Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 670/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Εργατικές αξιώσεις. Δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Για το ορισμένο του προβαλλομένου προς κατάλυση αξιώσεως από την παροχή εργασίας ισχυρισμού του εργοδότη, περί ύπαρξης συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, των αξιώσεων του εργαζομένου για προσαυξήσεις από την ανωτέρω παροχή εργασίας, πρέπει να γίνεται μνεία όχι μόνον της σχετικής συμφωνίας, αλλά και του καταλογισθέντος στην αμοιβή καθεμίας, χωριστά, από τις ως άνω δραστηριότητες του εργαζομένου, ποσού, και όχι μόνον το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε. Πολιτική δικονομία. Η κοινωνία κληρονόμων δεν συγκαταλέγεται στις ενώσεις προσώπων που δύνανται να παραστούν ως διάδικοι κατά το άρθρο 62 εδ. β΄ του ΚΠολΔ. Όταν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, η κληρονομία καθίσταται κοινή κατά το λόγο της μερίδας εκάστου απ’ αυτούς και οι απαιτήσεις καθώς και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με την κληρονομική τους μερίδα. Οι αξιώσεις κατά της κληρονομιάς ασκούνται κατά του κληρονόμου, κατά την έννοια ότι η άσκηση αυτή χωρεί κατά την έκταση η οποία αναλογεί στην κληρονομική μερίδα εκάστου συγκληρονόμου, όμως, τυχόν παράλειψη προσδιορισμού της μερίδας εκάστου κληρονόμου δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, όταν οι κληρονόμοι ενάγονται ως οφειλέτες εις ολόκληρον.

 

Αριθμός     670/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 619/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 21-2-2014 (υπ’ αριθ. ……/2014) αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει τέτοια από κάποιο στοιχείο) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 και 591 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους από το άρθρο 1 του ν. 4335/2015, κατά την παρ. 2 του άρθρου ενάτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η έφεση κατατέθηκε πριν την 1-1-2016). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει, να εξετασθούν ως προς τη βασιμότητά τους και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, τους οποίους οι εκκαλούντες, παραδεκτώς (άρθρο 591 παρ. 1 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015,  κατ’ εφαρμογή των παρ. 2 και 4 του άρθρου ενάτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, δοθέντος του ότι το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της έφεσης κατατέθηκε μετά την 1-1-2016, βλ. ΑΠ 1115/2009, ΑΠ 1091/2005, ΑΠ 1900/1999, ΕφΑθ 2870/2018 άπασες εις ΝΟΜΟΣ και Κ. Μακρίδου «Ειδικές Διαδικασίες στον ΚΠολΔ μετά το Ν. 4335/2015» σελ. 19), άσκησαν, με  ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο των εφεσιβλήτων (βλ. την υπ’ αριθ. ……./13-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………), ενόψει του ότι αφορούν κεφάλαια της προαναφερθείσας οριστικής αποφάσεως, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και σε κάθε περίπτωση συνέχονται αναγκαστικώς με αυτά (βλ. Χ. Τριανταφυλλίδη σε «Η Έφεση» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 158 επ.), συνεκδικαζόμενοι με την ανωτέρω έφεση λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρο 246 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των άρθρων 63, 64 παρ. 1, 286 έως 291 του ΚΠολΔ, 127 και 1510 του ΑΚ συνάγεται ότι ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται στο Δικαστήριο με το δικό του όνομα αλλά εκπροσωπείται σε αυτό από τους γονείς του, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνά του. Επίσης, μετά την ενηλικίωση του τέκνου, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία και επομένως για να παρίσταται στο δικαστήριο, με το δικό του όνομα και να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία των νόμιμων αντιπροσώπων – γονέων του και στο εξής συνεχίζεται πλέον η σχετική διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης, κατά τα άρθρα 286 επ. του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 142/2013 ΧρΙΔ 2013 521, ΑΠ 1626/2011 ΕΠολΔ 2012 455, ΑΠ 180/2011 ΕλλΔνη 53 (2012) 392, ΑΠ 833/2005, ΕλλΔνη 47 (2006) 126). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των διαδίκων στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 619/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήταν και ο δεύτερος εναγόμενος (ήδη εκκαλών) τότε ανήλικος …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τη μητέρα του πρώτη εναγομένη (……….), η οποία, κατόπιν του θανάτου του πατέρα του προαναφερθέντος ανηλίκου τέκνου της (………..), ασκούσε, αποκλειστικά αυτή, τη γονική μέριμνά του. Επίσης, κατά ως άνω, η υπό κρίση έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραδεκτώς ασκήθηκε και από τον προαναφερθέντα ανήλικο, εκπροσωπούμενο από τη νόμιμη αντιπρόσωπό του (μητέρα του). Όμως, ο δεύτερος εναγόμενος – εκκαλών (. …….), γεννημένος στις 19-07-1998 (βλ. το αντίγραφο του υπ’ αριθ. ……../31-03-2016 δελτίου αστυνομικής ταυτότητας αυτού), ήδη ενηλικιώθηκε (στις 19-07-2016) και συνεπώς νομίμως αυτός άσκησε στο όνομά του, τους ανωτέρω πρόσθετους λόγους έφεσης και παραστάθηκε με το δικό του όνομα κατά την παρούσα συζήτηση της έφεσης και των προσθέτων λόγων αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δοθέντος ότι, κατά τα προεκτεθέντα, μετά την ενηλικίωσή του κατέστη ικανός για να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και έπαυσε αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία της νόμιμης αντιπροσώπου του.

Με την προαναφερθείσα αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, ισχυρίσθηκαν ότι, κατά τους αναφερθέντες σ’ αυτήν (αγωγή) χρόνους, προσλήφθηκαν, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, από το . …………, και απασχολήθηκαν στην ατομική επιχείρηση καταστήματος εστίασης (καφε – μπαρ), την οποία ο προαναφερθείς διατηρούσε, και, ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων ως σερβιτόρος, η δεύτερη ενάγουσα ως βοηθός σερβιτόρου, ενώ στην πραγματικότητα εκτελούσε τα καθήκοντα σερβιτόρου, η τρίτη ενάγουσα ως σερβιτόρος («μπαργούμαν») και ο τέταρτος ενάγων ως σερβιτόρος, εκτελώντας τα αναφερθέντα στην αγωγή ο καθένας καθήκοντα. Επιπλέον, αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι, στις 15 Ιουνίου 2013, απεβίωσε ο . …………., και τη διαχείριση της ανωτέρω επιχείρησης ανέλαβαν οι κληρονόμοι του θανόντος, και συγκεκριμένα η σύζυγος και το ανήλικο τέκνο του, δηλαδή η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων – εκκαλούντων, ως κοινωνία κληρονόμων … ………. Ακόμη ότι οι εναγόμενοι, μετά από σειρά επεισοδίων, κατήγγειλαν τις σχετικές συμβάσεις εργασίας της πρώτης, δεύτερης και τρίτης των εναγόντων. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, με την ανωτέρω αγωγή τους, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας τους και εις ολόκληρον έκαστος (κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής), να τους καταβάλλουν τις αποδοχές, τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, οφείλουν σ’ αυτούς, λόγω της ως άνω απασχολήσεως τους στην προαναφερθείσα επιχείρηση, βάσει της εν λόγω συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα, επικαλούμενη ότι απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από την 27-09-2001 (χρόνος πρόσληψής της) μέχρι και την 10-12-2013, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής μέρους του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν για υπερωριακή απασχόληση (υπερεργασία) κατά τα έτη 2009, 2010 και 2011 το συνολικό ποσό των 19.902,90 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν για υπερωριακή απασχόληση (υπερεργασία) κατά τα έτη 2012 και 2013, για αμοιβή έκτης ημέρας εργασίας, για προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) απασχόλησης κατά την Κυριακή, για δεδουλευμένες αποδοχές, για επιδόματα δώρου εορτών, καθώς και για αποδοχές και επιδόματα αδείας το συνολικό ποσό των 37.579,68 ευρώ, όπως κάθε επιμέρους αξίωση αναλύεται στην αγωγή. Η δεύτερη  ενάγουσα, επικαλούμενη ότι απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή της (28-03-2010) μέχρι τη 12-12-2013, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής μέρους του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν για υπερωριακή απασχόληση (υπερεργασία), για αμοιβή έκτης ημέρας εργασίας, για προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) απασχόλησης κατά την Κυριακή και προσαύξηση της αμοιβής για νυκτερινή εργασία κατά το έτος 2012, το συνολικό ποσό των 19.473,40 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν για προσαύξηση της αμοιβής για νυκτερινή εργασία κατά τα έτη 2010, 2011 και 2013, για δεδουλευμένες αποδοχές, για επιδόματα δώρου εορτών, καθώς και για αποδοχές και επιδόματα αδείας, το συνολικό ποσό των 13.564,68 ευρώ, όπως κάθε επιμέρους αξίωση αναλύεται στην αγωγή. Η τρίτη ενάγουσα, επικαλούμενη ότι απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή της (29-03-2010) μέχρι 19-11-2013, ζήτησε,  κατόπιν παραδεκτής μετατροπής μέρους του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν για υπερωριακή απασχόληση (υπερεργασία), για αμοιβή έκτης ημέρας εργασίας και για προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) απασχόλησης κατά την Κυριακή, το συνολικό ποσό των 18.848,46 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν για την προσαύξηση της αμοιβής της νυκτερινής εργασίας, για δεδουλευμένες αποδοχές και επιδόματα δώρου εορτών, καθώς και για αποδοχές και επιδόματα αδείας, το συνολικό ποσό των 12.831,26 ευρώ, όπως κάθε επιμέρους αξίωση αναλύεται στην αγωγή. Τέλος, ο τέταρτος ενάγων, επικαλούμενος ότι απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή του (30-09-2009) μέχρι την 31-12-2012, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής μέρους του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν για υπερωριακή απασχόληση (υπερεργασία) κατά τα έτη 2010, 2011, και 2012 το συνολικό ποσό των 19.731,36 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν για την υπερωριακή απασχόληση (υπερεργασία) κατά τα έτη 2009 και 2013, για αμοιβή έκτης ημέρας εργασίας, για προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση)  απασχόλησης κατά την Κυριακή, για προσαύξηση της αμοιβής για νυκτερινή εργασία, για δεδουλευμένες αποδοχές, για επιδόματα δώρου εορτών, καθώς και για αποδοχές και επιδόματα αδείας, το συνολικό ποσό των 50.288,85 ευρώ, όπως κάθε επιμέρους αξίωση αναλύεται στην αγωγή. Εξάλλου, επικουρικώς, οι ενάγοντες  ζήτησαν την επιδίκαση των ανωτέρω ποσών, αντιστοίχως, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η ανωτέρω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας έκαστος (στην κληρονομία του …………),  να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 19.086,06 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 18.374,79 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 17.922,89 ευρώ και στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 13.600,70 ευρώ, επιπλέον αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας έκαστος, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.240,13 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 13.222,98 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 12.371,06 ευρώ και στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 46.257,05 ευρώ. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την υπό κρίση έφεσή τους και με τους πρόσθετους λόγους αυτής, για τους διαλαμβανόμενους στα σχετικά δικόγραφα λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή των εναγόντων στο σύνολό της.

