Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 690/2019

Αριθμός 690 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 25/4/2018 (αριθ.καταθ. …………./3.5.2018) έφεση κατά της με αριθμό 1666/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται να κατατεθεί από το εκκαλούν ΝΠΔΔ το, κατά τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, νόμιμο παράβολο σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 Ν. 2579/1998.

Ι. Οι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι είναι νομιμοποιούμενα πρόσωπα για τη διεξαγωγή ορισμένων δικών, δίχως να είναι οι ίδιοι και δίχως καν να ισχυρίζονται ότι είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως. Η εξαιρετική νομιμοποίηση αντλείται από το πραγματικό διατάξεως του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία παρέχει σε συγκεκριμένα πρόσωπα την εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης. Η έννοια της κατ’ εξαίρεση νομιμοποιήσεως λοιπόν μπορεί ικανοποιητικά να οριστεί ως η εκ του νόμου ικανότητα ή εξουσία ενός προσώπου να δικάζει (ενεργητικά) ή να δικάζεται (παθητικά) στο δικό του όνομα, για συγκεκριμένη διαφορά, που προκύπτει από έννομη σχέση, της οποίας δεν είναι φορέας. Η εξουσία, δηλαδή, ενός προσώπου να διεξάγει ενεργητικά ή παθητικά δίκη για αλλότριο δικαίωμα ή υποχρέωση αντίστοιχα. Η νομιμοποίηση των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων γνωρίζει τη βασική διάκριση σε αποκλειστική, όπου η εξουσία διεξαγωγής της δίκης αφαιρείται από τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως, τα οποία θα νομιμοποιούνταν κατά κανόνα στη διεξαγωγή της και σε συντρέχουσα (ή παράλληλη) με τη νομιμοποίηση του φορέα του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως, περιπτώσεις σημαντικά περισσότερες. Σε αμφότερες πάντως τις περιπτώσεις διάδικος είναι το κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενο πρόσωπο. Από το σύνολο των περιπτώσεων των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, οι περισσότερες βρίσκουν νομοθετική θεμελίωση στο ουσιαστικό δίκαιο και δη στον ΑΚ ή σε ουσιαστικού δικαίου νομοθετικές ρυθμίσεις. Περίπτωση συντρέχουσας ή μη γνήσιας εξαιρετικής νομιμοποιήσεως πρόκειται και στην περίπτωση του ΟΔΕΠ και του ΟΔΜΠ για τις περιουσιακές δίκες των μονών, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 ν.1700/1987.  Ο ΟΔΕΠ ιδρύθηκε με το ν.4684/1930, ο οποίος κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο μαζί με τους ν.5141/1931 και 5256/1931 και κατόπιν τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με πλήθος μεταγενέστερων νομοθετημάτων. Ο ΟΔΕΠ, με σκοπό, πλην άλλων, και τη ρευστοποίηση της εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας, νομιμοποιούνταν εξαιρετικά, δυνάμει του άρθρου 46 παρ. 5 ν.590/77 να διεξάγει τις περιουσιακές δίκες των Ιερών Μονών (ΑΠ 108/1976 ΝοΒ 1976.617). Το καθεστώς της εν γένει μοναστηριακής ακίνητης περιουσίας  (διατηρητέας και ρευστοποιητέας) καθώς και η νομιμοποίηση των Ιερών Μονών ως δικαιούχων ή του ΟΔΕΠ ως μη δικαιούχου διαδίκου, τροποποιήθηκε από το ν.1700/1987. Συγκεκριμένα από τους ορισμούς του άρθρου 1 ν.1700/1987, προκύπτει ότι ο νομοθέτης απέδωσε στον ΟΔΕΠ διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση όλης της περιουσίας των Ιερών Μονών (διατηρητέας και ρευστοποιητέας), αλλά η διαχειριστική εξουσία του ΟΔΕΠ ήταν προσωρινή, δηλαδή θα ίσχυε, έως ότου θα έληγε η εξάμηνη προθεσμία για τη μεταβίβαση της περιουσίας στο Δημόσιο. Σύμφωνα δε με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1 ν.1700/1987, σε δίκες που σχετίζονται με τη μοναστηριακή περιουσία, νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά, αντί της Ιεράς Μονής, μόνον ο οικείος ΟΔΜΠ, ο οποίος και διεξάγει τη δίκη υπό την ιδιότητα του διαδίκου (ΑΠ 1550/1998, Εφ.