Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 720/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης     720   /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Η κρινόμενη από 29.5.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………./29.5.2018 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………./29.5.2018 έφεση του εκκαλούντος δεύτερου εναγομένου, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2172/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 18.12.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.12.2013 αγωγής της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας σε βάρος της ………. συζύγου …………, ήδη εφεσίβλητης και του …………., ήδη εκκαλούντος και αφενός κήρυξε εαυτό αναρμόδιο, όσον αφορά την σωρευομένη αρνητική αναγνωριστική της κυριότητας του δεύτερου εναγομένου αγωγή, την οποία παρέπεμψε προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας, ως αρμόδιο εκ της τοποθεσίας του επίδικου ακινήτου, αφετέρου δε έκανε δεκτή, κατ’ουσίαν, την έτερη σωρευομένη αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας της μεταβιβαστικής του εν λόγω ακινήτου δικαιοπραξίας, λόγω εικονικότητας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην της δεύτερης των εφεσίβλητων, …………συζύγου ………, η οποία δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της εν λόγω υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς τούτο (υπ’αριθμ.Β-…………. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Άμφισσας ………….), το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη-εναγομένη, η απεύθυνση του δικογράφου της εφέσεως κατ’ αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι επέχει θέση κλήτευσης της προς συζήτηση της εφέσεως, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, ενόψει του ότι αυτή είναι αναγκαία ομόδικος του εναγομένου-εκκαλούντος, δοθέντος ότι η εν λόγω διαφορά, η οποία αφορά την αναγνώριση, ως εικονικής, της αναφερομένης στην αγωγή δικαιοπραξίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση.
  2. II. Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. µε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012 και στη συνέχεια με την παράγραφο 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. µε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 και 105 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά Δικαστήρια οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται µε πληρεξούσιο δικηγόρο, (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε µε συμβολαιογραφική πράξη είτε µε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε µε ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δηµόσια, δηµοτική ή άλλη αρχή ή από δικηγόρο, µπορεί δε να αφορά ορισµένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει, (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόµη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουµένως, (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράσταση του, ή παρίσταται µε δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το Δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονοµικά απών. Εξάλλου, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη της πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβαση της και αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το Δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης αυτής και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητα του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινώς. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν, κατά τα ως άνω, εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της εν λόγω ελλείψεως. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή ή πριν παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε σχετικώς, ενώ σε περίπτωση μη συμπληρώσεως της ελλείψεως, μέσα στην ορισθείσα προθεσμία, το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράσταση του αυτή (ΑΠ 85/2019, ΑΠ 10/2018 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 281/2011, ΑΠ 1473/2009 ΕφΑΔ 2009 1365, ΑΠ 54/2008 ΕφΑΔ 2008 570, ΑΠ 1509/2004 ΕΕΝ 2005 526, ΕφΠατρ 480/2010 ΑχαΝομ 2010 363). Σημειωτέον ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε, ως πληρεξούσιος δικηγόρος, πρόσωπο που δεν είχε σχετική πληρεξουσιότητα δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου (ΑΠ 835/2010 ΕφΑΔ 2010 1223). Με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠολΔ, που αποτελούν δημόσιο δίκαιο, ρυθμίζεται ειδικότερα σε σχέση με το άρθρο 11 του ΑΚ, ο τύπος της μονομερούς δικαιοπραξίας της πληρεξουσιότητας, όταν αυτή παρέχεται για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και την παράσταση στο ακροατήριο ενώπιον των ημεδαπών δικαστηρίων. Μάλιστα, η παροχή τέτοιας πληρεξουσιότητας συνιστά, πέραν του ουσιαστικού δικαίου, διαδικαστική πράξη του δικονομικού δικαίου υποβαλλόμενη στον οριζόμενο από την εσωτερική έννομη τάξη (συστατικό) τύπο, χωρίς διάκριση αν παρέχεται με δικαιοπραξία στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή. Επιλέγεται έτσι από το νόμο αποκλειστικώς, ως κατάλληλο για τη ρύθμιση αυτή, το δίκαιο του τόπου όπου οι διαδικαστικές πράξεις επιχειρούνται, κατ’ ειδική ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 11 του ΑΚ, το οποίο, ως προς τον τύπο της δικαιοπραξίας, ορίζει ότι διέπεται διαζευκτικά, είτε από το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενο της, είτε από το δίκαιο του τόπου όπου αυτή επιχειρείται, είτε από το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών (ΑΠ 909/2004 ΕλλΔνη 2005 1684, ΑΠ 292/2002 Δ 2002 1295, ΕφΠειρ 771/2017, ΕφΠειρ 371/2014, Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, σελ. 104, έκδοση 1988, Παπασιώπη-Πασιά, Προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου στον τύπο της δικαστικής πληρεξουσιότητας, Αρμ 1977.810). Εξάλλου, η ικανότητα παράστασης στο Δικαστήριο των ανώνυμων εταιριών ή νομικών προσώπων άλλης μορφής (εταιριών περιορισμένης ευθύνης, προσωπικών εταιριών κλπ), που έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή, ρυθμίζεται από το νόμο που ισχύει σ’ αυτά, σύμφωνα με την ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διάταξη του άρθρου 10 του ΑΚ, δηλαδή από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου (ΕφΑιγ 161/2011 ΕλλΔνη 2012 217, Ε. Βασιλακάκη «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» εκδ. Ε’ σελ. 141).

