Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 684/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από εργοδότρια επειδή κατά την πρόσληψη ο εργαζόμενος προσκόμισε ψευδές απολυτήριο Γυμνασίου. Δυνατή η καταγγελία χωρίς αποζημίωση και χωρίς προηγούμενη κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας, επειδή η ως άνω συμπεριφορά προβλέπεται ως ειδικός λόγος καταγγελίας από τον Κανονισμό Προσωπικού, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση, ανεξάρτητα αν είναι ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα. Όχι καταχρηστική η καταγγελία επειδή παρήλθε μακρό χρονικό διάστημα που ο εργαζόμενος παρείχε τις υπηρεσίες του χωρίς όμως η εργοδότρια να αντιληφθεί το ψευδές πιστοποιητικό που είχε προσκομίσει, ενώ αμέσως μόλις το αντιλήφθηκε προέβη στην καταγγελία. Μη εύλογη η πεποίθηση του εργαζόμενου ότι η εργοδότρια δεν θα καταγγείλει τη σύμβαση, επειδή αυτός παραπλανώντας την δεν ενήργησε την καταγγελία της σύμβασής του.

 

Αριθμός          684 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 2898/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών την με αρ. κατ. ………../2017 αγωγή του εκκαλούντος εναντίον της εφεσίβλητης έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 2). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών εργαζόμενος ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα άλλως να ακυρωθεί η γενόμενη εκ μέρους της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης εργοδότριας καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας επειδή αυτή έγινε από αναρμόδιο όργανο, χωρίς προειδοποίηση, λόγω σοβαρού παραπτώματος και δη επειδή κατά την πρόσληψή του προσκόμισε ψευδές απολυτήριο Γυμνασίου, επειδή δεν είχε, χωρίς όμως να έχει κινηθεί ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, ώστε να κριθεί αν έχει τελέσει ποινικό αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα. Επίσης ζήτησε, αφού κριθεί η ακυρότητα της καταγγελίας άλλως ακυρωθεί αυτή, να του καταβληθούν μισθοί υπερημερίας από την καταγγελία έως τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του. Επικουρικά για την περίπτωση που ήθελε κριθεί έγκυρη η καταγγελία να του καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης εκ ποσού 26.458,25 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο και πλημμελώς εκτιμώντας τις αποδείξεις απέρριψε την αγωγή του.

