Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 711/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 711/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/10.10.2018 και …………./17.10.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από  12.4.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./12.4.2018) ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, και β) η από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./11.10.2018 και …………./17.10.2018) έφεση των αντίστοιχα εν όλω νικησάντων πρωτοδίκως καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 4035/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων δικογράφων από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/10.10.2018 και ………../17.10.2018) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρίας κατά της υπ’αριθμ. 4035/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την κριθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προσήκουσα για την εκδίκαση της διαφοράς ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η σε βάρος των εφεσιβλήτων ασκηθείσα από 12.4.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./12.4.2018) ανακοπή της κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία αλλοδαπής πολιτείας και εκπλειστηριασθέντος πλοίου, συνταγέντος από τη Συμβολαιογράφο Πειραιώς …………, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 10.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/ 10.10.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, που έλαβε χώρα στις 3.9.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 10.10.2018, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 3.9.2018, όπως προεκτέθηκε, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή, και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Από τις διατάξεις των άρθρων 12, 522, 525 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής ως άνω αξίωσης, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 12/1989, ΑΠ 821/2010 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 του ΚΠολΔ: «Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι (παρ.1). Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (παρ.2).». Συνεπώς, δικαίωμα έφεσης έχει πρωτίστως ο ηττηθείς διάδικος, ενώ ο νικήσας διάδικος μόνο αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου. Τέτοιο έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του νικήσαντος διαδίκου, η συνδρομή του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου, συντρέχει όταν, παρά τη νίκη του, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ειδικότερα, αν από αυτήν δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν, δηλαδή, η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και στηρίζει το διατακτικό της, φέροντας, έτσι, στοιχεία (προσόντα) διατακτικού (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1532/2011, ΑΠ 1947/2009, ΕφΑθ 39/2011 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Κατ’εξαίρεση, επομένως, μπορεί να γεννάται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από το διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 653/2010, ΕφΠειρ 129/2015, ΕφΠειρ 77/2015 δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση το έτερο εκ των συνεκδικαζομένων δικογράφων η από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../11.10.2018 και …………./17.10.2018) έφεση των αντίστοιχα εν όλω νικησάντων πρωτοδίκως καθ’ων η ανωτέρω ανακοπή, έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.10.2018  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/11.10.2018), προ πάσης επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, που έλαβε χώρα στις 3.9.2018, όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), και έχει ήδη αναφερθεί, ενώ, επιπροσθέτως, έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες παραπονούνται κατά της εκκαλουμένης απόφασης, επικαλούμενοι ειδικότερα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κακώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι η ανακόπτουσα ανήγγειλε νομότυπα απαιτήσεις στην επί του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος πλοίου υπάλληλο, προκειμένου να ικανοποιηθούν από το επιτευχθέν και προς διανομή εκπλειστηρίασμα,  για μέρος των οποίων και τελικά κατατάχθηκε οριστικά και προνομιακά στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης των δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση, ενώ, όπως ισχυρίζονται στο εφετήριο, και επίσης ισχυρίσθηκαν και με τις προτάσεις τους στην πρωτόδικη δίκη προς απόκρουση της εναντίον τους ανακοπής, θα έπρεπε να γίνει δεκτό, αφενός μεν ότι η αναγγελία της αντιδίκου τους δεν περιείχε όλα τα κατά νόμο αναγκαία για το ορισμένο του περιεχομένου της στοιχεία, και συγκεκριμένα ότι δεν προέκυπτε σαφώς εξ αυτής η ιδιότητα της ανακόπτουσας ως οφειλέτριας της πλοιοκτήτριας αναφορικά με τις περιγραφόμενες στο αναγγελτήρια απαιτήσεις, αλλά και ότι οι επικαλούμενες ελλείψεις του εν λόγω δικογράφου δε μπορούσαν παραδεκτά να συμπληρωθούν με την ανακοπή της, ως, επίσης μη ορθά, κρίθηκε με την εκκαλουμένη και απορρίφθηκαν οι προβληθείσες αιτιάσεις τους, διότι η ανακοπή δεν αποτελεί έγγραφο, στο οποίο να παραπέμπει η αναγγελία, και το οποίο εν προκειμένω συνυποβλήθηκε στην ανωτέρω υπάλληλο εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 β΄, εδάφιο δεύτερο προθεσμίας, μαζί με τα αποδεικνύοντα τις απαιτήσεις της ανακόπτουσας έγγραφα, όπερ αδύνατον εκ των πραγμάτων, αφετέρου δε ότι το αναγγελτήριο δεν επιδόθηκε στους πρώτους δώδεκα εξ αυτών, ως επισπεύδοντες την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της πλοιοκτήτριας δανειστές, όπως απαιτείται να λάβει χώρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, και, επομένως, ότι η ανακόπτουσα, σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη των αναγγελθεισών απαιτήσεων, δεν εδικαιούτο ούτε να συμμετάσχει στη διαδικασία της κατάταξης, πολλώ δε μάλλον να καταταγεί στον πίνακα που συντάχθηκε. Και ναι μεν με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε στο σύνολό της η ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι έγινε δεκτό ότι, καθώς στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται περί πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου με σημαία αλλοδαπής πολιτείας, η αναγγελθείσα στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο απαίτηση της ανακόπτουσας, για την οποία η τελευταία δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, ανεξαρτήτως του εάν είναι προνομιακή κατά το δίκαιο της σημαίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, δηλαδή το δίκαιο του κράτους του Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων ή όχι, δεν είναι δυνατόν να καταταγεί ως προνομιακή, καθόσον α) η ανακόπτουσα ουδόλως αναφέρει στην αναγγελία της ότι η απαίτησή της είναι προνομιακή κατά το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (lex  fori) και δε ζητά την προνομιακή κατάταξή της, και β) η απαίτησή της δεν απολαύει πλέον προνομίου με  βάση το ημεδαπό δίκαιο, και συνεπώς, ορθά δεν κατατάχθηκε προνομιακά στον ανακοπτόμενο πίνακα, πλην όμως οι καθ’ων η ανακοπή, παρότι εν όλω νικήσαντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης, και να ζητήσουν την εξαφάνισή της, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η ανακοπή για άλλο λόγο, και συγκεκριμένα διότι η ανακόπτουσα δεν ανήγγειλε νομότυπα τις απαιτήσεις, για τις οποίες ζήτησε να καταταγεί, αν και μόνον κατά τις προαναφερθείσες, εσφαλμένες, όπως διατείνονται, αιτιολογίες, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προβληθέντες περί τούτου ισχυρισμοί τους και από τις οποίες, όμως, βλάπτονται, εφόσον εξ αυτών δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος τους σε άλλη τυχόν δίκη με την αντίδικό τους, προς αποτροπή του, αναφορικά με το νομότυπο της αναγγελίας της προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο χρηματικών απαιτήσεων σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, που κατά λογική και νομική αναγκαιότητα συνιστά προϋπόθεση για την κατάταξή της, και η επ’αυτού δικανική κρίση προδικαστικό ζήτημα για τη βασιμότητα της ανακοπής της. Συνεπώς, πρόκειται περί αιτιολογιών, που φέρουν προσόντα διατακτικού, και όχι περί ζητημάτων, τα οποία κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς ανάγκη και πλεοναστικώς, όπερ άλλωστε ουδόλως αμφισβητείται από την εφεσίβλητη της έφεσης αυτής/ανακόπτουσα, η οποία δεν αρνείται ειδικά τη συνδρομή της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης του ένδικου μέσου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεσή τους, και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ανακόπτουσα, ανώνυμη εταιρία, επιφορτισμένη με τη διαχείριση και λειτουργία του θαλάσσιου λιμένα του Πειραιά, με την από 12.