Κρητ. 192/1991, δημ.ΤΝΠ Νόμος) και δη υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, ενώ φορέας του δικαιώματος, π.χ της κυριότητας του μοναστηριακού ακινήτου, εξακολουθεί να είναι η Ιερά Μονή. Στην έννοια της διοικήσεως και διαχειρίσεως εντάσσονται βεβαίως οι διαχειριστικές πράξεις και οι ενέργειες εκείνες που αποβλέπουν στην παροχή έννομης προστασίας (ΑΠ 1550/1998 ό.π, Εφ.Ανατ.Κρητ. 17/2015 δημ.Νόμος). Στη συνέχεια ακολούθησε ο ν.1811/1988 «Κύρωση της Σύμβασης Παραχώρησης στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος», που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή (Εφ.Αθ. 12364/1990 δημ.Νόμος). Ο εν λόγω νόμος όρισε ότι η ισχύς του δεν θίγεται και, μεταξύ άλλων ρυθμίσεων, κατήργησε τον ΟΔΕΠ (άρθρο 3 παρ. 1 της Συμβάσεως), περιήγαγε δε τη διοίκηση και διαχείριση της ρευστοποιητέας αστικής, αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των ιδίων μονών στην Εκκλησία της Ελλάδος (άρθρο 3 παρ. 2) που ασκούνται πλέον από την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (ΕΚΥΟ), η οποία αρχικά συστήθηκε με τον Καν. 100/1998, σήμερα όμως η Οργάνωση και λειτουργία της διέπεται από τις λεπτομερείς  διατάξεις του Καν.267/2015 «περί λειτουργίας ΕΚΥΟ», (ΦΕΚ Α΄ 120/29.9.2015). Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθ. 1 Καν. 267/2015 «(Α). Άπαντα τα κατά το άρθ. 8 Ν. 4684/1930 και τα εκτελεστικά του διατάγματα προσδιορισθέντα ακίνητα της ρευστοποιητέας μοναστηριακής περιουσίας, τα οποία διοικεί και διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος δια της ΕΚΥΟ, ως οιονεί καθολικός διάδοχος του ΟΔΕΠ….από της ημερομηνίας καταργήσεως του τελευταίου (13.10.1988) εξακολουθούν να αποτελούν ρευστοποιητέαν περιουσίαν των Ιερών Μονών που  έχουν την κυριότητά των, αμέσως ταγμένην δια την εξυπηρέτησιν αφ’ ενός μεν των δημοσίων σκοπών, οι οποίοι ωρίσθησαν δια του Ν. 4684/1930, ως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, και αφ’ ετέρου των σκοπών που προβλέπονται εις τον παρόντα Κανονισμόν να θεραπεύσουν οι πόροι της Εκκλησίας της Ελλάδος, (Β)……..(Γ) Άπασαι αι αρμοδιότητες της Εκκλησίας της Ελλάδος περί την διοίκησιν και διαχείρισιν της ρευστοποιητέας περιουσίας τελούν υπό τους όρους του άρθρου 20 Ν. 4684/1930 περί του ΟΔΕΠ….». Κατόπιν των ανωτέρω, το ισχύον σήμερα καθεστώς της μοναστηριακής περιουσίας έχει ως εξής: α)Όσες μονές συμβλήθηκαν ή προσχώρησαν αργότερα στη Σύμβαση του Ν. 1811/1988, έχουν οι ίδιες τη διοίκηση και διαχείριση τόσο της διατηρητέας αστικής περιουσίας τους, όσο και της διατηρητέας αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας τους, που θα απέμενε στην κυριότητά τους μετά τις αναφερόμενες στη Σύμβαση παραχωρήσεις προς το Δημόσιο. Αντίθετα, τη διοίκηση, διαχείριση της ρευστοποιητέας αστικής και αγροτολιβαδικής δασικής περιουσίας, έχει η ΕΚΥΟ, ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, β) Όσες μονές δεν συμβληθούν, ούτε προσχώρησαν μεταγενέστερα στη σύμβαση του Ν. 1811/1988, έχουν οι ίδιες τη διοίκηση και διαχείριση όλης της περιουσίας τους, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 55 Ν. 2413/1996. Το αιτητικό των αγωγικών δικογράφων των μη δικαιούχων διαδίκων δεν παρουσιάζει ομοιομορφία. Σε ορισμένες περιπτώσεις ζητείται η αναγνώριση ή καταβολή στον μη δικαιούχο διάδικο, ενώ σε άλλες αίτημα της αγωγής είναι η αναγνώριση ή η καταβολή «απευθείας» στο πρόσωπο του εκτός δίκης δικαιούχου διαδίκου. Όπως μεταξύ άλλων, αναγνώριση ή καταψήφιση στο πρόσωπό του ως μη δικαιούχου διαδίκου και όχι σ’ αυτό του αληθούς δικαιούχου, ζητά λ.