Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 701/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός      701/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 18-2-2018 και με Γ.Α.Κ. …. και Ε.Α.Κ. …../27-2-2018 έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της με αριθ. 619/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 2-4-2012 και με αριθ. κατάθ. …../28-5-2012 αγωγής του, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27-2-2018, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα) αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 14-2-2017, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ο ενάγων εξέθεσε ότι στις 12-6-2009 συνήψε με την εδρεύουσα καταστατικά στις νήσους Marshall εταιρία «………….» (μη διάδικο) σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας ανέλαβε ως υπεργολάβος τη σχεδίαση και την επίβλεψη των ηλεκτρολογικών συστημάτων και εγκατάστασης στο κατασκευαζόμενο στα ναυπηγεία Ελευσίνας πλοίο «G», νηολογίου …. νήσων Cayman, πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας «…………….» και ειδικότερα το σχεδιασμό και την επίβλεψη των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων α. παραγωγής ισχύος 3300V, β. διανομής ισχύος (690V και 400V), γ. φωτισμού, δ. συστημάτων ασφαλείας, ε. εφαρμογής CAΜ, στ. άλλων συστημάτων ελέγχου και ζ. προσαρμογής κάθε στοιχείου εξοπλισμού με επί μέρους όρους εκτέλεσης αυτής της σύμβασης, προκειμένου να τυγχάνουν τα ανωτέρω έγκρισης από το Νηογνώμονα L.R.S. Ότι η συνολική δαπάνη για το άνω έργο που του ανατέθηκε συμφωνήθηκε στο ποσό των 447.000,00 ευρώ, εκ του οποίου προβλέφθηκε να του καταβληθεί προκαταβολή 40.000,00 ευρώ και το υπόλοιπο να του καταβληθεί σε μηνιαίες δόσεις σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Ότι μεταξύ της άνω εργοδότριάς του εταιρίας και της εναγομένης είχε καταρτιστεί τον Αύγουστο 2008 σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας η εργοδότριά του ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει ως εργολάβος το έργο της μετασκευής του άνω ποίου σε υπερπολυτελές mega – yacht και η εναγόμενη να της καταβάλει τη συμφωνηθείσα  αμοιβή. Ότι στα πλαίσια του αναληφθέντος κυρίως έργου μετασκευής του άνω πλοίου η άνω εργοδότριά του προσέλαβε έναντι αμοιβής, με την έγγραφη συναίνεση της εναγομένης, δεκάδες υπεργολάβους, ένας εκ των οποίων ήταν και ο ίδιος, δυνάμει της προαναφερθείσας από 12-6-2009 σύμβασης. Ότι στις 18-6-2010 η εναγόμενη, επικαλούμενη συγκεκριμένους λόγους, κατήγγειλε την κύρια σύμβαση έργου με την άνω εργοδότριά του, με άμεση συνέπεια τη λύση της σύμβασης αυτής και ταυτόχρονα και την έμπρακτη λύση και της σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ του ιδίου και της άνω εργοδότριάς του, η οποία εκδήλωσε προς αυτόν έλλειψη επιθυμίας να δεσμεύεται στο μέλλον από τη μεταξύ τους σύμβαση. Ότι κατά τον άνω χρόνο λύσης της σύμβασής του με την εργοδότριά του (εργολήπτρια) είχε ολοκληρωθεί από τον ίδιο η μελέτη και σχεδίαση της αναληφθείσας ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, η οποία είχε υλοποιηθεί και χρησιμοποιηθεί από τους αναφερόμενους υπεργολάβους και προμηθευτές της εναγομένης επί του πλοίου της, στο οποίο εξακολουθούν να παραμένουν οι μελέτες του, τα σχέδιά του, τα μηχανήματά του και οι συνεχόμενοι αυτών εξοπλισμοί. Ότι μέχρι και τις 29-3-2010 η πληρωμή του για το έργο λάμβανε χώρα ομαλά, ουσιαστικά απευθείας από την εναγόμενη, ανεξάρτητα της μη ύπαρξης άμεσης συμβατικής σχέσης μαζί της, καθώς ο ίδιος εξέδιδε τιμολόγια και παραστατικά στο όνομά της, ώστε να υφίσταται απαλλαγή από το Φ.Π.