Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 718/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     718/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα E.T.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 20-12-2018 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……./20-12-2018 έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της με αριθ. 4886/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 19-6-2017 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. ……/22-6-2017 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 20-12-2018, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα) αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 2-11-2018, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Κατά το άρθρο 293 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ο συμβιβασμός, που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου της εκκρεμούς δίκης ή στο πλαίσιο μεν της δίκης, αλλά χωρίς τις διατυπώσεις της παρ. 1 του άρθρου 293 Κ.Πολ.Δ, φέρει το χαρακτήρα εξωδίκου συμβιβασμού και κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κατά τις διατάξεις των άρθρων 871 και 872 Α.Κ. Περαιτέρω, από το άρθρο 871 Α.Κ. προκύπτει ότι, για τη νόμιμη κατάρτιση του συμβιβασμού αρκεί να υπάρχει σε όλους τους συμβαλλομένους έριδα ή αβεβαιότητα ως προς τη γέννηση, την ύπαρξη, την έκταση ή τις συνέπειες κάποιας έννομης σχέσης, αδιαφόρως αν αυτή είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και των λόγων από τους οποίους αυτή προέρχεται και η έριδα ή η αβεβαιότητα αυτή να αίρεται με αμοιβαίες υποχωρήσεις, που δεν είναι απαραίτητο να είναι της αυτής αξίας ή σημασίας ή απολύτως ανάλογες και οι οποίες μπορεί να είναι ποικίλης φύσεως, νομικής ή πραγματικής, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο συμβιβασμός, που αποτελεί σύμβαση αμφοτεροβαρή, στην οποία εφαρμόζονται ως προς τις συνέπειες της αδυναμίας παροχής, υπερημερίας εκπληρώσεως, υπαναχωρήσεως κ.λ.π., οι γενικά ισχύοντες γι’ αυτήν  κανόνες, δεν υπόκειται κατ’ αρχήν σε ορισμένο τύπο και μπορεί να συμφωνηθεί υπό αίρεση αναβλητική ή διαλυτική, οι συνέπειες πληρώσεως ή ματαιώσεως της οποίας κρίνονται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρο 201 Α.Κ). Ειδικότερα, μπορεί να ορισθεί ότι η με τον συμβιβασμό χωρούσα παραίτηση από αξίωση ή ανάληψη νέας υποχρεώσεως γίνεται με την αναβλητική αίρεση της από τον άλλο των συμβαλλομένων  εκπληρώσεως  των  υποχρεώσεών του ή ισχύει με την όμοια διαλυτική αίρεση, οπότε οι συνέπειες της πληρώσεως  ή  ματαιώσεως της αιρέσεως αυτής θα ορισθούν κατά το κοινό δίκαιο (βλ. Ράμμο στην Ερμ.Α.Κ, υπ’ άρθρο 871, αριθ. 45, Μαστρογαμβράκη σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Α.Κ, υπ’ άρθρο 871, αριθ. 40).  Η αίρεση, αναβλητική ή διαλυτική, συνήθως διατυπώνεται ρητά στη δικαιοπραξία, εκφραζόμενη άλλοτε μεν το  «εάν», άλλοτε  δε  με  τη  φράση «υπό τον όρο» ή με άλλη παρόμοια φράση. Δεν αποκλείεται όμως να συνάγεται από το  περιεχόμενο  της  δικαιοπραξίας κατά  τους  κανόνες περί ερμηνείας των δικαιοπραξιών. Κατά τους ίδιους κανόνες θα ορισθεί, εφόσον υπάρχει αμφιβολία, και  το  ζήτημα  αν  τα μέρη  αποσκοπούσαν  σε αναβλητική ή διαλυτική αίρεση (Γ. Μπαλή, Γεν. Αρχές, έκδ. 6η, παρ. 105, σ. 2327,  Εφ.Αθ. 2534/2015, Εφ.Δωδ. 194/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 783/1992, ΕλλΔνη 1995, 206, Εφ.Αθ. 9910/1988, ΕλλΔνη 1991, 1678, Εφ.Αθ. 816/1981, Αρμ. ΛΕ, 942).