χ ο σύνδικος με την αγωγή, που ασκεί για αξίωση που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία, όπως και η ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα στην αγωγή, που ασκεί κατά οφειλέτη της. Το ίδιο συμβαίνει στις αγωγές, που ασκούν ο εκκαθαριστής κληρονομίας, ο εκτελεστής διαθήκης και ο αναγκαστικός διαχειριστής, οι οποίες αφορούν αξιώσεις που ανήκουν στην κληρονομία  ή στην υπό διαχείριση έννομη σχέση αντίστοιχα. Στην περίπτωση της πλαγιαστικής αγωγής η αναγνώριση ή η καταψήφιση ζητείται απευθείας στο πρόσωπο του πραγματικού δικαιούχου, ομοίως στην περίπτωση του άρθρου 26 ν. 3190/1955, επί καταψηφιστικής αγωγής επαγγελματικού σωματείου υπέρ μέλους του. Στην περίπτωση του ΟΔΜΠ γίνεται δεκτό ότι η από το νόμο αναγνωριζόμενη εξουσία για διεξαγωγή της δίκης για δικαίωμα, φορέας του οποίου είναι άλλο πρόσωπο, δεν ενσωματώνει και εξουσία διαθέσεως του δικαιώματος, την οποία συνιστά η λήψη της παροχής, δηλαδή η είσπραξη της απαίτησης. Συνεπώς, και εδώ το αίτημα της σχετικής καταψηφιστικής αγωγής του ΟΔΜΠ ως μη δικαιούχου διαδίκου δεν είναι αίτημα εκπληρώσεως της παροχής στον ίδιο, αλλά στον πραγματικό φορέα του δικαιώματος, εκτός αν δόθηκε στον ΟΔΜΠ σχετική εξουσία ή συναίνεση του δικαιούχου (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Τ.Α άρθρ. 68, αριθμ. 50, σ.408) (Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη έκδ. 2014, Άννας Εμ. Πλεύρη, σελ. 61-63, 96-106, 142, 213-217, 241-243, Εκκλησιαστική Περιουσία και Εθνικό Κτηματολόγιο, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, σελ. 148-160).

ΙΙ) Σύμφωνα με το ν. 4684/1930, η ακίνητη περιουσία των μονών είχε διακριθεί, όπως ήδη σημειώθηκε, σε διατηρητέα και σε εκποιητέα. Και της μεν διατηρητέας περιουσίας η διαχείριση αφέθηκε στις μονές, της δε εκποιητέας την κυριότητα και νομή εξακολουθούσαν να έχουν οι μονές, όχι όμως πλήρη, αλλά αποψιλωμένη από την πεμπτουσία της, την εξουσία διοικήσεως και διαχειρίσεως. Τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτής θα ασκούσε πλέον ο Ο.Δ.Ε.Π, με σκοπό τη ρευστοποίηση της και γενικότερα την επωφελέστερη αξιοποίησή της.  Η διοίκηση, μέρος της οποίας είναι και η διαχείριση του πράγματος, περιλαμβάνει κάθε υλική (λ.χ επισκευή, κατασκευή, κατεδάφιση) ή νομική πράξη (λ.χ σύναψη συμβάσεως εκμισθώσεως, έργου, εντολής), απαραίτητη για τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας του. Επίσης, στην έννοια της διοίκησης και διαχείρισης εντάσσονται και οι διαχειριστικές πράξεις και ενέργειες, που αποβλέπουν στην εξασφάλιση έννομης προστασίας. Έτσι για τις σχετικές δίκες, που αφορούσαν στην εκποιητέα περιουσία των μονών, νομιμοποιούνταν στο παρελθόν όχι οι μονές, αλλά ο Ο.Δ.Ε.Π ως μη δικαιούχος διάδικος δυνάμει νομοθετικής εντολής.Το δικαίωμα της νομής ορίζεται συνοπτικά ως η φυσική εξουσία επί του πράγματος (corpus), η οποία ασκείται με πρόθεση κυριότητας (animus). Και ναι μεν το σημαντικότερο μέρος της φυσικής εξουσίας (διοίκηση και διαχείριση της εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας) είχε εκχωρηθεί στον  Ο.Δ.Ε.Π, ο οποίος, όμως, θα το ασκούσε για λογαριασμό των μονών άρα όχι με πρόθεση κυριότητας. Τέτοια πρόθεση κυριότητας ο Ο.Δ.Ε.Π  δε θα μπορούσε να έχει, αφού ο νόμος, που του παραχώρησε την εξουσία διοικήσεως, διατήρησε ρητά την κυριότητα των κτημάτων υπέρ των μονών. Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι ο Ο.Δ.Ε.Π ήταν νομέας της εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας.