Ι. Κατά το άρθρο 62 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επίσης, διάδικος είναι το πρόσωπο επ’ ονόματι του οποίου ή κατά του οποίου ζητείται παροχή έννομης προστασίας. Ακόμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 και 118 αρ. 3 του ΚΠολΔ, στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να αναφέρονται, εκτός από άλλα στοιχεία, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και η κατοικία όλων των διαδίκων και των νόμιμων αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, η επωνυμία και η έδρα τους. Τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία αποβλέπουν στον προσδιορισμό της ταυτότητας του διαδίκου και, συνεπώς, εφόσον από όλο το περιεχόμενο του δικογράφου προκύπτει η ταυτότητά του, χωρίς να δημιουργείται, ως προς αυτή, οποιαδήποτε αμφιβολία, ελλιπής ή εσφαλμένη αναγραφή κάποιου από τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν ασκεί έννομη επιρροή (βλ. ΑΠ 1126/2010 ΝοΒ 2011 115, ΑΠ 1390/2001 ΔΕΕ 2002 393, ΑΠ 773/1997 ΝοΒ 26  492, ΜΕφΠειρ 581/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 739/2005 ΕλλΔνη 2005 1142, ΕφΔωδ 113/2005  ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 137/2002 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 62 εδ. β΄ του ΚΠολΔ ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία, μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 1710 παρ. 1 του ΑΚ, προκύπτει ότι αντικείμενο της κληρονομικής διαδοχής, η οποία επέρχεται είτε με διαθήκη, είτε από το νόμο, είναι το σύνολο των δεκτικών χρηματικής αποτίμησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αποβιώσαντος, με εξαίρεση τα στενά συνδεόμενα με το πρόσωπό του, δηλαδή περιλαμβάνονται σ’ αυτό όχι μόνον τα δικαιώματα (ή υποχρεώσεις) σε ενσώματα αντικείμενα της κληρονομίας, αλλά, κατά τρόπο ενιαίο και όλες οι περιουσιακού χαρακτήρα έννομης σχέσεις ή καταστάσεις, είτε μεμονωμένα, είτε ως διακριτές στις συναλλαγές περιουσιακές ομάδες, εφόσον, από τη φύση τους ή από ειδική διάταξη νόμου ή από την ιδιωτική βούληση, δεν έχουν αποκλεισθεί από την κληρονομική διαδοχή. Τέτοιες μεταβιβάσιμες περιουσιακού χαρακτήρα έννομες σχέσεις και καταστάσεις είναι και εκείνες που συγκροτούν την έννοια της επιχείρησης (άρθρο 479 ΑΚ), αλλά και το σύνολο της επιχείρησης ως οργανωμένης οικονομικής ενότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και πραγματικών καταστάσεων (βλ. ΑΠ 340/2010 ΕλλΔνη 2012 741, ΕφΑθ 3916/2003 ΕλλΔνη 2003 1660). Επίσης, μεταξύ των κληρονόμων δημιουργείται σχέση κοινωνίας δικαιώματος, δηλαδή δικαίωμα που ανήκει από κοινού σε δύο ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, και ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 785 έως 805 του ΑΚ. Το δικαίωμα όμως αυτό, ως κεντρικό στοιχείο σε μια κοινωνία αστικού δικαίου, δεν μετουσιώνεται σε νομική μορφή (π.χ. εταιρία) και συνεπώς, μια κοινωνία αστικού δικαίου, δεν μπορεί να διαθέτει νομική προσωπικότητα, ούτε να αποτελεί ένωση προσώπων. Επιπλέον, η ικανότητα του διαδίκου απονέμεται μόνον σε ένωση προσώπων, όχι και σε συγκέντρωση περιουσίας. Συνεπώς, η κοινωνία κληρονόμων δεν συγκαταλέγεται στις ενώσεις προσώπων που δύνανται να παραστούν ως διάδικοι κατά το άρθρο 62 εδ. β΄ του ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα (Νίκα) ΚΠολΔ άρθρο 62 σ. 127 αρ. 5). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος, που αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται γι` αυτά. Η ευθύνη του, όμως, εκτείνεται έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία αυτής και όσο αυτά επαρκούν, χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Παρά την περιορισμένη ευθύνη του, εξακολουθεί να είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και γι’ αυτό ενάγεται από τους δανειστές της κληρονομίας για το σύνολο του σχετικού χρέους. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής. Το τελευταίο, απλώς, έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνον επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας (βλ. ΑΠ 1202/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό του άρθρου 1710 και των άρθρων 1813 έως 1822 του ΑΚ συνάγεται ότι εκείνος που εγείρει αγωγή κατά του εξ αδιαθέτου κληρονόμου θανόντος προσώπου αρκεί για την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου να επικαλεστεί και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει τη συγγενική σχέση αυτού με τον κληρονομούμενο, δυνάμει της οποίας καλείται κατά νόμο στην κληρονομιά αυτού, χωρίς να απαιτείται να εκθέτει και περιστατικά που αποκλείουν ή περιορίζουν το κληρονομικό δικαίωμα του εναγομένου, τα οποία, αποτελούντα την ιστορική βάση σχετικής ενστάσεως, οφείλει ο εναγόμενος να επικαλεστεί. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1884 και 1885 του ΑΚ προκύπτει ότι, συντρεχόντων περισσοτέρων κληρονόμων, η κληρονομία καθίσταται κοινή κατά το λόγο της μερίδας εκάστου απ’ αυτούς και οι απαιτήσεις καθώς και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με την κληρονομική τους μερίδα. Μάλιστα,  η αναφορά στο άρθρο 2026 του ΑΚ ότι οι αξιώσεις κατά της κληρονομιάς ασκούνται κατά του κληρονόμου, πρόδηλη έχει την έννοια ότι η άσκηση αυτή χωρεί κατά την έκταση η οποία αναλογεί στην κληρονομική μερίδα εκάστου συγκληρονόμου, όμως τυχόν παράλειψη προσδιορισμού της μερίδας εκάστου κληρονόμου δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, όταν οι κληρονόμοι ενάγονται ως οφειλέτες εις ολόκληρον  (βλ. ΑΠ 1455/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2010 ΑρχΝ 2010 331, ΑΠ 1929/2008 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως, οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι η ανωτέρω αγωγή είναι απαράδεκτη ως στρεφόμενη κατά της κοινωνίας  των κληρονόμων του…………, γιατί, κατά τους ισχυρισμούς τους,  αφενός μεν η κοινωνία κληρονόμων δεν αποτελεί υποκείμενο δικαίου για να καθίσταται διάδικος, αφετέρου δε αυτοί ως κληρονόμοι, ανεξαρτήτως του ότι ο δεύτερος από αυτούς ως ανήλικος είναι εκ του νόμου κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν ενάγονται ατομικώς, ούτε κατά το λόγο της μερίδας της κληρονομίας τους, η οποία (μερίδα) ουδόλως προσδιορίζεται στην αγωγή για έκαστο εξ αυτών. Όμως, ανεξαρτήτως ότι η ανωτέρω αγωγή στρέφεται και κατά της κοινωνίας κληρονόμων………… (η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, δεν νομιμοποιείται παθητικά, δοθέντος ότι ως κοινωνία δικαιώματος δεν συνιστά ένωση προσώπων, κατά τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. β του ΚΠολΔ), αυτή (αγωγή) έχει ασκηθεί και ατομικά κατά των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του . …………, δηλαδή κατά της συζύγου του, . ………… ., και του υιού του, ……… (δηλαδή κατά της 1ης και του 2ου των εναγομένων), και είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον αναφέρεται σ’ αυτήν η σχετική συγγενική σχέση τους με τον κληρονομούμενο. Σημειωτέον ότι ο μη προσδιορισμός στην αγωγή της κληρονομικής μερίδας εκάστου των εναγομένων, κληρονόμων του οφειλέτη, δεν καθιστά αυτή απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δοθέντος ότι αυτοί ενάγονται ως οφειλέτες εις ολόκληρον, ενώ όσον αφορά το ποσοστό ευθύνης εκάστου, δηλαδή της κληρονομικής μερίδας του, αυτό αποτελεί αντικείμενο της εν γένει αποδεικτικής διαδικασίας. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η πρώτη και δεύτερος των εναγομένων – εκκαλούντων νομιμοποιούνται παθητικά στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής, και ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη ως προς το αντίστοιχο μέρος της, καθώς και ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται έκαστος κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, ο προαναφερθείς (3ος) λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙ. Α)Mε τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 2874/2000, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3385/2005 και ισχύει από την 1 Οκτωβρίου 2005 ορίσθηκε «1. Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα, κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα. 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργασίμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί, απασχολούμενοι υπερωριακά, δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών, ετησίως, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής ως κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 100%». Από την τελευταία αυτή διάταξη (τόσο υπό την αρχική, όσο και υπό την ισχύουσα διατύπωση) συνάγεται ότι η αξίωση αμοιβής της «υπερεργασίας» ή της «ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης» και της παράνομης υπερωρίας στηρίζεται, ευθέως, στον νόμο και όχι στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (βλ. ΕφΠειρ 103/2013, ΕφΛαρ 233/2012, ΕφΠειρ 573/2012, ΕφΠειρ 572/2009 άπασες εις ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010, η οποία ισχύει από 15-07-2010 (άρθρο 76 του ν. 3863/2010), το ωρομίσθιο της υπερεργασίας και της υπερωριακής εργασίας μειώθηκε, ως ακολούθως: α) για τις ώρες της υπερεργασίας (δηλαδή από την 41η έως και την 45η ώρα εκάστης εβδομάδας επί πενθήμερης εβδομάδας εργασίας και με συμβατικό ωράριο 40 ωρών εβδομαδιαίως), η οφειλόμενη προσαύξηση ανέρχεται σε ποσοστό 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, β) για τις ώρες της νόμιμης υπερωρίας μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως ανέρχεται σε ποσοστό 40% και για την πέραν των 120 ωρών ετησίως σε ποσοστό 60% και γ)για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας η δικαιούμενη αποζημίωση του εργαζομένου ορίζεται σε ποσοστό 80% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Επισημαίνεται ότι για τη συνδρομή υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση των μισθωτών και, μάλιστα, εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, χωρίς να ενδιαφέρει η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, ενώ για τη συνδρομή της υπερωριακής εργασίας, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως (υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-7-1975 ΕΣΣΕ, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από τον νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωριακής εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου. Αντιθέτως, για να υπάρχει υπερεργασία, πρέπει να υπάρχει υπέρβαση του εβδομαδιαίου ωραρίου και δεν ενδιαφέρει η μεμονωμένη υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου (βλ. ΑΠ 615/2008, ΑΠ 338/2008, ΑΠ 101/2008 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 804/2003 ΕλλΔνη 45 141, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 44 163, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 44 162, ΕφΠειρ 933/2003 ΕλλΔνη 45 544, ΜΕφΠειρ 268/2016 ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι «μη εργάσιμες ημέρες» θεωρούνται η Κυριακή (εφόσον είναι ημέρα αναπαύσεως, το οποίο αποτελεί μεν τον κανόνα στις περισσότερες περιπτώσεις, αλλά δεν συμβαίνει πάντοτε αφού στις επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας, το προσωπικό τους εργάζεται σε βάρδιες), η επιπλέον ημέρα αναπαύσεως λόγω εφαρμογής του πενθημέρου συστήματος εβδομαδιαίας απασχολήσεως (Σάββατο ή άλλη ημέρα της εβδομάδος) και η ημέρα αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως, λόγω νομίμου απασχολήσεως την Κυριακή (βλ. ΑΠ 101/2008, ΔΕΝ 2008 282, ΑΠ 2161/2007 ΔΕΝ 2008 291, ΑΠ 331/2003, ΔΕΝ 2003 1649).