Α. Ότι στην πράξη η εναγόμενη, ούσα ενήμερη των επιμέρους εργολαβιών, πραγματοποιούσε πληρωμές απευθείας στους υπεργολάβους, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, αφαιρώντας την αμοιβή της εργολήπτριας που αναφέρονταν στη μεταξύ τους σύμβαση. Ότι στα πλαίσια αυτά ο ίδιος εξέδωσε προς την εναγόμενη α) στις 16-12-2009 και στις 28-12-2009 τα με αριθμούς … και …. τιμολόγια ποσών 1.568,00 και 4.649,00 ευρώ αντίστοιχα, για τα αναφερόμενα κατά ποσότητα, τιμή μονάδας και συνολική αξία υλικά που παρέδωσε σ’ αυτή και εγκαταστάθηκαν στο πλοίο της και β) στις 20 -5-2010 το με αριθμό ….. τιμολόγιο ποσού 80.000,00 ευρώ, για την παροχή των αναφερόμενων υπηρεσιών, σε εκτέλεση του με στοιχείο 5.2 όρου της άνω σύμβασης υπεργολαβίας. Ότι τα τιμολόγια αυτά ουδέποτε εξοφλήθηκαν και έτσι η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του, αποκομίζοντας ωφέλεια από το έργο (εργασίες – υλικά) που ο ίδιος της παρέδωσε μέσω της εργολήπτριας, καθώς εξοικονόμησε τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν αν είχε αναθέσει απευθείας σ’ αυτόν το άνω έργο, το οποίο ο ίδιος εκτέλεσε ως υπεργολάβος, δυνάμει της άνω συμβάσεώς του με την εργολήπτρια. Ότι για τη διατήρηση της ωφέλειάς της αυτής δεν υπάρχει νόμιμη αιτία, άλλως έληξε η νόμιμη αιτία, αφού η κύρια σύμβαση έργου μεταξύ της εναγομένης και της εργολήπτριας καταγγέλθηκε από την εναγόμενη και έτσι έληξε και η υποκείμενη σύμβαση υπεργολαβίας μεταξύ του ιδίου και της εργολήπτριας, η οποία εκδήλωσε έλλειψη επιθυμίας δέσμευσής της στο μέλλον από τη σύμβαση αυτή. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 86.217,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, δέχτηκε: Α) ότι έχει καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμοδιότητα και συνακόλουθα και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 40 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 3 περ. Β’ στ, ε Ν. 2172/1993, 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 59 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», Β) ότι εφαρμοστέο δίκαιο α) ως προς την επικαλούμενη ευθύνη από εξωσυμβατική ενοχή (αδικαιολόγητο πλουτισμό) της εναγομένης έναντι του ενάγοντος τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο του οποίου της διατάξεις επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγει η εναγόμενη, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας τους σχετικά με την εφαρμογή του και β) ως προς την ευθύνη από σύμβαση της εναγομένης έναντι της εργολήπτριας εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η εναγόμενη έχει τη συνήθη διαμονή της και το οποίο αρμόζει στη σύμβαση απ’ όλες τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτή καταρτίστηκε και εκτελέστηκε [άρθρα 3, 4 παρ. 1 περ. β’ και 2 του Κανονισμού (Ε.Κ.) 593/2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι)], Γ) ότι με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο, η ένδικη αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι απορριπτέα α) προεχόντως ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ως προς το κονδύλι 80.000,00 ευρώ για την αμοιβή του ενάγοντος για τη μελέτη και σχεδίαση της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, διότι δεν εκτίθεται ποιό ποσό έχει ήδη εισπράξει αυτός για το εκτελεσθέν έργο μέχρι την άσκηση της αγωγής, καθώς και σε ποιο ποσοστό έχει εκτελεστεί το επίδικο έργο, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να προβεί στην αποτίμηση της αξίας του ανεκτέλεστου έργου και να διαγνώσει την έλλειψη νόμιμης αιτίας λόγω μη καταβολής ανταλλάγματος και β) ως μη νόμιμη ως προς το κονδύλι 6.217,00 ευρώ για τα υλικά που παρέδωσε ο ενάγων στο πλοίο της εναγομένης, διότι ναι μεν οι επικαλούμενες καταγγελίες της κύριας σύμβασης έργου και της σύμβασης υπεργολαβίας από την εναγόμενη και την εργολήπτρια αντίστοιχα λύουν τις συμβάσεις αυτές για το μέλλον κατ’ άρθρο 700 Α.Κ, πλην όμως οι συμβάσεις αυτές συνεχίζουν να αποτελούν τη νόμιμη αιτία για τη διατήρηση των παροχών που εκτελέστηκαν. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο ενάγων, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή του, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία.            Από το άρθρο 904 του Α.Κ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 904 Α.Κ. προκύπτει ότι, οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ’ εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ’ αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως, η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση αποτελεί κατά το άρθρ. 361 του Α.Κ. νόμιμη αιτία και μπορεί, έτσι, κάθε συμβαλλόμενος, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, να ασκήσει τα δικαιώματά του απ’ αυτή. Αξίωση έτσι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι άκυρη, ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, πρέπει δε τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρ. 216 Κ.Πολ.Δ,, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη (Ολ.Α.Π. 23/2003, Α.Π. 390/2011). Εξάλλου, δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι αυτός από την περιουσία του οποίου ή με ζημία του επήλθε ο πλουτισμός σε άλλον χωρίς νόμιμη αιτία. Ενδέχεται στη σχέση δότη και λήπτη του πλουτισμού να παρεμβάλλεται και τρίτο πρόσωπο, οπότε δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ του τρίτου, του δότη και του λήπτη του πλουτισμού, αναλυόμενη συνήθως σε δυο μερικότερες σχέσεις, δηλαδή τη σχέση του τρίτου προς το δότη του πλουτισμού (σχέση κάλυψης) και αυτή του τρίτου προς το λήπτη του πλουτισμού (σχέση αξίας) (Α.Π. 422/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επί συμβάσεως έργου ο εργοδότης έχει κατά το άρθρο 700 Α.Κ. το δικαίωμα να καταγγείλει, οποτεδήποτε έως την αποπεράτωση του έργου, τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον και υποχρεούται πλέον ο ίδιος να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που αυτό βρίσκεται κατά την καταγγελία, καταβάλλοντας ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί. Όμως, εφόσον η σύμβαση λύνεται με την παραπάνω καταγγελία μόνο για το μέλλον, ενώ διατηρείται ισχυρή για τον προηγούμενο χρόνο, συνάγεται ότι διατηρούνται τα τυχόν δικαιώματα του εργοδότη από τα άρθρα 688-690 Α.Κ. αναφορικά με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης (Α.Π. 762/2006). Ειδικότερα, με την καταγγελία της σύμβασης έργου από τον εργοδότη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματός του και για το κύρος της οποίας δεν απαιτείται η εκ μέρους του προσφορά στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής, δημιουργούνται αυτόματα για τα μέρη, με τη λύση της σύμβασης που η καταγγελία συνεπάγεται, οι αμοιβαίες υποχρεώσεις για μεν τον εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή του, εφόσον δεν υπάρχουν οι παραπάνω κατ’ ένσταση προτεινόμενοι λόγοι περιορισμού αυτής, για δε τον εργολάβο να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που μέχρι την καταγγελία εκτέλεσε ως οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή του. Η καταγγελία είναι δικαιοπραξία μονομερής, απευθυντέα, αμετάκλητη και αναιτιώδης και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Είναι άτυπη και μπορεί να γίνει και σιωπηρά, εφόσον τούτο συνάγεται σαφώς από τα συντρέχοντα περιστατικά (Α.Π. 1229/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, έκδ. 1980, τόμ. ΙΙΙ, υπ’ άρθρο 700, αριθ. 3, σ. 675). Τέλος, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 534 και 536 Κ.Πολ.Δ, το Εφετείο κρίνει αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ορθά ή όχι με βάση τα παράπονα που περιλαμβάνονται στην έφεση και στους τυχόν, πρόσθετους αυτής λόγους και δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, επέρχεται δε βλάβη του διαδίκου όταν το εντεύθεν παραγόμενο δεδικασμένο δεν έχει την ίδια έκταση (Α.Π. 1686/2010, Α.Π. 298/2010, Εφ.Αθ. 525/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).             Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της άνω αγωγής πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα,  προκύπτει μόνον η μια εκ των δυο αναγκαίων προϋποθέσεων για τη γέννηση της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ήτοι η περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων, συνιστάμενη σε πλουτισμό της εναγομένης σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, χωρίς όμως να συνάγεται και η έλλειψη της νόμιμης αιτίας (δεύτερη αναγκαία προϋπόθεση) για την οριστική διατήρηση του πλουτισμού από την εναγόμενη. Ειδικότερα και σύμφωνα πάντα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η επίμαχη περιουσιακή μετακίνηση έγινε εν προκειμένω υπό την έγκυρη βούληση του ενάγοντος δότη, έχοντας ως ενοχικό υπόβαθρο μια σύμβαση έργου (υπεργολαβίας) και μια προηγηθείσα κύρια σύμβαση έργου καθ’ όλα έγκυρες και ισχυρές, οι οποίες λύθηκαν μεν μεταγενέστερα (και δη στις 18-6-2010) με καταγγελίες της εργολήπτριας / εργοδότριας του ενάγοντος και της εναγομένης αντίστοιχα, ωστόσο – ενόψει του ότι οι καταγγελίες αυτές, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε,  επιφέρουν τη λύση των άνω συμβάσεων για το μέλλον (ex nunc) – δεν μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας (αφού οι συμβάσεις αυτές αποτελούν, κατά το άρθρο 361 Α.Κ, νόμιμη αιτία και μπορεί κάθε συμβαλλόμενος, για το μέχρι της καταγγελίας τους χρόνο, να ασκήσει τα δικαιώματά του απ’ αυτές), ούτε ακόμα μπορεί να γίνει λόγος για αιτία λήξασα, αφού οι άνω συμβάσεις εξακολουθούν να επιφέρουν τα αποτελέσματά τους για το μέχρι την καταγγελία αυτών χρόνο και αποτελούν δικαιολογία για την οριστική διατήρηση του πλουτισμού από την εναγόμενη, η οποία άλλωστε εμφανίζεται ότι απέκτησε τον πλουτισμό με δόση ανταλλάγματος προς την εργοδότρια του ενάγοντος (εργολήπτρια του κύριου έργου). Σημειώνεται εδώ ότι ο ενάγων δεν επικαλείται κάποιο νόμιμο λόγο αναδρομικής λύσης των άνω συμβάσεων (π.χ. υπαναχώρηση, διαλυτική αίρεση, απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, κ.λ.π.) και δεν εξηγεί το λόγο για τον οποίο επιλέγει να μην αναζητεί την οφειλόμενη σ’ αυτόν αμοιβή για το μέχρι την καταγγελία έργο του από την αντισυμβαλλομένη του εργολήπτρια βάσει της μεταξύ τους συμβάσεως. Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία – έστω και με πιο συνοπτικές αιτιολογίες, οι οποίες αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.) – απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς το κονδύλι για τα υλικά που ο ενάγων παρείχε στην εναγόμενη στα πλαίσια της σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ αυτού και της εργολήπτριας, καθώς ορθά εφήρμοσε και δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τα άρθρα 700 και 904 Α.Κ. Έτσι, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον εκκαλούντα με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση πλημμέλειες που αφορούν παραβίαση με εσφαλμένη εφαρμογή των αμέσως παραπάνω άρθρων, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, για την ταυτότητα του άνω λόγου είναι απορριπτέα, σε κάθε περίπτωση, ως μη νόμιμη η αγωγή και ως προς το κονδύλι αμοιβής του ενάγοντος για τη μελέτη, σχεδίαση και επίβλεψη της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, για το οποίο απορρίφθηκε πρωτόδικα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εκκαλούντα με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση πλημμέλειες που αφορούν παραβίαση, με εσφαλμένη εφαρμογή, του άρθρου 216 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, προβάλλονται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθούν. Πλην όμως, κατά το άνω μέρος της η εκκαλούμενη απόφαση δεν επιδέχεται αντικατάσταση αιτιολογιών, λόγω διαφορετικής έκτασης του δεδικασμένου, ούτε πρέπει, χωρίς αντίθετη έφεση, να καταστεί χειρότερη η θέση του εκκαλούντος με την εξαφάνισή της κατά το ως άνω απορριπτικό κεφάλαιο, αφού το νόμω αβάσιμο είναι δυσμενέστερο του απαραδέκτου και δεν εξαφανίστηκε η απόφαση λόγω κατ’ ουσίαν έρευνας και το Δικαστήριο δεν δύναται να εξαφανίσει την απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό, ούτε να αντικαταστήσει την αιτιολογία με την ορθή (Εφ.Αθ. 525/2018, Εφ.Αθ. 4489/2011, Τ.Ν.Π. Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, υπ’ άρθρο 536, αριθ. 2425, σ. 608). Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα υπ’ αριθ. ……../27-2-2018, σειράς Α’, παραβόλου άσκησης έφεσης του Δημοσίου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της 619/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα ναυτικών διαφορών – τακτική διαδικασία).

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