Οι παραπάνω εξουσίες διοικήσεως και διαχειρίσεως, που αποσπάσθηκαν από τις μονές, δεν ταυτίζονται με το δικαίωμα της νομής, το οποίο μαζί με την κυριότητα εξακολουθούσαν να έχουν οι μονές, αλλά αποτελούν μέρος του περιεχομένου αυτής. Η άσκησή τους θα γινόταν από τον Ο.Δ.Ε.Π όχι ιδίω δικαίω, αλλά για λογαριασμό των μονών.  Γι’ αυτό ρητά έγινε αποδεκτό από τη νομολογία ότι, όποιες πράξεις νομής ασκούσε ο Ο.Δ.Ε.Π, στα πλαίσια της εξουσίας διοικήσεως και διαχειρίσεως της εκποιητέας μοναστηριακής περιουσίας, συνιστούσαν πράξεις νομής της ίδιας της μονής, ικανές να οδηγήσουν στην κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία υπέρ της μονής. Συνεπώς, και η Εκκλησία της Ελλάδος, σε όσες περιπτώσεις ασκεί ως διάδοχος του Ο.Δ.Ε.Π, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 εδ.γ΄ της Συμβάσεως του ν.1811/1988, εξουσίες διοικήσεως και διαχειρίσεως μοναστηριακών κτημάτων (των μονών φυσικά που συμβλήθηκαν), έχει ακριβώς τις ίδιες εξουσίες, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω. Γι’ αυτό δεν είναι νομικά βάσιμη η άποψη ότι, ως διάδοχος του ΟΔΕΠ, απόκτησε και τη νομή των κτημάτων αυτών, αφού κατά τα προαναφερόμενα ο Ο.Δ.Ε.Π δεν είχε τη νομή τους, ώστε να χωρήσει και ως προς αυτήν διαδοχή (Γεώργιος Αποστολάκης, Ακίνητη Περιουσία Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα, σελ. 122-125, Ζητήματα Εμπραγμάτου Δικαίου, Γεώργιου Αποστολάκη ΕΕΝ, 2001, σελ. 654-655).

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118 και 117 πρέπει να περιέχει και α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096, 1098, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι ο νομέας αλλοτρίου πράγματος, αν ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα, και τα ωφελήματα του πράγματος την ίδια ευθύνη, που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής, δηλαδή ως προς μεν το πράγμα ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου, εάν από υπαιτιότητα αυτού τούτο χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιον άλλο λόγο, ως προς δε τα ωφελήματα ενέχεται να αποδώσει αυτά, που έχουν εξαχθεί από το πράγμα, ευθυνόμενος επιπλέον και για τα ωφελήματα, που δεν εισέπραξε από δική του υπαιτιότητα μετά την επίδοση της αγωγής, ενώ μπορούσε να τα εισπράξει σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης.  Η ενοχή υφίσταται ανεξαρτήτως αιτίας, για την οποία νέμεται το πράγμα και ανεξαρτήτως οχλήσεως προς απόδοση και αρκεί η πληροφόρηση του νομέα με οποιονδήποτε τρόπο ότι δεν έχει δικαίωμα νομής. Με βάση τα παραπάνω η ευθύνη του κακόπιστου νομέα, δηλαδή εκείνου, ο οποίος, κατά την κατάληψη του πράγματος, γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε, ή έμαθε αργότερα, ότι δεν δικαιούται στη νομή του, είναι όμοια με εκείνη του καλόπιστου νομεά μετά την επίδοση της αγωγής και αρχίζει αφότου έγινε κακόπιστος. Εφόσον δε ο νόμος δεν διακρίνει, η ευθύνη του νομέα για την απόδοση των καρπών του πράγματος ισχύει, όχι μόνο όταν ενάγεται με τη διεκδικητική αγωγή, αλλά και με ιδιαίτερη αγωγή. Ωφελήματα δεν είναι μόνον οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος, που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (ΑΚ 962). Επομένως, ωφέλημα είναι και κάθε όφελος, που έχει ο νομέας από την ενοίκηση, ή την κατ’ άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα. Η δαπάνη αυτή δεν αποτελεί μίσθωμα,  αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 822/2014, ΑΠ 686/2010 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1099 του ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, (αφαίρεση δηλαδή υπαίτια από τον κύριο, χωρίς τη θέλησή του, της νομής του πράγματος), ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρ.  914 επ., 297, 298 ΑΚ), δηλαδή σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία, που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ’ αυτόν της νομής του πράγματος. Επομένως, για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αγωγικής ευθύνης απαιτείται η συνδρομή και της υπαιτιότητας στο πρόσωπο του εναγομένου νομέα. Κτήση δε της νομής με παράνομη πράξη αποτελεί κάθε ενέργεια εναντίον της θέλησης του κυρίου (άρθ. 984 παρ. 1 του ΑΚ), με την οποία συντελείται η αφαίρεση της νομής του, ανεξάρτητα εάν ο αφαιρέσας τελεί ή όχι σε καλή πίστη και αν η ενέργεια, με την οποία συντελέσθηκε η παράνομη κτήση, αποτελεί ή όχι αξιόποινη πράξη. Η παρεχόμενη από την εν λόγω διάταξη αγωγή δεν έχει ως θεμέλιο τη βλάβη της νομής του ενάγοντος, αλλά απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητάς του, δικαιούχος δε της αξίωσης είναι ο κύριος του πράγματος κατά το χρόνο της παράνομης αφαίρεσης της νομής (ΑΠ 1350/2002). Έτσι, στην περίπτωση αυτή, υποκειμένης ευθύνης από αδικοπραξία, αυτή υπάρχει έναντι του, κατά το χρόνο απόκτησης από τον τρίτο της νομής, κυρίου του πράγματος, η δε παράνομη πράξη πρέπει να έχει στραφεί κατά του μέχρι την άσκηση της αγωγής νομέα. Συνεπώς, αν ο ενάγων δεν ήταν ο, κατά το χρόνο της από τον εναγόμενο απόκτησης της νομής με παράνομη πράξη, κύριος αυτού, δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης, βάσει της άνω διάταξης, κατά του εναγομένου, εκτός αν του εκχωρήθηκε η σχετική αγωγή (ΑΠ 358/2012, ΑΠ 833/2014, Εφ.Αθ. 1920/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ.Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση σελ. 739 επ.).

Στην από 15/12/2015 (αριθ.καταθ. ………../18.12.2015) αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το ενάγον ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» και ήδη εκκαλούν, ιστορούσε ότι, η Ιερά Μονή ………. έχει την αποκλειστική κυριότητα του κτήματος με την ονομασία «……….» εκτάσεως μ.τ 18.945, την οποία απέκτησε κατά τον εκτιθέμενο σ΄ αυτή τρόπο, και ότι τμήμα αυτού αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο κατά όρια, θέση και έκταση. Ότι το έτος 1932, δυνάμει των αναφερομένων νομοθετικών διατάξεων, η ως άνω Ιερά Μονή συγχωνεύτηκε στην Ιερά Μονή … και κατέστη μετόχι της τελευταίας, αποβάλλοντας τη νομική της προσωπικότητα και ότι συνεπεία της ως άνω νομικής μεταβολής περιήλθαν αυτοδικαίως όλα τα περιουσιακά της στοιχεία στην Ιερά Μονή …., μεταξύ των οποίων και η επίδικη εδαφική έκταση (αγροτεμάχιο) του κτήματος «Σκαραμαγκάς», η οποία, δυνάμει των αναφερομένων διαταγμάτων, είχε υπαχθεί με αύξοντα αριθμό 27 στην εκποιητέα περιουσία. Ότι, η Ιερά Μονή ….. ανασυστάθηκε το έτος 1933, ανέκτησε τη νομική της προσωπικότητα και επανέκτησε, δυνάμει του άρθ. 52 παρ. 2 Ν. 4301/2014, την κυριότητα των άνω μεταβιβασθέντων, στην Ιερά Μονή ………., περιουσιακών της στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο αγροτεμάχιο. Ότι, τη διοίκηση και διαχείριση και εκπροσώπηση (δικαστική/εξώδικη) του επιδίκου αγροτεμαχίου, που αποτελεί εκποιητέα περιουσία της Ιεράς Μονής ……….., ασκούσε από το 1930 ο Ο.Δ.Ε.Π και μετά την κατάργησή του το ενάγον ΝΠΔΔ μέσω της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο), δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 2 του ν.1811/1988, καθόσον η Ιερά Μονή ……, είναι μεταξύ των Ιερών Μονών, οι οποίες συμβλήθηκαν με το Δημόσιο στην από 11.5.1988 Σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1811/1988 (Α΄ 231). Ότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Σύνδεσμος Δήμων Πειραιά και Δυτικής Αττικής», από τις 31 Ιανουαρίου 2011, με τις αναφερόμενες χρονικά ενέργειες, ήτοι ρίψη απορριμμάτων, αδρανών υλικών, μηχανήματος θραύσης αδρανών υλικών και προϊόντων εκταφών, στις οποίες προέβη αυθαίρετα, παράνομα και χωρίς τη θέλησή τους, προσβάλλει την κυριότητα της Ιεράς Μονής, διότι τους απέβαλε από την κατοχή του