Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 672/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      672   /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Την υπ’ αριθμ. 4781/2017 οριστική απόφαση, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και δέχθηκε κατά ένα μέρος της ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 22.7.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../26.7.2013 αγωγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από το οποίο και παραπέμφθηκε στο ως άνω τοπικά αρμόδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη, εφεσιβάλλουν με έννομο συμφέρον (άρθρα 68, 516 και 534 ΚΠολΔ), που απορρέει από τη βλάβη εκάστου εκκαλούντος, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 920/2013, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), τόσο ο ενάγων, εκκαλών της από 13.7.2018 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./13.7.2018 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./19.7.2018) έφεσης [Α έφεση] όσο και οι εναγόμενοι, εκκαλούντες της από 13.7.2018 (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./13.7.2018 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../26.10.2018) έφεσης [Β έφεση]. Αμφότερες οι εφέσεις αυτές αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και έχουν ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, συνοδευόμενου από το αντίστοιχο για καθεμία νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αριθμούς …. και ……. ηλεκτρονικά παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και τις από 12.7.2018 και 13.7.2018 αντίστοιχες έγγραφες εξοφλητικές αποδείξεις της ALPHA BANK ΑΕ) και είναι εμπρόθεσμες, αφού η κατάθεσή τους πραγματοποιήθηκε εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ από τη με παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων (άρθρο 143 § 1 ΚΠολΔ) στις 18.6.2018 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……../18.6.2018 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), που αφετηρίασε τη σχετική προθεσμία ως προς τόσο τον επιδόσαντα όσο και τους προς ους η επίδοση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ (περί του ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του ενάγοντος που την επέδωσε βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349). Επομένως, οι ένδικες εφέσεις, που είναι συναφείς, αφού συνεκδικαστούν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [τακτική] διαδικασία.

ΙΙ. Στις συμβάσεις γενικά η αδυναμία εκπληρώσεως του οφειλέτη της μιας παροχής αποτελεί εκδήλωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής και επιδρά ουσιωδώς στον ενοχικό δεσμό, του οποίου επιφέρει είτε την απόσβεση, με την κοινή απαλλαγή των συμβαλλομένων μερών από τις υποχρεώσεις τους είτε την αλλοίωση (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος ΙΙ, άρθρα 335 – 336, αρ. 1, σελ. 220), όπως συμβαίνει όταν η αρχική (πρωτογενής) υποχρέωση του οφειλέτη, στο πλαίσιο της ίδιας ενοχικής σχέσης, που διατηρεί την ταυτότητά της, μετατρέπεται σε (δευτερογενή) υποχρέωση αποζημιώσεως (Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 19, ΙΙ β, αρ. 32, σελ. 1273). Είδος αδυναμίας παροχής είναι και η αρχική, υποκειμενική, νομική αδυναμία, εκείνη δηλαδή που υπάρχει όταν από νομικούς λόγους, υφιστάμενους ήδη κατά τη γένεση της ενοχής (ΑΠ 497/2010, Δνη 2011/1048) και αφορώντες το πρόσωπο του συγκεκριμένου οφειλέτη (άρθρο 335 ΑΚ) εμποδίζεται η εκπλήρωση της παροχής. Η  νομική αδυναμία μπορεί να οφείλεται και σε έλλειψη κυριότητας ή γενικότερα εξουσίας διαθέσεως του πράγματος, του οποίου με τη σύμβαση σκοπείται η μεταβίβαση για κάποια νόμιμη αιτία, που περιέχει αντάλλαγμα ή είναι χαριστική (ΑΠ 568/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και, επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων ειδικότερα, παρέχει στο δανειστή, αν είναι και υπαίτια, δικαίωμα να ζητήσει, πλην άλλων, αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, κατ’ εφαρμογή της γενικής διατάξεως του άρθρου 382 ΑΚ (ΑΠ 590/2017, ΑΠ 1230/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα δικαιώματα αυτά παράγονται, όμως, μόνον εφόσον η αδυναμία παροχής είναι και οριστική (ΑΠ 514/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 1960/2013, Δνη 2015/811, ΤριμΕφΘεσ. 1689/2011, Δνη 2015/1753), δηλαδή διαρκής και μη άρσιμη, αφού μόνον τότε διαπιστώνεται ματαίωση ή παράγεται βεβαιότητα περί της ματαιώσεως του σκοπού της ενοχής (Σ. Κουμάνης, Η μη εκπλήρωση της ενοχικής σύμβασης κατά τον Αστικό Κώδικα – Ιδίως πριν το ληξιπρόθεσμο, 2002, σελ. 325), που συνίσταται στον προσπορισμό κυριότητας στον αγοραστή, ενώ σε περίπτωση προσωρινής δυσχέρειας θα πρόκειται για υπερημερία οφειλέτη. Σε κάθε περίπτωση, η μεταβίβαση από μη κύριο δυνάμει πωλήσεως δεν είναι άκυρη αλλά για τον πωλητή έχει τις συνέπειες τις ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, εφόσον αδυνατεί οριστικά να εκπληρώσει την παροχή του (Μ. Σταθόπουλος, ο.α.