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./12.4.2018) ανακοπή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ότι με επίσπευση των δώδεκα πρώτων των καθ’ων (δεκατριών συνολικά) κατασχέθηκε αναγκαστικά, εκπλειστηριάσθηκε και κατακυρώθηκε σε υπερθεματιστή, αντί του συνολικού ποσού των 400.001 δολαρίων Η.Π.Α., το αναφερόμενο στην ανακοπή, υπό τη σημαία του κράτους του Αγίου Βικεντίου και των Γρεναδίνων Νήσων, φορτηγό πλοίο με την ονομασία «QC», πλοιοκτησίας της οφειλέτριάς τους, εδρεύουσας στις Νήσους Μάρσαλ, εταιρίας με την επωνυμία «……….», ότι και η ίδια διατηρεί σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση/ανωτέρω αλλοδαπής εταιρίας την αναλυτικά περιγραφόμενη στο δικόγραφο ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση, συνιστάμενη σε δικαιώματα παροχής υπηρεσιών προσόρμισης, πρυμνοδέτησης και διευκολύνσεων υποδοχής  στερεών και υγρών αποβλήτων στο συγκεκριμένο πλοίο στο λιμένα του Πειραιά, συνολικού ποσού 47.062,75 ευρώ, για την οποία αναγγέλθηκε νομότυπα στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο Πειραιώς, ζητώντας να συμμετάσχει στη διαδικασία της κατάταξης, των αναγγελτηρίων  της συμπεριληφθέντων αυτουσίων στην ανακοπή, καθώς και ότι στον προσβαλλόμενο υπ’αριθμ. …………/23.3.2018 πίνακα, που συνέταξε η εν λόγω υπάλληλος, λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των επισπευδόντων και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, εσφαλμένα δεν κατατάχθηκε προνομιακά, ως έδει, για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησής της, η οποία είναι εξοπλισμένη με το προνόμιο της πρώτης τάξης του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., καθόσον αφορά σε δικαιώματα, που βαρύνουν το πλοίο, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ.6 του επέχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου “Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π. και ελέγχου αυτής”, ή μη μόνον, οριστικά και προνομιακά, για το ποσό των 1.747,23 ευρώ, καθώς σε ολόκληρο το εναπομείναν προς διανομή ποσό του πλειστηριάσματος κατατάχθηκαν οι καθ’ων, άπαντες ναυτικοί, συμμέτρως και οριστικά, για μέρος των απαιτήσεών τους σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρίας, απορρεουσών εκ των συμβάσεων εργασίας τους, που, όμως, απολαύουν του ασθενέστερου, σε σύγκριση με αυτό της δικής της απαίτησης, προνομίου της δεύτερης τάξης της ως άνω διάταξης του Κ.Ι.Ν.Δ., κατά τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, και τυχαία για το υπόλοιπο μέρος των απαιτήσεών τους, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασής τους, αιτήθηκε για τον προπαρατεθέντα λόγο, να μεταρρυθμισθεί ο ως άνω πίνακας κατάταξης δανειστών, ούτως ώστε να καταταγεί η ίδια σ’αυτόν οριστικά και προνομιακά και για το υπόλοιπο ποσό της αναγγελθείσας απαίτησής της,  για το οποίο δεν κατατάχθηκε, στη θέση των καθ’ων, οι οποίοι και να αποβληθούν της κατάταξης κατά το ισόποσο της μη καταταγείσας απαίτησής της, και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, η υπ’αριθμ. 4035/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία εκδικάσθηκε η υπόθεση, αρχικά εισαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμοδίου ν’αποφανθεί σχετικά, κατά την τακτική διαδικασία, με την κριθείσα ως προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ (άρθρα 591 παρ.1 περ.α΄και 937 παρ.3 του ιδίου Κώδικα), και, αφού κρίθηκε η ανακοπή ως εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκηθείσα, ακολούθως απορρίφθηκε αυτή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη για τους ήδη αναφερθέντες λόγους. Σημειωτέον ότι με την  εν λόγω απόφαση, όσον αφορά τις προβληθείσες αιτιάσεις των καθ’ων περί του μη νομοτύπου της αναγγελίας της ανακόπτουσας στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, έγινε δεκτό πως η ανακόπτουσα εξέθεσε στην ανακοπή της, συμπληρώνοντας την αναγγελία της, ότι η πλοιοκτήτρια εταιρία του εκπλειστηριασθέντος πλοίου εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρία με την επωνυμία «……….» («……. …………»),  και ότι διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου αυτού κατά το χρόνο γέννησης της αναγγελθείσας απαίτησης ήταν η εταιρία με την επωνυμία «…………» («…………….»), και, επομένως, ότι, παρά το γεγονός ότι στα εκδοθέντα από την ανακόπτουσα και περιληφθέντα στα αναγγελτήρια τιμολόγια για τις παρασχεθείσες προς το πλοίο λιμενικές υπηρεσίες, τα καθοριζόμενα ποσά των δικαιωμάτων της για τις οποίες αναγγέλθηκαν ως οφειλόμενα, αναγράφονται ως πελάτες της οι ανωτέρω δύο εταιρίες, οφειλέτρια της περιγραφομένης στα αναγγελτήρια απαίτησης είναι η καθ’ης η εκτέλεση. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκαν από τους διαδίκους α) η από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./10.10.2018 και ………../17.10.2018) έφεση της ανακόπτουσας, που έχει προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την οποία η τελευταία προσάπτει στην εκκαλουμένη κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την σ’αυτήν περιλαμβανόμενη απορριπτική επί της ανακοπής της κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους από το παρόν Δικαστήριο οι αναλυτικά εκτιθέμενες στο εφετήριο αιτιάσεις, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ανακοπή της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και β) η από 9.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/11.10.2018 και ……………/17.10.2018) έφεση των καθ’ων η ανακοπή, με την οποία παραδεκτά αυτοί, παρότι εν όλω νικήσαντες διάδικοι, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της, που τους βλάπτουν, δημιουργώντας δυσμενές σε βάρος τους δεδικασμένο, όπως έχει ήδη εκτεθεί.

Από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 περ. β΄του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει πλην άλλων και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αριθμ. 3 του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία η παράβαση διάταξης που ρυθμί­ζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 1783/2001 ΕλλΔνη 2002.1392), προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαίτησης που αναγγέλλεται και του προνομίου της. Ενόψει όμως του ότι η αναγγελία αποτε­λεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδι­καστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και ειδικότερα της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντή­σουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 του ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 του ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλλη­λος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσης απαίτησης, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέ­χει, στο μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηρι­ασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι και η ύπαρξη του προνομί­ου, τα πραγματικά περιστατικά του οποί­ου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυ­ρο λόγω αοριστίας της αναφερομένης σ’αυτό απαίτησης μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 του ΚΠολΔ, και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που απαιτείται επί ανακοπής (άρ­θρα 216 παρ.1 και 585 του ΚΠολΔ), για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαίτησης, ανεξαρτήτως της δικονομικής θέσης του στη δίκη της ανακοπής, διότι το αναγγελ­τήριο δεν αποτελεί προδικασία κυρίας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της περι­γραφής της