επιδίκου ακινήτου, τους αποστέρησε τη χρήση,  ματαίωσε την εκμετάλλευση και κάρπωσή του, και παραλείπει να απομακρύνει τα ως άνω εναποτεθέντα από το επίδικο ακίνητο, ώστε να τους αποδοθεί ελεύθερο και ότι το εναγόμενο γνώριζε άλλως από βαρεία αμέλεια αγνοούσε ότι το επίδικο αγροτεμάχιο αποτελεί εκκλησιαστική περιουσία. Ότι, το εναγόμενο υποχρεούται να τους καταβάλει αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 1096-1098 ΑΚ για την ωφέλεια, που αποκόμισε κατά τη χρονική περίοδο από 1/2/2011 έως 31/11/2015 που  συνίσταται στο ότι εξοικονόμησε τη δαπάνη από τη μίσθωση του επίδικου ακινήτου ή άλλου παρόμοιου ακινήτου για εναπόθεση, διαλογή και θραύση αδρανών υλικών σε υπαίθριο χώρο για τις ανάγκες λειτουργίας του κοιμητηρίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 5.885 ευρώ μηνιαίως και συνολικά σε 341.330 (5.885 Χ 58 μήνες) και ότι δικαιούται επιπλέον να ζητήσουν την ωφέλεια, που αναμένεται με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και συνίσταται στα μηνιαία μισθώματα που θα εξοικονομήσει από την αποφυγή μίσθωσης του επιδίκου ή άλλου παρόμοιου ακίνητου, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 5.885 ευρώ μηνιαίως από το Δεκέμβριο 2015 και εφεξής μέχρι την ελευθέρωση του επιδίκου ακινήτου, άλλως μέχρι την πληρωμή της κατωτέρω αναφερομένης θετικής ζημίας. Ότι, κατά τα ειδικότερον εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, το ανωτέρω ποσό, αποθετικής ζημίας και διαφυγόντων μηνιαίων μισθωμάτων,  δικαιούνται, και ως συνέπεια της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, η οποία (αδικοπρακτική συμπεριφορά) συνίσταται στην αυθαίρετη και χωρίς τη θέλησή τους αποβολή από την κατοχή του επιδίκου αγροτεμαχίου αποδιδόμενη σε δόλο άλλως αμέλεια αυτού (εναγομένου). Άλλως δικαιούνται, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την ωφέλεια, που αποκόμισε αδικαιολόγητα, από τη χρήση του επιδίκου αγροτεμαχίου χωρίς νόμιμη αιτία άλλως για παράνομη αιτία, η οποία (ωφέλεια) συνίσταται στο μίσθωμα που θα υποχρεωνόταν να καταβάλει για τη μίσθωση αυτού (επιδίκου) ή τη μίσθωση άλλου παρόμοιου ακινήτου για την εναπόθεση, διαλογή και θραύση αδρανών υλικών, σε υπαίθριο χώρο, το οποίο (μίσθωμα) δεν κατέβαλε και απέφυγε τη μείωση της περιουσίας του το χρονικό διάστημα από 1/2/2011 έως 31/11/2015 κατά το ποσό συνολικά των (5.885 ευρώ Χ  58 μήνες) 341.330 ευρώ και ότι δικαιούνται και τη μελλοντική και δυνάμενη να προβλεφθεί ως άνω αδικαιολόγητη ωφέλεια ανερχομένη σε 5.885 ευρώ μηνιαίως από τον Δεκέμβριο 2015 και μέχρι ελευθέρωσης του επιδίκου άλλως μέχρι πληρωμής της θετικής ζημίας. Ότι, για την αποκατάσταση του επιδίκου και την επαναφορά του σε παρόμοια πριν τη βλάβη κατάσταση, είναι αναγκαίες οι λεπτομερώς αναφερόμενες σε αυτή (αγωγή) εργασίες, το συνολικό κόστος των οποίων ανέρχεται σε 89.261,53 ευρώ πλέον ΦΠΑ, το οποίο αποτελεί θετική ζημία, που υπέστησαν από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, την οποία δικαιούνται να ζητήσουν. Ότι από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, υπέστησαν την αναφερομένη ηθική βλάβη, για την εύλογη αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση ποσού 100.000 ευρώ. Με βάση τα ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά ζήτησε: να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει το ποσό των 109.791,68 ευρώ, ως αποζημίωση για αποκατάσταση της άνω θετικής ζημίας, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει ως αποζημίωση για ωφελήματα και για την αποκατάσταση της ως άνω αποθετικής ζημίας άλλως κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό το ποσό των 341.330 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αγωγής, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 5.885 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της άνω μελλοντικής αποθετικής ζημίας και για μελλοντικά ωφελήματα, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, από το Δεκέμβριο 2015 και εφεξής μέχρι την ελευθέρωση του επιδίκου άλλως της πληρωμής της αναφερομένης θετικής ζημίας, να υποχρεωθεί να τους καταβάλει το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που έχουν υποστεί, και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι το ενάγον ΝΠΔΔ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», που ασκεί την αγωγή ως μη δικαιούχος διάδικος, ενόψει του ότι φορέας του ουσιαστικού επιδίκου δικαιώματος είναι η Ιερά Μονή ….., όφειλε να αναζητήσει την επιδίκαση των παραπάνω ποσών όχι στην ιδία ατομικά, αλλά στην ως άνω δικαιούχο του ουσιαστικού δικαιώματος κυρία του επιδίκου, Ιερά Μονή ….. και κατόπιν τούτου απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως απαράδεκτη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται, με την υπό κρίση έφεσή του το εκκαλούν για τους διαλαμβανομένους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή των αναφερομένων νομοθετικών διατάξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε ακολούθως να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή τους.

Σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, το ενάγον και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», είναι ειδικός διάδοχος του καταργούμενου ΟΔΕΠ δυνάμει του άρθρου 3 του Ν. 1811/1988. Τη διοίκηση και διαχείριση της ρευστοποιητέας αστικής και αγροτολιβαδικής-δασικής έχει η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών (ΕΚΥΟ), ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, για όσες μονές, μεταξύ των οποίων και η Ιερά Μονή ……….. (Ιερά Μονή ….), συμβλήθηκαν ή προσχώρησαν αργότερα στη Σύμβαση του Ν. 1811/1988. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος διεξάγει τη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, με την ιδιότητα του διαδίκου, και δη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, δυνάμει νομοθετικής εντολής, αφού φορέας του δικαιώματος της κυριότητας και της νομής στο επίδικο αγροτεμάχιο εκτάσεως μ.τ 11.654,86 που βρίσκεται στη θέση «………..» στο βόρειο τμήμα του ευρύτερου κτήματος ….. και εντός του Δήμου Περάματος, είναι η Ιερά Μονή ….., η άσκηση των οποίων (κυριότητας και νομής) γίνεται, στα πλαίσια της άνωθι οριζομένης διαχειριστικής αρμοδιότητας, από το ενάγον και ήδη εκκαλούν για λογαριασμό της άνω Ιεράς Μονής, καθόσον το επίδικο (αγροτεμάχιο) υπάγεται στη ρευστοποιητέα περιουσία.

Με την υπό κρίση καταψηφιστική αγωγή το ενάγον ΝΠΔΔ με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, επικαλούμενο, βάσει των άνωθι ιστορουμένων πραγματικών περιστατικών, τις προϋποθέσεις συνδρομής τόσο των ΑΚ 1096-1110 όσο και των διατάξεων για τις αδικοπραξίες άλλως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητεί την αποκατάσταση της ωφέλειας, που εξοικονόμησε το εναγόμενο ΝΠΔΔ καθώς και αυτή (ωφέλεια), που θα εξοικονομήσει από την παράλειψη ελευθέρωσης της παράνομης κατοχής και χρήσης του επιδίκου, την αποκατάσταση της αξίας των ωφελημάτων, που δεν σώζονται και την αποκατάσταση της αξίας αυτών (ωφελημάτων) που θα απωλεσθούν από την παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου ΝΠΔΔ άλλως την απόδοση της ωφέλειας και του πλουτισμού, που αποκόμισε το εναγόμενο χωρίς νόμιμη άλλως παράνομη αιτία, και τη ζημία για την αποκατάσταση της βλάβης του επιδίκου αγροτεμαχίου από την παράνομη και υπαίτια κατοχή και χρήση. Οι ανωτέρω ασκούμενες παρεπόμενες αξιώσεις του κυρίου πηγάζουν από την κυριότητα, είναι ενοχικής φύσεως και αυτοτελείς (αξιώσεις) με τη δική τους νομική τύχη, ανεξάρτητα από την κυριότητα, από την οποία πηγάζουν. Η εφαρμογή τους προϋποθέτει, α)δυνατότητα διεκδίκησης του πράγματος, δηλαδή ότι η διεκδικητική αγωγή θα ήταν