π., αρ. 54, σελ. 1286). Έτσι, στην ειδικότερη περίπτωση της υποσχετικής πωλήσεως, που συνάπτεται υπό (αναβλητική) προθεσμία, ο πωλητής δεν είναι ανάγκη να είναι κύριος του πράγματος του οποίου υπόσχεται τη μεταβίβαση κατά τη σύναψη της συμβάσεως αλλά, αντιθέτως, εγκύρως αναλαμβάνει την ενοχική υποχρέωση προς μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας επ’ αυτού, ευθυνόμενος μόνον σε αποζημίωση αν δεν την έχει αποκτήσει κατά το χρόνο της παραδόσεως, οπότε και οφείλει να τη μεταβιβάσει στον αγοραστή. Πράγματι, επί αναβλητικής προθεσμίας που έχει τεθεί σε υποσχετική δικαιοπραξία, επί της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως οι περί αιρέσεων διατάξεις (άρθρο 210 ΑΚ), η άσκηση της απαιτήσεως που έχει γεννηθεί με τη σύναψή της αναβάλλεται μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας και μέχρι τότε ο οφειλέτης δε μπορεί να εξαναγκαστεί σε εκπλήρωση (Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 210, αρ. 27, σελ. 976), ενώ είναι αυτονόητο ότι κατά το χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την εκπλήρωση της ενοχής του ο πωλητής έχει τη δυνατότητα να άρει την αρχική υποκειμενική νομική αδυναμία του (Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 516, § 2, σημ. 1, σελ. 69), η οποία δεν παράγει δυσμενείς γι’ αυτόν συνέπειες αν δεν διατηρηθεί μέχρι και το χρόνο της  εκπληρώσεως, αφού αν η παροχή του κατά την κατάρτιση της συμβάσεως ήταν μεν αδύνατη αλλά κατά την εκτέλεσή της κατέστη δυνατή, πρόκειται περί οφειλής δυνατής παροχής και όχι περί αρχικώς αδύνατης παροχής, με αποτέλεσμα ο δανειστής να μην αποκτά δικαιώματα εξ αυτής (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος ΙΙ, άρθρα 335 – 336, αρ. 3, σελ. 221, Α. Γαζής, ΕρμΑΚ, εισαγ. αρθρ. 335 – 348, αρ. 38, σελ. 269, βλ. και Αγ. Κορνηλάκη, Η αθέτηση της αμφοτεροβαρούς σύμβασης, 2009, σελ. 370). Έτσι, αν κατά τον κρίσιμο κατ’ άρθρο 209 εδαφ. β ΑΚ χρόνο παρόδου της αναβλητικής προθεσμίας, ο πωλητής έχει αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος και την εξουσία διαθέσεώς του, ο δανειστής διατηρεί αξίωση εκπληρώσεως, την πρωτογενή δηλαδή εκ της συμβάσεως και δεν μπορεί να γίνει λόγος για άλλα δικαιώματά του. Στην ίδια περίπτωση, αν ο πωλητής κατά το χρόνο της υποσχέσεως περί της μεταβιβάσεως της κυριότητας πράγματος στον αγοραστή παρασιωπήσει από αυτόν την υφιστάμενη τότε προσωρινή έλλειψή της, που θα έχει όμως αρθεί κατά το χρόνο της παραδόσεως, δεν προβαίνει σε αθέμιτη απόκρυψη γεγονότος και, επομένως, η υποσχετική σύμβαση δεν είναι ακυρώσιμη κατ’ άρθρο 147 ΑΚ συνεπεία απάτης ως προς την ύπαρξη του μεταβιβαζόμενου δικαιώματος, δεδομένου ότι κατά το προσυμβατικό στάδιο ο πωλητής δεν υπέχει κατά την καλή πίστη γενική υποχρέωση ενημερώσεως ή διαφωτίσεως του αγοραστή (Κ. Χριστοδούλου, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 147, αρ. 16 – 17, σελ. 315) και, μάλιστα, επί γεγονότων που δεν είναι κρίσιμα για τη σύναψη ή μη της συμβάσεως (ΑΠ 247/2018, ΑΠ 631/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 481/2012, ΕΠολΔ 2012/641). Άλλωστε, κατά τον κρίσιμο χρόνο της δηλώσεως της βουλήσεώς του (ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 1756/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κλαβανίδου, σε Δ. Παπαστερίου – Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 2008, § 55, σελ. 404), ο αγοραστής δεν πλανάται, διότι αυτό που αντιλαμβάνεται με βάση τις ανακοινώσεις του πωλητή δεν είναι ότι αυτός ο τελευταίος τυγχάνει κύριος του πωλούμενου πράγματος κατά το χρόνο της υποσχέσεως του αλλά ότι κατά το (μεταγενέστερο αυτής) χρονικό σημείο της παραδόσεως, μετά την πάροδο της αναβλητικής προθεσμίας, θα του μεταβιβάσει την κυριότητα πράγματος απαλλαγμένη από δικαιώματα τρίτων (βλ. και Ι. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Σχόλια – Νομολογία, Τόμος Δεύτερος, 2005, άρθρο 149, αρ. 349, σελ. 136), με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα ακυρωσίας, την οποία ο νόμος θεσπίζει ως κύρωση όχι της περιουσιακής βλάβης του εξαπατηθέντος αλλά του ελαττώματος που με ευθύνη του εξαπατώντος εμφιλοχωρεί κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής βουλήσεως του πρώτου (Κ. Χριστοδούλου, ο.π., εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 140 – 157, αρ. 1, σελ. 219, Ι. Καρακατσάνης, σε  Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, 1η έκδοση, τόμος Ι, άρθρο 147, αρ. 1, σελ. 224). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση κατά την οποία ο έχων ήδη μεταβιβάσει σε τρίτον την κυριότητα πράγματος της ιδιοκτησίας του υπό τη διαλυτική αίρεση της μη αποπληρωμής του πιστωθέντος τιμήματός του πωλητής υπόσχεται εκ νέου την πώληση του ιδίου πράγματος σε νέο αγοραστή, εφόσον κατά τη σύναψη της νέας πωλήσεως η διαλυτική αίρεση της προηγούμενης μεταβιβάσεως είτε έχει ήδη πληρωθεί είτε θα έχει πάντως πληρωθεί κατά το χρόνο της παραδόσεώς του. Και τούτο διότι κατ’ άρθρο 202 ΑΚ η πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως, από την οποία εξαρτήθηκε η προηγούμενη εκποίηση, επιφέρει αυτοδικαίως επάνοδο της κυριότητας στο μεταβιβάσαντα πωλητή. Πράγματι, όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία μέσα στην οποία όφειλε ο προηγούμενος αγοραστής να καταβάλει το τίμημα που πιστώθηκε, ανατρέπεται η όλη σύμβαση τόσο κατά την ενοχική, όσο και κατά την εμπράγματη ενέργειά της, με την έννοια ότι παύει αυτή να ισχύει μόλις επέλθει το αιρετικό γεγονός και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση, άρα και η κυριότητα στον πωλητή, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του (ΑΠ 389/2017, ΑΠ 1361/2017, ΜονΕφΠειρ. 