Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 697/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης:   697/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ακριβές αντίγραφο της έφεσης με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και με κλήση για συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εφεσίβλητου, που παραστάθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχοντας την προς τούτο πληρεξουσιότητα σύμφωνα με το άρθρο 96 του ΚΠολΔ, του διορισμού του αποδεδειγμένου από τη βεβαίωση στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο δίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και ως εκ τούτου είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (ΑΠ 328/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 594/2010 ΝΟΜΟΣ) κατά τα άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 124, 126 παρ. 1 εδ. α΄, 129 παρ. 1, 143 παρ. 1, 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. ……/25.9.2017 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών – Πειραιώς ………….), για τη δικάσιμο της 15/3/2018 οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη σημερινή δικάσιμο, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευσή του αφού η εγγραφή της υπόθεσης το πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ. 4, 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως αυτός που δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά τη σειρά που ήταν γραμμένη στο πινάκιο της οριζόμενης δικασίμου και δεν πήρε μέρος στη συζήτηση πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3148/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της διετίας από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), διότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 9/1/2017 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι την 22/10/2014 προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως οδηγός στο αυτοκίνητο ταξί που η εναγόμενη έχει στην ιδιοκτησία της, εργαζόμενος από την 17:00 ώρα έως την 05:00 ώρα της επόμενης ημέρας, έναντι μηνιαίου μισθού 588,72 ευρώ (μικτά) ή 474,21 ευρώ (καθαρά), ότι τέλη Ιουλίου του έτους 2016 η εναγόμενη χωρίς λόγο του αφαίρεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, καταγγέλλοντας τη μεταξύ τους σύμβαση και ότι για το χρονικό διάστημα από την 22/10/2014 έως την 31/10/2016 η εναγόμενη δεν του κατέβαλλε και του οφείλει τους δεδουλευμένους μισθούς, τις αποδοχές της άδειας, τα επιδόματα άδειας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και την αποζημίωση της καταγγελίας, συνολικού ποσού 18.587,09 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή του. Ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και με τις προτάσεις του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 18.587 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μη καταβολή των αποδοχών του και τα δυο ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφλησή τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 15.747,17 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η εναγόμενη – εκκαλούσα παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της, ενώ για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης προσκομίζει, κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, την αγωγή, τις από 8/6/2017 πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος και τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Η διάταξη του άρθρου 33 παρ. 9 του ν. 1759/1988 «ασφαλιστική κάλυψη ανασφάλιστων ομάδων, βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και άλλες διατάξεις» ορίζει ότι οι διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 3789/1957, με τις οποίες προστέθηκε εδάφιο στις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 αντικαθίσταται ως εξής : «3. Οι εργαζόμενοι ως οδηγοί αγοραίων επιβατικών αυτοκινήτων ταξί (με μετρητή ή χωρίς) εφόσον δεν είναι ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες τουλάχιστον κατά το μισό του αυτοκινήτου, αδιάφορα από τον τύπο, τη φύση, το κύρος και το είδος της συμβάσεως ή τον τρόπο αμοιβής τους υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΙΚΑ, για όλους τους κλάδους ασφαλίσεως (σύνταξη, ασθένεια ΙΚΑ-ΤΕΑΜ), καθώς επίσης και στους οργανισμούς των οποίων τα έσοδα συνεισπράττονται από το ΙΚΑ. Η εργοδοτική εισφορά για την ασφάλιση των πιο πάνω προσώπων βαρύνει τον ιδιοκτήτη, ο οποίος έχει όλες τις κατά τον παρόντα νόμο ευθύνες του εργοδότη». Με τη διάταξη αυτή σκοπήθηκε η υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ των οδηγών ταξί της παραπάνω κατηγορίας, οι οποίοι ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της συμβάσεως που τους συνδέει με τον μοναδικό ιδιοκτήτη ή τον συνιδιοκτήτη του ταξί, ως σχέσεως εξηρτημένης εργασίας ή  μη, εργάζονται υπό συνθήκες που προσιδιάζουν σε μισθωτούς (ΑΠ 1042/2007 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 1079/1994 ΔΔΙΚΗ 1994, 1159). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 1641/1986, σύμφωνα με την οποία «Οι  διατάξεις που ισχύουν κάθε  φορά για την υποχρέωση των εργοδοτών να αναγγέλλουν στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) τη λύση της σχέσης εξαρτημένης εργασίας καθώς και οι κυρώσεις που προβλέπονται για  τους παραβάτες εργοδότες, έχουν εφαρμογή και προκειμένου για οδηγούς αυτοκινήτων ταξί που υπάγονται στην ασφάλιση κατά της ανεργίας, σύμφωνα  με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 3789/1957 ‟περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”», συνάγεται ότι ο ιδιοκτήτης ή ο συνιδιοκτήτης ταξί εκτός από την ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. υποχρεούται να αναγγείλει την πρόσληψη του οδηγού και στον Ο.Α.Ε.Δ. (ΕφΑθ 6984/1989 ΔΕΝ 1990, 838).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που η εκκαλούσα – εναγόμενη προσκομίζει και επικαλείται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ………… ΕΔΧ αυτοκινήτου Ταξί, μάρκας SCODA OCTAVIA. Λόγω της αδυναμίας της να το εκμεταλλεύεται οδηγώντας το μόνη της και για την αύξηση των εισοδημάτων της, συμφώνησε με τον ενάγοντα να αναλάβει καθημερινά την απογευματινή – νυκτερινή βάρδια (από την 17.00 ώρα μέχρι την 05:00 ώρα της επομένης), με τη συμφωνία να της καταβάλλει καθημερινά το ποσό των 25 ευρώ. Κατά το χρόνο της έναρξης της εκμετάλλευσης του αυτοκινήτου ταξί η εναγόμενη ασφάλισε τον ενάγοντα στο Ι.Κ.Α. και ταυτόχρονα ανήγγειλε την πρόσληψή του στον Ο.Α.Ε.Δ., όπως είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις. Ο ενάγων οδηγός, κατά την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου μέσα στη βάρδια του, δεν υπόκειτο σε οδηγίες, εποπτεία και έλεγχο της εναγόμενης ιδιοκτήτριας, αλλά ενεργούσε ελευθέρως και κατά τη βούλησή του, τους δικούς του συνδυασμούς και το δικό του προγραμματισμό και έτσι μπορούσε ελεύθερα να επιλέγει ορισμένες περιοχές εκμετάλλευσης με δρομολόγια κίνησης του αυτοκινήτου, ώστε να επιτυγχάνει τακτικότερες ή επικερδέστερες γι’ αυτόν μισθώσεις. Όλες τις εισπράξεις από την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου καρπωνόταν ή μπορούσε να καρπώνεται αποκλειστικώς ο οδηγός του αυτοκινήτου, ενάγων, καθώς η υποχρέωσή του έναντι της εναγόμενης εξαντλείτο μόνο στην ημερήσια καταβολή του ποσού των 25 ευρώ, το οποίο ήταν καταβλητέο ανεξάρτητα αν ο ενάγων εργαζόταν ή όχι και από το ύψος των εισπράξεων που επετύγχανε. Η σύμβαση των διαδίκων έληξε τέλη Ιουλίου του έτους 2016, οπότε η εναγόμενη πήρε τα κλειδιά του αυτοκίνητου από τον ενάγοντα. Αποδεικνύεται επομένως ότι η συμφωνημένη ένδικη σχέση των διαδίκων είχε τον χαρακτήρα μίσθωσης προσοδοφόρου πράγματος (άρθρο 638 του ΑΚ), με ορισμένο μίσθωμα, καταβαλλόμενο από τον ενάγοντα οδηγό προς την ιδιοκτήτρια και όχι χαρακτήρα σύμβασης παροχής εξηρτημένης εργασίας του προς την τελευταία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του και αξιώνει απαιτήσεις από διατάξεις του εργατικού δικαίου, οι οποίες δεν έχουν όμως εφαρμογή. Η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται από τα ακόλουθα: α) Αν και ο μισθός είναι από τα βασικά συστατικά στοιχεία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και αποτελεί το αναγκαίο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από τον εργαζόμενο εργασίας, στον οποίο μάλιστα ο τελευταίος αποβλέπει για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα που οδηγούσε το ταξί της εναγόμενης (από την 22/10/2014 έως τα τέλη Ιουλίου 2016, δηλ. για χρονικό διάστημα είκοσι ενός μηνών) δεν εισέπραξε ουδένα ποσό από την εναγόμενη και παρά ταύτα όχι μόνο δεν επικαλείται ότι προέβη σε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή όχληση προς αυτή ή προσφυγή στις αρμόδιες Υπηρεσίες, καταγγέλλοντας την μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών του, αλλά συνέχισε να εργάζεται σε αυτή και μόνο μετά την αφαίρεση των κλειδιών του ταξί από την εναγόμενη προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, μην αναφέροντας καν με ποιο τρόπο κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες του κατά το χρονικό αυτό διάστημα. β) Εκτός τούτου στην ηλεκτρονική αίτηση για την πρόσληψη του στον Ο.