αναγγελλομένης απαίτησης αρκεί η μορφολογική εξατομίκευση της ως προς το είδος και το προνόμιο της κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο, συνυποβαλλόμε­νο έγγραφο (ΑΠ 1580/2013 Νόμος, ΑΠ 949/2011, 31/2010, ΑΠ 1340/2006 Δ 2007.193, ΑΠ 545/2006 Νόμος, ΑΠ 472/2005 ΕλλΔνη 46.1434, ΑΠ 195/2003, 119/2003, ΑΠ 196/1999 ΕλλΔνη 40.1052, ΑΠ 77/1999 ΕΕΝ 2000.384, ΕφΠατρ 325/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 93/2014 Δικογραφία 2015.334, ΕφΠειρ 167/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΝαυπλ 412/2007 ΕΠολΔ 2008.583 με σημείωμα Β. Χατζηϊωάννου, ΕφΛαρ 7/2001 ΕλλΔνη 2004.534). Περαιτέρω, ο ανακόπτων δε μπορεί να προτείνει νέους ισχυρισμούς που μεταβάλλουν την αναγγελθείσα απαίτησή του, μπορεί όμως να συμπληρώσει και να βελτιώσει την ιστορική βάση της απαίτησής του ή του προνομίου του (βλ. σχετ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Β΄έκδοση, τόμος Δ΄, άρθρ. 979, παρ. 433, σελ.1184, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΑΥΤΔ 2004.140). Τέλος, η αναγγελία είναι ανυπόστατη αν παραλειφθεί η επίδοσή της στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή αν αυτή δεν είναι νόμιμη ή εμπρόθεσμη. Αντίθετα αν δεν γίνει νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση της αναγγελίας στον καθ’ου ή στον υπέρ ου η εκτέλεση, δημιουργείται σχετική μόνον ακυρότητα της αναγγελίας υπέρ των προσώπων αυτών με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης τους από τη σχετική έλλειψη, αφού η έγκαιρη επίδοση της αναγγελίας στα πρόσωπα αυτά δεν εξυπηρετεί το δημόσιο, αλλά το δικό τους ιδιωτικό συμφέρον (ΑΠ 1507/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, η μη επίδοση του αναγγελτηρίου στον επισπεύδοντα δανειστή δε δημιουργεί ακυρότητα παρά μόνο υπέρ εκείνου προς τον οποίο έπρεπε να γίνει και εν τούτοις παραλήφθηκε, και μάλιστα μόνον αν επικαλεσθεί αυτός ότι επήλθε στον ίδιο, εξαιτίας της παράλειψης αυτής, βλάβη (ΑΠ 650/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιο­κτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικο­νομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρε­σιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντο­λή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχει­ριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιο­κτήτη (αρ. 211 του ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υπο­χρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139). Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της υπ’αριθμ……./4.10.2017 κατασχετήριας έκθεσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………….., κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση των δώδεκα πρώτων των καθ’ων (συνολικά δεκατριών), υπηκόων Πακιστάν, το υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων Νήσων φορτηγό πλοίο μεταφοράς τσιμέντου με το όνομα «ΚΣ» («QC»), με αριθμό νηολογίου Κινγκστάουν (Kingstown) ….., και ΙΜΟ ……, πλοιoκτησίας της εδρεύουσας στο Ματζούρο (Majuro) των Νήσων Μάρσαλ (Marshall Islands) εταιρίας με την επωνυμία «…………» («…………..»), για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεών τους σε βάρος της ανωτέρω εταιρίας, απορρεουσών από συμβάσεις παροχής ναυτικής εργασίας στο εν λόγω πλοίο, που καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα μεταξύ αυτών και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, επίσης αλλοδαπής εταιρίας, με την επωνυμία «………….» («…..»), νόμιμα εγκατατεστημένης στην Ελλάδα (στον Πειραιά, επί της οδού ….. στον αριθμό …), νόμιμης εκπροσώπου και αντικλήτου στην Ελλάδα της πλοιοκτήτριας εταιρίας, που συμβλήθηκε στις εν λόγω συμβάσεις ως αντιπρόσωπος της τελευταίας, στο όνομα και για λογαριασμό της. Μέρος των απαιτήσεων των επισπευδόντων δανειστών σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση επιδικάσθηκε προσωρινά σ’αυτούς με την υπ’αριθμ.1.409/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω κατασχεθέν πλοίο εκπλειστηριάσθηκε στις 27.12.2017 και κατακυρώθηκε στη μοναδική πλειοδότρια εταιρία, εδρεύουσα επίσης στις Νήσους Μάρσαλ, με την επωνυμία «…………» («………….»), ως υπερθεματίστρια, αντί του ποσού των 400.001 δολαρίων Η.Π.Α, δυνάμει της υπ’αριθμ. …………/27.12.2017 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., ορισθείσας ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Προ της διενέργειας του πλειστηριασμού ανήγγειλαν απαιτήσεις στην ανωτέρω Συμβολαιογράφο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 στοιχείο β΄εδάφιο δεύτερο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση διότι η επίδοση της επιταγής της επίμαχης εκτελεστικής διαδικασίας διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2016 (παρ.3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου και νόμου), προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή του επιτευχθησομένου πλειστηριάσματος, τόσο ο δεκατρίτος των καθ’ων (επίσης ναυτικός του εκπλειστηριασθέντος πλοίου από σύμβαση παροχής σ’αυτό εξαρτημένης ναυτικής εργασίας), όσο και η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία,  φορέας, επιφορτισμένος με τη διαχείριση και λειτουργία του θαλάσσιου λιμένα του Πειραιά, που αφορά (η αναγγελθείσα απαίτηση) σε τέλη, οφειλόμενα εκ της παροχής προς το συγκεκριμένο πλοίο λιμενικών υπηρεσιών στον ως άνω λιμένα, με τα προσκομιζόμενα αναγγελτήρια, εκ των οποίων αυτά της ανακόπτουσας (δύο τον αριθμό) έχουν περιληφθεί αυτούσια στο δικόγραφο της ανακοπής. Ειδικότερα όσον αφορά τις αναγγελίες της ανακόπτουσας, και συγκεκριμένα την με αριθμ.πρωτ……./25.10.2017 αναγγελία, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, διότι σ’αυτήν αναφέρονται οι προβληθείσες αιτιάσεις των καθ’ων η ανακοπή περί αοριστίας της, και, συνακόλουθα ακυρότητάς της, που, πρωτοδίκως απορριφθείσες ρητά και σιγή με την εκκαλουμένη απόφαση, παραδεκτά επαναφέρονται και ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με την έφεση των καθ’ων η ανακοπή, που έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο, παρότι εν όλω νικήσαντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, κατά τα προεκτεθέντα, λεκτέα τα κάτωθι: Στο εν λόγω αναγγελτήριο, που υπογράφεται από το Διευθύνοντα Σύμβουλο της ανακόπτουσας, αφού αναφέρεται ότι πρόκειται περί αναγγελίας της τελευταίας κατά της καθ’ης η εκτέλεση, ως πλοιοκτήτριας του κατασχεθέντος και εκτιθέμενου σε πλειστηριασμό πλοίου, η οποία εδρεύει στην αλλοδαπή (στις Νήσους Μάρσαλ), και της οποίας εκπρόσωπος στην ημεδαπή είναι η εταιρία με την επωνυμία «…………» («………….»), νόμιμα εγκατατεστημένη στην Ελλάδα (στον Πειραιά, επί της οδού … στον αριθμό ….) και νόμιμα εκπροσωπούμενη, ακολούθως διαλαμβάνεται ότι η ανακόπτουσα διατηρεί ληξιπρόθεσμες οφειλές σε βάρος α) της ανωτέρω εταιρίας με την επωνυμία ………» («…………»), ύψους 33.974,59 ευρώ (κεφάλαιο 28.775,74 ευρώ, τόκοι 5.018,21 ευρώ, χαρτόσημο 180,64 ευρώ), που αφορούν σε δικαιώματα αυτής (της ανακόπτουσας) για την προσόρμιση και την παροχή «ευκολιών υποδοχής αποβλήτων» στο συγκεκριμένο πλοίο κατά τη χρονική περίοδο από 11.6.2015 έως 31.8.2017, και β) της εταιρίας με την επωνυμία «…………» («……………»), ως πρώην διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου, ποσού 11.340,93 ευρώ (κεφάλαιο 7.40 ευρώ, τόκοι 3.804 ευρώ, χαρτόσημο 136,93 ευρώ), που αφορούν σε δικαιώματα (της ανακόπτουσας) για την παροχή «ευκολιών υγρών και στερεών αποβλήτων» του ιδίου πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 21.4.2013 έως και 2.9.2013, και συνολικά ότι της οφείλεται το ποσό των 45.315,52 ευρώ. Τέλος, αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο ότι η ανακόπτουσα, ενόψει της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού του κατασχεθέντος πλοίου, που αρχικά είχε προσδιορισθεί για τις 15.11.2017, αναγγέλλει τις ανωτέρω απαιτήσεις της, συνολικού ποσού 45.315,52 ευρώ, όπως αυτές εμφαίνονται στους συνημμένους πίνακες χρεών, προκειμένου να ικανοποιηθούν στο άρτιο. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αναγγελία περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο και την πληρότητα του περιεχομένου τους, που αφορούν ειδικότερα στη θεμελίωση της ιδιότητας της ίδιας της καθ’ης η εκτέλεση, πλοιοκτήτριας εταιρίας του κατασχεθέντος και εκτιθέμενου σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό πλοίου, ως οφειλέτριας της ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρίας αναφορικά με τις δύο (2) αναγγελλόμενες απαιτήσεις της τελευταίας, καθώς ναι μεν διαλαμβάνεται σ’αυτήν ότι οι εν λόγω απαιτήσεις, που επίσης προσδιορίζονται κατ’ είδος και ποσό (το οφειλόμενο ποσό εκάστης μάλιστα αναλύεται έτι περαιτέρω κατά κεφάλαιο, τόκους και χαρτόσημο), και απορρέουν από την παροχή από την ανακόπτουσα των αναλυτικά εκτιθέμενων λιμενικών υπηρεσιών στο συγκεκριμένο πλοίο, ως το αντίτιμο αυτών, σε εκτέλεση κάθε φορά αντίστοιχων συμβάσεων, εκκρεμούν σε βάρος των εταιριών με την επωνυμία «…………..» («………..») και «.. …» («………….»), οι οποίες, σημειωτέον ότι αναγράφονται ως «πελάτες» της ανακόπτουσας στους συνημμένους στην αναγγελία πίνακες χρεών και στα επίσης συνημμένα τιμολόγια, που αυτή εξέδωσε για κάθε συναλλαγή, πλην όμως, ρητά επισημαίνεται επιπροσθέτως ότι οι ανωτέρω εταιρίες τυγχάνουν εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας στην Ελλάδα και διαχειρίστρια του πλοίου αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο γέννησης της δεύτερης κατά σειράν απαίτησης αντίστοιχα, όπερ κατά νομική αναγκαιότητα, εκ μόνης δηλαδή της μνείας στο αναγγελτήριο των ιδιοτήτων αυτών των ως άνω εταιριών, ήτοι ως της εκπροσώπου στην ημεδαπή της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου αντίστοιχα, συνεπάγεται την ευθύνη της καθ’ης η εκτέλεση και κυρίας του εκπλειστηριασθέντος περιουσιακού στοιχείου προς εκπλήρωση των εκ των σχετικών συμβάσεων αναληφθεισών  υποχρεώσεων και, συνεπώς, και την καταβολή των ποσών των δικαιωμάτων της ανακόπτουσας για τις παρασχεθείσες προς το πλοίο υπηρεσίες στο λιμένα του Πειραιώς, στα οποία αφορούν οι αναγγελλόμενες με το επίμαχο έγγραφο απαιτήσεις, χωρίς χρεία προσθήκης και άλλων στοιχείων, και δη χωρίς να απαιτείται ρητή και πανηγυρική αναφορά της ευθύνης της, διότι ευχερώς και πέραν πάσης αμφιβολίας συνάγεται εκ του ιδίου του αναγγελτηρίου και άνευ ετέρου ότι οπωσδήποτε πρόκειται σε αμφότερες τις περιπτώσεις κατά το νόμο περί άμεσων αντιπροσώπων της πλοιοκτήτριας, που συναλλάσσονται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό της, με αποτέλεσμα να καθίσταται αυτή το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες, οι οποίες ενεργούνται από πλευράς τους με τις ως άνω ιδιότητές τους, και να ενέχεται η ίδια έναντι των δανειστών, άρα και της ανακόπτουσας, για τις απαιτήσεις, που δημιουργούνται από τις τοιουτοτρόπως καταρτισθείσες σχετικές δικαιοπραξίες, τα έννομα αποτελέσματα των οποίων την αφορούν ευθέως (άρθρο 211 του ΑΚ), κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, α) οι καθ’ων επικαλούνται αοριστία, και συνακόλουθα, αιτιώνται ακυρότητα της αναγγελίας των εν λόγω απαιτήσεων, που αποστερεί από την ανακόπτουσα το δικαίωμα συμμετοχής της στη διαδικασία της κατάταξης και στη διανομή του πλειστηριάσματος, διότι, όπως διατείνονται, δεν προκύπτει ευχερώς εξ αυτής η ιδιότητα της καθ’ης η εκτέλεση και πλοιοκτήτριας του τότε εκτιθέμενου σε πλειστηριασμό πλοίου ως οφειλέτριας των αναγγελλομένων απαιτήσεων, επαναφέροντας με την ασκηθείσα έφεσή τους τον απορριφθέντα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του ισχυρισμό τους, χωρίς, όμως, ταυτόχρονα, ως έδει, να προσδιορίζουν στις πρωτοβαθμίως κατατεθείσες προτάσεις τους, και μάλιστα κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, τα στοιχεία της δικονομικής βλάβης, που εν προκειμένω υπέστησαν ακριβώς εκ της πλημμέλειας αυτής, η οποία (βλάβη) δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, ει μη μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας της αναγγελίας, όπερ οπωσδήποτε απαιτείται για τη νομιμότητα της προβολής του συγκεκριμένου ισχυρισμού τους, αφού πρόκειται περί ακυρότητας, η οποία εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 159 παρ.3 του ΚΠολΔ, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας, πολλώ δε μάλλον, που εν προκειμένω, και β) η ανακόπτουσα στην ανακοπή της ρητά πλέον αναφέρει ότι οφειλέτρια των αναγγελλομένων απαιτήσεών της είναι η καθ’ης η εκτέλεση, ιδιοκτήτρια του κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος πλέον πλοίου, της οποίας εκπρόσωπος στην Ελλάδα και διαχειρίστρια κατά το χρόνο γέννησης των απαιτήσεων αυτών ήταν οι ανωτέρω εταιρίες, διευκρινίζοντας, αν και ως εκ περισσού, το περιεχόμενο της αναγγελίας της, διότι, πλήρης και σαφής ούσα, δε χρήζει επεξηγήσεων και διευκρινίσεων, με την επισήμανση ότι μία τέτοια συμπλήρωση και βελτίωση της ιστορικής βάσης των απαιτήσεών της με το δικόγραφο της ανακοπής της, εφόσον απαιτείτο και πράγματι ελάμβανε χώρα εν προκειμένω, θα χωρούσε παραδεκτά, διότι δεν πρόκειται περί νέων ισχυρισμών, που μεταβάλλουν τις εν λόγω απαιτήσεις διά της ανεπίτρεπτης προσθήκης νέων στοιχείων και αιτημάτων, όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Τέλος, ο επίσης πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός των καθ’ων η ανακοπή, και, κατόπιν σιγή απόρριψής του, παραδεκτά επαναφερθείς και ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με την ένδικη έφεσή τους, περί ακυρότητας της αναγγελίας της ανακόπτουσας, όπερ συνεπάγεται την αποστέρηση του δικαιώματός της συμμετοχής στη διαδικασία της κατάταξης των δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση, λόγω μη επίδοσής της στους δώδεκα πρώτους εξ αυτών, ως επισπεύδοντες την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρίας δανειστές, πρέπει ν’απορριφθεί προεχόντως ως νόμω αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως του εάν οι διατάξεις του ΚΕΔΕ εξακολουθούν ακόμη να εφαρμόζονται όσον αφορά στα ζητήματα είσπραξης των απαιτήσεων του ΟΛΠ ή όχι (σημειωτέον ότι σύμφωνα με τα άρθρα 84 παρ.1 και 55 παρ.1 του ΚΕΔΕ σε περίπτωση πλειστηριασμού, που επισπεύδεται από τρίτο, η αναγγελία του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ γίνεται διά της κοινοποίησής της μόνον προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο από δικαστικό επιμελητή ή άλλο αρμόδιο προς τούτο όργανο, όπερ και πράγματι συνέβη στην κρινόμενη περίπτωση, που η αναγγελία της ανακόπτουσας επιδόθηκε στην αρμόδια Συμβολαιογράφο), οι καθ’ων δεν επικαλούνται ότι εκ της επικαλουμένης παράλειψης της επίδοσης και προς αυτούς της αναγγελίας της ανακόπτουσας υπέστησαν δικονομική βλάβη, η οποία και δε μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, ει μη μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας, προσδιορίζοντας παράλληλα ειδικότερα την προκληθείσα βλάβη, ως έδει, εφόσον πρόκειται περί περίπτωσης ακυρότητας του άρθρου 159 παρ.3 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης απέρριψε, ρητά και σιγή, τους προαναφερθέντες σχυρισμούς των καθ’ων η ανακοπή περί ακυρότητας της αναγγελίας της ανακόπτουσας, έστω και με εν μέρει, στην περίπτωση της ρητής απόρριψης, διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, χωρίς εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ορθά τις αντίστοιχες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους καθ’ων με τους λόγους της από 9.