701/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1616/2014, ΧρΙΔ 2015/185, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρο 202, αρ. 13 επομ., σελ. 936 επομ.) και, συγκεκριμένα, ούτε δήλωση του πωλητή περί υπαναχωρήσεως από την πρώτη πώληση ούτε η τήρηση άλλου τύπου (ΑΠ 1491/2002, ΔΕΕ 2003/542, Π. Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, ΙΙ, 2009, § 49, VIII, σελ. 707). Τα ανωτέρω, που ισχύουν επί πωλήσεως κάθε πράγματος, κινητού ή ακινήτου, εφαρμόζονται και στην πώληση πλοίου (ΑΠ 629/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και είναι, βέβαια, άλλο ζήτημα αν ειδικές διατάξεις ορίζουν τύπο για τη σύναψη της νέας, εμπράγματης, σύμβασης, όπως συμβαίνει λ.χ. με το άρθρο 6 ΚΙΝΔ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι μετά την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως ο πωλητής του πλοίου εγκύρως συνάπτει νέα υποσχετική σύμβαση πωλήσεώς του και πριν ακόμα δηλώσει στο νηολόγο ότι πληρώθηκε η αίρεση της προγενέστερης μεταβιβάσεως και επανέκαμψε η κυριότητα του πλοίου σ’ αυτόν. Απλώς, πριν από τη δήλωση αυτή, η σύμβαση της νέας εκποιήσεως για να εγγραφεί στο νηολόγιο πρέπει να αναγράφει ως πωλητή τον πρώην υπό διαλυτική αίρεση αγοραστή, από τον οποίο εμφανίζεται τυπικά ότι αποκτά ο νέος αγοραστής. Εξάλλου, το δικαίωμα κυριότητας του προηγούμενου αγοραστή έχει ήδη με την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως από την οποία είχε εξαρτηθεί ανατραπεί άλλως ματαιωθεί και, συνεπώς, δεν είναι αντιτάξιμο τόσο κατά του πωλητή όσο και εναντίον του νέου αγοραστή, με αποτέλεσμα να μη συνιστά νομικό ελάττωμα του πωληθέντος πλοίου κατά την έννοια του άρθρου 514 ΑΚ (όπως αντιλαμβάνεται μερίδα της νομολογίας [ΑΠ 1283/2003, ΧρΙΔ 2004/223, ΑΠ 525/1986, ΝοΒ 1987/193] αλλά και της θεωρίας [Χ. Βερβενιώτης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 514, αρ. 5, σελ. 45] την ύπαρξη κυριότητας τρίτου επί του πωληθέντος) και να μην παρέχει στο νέο αγοραστή δικαίωμα υπαναχωρήσεως και εύλογης αποζημιώσεως κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 382, 387, 389 και 516 ΑΚ. Ούτε όμως και ως [αρχική ή επιγενόμενη] υποκειμενική αδυναμία του πωλητή να εκπληρώσει την κατ’ άρθρο 513 υποχρέωσή του να μεταβιβάσει ελεύθερο το πωληθέν δικαίωμα νοούμενη η έλλειψη κυριότητάς του (όπως η κρατούσα και ορθότερη άποψη: ΑΠ 355/2010, Αρμ. 2010/1819, ΑΠ 1464/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 131/2011, Δικογραφία 2011/461, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Ι, 2012, § 36.2, αρ. 3, σελ. 203 επομ.) μπορεί να παράξει δικαίωμα υπαναχωρήσεως του νέου αγοραστή, παρά μόνον εφόσον έχει ρητά συμφωνηθεί ότι η εκποιητική συμφωνία θα καταρτιστεί οπωσδήποτε μεταξύ των συμβληθέντων στην υποσχετική πώληση. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εφόσον ο έχων εξουσία διαθέσεως πωλητής, στον οποίο επανέκαμψε η κυριότητα του πωληθέντος υπό διαλυτική αίρεση πλοίου κατά τα ανωτέρω, παραλείπει, για οικονομικούς συνήθως λόγους, την εγγραφή στο νηολόγιο δηλώσεως περί ανακτήσεως αυτής πριν την καταχώρηση σ’ αυτό της νέας εκποιήσεως του ιδίου πλοίου προς το νέο αγοραστή, ο τελευταίος δεν αποκτά δικαίωμα υπαναχωρήσεως από την ενοχική σύμβαση πωλήσεως, διότι αυτό παρέχεται μόνον σε περίπτωση παραβάσεως συμβατικής υποχρέωσης (Α. Χελιδόνης, Υπαναχώρηση και Αποζημίωση, 2007, σελ. 586 επομ.). Άλλωστε, η εκ μέρους του νέου αγοραστή κτήση της κυριότητας του πωληθέντος πλοίου με παράγωγο τρόπο ουσιαστικώς από τον πωλητή αλλά με τυπικώς εμφανιζόμενο ως δικαιοπάροχο τον προηγούμενο αγοραστή κατ’ ουδέν διακινδυνεύει το σκοπό της νέας πωλήσεως, που συνίσταται, όπως εκτέθηκε, στο να προσποριστεί την κυριότητα του πλοίου ο νέος αγοραστής και να λάβει το τίμημα ο αληθής πωλητής. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις εναγωγής από συμβατική ή αδικοπρακτική αιτία, εκτός εάν, αφενός, θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα της ενδοσυμβατικής υποχρέωσης ή της αδικοπρακτικής ευθύνης και, αφετέρου, ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της αγωγής κατά τη συμβατική και τη νόμιμη βάση της. Επομένως, αν το αγωγικό αίτημα στηρίζεται, ως προς την επικουρικώς σωρευόμενη βάση στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, καθίσταται αυτή νομικά αβάσιμη ως προς την επικουρική βάση της, αφού, εφόσον υπό τα εκτιθέμενα υφίσταται συμβατική ή αδικοπρακτική αξίωση, ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του αυτές και δεν δικαιούται να προσφύγει, έστω και επικουρικά, στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (ΑΠ 663/2018, ΑΠ 1450/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2010, ΧρΙΔ 2011/338, ΤριμΕφΠειρ. 436/2018, αδημ.). Ειδικότερα, όταν υπό την επίκληση [και] των διατάξεων αυτών αναζητείται παροχή που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης, η αγωγή δεν στηρίζεται στο νόμο, αν δεν εκτίθενται περιστατικά επαγόμενα την ακυρότητα ή την ακυρωσία ή το ανίσχυρο της συμβάσεως, επειδή χωρίς αυτά οι δικαιοπρακτικές συνέπειες δεν ανατρέπονται, με αποτέλεσμα η αιτία της περιουσιακής μετακίνησης που προηγήθηκε να διατηρεί τη νομιμότητά της και, ως εκ τούτου, να αποκλείεται η θεμελίωση αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 2266/2013, ΧρΙΔ 2014/425) και να μη δημιουργείται υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019, ΕφΑΔ 2019/534). Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164).

ΙΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμφωνίας που συνήψε στις 15.6.2011 με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, εκπροσωπούμενη για την κατάρτισή της από τον δεύτερο εναγόμενο, όπως οι όροι της αποτυπώθηκαν στο έγγραφο δελτίο παραγγελίας που συντάχθηκε σχετικά, η αντίδικός του υποσχέθηκε να του πωλήσει, να του παραδώσει μέχρι την 1η.1.2012 και να του μεταβιβάσει κατά κυριότητα το περιγραφόμενο ιστιοπλοϊκό σκάφος της ιδιοκτησίας της, που ήταν ήδη νηολογημένο, αντί τιμήματος ανερχομένου σε εκατόν τριάντα μία χιλιάδες εξακόσια ευρώ (131.600 €), μέρος του οποίου, ύψους σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000 €), συμφωνήθηκε να προκαταβληθεί κατά το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε έως την παράδοση του σκάφους, το δε υπόλοιπο (μέρος του τιμήματος) πιστώθηκε και η αποπληρωμή του διακανονίστηκε να γίνει σε οκτώ [8] ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, ποσού εκάστης ένδεκα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (11.450 €), της πρώτης καταβλητέας μετά την πάροδο εξαμήνου από την παράδοση, δηλαδή στις 30.6.2012. Ότι, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ακόμα ότι οι δόσεις θα εξοφλούντο από τα έσοδα που θα προέκυπταν από τους ναύλους του σκάφους και ότι τις ναυλώσεις του θα εξασφάλιζε για λογαριασμό του ενάγοντος η πωλήτρια. Ότι κατά την υπογραφή του ως άνω δελτίου παραγγελίας ο ενάγων κατέβαλε τμήμα της προκαταβολής ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), χωρίς να έχει επιθεωρήσει το πωληθέν, καθώς ο έλεγχός του εν πλω πραγματοποιήθηκε μεταγενέστερα και, συγκεκριμένα, κατά το μήνα Ιούλιο του έτους εκείνου [2011], όταν ο ενάγων διαπίστωσε τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά ελαττώματά του, τα οποία επεσήμανε εγγράφως στις 16.8.2011 στην πωλήτρια, που υποσχέθηκε την αποκατάστασή τους με δαπάνες της μέχρι την παράδοση του σκάφους, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά, πριν τον ορισμένο προς τούτο χρόνο και, συγκεκριμένα, «περί το τέλος Οκτωβρίου 2011». Ότι κατά το ίδιο εκείνο χρονικό σημείο ο ενάγων, πρώτον, διαπίστωσε ελέγχοντας τα ναυτιλιακά έγγραφα του παραδοθέντος σκάφους ότι η κυριότητά του δεν ανήκε στην πωλήτρια αλλά στο κατονομαζόμενο τρίτο – μη διάδικο (…………..), δεύτερον, ότι διαμαρτυρηθείς για την εξαπάτησή του στον δεύτερο εναγόμενο έλαβε την απάντηση ότι το σκάφος είχε πράγματι πωληθεί κατά το παρελθόν στον ως άνω τρίτον, υπό τη διαλυτική όμως αίρεση της μη αποπληρωμής του τιμήματός του, η οποία είχε ήδη πληρωθεί και για το λόγο αυτό «…η κυριότητα του σκάφους θα επανερχόταν και τυπικά στην … πωλήτρια…», η οποία στη συνέχεια θα το μεταβίβαζε στον ενάγοντα κατά τη συμφωνία τους, όποτε αυτός επιθυμούσε «…μετά την διεκπεραίωση της τυπικής διαδικασίας επανάκτησης της κυριότητάς του από την ίδια την πωλήτρια» και, τρίτον, ότι στις 27.10.2011 κατέβαλε στην τελευταία το χρηματικό ποσόν των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €) με δύο [2] ισόποσες επιταγές εκδόσεώς του, που αντιστοιχούσαν σε μέρος της ως άνω προκαταβολής, η οποία αποπληρώθηκε με την πληρωμή και τρίτης επιταγής ποσού πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), που εξέδωσε σε διαταγή της στις 22.12.2011. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 24.12.2011 έως 7.4.2012 το σκάφος παρέμεινε προς δεξαμενισμό στη Μαρίνα ….., οπότε διαπιστώθηκε ότι «…έφερε πολλά πραγματικά ελαττώματα που μείωναν σημαντικά την αξία του και αναιρούσαν την κατά προορισμό χρήση του…», των οποίων το κόστος επισκευής, προκειμένου το σκάφος να καταστεί αξιόπλοο και κατάλληλο προς ναύλωση και επαγγελματική εκμετάλλευση, ανέλαβε ο ίδιος ο ενάγων, κατόπιν νέας συμφωνίας του με την πρώτη εναγομένη, που επικαλέστηκε ταμειακή της δυσχέρεια και αποδέχθηκε ότι οι σχετικές δαπάνες θα αφαιρούνταν από το τίμημα της πώλησης. Ότι σε εκτέλεση της άτυπης αυτής συμφωνίας ο ενάγων κατέβαλε α] κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.2011 έως 20.2.2013 το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν έξι ευρώ και εβδομήντα ένα λεπτά (9.106,71 €) για την αγορά ανταλλακτικών και αναλώσιμων υλικών, β] κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2011 έως 19.11.2012 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ (2.485 €) για εργασίες επισκευής και συντήρησης του σκάφους, γ] κατά το χρονικό διάστημα από 19.11.2011 έως 21.3.2013 το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων πενήντα έξι ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (4.056,92 €) για λειτουργικές δαπάνες του σκάφους «κατά την διάρκεια της πραγματοποίησης των ναυλώσεών του για την τουριστική περίοδο 2012», στο οποίο περιλαμβάνονται και έξοδα για τη σύσταση της ναυτιλιακής εταιρίας πλοίου αναψυχής (ΝΕΠΑ) με την επωνυμία «………..», για την οποία στις πρωτόδικες προτάσεις του παραδεκτώς διευκρινίζει ότι συνεστήθη για την εκμετάλλευση του σκάφους και δ] στις 20.2.2012 και στις 20.8.2012 χίλια διακόσια σαράντα οκτώ ευρώ (1.248 €) ως ασφάλιστρα για την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης από τη λειτουργία του, συνολικώς δε το χρηματικό ποσόν των δεκαέξι χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (16.896,63 €). Ότι πριν την έναρξη της τουριστικής περιόδου του έτους 2012 οι εναγόμενοι, υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων, του αποκάλυψαν ότι εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεσή του είχαν για φορολογικούς λόγους προβεί στη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους από τον ως άνω τρίτο όχι προς την πρώτη των εναγομένων αλλά προς τον δεύτερο από αυτούς «…μετά από προηγηθείσα, με την συναίνεση της πρώτης εναγομένης, άρση της υφιστάμενης υπέρ αυτής διαλυτικής αιρέσεως…», καθώς και ότι ο ίδιος «…κατ’ αρχήν τους δήλωσ[ε] ότι δεν είχ[ε] αντίρρηση παραμονής του σκάφους στο όνομα του ………, πολύ γρήγορα όμως κατάλαβ[ε] ότι αυτό [τ]ου δημιουργούσε προβλήματα …» και για το λόγο αυτό διαμαρτυρήθηκε στους εναγομένους, οι οποίοι, όμως, τον «…διαβεβαίωναν ότι ο ……… θα [τ]ου μεταβίβαζε, κατ’ εντολή της …. ΕΠΕ, την κυριότητα του σκάφους όποτε το ζητούσ[ε] και ότι έναντι [αυτού] πωλήτρια του σκάφους θα παρέμενε πάντοτε η πρώτη εναγόμενη εταιρία, σύμφωνα με το παραπάνω από 15.6.2011 δελτίο παραγγελίας, χωρίς την οποιαδήποτε μεταβολή στις συμβατικές σχέσεις [τους]…». Ότι κατά την τουριστική περίοδο του έτους εκείνου (12.5.2012 έως 7.10.2012) η πρώτη εναγόμενη προέβη σε ναυλώσεις του σκάφους, από τις οποίες αποκόμισε το καθαρό (μετ’ αφαίρεση του αναλογούντος ΦΠΑ) χρηματικό ποσόν των είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν πενήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (27.154,43 €), το οποίο κατά τη συμφωνία τους έπρεπε να παρακρατήσει σε εξόφληση πλήρως μεν των δύο πρώτων δόσεων του τιμήματος, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες στις 30.6.2012 και στις 31.12.2012 και μερικώς της επόμενης, που θα έπρεπε να καταβληθεί στις 30.6.2013, όμως, εξ αυτών εκείνη καταλόγισε σε εξόφληση του τιμήματος μόνον δεκαοκτώ χιλιάδες επτακόσια εξήντα πέντε ευρώ και είκοσι τρία λεπτά (18.765,23 €). Ότι, ακολούθως, το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2012 η πρώτη εναγόμενη απέστειλε στον ενάγοντα σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού για τη μεταβίβαση σ’ αυτόν της κυριότητας του σκάφους, στο οποίο η ίδια εμφανιζόταν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη, ενώ το όνομα του πωλητή δεν αναγραφόταν, περιελάμβανε δε όρους σχετικούς α] με την εκχώρηση προς αυτήν (πρώτη εναγόμενη) των απαιτήσεων τόσο του αγοραστή – ενάγοντος στους ναύλους από την εμπορική εκμετάλλευση του σκάφους, όσο και του πωλητή στο τίμημα της πωλήσεως και β] με ποινική ρήτρα για την καθυστέρηση καταβολής των δόσεων, ενώ δεν περιελάμβανε όσα είχαν συμφωνηθεί κατά την κατάρτιση της συμβάσεως στις 15.6.2011, περί εξασφαλίσεως εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ναυλώσεων για το επίμαχο σκάφος, από τα έσοδα των οποίων θα αποπληρώνονταν το τίμημα που πιστώθηκε αλλά και μεταγενέστερα, μετά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011, περί αφαιρέσεως από το τίμημα των δαπανών για την επισκευή και συντήρηση του σκάφους, στις οποίες είχε προβεί ο ενάγων, ο οποίος για το λόγο αυτό ζήτησε από την αντίδικό του εξηγήσεις για τη διάσταση του συμβατικού σχεδίου με τους όρους της συμφωνίας τους, διαμαρτυρήθηκε «για τη συνεχιζόμενη εξαπάτησή» του εκ μέρους των εναγομένων, που του είχαν αποκρύψει την έλλειψη κυριότητας της πωλήτριας επί του σκάφους και τη μεταγενέστερη μεταβίβασή της στο δεύτερο από αυτούς και δήλωσε στην πρώτη εναγόμενη ότι για λόγους που αφορούν αυτήν και τον ομόδικό της υπαναχωρεί από τη σύμβαση της πωλήσεως, καλώντας την μάλιστα να του αποδώσει το ποσό της προκαταβολής (40.000 €), τις δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί (16.896,63 €) και την αξία των ναύλων που παρακρατήθηκαν σε εξόφληση των δόσεων του τιμήματος (27.154,43 €). Ότι μετά την άρνηση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό της προκαταβολής, την απόδοση του οποίου είχαν αρχικά υποσχεθεί, αντηλλάγησαν εξώδικες επιστολές μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγομένου, ο οποίος, ειδικότερα, αρχικώς ισχυρίστηκε ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους στο όνομα του ενάγοντος δεν είχε μέχρι τότε πραγματοποιηθεί, επειδή ο τελευταίος δεν το επιθυμούσε  και ότι μετά την εκ μέρους του κτήση της κυριότητάς του είχε υπεισέλθει στη θέση του πωλητή αναλαμβάνοντας τα εκ της πωλήσεως δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις, ζητώντας ταυτόχρονα από τον ενάγοντα να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων ευρώ (22.900 €), που αντιστοιχούσαν στις δύο [2] πρώτες δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος, για τις οποίες ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν καταβληθεί, ενώ, στη συνέχεια, προσκάλεσε στην απόδοση της χρήσης του πλοίου τον ενάγοντα, ο οποίος συμμορφώθηκε στις 20.2.2013, επειδή δεν επιθυμούσε να εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατοχή του αναλαμβάνοντας και τους αντίστοιχους κινδύνους. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων υπέβαλε αίτημα να αναγνωριστεί και να κηρυχθεί η ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως του πιο πάνω ιστιοπλοϊκού σκάφους που καταρτίστηκε στις 15.6.2011 και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στη νομιμότοκη από της επιδόσεως της αγωγής του και εις ολόκληρον καταβολή εκατόν τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (104.051,06 €) προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών, που στις 15.6.2011 προέβησαν σε αναληθείς παραστάσεις ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του υπό πώληση πράγματος και με τον τρόπο αυτό τον παρέσυραν σε δήλωση βούλησης, με αποτέλεσμα, αφενός, να ζημιωθεί κατά τα χρηματικά ποσά της προκαταβολής (40.000 €) που εξόφλησε, των δόσεων του τιμήματος (27.154,43 €) που παρακρατήθηκαν από την πρώτη εναγομένη και των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε (16.896,63 €) για την επισκευή και συντήρηση του σκάφους και, αφετέρου, να υποστεί ψυχικό άλγος και ψυχολογική πίεση, για την αποκατάσταση των οποίων υποστήριξε ότι δικαιούται είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €). Το αίτημά του ο ενάγων επιστήριξε περαιτέρω σε τρεις [3] ακόμη νομικές βάσεις, τις οποίες παρέθεσε στο αγωγικό δικόγραφό του κατ’ επικουρική διάρθρωση. Συγκεκριμένα, για την περίπτωση που δεν κριθεί άκυρη λόγω απάτης η από 15.6.2011 πωλητήρια σύμβαση και δεν καταφαθεί ούτε η αδικοπρακτική ευθύνη των αντιδίκων του, επικαλέστηκε ευθύνη της πρώτης μόνον από αυτούς, που ανέλαβε να εκπληρώσει παροχή που ήταν με υπαιτιότητά της εξαρχής αδύνατη και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει «ως αποζημίωση» το συνολικό χρηματικό ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (84.051,06 €), στο οποίο συμπεριέλαβε τη δοθείσα προκαταβολή, τις παρακρατηθείσες δόσεις του πιστωθέντος τιμήματος και την αξία των δαπανών στις οποίες προέβη, ενώ, για την περίπτωση παραδοχής της εγκυρότητας της αυτής ως άνω συμβάσεως, δήλωσε ότι υπαναχωρεί από αυτήν «λόγω αδυναμίας παροχής της πρώτης εναγομένης εταιρίας από υπαιτιότητά της» και ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσά και, επιπλέον αυτών, είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) ως εύλογη αποζημίωση της ζημίας που υπέστη λόγω της «…αδυναμίας αγοράς και εκμετάλλευσης εμπορικά άλλου ανάλογου σκάφους κατά την παρούσα τουριστική περίοδο 2013…». Περαιτέρω, για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν εξαπατήθηκε από τους εναγομένους ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη από αυτούς να του αποδώσει το συνολικό χρηματικό ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και έξι λεπτών (84.051,06 €), κατά το οποίο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του «…για μη νόμιμη αιτία άλλως για αιτία λήξασα και μη επακολουθήσασα…», όλα δε τα ανωτέρω ποσά, που ζητήθηκαν κατά τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από το ίδιο, όπως και κατά την κύρια βάση της, αφετήριο χρονικό σημείο. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να απαγγελθεί ως μέσον για την αναγκαστική κατ’ αυτού εκτέλεσή της η προσωπική κράτηση του δευτέρου εναγομένου για χρονική διάρκεια ενός [1] έτους.

Από το συνδυασμό κάθε αιτήματος της αγωγής προς τα πραγματικά περιστατικά που, όπως εκτίθενται, συνθέτουν την ιστορική της βάση, καθίσταται για το Δικαστήριο τούτο σαφές ότι ο ενάγων επικαλέστηκε: α] καταρτισμένη οριστική υποσχετική (ενοχική) σύμβαση πωλήσεως πλοίου αναψυχής και όχι προσύμφωνο πωλήσεώς του, αφού υπό τα εκτιθέμενα υπήρξε πλήρης συμφωνία των μερών στα ουσιώδη σημεία της σύμβασης και εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων (παράδοση της νομής του σκάφους αφενός και καταβολή μέρους του τιμήματος δια προκαταβολών και δια των εσόδων από την εκμετάλλευσή του αφετέρου), κατά τρόπον ώστε να υπολείπεται μόνον η κατάρτιση της εκποιητικής (εμπράγματης) σύμβασης για τη μεταβίβαση του σκάφους κατά τους όρους του άρθρου 6 ΚΙΝΔ, β] δικαίωμά του σε αποζημίωση λόγω αδυναμίας παροχής της οφειλέτριας πωλήτριας – πρώτης εναγομένης και δη αρχικής, υφισταμένης κατά την κατάρτιση της από 15.6.2011 συμβάσεως (σελ. 42 της αγωγής), γ] άρση της αρχικής εκείνης αδυναμίας έως το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011, οπότε είχε σε κάθε περίπτωση, όπως δεν αμφισβητείται, πληρωθεί η διαλυτική αίρεση υπό την οποία είχε εξαρτηθεί η μεταβίβαση του ιδίου σκάφους προς το …………. και, συνακόλουθα, νομικώς δυνατή παροχή της πωλήτριας την 1η.1.2012, οπότε θα συμπληρωνόταν η αναβλητική προθεσμία παραδόσεως του σκάφους, κατά τη σύμβαση της 15ης.6.2011, δ] περιστατικά ακυρωσίας της ιδίας εκείνης συμβάσεως, με την ταυτόχρονη επίκληση αφενός ότι κατά το χρόνο της συνάψεώς της του είχε αποκρυβεί ότι η κυριότητα του εν λόγω σκάφους είχε πιο πριν μεταβιβαστεί από την πρώτη εναγόμενη στο ………… υπό τη διαλυτική αίρεση της μη αποπληρωμής εκ μέρους του τότε αγοραστή του τιμήματος της πωλήσεως εκείνης αλλά και αφετέρου ότι κατά το χρόνο της πραγματικής παραδόσεως της νομής του σκάφους στον ενάγοντα (που προηγήθηκε του συμφωνημένου χρονικού σημείου) η αίρεση αυτή είχε πληρωθεί, με αποτέλεσμα η κυριότητα του σκάφους να έχει επανακάμψει ήδη τότε στην πωλήτρια, η οποία είχε ακώλυτη και την εξουσία διαθέσεώς του, προς την οποία άλλωστε, υπό τα εκτιθέμενα, ο ενάγων