Από τους περιεχόμενους στα δικόγραφα (αγωγή, προτάσεις και έφεση) εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων συνομολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία συστάθηκε με βάση τις διατάξεις του ν. 3920/2011, προερχόμενη από τη συγχώνευση της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΕΛ Α.Ε.» με την εταιρεία με την επωνυμία «ΗΛΠΑΠ Α.Ε.», δι’ απορροφήσεως της δεύτερης από την πρώτη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 6 του πιο πάνω νόμου (ΦΕΚ τ. Β’1454/17.06.2011) και η εναγομένη τυγχάνει καθολική διάδοχος των εταιρειών αυτών, είναι δε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου αλλά με δημόσιο χαρακτήρα (ΔΕΚΟ, Ν. 2175/1993). Ο ενάγων, κατόπιν νόμιμης προκήρυξης πλήρωσης 348 θέσεων οδηγών στον ΟΑΣΑ, προσλήφθηκε, στις 13.3.1995, ως οδηγός λεωφορείων, στην ΕΘΕΛ Α.Ε, της οποίας καθολικός διάδοχος είναι, όπως αναφέρθηκε, η εναγομένη, δυνάμει συμβάσεως εργασίας δόκιμου οδηγού ορισμένου χρόνου και απασχολήθηκε ακολούθως, με την ανωτέρω ειδικότητα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ακολούθως, δυνάμει σχετικών μετατάξεων, ο ενάγων εξακολούθησε να απασχολείται στην εναγομένη, υπό το ίδιο καθεστώς, ως ελιγμοδηγός, ως φύλακας και το τελευταίο διάστημα ως βαφέας οχημάτων, έως την 25.07.2017, οπότε η τελευταία του κοινοποίησε το υπ’ αριθ. …../24.07.2017 έγγραφο της Δ/νσης Νομικής Υποστήριξης αυτής, με το οποίο κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του, από 01.08.2017, με την αιτιολογία ότι δεν επιβεβαιώθηκε η γνησιότητα του τίτλου σπουδών που είχε υποβάλει κατά την πρόσληψή του. Ειδικότερα, η εναγομένη, ενεργώντας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο, με αριθμό ……….23.12.2013, έγγραφο του Υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, με το οποίο της διαβιβάσθηκε η υπ’ αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.34/42οικ33906/16.12.2013 εγκύκλιος του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθώς και σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ΔΙΔΔΔ/Φ.34/45/2843/Μάρτιος 2014 εγκύκλιο του ως άνω Υπουργείου, προέβη σε έλεγχο της νομιμότητας πρόσληψης/μετάταξης και μετατροπής της εργασιακής σχέσης σε αορίστου χρόνου των υπαλλήλων της και συγκεκριμένα όλων των πτυχίων, πιστοποιητικών και στοιχείων που σχετίζονται με την πρόσληψη, τη μετάταξη ή τη μετατροπή της εργασιακής τους σχέσης σε αορίστου χρόνου, καθώς και του συνόλου των στοιχείων που συμπεριλαμβάνονται στο προσωπικό μητρώο των υπαλλήλων. Περαιτέρω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στο πλαίσιο του ως άνω ελέγχου διαπιστώθηκε ότι το απολυτήριο Γυμνασίου, που ο ενάγων είχε προσκομίσει κατά την πρόσληψή του, δηλώνοντας υπεύθυνα παράλληλα, με την από 24.01.1995, αίτησή του προς τον ΟΑΣΑ ότι τυγχάνει τελειόφοιτος Γυμνασίου, δεν ήταν γνήσιο. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθ. πρωτ. …./10.10.2016 έγγραφο της Διευθύντριας του ……. Γυμνάσιου Αθηνών (στο οποίο έχει συγχωνευθεί το ……. Γυμνάσιο Αθηνών) : α) στο Βιβλίο Μητρώου Μαθητών της οικείας σχολικής μονάδας δεν υφίσταται καταχώριση του αναγραφόμενου στον τίτλο σπουδών ονόματος, β) ο αναγραφόμενος στο απολυτήριο Αριθμός Μητρώου Μαθητών (ΑΜΜ), ο οποίος είναι μοναδικός για κάθε μαθητή, δεν ανήκει στον ενάγοντα και γ) δεν εκδόθηκε ποτέ απολυτήριο στο όνομα του ενάγοντος από το …. Γυμνάσιο Αθηνών. Πριν από την καταγγελία της σύμβασής του, ο ενάγων κλήθηκε, με την υπ’ αριθ. …./24.04.2017 ειδοποίηση – κλήση της Δ/νσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης, όπως προσέλθει στην ως άνω Υπηρεσία εντός 5 ημερολογιακών ημερών και καταθέσει τις απόψεις – ενστάσεις του σε σχέση με το αποδιδόμενο σε αυτόν παράπτωμα, πλην όμως ο ίδιος δεν έκανε χρήση του εν λόγω δικαιώματός του. Περαιτέρω, το άρθρο 7 παρ. 3 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΑΣΑ – ΕΘΕΛ – ΗΛΠΑΠ, που κυρώθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2669/1998 και έχει επομένως ισχύ νόμου, ορίζει ότι ψευδείς δηλώσεις ή απόκρυψη στοιχείων κατά την πρόσληψη θεωρούνται σοβαρά παραπτώματα, για τα οποία δικαιολογείται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, οποτεδήποτε κι αν διαπιστωθούν, χωρίς καταβολή αποζημίωσης. Εισάγεται δηλαδή ειδικός πρόσθετος λόγος καταγγελίας της σύμβασης, πέραν από τους αναφερόμενους στο 38ο άρθρο του ως άνω Γενικού Κανονισμού