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερθείσα αγωγή, όπως το δικόγραφό της διευκρινίστηκε παραδεκτά με τις πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και εκτιμάται από το Δικαστήριο, η τελευταία εξέθεσε ότι, δυνάμει σύμβασης δανείου που καταρτίσθηκε εγγράφως στη Μάλτα στις 27-5-2015 μεταξύ της ίδιας και της μη διαδίκου εταιρίας «……………..» ως δανειοδοτριών και της πρώτης εναγομένης και των ναυτιλιακών εταιριών «………..», «…………» και «……….» ως από κοινού και εις ολόκληρον ευθυνόμενων  δανειοληπτριών, συμφωνήθηκε να χορηγήσουν οι άνω δανειοδότριες εταιρίες στις άνω δανειολήπτριες εταιρίες συνολικό ποσό δανείου 1.335.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, με σκοπό, μεταξύ άλλων και τη χρηματοδότηση της αγοράς από την πρώτη εναγόμενη του Φ/Γ πλοίου «GT», το οποίο μετέπειτα μετονομάστηκε σε «N». Ότι με βάση την ανωτέρω δανειακή σύμβαση η ίδια (ενάγουσα) όφειλε εκ του ανωτέρω ποσού να χορηγήσει στις δανειολήπτριες το συνολικό ποσό των 800.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και το υπόλοιπο να καταβληθεί από την έτερη άνω δανειοδότρια εταιρία (μη διάδικο). Ότι σε εκτέλεση της άνω σύμβασης η ίδια χορήγησε στις δανειολήπτριες εταιρίες, με τους ειδικότερους όρους που ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, στις 28-5-2015 το ποσό των 500.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και στις 2-6-2015 το ποσό των 300.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, ποσά τα οποία πιστώθηκαν στο λογαριασμό της διαχειρίστριας της πρώτης εναγομένης και των λοιπών δανειοληπτριών εταιριών εταιρίας «……….», τον οποίο διατηρούσε η τελευταία στην τράπεζα «…………». Ότι το έτος 2015 οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρίες δεν κατέγραψαν κέρδη, ενώ το ίδιο έτος, καθώς και το επόμενο, οι λοιπές, πλην της πρώτης εναγομένης, δανειολήπτριες εταιρίες προχώρησαν στην πώληση των αναφερομένων στην αγωγή πλοίων ιδιοκτησίας τους. Ότι τον Οκτώβριο του έτους 2016 η ίδια πληροφορήθηκε ότι και η πρώτη εναγομένη υπέγραψε μυστικά απ’ αυτή (ενάγουσα) συμφωνητικό με τη δεύτερη εναγόμενη για τη μεταβίβαση προς την τελευταία του Φ/Γ πλοίου «Ν», που ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που είχε απομείνει στις δανειζόμενες εταιρίες. Ότι για το λόγο αυτό η ίδια άσκησε κατά των δανειοληπτριών εταιριών (περιλαμβανομένης της πρώτης εναγομένης) την από 17-11-2016 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση δανείου και απαίτησε να της επιστραφεί το χρηματικό ποσό των 800.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, πλέον των  οφειλομένων τόκων. Ότι επιπλέον, με το από 29-11-2016 ηλεκτρονικό μήνυμά της προς τις εναγόμενες, ενημέρωσε αμφότερες ότι θα έπρεπε να έχουν και τη δική της συναίνεση για την ολοκλήρωση της άνω αγοραπωλησίας. Ότι στη συνέχεια, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τις δανειολήπτριες εταιρίες (περιλαμβανομένης της πρώτης εναγομένης) και αμοιβαίων υποχωρήσεων, κατήρτισαν την από 6-12-2016 έγγραφη σύμβαση μεταξύ τους (τιτλοφορούμενη «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΎ ΚΑΙ ΆΦΕΣΗΣ ΧΡΕΟΥΣ»), με την οποία συμφωνήθηκε ότι το άνω δάνειο θα θεωρείται πλήρως αποπληρωθέν (όρος 14), εφόσον η πρώτη εναγόμενη α) καταβάλει στην ενάγουσα έναντι της οφειλής της το ποσό των 323.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. (όρος 2), β) μεταβιβάσει στην υποδειχθείσα απ’ αυτήν (ενάγουσα) εταιρία «………» ποσοστό 35% από τις μετοχές της εταιρίας «………….» (όρος 3) και γ) διοριστούν με έγγραφη συμφωνία των μετόχων της εταιρίας «………..» δυο εκπρόσωποί της ως πληρεξούσιοι για να κινούν από κοινού τους λογαριασμούς της, εκ των οποίων τον ένα θα τον επέλεγε η ίδια (όρος 4). Ότι σε συμμόρφωση με τα ανωτέρω συμφωνηθέντα συναίνεσε στη σκοπούμενη άνω πώληση του πλοίου από την πρώτη στη δεύτερη εναγόμενη, ενώ η πρώτη εναγόμενη στις 7-12-2016 της κατέβαλε, από το τίμημα της άνω πώλησης του πλοίου, το ποσό των 323.