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/11.10.2018 και …………/ 17.10.2018) έφεσής τους, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους, απορριπτομένων ως αβασίμων, και, συνακόλουθα, και της εν λόγω έφεσης καθ’ολοκληρίαν. Τέλος, λόγω της ήττας τους, θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτούς παραβόλου της έφεσής τους στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος τους η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης της ως άνω έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την τελευταία σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1012 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ και 205 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι επί κατασχεμένου πλοίου που πλειστηριάστηκε, η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται κατά κύριο λόγο όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΙΝΔ (ΑΠ 466/1996 ΕλλΔνη 39.347). Προηγούνται οι κατ’άρθρο 205 του ΚΙΝΔ προνομιούχες απαιτήσεις. Τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και έχουν ως αντικείμενο ορισμένο πλοίο ή το ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ μόνον όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι πλοίο του οφειλέτη και όχι ακίνητο του (ΑΠ 1556/1998 ΕλλΔνη 40.1326). Στη συνέχεια κατατάσσονται οι ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του πλοίου απλές ή προτιμώμενες (ΕΠ 552/94 ΕΕμπΔ 1994.464). Μετά την ικανοποίηση και των απαιτήσεων αυτών στο τυχόν απομένον πλειστηρίασμα κατατάσσονται οι απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976, κατά την έκταση που δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (ΕΠ 81/88 ΕΝΔ 18.24, ΕΠ 1112/86 ΕλλΔνη 28.493). Τελευταίοι κατατάσσονται οι εγχειρόγραφοι δανειστές. Οι ενυπόθηκοι δανειστές του ναυτικού δικαίου ικανοποιούνται κατά πλήρη προτεραιότητα σε σχέση με τους γενικούς προνομιούχους του ΚΠολΔ (ΕΠ 1112/86, ό.π., Μπρίνιας Αναγκ. Εκτέλεση παρ. 632 δ΄, σελ. 2047 2048, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρ. 1012 σελ. 456, 471, 473 Νικολόπουλος στην ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρ. 1012 σελ. 1981). Τα ναυτικά προνόμια επί του πλοίου γίνεται γενικά δεκτό ότι έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, σύμφωνα με τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ. Κατά την άποψη όμως που επικρατεί ιδίως στη νομολογία το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση των ναυτικών προνομίων, και δη έστω και αν οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με αυτά διέπονται από το δίκαιο άλλης πολιτείας. (ΕΠ 599/2000 ΕΕμπΔ 2001.320, ΕΠ 1087/97 ΕΝΔ 26.42), ενώ η σειρά κατάταξης αυτών, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, θα κριθεί από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή από τη LEΧ FΟRΙ, αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1762/1998 ΕΝΔ 1999 σελ. 83, ΑΠ 466/1996 ό.π,. ΑΠ 710/92 ΕΕΝ 93 σελ. 540, ΕΠ 599/2000 ό.π., ΕφΑθ 9639/98 ΕλλΔνη 40.387, ΕφΠειρ. 472/98 ΕΝΔ 1998 σελ. 418, ΕφΠειρ 1300, 1269/1997 ΕΝΔ 1998 σελ.124, 121). Συνεπώς, αν εκπλειστηριασθεί στην Ελλάδα αλλοδαπό πλοίο, δεν προηγείται της ναυτικής υποθήκης, οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο της σημαίας του πλοίου, παρά μόνο εκείνα που όμοια τους, κατά τη φύση και το χαρακτήρα, προβλέπει το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 1012 παρ.4 του ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002 ΕΝΑΥΤΔ 2002.117). Ειδικότερα, αν εκπλειστηριαστεί αλλοδαπό πλοίο στην Ελλάδα, οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, θα καταταγούν στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες, κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του ΚΠολΔ, και μάλιστα πριν από τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, μόνον όμως αν το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο της χώρας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/96 ό.Π. ΕΠ 599/2000 ό.π.). Αν η LΕΧ FΟRΙ δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕφΠειρ 270/2006 ΠειρΝομ 2006.242,   ΕφΠειρ 933/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2007.49, ΕφΠειρ 3/2004 ΕΝΑΥΤΔ 2004.140, ΕφΠειρ 93/99 ΕΕμπΔ 1999 σελ. 560). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο σύνταξης του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, που έλαβε χώρα στις 23.3.2018, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν.4072/2012, ΦΕΚ Α΄87/11.4.2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) Οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα, που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολόγησης των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν). 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) Οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημιές σε πλοία, επιβάτες και φορτία. Εξάλλου, η Νομοθεσία του κράτους του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνων, που διέπει τα ναυτικά θέματα, ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις που συνιστούν ναυτικά προνόμια και την εγγραφή υποθηκών, είναι ο Ναυτικός Νόμος Κεφάλαιο 363 (Shipping Act Chapter 363) της Νομοθεσίας του Αγίου Βικέντιου και Γρεναδίνων Νήσων, Ανα­θεωρημένη Εκδοση 2009. Το άρθρο 74F του ως άνω Νόμου ρητά ενσωματώνει τις διατάξεις των αρ. 1-16 της Διεθνούς Συμβάσεως Ναυτικών Προνομίων και Υποθηκών 1993, ως αναπόσπαστο μέρος του Ναυτικού Νόμου και έχει την ισχύ νόμου, με την επιφύλαξη κάθε συναλλαγής που συμφωνήθηκε πριν την εν λόγω ημερομηνία και για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του άρθ. 1-11 της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1926. Το άρθ. 5 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Ναυτικών Προνομίων και Υποθη­κών 1993, αναφορικά με την κατάταξη των ναυτικών προνομίων, προβλέπει ότι τα ναυτικά προνόμια, τα οποία εκτίθενται στο άρθ. 4, προηγούνται των εγγεγραμμένων υποθηκών, υποθηκών και εμπραγμάτων βαρών και ότι καμία άλλη απαίτηση δεν προηγείται έναντι των εν λόγω ναυτικών προνομίων ή έναντι των εν λόγω υποθη­κών ή εμπράγματων βαρών, τα οποία πληρούν τους όρους του άρθρου 1, εκτός από τις περιπτώσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 12. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 τα ναυτικά προνόμια είναι (α) απαιτήσεις για μισθούς και άλλα οφειλόμενα ποσά στον πλοίαρχο, αξιωματικούς και άλλα μέλη του πληρώματος του πλοίου αναφορι­κά με την εργασία τους στο πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων επαναπα­τρισμού και των κοινωνικών ασφαλιστικών εισφορών καταβλητέα για λογαριασμό τους, (β) απαιτήσεις αναφορικά με θανάσιμο ή προσωπικό τραυματισμό που επισυνέβη, είτε στην ξηρά είτε εν πλω, άμεσα σε σχέση με τη λειτουργία του πλοίου, (γ) απαιτήσεις για την αμοιβή για θαλάσσια αρωγή του πλοίου, (δ) απαιτήσεις για οφειλές σε λιμένες, διώρυγες και άλλους διαύλους και οφειλές πλοήγησης, (ε) απαιτήσεις, οι οποίες βασίζονται σε αδικοπραξία και εγείρονται από φυσική απώλεια ή ζημία, προκληθείσα από τη λειτουργία του πλοίου εκτός από απώλεια ή ζημία σε φορτίο, εμπορευματοκιβώτια και αντικείμενα επιβατών, τα οποία μεταφέ­ρονται από το πλοίο (βλ. σχετ.ΕφΠειρ 191/2017 ΕΕμπΔ 2019.159). Περαιτέρω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενόψει  του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και ειδικότερα της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου, οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους, και την ανακοπή, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαίτησης, το αναγγελτήριο, πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση, όπως και αίτημα για προνομιακή κατάταξη (ΑΠ 194/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου είναι, τέλος, το αίτημα κατάταξης, και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με την απολύτως επικρατούσα άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης, καθώς η εφαρμογή από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο των περί προνομίων οικείων διατάξεων δε γίνεται αυτεπάγγελτα, έστω και αν από τα στοιχεία του φακέλλου προκύπτει η ύπαρξη προνομίων, όταν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν έχει ζητήσει την προνομιακή κατάταξή του (βλ. σχετ. Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, II, Ειδικό Μέρος, παράγραφος 57, II, 3β, σελ. 335, αριθμ.10, και παράγραφος 63, IV, 2 δ,  αριθμ.42, σελ.584-585, με τις εκεί εκτενείς αναφορές σε θεωρία και την κρατούσα νομολογία, ενώ η ίδια η συγγραφέας έχει την άποψη ότι ο συμβολαιογράφος υποχρεούται εξ υπηρεσιακού καθήκοντος να εξετάσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή προνομίου, η δε απαίτηση να ζητείται ρητά η προνομιακή κατάταξη του αναγγελλόμενου δανειστή οδηγεί σε αφόρητη τυπολατρία). Περαιτέρω, με την § 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς”, που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.” και με το διακριτικό τίτλο “Ο.Λ.Π. Α.Ε.”, και δη σε ανώνυμη εταιρία κοινής ωφελείας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3§§ 1 και 2 περ. δ΄του α.