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική από 14.1.2015 γνωμοδότηση του πληρεξουσίου δικηγόρου ………… για λογαριασμό της δικηγορικής εταιρείας με έδρα στο Ρότερνταμ «…………..”, με το οικείο συμβολαιογραφικό πιστοποιητικό της θεώρησης της υπογραφής του συντάκτη επικυρωμένο με τη Σφραγίδα της Χάγης (Apostille), κατόπιν αιτήσεως της πρώτης εφεσίβλητης ολλανδικής εταιρείας «…………», σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες στην προκειμένη περίπτωση για το ζήτημα αυτό διατάξεις των άρθρων 2:130 και 3:60 του Ολλανδικού Αστικού Κώδικα (ΟΑΚ – «Dutch Civil Code»), μία εταιρία περιορισμένης ευθύνης («……….»), όπως η εδρεύουσα στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας πρώτη εφεσίβλητη, μπορεί να εκπροσωπείται από το διαχειριστικό συμβούλιο (Διοικητικό Συμβούλιο – Δ.Σ.) αυτής, ως σύνολο. Επίσης, η εταιρία αυτή μπορεί να εκπροσωπείται ατομικώς από κάθε μέλος του Δ.Σ. (διευθύνοντα σύμβουλο), εκτός αν το καταστατικό της εταιρίας περιορίζει αυτή την εξουσία των μεμονωμένων διευθυνόντων συμβούλων με το να προβλέπει ότι η εταιρία μπορεί να εκπροσωπείται μόνον από α) ορισμένους διευθύνοντες συμβούλους ατομικώς και/ή β)από ένα μεμονωμένο διευθύνοντα σύμβουλο, ο οποίος θα ενεργεί από κοινού με άλλο πρόσωπο (άρθρο 2:130 ΟΑΚ). Η ως άνω εξουσία εκπροσώπησης του Δ.Σ. ως συνόλου και των διευθυνόντων συμβούλων μεμονωμένως απορρέει απευθείας από τις σχετικές διατάξεις, σε συνδυασμό με το καταστατικό της εταιρίας, και δεν χρειάζεται να χορηγηθεί ξεχωριστή έγγραφη πληρεξουσιότητα σε τέτοια πρόσωπα, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να εκπροσωπούν νομίμως την εταιρία. Επιπροσθέτως, μία εταιρία περιορισμένης ευθύνης μπορεί να χορηγήσει α) γενική πληρεξουσιότητα σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα κατά το καταστατικό της και/ή β) ειδική πληρεξουσιότητα σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για να εκπροσωπήσει την εταιρία σε ορισμένες νομικές πράξεις, υπό διαφόρους περιορισμούς (άρθρο 3:60 ΟΑΚ). Σημειωτέον ότι τον οποιοδήποτε τεθέντα περιορισμό σχετικώς με την ως άνω εξουσία εκπροσώπησης, που έχει παρασχεθεί σε ένα διευθύνοντα σύμβουλο ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο, μπορεί να τον επικαλεσθεί η εταιρία και όχι το άλλο μέρος. Επιπλέον, όταν κάποιος ως αντιπρόσωπος έχει πραγματοποιήσει μια νομική πράξη στο όνομα της εταιρίας, χωρίς να έχει την απαιτούμενη εξουσία να εκπροσωπεί αυτήν, είτε επειδή δεν υπήρχε καθόλου πληρεξουσιότητα, είτε επειδή έγινε υπέρβαση των ορίων αυτής, υπάρχουν διάφοροι τρόποι, βάσει των οποίων η εταιρία μπορεί να δεσμεύεται από τη σχετική νομική πράξη. Μάλιστα, ένα τέτοιο τρόπο αποτελεί η από την εταιρία έγκριση της σχετικής πράξης, η οποία (έγκριση) έχει αναδρομικό αποτέλεσμα, θεραπεύοντας το ελάττωμα της πράξης. Ακόμη, ένας Ολλανδός συμβολαιογράφος, που είναι αναγνωρισμένος νομικός επαγγελματίας και ορκωτός λειτουργός, έχει την εξουσία να συντάσσει συμβολαιογραφικές πράξεις και να εκτελεί άλλα καθήκοντα όπως αυτά περιγράφονται στη σχετική νομοθεσία (άρθρο 2 του Νόμου περί Συμβολαιογράφων – «Wet op het Notarisambt»). Ένα πληρεξούσιο το οποίο έχει γίνει υπό τη μορφή ενός ιδιωτικού εγγράφου και στο οποίο ένας Ολλανδός συμβολαιογράφος επικυρώνει την υπογραφή του προσώπου που το υπογράφει, δεν αποτελεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά η επικύρωση αυτή περιλαμβάνει μία δήλωση του συμβολαιογράφου βάσει της επαγγελματικής ιδιότητας του. Επίσης, δυνάμει σχετικού νόμου για το Ξέπλυμα Βρώμικου Χρήματος και την Πρόληψη – Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας – «Wwft», ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να ελέγξει την εξουσία του προσώπου που υπογράφει το πληρεξούσιο, καθώς και εάν το πρόσωπο έχει όντως υπογράψει επί του εν λόγω εγγράφου.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών, με τις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις του, προβάλει την ένσταση της ελλείψεως πληρεξουσιότητας των πληρεξουσίων δικηγόρων της πρώτης εφεσίβλητης τράπεζας. Όπως, όμως, προκύπτει από την τελευταία τροποιητική πράξη του καταστατικού της πρώτης εφεσίβλητης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (N.V.), που συντάχθηκε την 1.4.2010, αντίγραφο της οποίας με την από 11.9.2014 συμβολαιογραφική βεβαίωση και με την Σφραγίδα της Χάγης προσκομίζει και επικαλείται, σε νομότυπη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, η τελευταία, σχετικώς με την εκπροσώπηση της εταιρίας αυτής ορίζεται στο άρθρο 17 ότι το δικαίωμα εκπροσώπησης της εταιρίας ανήκει σε δύο πρόσωπα που ενεργούν από κοινού, είτε δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου, είτε ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου και έναν κάτοχο πληρεξουσίου, ο οποίος είναι νομίμως εξουσιοδοτημένος να ενεργεί έτσι. Επίσης η εταιρεία θα εκπροσωπείται από κατόχους πληρεξουσίων με την δέουσα τήρηση τυχόν περιορισμών στην εξουσία εκπροσώπησης. Επιπλέον, η πρώτη εφεσίβλητη προσκομίζει και επικαλείται σε νομότυπη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα το από 9.9.2014 ειδικό πληρεξούσιο, με την από 10.9.2014 βεβαίωση του συμβολαιογράφου του Άμστερνταμ ……….. περί του γνησίου των υπογραφών των ………… και …………, οι οποίοι υπογράφουν το ειδικό αυτό πληρεξούσιο, ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εφεσίβλητης και με την εξουσία που τους παρέχεται από την ως άνω διάταξη του καταστατικού υπό την ιδιότητα τους αυτή να εκπροσωπούν την τελευταία και οι οποίοι, ενεργώντας από κοινού, παρείχαν, με το πληρεξούσιο αυτό, την ειδική πληρεξουσιότητα στους δικηγόρους Πειραιώς, …….. και ………., ενεργούντες από κοινού ή ο καθένας χωριστά, να εκπροσωπήσουν, χωρίς περιορισμό, την πρώτη εφεσίβλητη ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, στις αναφερόμενες εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται ρητά, μεταξύ άλλων, η παρούσα δίκη ενώπιον του Εφετείου  Πειραιώς σχετικά με την ένδικη έφεση του ………… κατά της εκκαλουμένης υπ’αριθμ.1061/2013 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Μάλιστα, με το ως άνω πληρεξούσιο οι προαναφερθέντες εντολείς της εφεσίβλητης τράπεζας αναγνώρισαν και ενέκριναν ρητώς στο όνομα και για λογαριασμό της, όλες τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις, που διενεργήθηκαν προς εκπροσώπηση της μέχρι τότε από τους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους για την εν λόγω υπόθεση, καθώς και για τις συναφείς με αυτήν υποθέσεις και επικύρωσαν τα χορηγηθέντα προηγουμένως από 30.8.2010 και από 7.7.2008 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια σε σχέση με τις διαφορές της τράπεζας με τα ίδια πρόσωπα. Περαιτέρω, από το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την πρώτη εφεσίβλητη σε νομότυπη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, επικυρωμένο συμβολαιογραφικά, από 10.9.2014 απόσπασμα από τα Εμπορικά Μητρώα του Ολλανδικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, όπου αυτή είναι εγγεγραμμένη με αριθμό ….., που αναφέρεται στα δικαιώματα των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου της εφεσίβλητης τράπεζας, προκύπτει ότι τα προαναφερθέντα πρόσωπα, που υπογράφουν το ως άνω ειδικό πληρεξούσιο, περιλαμβάνονται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτής, που διαθέτουν ενεργώντας από κοινού αντιπροσωπευτική εξουσία προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της πρώτης εφεσίβλητης, βάσει των ως άνω διατάξεων του Ολλανδικού δικαίου (ΟΑΚ) και του καταστατικού της τελευταίας. Σημειωτέον, ότι δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η εξουσία των προαναφερθέντων μελών του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εφεσίβλητης, που αποτελούν αντιπροσωπευτικά καταστατικά όργανα αυτής, περιορίζεται σχετικώς με το διορισμό πληρεξούσιου δικηγόρου για την εκπροσώπησή της ενώπιον των Δικαστηρίων. Επομένως, ενόψει του ως άνω ειδικού πληρεξουσίου, που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη, τον προσήκοντα κατά το νόμο (άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ) τύπο χορηγήσεως της σχετικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, αποδεικνύεται ότι ο εκ των παρισταμένων δικηγόρων, ………., διαθέτει την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα προς εκπροσώπηση της πρώτης εφεσίβλητης στην παρούσα κατ’έφεση δίκη, ο δε χρονικός περιορισμός, που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω πληρεξούσιο, ισχύος για περίοδο τριών χρόνων, που σημειωτέον δεν προβλέπεται επί ποινή ακυρότητας των διενεργούμενων μεταγενέστερα διαδικαστικών πράξεων, δεν μπορεί να προβληθεί από τον αντίδικο εκκαλούντα, καθόσον μόνο η εκπροσωπουμένη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία μπορεί να επικαλεσθεί οποιουσδήποτε περιορισμούς ή προϋποθέσεις σχετικά με την εξουσία εκπροσώπησης της, κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 2:130 παρ.3 εδ.β΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 3:60 του Ολλανδικού Αστικού Κώδικα, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος είναι αβάσιμοι και συνεπώς, η συναφής ένσταση του πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

III. Κατά το άρθρο 138 ΑΚ η δήλωση βούλησης, που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, συνιστά εικονική δικαιοπραξία και είναι άκυρη, άλλη όμως δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύσταση της. Η ακυρότητα της εικονικής δικαιοπραξίας, που έχει ως αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται, κατά το άρθρ. 180 ΑΚ, σαν να μην έγινε, είναι απόλυτη, καταλαμβάνοντας στο σύνολο της τη δικαιοπραξία, αφού οι μερικότεροι όροι της δεν έχουν αυτοτέλεια, δηλαδή δεν αποτελούν αντικείμενο αυτόνομης ρύθμισης (ΑΠ 1514/2013). Έτσι, εικονική είναι η δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως, η οποία εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποσκοπεί στην δημιουργία εντυπώσεως στους τρίτους περί της μεταβολής στην υφιστάμενη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονικότητα μπορεί να υπάρχει τόσο επί μονομερούς δικαιοπραξίας, όσο και επί συμβάσεως, στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της συμβάσεως απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο, αρκεί δηλαδή το γεγονός ότι η δήλωση των δικαιοπρακτούντων είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται (ΑΠ 480/2019, ΑΠ 625/2018, ΑΠ 1427/2017, ΑΠ 342/2014, ΑΠ 160/2013). Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των, κατά το χρόνο της κατάρτισης της, συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δηλαδή της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας, που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 ΑΚ) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερης της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως δε οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου, που μεταβιβάσθηκε εικονικώς, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτηση τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησης τους (ΑΠ 160/2013 ΧρΙΔ 2013, 577, ΑΠ 1307/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1714/2007 ΕλΔνη 50, 1031, ΕφΔωδ 163/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2067/2012 Αρμ 2013 890).

  1. IV. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη, με την 18.12.2013 αγωγή της, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο τούτο, εξέθεσε ότι ως καθολική διάδοχος της «…………..”, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση αυτής, διατηρεί απαίτηση κατά του συζύγου της πρώτης εναγομένης, ………, ως εγγυητή στην αναφερόμενη σύμβαση ναυτιλιακού δανείου, για την οποία εκδόθηκε, κατόπιν σχετικής αγωγής της, η από 18.3.2005 απόφαση του Εμποροδικείου του Λονδίνου, που κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα δυνάμει της υπ’ αρ.4007/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος να της καταβάλει το ποσό των 5.714.334 δολαρίων Η.Π.Α., η δε απαίτηση της έχει εν τω μεταξύ μειωθεί, κατόπιν των σημειούμενων καταβολών, στο ποσό των 2.336.334 δολαρίων ΗΠΑ, προκειμένου όμως αυτός να αποφύγει την εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του, τον Δεκέμβριο 1998 μεταβίβασε εικονικά στην πρώτη εναγομένη σύζυγο του, τα αναλυτικά περιγραφόμενα δέκα ακίνητα, που βρίσκονται στο Γαλαξείδι Φωκίδας, με το υπ’αριθμ……/30.12.1998 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Γαλαξειδίου ………., που μεταγράφηκε νόμιμα και ακολούθως, αυθημερόν η πρώτη εναγομένη σε συνεννόηση με τον σύζυγο της μεταβίβασε το 1/2 του υπό στοιχείο 1 εκ των ακινήτων αυτών, όπως επαρκώς περιγράφεται, αξίας 402.300 ευρώ, στον δεύτερο εναγόμενο υιό τους, λόγω γονικής παροχής, με το υπ’αριθμ……/30.12.1998 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, χωρίς να υπάρχει πρόθεση πραγματικής μεταβίβασης, αλλά κατά το φαινόμενο μόνο, ώστε να παραμείνει ο οφειλέτης της ουσιαστικά κύριος της μεταβιβαζομένης περιουσίας, επιπλέον δε ουδέποτε ο εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του, εφόσον με την υπ’αριθμ.4404/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα, ως εικονικών, των γενόμενων με το, ως άνω, συμβόλαιο μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών των εν λόγω ακινήτων από τον προαναφερθέντα οφειλέτη της στην πρώτη εναγομένη, με αποτέλεσμα αυτή να μην καταστεί κυρία τούτων. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, σχετικώς με την εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως του αγγλικού Δικαστηρίου κατά του προαναφερθέντος οφειλέτη της, ζήτησε, κατ’εκτίμηση του δικογράφου, να αναγνωρισθεί ότι η μεταβίβαση με την ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη του 1/2 του επίδικου ακινήτου από την πρώτη στον δεύτερο των εναγομένων, είναι άκυρη, ως εικονική, άλλως να αναγνωρισθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν κατέστη κύριος του ακινήτου αυτού, αφού το απέκτησε παρά μη κυρίου.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αντικειμενικής σώρευσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 218παρ.1ΚΠολΔ, διέταξε τον χωρισμό των σωρευομένων αιτήσεων, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου και αφενός κήρυξε εαυτό αναρμόδιο, κατά τόπο, να δικάσει την αρνητική αναγνωριστική της κυριότητας του δευτέρου εναγομένου αγωγή, την οποία παρέπεμψε προς εκδίκαση στο αρμόδιο, καθ’ύλην και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άμφισσας, ως εκ της τοποθεσίας του ακινήτου και αφετέρου, κράτησε και δίκασε κρίνοντας ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και τυγχάνει αρμόδιο, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης και της τότε κατοικίας του δεύτερου εναγομένου στον Πειραιά, την αναγνωριστική αγωγή της ακυρότητας της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, λόγω εικονικότητας, την οποία έκανε δεκτή αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της γενόμενης συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου στον δεύτερο εναγόμενο από την πρώτη τούτων.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο ηττηθείς δεύτερος εναγόμενος για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όσον αφορά την επί της ουσίας δικανική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι την παραπεμπτική, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης του, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη της.

  1. V. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’αριθμ……/8.9.2014 ένορκη βεβαίωση της ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε με την επιμέλεια του εναγομένου-εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας (υπ’αριθμ……….΄/2.9.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………..), μη λαμβανομένης υπόψη της προσκομιζομένης από τον εκκαλούντα στην κατ’έφεση δίκη, χωρίς νόμιμη επίκληση, υπ’αριθμ……./2018 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με έγγραφη σύμβαση δανείου, που καταρτίσθηκε στις 11.7.1995 στην Ολλανδία, όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τα από 14.7.1998, 31.1.2000 και 12.6.2002 συμπληρωματικά συμφωνητικά, μεταξύ των τραπεζικών εταιριών με την επωνυμία «……….» και «………..», ως δανειστριών και των αναφερομένων στην δανειακή σύμβαση ναυτιλιακών πλοιοκτητριών εταιριών, ως δανειοληπτριών, συμφωνήθηκε ότι θα χορηγείτο στις τελευταίες χρηματικό ποσό έως 000.000 δολαρίων Η.Π.Α., καταβλητέο σύμφωνα με το καθορισθέν επιτόκιο αποπληρωμής και τους λοιπούς όρους που περιλαμβάνονται στη σχετική σύμβαση. Εξάλλου, δυνάμει της από 11.7.1995 έγγραφης σύμβασης εγγύησης, που καταρτίσθηκε μεταξύ της άνω δανείστριας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» με την ιδιότητα της αντιπροσώπου (agent) και εμπιστευματοδόχου (security trustee) των δανειστών και του ………., συζύγου και πατρός αντίστοιχα των εναγομένων, ο τελευταίος προς εξασφάλιση της απαιτήσεως των δανειστριών, που αφορά το εν λόγω δάνειο, εγγυήθηκε προσωπικώς, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους ………. και ………., παραιτηθείς από το δικαίωμα διζήσεως, την καλή εκτέλεση, τήρηση και εκπλήρωση των όρων της δανειακής συμβάσεως, όπως αυτή τελικώς τροποποιήθηκε, καθώς και την έγκαιρη αποπληρωμή του σχετικού χρέους. Η σύμβαση δανείου και η προσωπική εγγύηση υπόκειντο στην αγγλική νομοθεσία και στην αγγλική δικαιοδοσία, κατόπιν ρητής επιλογής των συμβαλλομένων μερών. Ακολούθως, με την από 20-6-2000 πράξη συγχωνεύσεως, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου του Άμστερνταμ …….., μεταξύ της δανείστριας και εμπιστευματοδόχου τράπεζας με την επωνυμία «………» και της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», συγχωνεύθηκαν οι εταιρίες αυτές και έπαυσε να υφίσταται ως νομική προσωπικότητα η πρώτη, της οποίας τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν την ως άνω σύμβαση δανείου και τη σχετική εγγύηση, μεταβιβάσθηκαν δια καθολικής διαδοχής στη δεύτερη, σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο. Περαιτέρω, κατά την εκτέλεση της εν λόγω δανειακής συμβάσεως, από της συνάψεως της (11-7-1995) έως την 17-3-2003, οι δανειολήπτριες ναυτιλιακές εταιρίες παρά τον επανακαθορισμό του τρόπου αποπληρωμής με τις συμπληρωματικές συμφωνίες, κατέστησαν υπερήμερες και συγκεκριμένα ως προς την πληρωμή δύο εκ των συμφωνηθεισών τριμηνιαίων δόσεων αποπληρωμής, ποσού 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. εκάστη, που ήταν πληρωτέες στις 14.10.2002 και 14.1.2003 αντίστοιχα. Έτσι, σύμφωνα με τους όρους της ως άνω συμβάσεως, στις 19-3-2003, οι δανείστριες κήρυξαν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ανήρχετο στο ποσό των 13.786.103 δολαρίων Η.Π.Α., συγχρόνως δε η προαναφερθείσα εμπιστευματοδόχος τράπεζα με την επωνυμία «………..» όχλησε εγγράφως τις πρωτοφειλέτιδες δανεισθείσες εταιρίες και τους εγγυητές, μεταξύ των οποίων τον …………., αιτηθείσα και από τον τελευταίο την καταβολή του οφειλομένου χρεωστικού υπολοίπου, πλην όμως αυτός ουδέν κατέβαλε. Παράλληλα επέτυχε κατασχέσεις στα πλοία των πλοιοκτητριών δανειοληπτριών, που δεν είχαν εκποιηθεί μέχρι τότε με πλειστηριασμό από άλλους δανειστές, τα δε χρήματα που προήλθαν από το πλειστηρίασμα, αφού έλαβε χώρα διανομή βάσει των σχετικών δικαστικών αποφάσεων αναλόγως των προνομίων και αφαιρέθηκαν τα έξοδα, χρησιμοποιήθηκαν για την μείωση των οφειλομένων ποσών από την σύμβαση δανείου. Εν συνεχεία η «………..” άσκησε την από 15.4.2003 αγωγή της (με αριθμό … Folio ….) ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου του Τμήματος του Δικαστηρίου τη Βασίλισσας του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (High Court of Justice, Queen’s Bench Division, Commercial Court), κατά του ………. και των λοιπών συνεγγυητών του ως άνω δανείου, ……….. και …….. και ζήτησε να υποχρεωθούν να της καταβάλουν το οφειλόμενο χρηματικό ποσό εκ του προαναφερθέντος δανείου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η από 18.3.2005, με στοιχεία …. Folio No. .., απόφαση του ως άνω αγγλικού Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκαν ο ………. και ο ……….. να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην προαναφερθείσα τραπεζική εταιρία «…………», το ποσό των 5.714.334 δολαρίων Η.Π.Α., στο οποίο είχε περιορισθεί η απαίτηση από το δάνειο, συμπεριλαμβανομένων τόκων, κατόπιν των ποσών που εισπράχθηκαν από τους πλειστηριασμούς των ενυπόθηκων πλοίων των δανειοληπτριών αφαιρουμένων των εξόδων εκτέλεσης. Κατόπιν αιτήσεως της ίδιας εταιρίας, η ως άνω απόφαση του αλλοδαπού Δικαστηρίου κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα, δυνάμει της υπ’αριθμ.4007/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει καταστεί τελεσίδικη, ενόψει του ότι με την υπ’αριθμ.852/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου απορρίφθηκε η σχετική κατ’αυτής προσφυγή φερόμενη ως έφεση. Εξάλλου, με την από 30.6.2010 συμβολαιογραφική πράξη συγχωνεύσεως, που καταχωρήθηκε στο Εμπορικό Μητρώο του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Άμστερνταμ την 1.7.2010, η προαναφερθείσα εταιρία με την επωνυμία «………..» και η ενάγουσα εδρεύουσα στο Άμστερνταμ τραπεζική εταιρία «………..», συγχωνεύθηκαν με απορρόφηση της πρώτης από τη δεύτερη, ούτως ώστε η τελευταία να υπεισέλθει σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφουμένης εταιρίας, που έπαυσε να υπάρχει, συμπεριλαμβανομένων αυτών, που αφορούν την ως άνω σύμβαση δανείου και τη σχετική εγγύηση, ως καθολική διάδοχος αυτής. Η επιδικασθείσα απαίτηση της ενάγουσας τράπεζας σε βάρος του οφειλέτη της, ………., εκ του εν λόγω δανείου, όπως η ίδια παραδέχεται με την κρινόμενη αγωγή της, έχει μειωθεί, κατόπιν καταβολής των ποσών των 2.800.000 δολαρίων ΗΠΑ και των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα από τους έτερους συνεγγυητές … . και …….. και κατασχέσεως σε βάρος του ………. εις χείρας της τράπεζας HSBC του ποσού των 78.001,44 δολαρίων ΗΠΑ και ανέρχεται στο ποσό των 2.336.332,56 δολαρίων Η.Π.Α. Ο εναγόμενος-εκκαλών ισχυρίστηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του ότι η απαίτηση της ενάγουσας δεν υφίσταται, καθόσον έχει εξοφληθεί ήδη από 11.2.2003, πλην όμως η ενάγουσα παρέλειψε δολίως να συμπεριλάβει στον ενσωματωμένο στην αγωγή της πίνακα πληρωμής των δόσεων, εκείνες που πραγματοποιήθηκαν στις 10.1.2002 ποσού 2.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, στις 11.4.2002 ποσού 2.000.000 δολαρίων ΗΠΑ και στις 15.7.2002 ποσού 4.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ με την έφεση του υποστηρίζει αντιφάσκοντας ότι το επίμαχο δάνειο εξοφλήθηκε ακόμα νωρίτερα, στις 15.7.2002, από το προϊόν του μυστικού Κυλιόμενου Δανείου, ύψους 25.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, η ανάληψη του οποίου, προς εξόφληση του επίδικου δανείου, με μυστικές εντολές ανωτάτου στελέχους της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας «………”, ολοκληρώθηκε με την ανάληψη του ποσού των 4.000.000 δολαρίων στις 11.7.2002 και την μεταφορά του σε πίστωση του Λογαριασμού Παρακράτησης, όπου καταχωρούνταν οι εξοφλούμενες δόσεις, όλες δε οι μεταγενέστερες, ως άνω, πληρωμές των συνεγγυητών, που εμφανίζει η ενάγουσα, είναι ανύπαρκτες και απατηλές. Ανεξαρτήτως των αντιφάσεων και της εγγενούς αοριστίας, που διαλαμβάνονται στον προβαλλόμενο από τον εναγόμενο-εκκαλούντα ισχυρισμό περί εξόφλησης του επίδικου δανείου, ουδόλως αυτός αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το από 12.6.2002 πρόσθετο συμφωνητικό, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων στην επίμαχη δανειακή σύμβαση και την συναφή σύμβαση εγγύησης συμπεριλαμβανομένου και του ……….., με αυτό ρυθμίστηκε το ζήτημα αποπληρωμής του ως άνω δανείου, κατόπιν αιτήματος των δανειζομένων πλοιοκτητριών εταιρειών για την αναδιάρθρωση των εισέτι ανεξόφλητων δόσεων αποπληρωμής του. Με το ανωτέρω τρίτο κατά σειρά συμπληρωματικό συμφωνητικό καθορίστηκε ότι η πληρωμή του ανεξόφλητου μέρους του εν λόγω δανείου θα διενεργείτο σε πέντε διαδοχικές τριμηνιαίες δόσεις, εκάστης ποσού 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., οι οποίες ήταν καταβλητέες στις 14.10.2002 η πρώτη δόση και στις 14.10.2003 η τελευταία (5η), οπότε ήταν καταβλητέα μία επιπλέον δόση, ποσού 9.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ για το υπόλοιπο μέρος του δανείου συμφωνήθηκε ότι το ποσό των 4.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχούσε στις δόσεις που έπρεπε να καταβληθούν στις 14.1.2002 και 15.4.2002, ποσού 2.000.000 δολαρίων εκάστη, σύμφωνα με την προηγούμενη τροποιητική σύμβαση, θα ήταν πλέον καταβλητέο οποτεδήποτε, κατόπιν οχλήσεως των δανειστριών, όπως και το ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχούσε στην δόση που είχε οριστεί με το προηγούμενο συμφωνητικό να πληρωθεί στις 15.7.2002, γι’αυτό ορίστηκε ότι η καταβολή τούτου δεν θα διενεργείτο πριν την 14.7.2002. Έτσι, από το ως άνω συμφωνητικό, προκύπτει ότι, κατά την ημέρα κατάρτισης του στις 12.6.2002, το ανεξόφλητο μέρος του εν λόγω δανείου ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 25.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. [δηλαδή το άθροισμα των ως άνω δόσεων (2.000.000 Χ 5 = 10.000.000) + 9.000.000 + 4.000.000 + 2.000.000  = 25.000.000] και όχι στο ποσό των 21.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., που αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος-εκκαλών επικαλούμενος τις καταβολές στις 10.1.2002 και 11.4.2002 ποσού καθεμίας 2.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που όμως δεν αποδεικνύεται ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού αφορούν μεταφορά των αντίστοιχων απλήρωτων δόσεων από το ενήμερο, μη ληξιπρόθεσμο μέρος του δανείου, στον λογαριασμό καθυστέρησης με αυξημένο επιτόκιο υπερημερίας. Το ίδιο ισχύει και για την επικαλούμενη καταβολή στις 15.7.2002 του ποσού των 4.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, που ομοίως αφορά μεταφορά καθυστερούμενων δόσεων στον λογαριασμό καθυστέρησης με την αιτιολογία «rollover loan» (δάνειο αναδιάταξης). Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, πέραν των αόριστων ισχυρισμών του εναγομένου-εκκαλούντος, ότι κατά το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατάρτισης του ως άνω τρίτου συμφωνητικού (12.6.2002) μέχρι τις 15.7.2002 ή έστω τις 11.2.2003, που κατά τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του εξοφλήθηκε το εν λόγω δάνειο, καταβλήθηκε το οφειλόμενο ανωτέρω ποσό των 25.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., που αντιστοιχούσε στο ανεξόφλητο υπόλοιπο και τέθηκε σε νέο διακανονισμό ο τρόπος αποπληρωμής  του με το πρόσθετο ως άνω τρίτο συμφωνητικό. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε προεξόφληση του εν λόγω δανείου, ούτε στις 15.7.2002, καθόσον αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα εκ μέρους των οφειλετών, δεν θα παρίστατο ανάγκη υπογραφής του από 12.6.2002 συμφωνητικού διακανονισμού των δόσεων της οφειλής με τελευταία καταβλητέα στις 14.10.2003, αλλά ούτε έλαβε χώρα προεξόφληση στις 11.2.2003, ενόψει του ότι σημαντικός αριθμός από τις καθοριζόμενες δόσεις πληρωμής του δανείου με το συμφωνητικό αυτό, που συνήφθη κατόπιν αιτήματος των οφειλετών, δεν είχαν καταστεί εισέτι ληξιπρόθεσμες, ενώ ήδη είχαν καταστεί υπερήμεροι ως προς την πληρωμή των καταβλητέων δόσεων στις 14.10.2002 και 14.1.2003. Σε κάθε περίπτωση το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία αναθεώρησης της ουσίας της ανωτέρω αλλοδαπής απόφασης, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της ενάγουσας και επομένως, αλυσιτελώς προβάλλονται οι συναφείς ισχυρισμοί του εναγομένου-εκκαλούντος περί ανυπαρξίας της εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο απαίτησης, καθώς και όσοι υποστηρίζουν αορίστως παράνομο και οργανωμένο εγκληματικό σχέδιο υφαρπαγής των πλοίων του πατέρα του, …………, από τις δανείστριες τράπεζες και απάτη επί Δικαστηρίω με πλαστά και ψευδή στοιχεία αναφορικά με την έκδοση της εν λόγω αλλοδαπής απόφασης επί ανύπαρκτης απαίτησης. Ενόψει των ανωτέρω, επαρκώς θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της ένδικης αγωγής, ενόψει του ότι αυτή δικαιούται να επισπεύσει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος της περιουσίας του ………….., δικαιοπαρόχου των εναγομένων και συνεπώς, δικαιολογείται να επιδιώκει την ακυρότητα της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας του επίδικου ακινήτου στον δεύτερο εναγόμενο, ούτως ώστε να μην έπαυσε τούτο να ανήκει στον οφειλέτη της, οι δε τυχόν αντιρρήσεις κατά του εν λόγω εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης θα εξετασθούν κατά την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με την άσκηση ανακοπής του άρθρου 933ΚΠολΔ εκ μέρους του καθ’ου η εκτέλεση ή όποιου άλλου δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι το δεδικασμένο, που απορρέει από την ανωτέρω εκτελεστή απόφαση του αγγλικού Δικαστηρίου