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και της μεταβίβασε και το 35% των μετοχών της εταιρίας «…………», ιδιοκτήτριας του πλοίου «AWR». Ότι στη συνέχεια όμως δεν τηρήθηκε από την πρώτη εναγόμενη και τις λοιπές δανειολήπτριες ο (σημαντικότερος) υπό στοιχείο γ’ άνω όρος της από 6-12-2016 συμφωνίας τους και δη ο διορισμός με έγγραφη συμφωνία των μετόχων της εταιρίας «………….» δυο εκπροσώπων της ως πληρεξουσίων για να κινούν από κοινού τους λογαριασμούς της, εκ των οποίων ο ένας θα ήταν της επιλογής της. Ότι για το λόγο αυτό η ίδια, με το από 14-3-2017 ηλεκτρονικό της μήνυμα, δήλωσε στην πρώτη εναγόμενη και στις λοιπές δανειολήπτριες ότι δεν δεσμεύεται στο εξής από τη συμφωνία αυτή και ζήτησε την εξόφληση της αρχικής οφειλής και δη το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου και τους οφειλόμενους τόκους. Ότι για την ένδικη αυτή οφειλή, η οποία εξακολουθεί να παραμένει ανεξόφλητη, η δεύτερη εναγομένη και νυν πλοιοκτήτρια του πλοίου «N» ευθύνεται εκ του νόμου αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, καθώς η οφειλή αυτή δημιουργήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης του άνω πλοίου, το οποίο αποτελούσε τη μοναδική περιουσία της πρώτης εναγομένης, γεγονός που γνώριζε η δεύτερη εναγόμενη όταν αγόραζε το πλοίο. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη ευθύνη της πρώτης εναγομένης από τη σύμβαση δανείου και ευθύνη της δεύτερης εναγομένης εκ του νόμου, λόγω της μεταβίβασης σ’ αυτήν του άνω πλοίου ως ομάδας περιουσίας, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 505.251,12 δολαρίων Η.Π.Α. (και δη 501.432,00 δολάρια Η.Π.Α. για καταβληθέν κεφάλαιο και 3.819,12 δολάρια Η.Π.Α. για δεδουλευμένους τόκους), άλλως το ισάξιο του συνολικού ποσού των 505.251,12 δολαρίων Η.Π.Α. σε ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως το ισάξιο του άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. σε ευρώ κατά την ημέρα σύνταξης της αγωγής (19-6-2017), το οποίο, κατά τους υπολογισμούς της, ανέρχεται στο ποσό των 451.157,35 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε: Α) ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης που παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 10, 12, 13, 18, 25 παρ. 2, 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 1 παρ. 1, 2, 25 παρ. 1, 26, 31 παρ. 2,3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Συμβουλίου της 22-12-2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 51 ν. 2172/1993 και 3 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, Β) ότι εφαρμοστέο δίκαιο ως προς την επικαλούμενη από την ενάγουσα ευθύνη της πρώτης εναγομένης από σύμβαση δανείου τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη υπήγαγαν τις διαφορές τους από τη σύμβαση αυτή [(άρθρα 1 παρ. 1 εδάφ. α’, 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I)], αλλά και διότι ουδείς των διαδίκων προέβαλε ισχυρισμό περί αλλοδαπού εφαρμοστέου δικαίου, υφισταμένης προς τούτο και μετασυμβατικής συμφωνίας τους για εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 3 παρ. 2 του άνω Κανονισμού ΕΚ 593/2008), Γ) ότι με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που κρίθηκε εφαρμοστέο, η αγωγή κατά της πρώτης εναγομένης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806 επ, 345, 346 Α.Κ, όπως νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και 361, 871, 454 Α.Κ, είναι και ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης περί απόσβεσης της επίδικης οφειλής της προς την ενάγουσα από τη σύμβαση δανείου λόγω της επακολουθήσασας από 6-12-2016 άνω έγγραφης σύμβασης μεταξύ τους και της εκπλήρωσης των όρων της. Στη συνέχεια, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου και κατ’ ουσία του άνω καταλυτικού της αγωγής ισχυρισμού, που χαρακτηρίστηκε, κατά την προέχουσα νομική φύση του, ως ένσταση από σύμβαση συμβιβασμού (άρθρα 361, 871 Α.Κ.), στην οποία σημειώθηκε ότι μετέχουν και στοιχεία από σύμβαση άφεσης χρέους (άρθρο 454 Α.Κ), απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της, διότι κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι, μετά την πλήρωση των συμφωνηθέντων όρων του άνω συμβιβασμού, η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγόμενης αποσβέστηκε πλήρως και επομένως δεν υφίσταται η επικαλούμενη ευθύνη εκ του νόμου της δεύτερης εναγόμενης λόγω μεταβίβασης σ’ αυτήν του άνω πλοίου ως ομάδας περιουσίας, δεδομένου ότι η ευθύνη αυτή της δεύτερης εναγομένης βασίζεται σε σωρευτική αναδοχή των επιδίκων χρεών της πρώτης εναγομένης με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσα διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή της, ζητώντας για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της έφεσης και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή της, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία.

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικά, ως δικαστικά τεκμήρια [στα οποία περιλαμβάνονται η υπ’ αριθ. ……/28-9-2017 ένορκη βεβαίωση του ……….., που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., με την επιμέλεια της ενάγουσας – εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …../25-9-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………., καθώς και η υπ’ αριθ. …../23-10-2017 ένορκη βεβαίωση του ………., που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………., με την επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ……/16-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….)], μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 παρ. 1 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης δανείου, που καταρτίστηκε εγγράφως στον Πειραιά στις 25-5-2015 (επί της οποίας ανεγράφη για φορολογικούς λόγους ότι καταρτίστηκε στη Μάλτα) μεταξύ της ενάγουσας εταιρίας «………..» και της εταιρίας «……..» (ως δανειοδοτριών) και της πρώτης εναγομένης εταιρίας «………..», αλλά και των μη διαδίκων εταιριών «……….», «…………» και «…………» ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενων δανειοληπτριών, συμφωνήθηκε να χορηγήσουν οι ανωτέρω δανειοδότριες στις ανωτέρω δανειολήπτριες δάνειο συνολικού ποσού 1.335.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Η παροχή των δανειοδοτριών έναντι των δανειοληπτριών συμφωνήθηκε διαιρετή και εξ αυτού του λόγου η ενάγουσα συμφώνησε να καταβάλει μέρος του δανείου, ποσού 800.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και η έτερη δανειοδότρια εταιρία «………..» (μη διάδικος) το υπόλοιπο μέρος του δανείου, ποσού 535.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Σκοπός της άνω σύμβασης – η οποία, κατά ρητή συμφωνία των μερών, συμφωνήθηκε να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και κάθε διαφορά εξ αυτής να επιλύεται από τα Δικαστήρια του Πειραιά (όρος 18) – ήταν η χρηματική διευκόλυνση αγοράς πλοίων από κάθε μια από τις δανειολήπτριες εταιρίες. Το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, με σταθερό επιτόκιο 2% (όρος 4), η δε αποπληρωμή του συμφωνήθηκε να γίνει αμέσως μόλις υπάρξουν διαθέσιμα κεφάλαια σε οποιανδήποτε των δανειοληπτριών και σε περίπτωση κατά την οποία οποιαδήποτε διαθέσιμα κεφάλαια σε οποιαδήποτε σχετική χρονική στιγμή δεν επαρκούν ώστε να αποπληρωθεί το συνολικό ποσό του δανείου ομού μετά των δεδουλευμένων τόκων επ’ αυτού, τότε το διαθέσιμο ποσό να καταβάλλεται στις δύο δανειοδότριες κατ’ αναλογία του ποσού του δανείου που δάνεισε καθεμία απ’ αυτές (όρος 5). Περαιτέρω, με τον όρο 6 της δανειακής σύμβασης συμφωνήθηκε η σειρά καταλογισμού των καταβαλλόμενων ποσών και δη: Πρώτον, για την εξόφληση οφειλόμενου δανείου των δανειζομένων προς την Τράπεζα «……….», δεύτερον, για την πληρωμή των λειτουργικών εξόδων και εξόδων συντήρησης των πλοίων, τρίτον, για την πληρωμή των οφειλόμενων τόκων προς τις δανειοδότριες εταιρίες (………. και ……………) και τέταρτον, για την πληρωμή του οφειλόμενου κεφαλαίου προς τις δανειοδότριες εκ του άνω δανείου. Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η ενάγουσα κατέβαλε, δια διαδοχικών καταθέσεων στον οριζόμενο στον όρο 2 της σύμβασης τραπεζικό λογαριασμό, ήτοι στον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό που διατηρούσε η εταιρία «……..», ως διαχειρίστρια των πλοίων της πρώτης εναγομένης και των λοιπών δανειοληπτριών εταιριών, στην τράπεζα «………», το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό, ήτοι το συνολικό ποσό των οκτακόσιων χιλιάδων δολαρίων Η.Π.Α. Συγκεκριμένα, στις 28-5-2015 κατέβαλε το ποσό των 500.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. και στις 2-6-2015 κατέβαλε το ποσό των 300.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη προέβη τον Ιούνιο του 2015, αντί του ποσού των 4.300.000,00 δολαρίων Η.Π.Α, στην αγορά του φορτηγού πλοίου «GT», το οποίο μετέπειτα μετονομάσθηκε σε «N». Όμως, εντός του έτους 2015, λόγω των επικρατουσών δυσμενών συνθηκών της αγοράς στη ναυτιλία και της παρατεταμένης κρίσης, οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρίες, πλην της πρώτης εναγομένης, προχώρησαν στην πώληση των πλοίων που ανήκαν σε έκαστη, ενώ και η πρώτη εναγόμενη υπέγραψε στις 2-10-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό (Memorandum of Agreement) για την πώληση στη δεύτερη εναγόμενη του ανωτέρω Φ/Γ πλοίου της «N», το οποίο ήταν το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε απομείνει σε όλες τις δανειολήπτριες, αφού οι λοιπές είχαν ήδη πουλήσει τα πλοία τους. Μόλις η ενάγουσα πληροφορήθηκε τη συμφωνία πώλησης του ανωτέρω πλοίου άσκησε κατά των δανειοληπτριών εταιριών (περιλαμβανομένης της πρώτης εναγομένης) την από 17-11-2016 και με Γ.Α.Κ. …../2016 και Ε.Α.Κ. ……/2016 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία δήλωσε ότι καταγγέλλει την ανωτέρω σύμβαση δανείου και ζήτησε από τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρο, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 823.457,54 δολ. Η.Π.Α. και δη 800.000,00 δολάρια Η.Π.Α. για κεφάλαιο του δανείου και 23.457,54 ευρώ για οφειλόμενους τόκους. Παράλληλα, με το από το από 29-11-2016 ηλεκτρονικό της μήνυμα προς αμφότερες τις εναγόμενες (πωλήτρια και αγοράστρια του ανωτέρω πλοίου), δήλωσε ότι δεν συναινεί στην ολοκλήρωση της πώλησής του σύμφωνα με τους όρους του μεταξύ τους από 2-10-2016 ιδιωτικού συμφωνητικού. Στη συνέχεια, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία του άνω πλοίου, η ενάγουσα και η πρώτη εναγομένη οδηγήθηκαν σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες, κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων, κατέληξαν σε σύμβαση που υπεγράφη στις 6-12-2016 στον Πειραιά (την προηγουμένη ημέρα της παράδοσης του άνω πλοίου στην αγοράστρια δεύτερη εναγόμενη) μεταξύ της ενάγουσας, της εταιρίας «……………» (αντιπροσωπευόμενης από την ενάγουσα) και του ……… (στα συμφέροντα του οποίου ανήκαν οι άνω εταιρίες) αφενός και της πρώτης εναγομένης εταιρίας «…. ..» και των εταιριών «…. . και «………» (απάντων συμφερόντων …………) αφετέρου. Με την  παραπάνω σύμβαση, η οποία τιτλοφορείται «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ» (PRIVATE SETTLEMENT AND RELEASE AGREEMENT),  συμφωνήθηκε ότι το ανωτέρω δάνειο, που χορηγήθηκε από την ενάγουσα προς τις εταιρίες «………», «……..», «……..» και «……..», θα θεωρείται πλήρως και οριστικώς εξοφλημένο (συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου, τόκων εξόδων κ.λ.π.) κατά το χρόνο εκπλήρωσης των όρων 2, 3 και 4 της σύμβασης (όρος 14). Οι όροι αυτοί προέβλεπαν ειδικότερα: α) την καταβολή ποσού 323.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. στην ενάγουσα από τις προσόδους πώλησης του πλοίου «Ν» (όρος 2), β) τη μεταβίβαση από το …………[τελικό δικαιούχο (beneficially owing) ποσοστού 50% των μετοχών της εταιρίας «………..», η οποία κατείχε το 100% στο εταιρικό κεφάλαιο της εταιρίας «. ………», που ήταν η πλοιοκτήτρια του M/V πλοίου «ΑWR»] 75 ονομαστικών μετοχών που αντιπροσώπευαν το 15% του συνόλου των 500 ονομαστικών μετοχών στο εταιρικό κεφάλαιο της εταιρίας «……….» και τη μεταβίβαση από τον ………. [επίσης τελικό δικαιούχο (beneficially owing) ποσοστού 50% των μετοχών της εταιρίας «………..»] 100 ονομαστικών μετοχών, που αντιπροσώπευαν το 20% του συνόλου των 500 ονομαστικών μετοχών στο εταιρικό κεφάλαιο της άνω εταιρίας (όρος 3) και γ) τη συγκρότηση των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών «………» και «………..», κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των μετόχων, από δύο διευθυντές για κάθε μία εταιρία, εκ των οποίων ένα Διευθυντή θα επέλεγε η ενάγουσα και έναν ο ………….., οι οποίοι (διευθυντές) θα ενεργούσαν από κοινού (jointly) και σύμφωνα με τη ανωτέρω συμφωνία των μετόχων (όροι 3 και 4). Η ενάγουσα – η οποία την ίδια ημέρα (6-12-2016), με δυο διαδοχικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τη δεύτερη εναγόμενη, της γνωστοποίησε ότι συναινεί στη μεταβίβαση του Φ/Γ πλοίου «N» προς την τελευταία ελευθέρου βαρών, σύμφωνα με τους όρους του από 2-10-2016 άνω ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των εναγομένων εταιριών – συνομολογεί με τις πρωτόδικες και τις παρούσες προτάσεις της ότι οι δύο πρώτοι από τους ανωτέρω όρους εκπληρώθηκαν. Περαιτέρω όμως ισχυρίζεται ότι δεν εκπληρώθηκε ο υπό στοιχείο γ’ ανωτέρω συμφωνηθείς όρος αναφορικά με το διορισμό των υπογραφόντων δυο διευθυντών για τον έλεγχο και τη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών των δυο άνω εταιριών και την υπογραφή του συμφωνητικού των μετόχων και ότι, ενόψει της μη πλήρωσης του όρου αυτού, ενημέρωσε στις 1-4-2017 με ηλεκτρονικό της μήνυμα (εκτός άλλων) και την πρώτη εναγόμενη ότι διατηρεί όλα τα δικαιώματά της και του ………. και / ή των εντολοδοτών τους / μετόχων / συν-μετόχων, διευθυντών, συνδεδεμένων εταιριών, εκπροσώπων, εργαζομένων, υπαλλήλων, προσωπικού και αντιπροσώπων, σχετικά με τις αξιώσεις που αναλύονται  στο άρθρο 14 α και 14β του άνω συμφωνητικού, τα οποία θεωρούνται έγκυρα και υπαρκτά, όπως διατηρούνται και όλα τα υπόλοιπα δικαιώματα της «………» ως μετόχων της «………..». Τον παραπάνω ισχυρισμό, τον οποίο υπέβαλε πρωτόδικα, επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της (παραπονούμενη ότι πρωτοδίκως δεν λήφθηκε υπόψη) και επιχειρεί να τον τεκμηριώσει με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής της (που κατ’ ουσία είναι ενιαίος με τον πρώτο), με τον οποίο επικαλείται πλημμελή εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο α) της ανωτέρω από 6-12-2016 «ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ», από την οποία προκύπτει η σημασία της συμφωνίας των μετόχων των εταιριών «………..» και «………..» για την πλήρωση των όρων της συμφωνίας και ειδικότερα του όρου 4 για το διορισμό των υπογραφόντων δυο διευθυντών για τον έλεγχο και τη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών των άνω εταιριών, β) των από 1-3-2017 και από 14-3-2017 μηνυμάτων της (ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), από τα οποία προκύπτει η αναγκαιότητα διορισμού διευθυντών για να υπογράφουν από κοινού τους τραπεζικούς λογαριασμούς των άνω εταιριών, γ) της ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρός της ……… (υπευθύνου οικονομικού της τμήματος), κατά την οποία ο . ……… και οι εταιρίες συμφερόντων του δεν προχώρησαν στο διορισμό δυο διευθυντών στις εταιρίες «………..» και «………….», ούτε στο διορισμό δεύτερου συνυπογράφοντος στους λογαριασμούς τους, ούτε και στην υπογραφή του σχετικού συμφωνητικού των μετόχων της, όπως προέβλεπε το από 6-12-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό και δ) των από 7-12-2016 και 7-6-2017 πρακτικών Δ.Σ. των άνω εταιριών, με τα οποία ο ………. διορίστηκε μεν μέλος του Δ.Σ. αυτών, χωρίς όμως τον απαιτούμενο διορισμό από κοινού υπογραφόντων τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, καθώς και την παράλληλη υπογραφή της απαιτούμενης σχετικής συμφωνίας των μετόχων τους]. Πλην όμως, ναι μεν δεν αποδείχθηκε ότι υπογράφηκε η άνω συμφωνία των μετόχων (shareholders agreement) των εταιριών «…………» και «………….», όπως προέβλεπε ο όρος 3 της από 6-12-2016 «ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ», ωστόσο αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα είχε διορίσει το …….. (υπεύθυνο οικονομικού της τμήματος / μη εκτελεστικό μέλος στο Δ.Σ. της μητρικής της εταιρίας «……….») σε αμφότερα τα διοικητικά συμβούλια των εταιριών «………» και «………», με την επισήμανση ότι οι τελευταίες θα δεσμεύονται με τις υπογραφές και των δύο διευθυντών τους, υπογραφόντων από κοινού για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης και τη διενέργεια οποιασδήποτε συναλλαγής οποιασδήποτε φύσης (βλ. σχετ. τα από 7-12-2016 και 7-6-2017 πρακτικά Δ.Σ. των άνω εταιριών). Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το μάρτυρα της ενάγουσας …………. στην 28-9-2017 ένορκη βεβαίωσή του δεν βρίσκουν στήριγμα στο υπάρχον στη δικογραφία αποδεικτικό υλικό, ενώ έρχονται και σε ευθεία αντίθεση με τα ανωτέρω αποδειχθέντα. Εξάλλου, η μη υπογραφή της άνω συμφωνίας των μετόχων δεν καθιστά τον ανωτέρω συμβατικό όρο (αναβλητική αίρεση) μη εκπληρωθέντα, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η ενάγουσα / εκκαλούσα, δεδομένου ότι, με βάση την αληθινή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης και με βάση την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 Α.Κ.), προέκυψε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη, με τον ανωτέρω υπό στοιχεία «γ» όρο, απέβλεψαν στη δυνατότητα συμμετοχής της ενάγουσας τόσο στη λήψη των αποφάσεων των ανωτέρω αναφερομένων εταιριών, όσο και στον έλεγχο της διαχείρισης αυτών, σκοπός ο οποίος εκπληρώθηκε. Τούτο υποδηλώνεται άλλωστε εκ του ότι: α)  Με τα άνω από 7-12-2016 και 7-6-2017 πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών «…………» και «………..» – το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είχε ως μέλος το διορισμένο εκπρόσωπο της ενάγουσας ………. –  αποφασίστηκε ότι οι άνω εταιρίες θα δεσμεύονται με τις υπογραφές και των δυο Διευθυντών τους, υπογραφόντων από κοινού για τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης και τη διενέργεια οποιασδήποτε συναλλαγής οποιασδήποτε φύσης, β) Η ενάγουσα, κατά το διάστημα των τριών και πλέον μηνών που μεσολάβησε από την 6-12-2016 (οπότε σύναψε με την πρώτη εναγόμενη την ανωτέρω από 6-12-2016 «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ  ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ») μέχρι την 14-3-2017 [οπότε απέστειλε στην τελευταία ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο της γνωστοποίησε ότι δεν δεσμεύεται πλέον από την ανωτέρω σύμβαση και ζήτησε την εξόφληση της παλαιάς οφειλής (εκ του δανείου)], καίτοι είχε γνώση των άνω πρακτικών διορισμού του υποδειχθέντος απ’ αυτή μέλους του Δ. Σ. …….. στις εταιρίες «………» και «…………», δεν αμφισβήτησε το περιεχόμενό τους, ούτε πρότεινε άλλο περιεχόμενό τους και δεν εισακούστηκε. γ) Η ενάγουσα αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα την επακολουθήσασα πώληση των μετοχών της εταιρίας «……….» προς το ……., προσυπογράφοντας την από 7-6-2017 σχετική «ιδιωτική συμφωνία» (Private Agreement) μεταξύ αυτής και των «…………» και ………. αφενός και των ………., ………, «………..», «………..» και «……….» αφετέρου και δ) Ο άνω εκπρόσωπος της ενάγουσας στα Δ.Σ. των εταιριών «……….» και «……….» ……………. δεν παραιτήθηκε όταν η ενάγουσα κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου με την από 17-11-2016 άνω αγωγή της, παρά μόνον στις 7-6-2017 και αφού είχαν μεταβιβαστεί οι μετοχές της εταιρίας «…………» προς το ………… δυνάμει της άνω από 7-6-2017 ιδιωτικής συμφωνίας. Πλεοναστικά προς τα προεκτεθέντα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι, μετά τη σύναψη, κατόπιν διαπραγματεύσεων, της προαναφερθείσας από 7-6-2017 ιδιωτικής συμφωνίας και της με ίδια ημερομηνία σύμβασης παρακαταθήκης μεταξύ των …………, «…………..», ………..και …………, σε εκτέλεση των οποίων μεταβιβάστηκε στο  ……… (αγοραστή – παρακαταθέτη) το σύνολο των 175 ονομαστικών μετοχών της «……..» από την «…………..», αξίας 107.717,50 δολαρίων Η.Π.Α, καθώς και 150,00 ονομαστικές μετοχές από τον …………, αξίας 92.325,00 δολαρίων Η.Π.Α (πρόκειται για τις μετοχές που είχαν δοθεί στην ενάγουσα με το ανωτέρω από 6-12-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό), κατέστη πλέον περιττή, με τη σύμφωνη γνώμη της ενάγουσας, η υπογραφή συμφωνίας μετόχων (Shareholders agreement) μεταξύ των ……….., της ενάγουσας και του ………., αφού η εταιρία «……….» και ο ………… έπαψαν πλέον να είναι μέτοχοι στο κεφάλαιο της «…………», ο διορισθείς από την ενάγουσα Διευθυντής ……… παραιτήθηκε την ίδια ημέρα (7-6-2019) από την άνω θέση του στα διοικητικά συμβούλια των εταιριών «……….» και «… .» και ο ………… απέμεινε ο μοναδικός μέτοχος στο κεφάλαιο της «…………». Κατόπιν όλων αυτών αποδεικνύεται ότι η επίδικη οφειλή της πρώτης εναγομένης προς την ενάγουσα από την από 27-5-2015 σύμβαση δανείου αποσβέστηκε με την εκπλήρωση των ανωτέρω όρων 2, 3 και 4 της μεταξύ τους από 6-12-2016 «ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ» (όρος 14 αυτής). Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, κατ’ αποδοχή ως βάσιμης και κατ’ ουσία της ένστασης της πρώτης εναγομένης από σύμβαση συμβιβασμού (κατά την προέχουσα νομική φύση της), απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία ως προς αυτή (πρώτη εναγόμενη) και ακολούθως απέρριψε την αγωγή και ως προς την δεύτερη εναγομένη, δεδομένου ότι η ευθύνη της τελευταίας βασίζεται  σε αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εκκαλούσα με τους άνω λόγους της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179 περ. γ’, 183 εδάφ. τελευτ. και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. ….. . e – παραβόλου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 4886/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών).

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.         Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 711-2019.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 10η  Δεκεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Θεόκλητο Καρακατσάνη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