Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 698/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   698/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5287/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 520, 652 – όπως τότε ίσχυε – του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε την 21/11/2013 (υπ’ αριθμ. …./21.11.2013 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών …….), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 5/12/2013 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς ……./2013 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και ……./2013 (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 5/12/2013 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Το ενάγον, ήδη εφεσίβλητο, στην από 19/11/2012 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι με το από 20/12/2007 μισθωτήριο μίσθωσε στον εναγόμενο, ήδη εκκαλούντα, το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο, που βρίσκεται στον Πειραιά, στην οδό ………., προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως καφετέρια, μπαρ, κ.λ.π., ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε δωδεκαετής από την 1/1/2008 έως την 31/12/2019, το δε μίσθωμα αρχικά στο ποσό των 6.000 ευρώ, το οποίο στα επόμενα έτη αυξήθηκε στο ποσό των 7.000 ευρώ, μειώθηκε στο ποσό των 4.000 ευρώ και τελικά ορίστηκε στο ποσό των 6.000 ευρώ κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή, πλέον του τέλους χαρτοσήμου, ότι επιπλέον συμφωνήθηκε η καταβολή εγγύησης 12.000 ευρώ ως ποινική ρήτρα για την τήρηση των όρων της σύμβασης, την οποία ο εναγόμενος κατέβαλε, με τη συμφωνία για ετήσια αναπροσαρμογή της ώστε να είναι ίση με το ποσό δυο τρεχόντων μισθωμάτων και ότι ο εναγόμενος, αν και έκανε ακώλυτη χρήση του μισθίου, από δυστροπία του δεν του έχει καταβάλει τα μισθώματα των μηνών από το Φεβρουάριο του έτους 2012 έως και το Νοέμβριο του έτους 2012, συνολικού ποσού 45.000 ευρώ, τα μισθώματα των μηνών από την άσκηση της αγωγής έως τη συζήτησή της, δηλ. το ποσό των 12.000 ευρώ, το τέλος χαρτοσήμου 3,6% ποσού 2.052 ευρώ και το ποσό των 2.000 ευρώ ως συμπληρωματική εγγύηση για το έτος 2011, οπότε το μηνιαίο μίσθωμα ανήλθε στο ποσό των 7.000 ευρώ. Ζητούσε να διαταχθεί η απόδοση τη χρήσης του μισθίου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 61.052 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη που κάθε επί μέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι κατέπεσε η πιο πάνω εγγύηση ως ποινική ρήτρα και να καταδικαστεί στην εν γένει δικαστική του δαπάνη, ενώ με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, παραιτήθηκε του αιτήματος της απόδοσης της χρήσης του μισθίου και περιόρισε το αιτούμενο ποσό κατά το ποσό των 8.288 ευρώ που αντιστοιχεί στα μισθώματα και στο τέλος χαρτοσήμου των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2013. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 50.764 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει αυτή δεκτή, ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 574 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις κατ’ άρθρο 44 του π.δ. 34/1995, με τη σύμβαση μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 340, 341, 342 και 596 του ΑΚ προκύπτει, ότι η κύρια υποχρέωση του μισθωτή για την ομαλή λειτουργία της μισθωτικής σχέσης είναι η καταβολή του μισθώματος κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσης αυτού, διαφορετικά ο μισθωτής γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ορισμένης ημέρας και χωρίς όχληση, η δε υπαιτιότητά του που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας τεκμαίρεται με μόνο την παρέλευση του χρόνου καταβολής. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 597 του ΑΚ, που επίσης εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις, προκύπτει, ότι αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει και με αγωγή πριν από ένα μήνα τη μίσθωση, της οποίας η διάρκεια συμφωνήθηκε για ένα και πλέον έτος. Ο μισθωτής προκειμένου να αντιμετωπίσει την ως άνω αγωγή μπορεί να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην καταβολή των μισθωμάτων κατά τον συμφωνημένο χρόνο, η οποία, κατά τα προαναφερόμενα, τεκμαίρεται με την πάροδο τούτου, οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο ίδιος δεν έχει ευθύνη, οπότε δεν επέρχεται υπερημερία του, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 392 του ΑΚ. Τέτοιο γεγονός είναι κάθε εύλογη αιτία εξαιτίας της οποίας δικαιολογείται η καθυστέρηση στην καταβολή των μισθωμάτων, η οικονομική όμως δυσχέρεια του μισθωτή σε οποιοδήποτε λόγο και αν οφείλεται δεν αποτελεί εύλογη αιτία της μη καταβολής του μισθώματος και επομένως η επίκληση και απόδειξη αυτής δεν απαλλάσσει τον μισθωτή από τις συνέπειες της υπερημερίας (ΑΠ 850/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 892/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1080/2001 ΕλλΔνη 44, 477). Εξάλλου στις συβάσεις μίσθωσης πράγματος το χρηματικό ποσό, που δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή, κατά την έναρξη της μίσθωσης και αποκαλείται στις συναλλαγές «εγγύηση» (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία) διέπεται, ως προς τη λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, είναι δε δυνατό να δοθεί, για εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημίας, από μη εκπλήρωση της σύμβασης κ.λπ.), είτε, ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία.  Μετά τη λήξη της μίσθωσης η αξίωση για απόδοση της εγγύησης προβάλλεται νόμιμα προς συμψηφισμό, ακόμα και αν συμφωνήθηκε το αντίθετο, ιδίως όταν με την αγωγή του εκμισθωτή προβάλλονται αξιώσεις τόσο για τα μισθώματα (και την αποζημίωση χρήσης) όσο και για φθορές στο μίσθιο, οπότε και κατάγονται όλες οι ενδεχόμενες αξιώσεις από τη λήξη της μίσθωσης προς διάγνωση στο ίδιο Δικαστήριο (ΕφΘεσ 1065/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1217/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7663/2000 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7662/2000 ΕΔΠ 2002.86, ΕφΘεσ 2446/1999 Αρμ 2000, 379). Στην αγωγή ή ανταγωγή όμως με την οποία ζητείται η επιστροφή του ποσού της εγγυοδοσίας ή στην ένσταση συμψηφισμού, πρέπει να εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε αυτή καθώς και η αιτία, για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής της αλλιώς το σχετικό αίτημα είναι αόριστο (ΑΠ 236/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 624/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 182/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 174/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2428/2012 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 20/12/2007 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης το ενάγον ίδρυμα εκμίσθωσε στον εναγόμενο ένα ακίνητο, ευρισκόμενο στον Πειραιά, στην οδό ……………, που αποτελείται από υπόγειο, συνολικής επιφάνειας 74 τ.μ. περίπου, ισόγειο (υπερυψωμένο), εμβαδού 160 τ.μ. περίπου και Α΄ όροφο, εμβαδού 175 τ.μ. περίπου, προκειμένου ο τελευταίος να το χρησιμοποιήσει αποκλειστικά ως αναψυκτήριο, μπαρ, καφετέρια, ίντερνετ καφέ, ζαχαροπλαστείο, εστιατόριο και ψητοπωλείο. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε δωδεκαετής, από την 1/1/2008 έως την 31/12/2009, το δε μηναίο μίσθωμα, καταβαλλόμενο την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, ορίσθηκε για το χρονικό διάστηκα από την 1/1/2008 έως την 31/12/2009 στο ποσό των 6.000 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2010 έως την 31/12/2010 στο ποσό των 7.000 ευρώ και έκτοτε αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό ίσο με τον επίσημο τιμάριθμο συν δύο μονάδες, πλέον του τέλους χαρτοσήμου 3,6%. Στον όρο 23 της εν λόγω σύμβασης συμφωνήθηκε επίσης η καταβολή ως ποινικής ρήτρας εκ μέρους του εναγόμενου εγγύησης ποσού 12.000 ευρώ. Ο εναγόμενος παρέλαβε το μίσθιο και αν και έκτοτε έκανε διαρκή και ανενόχλητη χρήση του, από δυστροπία δεν κατέβαλλε στο ενάγον εν μέρει το μίσθωμα του μηνός Μαΐου 2011 και στο σύνολο τους τα μισθώματα των μηνών από τον Ιούνιο του έτους 2011 έως και τον Μάιο του έτους 2012. Για το λόγο αυτό την 15/5/2012, οπότε η οφειλή του εναγόμενου είχε ανέλθει στο ποσό των 85.950 ευρώ, οι διάδικοι κατάρτισαν νέο συμφωνητικό, με το οποίο συμφώνησαν τη μείωση του μηναίου μισθώματος στο ποσό των 4.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την 1/5/2012 έως την 30/4/2014, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6%, την αύξησή του για το χρονικό διάστημα από την 1/5/2014 έως την 30/4/2016 στο ποσό των 6.000 ευρώ και έκτοτε την ετήσια τιμαριθμική αύξησή του πλέον 2 μονάδων. Ο εναγόμενος όμως εξακολούθησε να μην ήταν συνεπής στην καταβολή του μηναίου μισθώματος, με συνέπεια έως την 31/12/2012, οπότε παρέδωσε στον εναγόμενο τη χρήση του μισθίου δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../27.11.2012 πράξης λύσης μίσθωσης ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., να εξακολουθεί να οφείλει τα μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2012, συνολικού ποσού 49.000 ευρώ (3 μήνες Χ 7.000 ευρώ + 7 μήνες Χ 4.000 ευρώ), πλέον του τέλους χαρτοσήμου 3,6% ποσού 1.764 ευρώ και συνολικά το ποσό των 50.764 ευρώ. Ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι η μη καταβολή των ως άνω μισθωμάτων δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του και συνεπώς σε δυστροπία του, αλλά στη μείωση της πελατείας της επιχείρησής του λόγω της οικονομικής κρίσης και του περιορισμού των εισοδημάτων του συνεπεία αυτής, δηλαδή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος και δεν άγει σε άρση της ευθύνης του, διότι, όπως στη μείζονα σκέψη εκτέθηκε, εύλογη αιτία μην καταβολής των μισθωμάτων που αποκλείει την υπαιτιότητα και συνεπώς την υπερημερία, δεν συνιστά η οικονομική αδυναμία ή η πρόσκαιρη έστω δυσχέρεια του μισθωτή για την καταβολή του μισθώματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος – εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του περί της αντικειμενικής αδυναμίας του καταβολής των μισθωμάτων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρίσθηκε, ότι αβάσιμα το ενάγον ζήτησε με την αγωγή του την κατάπτωση υπέρ του της καταβληθείσας ως ποινικής ρήτρας εγγύησης ποσού 12.000 ευρώ, η συμφωνία για την οποία σε κάθε περίπτωση είναι άκυρη, καθώς υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, διότι αυτή δεν πρέπει να καταπέσει, αλλά να συμψηφιστεί με την πιο πάνω οφειλή του, αφού η απόδοση του μισθίου έγινε εκούσια και όχι αναγκαστικά. Η ένσταση αυτή συμψηφισμού, την οποία ο εναγόμενος νόμιμα πρόβαλε, παρά την αντίθετη συμφωνία των διαδίκων στο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, τόσο κατά το σκέλος που θεωρεί άκυρη τη σχετική συμφωνία ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και επομένως ότι αχρεωστήτως καταβλήθηκε, διότι δεν επικαλείται καν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβαλλόμενοι κατέληξαν στη συμφωνία καθορισμού της εγγύησης, η οποία είναι απολύτως συνήθης σε όλες τις μισθωτικές συμβάσεις, ούτε αν το ύψος της βρίσκεται σε φανερή δυσαναλογία προς το σκοπό που εξυπηρετεί η καταβολή της, όσο διότι στην ένστασή του δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα το λόγο, για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε και την αιτία, για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής σε αυτόν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε τη σχετική ένσταση ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε κατά αποτέλεσμα και πρέπει, εφόσον δεν χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος, να αντικατασταθεί η αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτήν της παρούσας, να απορριφθεί η σχετική ένσταση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 298/2010 ΝοΒ 2010, 1749) και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – εναγόμενος παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ως άνω ένστασή του, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι σύμφωνα με τον όρο 23 του ιδιωτικού συμφωνητικού η πιο πάνω μνημονευόμενη καταβληθείσα εγγύηση ήταν ισόποση με το ποσό δυο μισθωμάτων κατά το χρόνο έναρξης της σύμβασης (6.000 ευρώ Χ 2 μήνες), σύμφωνα δε με τον υπ’ αριθμ. 24 όρο «η αύξηση του μισθώματος θα συνεπάγεται και την ανάλογη αύξηση της εγγύησης». Όπως ανωτέρω εκτέθηκε το αρχικό μίσθωμα ποσού 6.000 ευρώ αυξήθηκε από την 1/1/2010 έως την 30/6/2010 στο ποσό των 7.000 ευρώ, μειώθηκε, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, για το χρονικό διάστημα από την 1/7/2010 έως την 30/6/2011 στο ποσό των 6.000 ευρώ, αυξήθηκε εκ νέου για το χρονικό διάστημα από την 1/7/2011 έως την 30/4/2012 στο ποσό των 7.000 ευρώ και από την 1/5/2012 μειώθηκε στο ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο ήταν το ισχύον κατά το χρόνο λύσης της μίσθωσης. Ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στο ενάγον τη συμπληρωματική εγγύηση ποσού 2.000 ευρώ για το έτος 2011 λόγω της αύξησης του μισθώματος (7.000 Χ 2 = 14.000 – 12.000) την καταβολή του οποίου το ενάγον ζήτησε με την ένδικη αγωγή του. Αμυνόμενος στο αίτημα αυτό ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι δεν υποχρεούται να καταβάλει το πιο πάνω ποσό, αφενός μεν διότι ήδη η μίσθωση λύθηκε και παραδόθηκε η χρήση του μισθίου και αφετέρου διότι κατά το χρόνο λύσης το μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 4.000 ευρώ. Εν όψει των ισχυρισμών αυτών το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 του ΑΚ που λόγω του χαρακτήρα της διάταξης ως δημοσίου δικαίου λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη και παρέχει στο Δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης προκειμένου η παροχή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο εκπλήρωσης, κρίνει αναγκαία τη διατήρηση της εγγύησης στο ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο σε κάθε περίπτωση υπερέβαινε το ισόποσο δυο τρεχόντων μισθωμάτων κατά το χρόνο λύσης της μίσθωσης και επομένως η εμμονή του ενάγοντος στην καταβολή της συμπληρωματικής εγγύησης ποσού 2.000 ευρώ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης και να απορριφθεί το σχετικό αγωγικό αίτημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι ο εναγόμενος πρέπει να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 2.000 ευρώ ως συμπληρωματική εγγύηση, έσφαλε και πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.

Πρέπει επομένως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για εξέταση, η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΘεσ 1469/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 7/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 108/2018 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447), μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση αυτή (άρθρο 522 του ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι κατέπεσε σε βάρος του εναγόμενου η καταβληθείσα εγγύηση ποσού 12.000 ευρώ ως ποινική ρήτρα και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των 50.764 εύρω με το νόμιμο τόκο από τη δεύτερη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγόμενου λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα – εναγόμενο του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 200 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 5287/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 19/11/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2012 αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ότι πρέπει να απορριφθεί.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΩΡΙΖΕΙ ότι έχει καταπέσει υπέρ του ενάγοντος – εκμισθωτή η εγγύηση ποσού δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ που καταβλήθηκε ως ποινική ρήτρα.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στο ενάγον το ποσό των πενήντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τεσσάρων (50.764) ευρώ με το νόμιμο τόκο από τη δεύτερη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και  για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 28 Νοεμβρίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως από την

Υπηρεσία, ο Πρόεδρος

του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως

Του Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών