Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 728/2019

Αριθμός   728 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 17-11-2017 (αρ. καταθ. …./2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4381/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ.το υπ΄ αρ. …………/2017 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Με την από 1-11-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι είναι ιατρός, εργαζόμενη ως υπεύθυνη παιδίατρος στους Δημοτικούς Βρεφονηπιακούς και Παιδικούς Σταθμούς του Δήμου …… Ότι η εναγομένη, η οποία ήταν υπεύθυνη του …..υ Παιδικού Σταθμού ….., με τα σ΄ αυτήν (αγωγή) αναλυτικά παρατιθέμενα τρία υπηρεσιακά της σημειώματα προς τη Διευθύντρια των παιδικών – βρεφονηπιακών σταθμών και σε άλλους παράγοντες του Δήμου …., ισχυρίσθηκε για την ίδια τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) ψευδή γεγονότα που έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή της, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους και έχοντας την πρόθεση προς τούτο, ήτοι τελώντας σε βάρος της τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς καταμήνυσης, για τα οποία έχει υποβάλει (η ενάγουσα) εναντίον της την από 28-9-2016 έγκλησή της. Ότι από την παράνομη αυτή και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης προσβλήθηκε η προσωπικότητά της και υπέστη ηθική βλάβη. Με αυτό το ιστορικό ζήτησε ως χρηματική της ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ, επιφυλασσόμενη να διεκδικήσει, πλέον αυτού του ποσού, και ποσό 44 ευρώ δια της παραστάσεώς της ως πολιτικώς ενάγουσας κατά τη συναφή ποινική δίκη, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση κατά την παραπάνω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, να απειληθεί κατά της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4381/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την προβληθείσα εκ του άρθρου 367 παρ. 1 γ΄ του ΠΚ ένσταση της εναγομένης, απέρριψε ως αβάσιμο κατ΄ ουσίαν το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, όπως και το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης και επέβαλε στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 17-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή. Σημειώνεται, ότι εφόσον με την ένδικη έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, συμπροσβάλλεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, γιατί στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης, το οποίο συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας (άρθρο 522 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1092/2002 ΕλλΔνη 45.152, ΕφΑθ 781/2009).

Το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ΚΠολΔ στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή, και πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται, δηλαδή, σ΄ αυτούς με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί ο Δικαστής να κρίνει για το νόμιμο και το βάσιμό τους. Τέτοιος λόγος εφέσεως, αναγόμενος σε σφάλμα του Δικαστή, είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Το σφάλμα της απόφασης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται, αλλά αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό (ΕφΔυτΣτερ Ελλάδας 48/2013). Τούτο δε, διότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης αποφάσεως μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή (ΑΠ 738/2013). Η αοριστία του δικογράφου της έφεσης (εφετηρίου) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με την παραπομπή σε άλλα δικόγραφα και της αυτής ακόμη δίκης, οι δε αόριστοι λόγοι εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση οι περιεχόμενοι στην ένδικη έφεση λόγοι είναι σαφώς και πλήρως ορισμένοι, απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προέβαλε η εφεσίβλητη ως προς τον πρώτο λόγο εφέσεως.

Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, εκτός άλλων, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 του ΑΚ, το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σ΄ αυτόν από τους άλλους και σε περίπτωση προσβολής της, με κάποια παράνομη ενέργεια, δικαιούται να απαιτήσει την άρση της και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), η οποία, όμως, είναι αναγκαία προκειμένου περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης. Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης αυτής αρκεί κάθε είδος υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ΄ ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 50/2002, 831/2005). Προσβολή της προσωπικότητας συντελείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκφάνσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του προσβαλλόμενου, αφού τα έννομα αυτά αγαθά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις του ενιαίου δικαιώματος της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και η υπόληψη, δηλαδή η κοινωνική αξία κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι΄ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου (ΑΠ 285/2012). Κατά δε το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του (ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 780/2005). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 920 του ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το  επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει  με σαφήνεια ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) η υποστήριξη ή η διάδοση αναληθών ειδήσεων. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους. Διάδοση δε είναι η απλή ανακοίνωσή τους. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή προφορικώς ή γραπτώς, με μαζικά μέσα ενημέρωσης ή μεμονωμένα, σε ένα ή περισσότερα άτομα κ.τ.λ. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε  περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και εκθέτουν σε κίνδυνο κατά το χρόνο της υποστηρίξεως ή διαδόσεως ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, αναφερόμενες σε ορισμένα γεγονότα (δηλαδή συγκεκριμένα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, παρελθόντα ή παρόντα, υποπίπτοντα στις αισθήσεις και δεκτικά αποδείξεως, καθώς και συμπεριφορές ή συγκεκριμένες σχέσεις αναφερόμενες στο παρελθόν ή το παρόν) και  όχι  αόριστες  υπόνοιες  χωρίς αναφορά  σε ορισμένα γεγονότα, γιατί τότε δεν αποτελούν «ειδήσεις». Βεβαίως και οι απλές υπόνοιες εάν κριθεί ότι αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη, υποχρεώνουν εκείνον  που  τις  διαδίδει  σε  ανόρθωση  της  ζημίας του θιγόμενου με βάση όμως το άρθρο 919 του ΑΚ. Περαιτέρω οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να αποδεικνύονται τελικώς και αναληθείς, δηλαδή ή να μη αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο με γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει δεν γεννάται θέμα εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως (ΑΠ 1772/2006 ΧΡΙΔ 2007.129, ΕφΘεσ 443/2005 Αρμ. 2005.1722), είναι όμως πιθανόν να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 919 του ΑΚ. β)  Γνώση  ή  υπαίτια  άγνοια  της  αναλήθειας. Δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαίτια  (ήτοι από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια των ειδήσεων. Σκοπός εξάλλου της διατάξεως είναι  γενικότερα η πρόληψη διαδόσεως αναληθών ειδήσεων,  γι΄ αυτό και δεν απαιτείται για την εφαρμογή της πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στο θιγόμενο. Η ζημία του  βλαπτόμενου  προσώπου  πρέπει  να  προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων, γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες ή οι υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά φυσικού  ή  νομικού  προσώπου. Δεν αρκεί, δηλαδή, η διαπίστωση ότι είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα εν λόγω αγαθά σε κίνδυνο.  Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι΄ αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Ως μέλλον αυτού νοείται η  οικονομική  και  επαγγελματική  του βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ΄ εκείνους με τους οποίους σχετίζεται, κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά, δ) Ζημία. Τελευταία προϋπόθεση για την  ύπαρξη αξιώσεως από το άρθρο 920 του ΑΚ, είναι η απόδειξη (περιουσιακής) ζημίας, αιτιωδώς προκαλουμένης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επίσης, ο θιγόμενος μπορεί με βάση το άρθρο 920 του ΑΚ να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία. Ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του και να αποδείξει όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις (ΕφΠατρ 1341/1990 ΕλλΔνη 1991.1335). Περαιτέρω, η προαναφερθείσα διάταξη ρυθμίζει μια ειδική μορφή αδικοπραξίας, με σκοπό την προστασία της οικονομικής υπόστασης των ατόμων από ζημιές που θα μπορούσαν να προκληθούν με την υποστήριξη ή διάδοση αναληθών γεγονότων (ειδήσεων), τα οποία εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον τους. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 57 του ΑΚ (υπαίτια προσβολή του απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα) αλλά η ρύθμιση του θέματος με ειδική διάταξη κρίθηκε αναγκαία, ώστε να μη δημιουργηθούν αμφισβητήσεις, για το αν τα προστατευόμενα από το άρθρο 920 του ΑΚ αγαθά αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του γενικού και απόλυτου δικαιώματος στην προσωπικότητα (Φίλιου: Ενοχ. Δικ., Ειδ. Μέρος, σελ. 608, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη: Ειδ. Ενοχικό Δικ., τόμος ΙΙΙ, παρ. 354). Όταν η υποστήριξη ή η διάδοση των αναληθών «ειδήσεων» γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 361, 362, 363 του ΠΚ (εξύβριση, δυσφήμηση απλή ή συκοφαντική) είναι προφανές ότι και πάλι μπορεί να ζητηθεί αποζημίωση με βάση το άρθρο 914 του ΑΚ σε συνδυασμό με την ποινική διάταξη που παραβιάστηκε (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, άρθρο 920, αρ. 9, Δεληγιάννη-Κορνηλάκη: ο.π.). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι εκείνος του οποίου προσβάλλεται η προσωπικότητα με δυσφημιστική διάδοση γεγονότων, δηλαδή συμβάντος ή περιστατικού παρόντος ή του παρελθόντος που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, το οποίο (δυσφημιστικό γεγονός) μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, δικαιούται να ζητήσει, εκτός άλλων, και την καταδίκη του υπαιτίου της δυσφημιστικής διαδόσεως, στην καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή (ΕφΑθ 4056/1988 ΕλλΔνη 31.121, ΕφΑθ 10504/1986 ΕλλΔνη 28.1325). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη 361 παρ. 1 του ΠΚ «όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται ….», με τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικα «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται….» και με τη διάταξη του άρθρου 363 του αυτού ως άνω Κώδικα «αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται….». Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Η πράξη της δυσφήμησης περιλαμβάνει αντικειμενικώς μεν τον ισχυρισμό ή διάδοση από το δράστη ενώπιον τρίτου, με οποιοδήποτε τρόπο, για κάποιον άλλον γεγονότος, που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού, υποκειμενικώς δε τη γνώση του υπαιτίου, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου (ΑΠ 538/2012, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 19/2012, ΑΠ 109/2012). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μεταδόσεως από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοινώσεως. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία έχει ως πηγή την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις, αμέσως ή εμμέσως, υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ (ΑΠ 955/2011, ΑΠ 34/2010, ΕφΔυτΜακεδ 122/2014).Κατά τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. α΄- δ΄ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπομένων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ΄ και δ΄). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 367 του ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, με την κατά τα άνω άρση του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσεως του παράνομου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ), και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 του ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001 ΝοΒ 49.1814, ΟλΑΠ 1/1997  ΕλλΔνη 38.534, ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΟλΑΠ 62/1990).

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανάμεσα στα οποία και ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης κλητεύσεως του αντιδίκου αντίστοιχα, καθώς και έγγραφα των οποίων για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ),χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι παιδίατρος, εργαζόμενη ως υπεύθυνη παιδίατρος στους Δημοτικούς Βρεφονηπιακούς και Παιδικούς σταθμούς του Δήμου …… Η εναγομένη, βρεφονηπιοκόμος, απασχολούταν, με την ανωτέρω ειδικότητά της, επί σειρά ετών αρχικά σε κρατικούς, μετέπειτα δε σε δημοτικούς παιδικούς σταθμούς του Δήμου …., την δε 1-1-2016τοποθετήθηκε προϊσταμένη των …ου και …ου Βρεφικών Τμημάτων του Δήμου …., θέση στην οποία υπηρέτησε έως την 14-12-2016, οπότε τέθηκε σε δυνητική αργία. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως προϊσταμένη των ως άνω τμημάτων, ανέκυψαν μεταξύ των διαδίκων, αλλά και μεταξύ της εναγομένης και υφισταμένων της παιδαγωγών, διαφωνίες αναφορικά με ζητήματα λειτουργίας του βρεφονηπιακού σταθμού, στο πλαίσιο διευθέτησης των οποίων αμφότερες (διάδικοι) αναφέρονταν στους προϊσταμένους τους. Σε μια τέτοια ενέργεια προέβη η εναγομένη με το υπ΄ αρ. πρωτ. …./19-7-2016 υπηρεσιακό της σημείωμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, ισχυριζόταν «Σας ενημερώνω ότι, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία μας 18/07/16 σχετικά με θέμα υγείας βρέφους που παρουσιάστηκε στο τμήμα πας μας (εμετός) και η παιδίατρος κα ………… δεν ανταποκρίθηκε στο τηλεφωνικό μας κάλεσμα για σχετικές οδηγίες έχω να σας αναφέρω τα εξής: Η παιδαγωγός του τμήματος κα ……….. για μια ακόμα φορά δεν συνεργάστηκε ομαλά και δεν ακολούθησε τις οδηγίες που της έδωσα και από κοινού συμφωνήσαμε στην τηλεφωνική μας επικοινωνία και συγκεκριμένα: να ενημερωθεί ο γονιός, να παρακολουθήσουμε το παιδί για τυχόν άλλα συμπτώματα και αν ξανακάνει εμετό να αποχωρήσει από το τμήμα μας, επειδή είναι παιδί που κοιμάται, ενημέρωσα τις παιδαγωγούς να μην παραμείνει στο χώρο με τα υπόλοιπα παιδιά του ύπνου για λόγους πρόληψης, όπως εφαρμόζουμε πάντα σύμφωνα με τις προγενέστερες οδηγίες της παιδιάτρου και συμφωνήσατε απόλυτα. Αυτό ενημέρωσα και τον πατέρα του παιδιού, ότι θα κοιμηθεί σε άλλο χώρο και αν ξαναπροκύψει εμετός ή άλλα συμπτώματα σύμφωνα με τα οποία θα κινδυνεύει η υγεία και των υπόλοιπων παιδιών, θα ερχόταν να το πάρει. Δυστυχώς όμως η κα …. δεν εφάρμοσε τα όσα ενημερώθηκε από εμένα ως υπεύθυνη του Τμήματος και αποφάσισε η ίδια πως θα αντιμετωπίσει το περιστατικό σε συνεργασία με την βοηθό της κα ……. Όταν βρέθηκα στο χώρο για να δω την εξέλιξη του παιδιού, διαπίστωσα να κοιμάται μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά βάζοντας σε κίνδυνο και την υγεία των υπόλοιπων παιδιών ενώ είχε λάβει διαφορετικές οδηγίες. Όταν της ζήτησα εξηγήσεις για τα όσα εφάρμοσε εις βάρος κατά της κοινής μας συνεννόησης να απομακρυνθεί το παιδί και να παρακολουθείται σε άλλο χώρο – διπλανή αίθουσα, μου απάντησε δεν το θεώρησε αναγκαίο και η ίδια έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να εφαρμόσει κάτι άλλο. Στη συνέχεια, σήμερα το πρωΐ 19/07/16 βρήκα στο γραφείο μου ένα σημείωμα από την κα … ότι επικοινώνησε η κα …. και ότι όπως της περιέγραψε το γεγονός συμφώνησε μαζί της για τις ενέργειές της και ότι δεν υπήρχε λόγος να κάνει κάτι άλλο. Μάλιστα να με ενημέρωνε ότι μιλήσανε… Σήμερα 11:00 περίπου δέχθηκα τηλεφώνημα από την κα ……, παιδίατρο των βρεφονηπιακών σταθμών, μιλώντας μου επιθετικά και επικριτικά για μία ακόμα φορά, απαξιώνοντας το ρόλο και το πρόσωπό μου και κυρίως ότι δίνω ιατρικές οδηγίες και παρεμβαίνω στο έργο της και τα καθήκοντά της. Η κα …. ξεχνάει 1) ότι για ακόμη μία φορά δεν ανταποκρίθηκε άμεσα σε τηλεφωνική μας επικοινωνία για θέματα υγείας των παιδιών του τμήματος και υπήρχε ανάγκη να παρθούν προληπτικά μέτρα για την υγεία όλων των παιδιών του τμήματος για τα οποία είμαι υπεύθυνη και υπόλογη κατά αρμοδιότητά μου 2) δεν γνώριζε ότι είχαμε τηλεφωνική επικοινωνία για να αποφασίσουμε από κοινού με εσάς ως Δ/ντρια τις ενέργειές μας προς όφελος όλων των παιδιών κ΄ 3) Στο άρθρο 12 παρ. 4 του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας μας, που αναφέρει ότι: «Η περιφρούρηση της υγείας του παιδιού αποτελεί υποχρέωση όλου του προσωπικού … και ευθύνεται για αμέλεια ή παράλειψη που μπορεί να έχει επίπτωση στην υγεία των παιδιών».».Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο εφέσεως εκ μέρους των διαδίκων, έκρινε ότι τα διαλαμβανόμενα στο ως άνω υπηρεσιακό σημείωμα αποδεικνύονται ως αληθή, καθόσον, πράγματι, η εναγομένη δεν κατέστη εφικτό να επικοινωνήσει με την ενάγουσα όταν την κάλεσε, περί ώρα 12.40, προτού βάλουν τα παιδιά για ύπνο, προκειμένου να τη συμβουλευτεί για τον χειρισμό του προβλήματος υγείας που παρουσιάστηκε σε φιλοξενούμενο παιδί (έμετος). Έτσι, κατόπιν συνεννόησής της με τη Διευθύντρια, η οποία και την ενημέρωσε ότι η ιατρός απουσίαζε για προσωπικούς λόγους, έδωσε εντολή στην αρμόδια παιδαγωγό …………. να κοιμίσει το παιδί ξεχωριστά από τα υπόλοιπα, για προληπτικούς λόγους, εντολή την οποία η παιδαγωγός αγνόησε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι αρκετή ώρα αργότερα (στις 14.10 όπως προκύπτει από χειρόγραφο σημείωμα της παιδαγωγού και όχι μετά 5-10 λεπτά από την κλήση της εναγομένης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα) επικοινώνησε η ενάγουσα με το σταθμό ενώ, την επομένη, κάλεσε την εναγομένη και της συνέστησε να μην παρεμβαίνει στα καθήκοντά της και δη στον τρόπο αντιμετώπισης ιατρικής φύσεως θεμάτων των παιδιών. Επιπροσθέτως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η εναγομένη εξέλαβε ως επικριτική και επιθετική τη στάση αυτή της ενάγουσας απέναντί της, όπως εξέφρασε στο σημείωμά της, αξιολογική κρίση η οποία κρίθηκε (από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) εύλογη και δικαιολογημένη, καθόσον η εναγομένη ουδόλως αγνόησε τις ιατρικές οδηγίες της ενάγουσας στο παραπάνω περιστατικό, αντίθετα δε τις επιζήτησε, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να τις λάβει εγκαίρως, η δε ενάγουσα εκ των υστέρων αξιολόγησε ότι ο χειρισμός της προϊσταμένης ήταν εσφαλμένος ενώ αυτός της υφισταμένης παιδαγωγού, που αγνόησε την εντολή της, ότι ήταν ορθός. Επομένως, έκρινε (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να προσβάλλεται η κρίση του αυτή με λόγο εφέσεως) ότι δεν συντρέχει περίπτωση τέλεσης από την εναγομένη των αδικημάτων της συκοφαντικής ή της απλής δυσφήμισης ούτε της ψευδούς καταμήνυσης, καθώς επίσης ότι οι ισχυρισμοί της, ουδόλως αποσκοπούσαν στην προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας και σε εξύβρισή της. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη συνέταξε και το με ημερομηνία 22-7-2016 υπηρεσιακό σημείωμα, το οποίο έλαβε αρ. πρωτ. ……/5-9-2016, προς την Διευθύντρια …………., κοινοποιούμενο προς       την Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλο ……….., τον Αντιδήμαρχο Διοικητικών Υπηρεσιών και την προϊσταμένη του Τμήματος Μισθοδοσίας, διενεργούσα την Ε.Δ.Ε., με το οποίο ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, (και) σε σχέση με την ενάγουσα: «Επειδή πλέον οι ενέργειες και η συμπεριφορά πρωτίστως οι δικές σας (ενν. την Διευθύντρια) που επιτρέπετε ως επιστημονική υπεύθυνη της υπηρεσίας να συμβαίνουν όλα αυτά τα οποία αναφέρονται στα υπηρεσιακά μας σημειώματα – αλληλογραφία με την αρνητική στάση σας και συμπεριφορά σας προς το πρόσωπό μου, της Εντεταλμένης Δημοτικής Συμβούλου κας   …. με την συμπεριφορά της, και συκοφαντώντας το πρόσωπο και το έργο μου, στους γονείς όλων των παιδικών τμημάτων του Δήμου ………, της παιδιάτρου κα ……, όπως αυτά αναφέρονται σε όλα τα υπηρησιακά μου σημειώματα με τελευταίο να προσπαθεί να «καλύψει» παιδαγωγό του τμήματος για την αρνητική συμπεριφορά της προς το πρόσωπό μου και την συνεχή άρνηση των κατευθύνσεών μου και εφαρμογής των καθηκόντων της και αρχικά μιας ομάδας παιδαγωγικού προσωπικού και στην συνέχεια όλου του προσωπικού το οποίο στράφηκε εναντίον μου επικαλούμενο δική μου αρνητική συμπεριφορά (χωρίς γεγονότα και περιστατικά) ζητώντας: σύσωμο την μετακίνησή του όπως ενημερώθηκαν και οι γονείς την 25/04/16 στην προγραμματισμένη συγκέντρωση γονέων από την Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλο, είναι αρνητικά εμφανής και προσχεδιασμένες με κύριο στόχο να αποδείξετε με κάθε τρόπο ότι δεν είμαι κατάλληλη για τη θέση που κατέχω και δημιουργώ προβλήματα συνεργασίας εφόσον δεν έχετε να μου προσάψετε οτιδήποτε αρνητικό για την εκτέλεση των καθηκόντων μου. Αυτό άλλωστε προσπαθήσατε να εφαρμόσετε με ψευδή στοιχεία και αναφορές εσείς, η παιδίατρος κα ……. και η κα Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλος προκειμένου να μην τοποθετηθώ προϊστάμενη Τμήματος σύμφωνα με τις κρίσεις του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου και στερώντας μου το δικαίωμα για την τοποθέτησή μου, για 3 μήνες. Όλα τα αρνητικά στοιχεία για το πρόσωπο και το έργο μου μετά από 23 χρόνια προσφοράς και επαγγελματικής αξιοπιστίας μου όπως αυτή αποδεικνύεται από τα στοιχεία του Υπηρεσιακού μου φακέλου, δεν στάθηκαν ικανά να επιτύχετε τον στόχο σας εσείς, η παιδίατρος (πολιτικό πρόσωπο πλέον) και η δημοτική αρχή που εμπλάκηκε σε όλη αυτή τη διαδικασία….Σας «δυσκολεύω» γιατί δεν επιθυμώ να εμπλακώ στις παρατυπίες και παραβάσεις που εφαρμόζετε με την παιδίατρο κα ……., την Εντεταλμένη Δημοτική Σύμβουλο κα …….. και κατά συνέπεια όλη την Δημοτική Αρχή που έχει εμπλακεί με κάθε διαδικασία για να υποστώ και άλλες αρνητικές συνέπειες επειδή είμαι ακόμη ΑΝΘΡΩΠΟΣ και αγωνίζομαι για τις ΑΞΙΕΣ ΜΟΥ, στοιχεία που είναι άγνωστα σε εσάς!!!, με τα όσα εφαρμόζετε…». Το ανωτέρω σημείωμα συνέταξε η εναγομένη με αφορμή την από 15-7-2016 υπεύθυνη δήλωση της παιδαγωγού ………….. προς λήψη άδειας, επικαλούμενη λόγους υγείας που της δημιουργήθηκαν στην υπηρεσία και δη στο τμήμα του οποίου προϊστατο η εναγομένη. Συνέταξε δε το σημείωμα αυτό ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) σε συνέχεια της οποίας ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη σε βάρος της, η οποία οδήγησε στη θέση της σε δυνητική αργία, πράξη κατά της οποίας έχει προσφύγει (η εναγομένη) στα διοικητικά Δικαστήρια. Η αναφορά της σε προσπάθεια «κάλυψης» παιδαγωγού από την ενάγουσα, συνιστά, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως με διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς αυτό, αξιολογική της κρίση σε σχέση με το περιστατικό που περιγράφεται στο ανωτέρω, υπ΄αρ. πρωτ. ……/19-7-2016 υπηρεσιακό της σημείωμα, το οποίο, επίσης με διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προσβάλλεται η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς αυτό, όπως προεξετέθη, είναι κατά τα κρίσιμα περιστατικά αληθές, καθόσον, πράγματι, η ενάγουσα διατύπωσε εκ των υστέρων θέση επί της διαφωνίας που δημιουργήθηκε, η οποία, ανεξαρτήτως της επιστημονικής της ορθότητας, ως μόνο δυνητικό αποτέλεσμα θα είχε την δικαιολόγηση, της άρνησης εκτέλεσης από την παιδαγωγό, της αρμοδίως δοθείσας σε αυτήν εντολή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις των διαδίκων είχαν στο παρελθόν διαρραγεί με αφορμή συγκεκριμένα περιστατικά σε σχέση με τη λειτουργία του σταθμού, όπως αυτά καταγράφονταν σε υπηρεσιακά σημειώματα που συνέτασσαν αμφότερες οι διάδικοι. Έτσι, με το υπ΄ αρ. πρωτ. …./12-5-2016 υπηρεσιακό σημείωμα της εναγομένης προς τη Διευθύντρια, ανέφερε την άρνηση δύο παιδαγωγών να της δώσουν στοιχεία των βρεφών – ιδιαιτερότητες μαζί με τον σχεδιασμό προγράμματος εκπαίδευσης τουαλέτας που εφαρμόζουν κατόπιν γενικής ενημέρωσης και κατεύθυνσης της (εναγομένης) σε όλες τις παιδαγωγούς των τριών τμημάτων, προκειμένου να έχει (η εναγομένη) γνώση και να εφαρμόσουν από κοινού εκπαιδευτικές διαδικασίες που αφορούν στην εκπαίδευση τουαλέτας και την ατομική καθαριότητα. Επίσης, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι «Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4Β, το οποίο αναφέρεται στο ημερήσιο πρόγραμμα των βρεφών από 18 μηνών έως 2 ½ ετών, ο σχεδιασμός αυτός του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού προγράμματος θεωρείται βαρύνουσας σημασίας για την ψυχοκινητική και ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Ειδικότερα, η ανεξαρτησία και η αυτονόμησή τους η οποία σχετίζεται άμεσα με τον έλεγχο των σφιγκτήρων είναι η ΑΠΑΡΧΗ του παιδαγωγικού έργου αυτής της ηλικίας.». Μετά από πρόσκληση της Διευθύντριας με το υπ΄ αρ. πρωτ. …../2-6-2016 έγγραφό της, παρενέβη η ενάγουσα με το υπ΄ αρ. πρωτ. ……/13-6-2016 υπηρεσιακό της σημείωμα, με το οποίο χαρακτήρισε το έγγραφο της εναγομένης «άναρχο και χωρίς ειρμό, που αναφέρει άρθρα και παραγράφους άγνωστων κειμένων» και τις εκφραζόμενες σε αυτό απόψεις «επικίνδυνες», μολονότι ότι δεν επρόκειτο για προσωπικές απόψεις της εναγομένης αλλά για το παιδαγωγικό έργο που έπρεπε να εκτελεστεί με βάση τον ισχύοντα κανονισμό λειτουργίας του σταθμού, δίνοντας έτσι έρεισμα στις παιδαγωγούς να μην εκτελούν το ως άνω έργο, κατά παράβαση του οικείου κανονισμού. Σε άλλη, παλαιότερη, περίπτωση είχε ανακύψει θέμα μεταξύ των διαδίκων σχετικά με τη δυνατότητα της παιδιάτρου να εισέρχεται με την εργοθεραπεύτρια στις αίθουσες των παιδικών σταθμών εκτός προγραμματισμού και άνευ προηγούμενης ενημέρωσης της παιδαγωγού του Τμήματος και της προϊσταμένης. Για το σκοπό αυτό η εναγομένη είχε αποστείλει το από 1-4-2015 υπηρεσιακό της σημείωμα προς τη διεύθυνση, ζητώντας εγγράφως της τοποθέτησή της επί του θέματος, η δε ενάγουσα με το υπ΄ αρ. πρωτ. …../23-4-2015 υπηρεσιακό της σημείωμα, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι «… Με τη υπευθυνη, κα ……….., διαπιστωσα οτι δεν μπορουμε να συνεννοηθουμε πλεον σε στοιχειωδες επιπεδο, για να επιλυθουν πρωτευοντα προβληματα καθημερινοτητας. Παρεμβασεις στην συνενοηση με τους γονεις, υποτιμηση δημοσια του εργου της εργοθεραπευτριας, εμποδια στην εκτελεση των βασικων ιατρικων μου καθηκοντων. Με αποκορυφωμα την επιθετικη συμπεριφορα στις 1-4-15, κατα την οποια απαιτησε κάθε φορα που μπαινω σε ταξη, να μπαινω μετα από ενημερωση και αδεια της. Ξεχνωντας οτι η παρουσια μου, ακομη και απουσια οποιουδηποτε παιδαγωγου, εχει σωσει στην κυριολεξια παιδια, σε περιπτωσεις εκτακτης αναγκης. Αδυνατω να καταλαβω τοσο την επιθετικοτητα, οσο και την ανασφαλεια της κας ….., δεδομενου οτι δεν υπηρξε ποτε, τιποτε προσωπικο μαζι της. Επειδη στο 2ο παιδικο σταθμο, ισχυει οτι και στους αλλους παιδικους σταθμους, δηλαδη ένα πρωτοκολλο πραξεων σε σχεση με την εκτιμηση της σωματικης αλλα και αναπτυξιακης υγειας των παιδιων, αλλα και την σωστη καθοδηγηση των γονιων, θα παρακαλουσα την κα ……., να