ν. 1559/1950, που κατά τη ρητή διάταξη της § 2 του δεύτερου άρθρου του ως άνω ν.2688/1999 εφαρμόζονται στην εταιρία «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», η τελευταία απολαύει όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του και εφαρμόζονται εν γένει επ’αυτής όλες οι σχετικές διατάξεις εξαιρετικού δικαίου που ισχύουν εκάστοτε για το Δημόσιο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 4 παρ. 7 και 13 του ΑΝ 1559/1950 “Περί Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς”, που επικυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, ο Οργανισμός καθορίζει τα τιμολόγια και τους εν γένει όρους εργασίας εκάστης των υπηρεσιών του, καθώς και κάθε εργασίας, που εκτελείται στο λιμένα, δύναται δε να καθορίζει επίσης και τη διαδικασία είσπραξης και πληρωμών των ως άνω εργασιών, ενώ κατόπιν κοινής απόφασης των Υπουργών Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας επιβάλλει δικαιώματα επί των πλοίων και πλωτών μέσων εν γένει διά την προσόρμιση, την παραβολή και την παραμονή τους στην περιοχή του λιμένα. Σε εκτέλεση της παρεχομένης από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ.2 του νόμου αυτού εξουσιοδότησης, εκδόθηκαν μέσα στα όρια αυτής, ειδικοί κανονισμοί, με τους οποίους καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του ΟΛΠ. Με τον εγκριθέντα με την υπ’αριθμ. 16040/1961 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Δημοσίων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄162) ειδικό κανονισμό του ΟΛΠ καθορίσθηκαν τα τέλη και δικαιώματα του Οργανισμού για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κλπ. των πλοίων, τα οποία (δικαιώματα) κατά το άρθρο 11 βαρύνουν και παρακολουθούν το πλοίο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.6 του ΚΟΔ/ΟΛΠ [Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ, που εγκρίθηκε με την υπ’αριθμ. 45057/11/72 κοινή απόφαση Υ.Π.Ν.Μ.Ε. και Οικονομικών (ΦΕΚ 57/18.1.973)] ορίσθηκε ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας …εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο ΟΛΠ κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α΄ του ΚΙΝΔ οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο». Εκ των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι τα δικαιώματα του ΟΛΠ για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κλπ. βαρύνουν το πλοίο και κατά συνέπεια αποτελούν απαιτήσεις, οι οποίες απολαύουν του προνομίου του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του ΚΙΝΔ (βλ. ΑΠ 1783/2001 ΕΝΑΥΤΔ 2001.310). Περαιτέρω, διά του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2688/1999 το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς” μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία υπό την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρεία”, όπως προεκτέθηκε. Διά του άρθρου 2 παρ. 1 α του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 3 του Α.Ν. 1559/1950 εφαρμόζονται στην εταιρεία ΟΛΠ Α.Ε. Συνεπώς, η εταιρία αυτή απολάμβανε όλων των προνομίων, απαλλαγών και ατελειών, που απολαύει το Δημόσιο σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές συναλλαγές του (βλ. ΑΠ 1247/2001 ΕλλΔνη 43.167, ΕφΠειρ 934/2006 ΕΝΑΥΤΔ 2007.44). Εξάλλου, στις 8 Ιουλίου του 2016 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο ν.4404/2016 (Α΄126) «Για την κύρωση της από 24 Ιουνίου 2016 τροποποίησης και κωδικοποίησης σε ενιαίο κείμενο της από 13 Φεβρουαρίου 2002 Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και της Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Α. Κυρώνεται και αποκτά ισχύ τυπικού νόμου από κοινού με τα προσαρτήματα αυτής, η από 24 Ιουνίου 2016 σύμβαση, που τιτλοφορείται “Σύμβαση Παραχώρησης σχετικά με τη Χρήση και την Εκμετάλλευση Ορισμένων Χώρων και Περιουσιακών Στοιχείων εντός του Λιμένος Πειραιώς” και η οποία συνήφθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.”, η οποία κρίνεται συμφέρουσα και επωφελής για το Ελληνικό Δημόσιο. Η Σύμβαση Παραχώρησης παρατίθεται στην ελληνική γλώσσα.», και στη συνέχεια περιλαμβάνεται στο νομοθετικό κείμενο κατά λέξη ολόκληρο το περιεχόμενο της Σύμβασης. Σύμφωνα με τις εξουσιοδοτικές διατάξεις, που περιέχονται στο άρθρο 35 του ν.2932/2001 (ΦΕΚ Α΄145/27.7.2001), το Ελληνικό Δημόσιο και ο ΟΛΠ συνήψαν στις 13 Φεβρουαρίου του έτους 2002 σύμβαση παραχώρησης, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε στον ΟΛΠ το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων, εγκαταστάσεων και υποδομών της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Πειραιώς για αρχική διάρκεια σαράντα (40) ετών, και προσδιορίσθηκαν οι  ειδικότεροι όροι της παραχώρησης αυτής και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των μερών. Τροποποιήσεις της Σύμβασης του 2002, συμπεριλαμβανομένης της παράτασης της διάρκειας της παραχώρησης κατά δέκα (10) έτη, εγκρίθηκαν για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει κοινής υπουργικής απόφασης στις 19.11.2008 (ΦΕΚ Β΄2372/21.11.2008). Οι συμφωνηθείσες τροποποιήσεις περιλήφθηκαν σε πρόσθετη στη Σύμβαση του έτους 2002 πράξη, που υπογράφηκε μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ΟΛΠ  στις 18.11.2008. Στη συνέχεια η Σύμβαση του 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Προσθήκη του 2008, κυρώθηκε με τα άρθρα 1 και 3 του ν.3654/2008 (ΦΕΚ Α΄57/3.4.2008). Με βάση τα ανωτέρω, στο Λιμένα Πειραιώς φορέας διοίκησης και εκμετάλλευσης ήταν η εν λόγω ανώνυμη εταιρία, η οποία δε διαχειριζόταν την ιδιωτική της περιουσία, αλλ’ενεργούσε ως δημόσιο όργανο, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενου ειδικότερα στην εύρυθμη διεξαγωγή των θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών και στην εν γένει εξυπηρέτηση του εμπορίου. Σύμφωνα με το ν.3986/2011 (ΦΕΚ Α΄152/1.7.2011), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, το ιδρυθέν με το νόμο αυτό Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. (Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ.) υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο συμμετοχής στον ΟΛΠ, που αντιστοιχεί σε συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιό του κατά ποσοστό 74,14%. Δυνάμει απόφασης, που ελήφθη στις 5.3.2014, το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. αποφάσισε και ενέκρινε την προτεινόμενη πώληση μετοχών του ΟΛΠ (που αντιστοιχούν συνολικά σε ποσοστό 67% του υφιστάμενου μετοχικού του κεφαλαίου), μέσω διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας, διαρθρωμένης σε δύο φάσεις (Διαδικασία Αξιοποίησης), μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της προσυμβατικής νομιμότητας της οποίας από το Ελεγκτικό Συνέδριο, το τελευταίο εξέδωσε απόφαση, με την οποία αποφάνθηκε υπέρ της νομιμότητας και επέτρεψε στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ. τη σύναψη σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών για την πώληση συνολικά 16.750.000 μετοχών του ΟΛΠ σε δύο δόσεις στην ορισθείσα ως Προτιμώμενο Επενδυτή κινεζική εταιρία …………., ή σε θυγατρική του Προτιμώμενου Επενδυτή. Ορίσθηκε επίσης ότι η ολοκλήρωση των συναλλαγών, που προβλέπονται στην ανωτέρω Σύμβαση Αγοραπωλησίας Μετοχών, εξαρτάται μεταξύ άλλων, από τη σύναψη τροποποιητικής Σύμβασης Παραχώρησης και από την προσήκουσα κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων.  Στο πλαίσιο της Διαδικασίας Αξιοποίησης το Ελληνικό Δημόσιο προσκάλεσε τον ΟΛΠ σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να συνομολογηθούν κατάλληλες τροποποιήσεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης, με σκοπό το περιεχόμενό της να εναρμονισθεί προς τη σκοπούμενη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικής συμμετοχής στον ΟΛΠ, οι οποίες και τελικά κατέληξαν στην οριστικοποίηση και σύναψη της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης Ιουνίου 2016 μετά των Παραρτημάτων της. Κατά τη διαπραγμάτευση της ανωτέρω σύμβασης τα μέρη αναγνώρισαν ότι οι διατάξεις της υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης πρέπει να επικαιροποιηθούν, να διευκρινισθούν και να συμπληρωθούν, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανακατανομή ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών σε σχέση με τη λειτουργία του Λιμένα Πειραιά μεταξύ του ΟΛΠ και του Ελληνικού Δημοσίου και την κατάργηση ορισμένων προνομίων του ΟΛΠ αναφορικά με τη θέσπιση κανόνων, ώστε να επιτευχθεί εναρμόνιση της Υφιστάμενης Σύμβασης Παραχώρησης με την ανάληψη ελέγχου του ΟΛΠ από ιδιωτικό φορέα εκμετάλλευσης (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω στο προοίμιο της Σύμβασης Παραχώρησης της 24ης.6.2016, που έχει περιληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’αριθμ.4404/2016, στοιχεία Ε και Ζ,  στο στοιχείο Ι της οποίας επίσης αναφέρεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει «το δικαίωμα του ΟΛΠ να λειτουργεί κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του ως εμπορική κερδοσκοπική εταιρία, με την επιφύλαξη των όρων, που παρατίθενται πληρέστερα στην παρούσα Σύμβαση»). Επισημαίνεται ότι με τις παραγράφους 15 και 16 της αιτιολογικής έκθεσης του ν.4404/2016 έχει καταστεί σαφές ότι η μεταβίβαση του ελέγχου της ΟΛΠ σε ιδιώτη επενδυτή είναι νοητή μόνον σε χρόνο κατά τον οποίο η ΟΛΠ θα έχει απολέσει το χαρακτήρα της ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου “διφυούς”χαρακτήρα και θα έχει μεταταγεί σε καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης. Η μετάταξη αυτή προϋποθέτει την κατάργηση και αφαίρεση από την ΟΛΠ αρμοδιοτήτων και εξουσιών, τις οποίες εξακολουθεί να ασκεί μέχρι σήμερα και οι οποίες ενέχουν  στοιχεία ενάσκησης δημόσιας εξουσίας ή προσιδιάζουν περισσότερο σε δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων εξουσιών αποτελούν ορισμένες ρυθμίσεις , ιδίως του Α.Ν. 1559/1950, με τα οποία είχε εξουσιοδοτηθεί ο ΟΛΠ (τότε υπό τη μορφή του ΝΠΔΔ) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του. Δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ του συνόλου των διατάξεων του Σχεδίου Κυρωτικού Νόμου αποτελεί αναβλητική αίρεση για τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης, από το συνδυασμό των όρων της τελευταίας και της Σύμβασης Αγοραπωλησίας Μετοχών προκύπτει ότι ο υφιστάμενος μηχανισμός διασφαλίζει τη μεταβίβαση σε ιδιώτη επενδυτή πλειοψηφικού πακέτου συμμετοχής στην ΟΛΠ σε χρόνο, κατά τον οποίο η ανωτέρω θα έχει τραπεί σε μία συνήθη ανώνυμη εταιρία με αμιγώς επιχειρηματικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, στην ίδια την ανωτέρω Σύμβαση, που έχει συμπεριληφθεί στον κυρωτικό αυτής νόμο υπ’αριθμ. 4404/2016, ορίσθηκε ότι θα τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία πλήρωσης όλων των σ’αυτήν ειδικότερα αναφερομένων αναβλητικών αιρέσεων. Εξάλλου στον όρο 1.7 του άρθρου 1 της Σύμβασης αυτής ορίζεται ότι: «Κατά την Ημερομηνία Έναρξης Ισχύος: α)…β) με την επιφύλαξη του άρθρου 1.7 (γ), οποιεσδήποτε διατάξεις νόμων ή κανονισμών, που εφαρμόζονται ειδικά για τον ΟΛΠ και παρέχουν στον ΟΛΠ το δικαίωμα θέσπισης, έκδοσης, εφαρμογής, ή τροποποίησης κανόνων ή κανονισμών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των διατάξεων του Αναγκαστικού Νόμου 1559/1950, όπως εκάστοτε ισχύει, θα θεωρούνται ως ανακληθείσες, καταργηθείσες ή ακυρωθείσες, είτε η εν λόγω ακύρωση επιβεβαιώνεται ρητά από τον Κυρωτικό Νόμο, που προβλέπεται στο άρθρο 1.1 (α) είτε όχι, και γ) έως ότου εκδοθούν αναθεωρημένοι κανονισμοί (συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά κανονισμών τιμολογιακής πολιτικής) σε σχέση με το Λιμένα Πειραιά σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μόνο οι ειδικοί κανονισμοί λιμένων, οι κανονισμοί λειτουργίας και οι κανονισμοί τιμολογιακής πολιτικής, που ισχύουν επί του παρόντος και παρατίθενται στο Μέρος II (Διατηρούμενοι Κανονισμοί) του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. (οι Υφιστάμενοι Κανονισμοί ΟΛΠ) θα συνεχίσουν να ισχύουν και θα παραμείνουν σε πλήρη και απόλυτη ισχύ”. Επομένως, καθώς ήδη η Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης έχει τεθεί σε ισχύ και ολοκληρωθεί η πώληση της πλειοψηφίας των μετοχών της ΟΛΠ Α.Ε. σε ιδιώτη, η ανωτέρω εταιρία αποτελεί πλέον αποκλειστικά και μόνο Ν.Π.Ι.Δ., και δη ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία, και  σε καμία περίπτωση δημόσιο όργανο ή δημόσια αρχή, με αποτέλεσμα η άσκηση απ’αυτήν οποιασδήποτε διοικητικής αρμοδιότητας να μην είναι συνταγματικά ανεκτή. Για το ίδιο επίσης λόγο οι διατάξεις του Α.Ν. 1599/1950, με τις οποίες είχε εξουσιοδοτηθεί ο ΟΛΠ (τότε Ν.Π.Δ.Δ.) να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του, θεωρούνται πλέον καταργηθείσες, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση Παραχώρησης, μετά την έναρξη ισχύος της, και εκτέθηκε ανωτέρω, αλλά, επιπροσθέτως, και στη διάταξη της παραγράφου 2α του άρθρου 20 του Κυρωτικού αυτής Νόμου υπ’αριθμ.4404/2016, σύμφωνα με την οποία: “Από την έκδοση του παρόντος νόμου και με την επιφύλαξη διαφορετικής ειδικής ρύθμισής του, ανακαλούνται, καταργούνται ή στερούνται ισχύος: (α) διατάξεις νόμων με ειδική εφαρμογή στην «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και/ή στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, υπό τη μορφή της προκατόχου νομικής οντότητας δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), στο βαθμό που απονέμουν αρμοδιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο του/της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» να υιοθετεί, να εισάγει, να θεσπίζει, να εκδίδει, να καθιερώνει ή να τροποποιεί κανονιστικές διατάξεις και κανονισμούς λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 21 παρ. 2 του Α.Ν.1559/1950, όπως ισχύει,…”, όπερ επίσης επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 5 παρ.1 α του Παραρτήματος I, 1.1. (α) της Σύμβασης αυτής. Συνεπώς, πέραν των κανονισμών, που παρατίθενται στο Μέρος II του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ 1.7. της ανωτέρω Σύμβασης Παραχώρησης, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρι την έκδοση αναθεωρημένων κανονισμών σε σχέση με το Λιμένα του Πειραιώς, κάθε άλλος κανονισμός, που εκδόθηκε από τον Ο.Λ.Π. κατά το παρελθόν, σε εκτέλεση της παρασχεθείσας προς αυτόν νομοθετικής εξουσιοδότησης από τον επίσης καταργηθέντα Α.Ν.1559/1950, παύει να ισχύει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω Σύμβασης.  Επομένως, από τη θέση σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης θεωρείται ότι καταργήθηκε και ο εγκριθείς με την υπ’αριθμ. 45057/11/72 κοινή Υπουργική Απόφαση Κανονισμός Οικονομικής Διαχείρησης του Ο.Λ.Π., όπως ίσχυε κατά το χρόνο της κατάργησής του, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους ειδικά αναφερομένους στο Παράρτημα της ανωτέρω Σύμβασης κανονισμούς, οι οποίοι ορίζεται ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της, στη διάταξη του άρθρου 19 παρ.6 του οποίου προβλεπόταν ότι «προκειμένου περί δικαιωμάτων παραβολής, προσορμίσεως, επισκευής και αργίας…εάν το εκπλειστηριαζόμενο πράγμα είναι πλοίο, ο ΟΛΠ κατατάσσεται προνομιακώς κατά την εν άρθρω 205 εδαφ. α΄ του ΚΙΝΔ οριζομένην τάξιν, ως βαρύνοντα και παρακολουθούντα το πλοίο», με αποτέλεσμα τα δικαιώματα της ήδη ΟΛΠ Α.