Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 687/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν .

Δικαίωμα εναγόμενου να ζητήσει την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του για τις κατατεθείσες από αυτόν προτάσεις προς αντίκρουση της αγωγής του ενάγοντος σε περίπτωση που ο τελευταίος παραιτηθεί από το δικόγραφο αυτής.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    687 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 3687/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου, όπως η ένδικη), έχει  ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513,516 παρ.1, 591 παρ.1  ΚΠολΔ). και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 19-7-2017 (βλ. σχετική σημείωση στο σώμα αντιγράφου αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας Πειραιώς ………….) και η ένδικη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 1η -9-2017, όπως προκύπτει από την, αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, έκθεση κατάθεσης, δεδομένου ότι το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στην ως άνω προθεσμία  (άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α, παράβολο της έφεσης, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 294 εδ. α`, 299 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής πριν από τη συζήτησή της, που γίνεται είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και η σχετική δίκη καταργείται. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 188 παρ. 1, 189 παρ. 1εδ. γ`, 191 και 192 του Κ.Πολ.Δ και 107 του Κωδ. Δικηγόρων συνάγεται ότι στην περίπτωση παραίτησης από της αγωγής, ως διαδικαστικής πράξης, που γίνεται από τον ενάγοντα με επίδοση δικογράφου στον εναγόμενο, γεννάται υπέρ του τελευταίου αξίωση κατά του παραιτούμενου ενάγοντος που εξομοιώνεται σε διάδικο που ηττάται, για απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων, στα οποία αυτός υποβλήθηκε μέχρι το χρόνο παραίτησης και στα οποία περιλαμβάνεται και η κατά την ισχύουσα διατίμηση αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων προς απόκρουση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας ο ενάγων παραιτήθηκε, εφόσον έως τότε είχε ολοκληρωθεί η σχετική ενέργεια, που αφορά η αμοιβή αυτή. Η εκκαθάριση των εν λόγω εξόδων γίνεται, κατά τη διαδικασία των αμοιβών για την παροχή εργασίας (άρθρ. 681 επ. του Κ.Πολ.Δ), από το Μονομελές Πρωτοδικείο ή το Ειρηνοδικείο, αν η δίκη διεξαγόταν σε αυτό. Η αξίωση αυτή του εναγόμενου έχει γενεσιουργό αιτία την παραίτηση του ενάγοντος από την οποία γεννάται αντίστοιχη υποχρέωση προς ικανοποίησή της. Τα δικαστικά έξοδα υπό την προδιαληφθείσα έννοια, σε πληρωμή των οποίων καταδικάζεται ο εξομοιούμενος με ηττώμενο διάδικο παραιτηθείς από την αγωγή ενάγων, ανήκουν στον εναγόμενο και όχι στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, του οποίου την αμοιβή οφείλει αυτός εξ ιδίων να καταβάλει, βάσει της μεταξύ τους υφιστάμενης σχέσης εντολής. Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εναχθείς ζητεί την επιδίκαση κατά τα άνω των δικαστικών εξόδων του, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων, δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ότι καταβλήθηκε στον τελευταίο η νόμιμη αμοιβή του, της οποίας επιδιώκεται η καταψήφιση (ΑΠ 2062/2013, ΑΠ 648/2009, ΑΠ 539/2008, Εφ.Θεσ.2000/2017, Εφ.Αθ. 5403/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 Α.Κ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/1995, Ολ.ΑΠ. 62/1990, ΑΠ 1321/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 648/2009, ο.π). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 62/1990, ο.π, ΑΠ 1321/2014, ο.π, ΑΠ 321/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση το ενάγον – ήδη  εφεσίβλητο, εξέθετε στην ως άνω, από 2-11-2016 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …../2016, αγωγή του, ότι στις 29-12-2014 ο εναγόμενος κατέθεσε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 22-12-2014 πλαγιαστική αγωγή στρεφόμενη κατ΄ αυτού, που του επιδόθηκε στις 30-12-2014 και για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 5η-10-2016.  Ότι, με την ως άνω αγωγή, ο εναγόμενος – τότε ενάγων, ζητούσε από το ενάγον – τότε εναγόμενο να καταβάλει σε αυτόν, άλλως στην εταιρία με την επωνυμία «……………», νομιμοτόκως, το ποσό των 783.933,12 ευρώ, ως ασφαλιστική αποζημίωση (ασφάλισμα), με βάση την ασφαλιστική σύμβαση αστικής επαγγελματικής ευθύνης που καταρτίστηκε μεταξύ της οφειλέτριάς του ως άνω ασφαλιστικής διαμεσολαβήτριας εταιρίας και του εναγόμενου συνδικάτου – νυν ενάγοντος. Ότι, κατά την παραπάνω ορισθείσα δικάσιμο για τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής (5-10-2016) και πριν την έναρξη αυτής, ο ενάγων – νυν εναγόμενος παραιτήθηκε από το δικόγραφό της, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης. Ότι, το εναγόμενο – νυν ενάγον είχε καταθέσει ήδη προτάσεις προς αντίκρουσή της αγωγής αυτής είκοσι ημέρες πριν την προσδιορισθείσα δικάσιμο της 5ης-10-2016, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, κατά την οποία, όμως, (δικάσιμο), σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, η συζήτηση της αγωγής δεν διεξήχθη, λόγω της παραίτησης από το δικόγραφο αυτής, στην οποία προέβη ο εναγόμενος. Ότι, ο τελευταίος οφείλει με βάση το νόμο να του καταβάλει την, οριζόμενη από τον Κώδικα Δικηγόρων, αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη και κατάθεση των ως άνω προτάσεων, ποσού 13.595 ευρώ, καθώς και 497,12 ευρώ για έξοδα παράστασης, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%, κρατήσεων υπέρ τρίτων και ΤΑΧΔΙΚ. Ζητούσε δε ακολούθως το ενάγον, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να του καταβάλει τα παραπάνω ποσά και συνολικά το ποσό των 14.092,12 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να επιβληθεί εις βάρος του (εναγόμενου) η δικαστική του δαπάνη.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3270/2017) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ορθώς έκρινε την αγωγή ορισμένη παρά τον, περί του αντιθέτου, ισχυρισμό του εναγόμενου, τον οποίο επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο για τη στοιχειοθέτησή της περιστατικά. Ειδικότερα, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο αυτής, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών, η ρητή αναφορά της συμφωνίας περί εντολής του αντιδίκου του προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο, που συνέταξε τις επίμαχες προτάσεις, αφού κάτι τέτοιο σαφώς συνάγεται, δεδομένου ότι τις υπογράφει ο τελευταίος, αλλά ούτε και το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής κι αν αυτή καταβλήθηκε, καθώς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, τα δικαστικά έξοδα, σε πληρωμή των οποίων καταδικάζεται ο εξομοιούμενος με ηττώμενο διάδικο παραιτηθείς από την αγωγή ενάγων (νυν εναγόμενος), ανήκουν στον εναγόμενο (νυν ενάγον) και όχι στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, του οποίου την αμοιβή οφείλει αυτός εξ ιδίων να καταβάλει, βάσει της μεταξύ τους υφιστάμενης σχέσης εντολής. Οπότε δεν χρειάζεται, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ο εναχθείς ζητεί την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων του, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του για τη σύνταξη προτάσεων, να αναγράφεται σε αυτήν ότι καταβλήθηκε στον τελευταίο η νόμιμη αμοιβή του, της οποίας επιδιώκεται η καταψήφιση.

Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε νόμιμη την αγωγή και την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να καταβάλει στο ενάγον, το ποσό των 14.048,12 ευρώ, με το νόμιμο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγομένος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος, και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή του αντιδίκου του.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Με την με υπ΄αρ. 1598/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία – Τμήμα εμπορικού δικαίου), που εκδόθηκε επί της από 4-1-2010 και με Γ.Α.Κ/Α.Κ.Δ ………../2010, αγωγής του ……….. (νυν εναγόμενου- εκκαλούντος), η  εναγόμενη στην ως άνω αγωγή διαμεσολαβήτρια ασφαλιστική εταιρία «………..» (……….), υποχρεώθηκε να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο, το ποσό των 450.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη από την δόλια παραπλάνησή του εκ μέρους της συνεργάτιδας και προστηθείσας απ’ αυτήν υπαλλήλου της, ……….. σχετικά με την καταβολή των ασφαλίστρων και τη συνακόλουθη μη νόμιμη ασφάλισή του στην ασφαλιστική εταιρία «………….», ενώ  με την ίδια απόφαση, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, μετά την επικύρωσή της από την υπ΄αρ. 4995/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (14ο τμήμα) αλλά και την υπ΄αρ. 866/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 201.700 ευρώ, με το νόμιμο, επίσης, τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και ειδικότερα το ποσό των 171.700 ευρώ για την ίδια ως άνω αιτία (αποζημίωση για περιουσιακή ζημία του) και το ποσό των 30.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της ανωτέρω υπαλλήλου. Ο νυν εναγόμενος επέδωσε στην ως άνω οφειλέτριά του,  την από 12-11-2014 επιταγή προς πληρωμή, συνολικού ποσού 497.752,45 ευρώ, που έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω υπ’ αρ. 1598/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφορά το υπόλοιπο του κεφαλαίου, το οποίο υποχρεώθηκε να του καταβάλει με την παραπάνω απόφαση (μετά την αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος ποσού των 120.000 ευρώ, ως προς το οποίο είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή), αλλά αυτή, δεν προέβη σε καμία καταβολή, επικαλούμενη οικονομική αδυναμία. Στη συνέχεια, ενόψει ότι η εν λόγω οφειλέτριά του διαμεσολαβήτρια ασφαλιστική εταιρία (…………….), η οποία είχε συνάψει (όπως ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 4 Π.Δ. 190/2006,  προκειμένου να εγγραφεί στο οικείο μητρώο), με το ενάγον, σύμβαση ασφάλισης της επαγγελματικής αστικής της ευθύνης της, ποσού τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ για κάθε απαίτηση και συνολικά 1.500.000 ευρώ κατ’ έτος για όλες τις απαιτήσεις, που ήταν ενεργή κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αδράνησε να ασκήσει τα δικαιώματά της από τη σύμβαση αυτή, ο νυν εναγόμενος, ασκώντας, κατ΄άρθρο 72 ΚΠολΔ, ως δανειστής πλαγιαστικά τα δικαιώματα της οφειλέτριάς του, κατέθεσε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 22-12-2014 με Γ.Α.Κ./ΑΚ.Δ …………/29-12-2014, αγωγή του εναντίον του νυν ενάγοντος συνδικάτου, η οποία επιδόθηκε σε αυτό στις 30-12-2014 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……….., επί του αντιγράφου της ως άνω αγωγής). Κατά την ορισθείσα, όμως, δικάσιμο για τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής ήτοι στις 5-10-2016, ο τότε ενάγων και νυν εναγόμενος, παραιτήθηκε από το δικόγραφό της, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του ανωτέρω δικαστηρίου, καθώς η οφειλέτριά του εταιρία είχε ασκήσει κατά: α) της «………» και β) του νυν ενάγοντος συνδικάτου την από 20-9-2014 με Γ.Α.Κ/Α.Κ.Δ ………./8-12-2014 αγωγή  και την από 17-7-2015 με Γ.Α.Κ/Α.Κ.Δ ………./17-7-2015 επιβοηθητική αγωγή, οι οποίες είχαν προσδιορισθεί να συζητηθούν, ενώπιον, επίσης, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) κατά την ίδια ως άνω δικάσιμο της 5ης-10-2016, οπότε και πράγματι συζητήθηκαν. Ο εναγόμενος παρενέβη στις ανοιγείσες με τις ανωτέρω αγωγές δίκες υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία «…………» (……..) και κατά της «……..» και του Συνδικάτου Ασφαλιστών …. με την επωνυμία «………» (ήδη ενάγοντος), ασκώντας τις από 1-9-2016, με Γ.Α.Κ/Α.Κ.Δ ……../2-9-2016 και ……../2-9-2016 πρόσθετες παρεμβάσεις του, αντίστοιχα, οι οποίες και αυτές συζητήθηκαν ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου κατά την παραπάνω δικάσιμο. Συγκεκριμένα, κατά τη δικάσιμο αυτή (5-10-2016) ο εναγόμενος ……… (τότε ενάγων) παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του ………, η οποία, πριν τη συζήτηση της προαναφερθείσας από 22-12-2014 με Γ.Α.Κ/Α.Κ.Δ ………./2014 πλαγιαστικής αγωγής του, με προφορική δήλωσή της, η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του ως άνω δικαστηρίου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής αυτής, δήλωση, στην οποία δεν εναντιώθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του νυν ενάγοντος (τότε εναγόμενου) ………… Προς αντίκρουση δε της εν λόγω αγωγής, για την οποία έγινε η παραίτηση, το εναγόμενο σε αυτήν και νυν ενάγον, είχε καταθέσει νομότυπα και εμπρόθεσμα στις από 5-9-2016, προτάσεις, το δικόγραφο των οποίων υπέγραφε ο ως άνω παραστάς δικηγόρος (………….), καθώς και το υπ’ αρ. ……./13-09-2016 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ. Αθηνών, που μνημονεύεται στη σελ.29 των προτάσεων αυτών. Εκδόθηκε δε σχετικά, το υπ’ αρ. 582/2016 πρακτικό του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει του οποίου θεωρήθηκε καταργημένη η ανοιγείσα, με την προαναφερόμενη αγωγή, δίκη.