συμμορφωθει με αυτο, όπως είναι υποχρεωμενη εξ αλλου, απο τον κανονισμο των παιδικων σταθμων. Λογω αυτης της δυσκολης και αβολης καταστασης ζητω την κατανοηση της Διευθυντριας κας …… και την παρουσια της σε κάθε συζητηση με την εν λογω υπευθυνη, για τον κινδυνο της παραποιησης αποψεων. …». Πέραν των διαφορετικών προσεγγίσεων επί των ειδικότερων αυτών ζητημάτων συνεργασίας, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα με ψευδή στοιχεία και αναφορές της συνεργάστηκε με τα λοιπά καταγγελλόμενα πρόσωπα της διοίκησης ώστε να παρεμποδιστεί η τοποθέτηση της εναγομένης στη θέση της προϊστάμενης, για την οποία είχε προκριθεί με απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ως τέτοιο έγγραφο δε δεν μπορεί να εκτιμηθεί το αναφερθέν από 23-4-2015 υπηρεσιακό σημείωμα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη, με το οποίο σημείωμα η ενάγουσα εξέφραζε τη θέση της σε σχέση με τη θέση που είχε προηγουμένως διατυπώσει η εναγομένη με το μνημονευθέν από 1-4-2015 σημείωμά της, ενώ, περαιτέρω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα αναφερόμενα στο έγγραφο αυτό περιστατικά τυγχάνουν ψευδή, πολύ δε περισσότερο ότι το έγγραφο αυτό συντάχθηκε με σκοπό να παρακωλυθεί ο διορισμός της εναγομένης σε θέση προϊσταμένης. Ως εκ τούτου η εναγομένη, με τη διάδοση του ως άνω ψευδούς και συκοφαντικού ισχυρισμού σε βάρος της ενάγουσας, ενώ τελούσε σε γνώση του ψεύδους του, τέλεσε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά και το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, αφού με τους ισχυρισμούς της αυτούς καταλόγιζε στην ενάγουσα συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες θα μπορούσε να διωχθεί ποινικά αλλά και πειθαρχικά. Περαιτέρω, η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προτάσεις της, αρνήθηκε γενικά και ειδικά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αγωγή και ειδικότερα ότι τα αναφερόμενα στα επίδικα υπηρεσιακά της σημειώματα είναι ψευδή, σε κάθε δε περίπτωση, ισχυρίσθηκε, επαναφέροντας τον ισχυρισμό της με λόγο εφέσεως, ότι ενήργησε στο πλαίσιο των νόμιμων καθηκόντων της, ως προϊσταμένη του ….ου και ….ου Τμήματος των Βρεφονηπιακών Σταθμών του Δήμου …., με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών και έχοντας δικαιολογημένο ενδιαφέρον, να αποδώσει τη θέση της στην διευθύνουσα αρχή σε σχέση με τις διαφωνίες που ανέκυπταν για θέματα λειτουργίας του παιδικού σταθμού και να υπερασπιστεί το έργο της στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε εις βάρος της. Η ενάγουσα, καθ΄ υποφοράν, με την ένδικη αγωγή της, αλλά και με τη νομίμως κατατεθείσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις της, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη τέλεσε σε βάρος της το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ότι από τον τρόπο εκδήλωσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τέλεσε την πράξη της προκύπτει σκοπός εξύβρισης, με συνέπεια να μην αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της. Κατόπιν τούτων, ο συκοφαντικός χαρακτήρας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης απέκλειε την εφαρμογή της ως άνω προταθείσας από αυτήν, προς άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης της, ένστασης (η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 367 παρ. 1γ του ΠΚ), (την οποία, όπως προαναφέρθηκε, επαναφέρει στην παρούσα δίκη), κατ΄ αποδοχή τής από την ενάγουσα, καθ΄ υποφοράν με την ένδικη αγωγή και με τη νομίμως κατατεθείσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις της, την οποία επαναπροβάλλει, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προταθείσας σχετικής ως άνω