Ε. για την προσόρμιση, παραβολή, πρυμνοδέτηση, ελλιμενισμό κλπ., που βαρύνουν το πλοίο, να αποτελούν απαιτήσεις της, οι οποίες δεν απολαύουν πλέον του προνομίου κατάταξης του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου. Στην προκειμένη περίπτωση από τα προεκτεθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν επιπροσθέτως και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος του κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος πλοίου προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των επισπευδόντων την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δανειστών (των δώδεκα πρώτων των καθ’ων) και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, στους οποίους περιλαμβάνονται ο δέκατος τρίτος των καθ’ων, επίσης ναυτικός του πλοίου, και η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία, η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών της καθ’ης  η εκτέλεση, με τον οποίο, στο εναπομείναν ποσό του πλειστηριάσματος, μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης, κατέταξε την ανακόπτουσα οριστικά και προνομιακά για την αναγγελθείσα με τη δεύτερη κατά σειράν συμπληρωματική αναγγελία της απαίτησή της σε βάρος της πλοιοκτήτριας, ποσού 1.747,23 ευρώ, και στην πρώτη τάξη προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, ως τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο από την παροχή προς αυτό λιμενικών υπηρεσιών, ενώ σε ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του προς διανομή πλειστηριάσματος κατέταξε τους καθ’ων, οριστικά και προνομιακά, στη δεύτερη τάξη των προβλεπομένων στην ανωτέρω διάταξη προνομίων, για το μεν τμήμα των αναγγελθεισών απαιτήσεών τους, που ειδικότερα διαλαμβάνεται για τον καθέναν τους στον εν λόγω πίνακα, και τους επιδικάσθηκε προσωρινά με την υπ’αριθμ.1.409/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για το δε υπόλοιπο τμήμα τυχαία, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών τους, ενώ ουδείς άλλος αναγγελθείς δανειστής κατατάχθηκε λόγω εξάντλησης του πλειστηριάσματος. Σημειωτέον ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν κατέταξε στον ως άνω πίνακα την αναγγελθείσα με την πρώτη κατά σειράν αναγγελία απαίτηση της ανακόπτουσας, ποσού 45.315,52 ευρώ, με την αιτιολογία ότι αφορά σε απαιτήσεις της (δικαιώματα από την παροχή προς το συγκεκριμένο πλοίο λιμενικών υπηρεσιών) σε βάρος τρίτων προσώπων, και δη των εταιριών …………» («………..») και «… …….» («………….»), και όχι της καθ’ης η εκτέλεση, πλοιοκτήτριας του πλοίου αυτού, πλην όμως εσφαλμένα, διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οφειλέτρια και της συγκεκριμένης απαίτησης της ανακόπτουσας είναι η καθ’ης η εκτέλεση, αντιπροσωπευθείσα από τις ανωτέρω εταιρίες, εκπρόσωπό της στην Ελλάδα και διαχειρίστρια του πλοίου αντίστοιχα κατά το χρόνο γέννησης της αναγγελλόμενης απαίτησης, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφοβολίας συνάγεται από το ίδιο το περιεχόμενο του αναγγελτηρίου. Μολαταύτα όμως, η εν λόγω απαίτηση της ανακόπτουσας, στη μη κατάταξη της οποίας στον προσβαλλόμενο πίνακα αφορά η ανακοπή, ανεξαρτήτως του εάν είναι προνομιακή κατά το δίκαιο του κράτους της σημαίας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (του Αγίου Βικεντίου και των Γρεναδίνων Νήσων), δεν μπορεί να καταταγεί προνομιακά και κατά το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης (το ημεδαπό δίκαιο και δη κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ.) για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους: Πρωτίστως διότι στην αναγγελία της ουδόλως έχει περιληφθεί αίτημα περί προνομιακής κατάταξης της απαίτησής της αυτής στον συνταχθησόμενο πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος του πλοίου της καθ’ης η εκτέλεση, όπως κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία απαιτείται ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του αναγγελτηρίου, ούτως ώστε η αναγγελλόμενη απαίτηση να καταταγεί προνομιακά από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, σύμφωνα με όσα  έχουν ήδη εκτεθεί στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Επιπροσθέτως και για το λόγο ότι, εφόσον η επίμαχη διαδικασία της επισπευδομένης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της θέσης σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΛΠ της 24ης.6.2016 και της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (υπ’αριθμ.4404/2016), αλλά και της επακολουθήσασας αυτών ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας της πλειοψηφίας των μετοχών του ΟΛΠ σε ιδιώτη επενδυτή κατά τα προεκτεθέντα, οι απαιτήσεις του ΟΛΠ, που δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, από την παροχή προς το πλοίο λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και η εν λόγω αναγγελλόμενη απαίτηση, δεν απολαύουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ. α΄ του Κ.Ι.Ν.Δ. προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, και δη προνομίου της πρώτης τάξης των ειδικότερα με τη διάταξη αυτή θεσπιζομένων προνομίων, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με το άρθρο 19 παρ.6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ, ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον ΟΛΠ, υπό την τότε μορφή του Ν.Π.Δ.Δ., νομοθετικής εξουσιοδότησης με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ.2 του  Α.Ν. 1559/1950 να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου, και εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία 45057/11/1973 Κοινή Υπουργική Απόφαση, διότι ήδη ο ανωτέρω  Αναγκαστικός Νόμος και ο εκδοθείς βάσει αυτού Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθούν καταργηθέντες με την Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο (ο συγκεκριμένος Κανονισμός αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών, που ρητά προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της και  αναλυτικά παρατίθενται στο Παράρτημα 1.7 αυτής), καθώς δε συνάδουν με την περιέλευση του ελέγχου της ΟΛΠ Α.Ε. σε ιδιωτικό οικονομικό φορέα εκμετάλλευσης, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας, όπως αναλυτικά επισημάνθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι στην Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και στον Κυρωτικό αυτής Νόμο ρητά προβλέπεται ότι η – πλέον ιδιωτικοποιημένη – ΟΛΠ Α.Ε. δικαιούται να επιβάλει, χρεώνει και εισπράττει για ίδιο λογαριασμό  – μεταξύ άλλων – και τέλη λιμενικών υπηρεσιών  ως αντίτιμο για τις παρεχόμενες απ’αυτήν υπηρεσίες στα ναυλοχούντα στο Λιμένα του Πειραιά πλοία, διότι αυτό που έγινε εν προκειμένω δεκτό είναι ότι οι εκ της ανωτέρω αιτίας απορρέουσες απαιτήσεις της δεν εξοπλίζονται πλέον με προνόμιο στην κατάταξη και στη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ούτε βέβαια από το νομικό καθεστώς της Χερσαίας Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα του Πειραιά ως κοινόχρηστου πράγματος, ήτοι από τη φύση του ως περιουσιακού στοιχείου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, ευρισκόμενου στην κοινή χρήση, που ουδόλως επηρεάσθηκε από την ανάληψη του ελέγχου της ΟΛΠ Α.Ε. από ιδιώτη, στην οποία, ακόμη και  όταν λειτουργούσε υπό τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ. ή ανώνυμης εταιρίας του Δημοσίου, έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα χρήσης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης του ως άνω Λιμένα, και οπωσδήποτε όχι εμπράγματα δικαιώματα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε τα ίδια, και απέρριψε την ανακοπή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ορθά τις αντίστοιχες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ανακόπτουσα με τους λόγους της από 9.10.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./10.10.2018 και …………./17.10.2018) έφεσής της, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους οι περιλαμβανόμενες στο εφετήριο αιτιάσεις, απορριπτομένων ως αβασίμων, και, συνακόλουθα, και της εν λόγω έφεσης καθ’ολοκληρίαν. Τέλος, λόγω της ήττας της, θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου της έφεσής της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων της ως άνω έφεσης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τους τελευταίους σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../10.10.2018 και …………/17.10.2018) έφεση, και β) την από 9.10.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../11.10.2018 και ………../17.10.2018) έφεση, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 4035/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν αμφότερα τα ανωτέρω δικόγραφα.

ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα της πρώτης και τους εκκαλούντες της δεύτερης των ανωτέρω εφέσεων αντίστοιχα παραβόλου των ένδικων αυτών μέσων στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της πρώτης των ανωτέρω εφέσεων τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων της δεύτερης των ανωτέρω εφέσεων τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  9-12-2019

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