βάσιμη, β)ο νομέας ή κάτοχος να μην έχει δικαίωμα νομής ή κατοχής, το οποίο μπορεί να αντιτάξει κατά την ΑΚ 1095 στη διεκδικητική αγωγή του κυρίου. Δικαιούχος των αξιώσεων αυτών είναι ο κύριος του πράγματος, όταν συνέβη το θεμελιωτικό της αξίωσης γεγονός (Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ, άρθρα 1096-1100, σελ. 595-598). Στην προκειμένη περίπτωση δικαιούχος των αναφερομένων στην υπό κρίση αγωγή ως άνω αξιώσεων, είναι η Ιερά Μονή …., η οποία έχει την κυριότητα και νομή του επιδίκου πράγματος κατά τον επίδικο χρόνο των θεμελιωτικών αυτών (αξιώσεων) γεγονότων, για το οποίο (επίδικο αγροτεμάχιο, ως ανήκον στη ρευστοποιητέα περιουσία αυτής (Ιεράς Μονής ….), νομιμοποιείται (ενεργητικά και παθητικά ως προς την περιουσία αυτή) το ν.π.δ.δ της Εκκλησίας της Ελλάδος (ενάγον ήδη εκκαλούν), στο οποίο ανήκει η διοίκηση και διαχείριση αυτής (εκποιητέου περιουσιακού στοιχείου Ιεράς Μονής ….) και στις οποίες (διαχειριστικές πράξεις) υπάγονται και εκείνες, που αποβλέπουν στην παροχή έννομης προστασίας, ήτοι η διεξαγωγή των δικών και η ενέργεια των συναφών διαδικαστικών πράξεων, για τις οποίες ελλείπει η ικανότητα παράστασης στο Δικαστήριο με το δικό της όνομα της Ιεράς Μονής …… Από το συνδυασμό των ανωτέρω, και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης, σαφώς συνάγεται ότι στη σχετική υπό κρίση καταψηφιστική αγωγή, που ασκεί το  ν.π.δ.δ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», ως μη δικαιούχος διάδικος, η θεμελίωση, βάσει των ιστορουμένων πραγματικών περιστατικών, του αιτήματός της (υπό κρίση αγωγής), δεν είναι η αποκατάσταση της αξίας των ωφελημάτων στο ίδιο (ενάγον ήδη εκκαλούν), αλλά στην πραγματική δικαιούχο και φορέα του ουσιαστικού δικαιώματος της κυριότητας και της νομής, κατά τον κρίσιμο χρόνο, Ιεράς Μονής ….., αφού κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή) δεν δόθηκε στο ν.π.δ.δ της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετική εξουσία ή συναίνεση της δικαιούχου Ιεράς Μονής ως προς την εκπλήρωση της παροχής των εν λόγω αξιώσεων, η οποία δεν ανήκει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, στις διαχειριστικές αρμοδιότητες .

Επομένως, η υπό κρίση αγωγή με το προαναφερόμενο αίτημα, το οποίο, επιπλέον, εμπεριέχει ασάφεια ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου καταβολής με εκπλήρωση της παροχής, που αποτελεί το αντικείμενο των ενοχικών αξιώσεων, «Να υποχρεωθεί…….να μας καταβάλλει» (ΑΚ 416, 417), είναι απαράδεκτη, διότι ελλείπει η νομιμοποίηση του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος, ως προς την είσπραξη της απαίτησης των ωφελημάτων του επίδικου αγροτεμαχίου, που δικαιούχος είναι η ιερά Μονή …, χωρίς κατά τα εκτιθέμενα, να έχει δοθεί από την ίδια σχετική εξουσία ή συναίνεση προς τούτο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να κρίνει την υπό κρίση αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης, για το λόγο ότι το ενάγον και ήδη εκκαλούν όφειλε να ζητεί την εκπλήρωση των ποσών του αγωγικού αιτήματος όχι στο ίδιο ατομικά, αλλά στη φορέα του ουσιαστικού δικαιώματος και κυρία του επιδίκου αγροτεμαχίου Ιερά Μονή ….., ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (ΚΠολΔ 534), και επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της υπό κρίση εφέσεως. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 25/4/2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  10 Οκτωβρίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Αικατερίνη Κοκόλη.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 20η Νοεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών, Αμαλίας Μήλιου, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αικατερίνη Κοκόλη, Προεδρεύουσα Εφέτη,  Ελένη Σκριβάνου και Φωτεινή Μάμαλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