και άλλες συναφείς με την επίμαχη δανειακή απαίτηση αποφάσεις ελληνικών Δικαστηρίων, που έχουν εκδοθεί σε βάρος του εγγυητή, ……………., δεν δεσμεύει και τον εναγόμενο-εκκαλούντα, όπως αυτός αβασίμως υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον της ενάγουσας εκ της δυνατότητας της να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση στο επίδικο ακίνητο, ως δανείστρια του αληθούς κυρίου, οφειλέτη της, …………….., δυνάμει της προαναφερομένης αγγλικής δικαστικής απόφασης, που έχει κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε παραμόρφωσε τους ισχυρισμούς του εναγομένου, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται και όσα αντίθετα διαλαμβάνει ο εναγόμενος-εκκαλών με τον πρώτο και δεύτερο λόγο  της έφεσης του, κρίνονται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, ενόψει των προαναφερθέντων, το υποβαλλόμενο με τις προτάσεις του εναγομένου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αίτημα επίδειξης των αναφερομένων εγγράφων, που κατά τους ισχυρισμούς του, βρίσκονται στην κατοχή της ενάγουσας-εφεσίβλητης και δη των καταστάσεων κίνησης των αναφερομένων λογαριασμών των δανειοληπτριών εταιρειών, που σχετίζονταν με την δανειακή σύμβαση, των καταστάσεων εισπράξεων και πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν, των συναφών ενταλμάτων και εντολών πληρωμής, των αποσπασμάτων των λογιστικών βιβλίων της ενάγουσας σχετικά με το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου του δανείου, των οικείων παραστατικών σχετικά με τα ποσά που καταβλήθηκαν από τους συνεγγυητές του δανείου, των νομιμοποιητικών εγγράφων βάσει των οποίων ανοίχτηκαν οι ζητούμενοι λογαριασμοί των δανειοληπτριών εταιρειών και των πληρεξουσίων για την άσκηση της αγγλικής αγωγής, καθώς επίσης την αίτηση κήρυξης εκτελεστής της αλλοδαπής απόφασης και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, προς απόδειξη της ύπαρξης και του ύψους της απαίτησης της ενάγουσας, κρίνεται απορριπτέο, ως αλυσιτελές, καθόσον τα ζητούμενα στοιχεία δεν κρίνονται πρόσφορα και απαραίτητα προς ανταπόδειξη της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας, στην άσκηση του καταγομένου στην παρούσα δίκη δικαιώματος της, που επαρκώς θεμελιώνεται στην ύπαρξη της εν λόγω εκτελεστής απόφασης του αγγλικού Δικαστηρίου σε βάρος του δικαιοπαρόχου των εναγομένων, συζύγου και πατέρα αντίστοιχα, το δε κριθέν επί της ουσίας από το ανωτέρω Δικαστήριο ζήτημα της ύπαρξης της απαίτησης της ενάγουσας εκ της ανωτέρω συμβάσεως δανείου και προσωπικής εγγυήσεως, δεν επιτρέπεται να επανεξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 36 και 45 παρ.2 του Κανονισμού αριθ.44/2001 του Συμβουλίου για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις «Βρυξέλλες I»), λαμβανομένου υπόψη ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου-εκκαλούντος περί ανυπαρξίας αυτής, λόγω εξόφλησης, ανάγεται στο χρόνο έκδοσης της εκτελεστής αγγλικής απόφασης και δεν στερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης από το αλλοδαπό Δικαστήριο κλητευόμενος νομίμως, μήτε την προσέβαλε με ένδικο μέσο. Κατά συνέπεια, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω αίτημα, αν και με συνοπτική εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των αιτιάσεων του εναγομένου, που διατυπώνονται στον τρίτο λόγο της έφεσης του, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ………., δυνάμει του υπ’αριθμ……/30.12.1998 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Γαλαξειδίου ………, συζύγου ………., που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Γαλαξειδίου (σε τόμο …… με αριθμό ……), μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως, στην πρώτη εναγομένη σύζυγο του, την κυριότητα δέκα ακινήτων, που αναφέρονται στο συμβόλαιο αυτό, έναντι συνολικού τιμήματος 115.625.366 δραχμών, στα οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, ήτοι το ½ εξ αδιαιρέτου επί μιας παλιάς τριορόφου λιθόκτιστης οικίας μετά του συνεχομένου περιβολίου της και της εν αυτώ ισογείου αποθήκης και των συνεχομένων έξωθεν της πιο πάνω οικίας μικρών οικοπέδων μετά των παραρτημάτων, παρακολουθημάτων και των συστατικών της μετά του υπ’αυτής οικοπέδου και της εν γένει περιοχής της, που ευρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πρώην κοινότητας και ήδη Δήμου Γαλαξειδίου-Φωκίδας και στην συνοικία «…………..», έκτασης του όλου ακινήτου μέτρων τετραγωνικών 447,70 ή όσης έκτασης είναι και όπως αυτό αποτυπούται πλήρως στο από Απριλίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., που προσαρτάται στο υπ’αριθμ…../26.4.1994 συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου, με κεφαλαία γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Α, η δε εμπορική αξία του όλου ακινήτου ανέρχεται σε 894.000 ευρώ. Ωστόσο, κατόπιν ασκήσεως της από 19.2.2004 (αριθμ.καταθ…../2004) αγωγής της εταιρίας με την επωνυμία «………» κατά του ……… και της νυν πρώτης εναγομένης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.4404/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητη, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα των γενόμενων μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών της κυριότητας των δέκα αυτών ακινήτων, δια του ως άνω υπ’αριθμ…../30.12.1998 συμβολαίου της προαναφερθείσας συμβολαιογράφου, ως εικονικών. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι δεν υπήρχε πραγματική βούληση μεταβιβάσεως αιτία πωλήσεως, των ως άνω περιουσιακών στοιχείων του ………. προς τη σύζυγο του πρώτη εναγομένη, ούτε και καταβλήθηκε άλλωστε το αναφερόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, αλλά αυτή έγινε ενώ είχε αρχίσει να διαφαίνεται η κακή οικονομική κατάσταση των οφειλετριών του δανείου επιχειρήσεων και άρα ο επικείμενος κίνδυνος αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος της προσωπικής περιουσίας του εγγυητή, ……., για την ικανοποίηση της ως άνω απαίτησης της ενάγουσας, που αφορά την προαναφερθείσα σύμβαση δανείου και τη σχετική εγγύηση. Μάλιστα, κατά την ίδια ανωτέρω απόφαση, τα ως άνω μεταβιβασθέντα δέκα ακίνητα του ………… αποτελούσαν τα ουσιώδη στοιχεία της περιουσίας του τελευταίου και εξαντλούν το μεγαλύτερο μέρος αυτής, ενόψει του ότι τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία του είναι ασημάντου αξίας, σε σχέση με τα μεταβιβασθέντα και είναι βεβαρυμμένα με εμπράγματα βάρη υπέρ τρίτων δανειστών. Σημειωτέον ότι, δυνάμει του υπ’ αριθ.710/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, οι νόμιμοι εκπρόσωποι (………..και ………) της προαναφερθείσας δικαιοπαρόχου της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..»,  απαλλάχθηκαν της σχετικής κατηγορίας, που αφορούσε την αξιόποινη πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση, από κοινού, εκ της οποίας το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 120.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1 και 3 περ. β’ του ΠΚ), για την οποία είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, κατόπιν υποβολής της από 25.2.2010 μηνύσεως του ………..  Εξάλλου, την ίδια ημέρα που συντάχθηκε το ως άνω συμβόλαιο, με διαδοχικές συμβολαιογραφικές πράξεις της ίδιας συμβολαιογράφου υπ’αριθμ…………/30-12-1998, που μεταγράφηκαν στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Γαλαξειδίου (τόμος ….. με αριθμούς ……….. αντιστοίχως), η σύζυγος του ……….., πρώτη εναγομένη, μεταβίβασε περαιτέρω, λόγω γονικής παροχής, την κυριότητα κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου των εν λόγω δέκα ακινήτων στα τρία τέκνα τους αντίστοιχα και συγκεκριμένα στον δεύτερο εναγόμενο, …….. το περιγραφόμενο ανωτέρω ακίνητο πρώτο εξ αυτών,  στην …….. τρία εξ αυτών και στον ………. έξι από αυτά, όπως περιγράφονται στα οικεία συμβόλαια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω μεταβίβαση της συγκυριότητας του ανωτέρω ακινήτου από την πρώτη στον δεύτερο των εναγομένων υιό της διενεργήθηκε μόνον φαινομενικώς, καθόσον, αν και κατά την κατάρτιση της σύμβασης γονικής παροχής οι εναγόμενοι συμβαλλόμενοι είχαν συνείδηση του δικαιοπρακτικού χαρακτήρα των δηλώσεων τους, ωστόσο δεν είχαν πραγματική βούληση να ισχύσουν οι δηλώσεις τους και να παραγάγουν έννομες συνέπειες, ήτοι δεν επιθυμούσαν να καταστεί κύριος του ανωτέρω ακινήτου ο δεύτερος εναγόμενος και να αποκτήσει τις σχετικές εξουσίες του κυρίου  επί του ακινήτου τούτου, λόγω εκπλήρωσης ηθικού καθήκοντος της πρώτης εναγομένης, μητέρας του, για την επαγγελματική και οικονομική του αποκατάσταση, αφού δεν συνέτρεχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο περιστατικά, που να δικαιολογούσαν κάτι τέτοιο, ούτε γίνεται επίκληση τους από τους εναγομένους, αλλά η αληθινή τους βούληση, που εκδηλώθηκε με την μεθόδευση της διαδοχικής φαινομενικής μεταβίβασης της κυριότητας συλλήβδην δέκα ακινήτων του ………… στην εναγομένη σύζυγο του, περιλαμβανομένου του επιδίκου, που του ανήκε κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου με την τελευταία  και την περαιτέρω μεταβίβαση τούτου κατά το αυτό ιδανικό μερίδιο στον εναγόμενο υιό τους, όπως και των λοιπών στα έτερα τέκνα τους αντίστοιχα, οι μεταβιβαστικές δικαιοπραξίες των οποίων σημειωτέον έχουν ήδη κριθεί τελεσίδικα άκυρες, ως εικονικές, δυνάμει των υπ’αριθμ.481/2015 και 130/2015 αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου,  ήταν ουσιαστικά να μην απωλέσουν την συγκυριότητα του εν λόγω ακινήτου οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου-εκκαλούντος, ………. και η εναγομένη σύζυγος τούτου, πλην όμως να δημιουργήσουν με τις δικαιοπρακτικές δηλώσεις τους την εντύπωση στους τρίτους μεταβολής της νομικής καταστάσεως του ανωτέρω ακινήτου, με μοναδικό τους σκοπό, κατά την επαπειλούμενη σε βάρος του εγγυητή του δανείου, ………….., αναγκαστική εκτέλεση, λόγω της διαφαινομένης οικονομικής αδυναμίας των δανειοληπτριών εταιρειών να ανταπεξέλθουν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, που ήδη είχε οδηγήσει στην σύναψη της πρώτης συμπληρωματικής συμφωνίας αναδιάρθρωσης του τρόπου αποπληρωμής του δανείου, να αποφύγουν να εμφανίζεται το εν λόγω σημαντικής αξίας ακίνητο, ως αντικείμενο της προσωπικής περιουσίας του οφειλέτη των δανειστριών τραπεζών δικαιοπαρόχου τους, ούτως ώστε να επιτύχουν την παραπλάνηση τους και εντεύθεν την ματαίωση της ικανοποίησης των απαιτήσεων τους από την περιουσία του, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν προκύπτει ότι τα λοιπά περιουσιακά του στοιχεία, επαρκούν προς τούτο. Ενόψει των ανωτέρω, οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των συναλλασσομένων εναγομένων επί της υποσχετικής δικαιοπραξίας, οι οποίες εν γνώσει τους, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, ήταν άκυρες, ως εικονικές, με συνέπεια τούτο να επισύρει την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, από την πρώτη εναγομένη στον δεύτερο τούτων, δια του  υπ’αριθμ……/30.12.1998 συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η εν λόγω μεταβιβαστική δικαιοπραξία είναι άκυρη, λόγω εικονικότητας, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος-εναγομένου, που διαλαμβάνονται στους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης του και βασίζονται στην ανυπαρξία απαίτησης της ενάγουσας, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

  1. VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από τον εκκαλούντα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εναγομένης – δεύτερης των εφεσιβλήτων, πρέπει να καθορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2172/2015 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την απολιπομένη εφεσίβλητη στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 3 Οκτωβρίου 2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 10η  Δεκεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