αποπλήρωσε τη συμφωνημένη προκαταβολή, συμφώνησε δε περαιτέρω και τον καταλογισμό στο τίμημα των δαπανών για τη συντήρηση και την επισκευή του σκάφους, γεγονότα που έλαβαν χώρα αφού είχε ήδη αρθεί το επικαλούμενο ελάττωμα της (αρχικής) βουλήσεώς του, δ] συμπερίληψη, κατά τα ιστορούμενα, στις δαπάνες αυτές (τις οποίες η πωλήτρια εκτίθεται ότι συμφώνησε να αναλάβει) και του κόστους για τη σύσταση της ως άνω ΝΕΠΑ, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτή είχε συμφωνήσει και στην εκμετάλλευση του σκάφους όχι από τον ενάγοντα στο όνομά του αλλά από την εν λόγω ναυτική εταιρία και, επομένως, στη διαφοροποίηση του προσώπου ενός τουλάχιστον των αρχικώς συμβληθέντων, ε] καταβολή των εξόδων συστάσεως της εταιρίας αυτής στις 20.10.2012, σε χρόνο δηλαδή κατά πολύ μεταγενέστερο εκείνου κατά τον οποίο ο ενάγων έλαβε γνώση της μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους από τον …………. προς το δεύτερο εναγόμενο «με τη συνεργασία, την υπόδειξη, τη συναίνεση και τη συμμετοχή της πρώτης εναγομένης», της οποίας (μεταβιβάσεως) το κύρος δεν αμφισβητείται παρότι ως δικαιοπάροχος του δεύτερου εναγομένου εμφανίστηκε ο προηγούμενος αγοραστής του σκάφους, στ] συμφωνία του ενάγοντος με τους εναγομένους το μήνα Απρίλιο του έτους 2012, όταν του ανακοινώθηκε από αυτούς η μεταβίβαση του σκάφους στο δεύτερο εναγόμενο, που είχε λάβει χώρα στις 25.1.2012, γεγονός που υποδηλώνει αφενός αποδοχή από αυτόν του ότι θα αποκτούσε την κυριότητά του από το δεύτερο των εναγομένων και όχι από την πρώτη εξ αυτών και αφετέρου τροποποίηση των όρων της από 15.6.2011 συμβάσεως, για την οποία δεν εκτίθεται ότι θα προκαλούσε οποιαδήποτε βλάβη στα συμφέροντα του ενάγοντος και ζ] δήλωση υπαναχωρήσεως του ενάγοντος από την επίμαχη σύμβαση όχι κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011, οπότε έλαβε γνώση της (πληρωθείσας άλλωστε μέχρι τότε) διαλυτικής αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η προηγούμενη μεταβίβαση του σκάφους από την πωλήτρια προς το ……….. ούτε κατά το μήνα Απρίλιο του επομένου έτους 2012, οπότε πληροφορήθηκε για την κτήση του από το δεύτερο εναγόμενο, προς την οποία και δεν αντέλεξε αλλά το πρώτον μετά την αποστολή σ’ αυτόν του σχεδίου της εκποιητικής συμβάσεως, που επρόκειτο να συναφθεί σε εκτέλεση της υποσχετικής, το οποίο, όπως ο ίδιος ιστορεί, δεν περιελάμβανε τους αρχικώς συμφωνημένους όρους περί α) αφαιρέσεως από το τίμημα των δαπανών στις οποίες ο ίδιος είχε μέχρι τότε υποβληθεί και β) εξασφαλίσεως των ναυλώσεων του πλοίου από την πρώτη εναγομένη αλλά περιείχε άλλους που τον έβλαπταν, καθιστώντας ασύμφορη την εκμετάλλευση του σκάφους στην οποία μέχρι τότε προέβαινε ευρισκόμενος συνεχώς από τον Οκτώβριο του 2011 και μέχρι τις 20.2.2013 στη νομή του και έχοντας επανειλημμένως μέχρι τότε εμμείνει στην αρχική σύμβαση. Από τα όσα προαναφέρθηκαν εκτιμά το Δικαστήριο ότι υπό τα εκτιθέμενα η δικονομική αξίωση του ενάγοντος δομείται επί του μη ρητώς διατυπούμενου στην αγωγή αλλά υφέρποντος στο δικόγραφό της ισχυρισμού ότι η πρώτη εναγόμενη πωλήτρια ανώνυμη εταιρία δεν είχε τη δυνατότητα ή τη θέληση να εμφανιστεί στην εκποιητική σύμβαση που θα καταχωριζόταν στο νηολόγιο ως τυπικά πωλήτρια και ότι με τον τρόπο αυτό θα απαλλασσόταν από την υποχρέωση της να τηρήσει τους ανωτέρω όρους, τους οποίους είχε συμφωνήσει τον μεν δεύτερο προφορικά (σελ. 38 της αγωγής) τον δε πρώτο μετά τη σύναψη της από 15.6.2011 υποσχετικής συμβάσεως. Όμως, ο αγοραστής δεν ενάγει την πωλήτρια προς εκτέλεση της αρχικής συμβάσεως ούτε επιδιώκει να αποζημιωθεί για την εκ μέρους της αθέτηση της ενοχικής τους συμφωνίας, που θα συνιστούσε πλημμελή εκπλήρωση της οφειλής της αλλά επικαλείται, όπως εκτιμά το Δικαστήριο τους αγωγικούς ισχυρισμούς, την παράλειψή της να δηλώσει στο νηολόγιο την επανάκτηση εκ μέρους αυτής της κυριότητας του σκάφους μετά την αδυναμία του ………… να αποπληρώσει το τίμημα της προς αυτόν και υπό διαλυτική αίρεση τελούσας προηγούμενης μεταβιβάσεώς του, γεγονός, όμως, που δεν επάγεται κατά νόμο αδυναμία του ενάγοντος να αποκτήσει εγκύρως την κυριότητα του σκάφους από την έχουσα, όπως δεν αμφισβητείται, εξουσία διαθέσεώς του πρώτη εναγομένη. Το αποτέλεσμα τούτο θα μπορούσε άλλωστε να επέλθει ακόμα και με τον τρόπο που, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, προτάθηκε στον ενάγοντα με το σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2012, δηλαδή με τη σύναψη συμβάσεως με φερόμενο πωλητή το δεύτερο των εναγομένων (ήδη τότε εμφανιζόμενο τυπικά ως κύριο του πλοίου) και με εμφανιζόμενη την πρώτη από αυτούς ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη και εκδοχέα, αφενός μεν του πωλητή ως προς το τίμημα της πωλήσεως και αφετέρου του αγοραστή ως προς το δικαίωμα είσπραξης των ναύλων από την εμπορική εκμετάλλευση του σκάφους προς αποπληρωμή του τιμήματος της πωλήσεως, χωρίς με τον τρόπο αυτόν να ματαιώνεται ο οικονομικός σκοπός της υποσχετικής συμβάσεως γι’ αμφότερα τα μέρη που συμβλήθηκαν για την κατάρτισή της, αφού ο μεν αγοραστής θα αποκτούσε την κυριότητα του ιδίου σκάφους το οποίο συμφώνησε να αγοράσει, η δε πωλήτρια θα εισέπραττε το αυτό τίμημα, το οποίο είχε συμφωνηθεί να λάβει.

ΙV. Ανεξαρτήτως πάντως αυτών, ενόψει των αιτημάτων και του περιεχομένου της που αναλυτικά εκτέθηκε η ένδικη αγωγή δεν ήταν ως προς όλες τις βάσεις της νόμιμη. Ειδικότερα, περί ακυρωσίας της από 15.6.2011 υποσχετικής συμβάσεως (πρώτο αίτημα της αγωγής κατά την κύρια βάση της) δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού κατά το χρόνο παραδόσεως του πωληθέντος σκάφους στον αγοραστή ενάγοντα η κυριότητά του ανήκε, έχοντας επανακάμψει αυτοδικαίως σ’ αυτήν κατά τα προαναφερθέντα, στην πωλήτριά του, όπως ακριβώς ανακοινώθηκε στον πρώτο κατά την κατάρτισή της. Ελλείψει δε εξαπατήσεως του ενάγοντος δεν παράγεται αξίωση αποζημιώσεώς του κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 149 και 914 ΑΚ (δεύτερο αίτημα της πρώτης βάσης της αγωγής). Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από τα αναζητούμενα κονδύλια της αποζημιώσεως το τελευταίο τμήμα της προκαταβολής, που αποπληρώθηκε στις 22.12.2011, καθώς και όλες οι δαπάνες στις οποίες προέβη ο ενάγων σε χρόνο μεταγενέστερο της άρσεως του επικαλούμενου ελαττώματος της βουλήσεώς του, όπως και η ηθική του βλάβη, δε συνδέονται αιτιωδώς με πράξη εξαπάτησης εκ μέρους των εναγομένων, αφού κατά το χρόνο της επελεύσεως εκάστης από αυτές ζημίας ο ενάγων είχε, όπως παραδέχεται, γνώση της πραγματικότητας και, επομένως, αυτές δεν υπήρξαν αποτέλεσμα της αρχικής του πλάνης που φέρεται ότι προκλήθηκε συνεπεία απάτης. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ούτε δικαίωμα αποζημιώσεως κατ’ άρθρο 382 ΑΚ παράγεται υπέρ του ενάγοντος λόγω αρχικής νομικής αδυναμίας παροχής της πρώτης εναγομένης (πρώτη επικουρική βάση της αγωγής), διότι τέτοια αδυναμία ουδέποτε υπήρξε με δεδομένο το (συνομολογούμενο) γεγονός της αυτοδίκαιης επαναφοράς της κυριότητας του πωληθέντος στον ενάγοντα σκάφους στην πωλήτρια ανώνυμη εταιρία μετά την πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως υπό την οποία τελούσε η προηγούμενη πώλησή του από αυτήν προς το …………., ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να αντιτάξει κανένα (εμπράγματο ή άλλο) δικαίωμα ούτε στον ενάγοντα ούτε στην πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, ούτε η μεταγενέστερη μεταβίβαση του σκάφους στο δεύτερο εναγόμενο συνιστά επιγενόμενη αδυναμία παροχής της πωλήτριας, ιδρύουσα δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, όπως ο ενάγων υποστηρίζει (δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής), αφού ο ίδιος (εκθέτει ότι) το μήνα Απρίλιο του έτους 2012 συμφώνησε να αποκτήσει τελικά το σκάφος από το νέο κτήτορά του, που θα ενεργούσε, κατά τα ιστορούμενα, για λογαριασμό της πωλήτριας, με αποτέλεσμα να μην ανακύπτει περίπτωση συμβατικής παράβασης ούτε νόμιμος λόγος υπαναχωρήσεώς του από την υποσχετική σύμβαση, ο σκοπός της οποίας δεν τέθηκε σε διακινδύνευση. Τέλος, με δεδομένη την έλλειψη επικλήσεως λόγου επαγόμενου κατά νόμο την ακυρότητα ή την ακυρωσία ή το ανίσχυρο της από 15.6.2011 συμβάσεως, τα έννομα αποτελέσματά της δεν έχουν ανατραπεί, με αποτέλεσμα η αιτία κάθε περιουσιακής διάθεσης του ενάγοντος να διατηρεί τη νομιμότητά της και, ως εκ τούτου, να αποκλείεται η θεμελίωση αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθρο 904 ΑΚ (τρίτη επικουρική βάση της αγωγής).

  1. V. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή κατά την δεύτερη και την τρίτη βάση της (πρώτη και δεύτερη επικουρική), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 335, 362, 380, 381, 382, 387, 514 και 516 ΑΚ και την ερεύνησε στη συνέχεια κατ’ ουσίαν, για να τη δεχθεί μάλιστα και από ουσιαστική άποψη κατά την δεύτερη επικουρική βάση της, ακόμα και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, για τον οποίον η επικαλούμενη αδυναμία παροχής της ενάγουσας δε μπορούσε να έχει ως έννομη συνέπεια την παραγωγή εις ολόκληρον ευθύνης του, με τις [αντιφατικές] παραδοχές ότι ναι μεν «…δεν απεδείχθη ότι η μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους στον ενάγοντα και η ολοκλήρωση της πώλησης με την εγγραφή της υποσχετικής και της εκποιητικής συμφωνίας στα οικεία νηολόγια, κατέστη αδύνατη εξ υπαιτιότητας των εναγομένων και δη ότι οφείλεται στην ύπαρξη είτε νομικών είτε ουσιωδών πραγματικών ελαττωμάτων του σκάφους ώστε να ερείδεται επί αυτών η υπαναχώρηση του ενάγοντος…», εντούτοις, έπρεπε το ποσό της προκαταβολής (40.000 €) «…να αποδοθεί από τους εναγομένους εξ ολοκλήρου, καθώς δεν επακολούθησε η αιτία για την οποία δόθηκε, συνεπώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού…», έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Επομένως, πρέπει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα αυτού του Δικαστηρίου, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή των εφέσεων, η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, κατά το σχετικό αίτημά τους, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει σε έκαστο εκκαλούντα να αποδοθεί το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως θεωρείται καθένας τους νικήσας, ανεξαρτήτως του ότι η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως υπήρξε ευνοϊκή μόνον για τους εκκαλούντες της Β έφεσης (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις από 13.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../13.7.2018 και από 13.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../13.7.2018 εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 4781/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Δέχεται τις εφέσεις.

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του κατατεθέντος παρ’ εκάστου παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει στο σύνολό της την από 22.7.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./26.7.2013 αγωγή ως νομικά αβάσιμη.

Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (3.500 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Νοεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