Α.Ε.Δ. εμφανίζεται ότι το συμφωνηθέν μικτό ημερομίσθιό του ανερχόταν στο ποσό των 26,76 ευρώ για πενθήμερη εργασία (από Δευτέρα έως Παρασκευή) και από την 14:00 ώρα έως την 22:15 ώρα καθημερινά, με διάλειμμα από την 15:00 ώρα έως την 15:15 ώρα και μηνιαία στο ποσό των 588,72 ευρώ (26,76 ευρώ Χ 22 ημέρες). Με την αγωγή του ζήτησε το ίδιο ποσό για εργασία 12 ωρών, χωρίς παράλληλα να ζητήσει την επιπλέον νόμιμη αμοιβή του για την υπερωρία και υπερεργασία που πραγματοποιούσε, ούτε για την καθημερινή νυκτερινή εργασία του, γεγονός που είναι τελείως ασύνηθες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι ο εναγόμενος την 29/7/2016 προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας υποβάλλοντας αίτημα για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς επικαλούμενος, ότι μεταξύ αυτού και της εναγόμενης καταρτίστηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι η τελευταία την κατάγγειλε χωρίς να του έχει καταβάλει τα αιτούμενα με την αγωγή του κονδύλια. Κατά τη συζήτηση της προσφυγής, την 6/10/2016, η εναγόμενη δήλωσε, ότι υπάρχει έγγραφο που αποδεικνύει την πρόσληψη του ενάγοντος, ότι δέχεται την εξαρτημένη εργασία και ότι δεν έχει χρήματα για να εξοφλήσει τον προσφεύγοντα. Στη δήλωση αυτή κυρίως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εναγόμενη προέβη στην ασφάλισή του στο Ι.Κ.Α. και στην αναγγελία της πρόσληψης του ως μισθωτό, ο ενάγων στήριξε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής του, επικαλούμενος, ότι από τη δήλωση αυτή αποδεικνύεται πλήρως η ιστορική βάση της αγωγής του και οι αξιώσεις του έναντι της εναγόμενης. Όμως, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, η ασφάλιση του ενάγοντος στο Ι.Κ.Α. και η αναγγελία της πρόσληψής του στον Ο.Α.Ε.Δ. ήταν υποχρεωτική για την εναγόμενη, ανεξάρτητα από τον τύπο της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Πέραν τούτου, η ανωτέρω δήλωση της εναγόμενης, η οποία, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η εναγόμενη είχε πρόθεση να αποδεχθεί την όποια ευθύνη της, μόνο ως εξώδικη ομολογία μπορεί να εκληφθεί εκτιμώμενη ελεύθερα από το Δικαστήριο (άρθρο 352 παρ. 2 του ΚΠολΔ), δεν κρίνεται τόσο ισχυρή ώστε να ανατρέψει τα ανωτέρω κριθέντα και κυρίως τη χωρίς νομική και λογική βάση παράλειψη του ενάγοντος να αξιώσει επί είκοσι ένα μήνες τα νόμιμα εργασιακά του δικαιώματα. Ακριβώς από την παράλειψη αυτή το Δικαστήριο άγεται στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν ήταν μισθωτός της εναγόμενης, αλλά οδηγούσε το ταξί τη συγκεκριμένη βάρδια ως εκμεταλλευτής αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων εργάστηκε στην εναγόμενη ως οδηγός ταξί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η τελευταία του οφείλει δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από την 22/10/2014 έως την 29/7/2016 και τις αποδοχές άδειας και τα επιδόματα άδειας και εορτών των ετών 2014, 2015 και 2016, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τα ανωτέρω και όχι ότι ο ενάγων έκανε χρήση του ταξί δυνάμει σύμβασης προσοδοφόρου αντικειμένου, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, παρέλκει δε η εξέταση και των λοιπών λόγων της έφεσης.

Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση αυτή (άρθρο 522 του ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον εφεσίβλητο, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση ερήμην του εφεσίβλητου.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3148/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 23/1/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2017 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσία τα οποία ορίζει το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 28 Νοεμβρίου 2019.

   Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο Πρόεδρος

του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως

Του Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών