Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 678/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 678/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————————————

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 4.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../4.10.2017 και ………/6.10.2017) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας της ασκηθείσας ενώπιον του τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 23.9.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./23.9.2016) αγωγής, και β) το από 15.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/15.5.2018) δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης της ιδίας εκκαλούσας, αμφότερα στρεφόμενα κατά της εκδοθείσας επί της ανωτέρω αγωγής υπ’αριθμ.3795/2017 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου,  με την οποία ως προς τον απολειπόμενο στον πρώτο βαθμό τρίτο εναγόμενο και ήδη τρίτο εφεσίβλητο, που επίσης είναι απών, κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής, ενώ ως προς τους λοιπούς εναγομένους, που παρέστησαν, απορρίφθηκε η αγωγή καθ’ολοκληρίαν εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη, αμφότερα τα οποία (προαναφερθέντα δικόγραφα) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 513 παρ.1 στοιχ.β΄εδαφ.α΄του ΚΠολΔ έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, δηλαδή δέχονται ή απορρίπτουν την αγωγή ή ανταγωγή ως αυτοτελή αίτηση παροχής έννομης προστασίας, απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία για την αιτίαση αυτή (βλ. Σ.Σαμουήλ, Η έφεση, Ε΄ έκδοση 2003, παρ.202, ΑΠ 240/2002 Α΄Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 954/1997 ΕλλΔνη 40.410). Συνεπώς η απόφαση που κηρύσσει ματαιωθείσα τη συζήτηση της αγωγής διότι κατά την εκφώνησή της δεν εμφανίστηκαν όλοι οι διάδικοι ή εμφανίστηκαν αλλά δεν μετείχαν κανονικά στη συζήτηση (αρ.260 Κ.Πολ.Δ) δεν είναι οριστική, γι’αυτό δεν υπόκειται σε έφεση και η ασκηθείσα απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 532 του ΚΠολΔ (ΕφΔωδ 89/2004 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 4.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./4.10.2017 και ………./6.10.2017) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, απευθυνόμενη κατά όλων των εναγομένων της πρωτοβάθμιας δίκης/αντιδίκων της, και στρεφόμενη σε βάρος της υπ’αριθμ. 3795/2017 απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία της ανωτέρω, καθώς και των πρώτου, δευτέρου, και τετάρτου έως και εβδόμου εναγομένων, κατά την τακτική δικαδικασία, επί της από 23.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/23.9.2016) αγωγής της, με την οποία αιτήθηκε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, μελών των εκάστοτε Διοικητικών Συμβουλίων της μη διαδίκου και οφειλέτριάς της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, το αναφερόμενο στο δικόγραφο χρηματικό ποσό, πλέον τόκων, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη εκ των επικαλουμένων παρανόμων και υπαιτίων πράξεων και παραλείψεών τους σε βάρος της, με βάση τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα, καθώς και τις διατάξεις των αδικοπραξιών, που απέληξαν στη μη ικανοποίηση, ει μη μόνον κατά ένα μικρό μέρος, τελεσιδίκως επδικασθείσας απαίτησής της κατά του ως άνω νομικού προσώπου διά της επιχειρηθείσας, με επίσπευσή της, διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στην περιουσία του. Με την ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής ως προς τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ήδη τότε αποβιώσας, του γεγονότος του θανάτου του μη γνωστοποιηθέντος νομότυπα από δικαιούμενο πρόσωπο κατά τη διάταξη του άρθρου 287 του ΚΠολΔ, και αναφορικά με τον οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας δήλωσε, διά των νομίμως κατατεθειμένων προτάσεών της, ότι η αγωγή δεν εισάγεται προς συζήτηση (ως αντίδικος του αποβιώσαντος η ενάγουσα δεν εδικαιούτο να προβεί σε γνωστοποίηση του θανάτου του, βλ. σχετ. ΑΠ 417/1992 ΕλλΔνη 1993.1337), όπερ κρίθηκε ως έχον την έννοια ότι η ενάγουσα δεν μετέχει στη συζήτηση ως προς το συγκεκριμένο διάδικο, και, συνεπώς ως προς αυτόν ότι δεν παρίσταται και είναι απούσα, ενόψει και της δικής του ερημοδικίας, ενώ ως προς τους λοιπούς εναγομένους, που παραστάθηκαν και εκπροσωπήθηκαν διά πληρεξουσίου δικηγόρου, η αγωγή απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης, με την οποία ως προς τον τρίτο εναγόμενο κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής δεν είναι οριστική, και, επομένως, δεν υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ενόψει τούτων, πρέπει η κρινόμενη έφεση, όσον αφορά τον ανωτέρω εφεσίβλητο, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, ν’απορριφθεί ως απαράδεκτη, λαμβανομένης υπόψη και της σχέσης απλής, και όχι αναγκαίας, ομοδικίας, που συνδέει τους πλείονες εφεσιβλήτους μεταξύ τους. Διάταξη περί καταδίκης της εκκαλούσας στη δικαστική δαπάνη του ανωτέρω διαδίκου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της, καθώς ως προς αυτόν η έφεσή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, δε θα περιληφθεί στο διατακτικό της απόφασης, εφόσον λόγω του θανάτου του, και, συνακόλουθα, της δικονομικής απουσίας του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό σχετικό αίτημα δεν υποβλήθηκε (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), ενώ για τον ίδιο λόγο δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό διάταξη περί ορισμού ως προς αυτόν παραβόλου άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε βάρος της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά όμως τους λοιπούς εφεσιβλήτους, οι οποίοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου παρέστησαν, εκπροσωπηθέντες από πληρεξούσιο δικηγόρο (την έκτη εξ αυτών), η έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 6.10.2017 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./6.10.2017), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, που έλαβε χώρα, με την επιμέλεια των εναγομένων, στις 7.9.2017, με θυροκόλληση στην έδρα της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα εταιρίας με την επωνυμία «………..», συντελεσθεισών στη συνέχεια και των λοιπών διατυπώσεων τοιαύτης επίδοσης, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 128 παρ.4 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/7.9.2017 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Περαιτέρω, η αυτή ως άνω εκκαλούσα άσκησε κατά της ιδίας απόφασης, και σε βάρος απάντων των αντιδίκων της στον πρώτο βαθμό/εναγομένων στην αγωγή της, πρόσθετο λόγο έφεσης με το 15.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./15.5.2018) αυτοτελές δικόγραφό της, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 15.5.2018, και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτω απ’ αυτό, κοινοποιήθηκε  στους εφεσιβλήτους (πλην του τρίτου) στις 16.5.2018, ήτοι πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (15.11.2018), κατά την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου η συζήτηση της έφεσης από την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 15ης.5.2018, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αντίστοιχα για τον καθέναν των εφεσιβλήτων υπ’αριθμ. ………../16.5.2018 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ……….., και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ ως προς άπαντες εξ αυτών, πλην του τρίτου εφεσίβλητου, ήδη αποβιώσαντος, ως προς τον οποίο, για το λόγο, που προεκτέθηκε, και το δικόγραφο αυτό του πρόσθετου λόγου απορριπτέο τυγχάνει ως απαράδεκτο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο του προσθέτου λόγου αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά ως προς όλους τους εφεσιβλήτους, πλην του τρίτου κατά τα προεκτεθέντα, και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των διαλαμβανομένων στο κάθε δικόγραφο λόγων (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.Η ενάγουσα με την από 23.9.2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./23.9.2016) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 12.4.2000 έως 23.8.2007 ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων Νήσων φορτηγού πλοίου με την ονομασία «Z.», καθώς και ότι οι εναγόμενοι κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα διετέλεσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, και επιπροσθέτως ο εξ αυτών πρώτος Πρόεδρος, ενώ ο δεύτερος Πρόεδρος, αλλά και Αντιπρόεδρος του συλλογικού αυτού οργάνου, αμφότεροι δε ότι χρημάτισαν και Διευθύνοντες Σύμβουλοι και νόμιμοι εκπρόσωποι, της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………». Ότι σε βάρος της ανωτέρω εταιρίας άσκησε την από 18.2.2009  αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζητώντας να της επιδικασθούν τα επίσης εκτιθέμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, που υπέστη, λόγω της υπαίτιας μη εκπλήρωσης από την τότε αντίδικό της των απορρεουσών από μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση έργου, με αντικείμενο την εκτέλεση από την τελευταία στο προαναφερθέν πλοίο ελασματουργικών εργασιών, υποχρεώσεών της. Ότι οι εναγόμενοι, υπό την ιδιότητα των διοικητών της ανωτέρω κεφαλαιουχικής εταιρίας/τότε αντιδίκου της, αφενός μεν παραβιάζοντας το καθήκον αληθείας, που υποχρεούνται να τηρούν οι διάδικοι κατά τη διεξαγωγή της δίκης, αμφισβήτησαν τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που περιέχονταν στην αγωγή της, καίτοι γνώριζαν ότι είναι αληθείς, και επιπροσθέτως, προς αντίκρουση της αγωγής αυτής, προέβαλαν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, εν γνώσει της αναληθείας τους, αφετέρου δε, κατά τρόπο αντιβαίνοντα στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, μεθόδευσαν την παρέλκυση της δίκης, υποβάλλοντας κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο προς εκδίκαση της υπόθεσης της 26ης.5.2009 αίτημα αναβολής της συζήτησης της αγωγής, το οποίο έγινε δεκτό από το δικαστήριο, ενεργήσαντες προφανώς κατά κατάχρηση της σχετικής δυνατότητας, που τους παρέχεται από την πολιτική δικονομία. Ότι στη συνέχεια, επίσης κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, και επιδιώκοντας την παρέλκυση της δίκης, ως μέλη της διοίκησης της ανωτέρω εταιρίας, αποφάσισαν την άσκηση από την τελευταία σε βάρος της εκδοθείσας επί της εν λόγω αγωγής πρωτοβάθμιας οριστικής υπ’αριθμ.974/2011 απόφασης, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, της από 5.10.2012 έφεσης, και του από 5.10.2012 δικογράφου προσθέτων λόγων έφεσης, αμφότερα προφανώς αβάσιμα, και στα οποία, ομοίως, διέλαβαν ψευδείς ισχυρισμούς, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους, προκειμένου να επιτύχουν την παραδοχή των ένδικων μέσων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και συνακόλουθα την απόρριψη των αγωγικών ισχυρισμών της. Ότι τελικά εκδόθηκε επί της αγωγής της η υπ’αριθμ. 584/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγιναν δεκτοί η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι, και, αφού εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή κεφάλαια, και κρατήθηκε και εκδικάσθηκε εξαρχής η υπόθεση κατά το εξαφανισθέν μέρος, στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτή η εν λόγω αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και υποχρεώθηκε η τότε εναγόμενη να της καταβάλει τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρηματικά ποσά κατά κεφάλαιο, συνολικά ανερχόμενο σε ποσό μικρότερο του πρωτοδίκως επιδικασθέντος, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, και δικαστικής δαπάνης. Ότι, ακολούθως, προς ικανοποίηση της τελεσιδίκως επιδικασθείσας απαίτησής της, επέσπευσε σε βάρος της οφειλέτριάς της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με εκτελεστό τίτλο την ανωτέρω δικαστική απόφαση, διά της επίδοσης προς αυτήν αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της συγκεκριμένης απόφασης με επιταγή προς πληρωμή, ζητώντας να της καταβληθεί το συνολικό ποσό των 445.506,43 ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνεται το κεφάλαιο, οι τόκοι από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι τη σύνταξη της επιταγής, και η δικαστική δαπάνη, που έγινε δεκτό ότι εδικαιούτο βάσει της προαναφερθείσας δικαστικής απόφασης, καθώς και τα έξοδα εκτέλεσης, πλέον τόκων από την επίδοση της επιταγής. Ότι στη συνέχεια, και αφού η καθ’ης η εκτέλεση εταιρία, ουδέν χρηματικό ποσό της κατέβαλε σε οικειοθελή συμμόφωση με την επιδοθείσα επιταγή, επέβαλε κατάσχεση εις χείρας των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων των χρημάτων των καταθέσεων της οφειλέτριάς της στους τηρούμενους σ’αυτά λογαριασμούς της, άπαντα τα οποία υπέβαλαν αρνητική δήλωση, πλην των τραπεζών Εθνικής και Eurobank, που δήλωσαν ότι εις χείρας τους υφίστανται μόνον τα ποσά των 1.602,66 ευρώ και των 429,40 ευρώ αντίστοιχα, επιτυγχάνοντας, επομένως, να εισπράξει εκ της ως άνω επισπευθείσας εκτελεστικής διαδικασίας, προς ικανοποίηση της απαίτησής της, μόνον το ποσό των 2.023,06 ευρώ συνολικά, καθώς η εν λόγω εταιρία δε διαθέτει άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ότι οι εναγόμενοι κατά τη διεξαγωγή της ανωτέρω δίκης επί της αγωγής της, ως διοικούντες την τότε εναγόμενη, ενήργησαν κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, αλλά και κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, παρείλκυσαν τη διαδικασία, με σκοπό μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής να καταστήσουν παντελώς αφερέγγυα την εν λόγω εταιρία, και άνευ οιασδήποτε περιουσίας, ώστε να ματαιωθεί η ικανοποίηση της δικής της βάσιμης αξίωσης όταν θα έχει εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, όπερ και τελικά επέτυχαν διά των κάτωθι αναφερομένων ενεργειών τους: α) Διά της διάθεσης στο μεσοδιάστημα κεφαλαίων της εταιρίας σε προσωπικές τους επαγγελματικές δραστηριότητες, β) διά της συνεχούς δημιουργίας και άλλων νέων χρεών της εταιρίας και γ) διά της διοχέτευσης εταιρικής περιουσίας προς σύσταση αντίστοιχης εταιρίας στη Ρουμανία και στην εν γένει ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα αυτή, με αποτέλεσμα να της προκαλέσουν περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 443.474,87 ευρώ, ισόποση του υπολοίπου της τελεσιδίκως επιδικασθείσας απαίτησής της, το οποίο δεν εισέπραξε εκ της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, που επέσπευσε σε βάρος της τότε αντιδίκου της, και εξακολουθεί να της οφείλεται. Ότι, σε κάθε περίπτωση, οι εναγόμενοι δολίως και παρανόμως, του παρανόμου της συμπεριφοράς τους ειδικότερα συνισταμένου στην παράβαση του επιβαλλομένου από το δίκαιο γενικού καθήκοντος του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον, δηλαδή της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, μεθόδευσαν, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, με τις προεκτεθείσες ενέργειές τους την αφερεγγυότητα του ανωτέρω νομικού προσώπου, ούτως ώστε να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησής της κατά την τελεσιδικία της, όπερ και πράγματι εγένετο, διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εταιρία, κατά το χρόνο της σε βάρος της επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης στερείτο σημαντικών περιουσιακών στοιχείων, πλην των μικρών χρηματικών ποσών, που διατηρούσε σε τραπεζικούς λογαριασμούς, τα οποία και κατασχέθηκαν εις χείρας των πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων. Ότι οι εναγόμενοι, επιπροσθέτως, παρότι ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της οφειλέτριας εταιρίας, καλώς ως εκ της ιδιότητάς τους εγνώριζαν την κακή οικονομική της κατάσταση, όπως αυτή προκύπτει από τους αναφερόμενους στο δικόγραφο της αγωγής ισολογισμούς των χρήσεων των ετών 2006 έως και 2013, εκ των οποίων συνάγεται ότι με την πάροδο του χρόνου το ενεργητικό της έβαινε  μειούμενο, και κυρίως το γεγονός ότι είχε παύσει τις πληρωμές της ήδη από τις 18.5.2012, όταν και η τράπεζα Eurobank κατήγγειλε τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση παροχής πίστωσης και έκλεισε τον λειτουργήσαντα προς εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με χρεωστικό σε βάρος της ως άνω εταιρίας υπόλοιπο, ποσού 1.009.034,23 ευρώ, υπαιτίως δεν υπέβαλαν, ως όφειλαν, εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρου 5 παρ.2 και 98 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα, και δη από δόλο, άλλως από βαρύτατη αμέλειά τους, αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της εταιρίας, που διοικούσαν, σε κατάσταση πτώχευσης, με αποτέλεσμα η ίδια (η ενάγουσα) να υποστεί ζημία, ανερχόμενη στο προαναφερθέν ποσό των 443.474,87 ευρώ, ενόψει της επελθούσας στο μεσοδιάστημα επιδείνωσης της περιουσιακής κατάστασης της οφειλέτριάς της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του συνόλου του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της, που νομότυπα και εμπρόθεσμα κατέθεσε ενόψει της συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, ν’αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, εκάστου εξ αυτών εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 443.474,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, αφενός μεν με βάση τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα, αφετέρου τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, διά της απαγγελίας σε βάρος τους προσωπικής κράτησης και της απειλής χρηματικής ποινής ως μέσων εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, λόγω της τελεσθείσας απ’αυτούς αδικοπραξίας, καθώς και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3795/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφενός μεν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κηρύχθηκε ματαιωθείσα η συζήτηση ως προς τον τρίτο εναγόμενο, που ήταν απών και δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατόπιν της δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας περί της μη εισαγωγής ως προς αυτόν της αγωγής προς συζήτηση, αφετέρου δε ως προς τους λοιπούς εναγομένους, που παραστάθηκαν, και ως προς τους οποίους η ενάγουσα μετείχε κανονικά στη συζήτηση, απορρίφθηκε στο σύνολό της η αγωγή εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Συγκεκριμένα με την ανωτέρω απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι εν προκειμένω, καθώς η ένδικη υπόθεση παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της ενάγουσας στην αλλοδαπή, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, εξαιτίας του πρόδηλου δεσμού της διαφοράς με την Ελλάδα (άρθρο 4 παρ.3 του Κανονισμού 864/2007), τις διατάξεις του οποίου, άλλωστε, αμφότερα τα διάδικα μέρη επικαλούντο, και με βάση το οποίο θα ερευνηθεί η νομική βασιμότητα της αγωγής, ως προς τους λοιπούς εναγομένους (πλην του τρίτου) κρίθηκε η αγωγή επαρκώς ορισμένη, απορριφθεισών των περί του αντιθέτου αιτιάσεων των εναγομένων, και νόμιμη και περαιτέρω ερευνητέα κατ’ουσίαν, θεμελιούμενη στις διατάξεις των αδικοπραξιών, και δη των άρθρων 914, 919 του ΑΚ, καθώς και σε αυτές των άρθρων 298, 298, 330, 346 του ΑΚ, 70 και 176 του ΚΠολΔ, μόνον κατά το μέρος αυτής, με το οποίο αξιώνεται αποζημίωση από τους εναγομένους λόγω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους σε βάρος της ενάγουσας, συνισταμένης ειδικότερα στην από πλευράς τους, ως διοικούντες την εταιρία «……», με δόλο, άλλως από αμέλεια, πρόκληση αφερεγγυότητας στην ανωτέρω εταιρία κατά το διάστημα της εκκρεμοδικίας της σε βάρος της τελευταίας αγωγής της ενάγουσας από τη μεταξύ τους σύμβαση έργου διά α) της διάθεσης κεφαλαίων της εταιρίας αυτής σε δικές τους προσωπικές επαγγελματικές δραστηριότητες και β) στη διοχέτευση εταιρικής περιουσίας για τη σύσταση αντίστοιχης εταιρίας στη Ρουμανία και για την εν γένει ανάπτυξη εκεί επιχειρηματικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της τελεσιδίκως επιδικασθείσας απαίτησης της ενάγουσας, όταν εξοπλίσθηκε με εκτελεστό τίτλο, ελλείψει περιουσίας της οφειλέτριάς της. Περαιτέρω, μη νόμιμα κρίθηκαν τα αιτήματα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων μετά την παραδεκτή τροπή του συνόλου του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθώς και το αίτημα περί απειλής χρηματικής ποινής για την περίπτωση παράβασης της εκδοθησομένης απόφασης, καθώς πρόκειται περί χρηματικής οφειλής, και η επ’αυτής απόφαση δεν εκτελείται με βάση τη διάταξη του άρθρου 946 του ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως, η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά το μέρος αυτής, με το οποίο επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί η αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας στις διατάξεις των αδικοπραξιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 116 του ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα στη διεξαγωγή της δίκης επί της αγωγής της ενάγουσας κατά της εταιρίας …….., της οποίας τη διοίκηση ασκούσαν οι εναγόμενοι, κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, διά της απόκρουσης της αγωγής αυτής από την τότε εναγόμενη με ψευδείς ισχυρισμούς, και της άσκησης απ’αυτήν προφανώς αβάσιμων ένδικων μέσων κατά της εκδοθείσας πρωτοβάθμιας απόφασης, στα οποία επίσης περιέλαβαν ψευδείς ισχυρισμούς, εν γνώσει της αναληθείας τους σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αλλά και κατά τρόπο παρελκυστικό, προκειμένου να βλάψουν την ενάγουσα, και δη να καταστήσουν αδύνατη την ικανοποίηση της απαίτησής της στο μέλλον, όταν θα εξοπλιζόταν με εκτελεστό τίτλο, εξαιτίας της, συνεπεία δικών τους ενεργειών, σκοπίμως προκληθείσας στο μεσοδιάστημα αφερεγγυότητας της οφειλέτριας εταιρίας και επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, δεν εξετέθησαν στην αγωγή κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι ψευδείς ισχυρισμοί της εταιρίας ………, που περιλήφθηκαν στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε προς απόκρουση της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, και στα ένδικα μέσα, που άσκησε σε βάρος της πρωτόδικης απόφασης, και φέρονται ότι προβλήθηκαν, εν γνώσει της αναληθείας τους, σε συνδυασμό, με τις τελεσίδικες παραδοχές του δικαστηρίου επί της αγωγής αυτής, ούτε και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ενισχυτικά της δόλιας συμπεριφοράς τους ως διοικούντες την τότε εναγόμενη αναφορικά με τα προταθέντα από την τελευταία κατά τη δίκη ενσυνείδητα ψεύδη, διότι κρίθηκε ότι για να υπάρξει αξίωση προς αποζημίωση, δεν αρκεί αυτή καθαυτή η παραδοχή της αγωγής, αλλά απαιτείται η παράβαση του καθήκοντος αληθείας από τον αντίδικο του ενάγοντος να γίνεται δολίως, κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη, δηλαδή υπό τις προϋποθέσεις, που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 919 του ΑΚ, τα θεμελιωτικά περιστατικά του οποίου πρέπει να εκτίθενται σαφώς, συγκεκριμένα και αναλυτικά στην αγωγή αποζημίωσης για να είναι αυτή ορισμένη. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι δεν πρόκειται περί ποσοτικής και ποιοτικής αοριστίας, αλλά περί νομικής αοριστίας, η οποία δε μπορεί να διορθωθεί, διά της συμπλήρωσης των στοιχείων, που ελλείπουν, και είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος, με τις προτάσεις της ενάγουσας, όπως επιχειρήθηκε εν προκειμένω. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι το παράνομο της συμπεριφοράς των εναγομένων κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας ………, υπό την έννοια της εκ μέρους της τελευταίας δόλιας παρέλκυσης της διαδικασίας, δε μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός της υποβολής απ’αυτήν αιτήματος αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο, το οποίο έγινε δεκτό από το δικαστήριο, καθώς η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε στοιχεία εξαπάτησης του δικαστηρίου, που χορήγησε την αναβολή, ούτως ώστε να δικαιούται εξ αυτού και μόνο του λόγου αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις των αδικοπραξιών, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 116 του ΚΠολΔ, που αποσκοπεί στον περιορισμό της κατάχρησης των δικονομικών δυνατοτήτων. Επίσης, με την ίδια απόφαση η αγωγή κρίθηκε απορριπτέα ως αόριστη και κατά το μέρος αυτής, με το οποίο επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί από την ενάγουσα η αξίωσή της προς επιδίκαση αποζημίωσης σε βάρος των εναγομένων στην υπαίτια εκ μέρους των τελευταίων πρόκληση αφερεγγυότητας στην εταιρία ………., της οποίας ήταν μέλη της διοίκησης, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αγωγής της (της ενάγουσας) κατά της ανωτέρω εταιρίας, διά της δημιουργίας χρεών της τότε εναγομένης, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η οικονομική της κατάτασηση, και να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, που επιδικάσθηκε τελεσίδικα, διότι, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν αναφερόταν στο δικόγραφο ότι τα νέα αυτά χρέη δεν ήταν πραγματικά, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα της έρευνας της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής μείζονα σκέψη, απλώς και μόνο η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων προ της κήρυξης της πτώχευσης δε γεννά αξίωση αποζημίωσης σε βάρος των μελών της διοίκησης του νομικού προσώπου, και υπέρ των εταιρικών δανειστών. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και αναφορικά με το αίτημα επιδίκασης του αιτουμένου ποσού αποζημίωσης λόγω της επικαλούμενης παράβασης από τους εναγομένους της διάταξης του άρθρου 98 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα, διότι ουδόλως αναφέρεται στο δικόγραφο ότι η ανωτέρω εταιρία ………. κηρύχθηκε τελικά σε κατάσταση πτώχευσης, όπερ κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της εν λόγω απόφασης, συνιστά προϋπόθεση εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, οπότε, βέβαια, θα ανέκυπτε εν προκειμένω και θέμα ενεργητικής νομιμοποίησης προς άσκηση της αξίωσης αυτής, την οποία δικαιούται να ασκήσει μόνον ο σύνδικος της πτώχευσης, τουλάχιστον όσον αφορά τους παλαιούς πιστωτές, όπως επίσης επισημάνθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επιπροσθέτως αναφέρεται στην εκκαλουμένη απόφαση ότι εφόσον η μη εμπρόθεσμη δήλωση εκ μέρους των μελών του διοικητικού συμβουλίου μίας ανώνυμης εταιρίας περί παύσης πληρωμών της εταιρίας αυτής δε συνιστά πλέον αξιόποινη πράξη, και δη χρεοκοπία, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, μόνη η μη δήλωση της παύσης των πληρωμών από τα μέλη του Δ.Σ. δε μπορεί να θεμελιώσει ατομική αξίωση αποζημίωσης σε βάρος τους του εταιρικού δανειστή με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις σε περίπτωση ακήρυκτης αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου.  Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση η αγωγή, κατά το μέρος, κατά το οποίο κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω απορριπτικής της αγωγής οριστικής απόφασης η ενάγουσα, έχουσα προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, άσκησε σε βάρος απάντων των εναγομένων, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως προεκτέθηκε, ως προς όλους τους εφεσιβλήτους (πλην του τρίτου εξ αυτών και αντίστοιχα τρίτου εναγομένου πρωτοδίκως), α) την από 4.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………./4.10.2017 και ………../6.10.2017) έφεσή της, με την οποία προσβάλλει την απόφαση αυτή για τους λόγους, που ειδικότερα παραθέτει στο δικόγραφο του ως άνω ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, με το οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη, αφετέρου δε σε κακή και μη ορθή εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων αναφορικά με το κεφάλαιο, που αφορά στην απορριπτική κρίση του ως άνω Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης, και β) το από 15.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../15.5.2018) δικόγραφο πρόσθετου λόγου έφεσης, με το οποίο παραδεκτά πλήττονται από την ασκήσασα αυτό εκκαλούσα τα ήδη εκκληθέντα με την έφεσή της κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, όπως οι προβαλλόμενες μ’αυτούς αιτιάσεις συνολικά εκτιμώνται από το παρόν Δικαστήριο, ζητώντας με αμφότερα τα προαναφερθέντα δικόγραφα την παραδοχή τους, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν βάσιμη.Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 520 παρ 1 και 522 του ΚΠολΔ προκύ­πτει ότι το δικόγραφο της έφεσης πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχε­τικά με το αιτητικό της αγωγής, ανταγω­γής κλπ, οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικα­στή. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξ αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 755/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1962/2006 ΕλλΔνη 2009.743, ΑΠ 1855/2006, ΑΠ 1537/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1440/2005 ΕλλΔνη 2006.155, ΑΠ 1663/2005 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1183/1995 ΕπιθΙΚΑ 30 (1996) σελ. 193, ΑΠ 512/1994 ΕλλΔνη 36 (1995) σελ. 170=ΕΕΝ 62 (1995) σελ. 359. ΕφΛαρ 118/2007 Δικογραφία 2007.480, ΕφΛαρ 479/2004 ΑρχΝ 2005.1991). Σε κάθε  περίπτωση πρέπει ο λόγος της έφεσης να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να καθορίζονται επακριβώς τα σφάλματα που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση και δικαιολογούν τη ζητούμενη εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της (ΑΠ  1574/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Είναι δε απαραίτητος ο προσδιορισμός των σφαλμάτων που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, όπως παραβιάσεις δικονομικών ορισμών, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ή τέλος, εγκατάλειψη αιτήματος αδίκαστου, γιατί μ’αυτόν συνδέεται τόσο η δυνατότητα άμυνας (απόκρουσης και ανασκευής) του εφεσίβλητου, όσο κυρίως η εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να ασχοληθεί με την υπόθεση, η οποία από το νόμο (άρθρο 522 ΚΠολΔ) περιορίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους της. Εξάλλου, λόγος έφεσης για παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαί­ου τυγχάνει παντελώς αόριστος, εάν δεν μνημονεύεται συγχρόνως σ’αυτόν ποιος κανόνας δικαίου και με ποιο τρόπο παρα­βιάσθηκε (ΑΠ 408/2000 ΝοΒ 49. 811, ΜονΕφΛαρ 409/2015 Δικογραφία 2015.797, ΕφΔωδ 171/2014, ΕφΠατρ 1083/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 973/2003 ΕλλΔνη 46.557, Σ. Σαμουήλ. Η έφεση κατά του ΚΠολΔ, έκδοση 2009, § 540, 540α, 540β και 541, σελ. 225-230), και δη δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τον εκκαλούντα συνιστούν την αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια (ΑΠ 1657/2002 ΕλλΔνη 44.1614, ΕφΛαρ 322/2011 Δικογραφία 2011.519). Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προ­τάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπο­μπή σε άλλα δικόγραφα έστω και της ίδιας δίκης (ΑΠ 1722/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοι­ώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτο­νται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση (βλ. Σαμουήλ ό.π. παρ. 541, σελ. 169, ΑΠ 1129/1995, ΑΠ 1009/1988 ΕλλΔνη 38.591 και 30.1348 αντίστοιχα, ΕφΛαρ 409/2015 Δικογραφία 2015.797). Ειδικότερα, συνέπεια της αοριστίας αυτής είναι η ακυρότητα του δικογράφου της έφεσης και η απόρριψή της από το δικαστήριο και με αυτεπάγγελτη εξέταση. Αν η αοριστία περιορίζεται σε ορισμένο μόνο λόγο της έφεσης, είναι απαράδεκτος και εξομοιώνεται με ανύπαρκτο ο συγκεκριμένος λόγος (σχετ. ΕφΠειρ 644/2015, ΕφΑθ 399/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2301/1984 15.845, ΕφΔωδ 201/2013, 204/2009, 96/2007 και 56/2002 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 130/1990 Αρμ 1990.118, ΕφΘεσ 989/1990 Αρμ 1990.251 Σ.Σαμουήλ: Η Έφεση, έκδ.2009 παρ. 541). Περαιτέρω,  κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 520 του ΚΠολΔ λόγοι έφεσης μπορούν να είναι κυρίως σφάλματα στην εκκαλουμένη απόφαση με τα οποία το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο διατακτικό και που δικαιολογούν την εξαφάνισή της. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ίδιου Κώδικα αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από αυτά προκύπτει ότι το ουσιώδες της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις της, γι’αυτό το Εφετείο μπορεί να αντικαταστήσει ή συμπληρώσει τις πρώτες, παραθέτοντας αυτές που πρέπει και να απορρίψει την έφεση, αν το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης είναι ορθό. Για τους λόγους αυτούς δεν είναι νόμιμος ο λόγος έφεσης με τον οποίο ο διάδικος που ηττήθηκε παραπονείται για ελλείψεις της αιτιολογίας ή για ανεπαρκείς αιτιολογίες, χωρίς να ισχυρίζεται ότι από το επικαλούμενο και μόνο αυτό σφάλμα το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο διατακτικό (βλ.ΑΠ 281/1966 και 307/1966 ΝοΒ 15.6 και 22, ΕφΛαρ 766/2002 Δικογραφία 2003.210, ΕφΑθ 5824/1983 ΑρχΝ 35.158, ΕφΑθ 7827/1987 ΕΔΠ 1987.265, ΕφΘεσ 1259/1971 Αρμ. 26.123 – Σαμουήλ “Η Έφεσις” εκδ. Γ΄, παρ. 388 – Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ, άρθρο 520 αριθμ. 41, και άρθρο 534 αριθ. 16, Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, Ερμηνεία – Νομολογία – Βιβλιογραφία – Ειδικές Διατάξεις, παρατηρήσεις υπό άρθρο 520, σελ.287, αριθμ.1079, με τις εκεί αναφερόμενες παραπομπές σε πρόσφατη νομολογία). Τέλος, σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δεν προβάλλονται με λόγο έφεσης από το διάδικο, δε μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, η εξουσία του οποίου οριοθετείται από τους λόγους έφεσης, κύριους ή πρόσθετους, οι οποίοι προτείνονται από τον εκκαλούντα (ΑΠ 759/2006 ΑρχΝ 2006.786). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της, που επαναλαμβάνεται αυτούσιος με την ίδια ακριβώς διατύπωση και στο επίσης ασκηθέν απ’αυτήν δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση “ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο (άρθρα 914, 919, 297, 298, 330, 345 του ΑΚ, 70 και 176, 216, 224, 236 του ΚΠολΔ και 98 παρ.1 του Πτωχευτικού Κώδικα), χωρίς να αναφέρει καθόλου αιτιολογίες, άλλως με αιτιολογίες αντιφατικές και ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της  δίκης”. Ο λόγος αυτός, όμως, που προφανώς πλήττει τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, με τα οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη, είναι αόριστος, διότι δεν προσδιορίζονται στο εφετήριο και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκεκριμένα νομικά σφάλματα, πλημμέλειες και αιτιάσεις, που αποδίδονται στην απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί την ερμηνεία και εφαρμογή των αναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ώστε να οριοθετηθεί η εξουσία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ και να μπορεί αυτό να κρίνει κατά το άρθρο 533 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, επί του παραδεκτού και της βασιμότητας του ως άνω λόγου, με δυνατότητα άμυνας από την πλευρά των εφεσιβλήτων. Ειδικότερα, αν και με το λόγο αυτό προσάπτεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου, που αναφέρονται στο εφετήριο και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, εντούτοις δε διαλαμβάνεται σ’αυτά, ως έδει, πλήρης και σαφής επίκληση ορισμένου νομικού σφάλματος ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους, καταλογιστέου στην πρωτόδικη απόφαση, και δη δεν εκτίθεται αναλυτικά με ποιο ακριβώς τρόπο παραβιάσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τις παραδοχές του οι εν λόγω κανόνες, σε τι δηλαδή συγκεκριμένα συνίσταται η επιγραμματικά αποδιδόμενη παραβίασή τους, και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την εκκαλούσα συνιστούν την επικαλούμενη (αν και όλως γενικώς και αορίστως) νομική πλημμέλεια, και δικαιολογούν κατά το αίτημα της έφεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Σημειωτέον ότι στο εφετήριο και στο πλαίσιο της ανάπτυξης του πρώτου λόγου έφεσης η εκκαλούσα έχει περιλάβει αυτούσιο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, που αναφέρεται στην εν μέρει απόρριψη της αγωγής της ως αόριστης, ενώ στη συνέχεια επαναλαμβάνει τους αγωγικούς ισχυρισμούς της, τους οποίους ισχυρίζεται ότι θα έπρεπε να δεχθεί ως αποδειχθέντες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και συνακόλουθα να δεχθεί καθ’ολοκληρίαν την αγωγή της, εφόσον ερμήνευε και εφήρμοζε ορθά τις αναφερόμενες διατάξεις, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει με πληρότητα και σαφήνεια πως ακριβώς το ανωτέρω Δικαστήριο με τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο της έφεσής της παραδοχές του εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τους επικαλούμενους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή χωρίς να εξειδικεύει το νομικό σφάλμα στο οποίο αυτό υπέπεσε, ως απαιτείται για το ορισμένο και την πληρότητα της προβολής του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Πρέπει, συνεπώς, ο λόγος αυτός, ν’απορριφθεί ως απαράδεκτος. Τέλος, λεκτέον ότι, κατά τα επίσης προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, εφόσον, όπως προκύπτει από το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, το ουσιώδες της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες, αλλά το διατακτικό αυτής, δεν είναι νόμιμος ο λόγος έφεσης, με τον οποίο ο διάδικος, που ηττήθηκε, παραπονείται για ελλείψεις της αιτιολογίας, ή για ανεπαρκείς αιτιολογίες, χωρίς να ισχυρίζεται ότι από το επικαλούμενο και μόνο αυτό σφάλμα το δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο διατακτικό, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, που η εκκαλούσα διατείνεται στο εφετήριο και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της, όχι μόνο λόγω του σφάλματος αυτού, ήτοι με ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, σφάλμα, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν προσδιορίζεται εν προκειμένω συγκεκριμένα, καθώς δεν εξειδικεύεται που ακριβώς έγκειται η αντιφατικότητα και η ανεπάρκεια των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, ούτε αναφέρονται συγκεκριμένα τα ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, στα οποία αφορούν οι αιτιολογίες αυτές, αλλά και λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των επίσης αναφερομένων στα δικόγραφα αυτά κανόνων δικαίου, καθώς και λόγω της πλημμελούς και μη ορθής εκτίμησης των πρωτοβαθμίως προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων. Ο διαλαμβανόμενος όμως στο δικόγραφο της έφεσης και σε αυτό των προσθέτων λόγων έφεσης λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τον οποίο πλήττεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή της κατά το μέρος, που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη,  είναι επαρκώς ορισμένος και περαιτέρω ερευνητέος κατ’ουσίαν, με μόνη τη μνεία από την εκκαλούσα ότι εξ αυτής (της μη ορθής εκτίμησης των αποδείξεων) οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, και απέρριψε την αγωγή της ως ουσιαστικά αβάσιμη, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης.Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις προσκομιζόμενες καταθέσεις των εκτός δίκης με πρωτοβουλία των εναγομένων εξετασθέντων μαρτύρων τους ………… και …………, οι οποίες δόθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας να παραστεί κατά τη λήψη τους, σύμφωνα με την προσαγόμενη υπ’αριθμ. ……./22.12.2016 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Διικαστικής Επιμελήτριας ……….., και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …. και …../29.12.2016 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, δοθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: H ενάγουσα, εταιρία εδρεύουσα στην αλλοδαπή, διατηρεί σε βάρος της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “………” και το διακριτικό τίτλο “………”, εδρεύουσας στην ημεδαπή, χρηματική απαίτηση, από μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση έργου, τελεσιδίκως επιδικασθείσα με την υπ’αριθμ.584/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα, προς ικανοποίηση της απαίτησής της αυτής, με εκτελεστό τίτλο την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση, επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της οφειλέτριάς της εταιρίας, διά της επίδοσης προς την τελευταία επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω απόφασης, ζητώντας να της καταβληθεί, αφενός μεν το συνολικό ποσό των 445.506,43 ευρώ, που περιλαμβάνει επιδικασθέντα με την εν λόγω απόφαση κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, αλλά και έξοδα εκτέλεσης, αφετέρου δε τόκους επί απάντων των επιμέρους κονδυλίων της επιταγής (πλην αυτού των τόκων) από την επίδοση της επιταγής μέχρι την εξόφληση. Εν συνεχεία, και εφόσον η καθ’ης η εκτέλεση ουδέν ποσό κατέβαλε σε εξόφληση της οφειλής της, σε οικειοθελή συμμόρφωση με την επιδοθείσα επιταγή προς εκτέλεση, η ενάγουσα επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων των χρημάτων των καταθέσεων της οφειλέτριάς της στους σ’αυτά τηρούμενους λογαριασμούς της, άπαντα τα οποία υπέβαλαν αρνητική δήλωση, πλην των τραπεζών Eurobank Ergasias A.E. και Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., οι οποίες δήλωσαν ότι εις χείρας τους υφίσταντο για την αιτία αυτή κατά το χρόνο της επιβολής της κατάσχεσης μόνον τα χρηματικά ποσά των 1.602,66 ευρώ και των 429,40 ευρώ αντίστοιχα ως καταθέσεις σε τηρούμενους στις ίδιες τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρίας ……., που τελικά καταβλήθηκαν στην ανωτέρω επισπεύδουσα δανείστρια, σε πλήρη απόσβεση της απαίτησής της κατά το ισόποσο. Επομένως, η ενάγουσα εκ της επισπευθείσας εκτελεστικής διαδικασίας προς ικανοποίηση της σε βάρος της ανωτέρω εταιρίας επιδικασθείσας απαίτησής της εισέπραξε συνολικά μόνον το ποσό των 2.032,06 ευρώ,  ενώ το υπόλοιπο ποσό, ανερχόμενο σε 443.474,37 ευρώ,  εξακολουθεί να της οφείλεται, η δε καθ’ης η εκτέλεση και οφειλέτριά της εταιρία δε διαθέτει άλλα περιουσιακά στοιχεία, πλην των κατασχεθέντων χρηματικών ποσών, που προαναφέρθηκαν. Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι την ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια κατά το ανωτέρω ποσό, στο οποίο ανέρχεται πλέον η απαίτησή της σε βάρος της εν λόγω εταιρίας, ήτοι κατά το υπόλοιπο του επιδικασθέντος με την προαναφερθείσα απόφαση χρηματικού ποσού, κατά το οποίο δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιηθεί από την επισπευθείσα σε βάρος της οφειλέτριάς της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, και το οποίο εξακολουθεί να της οφείλεται, καθώς η ως άνω εταιρία δε διαθέτει άλλη περιουσία, ζητώντας να της καταβληθεί το ποσό αυτό ως αποζημίωση με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, του παρανόμου της συμπεριφοράς τους ειδικότερα συνισταμένου στην αντίθεση αυτής στο από το δίκαιο επιβαλλόμενο γενικό καθήκον  του να μη ζημιώνει κάποιος υπαίτια άλλον, και στην παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της εν γένει κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, υπό την έννοια της παράβασης της κοινωνικώς επιβεβλημένης και απορρέουσας εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρέωσης λήψης μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, διότι, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της από 18.2.2009 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2009) αγωγής της κατά της εταιρίας …………, επί της οποίας εκδόθηκε τελικά η ως άνω υπ’αριθμ.584/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ως μέλη των εκάστοτε συγκροτηθεισών κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Διοικητικών Συμβουλίων της τότε εναγομένης εταιρίας, κατέστησαν δολίως, άλλως εκ βαρυτάτης αμέλειάς τους, αφερέγγυα την εταιρία αυτή, ούτως ώστε να ματαιωθεί η ικανοποίηση της σε βάρος της τελευταίας απαίτησης της ιδίας (της ενάγουσας) όταν θα εξοπλιζόταν με εκτελεστό τίτλο, ελλείψει περιουσιακών στοιχείων της αντιδίκου της, της οποίας η οικονομική κατάσταση με την πάροδο του χρόνου επιδεινωνόταν και μειωνόταν το ενεργητικό της, σύμφωνα με του επικαλούμενους και προσκομιζόμενους ισολογισμούς της των αντίστοιχων ετών, όπερ και επέτυχαν, είτε διά της διάθεσης κεφαλαίων της ……………. σε προσωπικές επαγγελματικές τους δραστηριότητες, είτε διά της διοχέτευσης κεφαλαίων της εν λόγω εταιρίας προς σύσταση, άλλως εκπροσώπηση, αντίστοιχης εταιρίας στη Ρουμανία, καθώς και στην εν γένει ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα αυτή. Πλην όμως εν προκειμένω εκ του συνόλου των προσκομισθέντων ενώπιον και αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκαν, σε βαθμό σχηματισμού περί αυτών πλήρους δικανικής πεποίθησης, τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής, και συνιστούν την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Ειδικότερα, ενόψει της άρνησης των αγωγικών ισχυρισμών από τους εναγομένους, η ενάγουσα φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξής τους, στο οποίο, όμως, δεν ανταποκρίθηκε. Συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι οι εναγόμενοι, κατά το διάστημα της εκκρεμοδικίας της αγωγής της ενάγουσας σε βάρος της εταιρίας …………., ανέπτυξαν άλλες προσωπικές επαγγελματικές δραστηριότητες, και δη ουδόλως αποδείχθηκε ποιες ακριβώς και τι είδους ήταν οι δραστηριότητες αυτές, σε ποιο επιχειρηματικό αντικείμενο αφορούσαν, εάν ιδρύθηκαν και άλλες εταιρίες, πότε και από ποιον εναγόμενο, καθώς και εάν, και πότε, διοχετεύθηκαν σ’αυτές κεφάλαια από το ταμείο της τότε αντιδίκου της ενάγουσας, και ποια συγκεκριμένα χρηματικά ποσά διατέθηκαν προς τούτο, πότε και από ποιον ειδικότερα εκ των εναγομένων, πολλώ δε μάλλον που σαφής επίκληση των ανωτέρω γεγονόταν δεν υπήρξε ούτε από πλευράς της ενάγουσας. Επιπροσθέτως, ουδέν προσκομίσθηκε περί σύστασης αντίστοιχης εταιρίας στη Ρουμανία από τους εναγομένους, ούτε αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα εν γένει ανάπτυξη απ’αυτούς συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα αυτή, για την οποία μάλιστα απαιτήθηκε διάθεση κεφαλαίων της ……………. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης με την ίδια αιτιολογία απέρριψε την αγωγή, κατά το μέρος, που έκρινε αυτήν ως ορισμένη και νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς άπαντες τους εναγομένους (πλην του τρίτου εξ αυτών), ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, που επαναλαμβάνεται και στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της η ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του την καταδίκασε στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, πλην του τρίτου εξ αυτών, ως προς τον οποίο η συζήτηση της αγωγής κηρύχθηκε ματαιωθείσα, ενώ θα έπρεπε να την συμψηφίσει ολικά μεταξύ τους, διότι η ερμηνεία των απ’αυτό εφαρμοσθέντων επί της υπόθεσης κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Όμως, ο λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτά προτείνεται κατάρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, αν και ο ανωτέρω λόγος δεν ακο­λουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου, που αφορά στην ουσία, και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος, που αφορά στην ουσία, και βάσιμος ο λόγος, που αφορά στα έξοδα, ενώ η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί ανα­γκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που εί­ναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος έφεσης για τα έξοδα, και, επομένως, η προ­βολή λόγου έφεσης ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΑΠ 1356/2003 ΕλλΔνη 2004.1033, ΕφΠατρ 85/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 193Α, σελ.76), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει από 1.1.2002, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2915/2001, και τυγχάνει εφαρμογής και στην κρινόμενη περίπτωση με βάση το χρόνο άσκησης της αγωγής), το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Συνεπώς, με τη διάταξη αυτή, όπως ισχύει, ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων παρέμεινε ως εξαιρετικό μέτρο με δυνατότητα εφαρμογής του μόνο στην περίπτωση διαφορών ανάμεσα σε συζύγους και συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό, όπως και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (όπως όταν παρατηρείται κυμαινόμενη σχετική νομολογία ή λαμβάνει χώρα μεταστροφή της νομολογίας, όταν το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όταν πρόκειται για νέα διάταξη που δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί ή για διάταξη που επιδέχεται περισσότερων ερμηνευτικών προσεγγίσεων κλπ.). Στην προκειμένη περίπτωση ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προέβη στον συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, εν όλω ή εν μέρει, κατ’ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, επειδή στην υπόθεση δεν υπήρχαν δισεπίλυτα νομικά ζητήματα, ούτε οι κανόνες δικαίου που εφαρμόστηκαν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια, η δε νομολογιακή εφαρμογή τους δεν εμφανίζει καμία ταλάντευση ή αντιφατικότητα, με συνέπεια να μην υφίσταται ζήτημα ιδιαίτερα δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, όπως η έννοια ενός τέτοιου ζητήματος προσδιορίσθηκε στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, και να μη συντρέχει, συνεπώς, λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας, που προβάλλεται με το τρίτο λόγο της έφεσής της. Τέλος, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τους ανωτέρω εναγομένους με τις επί της αγωγής κατατεθείσες προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η εκκαλούμενη απόφαση έπρεπε να καθορίσει τα αποδοτέα σ’ αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ, δικαστικά έξοδα (άρθρο 191 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ), με βάση την θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 176 του ίδιου Κώδικα αρχή της ήττας, χωρίς η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη να έχει ανάγκη αιτιολογίας, ως συνέπεια της αρχής αυτής, καθόσον η ως άνω αγωγή της απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν. Σημειωτέον ότι σε κάθε περίπτωση ο προβλεπόμενος στη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει των δικαστικών εξόδων δεν είναι υποχρεωτικός για το δικαστήριο, αλλά δυνητικός, και απόκειται στη διακριτική του ευχέρεια, και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει εν προκειμένω περίπωση υποχρεωτικού συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης κατά το άρθρο 178 του ΚΠολΔ, καθώς η ενάγουσα ηττήθηκε ολικά, ενώ, τέλος, η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσό της επιβληθείσας σε βάρος της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων δεν πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεσή της.

Πρέπει, επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, τα συνεκδικαζόμενα δικόγραφα ν’απορριφθούν στο σύνολό τους ως κατ’ουσίαν αβάσιμα όσον αφορά τους λοιπούς (πλην του τρίτου) εφεσιβλήτους, και λόγω της ήττας της εκκαλούσας, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων (πλην του τρίτου) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων (πλην του τρίτου εφεσιβλήτου) την από 4.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/4.10.2017 και ………./6.10.2017) έφεση, και β) το από 15.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./15.5.2018) δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης της ιδίας εκκαλούσας, αμφότερα στρεφόμενα κατά της υπ’αριθμ.3795/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τα ανωτέρω δικόγραφα ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο ως απαράδεκτα.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν αμφότερα τα ανωτέρω δικόγραφα ως προς τους λοιπούς εφεσιβλήτους.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτων (πλην του τρίτου) του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αμφοτέρων των δικογράφων, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Νοεμβρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Νοεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Κωττάκη και  Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους,

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