Με βάση, επομένως, τα ανωτέρω και όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το ενάγον – τότε εναγόμενο δικαιούται να ζητήσει την καταβολή εκ μέρους του εναγόμενου – τότε ενάγοντος της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου του για τη σύνταξη των παραπάνω προτάσεων προς απόκρουση της αγωγής, από του δικογράφου της οποίας επήλθε παραίτηση. Το γεγονός που επικαλείται ο εναγόμενος, ότι δηλ. έχει επαναφέρει ήδη την αγωγή του κατά του ενάγοντος, από το δικόγραφο της οποίας είχε παραιτηθεί, και συγκεκριμένα έχει ασκήσει την από 3-4-2017 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ ……./2017) αγωγή, µε όμοιο περιεχόμενο με την επίμαχη αγωγή, την οποία (νέα αγωγή) επέδωσε στο εναγόµενο στις 5-4-2017 (όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ……/5-04-2017 έκθεση επίδοσης δικαστικού επιµελητή του Εφετείου Πειραιώς ………..), δεν εμποδίζει, σύµφωνα και µε όσα εκτέθηκαν στη µείζονα σκέψη της παρούσας, το νυν ενάγον να αξιώσει την αμοιβή του δικηγόρου του για τη σύνταξη των προαναφερθεισών προτάσεων προς απόκρουση της πρώτης αγωγής επί της οποίας χώρησε παραίτηση, ακόμη κι αν οι προτάσεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την απόκρουση της δεύτερης αγωγής.

Περαιτέρω, η ως άνω δικηγορική αμοιβή ανέρχεται, κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα περί Δικηγόρων (άρθρο 68 παρ.1 σε συνδ. µε άρθρο 63 Ν. 4194/2013) και, σύμφωνα με το αντικείμενο της εν λόγω αγωγής, στο ποσό των 13.595 ευρώ [783.933,12 ευρώ: αιτούµενο με την αγωγή ποσό κεφαλαίου + 100.632,60 ευρώ: τόκοι από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (31-12-2014) έως 5-10-2016 (ημερομηνία που έλαβε χώρα η παραίτηση) = 884.565,72 ευρώ, ήτοι 200.000 € Χ 2% = 4.000 € + 550.000 € Χ 1,5% = 8.250 € + 134.565 € Χ 1% = 1.345 € = 13.595 ευρώ]. Εκτός δε της δικηγορικής αµοιβής, είναι αποδοτέα στο ενάγον και τα έξοδα παράστασης του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ποσού 363 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24 % ποσού 87,12 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 450,12 ευρώ. (βλ. σχετικά ως άνω υπ’ αρ. ……../13-09-2016 γραµµάτιο). Στο παραπάνω ποσό συµπεριλαµβάνεται και το ποσό των 44 ευρώ που αιτείται ξεχωριστά το ενάγον για κρατήσεις υπέρ τρίτων, αφού, σύµφωνα µε το άρθρο 61 παρ.1 Ν. 4194/2013 (Δικηγορικού Κώδικα), «ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθηµάτων ή µέσων και για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συµβουλίων υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και µόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτηµα ΙΙΙ, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τοµέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταµείου Ανεξάρτητα Απασχολουµένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τοµέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταµείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασµούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεµητικό Λογαριασµό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/2001 (Α’ 109), όπου ισχύει», ενώ, σύµφωνα µε το Παράρτηµα ΙΙΙ του Ν. 4194/2013 η αµοιβή δικηγόρου για παράσταση ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου, το οποίο δικάζει κατά την τακτική διαδικασία για διαφορές αποτιµητές σε χρήµα ποσού από 350.001 έως 800.000 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των 363 ευρώ. Οπότε,  δεν θα επιδικαστεί ξεχωριστά το ποσό των 44 ευρώ. Επιπλέον, το ενάγον δικαιούται το ποσό των 3 ευρώ που κατέβαλε για ένσηµα για την κατάθεση των προτάσεών του (ΤΑΧΔΙΚ). Συνεπώς, δικαιούται το συνολικό ποσό των 14.048,12 ευρώ, το οποίο οφείλει να του καταβάλει ο εναγόμενος με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, ότι η ενάγουσα προέβη καταχρηστικά στην άσκηση του ένδικου δικαιώματός της, παραπονούμενος ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την προβληθείσα