Β)Επίσης, η επί οκτάωρο εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας του μισθωτού, ο οποίος τελεί υπό το καθεστώς της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, επιπλέον, κατά την ημέρα του Σαββάτου, δηλαδή την ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω εξάντλησης του πενθήμερου, είναι άκυρη ως απαγορευόμενη από κανόνα δημόσιας τάξης και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας, κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια συνιστάται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλον μισθωτό, τον οποίο θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ίδιες συνθήκες. Η ωφέλεια αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις νόμιμες αποδοχές για τους εργαζόμενους που έχουν τα τυχόν απαιτούμενα προσόντα, εκτός από τα επιδόματα που οφείλονται στις προσωπικές περιστάσεις του απασχοληθέντος, δηλαδή λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν, αναγκαία, στο πρόσωπο του δυνάμενου να προσληφθεί εγκύρως. Σημειωτέον ότι η ως άνω απασχόληση κατά το Σάββατο αποτελεί υπερωριακή εργασία, μόνον εάν υπερβαίνει το νόμιμο ωράριο ημερήσιας απασχόλησης (βλ. ΑΠ 1985/2017, ΑΠ 1420/2015, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 175/2013, ΑΠ 192/2011, ΑΠ 1413/2009, ΑΠ 1519/2008 ΑΠ 66/2007, ΑΠ 678-679/2004, ΑΠ 1253/2002 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Γ)Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 3755/1957 «περί αυξήσεως αναδρομικώς των αποδοχών των μισθωτών, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 3239/1955 και άλλων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κ.λπ.», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 435/1976, ορίζει, ως προς την προσαύξηση του 75% για παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, ότι αυτή οφείλεται ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας απασχόλησής τους, δηλαδή ακόμη και αν η απασχόληση είναι παράνομη. Ενόψει των ανωτέρω, για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά την Κυριακή, η αμοιβή υπολογίζεται με βάση το ωρομίσθιο της Κυριακής, το οποίο περιέχει την προσαύξηση του 75%. Επίσης, από τις διατάξεις της υπ’ αριθ. 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων υπουργών, του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ. 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.435/1976, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, προκύπτει ότι αν ο εργαζόμενος απασχοληθεί, νόμιμα ή παράνομα, κατά την Κυριακή, δικαιούται να λάβει, για τις ώρες που απασχολήθηκε, προσαύξηση 75% επί του νόμιμου ημερομισθίου, και εφόσον η απασχόλησή του υπερβαίνει τις 5 ώρες, αναπληρωματική ανάπαυση, διάρκειας 24 συνεχόμενων ωρών, σε άλλη ήμερα της εβδομάδας που ακολουθεί. Επίσης οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, εάv τύχουν αναπληρωματικής ανάπαυσης, κατά τα ανωτέρω, δεν δικαιούνται, εκτός από την ανωτέρω προσαύξηση, άλλης αμοιβής για την απασχόλησή τους την Κυριακή. Αν, όμως, ο εργοδότης δεν παράσχει στον εργαζόμενο συνεχή 24ωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας και τον απασχολήσει όλες τις εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την Κυριακή, τότε η απασχόληση κατά μία ημέρα των εργάσιμων αυτών ημερών (πέντε η έξι ανάλογα) είναι παράνομη ως αντικείμενη σε δημόσιας τάξης διάταξη, και ο εργοδότης έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη αυτή απασχόληση, ανερχόμενη στο 1/25 του νόμιμου μισθού του (βλ. ΑΠ 2117/2017, ΑΠ 506/2017, ΑΠ 1317/2015 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Δ)Ακόμη, σύμφωνα με τη με αριθμό 18310/1946 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, «… στους πάσης φύσεως μισθωτούς των επιχειρήσεων και εργασιών γενικά, συνεχούς ή μη λειτουργίας, εάν απασχολούνται κατά τις νυκτερινές ώρες [δηλαδή από την 10η βραδινή μέχρι την 6ηπρωινή] καταβάλλονται οι εκάστοτε κανονικές αποδοχές, αυξημένες κατά 25%». Η προσαύξηση αυτή καταβάλλεται σε όλους τους εργαζόμενους, κατά τις νυκτερινές ώρες, άσχετα αν η εργασία τους παρέχεται καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νύχτας ή μόνο σε μέρος αυτού, υπολογίζεται δε επί του νομίμου μισθού, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους επιδόματα. Εάν η παροχή της νυχτερινής εργασίας συμπέσει με ημέρα Κυριακή ή εξαιρέσιμης εορτής, η προσαύξηση που καταβάλλεται ανέρχεται σε ποσοστό 75% επί του νομίμου μισθού (βλ. ΑΠ 441/2014, ΕφΑθ 2870/2018 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Ε)Τέλος, όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσης εργοδότες τους επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Όταν ο μισθωτός αμείβεται με ημερομίσθιο δικαιούται: α) για επίδομα δώρου Χριστουγέννων 25 καταβαλλόμενα ημερομίσθια, αν απασχολήθηκε από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου ή 2 ημερομίσθια, για κάθε 19ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης, αν δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το άνω 8μηνο και β)για επίδομα δώρου Πάσχα 15 καταβαλλόμενα ημερομίσθια, αν απασχολήθηκε από την 1η Ιανουάριου μέχρι την 30η Απριλίου ή 1 ημερομίσθιο για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής του σχέσης, αν δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το άνω 4μηνο (άρθρα 1 παρ. 1 και 2 του ν. 1082/1980 και 1 παρ. 1-3 και 3 παρ. 1 και 2 της ΚΥΑ 19041/1980).

ΣΤ)Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Α.Ν.  539/1945 (όπως η παρ. 1 του άρθρου 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1346/1983, η παρ. 1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966 και η παρ. 1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ν.δ. 3755/1957), συνάγονται τα ακόλουθα. Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, οι οποίες δεν αφορούν στην ένδικη υπόθεση), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής (ή «ανάπαυσης»), με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται «κανονική άδεια», για να διακρίνεται από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής· ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει, ευθέως, εκ του νόμου, και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη, ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζόμενου, υφίσταται, ανεξάρτητα προς το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να χορηγήσει την άδεια, την οποία ο εργαζόμενος δικαιούται, μέσα στο ημερολογιακό έτος, για το οποίο πρόκειται και, παράλληλα, να καταβάλει τις αποδοχές των ημερών αδείας, σαν ο εργαζόμενος να είχε απασχοληθεί κανονικά. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας, αυτουσίως, μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική αμοιβή. Επιπλέον, στην παράγραφο 16 του άρθρου 3 του ν. 4504/1966 ορίζεται ότι οι μισθωτοί δικαιούνται επιδόματος αδείας το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας, που δικαιούται ο μισθωτός, υπό τον περιορισμό ότι τούτο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15 ημέρου για τους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Το ως άνω επίδοµα καταβάλλεται µαζί με τις ως άνω αποδοχές της αδείας αναπαύσεως του µισθωτού.

Ζ) Ακόμη, με την υπ’ αριθ. 11452/1985 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β` 75/11-2-1985) κηρύχθηκε υποχρεωτική η 102/1984 Δ.Α «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Τουριστικών και Επισιτιστικών Καταστημάτων», και από 1-1-2008 και εφεξής μέχρι και το έτος 2010 ισχύουν αντίστοιχες Σ.Σ.Ε. «για τους όρους του προσωπικού τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων», οι οποίες έχουν κηρυχθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτικές για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου αυτού που αφορά, αλλά δεσμεύει και όλους τους εργοδότες του κλάδου, που επίσης αυτή αφορά, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της επί όλων των εργοδοτών και εργαζομένων του επαγγέλματος αυτού. Ειδικότερα η Σ.Σ.Ε. του έτους 2008 περί των Τουριστικών και Επισιτιστικών Καταστημάτων, κηρύχθηκε υποχρεωτική από 22-7-2008 με την υπ’ αριθ. 69016/3227/2008 Υ.Α. (ΦΕΚ Β 2137/15-10-2008), η ΣΣΕ του έτους 2009 κηρύχθηκε υποχρεωτική από 25-6-2009 με την υπ’ αριθ.  25215/2057/6-11.8.2009 Υ.Α. (ΦΕΚ Β 1651/11-8-2009) και η ΣΣΕ του έτους 2010 κηρύχθηκε υποχρεωτική από 2-8-2010 με την υπ’ αριθ. 11330/676 Υ.Α. (ΦΕΚ Β 1448/17-6-2011).

Η)Τέλος, ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α., ΟΑΕΔ κλπ.. Όμως, τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές του μισθωτού και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους. Αντικείμενο δηλαδή της σχετικής αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες μικτές αποδοχές του, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (βλ. ΑΠ 349/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 332/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2126/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1171/2007 ΕΕργΔ 2009 258, ΑΠ 135/2003 ΕλλΔνη 2003 1320).

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η δε αοριστία αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, μάλιστα, η  έλλειψη αυτών των στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή στα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 529/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 591 παρ. 1, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ του ΚΠολΔ (όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την τροποποίησή τους από το άρθρο 1 του ν. 4335/2015) συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων (ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου), οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι οι ενστάσεις και οι αντενστάσεις, για το παραδεκτό αυτών, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιπλέον δε οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός εάν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις, απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενα κατά τη συζήτηση» σημειώνονται στα πρακτικά, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενο αυτής. Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει από τη σχετική σημείωση στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της, είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (βλ. ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 1144/2015, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 298/2012, ΑΠ 1414/2012 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη των ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως, εκτός αν συντρέχει κάποια εκ των εξαιρετικών περιπτώσεων της διάταξης, που επιτρέπει τη βραδεία προβολή ισχυρισμού, δηλαδή: α) εάν, προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, β) εάν, γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, γ) εάν, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, δ) εάν, το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, ε) εάν, προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και στ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Τη συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο προτείνων διάδικος (βλ. ΑΠ 536/2017, ΑΠ 105/2017, ΑΠ 9/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Η απόδειξη, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1087/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις ανωτέρω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (βλ. ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 259/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι για να θεωρηθεί ότι μια ένσταση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, και επομένως παραδεκτώς, θα πρέπει να περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια, και αν αυτά έχουν προταθεί απαραδέκτως στην πρώτη συζήτηση και επαναφέρονται σαφώς και με πληρότητα, σε μεταγενέστερη συζήτηση, ή στο εφετείο, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται στην απαγόρευση του 527 του ΚΠολΔ, εκτός εάν συντρέχει κάποια, από τις προβλεπόμενες στη διάταξη, εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. ΑΠ 728/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 της, κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 28/1944, εκδοθείσας υπ’ αριθ. 25825/1951 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, οι προβλεπόμενες προσαυξήσεις για παροχή εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές ή αργίες και κατά τη διάρκεια της νύχτας, δεν συμψηφίζονται προς τις καταβαλλόμενες αποδοχές, που είναι ενδεχομένως ανώτερες των νομίμων, ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νομίμων, αποδοχών προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μία τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επιπλέον εργασία (πλην νομίμων ή παράνομων/κατ’ εξαίρεση υπερωριών), δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 664 και 679 του ΑΚ, εφόσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (βλ. Ολ ΑΠ 930/1990, 87/1971, ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 430/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για το ορισμένο του προβαλλομένου προς κατάλυση αξιώσεως από την παροχή υπερεργασίας, εργασίας κατά τις Κυριακές, τις αργίες και τα Σάββατα ισχυρισμού του εργοδότη, περί ύπαρξης συμφωνίας καταλογισμού στις καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές, των αξιώσεων του εργαζομένου για προσαυξήσεις από την ανωτέρω παροχή εργασίας, πρέπει να γίνεται μνεία όχι μόνον της σχετικής συμφωνίας, αλλά και του καταλογισθέντος στην αμοιβή καθεμίας, χωριστά, από τις ως άνω δραστηριότητες του εργαζομένου, ποσού, και όχι μόνο το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε (βλ. ΑΠ 1208/2013 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στο ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού, και από τις υπ’ αριθ. ……….. ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες συντάχθηκαν, με την επιμέλεια των εναγόντων, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., κατόπιν νομίμου κλήτευσης των εναγομένων (βλ. την υπ’ αριθ. …./23-09-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………), και από τις υπ’ αριθ. ………. ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες συντάχθηκαν, με την επιμέλεια των εναγομένων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομίμου κλήτευσης των εναγόντων (βλ. την υπ’ αριθ. …./19-09-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), καθώς και όλα, ανεξαιρέτως,  τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν προσκομίστηκαν πρωτοδίκως και προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προέκυψε ότι αυτά δεν είχαν προσκομισθεί στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή λόγω βαριάς αμέλειας, πλην της από 24-09-2018 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 του ……….., την οποία προσκομίζουν οι εναγόμενοι – εκκαλούντες (εντός της προθεσμίας προσθήκης και αντίκρουσης), η οποία δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε ως μαρτυρία τρίτου, διότι λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί ειδικώς στην παρούσα δίκη (βλ. ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 6/2019, ΑΠ 8724/2018, ΑΠ 1427/2017 άπασες εις ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ………., μέχρι το θάνατό του (15 Ιουνίου 2013), δραστηριοποιούνταν επαγγελματικώς στον τομέα της εστίασης και ειδικότερα αυτός διατηρούσε ατομική επιχείρηση, καταστήματος καφέ – μπαρ, στον Πειραιά, με την επωνυμία «……….». Μετά το θάνατο του ………., το περιουσιακό στοιχείο της εν λόγω επιχείρησης περιήλθε, λόγω κληρονομίας, στους εξ’ αδιαθέτου κληρονόμους του, δηλαδή στη σύζυγό του . …………, και το τότε ανήλικο τέκνο του . ………… (1η και το 2ο των εναγομένων), κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας εις έκαστον. Οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι είχαν προσληφθεί από το . ………… και εργάζονταν στην επιχείρηση αυτή, με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, αορίστου χρόνου, ενώ άπαντες ήταν εφοδιασμένοι με ατομικό βιβλιάριο υγείας εργαζόμενου σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Το εν λόγω κατάστημα λειτουργούσε, από ώρα 12.30 τις καθημερινές και κατά τα Σαββατοκύριακα από ώρα 11.30, ως καφετέρια, ενώ από ώρα 20.00 και μετά, αυτό λειτουργούσε ως μπαρ. Το κατάστημα αυτό διέκοπτε τη λειτουργία του κατά την ώρα 03.00 (πρωινή) τις καθημερινές και την ώρα 04.30 τα Σάββατα (πρωινή Κυριακής), αλλά το ανωτέρω ωράριο περιστασιακά παρετείνετο, κατά μία έως δύο ώρες, εφόσον εξακολουθούσαν να βρίσκονται πελάτες εντός του καταστήματος, μετά τις ως άνω ώρες, αντιστοίχως. Ο αριθμός των πελατών στο ανωτέρω κατάστημα ήταν αυξημένος κατά τις ημέρες Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, καθώς και κατά τους θερινούς μήνες, δηλαδή από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο. Λόγω της ανωτέρω φύσης και δραστηριότητας του καταστήματος αυτού ήταν αναγκαία η απασχόληση ορισμένων εκ του προσωπικού του κατά τις Κυριακές και κατά τις νυκτερινές ώρες. Επίσης, ενόψει του ανωτέρω του ωραρίου λειτουργίας του καταστήματος αυτού, του γεγονότος ότι ο χώρος του εκτείνετο σε δύο ορόφους, της εν γένει κίνησης των πελατών του, και του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων στην επιχείρηση αυτή (οι οποίοι, κατά μέσο όρο, ήταν εννέα άτομα) με διαφορετικές ειδικότητες, συνάγεται ότι για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω αναγκών ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης αυτής, ήταν απαραίτητο οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι να απασχολούνται και πέραν του νομίμου ωραρίου τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις και έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως, όπως ακολούθως αναφέρεται. Σημειωτέον ότι οι ώρες και οι ημέρες αυτές είναι λιγότερες από αυτές, που καθ’ υπερβολή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την ένδικη αγωγή, ενόψει του ότι τις σχετικές εργασίες δεν εκτελούσε αποκλειστικώς, έκαστος των εναγόντων, αντιστοίχως, αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα, που απασχολούνταν στην προαναφερθείσα επιχείρηση, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, έτσι, δεν απαιτείτο προς τούτο απασχόληση πλέον αυτής, που αναφέρεται ακολούθως. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες ελάμβαναν τακτικά θερινή άδεια, δηλαδή διάρκειας μίας εβδομάδας κατά το μήνα Ιούλιο και άλλης μίας εβδομάδας κατά το μήνα Αύγουστο, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς η τελευταία να προσβληθεί ως προς τούτο με κάποιο λόγο έφεσης. Εξάλλου, οι σχέσεις των εναγόντων εργαζομένων με τον θανόντα εργοδότη τους  ήταν εν γένει ομαλές, παρά το γεγονός ότι δεν τους καταβάλλονταν μέρος των οφειλόμενων αποδοχών εκ της πρόσθετης εργασίας τους. Όμως, από τον Ιούνιο του έτους 2013, οπότε τη λειτουργία της εν λόγω επιχείρησης ανέλαβε η πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα (ατομικώς και για λογαριασμό του ανήλικου τότε τέκνου της δευτέρου εναγομένου), οι σχέσεις των εναγόντων εργαζομένων με τους προαναφερθέντες νέους εργοδότες τους κατέστησαν δυσμενείς, και μετά από σειρά σχετικών επεισοδίων, η πρώτη εναγομένη προέβη στην καταγγελία των ανωτέρω συμβάσεων εργασίας της πρώτης, δεύτερης και τρίτης των εναγόντων, στις 10-12-2013, 12-12-2013 και 19-11-2013, αντιστοίχως, ενώ η σύμβαση του τέταρτου ενάγοντος καταγγέλθηκε, στις 24-11-2014, δηλαδή μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι η απασχόληση εκάστου των εναγόντων στο εν λόγω κατάστημα ήταν η ακολούθως αναφερόμενη.

Η πρώτη ενάγουσα – εφεσίβλητη εργάστηκε στο εν λόγω κατάστημα (καφε-μπαρ), κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2009 μέχρι την 10-12-2013, με την ειδικότητα της σερβιτόρας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως, εκ των οποίων εργαζόταν κάθε Σάββατο και Κυριακή. Επίσης, αυτή εργαζόταν και πέραν του οκταώρου και συγκεκριμένα, από Δευτέρα έως Παρασκευή εργαζόταν τρεις ημέρες, λαμβάνοντας δύο ημέρες ανάπαυσης (ρεπό), κατά μέσο όρο, από ώρα 12.30 έως 21.00 (8 ½ ώρες, δηλαδή ½ ώρα υπερεργασία), το Σάββατο, κατά μέσο όρο, από ώρα 11.30 έως 20.30 (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασία) και την Κυριακή, κατά μέσο όρο, από ώρα 11.30 έως 20.30 (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασία κατά την Κυριακή). Όμως, κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, αυτή απασχολήθηκε μόνον 2 Κυριακές, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση, χωρίς αυτή να προσβληθεί ως προς το αντίστοιχο μέρος της. Επιπλέον, αυτή (1η ενάγουσα) απασχολείτο, κατ’ εξαίρεση, 1 φορά το μήνα, και 6η ημέρα εβδομαδιαίως. Σημειωτέον ότι, όπως η ίδια (1η ενάγουσα) συνομολογεί, κατά το χρονικό διάστημα από 28-10-2013 έως 1-11-2013 δεν εργάστηκε, λόγω λήψης αναρρωτικής άδειας. Ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός αυτής (1η ενάγουσας), για το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή της μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, ήταν 1.277,75 ευρώ (μεικτές αποδοχές) και το ωρομίσθιο ήταν 7,67 ευρώ (1.277,75 : 25 Χ 6 : 40=7,67), και από την 1η  Ιανουαρίου 2013 μέχρι και την ημέρα της απόλυσή της (10-12-2013), ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός της (μεικτές αποδοχές) ήταν 1.011,25 ευρώ και το ωρομίσθιο ήταν 6,07 ευρώ (1.011,25 : 25 Χ 6 : 40=6,07). Επομένως, η πρώτη ενάγουσα, λόγω της ως άνω απασχόλησής της, δικαιούται τα ακόλουθα:

Α)Για την ανωτέρω υπερεργασία: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 1.103,08 ευρώ (7,67 +[7,67Χ 25%)] Χ 2 ½ ώρες εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες το μήνα Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,59 Χ 2,5 Χ 46= 1.103,08), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 15-7-2010 το ποσό των 623,48 ευρώ (7,67 +[7,67Χ 25%] Χ 2 ½ ώρες εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 6 ½ μήνες= 9,59 Χ 2,5 Χ 26= 623,48), γ) για το χρονικό διάστημα από 16-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 460 ευρώ (7,67 +[7,67Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδων που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,2 Χ 2,5 Χ 20= 460), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 1.058 ευρώ (7,67 +[7,67 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδων που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,2 Χ 2,5 Χ 46= 1.058), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 1.058 ευρώ (7,67 +[7,67 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδων που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,2 Χ 2,5 Χ 46= 1.058), στ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-10-2013 (ενόψει του ότι από 28-10-2013 έως 1-11-2013 δεν εργάστηκε λόγω αναρρωτικής άδειας) το ποσό των 691,60 ευρώ (6,07 +[6,07 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 10 μήνες – 2 εβδομάδων που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 7,28 Χ 2,5 Χ 38= 691,60) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 4.994,16 ευρώ (1.103,08 + 623,48 + 460 + 1.058 + 1.058 + 691,60).

Β) Για την ανωτέρω υπερεργασία κατά την Κυριακή: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 738,32 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 25% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 4 Κυριακών που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,78 Χ 1 Χ 44= 738,32), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 15-7-2010 το ποσό των 436,28 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 25% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 6 ½  μήνες]= 16,78 Χ 1 Χ 26= 436,28), γ) για το χρονικό διάστημα από 16-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 289,80 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 4 Κυριακών που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,10 Χ 1 Χ 18= 289,80), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 708,40 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 4 Κυριακές που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,10 Χ 1 Χ 44= 708,40), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των  708,40 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 4 Κυριακές του δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,10 Χ 1 Χ 44= 708,40), στ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-10-2013 το ποσό των 458,64 ευρώ (6,07 Χ 175% +[6,07 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 10 μήνες – 4 εβδομάδων που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο,]= 12,74 Χ 1 Χ 36= 458,64) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 3.339,84 ευρώ (738,32 + 436,28 + 289,80+ 708,40 + 708,40 + 458,64).

Γ) Για την ανωτέρω απασχόληση κατά την έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 613,32 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 1 έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 1 Χ 12= 51,11 Χ 12= 613,32), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 613,32 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 1 έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 1 Χ 12= 51,11 Χ 12= 613,32), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 613,32 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 1 έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 1 Χ 12= 51,11 Χ 12= 613,32), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 613,32 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 1 έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 1 Χ 12= 51,11 Χ 12= 613,32), και ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-10-2013 το ποσό των 404,50 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 1 έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 10 μήνες= 1.011,25 : 25 Χ 1 Χ 10= 40,45 Χ 10= 404,50) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 2.857,78 ευρώ (613,32+ 613,32+ 613,32+ 613,32+ 404,50).

Δ) Για την προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) για την απασχόληση κατά την Κυριακή: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 1.686,52 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες του Ιουλίου και 2 εβδομάδες του Αυγούστου που δεν εργάστηκε]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 44= 51,11 Χ 75% Χ 44 =38,33 Χ 44= 1.686,52), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 1.686,52 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες του Ιουλίου και 2 εβδομάδες του Αυγούστου που δεν εργάστηκε]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 44= 51,11 Χ 75% Χ 44 =38,33 Χ 44= 1.686,52), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 1.686,52 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες του Ιουλίου και 2 εβδομάδες του Αυγούστου που δεν εργάστηκε]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 44= 51,11 Χ 75% Χ 44 =38,33 Χ 44= 1.686,52), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 1.686,52 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες του Ιουλίου και 2 εβδομάδες του Αυγούστου που δεν εργάστηκε]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 44= 51,11 Χ 75% Χ 44= 38,33 Χ 44= 1.686,52), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 10-12-2013 το ποσό των 1.243,94 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [4 εβδομάδες Χ 11 μήνες + 1 εβδομάδα – 2 εβδομάδες του Ιουλίου και 2 εβδομάδες του Αυγούστου που δεν εργάστηκε]= [1.011,25 : 25] Χ 75% Χ 41 εβδομάδες= 40,45 Χ 75% Χ 41 =30,34 Χ 41= 1.243,94) και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 7.990,02 ευρώ (1.686,52 + 1.686,52 + 1.686,52 + 1.686,52 + 1.243,94).

Ε) Για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα δώρου εορτών, επιδόματα αδείας και αποδοχές αδείας, που οι εναγόμενοι δεν της κατέβαλαν και συνεπώς, οφείλουν στην πρώτη ενάγουσα, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας έκαστος: α) για αποδοχές Σεπτεμβρίου 2013 το ποσό των 780,58 ευρώ, β) για αποδοχές Οκτωβρίου 2013 το ποσό των 780,58 ευρώ, γ) για αποδοχές Νοεμβρίου 2013 το ποσό των 780,58 ευρώ, δ)για αποδοχές Δεκεμβρίου 2013 το ποσό των 260,19 ευρώ, ε)για δώρο Χριστουγέννων 2012 το ποσό των 515,44 ευρώ (1.277,75 – 762,31 = 515,44, δηλαδή αφαιρουμένου του ποσού των 762,31 ευρώ που καταβλήθηκε, όπως έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία δεν προσβλήθηκε ως προς τούτο), στ) για δώρο Πάσχα 2013 το ποσό των 505,63 ευρώ (1.011,25 : 2= 505,63),  ζ) για επίδομα αδείας 2013 το ποσό των 505,63 ευρώ (1.011,25 : 2= 505,63), η) για αποδοχές αδείας 2013 το ποσό των 1.011,25 ευρώ, και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες, οι εναγόμενοι- εκκαλούντες οφείλουν στην πρώτη ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των 5.139,88 ευρώ (780,58 + 780,58 + 780,58 + 260,19+ 515,44 + 505,63+ 505,63 +1.011,25). Σημειωτέον ότι όσον αφορά στο επίδομα δώρου Πάσχα 2012, ποσού 638,88 ευρώ, (1.277,75 : 2=638,88), και στην αναλογία επιδόματος δώρου Χριστουγέννων 2013 (δεδομένου ότι η 1η  ενάγουσα  εργάστηκε από 1-1-2013 έως 10-12-2013), ποσού 993,50 ευρώ, αυτά έχουν καταβληθεί και δεν οφείλονται, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων (βλ. τις από 23-05-2012 και 20-12-2013 αποδείξεις πληρωμής, αντιστοίχως). Επίσης, όσον αφορά στη μη καταβολή των αποδοχών αναρρωτικής άδειας, ποσού 63,90 ευρώ, αυτό δεν οφείλεται, όπως έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία δεν προσβλήθηκε ως προς τούτο. Κατά τα ως άνω, η πρώτη ενάγουσα – εφεσίβλητη, λόγω της προαναφερθείσας απασχόλησής της δικαιούται συνολικά το ποσό των 24.321,68 ευρώ (4.994,16 + 3.339,84 + 2.857,78 + 7.990,02 + 5.139,88). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα – εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 54.326,19 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (5ο) της εφέσεως.

Η δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη εργάστηκε στο εν λόγω κατάστημα (καφε-μπαρ), κατά το χρονικό διάστημα από την 28-03-2010 μέχρι την 12-12-2013, με την ειδικότητα της σερβιτόρας, ανεξαρτήτως του ότι στη σχετική έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας της αναφέρεται ως βοηθός σερβιτόρου. Επίσης, αυτή εργάστηκε επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως, εκ των οποίων εργαζόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Επιπλέον, η δεύτερη ενάγουσα εργαζόταν και πέραν του οκταώρου και συγκεκριμένα, από Δευτέρα έως Πέμπτη εργαζόταν επί 3 ημέρες, λαμβάνοντας 1 ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), κατά μέσο όρο, από ώρα 19.00 έως 03.00, πρωινή της επομένης ημέρας, (8 ώρες), την Παρασκευή, κατά μέσο όρο, από ώρα 19.00 έως 04.00, πρωινή της επόμενης ημέρας, (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασίας) και το Σάββατο εργαζόταν, κατά μέσο όρο, από ώρα 19.30 έως 04.30, πρωινή της επομένης ημέρας, (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασίας την Κυριακή), έτσι, αυτή απασχολούνταν και κατά τις νυκτερινές ώρες επί 27 ½ ώρες εβδομαδιαίως. Επίσης, κατ’ εξαίρεση κατά τους θερινούς μήνες (Ιούνιο – Σεπτέμβριο), αυτή εργαζόταν και 2 Κυριακές κάθε μήνα, από ώρα 19.00 έως 03.00, πρωινή της επομένης ημέρας, (8 ώρες), ακόμη, αυτή εργαζόταν και έκτη ημέρα εβδομαδιαίως, 2 φορές μηνιαίως, πραγματοποιώντας επιπλέον 5 ώρες νυκτερινής εργασίας εβδομαδιαίως και συνολικά 32 ½ ώρες νυκτερινής εργασίας εβδομαδιαίως. Το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο αυτής (2ης ενάγουσας), για το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή της μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2012, ήταν 44,06 ευρώ (μεικτές αποδοχές) και το ωρομίσθιο ήταν 6,61 ευρώ (44,06 Χ 6 : 40= 6,61),  και από την 1η Ιανουαρίου 2013 μέχρι την απόλυση της (12-12-2013), το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό της ήταν 34,69 ευρώ (μεικτές αποδοχές), και το ωρομίσθιο ήταν 5,20 ευρώ (34,69 Χ 6 : 40= 5,20). Επομένως, η δεύτερη ενάγουσα, λόγω της ως άνω απασχόλησής της, δικαιούται τα ακόλουθα:

Α)Για την ανωτέρω υπερεργασία: α) για το χρονικό διάστημα από 7-5-2010 έως 14-07-2010 το ποσό των  74,34 ευρώ (6,61 +[6,61 Χ 25%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 9 εβδομάδες= 8,26 Χ 1 Χ 9= 74,34), β) για το χρονικό διάστημα από 15-07-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 158,6 ευρώ (6,61 +[6,61 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 7,93 Χ 1 Χ 20= 158,6, γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των  364,78 ευρώ (6,61 +[6,61 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 7,93 Χ 1 Χ 46= 364,78, δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 364,78 ευρώ (6,61 +[6,61 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 7,93 Χ 1 Χ 46= 364,78), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 12-12-2013 το ποσό των 274,56 ευρώ (5,20 +[5,20 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 11 ½  μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 6,24 Χ 1 Χ 44= 274,56) και συνολικά για την αιτία αυτή, ποσό 1.237,06 ευρώ (74,34 + 158,60 + 364,78 + 364,78 + 274,56).

Β) Για την ανωτέρω υπερεργασία κατά την Κυριακή (σε συνέχεια του μεσονυχτίου του Σαββάτου): α) για το χρονικό διάστημα από 7-5-2010 έως 14-7-2010 το ποσό των  130,14 ευρώ (6,61 Χ 175% + [6,61 Χ 25% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 9 εβδομάδες= 14,46 Χ 1 Χ 9= 130,14), β) για το χρονικό διάστημα από 15-07-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 277,60 ευρώ (6,61 Χ 175% + [6,61 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 13,88 Χ 1 Χ 20= 277,60), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 638,48 ευρώ (6,61 Χ 175% + [6,61 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 13,88 Χ 1 Χ 46= 638,48), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 638,48 ευρώ (6,61 Χ 175% + [6,61 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 13,88 Χ 1 Χ 46= 638,48), και ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 12-12-2013 το ποσό των 480,48 ευρώ (5,20 Χ 175% + [5,20 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες Χ 11 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= 10,92 Χ 1 Χ 44= 480,48) και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 2.165,18 ευρώ (130,14 + 277,60 + 638,48+ 638,48 + 480,48).

Γ) Για την ανωτέρω απασχόληση κατά την έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως: α) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2010 έως 30-09-2010 το ποσό των 352,48 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 4 μήνες= 44,06 Χ 2 Χ 4= 352,48 ), β) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 έως 30-9-2011 το ποσό των 352,48 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 4 μήνες= 44,06 Χ 2 Χ 4= 352,48), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2012 έως 30-9-2012 το ποσό των 352,48 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 4 μήνες= 44,06 Χ 2 Χ 4= 352,48), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2013 έως 30-9-2013 το ποσό των 277,52 ευρώ ( ημερομίσθιο Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 4 μήνες= 34,69 Χ 2 Χ 4= 277,52) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.334,96 ευρώ (352,48+ 352,48+352,48+ 277,52).

Δ) Για την προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) για την απασχόληση κατά την Κυριακή: α) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2010 έως 30-9-2010 το ποσό των 264,40 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 44,06 Χ 75% Χ 8= 264,40), β) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 έως 30-9-2011 το ποσό των 264,40 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 44,06 Χ 75% Χ 8= 264,40), γ)για το χρονικό διάστημα από 1-6-2012 έως 30-9-2012 το ποσό των 264,40 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 44,06 Χ 75% Χ 8= 264,40), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2013 έως 30-9-2013 το ποσό των 208,16 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 34,69 Χ 75% Χ 8= 208,16 ) και συνολικά, για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.001,36 ευρώ (264,40+ 264,40+264,40+ 208,16).

Ε) Για την προσαύξηση αμοιβής για νυκτερινή εργασία: α)για το χρονικό διάστημα από 7-5-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 1.382,02 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 31 εβδομάδες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας – 8 εβδομάδες, που εργάστηκε 32 ½ νυχτερινές ώρες] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 32 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 8 εβδομάδες]= [6,61 Χ 25% Χ 27,5 Χ 21] + [6,61 Χ 25% Χ 32,5 Χ 8]= 952,98 + 429,04= 1.382,02), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 2.153,48 ευρώ  ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας – 8 εβδομάδες, που εργάστηκε 32 ½ νυχτερινές ώρες] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 32 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 8 εβδομάδες]= [6,61 Χ 25% Χ 27,5 Χ 38] + [6,61 Χ 25% Χ 32,5 Χ 8]= 1.724,44 + 429,04= 2.153,48), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 2.153,48 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας – 8 εβδομάδες, που εργάστηκε 32 ½ νυχτερινές ώρες] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 32 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 8 εβδομάδες]= [6,61 Χ 25% Χ 27,5 Χ 40] + [6,61 Χ 25% Χ 32,5 Χ 8]= 1.724,44 + 429,04= 2.153,48) και δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 12-12-2013 το ποσό των 1.625 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα Χ 11 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας – 8 εβδομάδες, που εργάστηκε 32 ½ νυχτερινές ώρες] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 32 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 8 εβδομάδες]= [5,20 Χ 25% Χ 27,5 Χ 36] +[(5,20 Χ 25% Χ 32,5 Χ 8]= 1.287 + 338 = 1.625) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 7.313,98 ευρώ (1.382,02 + 2.153,48 + 2.153,48 + 1.625).

ΣΤ) Για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα δώρου εορτών, επιδόματα αδείας και αποδοχές αδείας, που οι εναγόμενοι δεν κατέβαλαν και συνεπώς, οφείλουν στην δεύτερη ενάγουσα, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας έκαστος: α) για αποδοχές Αυγούστου 2013 το ποσό των 867,25 ευρώ (34,69 Χ 25= 867,25), β)για αποδοχές Σεπτεμβρίου 2013 το ποσό των 867,25 ευρώ (34,69 Χ 25= 867,25), γ) για αποδοχές Οκτωβρίου 2013 το ποσό των 867,25 ευρώ (34,69 Χ 25= 867,25), δ) για αποδοχές Νοεμβρίου 2013 το ποσό των  867,25 ευρώ (34,69 Χ 25= 867,25), ε) για αποδοχές Δεκεμβρίου 2013 το ποσό των 289,08 ευρώ, στ) για δώρο Χριστουγέννων 2012 το ποσό των 1.101,50 ευρώ (44,06 Χ 25= 1.101,50 ), ζ) για δώρο Πάσχα 2013 το ποσό των 520,35 ευρώ (34,69 Χ 15 ημερομίσθια= 520,35), η) για επίδομα αδείας 2013 το ποσό των 520,35 ευρώ (34,69 Χ 15 ημερομίσθια= 520,35), θ)για αποδοχές άδειας 2013 το ποσό των 492,58 ευρώ (867,25 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 374,67 ευρώ που καταβλήθηκε, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, βλ. την από 2-10-2013 απόδειξη πληρωμής) και ι) δώρο Χριστουγέννων 2013  (για το χρονικό διάστημα από 1-5-2013 έως 12-12-2013 το ποσό των 536,33 ευρώ (δηλαδή από το ποσό των 855,84 ευρώ αφαιρουμένου του ποσού των 319,51 ευρώ που καταβλήθηκε, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, βλ. την από 20-12-2013 απόδειξη πληρωμής), και συνολικά για τις ως άνω αιτίες, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες οφείλουν στη δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των 6.929,19 ευρώ (867,25 + 867,25 + 867,25+ 867,25 + 289,08 + 1.101,50  + 520,35 + 520,35 + 492,58 + 536,33). Κατά τα ως άνω, η δεύτερη ενάγουσα- εφεσίβλητη δικαιούται το συνολικό ποσό των 19.981,73 ευρώ (1.237,06 + 2.165,18 + 1.334,96 + 1.001,36 + 7.313,98 + 6.929,19). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, οφείλεται στη δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 31.597,77 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (6ο) της εφέσεως.

Η τρίτη ενάγουσα – εφεσίβλητη εργάστηκε στο εν λόγω κατάστημα (καφε – μπαρ), κατά το χρονικό διάστημα από τις 29-03-2010, μέχρι την 19-11-2013, με την ειδικότητα της σερβιτόρας («μπαργούμαν»), επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, και επί οκτώ ώρες ημερησίως, εκ των οποίων εργαζόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Επιπλέον, αυτή εργαζόταν και πέραν του οκταώρου, και συγκεκριμένα από Δευτέρα έως Πέμπτη εργαζόταν επί 3 ημέρες, λαμβάνοντας 1 ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), κατά μέσο όρο, από ώρα 19.00 έως 03.00,  πρωινή της επομένης ημέρας, (8 ώρες), την Παρασκευή, κατά μέσο όρο, από ώρα 19.00 έως 04.00, πρωινή της επόμενης ημέρας, (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασίας) και το Σάββατο εργαζόταν κατά μέσο όρο, από ώρα 19.30 έως 04.30, πρωινή της επομένης ημέρας, (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασίας την Κυριακή), έτσι, αυτή απασχολούνταν και κατά τις νυκτερινές ώρες επί 27 ½ ώρες εβδομαδιαίως. Επίσης, κατ’ εξαίρεση, κατά τους θερινούς μήνες (Ιούνιο- Σεπτέμβριο), αυτή απασχολούνταν και 2 Κυριακές κάθε μήνα, από ώρα 19.00 έως 03.00, πρωινή της επομένης ημέρας,  (8 ώρες) . Ακόμη, κατά τους θερινούς μήνες του έτους 2013 (Ιούνιο – Σεπτέμβριο) αυτή εργαζόταν κάθε Κυριακή και έκτη ημέρα εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας επιπλέον 5 ώρες νυκτερινής εργασίας εβδομαδιαίως και συνολικά 32 ½ ώρες νυκτερινής εργασίας εβδομαδιαίως. Το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, αυτής (3ης εναγουσας), για το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή της (29-03-2010) μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2012, ήταν 51,11 ευρώ (μεικτές αποδοχές) και το ωρομίσθιο ήταν 7,67 ευρώ ( 51,11 Χ 6 : 40= 7,67) και από την 1η Ιανουαρίου 2013 μέχρι την απόλυσή της (19-11-2013) το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο ήταν 40,45 ευρώ (μεικτές αποδοχές) και το ωρομίσθιο ήταν 6,07 ευρώ (40,45 Χ 6 : 40= 6,07). Επομένως, η τρίτη ενάγουσα, λόγω της ως άνω απασχόλησής της δικαιούται τα ακόλουθα:

Α)Για την ανωτέρω υπερεργασία: α) για το χρονικό διάστημα από 29-3-2010 έως 15-7-2010 το ποσό των 134,26 ευρώ (7,67 +[7,67 Χ 25%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 3 ½ μήνες= 9,59 Χ 1 Χ 14= 134,26), β) για το χρονικό διάστημα από 16-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 184 ευρώ (7,67 + [7,67 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 9,2 Χ 1 Χ 20= 184), γ)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των  423,20 ευρώ (7,67 + [7,67 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 9,2 Χ 1 Χ 46= 423,20), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των (7,67 + [7,67 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 9,2 Χ 1 Χ 46= 423,20), και ε)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 19-11-2013 το ποσό των 291,20 ευρώ (6,07 + [6,07 Χ 20%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 10 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας = 7,28 Χ 1 Χ 40= 291,20) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.455,86 ευρώ (134,26 + 184 + 423,20 + 423,20+ 291,20).

Β) Για την ανωτέρω υπερεργασία κατά την Κυριακή (βάρδια Σαββάτου): α) για το χρονικό διάστημα από 29-3-2010 έως 14-7-2010 το ποσό των 234,92 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 25% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 3 ½ μήνες= 16,78 Χ 1 Χ 14= 234,92, β) για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 322 ευρώ(7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω τακτικής άδειας= 16.10 Χ 1 Χ 20= 322), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 708,40 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω τακτικής άδειας= 16.10 Χ 1 Χ 44= 708,40), δ)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 708,40 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω τακτικής άδειας= 16.10 Χ 1 Χ 44= 708,40), και ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 19-11-2013 το ποσό των  509,60 ευρώ (6,07 Χ 175% +[6,07 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 10 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω τακτικής άδειας=  Χ 1 Χ = 12,74 Χ1 Χ 40= 509,60) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 2.483,32 ευρώ (234,92+ 322+ 708,40+ 708,40+509,60).

Γ) Για την ανωτέρω απασχόληση κατά την έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως, κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2013 έως 30-9-2013 το ποσό των 566,30 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 4 εβδομάδες Χ 4 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 40,45 Χ 14= 566,30).

Δ) Για την προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) για την απασχόληση κατά την Κυριακή: α) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2010 έως 30-9-2010 το ποσό των 306,64 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 51,11 Χ 75% Χ 8= 306,64), β) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 έως 30-9-2011 το ποσό των 306,64 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 51,11 Χ 75% Χ 8= 306,64), γ)για το χρονικό διάστημα από 1-6-2012 έως 30-9-2012 το ποσό των 306,64 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 8 Κυριακές= 51,11 Χ 75% Χ 8= 306,64), και δ) για το χρονικό διάστημα από 1-6-2013 έως 30-9-2013 το ποσό των 424,76 ευρώ (ημερομίσθιο Χ 75% Χ 4 εβδομάδες Χ 4 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 40,45 Χ 75% Χ 14= 424,76) και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 1.344,68 ευρώ (306,64+ 306,64+ 424,76).

Ε) Για προσαύξηση της αμοιβής για νυκτερινή εργασία: α)για το χρονικό διάστημα από 29-3-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των  1.795,20 ευρώ (ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα Χ 9 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 7,67 Χ 25% Χ 27,5 Χ 34= 1.795,20), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 2.428,80 ευρώ (ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 7,67 Χ 25% Χ 27,5 Χ 46= 2.428,80), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 2.428,80 ευρώ (ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες το μήνα Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 7,67 Χ 25% Χ 27,5 Χ 46= 2.428,80), και δ)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 19-11-2013 το ποσό των 1.945,60 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 27 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες  Χ 7 ⅕ μήνες] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 32 ½ ώρες την εβδομάδα Χ 4 εβδομάδες Χ 4 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας]= [6,07 Χ 25% Χ 27,5 Χ 30] + [6,07 Χ 25% Χ 32,5 Χ 14]= 1,254 + 691,60= 1.945,60) και συνολικά για την αιτία αυτή ευρώ 8.598,40 ευρώ (1.795,20 + 2.428,80+ 2.428,80 + 1.945,60).

ΣΤ) Για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα δώρου εορτών, επιδόματα αδείας και αποδοχές αδείας, οι εναγόμενοι δεν κατέβαλαν και συνεπώς, οφείλουν στην τρίτη ενάγουσα, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας έκαστος: α) για αποδοχές Οκτωβρίου 2013 το ποσό των 1.011,25 (40,45 Χ 25) ευρώ, β) για αποδοχές Νοεμβρίου 2013 το ποσό των 1.011,25 (40,45 Χ 25) και γ)για αποδοχές άδειας 2013 το ποσό των 1.011,25 ευρώ, και συνολικά για τις αιτίες αυτές το ποσό των 3.033,75 ευρώ (1.011,25 + 1.011,25 + 1.011,25).

Κατά τα ως άνω, η τρίτη ενάγουσα – εφεσίβλητη δικαιούται το συνολικό ποσό των 17.482,31 ευρώ (1.455,86 + 2.483,32 + 566,30 + 1.344,68 + 8.598,40 + 3.033,75). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, οφείλεται στην τρίτη ενάγουσα – εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 30.293,95 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (7ο) της εφέσεως.

Ο τέταρτος ενάγων – εφεσίβλητος, εργάστηκε στο εν λόγω κατάστημα (καφε-μπαρ), κατά το χρονικό διάστημα από την 1-1-2009 μέχρι την 24-11-2014, με την ειδικότητα του σερβιτόρου, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, και επί οκτώ ώρες ημερησίως, εκ των οποίων κάθε Σάββατο. Επιπλέον, εργαζόταν και πέραν του οκταώρου, και συγκεκριμένα από Δευτέρα έως Πέμπτη εργαζόταν επί 3 ημέρες, λαμβάνοντας 1 ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), κατά μέσο όρο, από ώρα 19.00 έως 03.30 πρωινή της επομένης ημέρας, (8 1/2 ώρες, δηλαδή 1/2 της ώρας υπερεργασία), την Παρασκευή εργαζόταν, κατά μέσο, από ώρα 19.00 έως 04.00, πρωινή της επομένης ημέρας, (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερεργασία) και το Σάββατο εργαζόταν, κατά μέσο όρο, από ώρα 19.30 έως 04.30 πρωινή της επομένης ημέρας,  (9 ώρες, δηλαδή 1 ώρα υπερωριακή απασχόληση την Κυριακή), έτσι, αυτός απασχολούνταν και κατά τις νυκτερινές ώρες επί 29 ώρες εβδομαδιαίως. Επίσης, κατ’ εξαίρεση, αυτός εργαζόταν και 2 Κυριακές κάθε μήνα, από ώρα 19.00 έως 03.00, πρωινή της επομένης ημέρας, (8 ώρες), και εργαζόταν και έκτη ημέρα εβδομαδιαίως 2 φορές κάθε μήνα, πραγματοποιώντας επιπλέον 5 ώρες νυκτερινής εργασίας εβδομαδιαίως και συνολικά 34 ώρες νυκτερινής εργασίας εβδομαδιαίως. Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι, κατά το έτος 2013, αυτός απασχολήθηκε και έκτη ημέρα εβδομαδιαίως. Ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός αυτού (4ου ενάγοντος), για το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή του μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, ήταν 1.277,75 ευρώ (μεικτές αποδοχές) και το ωρομίσθιο ήταν 7,67 ευρώ (1.277,75 : 25 Χ 6 : 40= 7,67), και από την 1η Ιανουαρίου 2013 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2013, ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός του ήταν 1.011,25 ευρώ (μεικτές αποδοχές)  και το ωρομίσθιο ήταν 6,07 ευρώ (1.011,25 : 25 Χ 6 : 40= 6,07). Επομένως, ο τέταρτος ενάγων, λόγω της ως άνω απασχόλησής του δικαιούται τα ακόλουθα:

Α)Για την ανωτέρω υπερεργασία: α)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 1.103,08 ευρώ (7,67 +[7,67Χ 25%] Χ 2 ½ ώρες εβδομαδιαίως Χ [4 εβδομάδες το μήνα Χ 12 μήνες] – 2 εβδομάδες που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας= 9,59 Χ 2,5 Χ 46= 1.103,08), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 14-7-2010 το ποσό των 623,48 ευρώ (7,67 +[7,67Χ 25%] Χ 2 ½ ώρες εβδομαδιαίως Χ 4 εβδομάδες Χ 6 ½ μήνες= 9,59 Χ 2,5 Χ 26= 623,48), γ) για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 460 ευρώ (7,67 +[7,67 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδων που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,2 Χ 2,5 Χ 20= 460), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 1.058 ευρώ (7,67 +[7,67 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδων που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,2 Χ 2,5 Χ 46= 1.058), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 1.058 ευρώ (7,67 +[7,67 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδων που απουσίασε λόγω κανονικής άδειας]= 9,2 Χ 2,5 Χ 46= 1.058), στ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013 το ποσό των 844,10 ευρώ (6,07 +[6,07 Χ 20%] Χ 2 ½ ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδων που δεν εργάστηκε λόγω κανονικής άδειας= 7,34 Χ 2,5 Χ 46= 844,10) και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 5.146,66 ευρώ (1.103,08 + 623,48 + 460 + 1.058 + 1.058 + 844,10).