Προσωπικού λόγους απόλυσης, χωρίς μάλιστα καταβολή αποζημίωσης, ανεξάρτητα αν οι ψευδείς δηλώσεις ή η απόκρυψη στοιχείων κατά την πρόσληψη στοιχειοθετούν αξιόποινη συμπεριφορά ή πειθαρχικό παράπτωμα και αν κινήθηκε ποινική ή πειθαρχική διαδικασία γι’ αυτήν. Επομένως ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ενάγοντος, που προβάλλεται με το σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης ότι για να είναι έγκυρος ο λόγος απόλυσης ακόμη και για την προσκομιδή πλαστού απολυτηρίου γυμνασίου, όπως εν προκειμένω, πρέπει να προκύπτει αξιόποινη ή πειθαρχική συμπεριφορά του απολυθέντος, που να προκύπτει από κινηθείσα ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, είναι αβάσιμος.  Επίσης, κατά το Οργανόγραμμα της εναγομένης, που κυρώθηκε με την υπ’ αρ. 24013/2426/2013 Υ.Α. (Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων), οι υπαγόμενοι στη Διεύθυνση Νομικής Υποστήριξης της εναγομένης μπορούν να καταγγέλλουν συμβάσεις εργασίας που συνδέουν την εταιρεία με τους υπαλλήλους της, όπως ρητώς ορίζεται εκεί. Συνεπώς εγκύρως καταγγέλθηκε η σύμβαση του ενάγοντος από το Δ/ντη της Δ/νσης Νομικής Υποστήριξης της εναγομένης, αφού σύμφωνα με την ως άνω Υ.Α. (Οργανόγραμμα της εναγομένης) του είχε δοθεί αυτή η αρμοδιότητα. Συνεπώς ο περί ακύρου καταγγελίας ισχυρισμός του ενάγοντος που προβάλλεται και με το σχετικό πρώτο λόγο έφεσης, επειδή η καταγγελία δεν έγινε από το αρμόδιο όργανο εκπροσώπησης της εναγομένης τυγχάνει αβάσιμος. Επίσης, η επίκληση των μνημονευόμενων στην αγωγή εγκυκλίων δεν καθιστά άκυρη την επίδικη καταγγελία, δεδομένου ότι ο λόγος καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως του ενάγοντος στηρίζεται στον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της εναγομένης, που κατά τα προαναφερόμενα προβλέπει ρητά τον ειδικό αυτό λόγο καταγγελίας, χωρίς καταβολή αποζημίωσης, ανεξάρτητα αν στοιχειοθετείται διάπραξη ποινικού αδικήματος, ώστε για το αζήμιο της καταγγελίας να απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 αυτού, η προηγούμενη υποβολή σχετικής μήνυσης από την εργοδότρια. Η καταγγελία έγινε για «σοβαρό παράπτωμα, οποτεδήποτε διαπιστούμενο», και τέτοια θεωρούνται η ψευδής δήλωση και απόκρυψη στοιχείων κατά την πρόσληψη, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3 του Γενικού Κανονισμού της εναγομένης, ο οποίος έχει θεσπισθεί απευθείας με το Ν. 2669/1998 (ΦΕΚ τ. Α’283/1998), ο δε ενάγων προσχώρησε στον ως άνω κανονισμό με την υπογραφή της ατομικής σύμβασης εργασίας του, της οποίας αποτελούν οι όροι του αναπόσπαστο μέρος. Επομένως δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή τα άρθρα 28 και επόμενα του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εναγομένης, που αφορούν στην πειθαρχική διαδικασία, ούτε οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι η εναγομένη λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ενάγοντος, που προβάλλει με σχετικό τρίτο λόγο έφεσης, ότι η καταγγελία ασκήθηκε κατά κατάχρηση δικαιώματος, επειδή, μετά την παρέλευση 22 ετών ευδόκιμης υπηρεσίας στην εναγόμενη, ήτοι μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς ποτέ αυτή να ενεργήσει σε βάρος του, δημιουργώντας του έτσι εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του, είναι αβάσιμος, αφού μέχρι το χρόνο διενέργειας του ελέγχου η εναγόμενη εφεσίβλητη αγνοούσε το ψευδές του προσκομισθέντος τίτλου, ενώ μόλις αυτό έγινε αντιληπτό, αμέσως κίνησε τις διαδικασίες για την καταγγελία της επίδικης σύμβασης, η δε ως άνω συμπεριφορά της, που οφειλόταν στην παραπλάνησή της από τον εκκαλούντα, δεν δύναται να δημιουργήσει εύλογη πεποίθηση σ’ αυτόν ότι η εφεσίβλητη δεν θα καταγγείλει τη σύμβασή του. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ένδικη καταγγελία τυγχάνει άκυρη, ακυρωτέα ή καταχρηστική, η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα ίδια που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην εφαρμογή του νόμου. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα με την έφεσή του κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και στο σύνολό της η έφεσή του. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης που ορίζει στο ποσό των 300 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους, στον Πειραιά στις       19 Νοεμβρίου 2019

 

 

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