και πρωτοδίκως σχετική ένστασή του. Όμως, κι αυτός ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος σύμφωνα με όσα θα αναφερθούν παρακάτω. Ειδικότερα, όπως ορθά επισημαίνεται και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι, επειδή ανατέθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, (ο οποίος συνέταξε τις προτάσεις αυτού προς αντίκρουση της αγωγής του εναγόμενου από την οποία παραιτήθηκε κατά τα προαναφερθέντα), η σύνταξη προτάσεων επί πέντε υποθέσεων, συμφωνήθηκε μικρότερη από την προβλεπόμενη από τον κώδικα δικηγόρων αμοιβή, έστω κι αν μια τέτοια συμφωνία είναι καταρχήν νόμιμη, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος – εκκαλών με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής του. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το ενάγον δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει τιμολόγιο από το οποίο να προκύπτει ότι πράγματι  κατέβαλε την αμοιβή  του εν λόγω πληρεξούσιου δικηγόρου για την σύνταξη των επίμαχων προτάσεων, δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματός του να αναζητήσει την αμοιβή αυτή, που σε κάθε περίπτωση οφείλει στον δικηγόρο, καταχρηστική, αντίθετα με τα όσα αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών στο δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου της έφεσης, αφού όπως αναφέρθηκε εκτενώς και παραπάνω, δεν χρειάζεται η επίκληση ούτε η απόδειξη της καταβολής της αμοιβής. Εξάλλου, ο εναγόμενος – εκκαλών, επιχειρεί, με το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης, να στηρίξει την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς της ενάγουσας στο γεγονός ότι η υπ΄αρ. 1213/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (με την οποία συνεκδικάστηκαν οι, συζητηθείσες κατά την ίδια δικάσιμο, δύο αγωγές της ανωτέρω διαμεσολαβήτριας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας «…… ..» κατά της αντιδίκου του  και οι δύο δικές του πρόσθετες παρεμβάσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν κατά τα προεκτεθέντα), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του – νυν ενάγοντος, α) ποσού 22.000 ευρώ, εις βάρος της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας, και β) ποσού 1.600 ευρώ, εις βάρος του, ως προσθέτως παρεμβαίνοντος. Η επιδίκαση, όμως, εξόδων στις παραπάνω αγωγές και πρόσθετες παρεμβάσεις, που δικάστηκαν κι απορρίφθηκαν, δεν επηρεάζει το δικαίωμα του ενάγοντος να ζητήσει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, μέχρι το σημείο που ο εναγόμενος παραιτήθηκε της επίμαχης, διαφορετικής από τις αγωγές αυτές και πρόσθετες παρεμβάσεις, αγωγής του. Ακόμη, ούτε το ότι η ασκηθείσα αγωγή του από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, δεν ήταν προφανώς αστήρικτη, αλλά υπήρχε νόμιμη περίπτωση για την άσκησή της και εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης, καθιστά καταχρηστική την ενέργεια της ενάγοντος, καθώς ο νόμος δεν θέτει ως προϋπόθεση, για την αναζήτηση των εξόδων, τη βασιμότητα ή μη της αγωγής, από την οποία έγινε η παραίτηση. Γενικά δε, το ενάγον δεν αδράνησε επί μακρόν να ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του, ούτε δημιούργησε στον εναγόμενο, με τη συμπεριφορά του, την εύλογη εντύπωση ότι δεν θα το ασκήσει, έτσι ώστε να στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν σχετικά στη μείζονα σκέψη.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε   (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 3687/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών .

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Συμψηφίζει, συνολικά, μεταξύ των διαδίκων, τη δικαστική δαπάνη για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

        

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις …. 19 Νοεμβρίου  2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

  Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         H  ΓPAMMATEAΣ