Β) Για την ανωτέρω υπερεργασία κατά την Κυριακή (βάρδια Σαββάτου): α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 771,88 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 25% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,78 Χ 1 Χ 46= 771,88), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 14-7-2010 το ποσό των 436,28 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 25% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 6 ½  μήνες]= 16,78 Χ 1 Χ 26= 436,28), γ) για το χρονικό διάστημα από 15-7-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 322 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 5 ½ μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,10 Χ 1 Χ 20= 322), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 740,60 ευρώ (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,10 Χ 1 Χ 46= 740,60), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 740,60 ευρώ  (7,67 Χ 175% +[7,67 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες του δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο]= 16,10 Χ 1 Χ 46= 740,60), στ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013 το ποσό των 586,04 ευρώ (6,07 Χ 175% +[6,07 Χ 20% Χ 175%] Χ 1 ώρα Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο= 12,74 Χ 1 Χ 46= 586,04) και συνολικά για την αιτία αυτή, ποσό 3.597,40 ευρώ (771,88 + 436,28 + 322 + 740,60 + 740,60+ 586,04).

Γ) Για την ανωτέρω απασχόληση κατά την έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 1.226,64 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 2 Χ 12= 51,11 Χ 2 Χ 12= 1.226,64), β)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 1.226,64 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 2 Χ 12= 51,11 Χ 2 Χ 12= 1.226,64), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 1.226,64 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 2 φορές ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 2 Χ 12= 51,11 Χ 2 Χ 12= 1.226,64) και δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 1.226,64 ευρώ (μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια Χ 2 φορές έκτη ημέρα εργασίας εβδομαδιαίως το μήνα Χ 12 μήνες= 1.277,75 : 25 Χ 2 Χ 12= 51,11 Χ 2 Χ 12= 1.226,64) και συνολικά για την αιτία αυτή ποσό 4.906,56 (1.226,64+ 1.226,64+ 1.226,64+ 1.226,64).

Δ) Για την προσαύξηση της αμοιβής (αποζημίωση) για την απασχόληση κατά την Κυριακή: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 919,92 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 24= 51,11 Χ 75% Χ 24 =38,33 Χ 24= 919,92), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 919,92 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 24= 51,11 Χ 75% Χ 24 =38,33 Χ 24= 919,92), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 919,92 ευρώ  ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 24= 51,11 Χ 75% Χ 24 =38,33 Χ 24= 919,92), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2012 το ποσό των 919,92 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [1.277,75 : 25] Χ 75% Χ 24= 51,11 Χ 75% Χ 24 =38,33 Χ 24= 919,92), ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013 το ποσό των 728,16 ευρώ ([μηνιαίος μισθός : 25 ημερομίσθια] Χ 75% Χ [2 εβδομάδες Χ 12]= [1.011,25 : 25] Χ 75% Χ 24 εβδομάδες= 40,45 Χ 75% Χ 24 =30,34 Χ 24= 728,16) και συνολικά για την αιτία αυτή ποσό 4.407,84 (919,92 + 919,92 +  919,92 + 919,92 + 728,16).

Ε) Για προσαύξηση της αμοιβής για νυκτερινή εργασία: α)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009 το ποσό των 2.791,68 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 29 ώρες Χ [2 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω άδειας] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 34 ώρες Χ 2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [7,67 Χ 25% Χ 29 Χ 22] + [7,67 Χ 25% Χ 34 Χ 24]= 1.224,96 + 1.566,72= 2.791,68 ), β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 31-12-2010 το ποσό των 2.791,68 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 29 ώρες Χ [2 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω άδειας] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 34 ώρες Χ 2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [7,67 Χ 25% Χ 29 Χ 22] + [7,67 Χ 25% Χ 34 Χ 24]= 1.224,96 + 1.566,72= 2.791,68), γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 31-12-2011 το ποσό των 2.791,68 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 29 ώρες Χ 2 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω άδειας] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 34 ώρες Χ 2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [7,67 Χ 25% Χ 29 Χ 22] + [7,67 Χ 25% Χ 34 Χ 24]= 1.224,96 + 1.566,72= 2.791,68), δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-12-2011 το ποσό των 2.791,68 ευρώ ([ωρομίσθιο Χ 25% Χ 29 ώρες Χ 2 εβδομάδες Χ 12 μήνες – 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω άδειας] + [ωρομίσθιο Χ 25% Χ 34 ώρες Χ 2 εβδομάδες Χ 12 μήνες]= [7,67 Χ 25% Χ 29 Χ 22] + [7,67 Χ 25% Χ 34 Χ 24]= 1.224,96 + 1.566,72= 2.791,68) και ε) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-12-2013 το ποσό των 1.936,33 ευρώ (ωρομίσθιο Χ 25% Χ 29 ώρες Χ [4 εβδομάδες Χ 12 μήνες- 2 εβδομάδες που δεν εργάστηκε λόγω άδειας] 6,07 Χ 25% Χ 29 Χ 44= 1.936,33) και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 13.103,05 ευρώ (2.791,68+ 2.791,68+ 2.791,68+ 2.791,68+1.936,33).

ΣΤ) Για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα δώρου εορτών, επιδόματα αδείας και αποδοχές αδείας, οι εναγόμενοι δεν κατέβαλαν και συνεπώς, οφείλουν στον τέταρτο ενάγοντα, κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας έκαστος: α) για αποδοχές Δεκεμβρίου 2013 το ποσό των 1.011,25 ευρώ, γ) για δώρο Χριστουγέννων  2012 το ποσό των 1.277,75  ευρώ (51,11 Χ 25= 1.277,75 ), δ) για δώρο Πάσχα 2013 το ποσό των 606,75  ευρώ (40,45 Χ 15= 606,75), ε) για επίδομα αδείας 2013 το ποσό των  80,90 ευρώ (40,45 Χ 15 = 606,75, αφαιρουμένου του ποσού των 525,85 ευρώ που, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, έχει καταβληθεί, βλ. την από 04-09-2013 απόδειξη), στ)για αποδοχές αδείας 2013 το ποσό των 1.011,25 ευρώ, και ζ) για δώρο Χριστουγέννων 2013 το ποσό των 1.011,25 ευρώ (40,45 Χ 25= 1.011,25). Σημειωτέον ότι όσον αφορά στις αποδοχές Νοεμβρίου 2013, ποσού 1.011,25 ευρώ, αυτό έχει καταβληθεί και δεν οφείλεται, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων (βλ. την από 11-12-2013 απόδειξης πληρωμής) . Έτσι, ο τέταρτος ενάγων δικαιούται για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό ευρώ 4.999,15 (1.011,25+ 1.277,75+ 606,75+ 80,90+ 1.011,25+ 1.011,25).

Κατά τα ως άνω, ο τέταρτος ενάγων – εφεσίβλητος δικαιούται το συνολικό ποσό των 36.160,66 ευρώ (5.146,66 + 3.597,40 + 4.906,56 + 4.407,84 + 13.103,05 + 4.999,15). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, οφείλεται στον τέταρτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 59.857,75 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (8ο) της εφέσεως.

Περαιτέρω, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, προβάλλουν την ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) ως προς το ποσό, το οποίο αφορά στη διαφορά μεταξύ των νομίμων αποδοχών των εναγόντων και των υπέρτερων αυτών, που, κατά τους ισχυρισμούς τους, κατέβαλλαν σ’ αυτούς (ενάγοντες), για τις ανωτέρω αξιώσεις τους (σχετικώς με την υπερωριακή εργασία – υπερεργασία, την προσαύξηση του ημερομισθίου της Κυριακής και της νυκτερινής εργασίας, καθώς και την αποζημίωση για τη μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης). Όσον αφορά στην ένσταση αυτή λεκτέα τα ακόλουθα. Οι ενάγοντες – εκκαλούντες, πρωτοδίκως, προέβαλλαν την ανωτέρω ένσταση (συμψηφισμού ή καταλογισμού) και ο σχετικός ισχυρισμός τους καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς, όμως, τη συνοπτική έκθεση των περιστατικών που τη θεμελιώνουν. Επίσης,  οι  εναγόμενοι – εκκαλούντες, με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις τους, προέβαλλαν την ίδια ένσταση, όμως η ανωτέρω έλλειψη, της μη έκθεσης των περιστατικών που τη θεμελιώνουν, δεν καλύφθηκε με τις προτάσεις τους αυτές (πρωτόδικες), καθόσον ούτε σ’ αυτές υπάρχει αναφορά των αντίστοιχων περιστατικών. Ειδικότερα, στις πρωτόδικες προτάσεις των εναγομένων αναφέρεται μόνον το σχετικώς συνολικώς καταβληθέν ποσό, και όχι το ποσό που αντιστοιχεί σε καθεμία εκ των ως άνω αξιώσεων εκάστου ενάγοντος μισθωτού. Εξάλλου, η ως άνω προταθείσα ένσταση ήταν νομικά αβάσιμη, καθόσον δεν υπήρχε μνεία της ύπαρξης συμφωνίας, μεταξύ των διαδίκων περί του ότι οι αξιώσεις από την υπερωριακή εργασία – υπερεργασία, την προσαύξηση του ημερομισθίου της Κυριακής και της νυκτερινής εργασίας, καθώς και την αποζημίωση για τη μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, θα καταλογίζονται, στο μέτρο που δεν υπερβαίνουν τις νόμιμες αποδοχές, με τις υπέρτερες των νομίμων καταβληθείσες αποδοχές. Συνεπώς, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο ΙΙΙ), ο εν λόγω ισχυρισμός των εναγομένων – εκκαλούντων προτάθηκε απαραδέκτως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αυτό, δεν έσφαλε που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε αυτόν, κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι της εφέσεως και των πρόσθετών λόγων αυτής είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επίσης, ενόψει του ότι η ανωτέρω ένσταση δεν είχε προταθεί παραδεκτώς πρωτοδίκως, με την ως άνω επαναφορά αυτής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο, θεωρείται ότι αυτή προτείνεται τώρα για πρώτη φορά, και υπόκειται στο σχετικό περιορισμό του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, κατά τον οποίο είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν παραδεκτώς στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν συντρέχει κάποια εξαιρετική περίπτωση από τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου αυτού, την οποία όμως, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες δεν επικαλούνται, ούτε αποδεικνύουν, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), απαραδέκτως προτείνεται η ένσταση αυτή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και είναι απορριπτέα. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η σχετική ένσταση είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε η σύναψη συμφωνίας μεταξύ των εναγόντων και του εργοδότη τους (δηλαδή, αρχικώς, του ………… και, στη συνέχεια, των εναγομένων) περί καταλογισμού στις ως άνω αξιώσεις αυτών (εναγόντων), των τυχόν υπέρτερων των νομίμων καταβληθέντων αποδοχών τους. Μάλιστα, για πρώτη φορά, με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης, οι εναγόμενοι, επικαλέσθηκαν τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, όμως, η ύπαρξη αυτής (συμφωνίας) δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο. Σημειωτέον ότι η τελευταία κρίση δεν αναιρείται από την έγγραφη «ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΟΡΩΝ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ», η οποία αφορά στον τέταρτο των εναγόντων, στην οποία αναφέρεται η ανωτέρω συμφωνία. Ειδικότερα, το έγγραφο αυτό έχει συνταχθεί μεταξύ των κληρονόμων του ………… και του τετάρτου των εναγόντων, δηλαδή αφορά σε χρονικό διάστημα μετά το θάνατο του τελευταίου (15-6-2013), επιπλέον σ’ αυτό δεν αναγράφεται η ημερομηνία σύνταξής του, κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται ότι αφορά σε κάποιο από τα ως άνω χρονικά διαστήματα των εν λόγω αξιώσεων του τετάρτου ενάγοντος, σε συνδυασμό με το ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο τελευταίος εξακολούθησε να εργάζεται στην προαναφερθείσα επιχείρηση και μετά τη σύνταξη της ένδικης αγωγής, δηλαδή μέχρι την 24-11-2014 (ενώ η αγωγή συντάχθηκε στις 21-02-2014). Επίσης, ούτε από τις προσκομισθείσες αποδείξεις πληρωμής των εναγόντων αναιρείται η ανωτέρω κρίση (περί της μη ύπαρξης της ανωτέρω συμφωνίας), γιατί σ’ αυτές αφενός δεν υπάρχει κάποια σχετική αναφορά και αφετέρου δεν προσδιορίζεται επακριβώς η αιτία που αφορά στα ποσά, τα οποία, τυχόν, καταβλήθηκαν επιπλέον των νομίμων αποδοχών των εναγόντων.

Ακόμη, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες με την έφεση, μεταξύ άλλων, ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στους ενάγοντες, επιπλέον του ποσού του ημερομισθίου τους, και την βαρύνουσα αυτούς τους ίδιους αναλογία των εισφορών στον ασφαλιστικό φορέα τους, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, θα πρέπει να συνυπολογισθεί στις ως άνω αξιώσεις τους και το αντίστοιχο ποσό να αφαιρεθεί απ’ αυτές. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η σχετική ένσταση είναι μη νόμιμη, γιατί, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), τα ποσά που αφορούν τις παρακρατητέες ασφαλιστικές εισφορές δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές του μισθωτού και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος δεδουλευμένες αποδοχές, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της σχετικής αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους. Επομένως, ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, οι εναγόμενοι – εκκαλούντες, με την έφεση τους, επικαλούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ένστασή τους περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος εκάστου ενάγοντος, που αφορά στην ένδικη αγωγή, αντιστοίχως, καθώς και της αποδυνάμωσης αυτού, ισχυριζόμενοι ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση, λόγω της μη εναντίωσής των εναγόντων στο περιεχόμενο των σχετικών καταστάσεων και αποδείξεων εισπράξεως της μισθοδοσίας τους, καθώς και λόγω της επιληθείσας προσπάθειας «υφαρπαγής» της επιχείρησης αυτής από τους ενάγοντες. Οι ισχυρισμοί αυτοί, όμως, και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν επαρκούν για την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 281 του ΑΚ, για την εφαρμογή του οποίου απαιτούνται πρόσθετες περιστάσεις, τις οποίες δεν επικαλούνται οι εναγόμενοι. Ειδικότερα, μόνη η μακροχρόνια, έστω, αδράνεια του δικαιούχου μισθωτού και η αδιαμαρτύρητη είσπραξη αποδοχών μικρότερων από τις οφειλόμενες δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του σχετικού δικαιώματός του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη μακρά αδράνεια, να δημιούργησαν στον υπόχρεο, κατά τρόπο προφανή και αντικειμενικό, τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα και θεμελίωσαν υπέρ αυτού μια πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας προκαλεί τόσο επαχθείς συνέπειες, ώστε προς ανατροπή των συνεπειών αυτών να επιβάλλεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος (βλ. ΑΠ 1123/2007 ΔΕΝ 2007 1123, ΑΠ 1694/2006 ΧρΙΔ 2007 211, ΑΠ 1141/2006 ΝοΒ 2007 1317, ΑΠ 733/2003 ΕΕργΔ 2003 1269, Δ. Ζερδελή «Ατομικές εργασιακές σχέσεις» εκδ. 2007, σελ. 766, I. Κουκιάδη «Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις» εκδ. 2005, σελ. 650). Σημειωτέον ότι μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων των αποδοχών του (βλ. ΑΠ 1203/2000 ΕλλΔνη 43 126, ΕφΑθ 4590/2003 ΔΕΕ 2003 979). Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τους ενάγοντες των σχετικών μισθοδοτικών τους καταστάσεων και των αποδείξεων πληρωμής των αποδοχών τους δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτών από τα νόμιμα δικαιώματα τους. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (βλ. ΑΠ 1554/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006  ΔΕΕ 2006 1178, ΑΠ 75/2003 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠειρ 180/2008 ΠειρΝομ 2009 197, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 66). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τη σχετική ένσταση καταχρηστικής άσκησης (ή αποδυνάμωσης) δικαιώματος δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την ως άνω αγωγή και Α)υποχρέωσε τους εναγομένους, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστο, να καταβάλουν: α)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 19.086,06 ευρώ, β)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 18.374,79 ευρώ, γ)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 17.922,89 ευρώ και δ)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 13.600,70 ευρώ, Β)αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος, να καταβάλουν: α)στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 35.240,13 ευρώ, β)στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 13.222,98 ευρώ, γ)στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 12.371,06 ευρώ και δ)στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 46.257,05 ευρώ, κατά τους ως άνω σχετικούς βάσιμους λόγους της εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και  Α. α)να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.417,36 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στις ως άνω υπό στοιχεία Α α, β, γ, δ και Β α, β, γ, δ αξιώσεις της περί υπερωριακής εργασίας – υπερεργασίας των ετών 2009, 2010 και 2011, δηλαδή 1.103,08 + 623,48 + 460 + 1.058 + 738,32 + 436,28 + 289,80 + 708,40), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα επιμέρους ποσά που κατά τα ως άνω αφορούν σ’ αυτό, και β)να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 18.904,32 ευρώ (1.058 + 691,60 + 708,40 + 458,64 + 2.857,78 + 7.990,02 + 5.139,88), Β. α)να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 7.892,04 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στις ως άνω υπό στοιχεία Α, Β, Γ, Δ και Ε γ αξιώσεις της περί υπερωριακής εργασίας – υπερεργασίας, αμοιβής έκτης ημέρας εργασίας, προσαύξηση αμοιβής για απασχόληση την Κυριακή και τη νυκτερινή εργασία του έτους 2012, δηλαδή 1.237,06 + 2.165,18 + 1.334,96 + 1.001,36 + 2.153,48), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα επιμέρους ποσά που κατά τα ως άνω αφορούν σ’ αυτό, και β)να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 12.089,69 ευρώ (1.382,02 + 2.153,48 + 1.625 + 6.929,19), Γ. α)να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.850,16 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στις ως άνω υπό στοιχεία Α, Β, Γ και Δ αξιώσεις της περί υπερωριακής εργασίας – υπερεργασίας, αμοιβής έκτης ημέρας εργασίας, προσαύξηση αμοιβής για απασχόληση την Κυριακή, δηλαδή 1.455,86 + 2.483,32 + 566,30 + 1.344,68), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα επιμέρους ποσά που κατά τα ως άνω αφορούν σ’ αυτό και β)να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.632,15 ευρώ (8.598,40 + 3.033,75) και Δ. α)να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.438,96 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί στις ως άνω υπό στοιχεία Α β, γ, δ, ε και Β β, γ, δ, ε αξιώσεις του περί υπερωριακής εργασίας – υπερεργασίας των ετών 2010, 2011 και 2012, δηλαδή 623,48 + 460 + 1.058 + 1.058 + 436,28 + 322 + 740,60 + 740,60), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα επιμέρους ποσά που κατά τα ως άνω αφορούν σ’ αυτό, και β)να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του…………), να καταβάλουν στον τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 30.721,70 ευρώ (1.103,08 + 844,10+ 771,88+ 586,04 + 4.906,56 + 4.407,84 + 13.103,05 + 4.999,15). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η έναρξη του τόκου υπερημερίας ως προς τα ως άνω ποσά γίνεται από την επόμενη ημέρα κατά την οποία το κάθε επιμέρους ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στις ανωτέρω αγωγικές αξιώσεις, κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο. Πλην όμως, με την εκκαλούμενη απόφαση η υποχρέωση καταβολής τόκων αφορά σε μέρος των σχετικώς επιδικασθέντων ποσών των αγωγικών αξιώσεων, και συγκεκριμένα μόνον σ’ αυτά, τα οποία αφορούν την καταψηφιστική της διάταξη, ενώ κατά τα λοιπά δεν επιδικάσθηκαν τόκοι, χωρίς να έχει προσβληθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το αντίστοιχο μέρος της. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση που με την παρούσα απόφαση επιδικάζονταν επιπλέον τόκοι, από αυτούς που ως άνω επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως, αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσης των εκκαλούντων – εναγομένων (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εφεσιβλήτων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος των εναγομένων -εκκαλούντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 16-04-2015 (υπ’ αριθ. …../2015 κατάθεσης) έφεση και τους από 11-04-2017 (Γ.Α.Κ. …./2017, υπ’ αριθ. καταθ. …../2017) πρόσθετους λόγους έφεσης.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την ανωτέρω έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 619/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην από 21-02-2014 (αρ. εκθ. καταθ. …../27.02.2014) αγωγή.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Α. α)Υποχρεώνει τους εναγόμενους – εκκαλούντες (…….. και …….), κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του . .), να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα – εφεσίβλητη (………) το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων δεκαεπτά και τριάντα έξι λεπτών (5.417,36) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα αναφερθέντα στο σκεπτικό επιμέρους ποσά που αφορούν σ’ αυτό.

β)Αναγνωρίζει ότι οι προαναφερθέντες εναγόμενοι – εκκαλούντες, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του …….), οφείλουν να καταβάλουν στην προαναφερθείσα πρώτη ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων τεσσάρων και τριάντα δύο λεπτών (18.904,32) ευρώ.

Β. α)Υποχρεώνει τους εναγόμενους – εκκαλούντες (…….. και …….), κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του ……..), να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα-εφεσίβλητη (  ……..),  το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα δύο και τεσσάρων λεπτών (7.892,04) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα αναφερθέντα  στο σκεπτικό επιμέρους ποσά που αφορούν σ’ αυτό.

β)Αναγνωρίζει ότι οι προαναφερθέντες εναγόμενοι – εκκαλούντες, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του …….), οφείλουν να καταβάλουν στην προαναφερθείσα δεύτερη ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των δώδεκα χιλιάδων ογδόντα εννέα και εξήντα εννέα λεπτών (12.089,69) ευρώ.

Γ. α)Υποχρεώνει τους εναγόμενους – εκκαλούντες (……. και …….), κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του …….), να καταβάλουν στην τρίτη ενάγουσα-εφεσίβλητη (…………) το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα και δεκαέξι λεπτών (5.850,16) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα αναφερθέντα στο σκεπτικό επιμέρους ποσά που αφορούν σ’ αυτό.

β)Αναγνωρίζει ότι οι προαναφερθέντες εναγόμενοι – εκκαλούντες, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του ………), οφείλουν να καταβάλουν στην προαναφερθείσα τρίτη ενάγουσα – εφεσίβλητη το ποσό των ένδεκα χιλιάδων εξακοσίων τριάντα δύο και δεκαπέντε λεπτών (11.632,15) ευρώ.

Δ. α)Υποχρεώνει τους εναγόμενους – εκκαλούντες (………. και ……..), κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του ……..), να καταβάλουν στον τέταρτο ενάγοντα- εφεσίβλητο (………..) το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα οκτώ και ενενήντα έξι λεπτών (5.438,96) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έκαστο από τα αναφερθέντα στο σκεπτικό επιμέρους ποσά που αφορούν σ’ αυτό.

β)Αναγνωρίζει ότι οι προαναφερθέντες εναγόμενοι- εκκαλούντες, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του έκαστος (στην κληρονομία του ………..), οφείλουν να καταβάλουν στον προαναφερθέντα τέταρτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των τριάντα χιλιάδων οκτακοσίων δεκατριών και πέντε λεπτών (30.813,05) ευρώ.

Καταδικάζει τους εναγόμενους – εκκαλούντες στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων- εφεσιβλήτων, το οποίο ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 15-11-2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

  Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