Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 683/2019

Αριθμός      683/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη,  Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

             Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272 παρ. 1-2 και 524 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ` έφεση δίκη, εφαρμόζονται,  ως προς την έφεση,  οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι` αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. 1 και 2, 271 του ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ. 3 και 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη, κατ` άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν, κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ` αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεώς του κατά την αρχική δικάσιμο (βλ. ΑΠ 640/2007 ΕλλΔνη 2007.825, ΑΠ 1261/2007, ΤριμΕφΛαρ 101/2015, δημοσιευμένες στη  Νόμος , ΕφΑθ 7913/2007 ΕλλΔνη 2008.870). Από τις διατάξεις δε  των άρθρων 143 παρ.3, 104 και 96 παρ.1  ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση της έφεσης  μπορεί να γίνει και στο δικηγόρο που υπογράφει αυτήν, ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος και ο οποίος τεκμαίρεται ότι είναι αντίκλητος αυτού για τη σχετική υπόθεση και ως εκ τούτου μπορεί να παραλαμβάνει τα δικόγραφα που απευθύνονται στο διάδικο που τον διόρισε και αφορούν την ίδια υπόθεση (ΑΠ 1726/2013, ΑΠ 301/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος). Η απόρριψη, τέλος,  της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ` ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρότι στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για το λόγο αυτό είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ. ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 41.804, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 467/2016, ΤριμΕφΠατρ 62/2017, ΤριμΕφΛαρ 11/2016, ΤριμΕφΛαρ 27/2016 , δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υποθέσεως, προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί της από  18.7.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2012 αγωγής της εφεσίβλητης-ενάγουσας, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , στρεφομένης κατά του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, εκδόθηκε, ερήμην του τελευταίου,   η με αριθμό 614/2016  οριστική απόφαση του ως Δικαστηρίου, δικάσαντος  κατά την τακτική διαδικασία, που δέχτηκε την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 116.378,38 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 1.1.2010 και μέχρι την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος-εκκαλών άσκησε την από 21.6.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2018 έφεσή του, της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος, με επιμέλεια της εφεσίβλητης η 7.2.2019,  κατά την οποία ο εκκαλών κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από την επισπεύσασα την συζήτηση της εφέσεως, αντίδικό του, με εμπρόθεσμη επίδοση στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, …………, που υπογράφει την έφεση, αντιγράφου της εφέσεως, περιέχοντος κλήση για να παραστεί στην ως άνω ορισθείσα δικάσιμο (βλ.σχ.υπ.αριθμ. …./18.4.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, . …..).  Κατά τη δικάσιμο αυτή (της 7.2.2019) το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης για την αναγραφόμενη στην αρχή της  παρούσας δικάσιμο  (19.9.2019) και η γραμματέας του Δικαστηρίου τούτου ενέγραψε την επίδικη υπόθεση στο οικείο πινάκιο, στη σειρά των υποθέσεων που έπρεπε να συζητηθούν στη σημερινή, μετ αναβολή δικάσιμο, κατά την οποία δεν απαιτείται η εκ νέου κλήτευση του εκκαλούντος,  δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή της στο πινάκιο για τη μετ` αναβολή δικάσιμο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εκκαλών  δεν εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο,  ούτε εκπροσωπήθηκε με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο, σε αντίθεση με την προσηκόντως παρασταθείσα εφεσίβλητη. Επομένως,  εφόσον ο εκκαλών ερημοδικεί,  πρέπει η ένδικη έφεσή του,  κατά  την παραγρ.3 του άρθρου 524 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα  εκτεθέντα εκτενώς στη μείζονα σκέψη της παρούσας,  να απορριφθεί, χωρίς περαιτέρω έρευνα αυτής. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικος που ηττήθηκε, κατ` αποδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας (αρθρ. 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (αρθρ. 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της εφέσεώς του, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης,  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, συνολικού  ποσού διακοσίων (200,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους του εκκαλούντος κατά την άσκηση της εφέσεώς του με τα υπ` αριθμ. ………../2016 παράβολα Δημοσίου.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις        19-11- 2019,  απόντων των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσίβλητης.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