετικών αποδείξεων και τιμολογίων πληρωμής των αντίστοιχων ποσών. Πλην όμως, παρεκτός ενός λογαριασμού του κινητού του τηλεφώνου COSMOTE της περιόδου από 27.4.2016 έως 26.5.2016, παραμονής του για υπηρεσιακούς λόγους στην Ισπανία, ποσού 392,88 ευρώ, δεν προσκομίζει έτερα παραστατικά των επικαλούμενων δαπανών με την δικαιολογία ότι τα έχει υποβάλει στο λογιστήριο της πρώτης εναγομένης, ισχυρισμός όμως που δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να αιτηθεί την επίδειξη τους από την τελευταία, ώστε να χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη. Εξάλλου, η περίληψη των επικαλούμενων δαπανών στην προσκομιζόμενη με επίκληση υπ’αριθμ…../2.6.17 ένορκη βεβαίωση της συζύγου του, ……….., με αυτούσια μεταφορά τους από το αγωγικό δικόγραφο, δεν κρίνεται πειστική και αξιόπιστη, ούτως ώστε μόνη η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση χωρίς να επιρρωνύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, να μην αρκεί προς απόδειξη τους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι τα εν λόγω κονδύλια δεν αποδείχθηκαν, παρά μόνο εκείνο που αφορά τον ανωτέρω λογαριασμό κινητής τηλεφωνίας και ακολούθως, απέρριψε τα υπόλοιπα αιτούμενα ποσά, ως ουσιαστικά αβάσιμα, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως κατ’ουσίαν αβασίμου.

Πέραν τούτων, στις 11-12-2015 ενώ το πλοίο είχε καταπλεύσει στο λιμάνι Ρεσίφε (Recife) της Βραζιλίας, ο ενάγων δέχτηκε επίθεση από άγνωστους άνδρες, κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του, ενόσω βρισκόταν στον θάλαμο του, που τον γρονθοκόπησαν, θεωρώντας τον υπεύθυνο για την μη πληρωμή του ντόπιου τεχνίτη, που χρησιμοποιήθηκε, κατ’εντολή του, για την επισκευή του βλαβέντος καυστήρα της κύριας μηχανής, με αποτέλεσμα να υποστεί κακώσεις στο πρόσωπο, όπως εμφαίνονται στις προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες, που λήφθηκαν αμέσως μετά το συμβάν, η γνησιότητα των οποίων ουδόλως αμφισβητήθηκε. Προς αποκατάσταση του τραυματισμού του, που συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του νόμου, δεν αποδείχθηκε όμως ότι υποβλήθηκε σε ιατρικά έξοδα ύψους 57 δολαρίων ΗΠΑ για την αγορά φαρμάκων και επίσκεψη σε τοπικό ιατρό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται. Εξάλλου, όσον αφορά τις δαπάνες, που υποβλήθηκε ενάμιση έτος μεταγενέστερα για οδοντοθεραπεία και οδοντοπροσθετική, συνολικού ποσού 2.150 ευρώ, εκδιδομένων των οικείων από 28.4.2017, 3.5.2017, 5.5.2017, 9.5.2017 και 11.5.2017 αποδείξεων της εταιρείας «……………..», δεν αποδεικνύεται ότι σχετίζονται με το επίδικο συμβάν και συνιστούν απότοκο του τραυματισμού του, ένεκα τούτου, καθόσον δεν προσκομίζεται προς τούτο κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, μήτε στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες απεικονίζεται θραύση της οδοντοστοιχίας του, τα όσα δε καταθέτει σχετικά η σύζυγος του στην ως άνω ένορκη βεβαίωση, δεν κρίνονται πειστικά, μήτε αξιόπιστα, εφόσον δεν διαθέτει ιατρικές γνώσεις, ούτε δικαιολογείται, με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, να καθυστερεί ενάμιση έτος να προβεί σε αποκατάσταση της, κατά τους ισχυρισμούς του, σπασμένης από τον ξυλοδαρμό οδοντοστοιχίας του, εφόσον σε περίπτωση που είχε αυτό συμβεί, θα έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης, προς αποκατάσταση της λειτουργικότητας της στοματικής κοιλότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι στις 12.2.2016 αποβιβάστηκε από το πλοίο και επέστρεψε στην Ελλάδα, οπότε είχε την δυνατότητα να επιμεληθεί τούτου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τα κρινόμενα κονδύλια, ως ουσιαστικά αβάσιμα, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 1η.12.2016 μεταξύ της πρώτης εναγομένης τότε πλοιοκτήτριας και της δεύτερης εναγόμενης, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις Νήσους Μάρσαλ στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπουμένων, καταρτίστηκε σύμβαση πωλήσεως, με την οποία η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα το προαναφερόμενο πλοίο στη δεύτερη και να της το  παραδώσει αμέσως μετά την είσπραξη του τιμήματος και να κινήσει τη διαδικασία της μεταβιβάσεως του. Στη σύμβαση αυτή περιλήφθηκε και ο όρος ότι επέλεγαν οι συμβαλλόμενες το αγγλικό δίκαιο, ως εκείνο από το οποίο θα διεπόταν η εν λόγω σύμβαση. Το οριζόμενο τίμημα καταβλήθηκε από την αγοράστρια δεύτερη εναγομένη στην πωλήτρια πρώτη εναγομένη,  οπότε έλαβε χώρα παράδοση και παραλαβή του πλοίου στις 11.1.2017 και εκδόθηκε σχετικό πωλητήριο έγγραφο τύπου «BILL OF SALE», το οποίο νόμιμα μεταγράφηκε στο νηολόγιο της Δημοκρατίας του Παναμά, με συνέπεια έτσι να μεταβιβαστεί κατά πλήρη κυριότητα στην δεύτερη το ένδικο πλοίο, το οποίο μετονομάσθηκε σε «S». Αποτελούσε δε αυτό το πλοίο το μοναδικό ουσιαστικά στοιχείο του ενεργητικού της περιουσίας της πωλήτριας πρώτης εναγομένης μονοβάπορης εταιρείας, το γεγονός δε  αυτό το γνώριζε η δεύτερη εναγομένη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, τόσο κατά τη σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως, όσο και κατά τη μεταβίβαση της κυριότητας τούτου από την πωλήτρια σ`αυτήν, σύμφωνα και με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης. Από όλες δε τις προεκτιθέμενες ειδικές συνθήκες, εκ των οποίων ιδιάζουσα βαρύτητα έχουν ότι, αφενός η εναγομένη πωλήτρια και παλαιά ιδιοκτήτρια του πωλούμενου πλοίου, που συγκροτούσε την περιουσία της και αφετέρου η εναγομένη αγοράστρια και νέα πλοιοκτήτρια, ήδη εκκαλούσα, είναι εταιρείες ελληνικών συμφερόντων με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, όπου λαμβάνονταν οι αποφάσεις για την διοίκηση και διαχείριση τους περιλαμβανομένης της ανάθεσης της εκπροσώπησης αυτών και της διαχείρισης του ένδικου πλοίου από τις εκάστοτε διαχειρίστριες εταιρίες, που επίσης εδρεύουν στην Ελλάδα, τα δε διοικούντα και εκπροσωπούντα φυσικά πρόσωπα, τόσο τις αντιπροσωπευόμενες εταιρείες, όσο και τις αντιπροσώπους τους, είναι Έλληνες εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, ότι η σύμβαση πωλήσεως του πλοίου έγινε στην Ελλάδα και ότι η εκτέλεση αυτής της συμβάσεως κατά τα περισσότερα στάδια της έλαβε χώρα στην Ελλάδα, το δίκαιο που συνδέεται στενότερα με την υφιστάμενη ενοχική σχέση εκ του νόμου μεταξύ της πωλήτριας του πλοίου εναγομένης και της  εναγομένης αγοράστριας, ήδη εκκαλούσας, είναι όχι το αγγλικό δίκαιο, το οποίο, σημειωτέον, δεν αναγνωρίζει διάταξη όμοια ή παρόμοια εκείνης του άρθρου 479 του ελληνικού ΑΚ, αλλά το ελληνικό δίκαιο. Εξάλλου, η συμφωνία, που περιλήφθηκε στο εν λόγω συμφωνητικό πώλησης, για το εφαρμοστέο δίκαιο και την επίλυση των εξ αυτής διαφορών με την διαδικασία της διαιτησίας στο Λονδίνο, είναι χωρίς έννομη επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, διότι αυτή ρυθμίζει μόνο τις μεταξύ των εναγομένων συμβαλλομένων εταιρειών σχέσεις όσον αφορά την ερμηνεία και εκπλήρωση της συμβάσεως πωλήσεως του πλοίου και μόνο και δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, να προβληθεί κατά του μη συμβληθέντος ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), ορθά κατ’αποτέλεσμα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις συγκεκριμένες περιστάσεις, απορριπτομένων των αντίθετων υποστηριζομένων με τον τρίτο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας περί εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση του αγγλικού δικαίου, ως το δίκαιο επιλογής των μερών στην σύμβαση πώλησης του πλοίου και εκείνο που συνδέεται στενότερα με την κρινόμενη σχέση, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Εξάλλου, εφόσον με την μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης, καθιερώνεται εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών της επιχείρησης της και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της μεταβιβάσασας και της αποκτήσασας, από τις οποίες η μεν πρώτη ευθύνεται απεριόριστα, η δε δεύτερη περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία του μεταβιβαζομένου πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η τελευταία υπέχει έναντι του δανειστή ενάγοντος την ίδια υποχρέωση, που είχε και η μεταβιβάσασα οφειλέτης, εφόσον κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, το επίδικο χρέος της πρώτης εναγόμενης προς τον ενάγοντα από την μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του εκ των μεταξύ τους εργασιακών συμβάσεων, όχι μόνον είχε γεννηθεί, αλλά ήδη είχε καταστεί τούτο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Σημειωτέον, ότι για την ευθύνη του αποκτώντος αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσης των χρεών να έχει προηγηθεί της μεταβιβάσεως και δεν απαιτείται ο γενεσιουργός αυτός λόγος και δη εν προκειμένω οι εργασιακές συμβάσεις, από τις οποίες αυτά απέρρευσαν, να βρίσκεται σε ισχύ κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως, όπως αβασίμως υποστηρίζει η αποκτήσασα το πλοίο εναγομένη-εκκαλούσα με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης της περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 479 ΑΚ, λόγω λήξης των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 479ΑΚ, απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου κατά το σκέλος αυτό, ως αβασίμου.

Περαιτέρω, όσον αφορά την ένσταση της ενιαύσιας, κατ’άρθρο 289 ΚΙΝΔ, παραγραφής της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος για το υπόλοιπο του μισθού Δεκεμβρίου 2015, ποσού 1.348,72 ευρώ, που παραδεκτά προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την δεύτερη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, κατά του δανειστή ενάγοντος-εφεσιβλήτου, καθόσον αυτή δικαιούται να αντιτάξει κατά του ενάγοντος δανειστή της μεταβιβάσασας όλες τις ενστάσεις της (473 ΑΚ),  έστω κι αν τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ένσταση συμπληρώθηκαν μετά την μεταβίβαση, αποδείχθηκε ότι  από τον χρόνο έναρξης της παραγραφής (1.1.2016) ως προς την αρχική οφειλέτρια, πρώτη εναγομένη, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, έχει παρέλθει διάστημα μείζονος του έτους. Κατά συνέπεια, η παραγραφή είχε συμπληρωθεί ήδη πριν την μεταβίβαση της περιουσίας της στην δεύτερη εναγομένη, κατ’ άρθρο 479 ΑΚ,  η δε επικαλούμενη διακοπή της παραγραφής στο πρόσωπο της αρχικής οφειλέτριας εναγομένης με την αναγνώριση του χρέους δια της μερικής καταβολής της επίμαχης αξίωσης, ενεργεί υποκειμενικά, κατ’ άρθρο 486 ΑΚ και δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της συνοφειλέτριας δεύτερης εναγομένης, στο πρόσωπο της οποίας δεν συντρέχει διακοπτικό γεγονός. Επομένως, πρέπει η αντένσταση περί διακοπής της παραγραφής, να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης του ενάγοντος κατά της δεύτερης εναγομένης, που προβλήθηκε εκ μέρους της πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αξίωση του ενάγοντος για το οφειλόμενο υπόλοιπο του μισθού Δεκεμβρίου 2015, ως παραγεγραμμένη, όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα, κάνοντας δεκτή την συναφή ένσταση της και απορρίπτοντας σιωπηρά την ένσταση διακοπής της, που αντιτάχθηκε από τον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του κρινόμενου λόγου, ως ουσιαστικά αβάσιμου.

Επίσης απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, κρίνεται και ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, που πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, μέρος των οποίων επιδικάστηκαν υπέρ αυτού, προσδιοριζομένων στο ποσό των 1.050 ευρώ, καθόσον γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ορθά, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 178 παρ.1 ΚΠολΔ, κατανεμήθηκαν αυτά μεταξύ των διαδίκων αναλόγως της νίκης και της ήττας τους και υπολογίστηκαν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 και   68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), μη συνυπολογιζομένης της δαπάνης για την αμοιβή του Ολλανδού δικηγόρου για την συντηρητική κατάσχεση του πλοίου στο Terneuzen της Ολλανδίας, ύψους 3.822,80 ευρώ, που περιλαμβάνεται στον επισυναπτόμενο στις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος πίνακα αμοιβής και εξόδων του προς εκκαθάριση, καθόσον δεν σχετίζεται με τα δικαστικά έξοδα της προκειμένης δίκης και συνεπώς δεν είναι αποδοτέα, κατ’άρθρο 189 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει οι ένδικες εφέσεις να απορριφθούν στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα του αντίστοιχου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις κατά της υπ’αριθμ.1475/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Θεωρεί ότι η από 5.7.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση δεν ασκήθηκε κατά της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης εταιρείας «….. ..»

 Δέχεται κατά  τα λοιπά τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.

Επιβάλλει σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του αντίστοιχου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ για καθένα τούτων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 11 Νοεμβρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