Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 725/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως    725         /2019 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

   Από την υπ’ αριθ. ……../22.4.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, ………, προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση από 26.3.2019 (ΓΑΚ …../2019, ΕΑΚ …../2019) εφέσεως του εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 587/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο, επιδόθηκε από την επισπεύδουσα τη συζήτηση εφεσίβλητη εταιρεία στη δικηγόρο Ηρακλείου και κάτοικο Πειραιώς, …………., που έχει υπογράψει την υπό κρίση έφεση ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος (αρθ. 143 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ο τελευταίος ωστόσο δεν παραστάθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ και 328 ΚΠολΔ συνάγεται ότι από δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του ετέρου μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους. Από αυτήν την περιορισμένη και συγκυριακή καθ’ υποκείμενο επέκταση του ευμενούς μόνο δεδικασμένου, δεν έπεται ότι μεταξύ τους, δηλαδή μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή υπάρχει γενικά και εκ προοιμίου δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, υπό την έννοια του άρθρου 76 § 1 περίπτ. β’ ΚΠολΔ (επέκταση της ισχύος της εκδιδόμενης απόφασης και στους δύο). Αντίθετη εκδοχή, θα διεύρυνε κατ’ αποτέλεσμα το άρθρο 328 ΚΠολΔ και θα υπερέτεινε αδικαιολογήτως το γράμμα και το σκοπό της διάταξης του άρθρου 76 § 1 περίπτ. β’ ΚΠολΔ, θα ήταν δε και ασυμβίβαστη προς την κατά το ουσιαστικό δίκαιο αυτοτέλεια της άμυνας του καθενός (ΑΚ 853). Επιπλέον η απόλυτη αυτή άποψη θα κατέληγε συχνά σε διαδικαστικές δυσχέρειες και θα επέφερε εκ προοιμίου και γενικώς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και απαράδεκτα. Επομένως, επιβάλλεται η εφαρμογή των αρχών της αναγκαίας ομοδικίας μόνο στις περιπτώσεις όπου το ζήτημα, που πρόκειται να κριθεί, αναφέρεται στην κοινή υπεράσπιση πρωτοφειλέτη και εγγυητή ως προς την ύπαρξη του χρέους, ενώ, αντίθετα επιβάλλεται η εφαρμογή των κανόνων της απλής ομοδικίας όταν δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, όπως στην περίπτωση που ο εγγυητής προβάλλει προσωπικές ενστάσεις (ΑΠ 338/2017, ΑΠ 1598/2000, ΑΠ 1264/1995 και ΑΠ 1223/1995, “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη δίκασε την από 27.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, κατά της εταιρείας με την επωνυμία “……………” (πρώτης εναγομένης), η οποία δεν παραστάθηκε πρωτοδίκως, και κατά του δευτέρου εναγομένου (ήδη εκκαλούντος),  έκρινε ότι μεταξύ των εναγομένων υφίσταται ο δεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας ως εκ του ότι η πρώτη ευθύνεται ως πρωτοφειλέτρια και ο δεύτερος ως εγγυητής του ένδικου χρέους, ότι η απολιπόμενη πρώτη εναγομένη εκπροσωπήθηκε από τον παραστάντα δεύτερο και τέλος, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και καταδίκασε τους εναγομένους, έκαστον εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα ποσό 84.976 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής, παραπονείται τώρα ο εκκαλών-δεύτερος εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεση, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενος ότι το ένδικο χρέος δεν υφίσταται, χωρίς να προβάλλει προσωπικές ενστάσεις του εγγυητή. Δηλαδή το ζήτημα που πρόκειται να κριθεί αναφέρεται στην κοινή υπεράσπιση των εναγομένων ως προς την ύπαρξη του χρέους κι επομένως επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης, με περαιτέρω συνέπεια, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να υπάρχει δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των προαναφερομένων (εναγομένων) και ως εκ τούτου, να είναι επιβεβλημένη η εφαρμογή των κανόνων της αναγκαστικής ομοδικίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους, σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, οι απόντες αναγκαίοι ομόδικοι καλούνται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου παρόλο που αδράνησαν. Επομένως, επί αναγκαστικής ομοδικίας θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν την έφεση και οι ομόδικοι του εκκαλούντος, οι οποίοι αδράνησαν και ως εκ τούτου αυτοί πρέπει να καλούνται, κατά το άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, στη συζήτηση της εφέσεως. Αλλιώς,  κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως ως προς όλους, κατ` εφαρμογή των άρθρων 524 παρ. 1 και 271 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 1103/2010, ΑΠ 1171/2001- “Νόμος”).  Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εναγομένη, πρωτοφειλέτρια του ένδικου χρέους, παρόλο που αδράνησε και δεν άσκησε έφεση, θεωρείται και αυτή εκκαλούσα εφόσον συνδέεται με τον εκκαλούντα δεύτερο εναγόμενο με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, όπως προαναφέρεται. ‘Ομως, δεν προκύπτει ότι κλήθηκε στην συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως ούτε παρέστη καθ οιονδήποτε τρόπο, η δε εφεσίβλητη, που επέσπευσε την προκειμένη συζήτηση, δεν επικαλείται τέτοια κλήτευση ούτε προσκομίζει σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως. Επομένως, κατά τα προαναφερθέντα, πρέπει η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  13  Δεκεμβρίου 2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