αντένστασης (η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 367 παρ. 2α του ΠΚ), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, και συνεπώς, είναι απορριπτέα (η ως άνω ένσταση), προεχόντως, εκ του λόγου αυτού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και απέρριψε ως αβάσιμη την κατ΄ άρθρο 367 παρ. 1γ του ΠΚ ένσταση της εναγομένης, κατόπιν αποδοχής ως βάσιμης της κατ΄ άρθρο 367 παρ. 2α του ΠΚ αντένστασης της ενάγουσας, ορθά έκρινε και ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα εφαρμόζει «παρατυπίες και παραβάσεις» από κοινού με τα λοιπά καταγγελλόμενα πρόσωπα της διεύθυνσης, στις οποίες η ίδια δεν επιθυμεί να εμπλακεί, δεν υπέχει σαφή γεγονοτική αναφορά, καθόσον δεν συνδέει την ενάγουσα με συγκεκριμένες πράξεις και περιστατικά και, συνεπώς, η διάδοσή του δεν στοιχειοθετεί κατ΄ αντικειμενική υπόσταση το αδίκημα της δυσφήμισης (απλής ή συκοφαντικής), ούτε αυτό της ψευδούς καταμήνυσης, τυγχάνει όμως υβριστικό, αφού προσδίδει στην ενάγουσα χαρακτηριστικά ανθρώπου ο οποίος, ενώ κατέχει δημόσια θέση ευθύνης, συνεργάζεται με άλλα πρόσωπα της διοικητικής ιεραρχίας ώστε να προβαίνουν από κοινού σε παράτυπες και παραβατικές ενέργειες και μεθοδεύσεις και ότι επιδίωκε και τη συμμετοχή της εναγομένης στις παρατυπίες αυτές, αμφισβητώντας έτσι ευθέως την εντιμότητά της, την ακεραιότητα και την ηθική της υπόσταση, με αποτέλεσμα να προσβάλλεται η τιμή και υπόληψή της, τελώντας έτσι σε βάρος της ενάγουσας, το αδίκημα της εξύβρισης. Εξάλλου, η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της, κατ΄ εκτίμηση αυτών, προέβαλε τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, τον οποίο επαναφέρει με λόγο εφέσεως, και ειδικότερα ότι τα αναφερόμενα στα επίδικα υπηρεσιακά της σημειώματα δεν είναι ψευδή, σε κάθε δε περίπτωση, ισχυρίζεται ότι ενήργησε στα πλαίσια των νόμιμων καθηκόντων της, ως προϊσταμένη του ….ου και ……..ου Τμήματος των Βρεφονηπιακών Σταθμών του Δήμου ……..Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος. Τούτο δε διότι και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω περιστατικά που επικαλείται η εναγομένη για να θεμελιώσει την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά έκρινε, έστω και σιωπηρώς, και ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Συνεπεία της διατύπωσης των συκοφαντικών και εξυβριστικών αυτών ισχυρισμών σε βάρος της ενάγουσας στο χώρο της εργασίας της, η τελευταία προσβλήθηκε στην προσωπικότητά της καθώς εθίγη η τιμή και η υπόληψή της. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 του ΑΚ και ειδικότερα α) η προπεριγραφείσα συμπεριφορά της εναγομένης είναι παράνομη και υπαίτια λόγω αντίθεσής της, κατ΄ αρχήν, προς τις διατάξεις των άρθρων 229, 363 και 361 του ΠΚ, και επιπλέον ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 του ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιος άλλο πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά αυτού, β) η επίμαχη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά υπό τις ανωτέρω συνθήκες, επέφερε την ηθική βλάβη της ενάγουσας και γ) υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος (με την έννοια της πρόσφορης αιτίας) μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του προαναφερθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (ήτοι της επέλευσης της συγκεκριμένης μη περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας). Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να της επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ύψους 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, ποσό το οποίο κρίνεται εύλογο λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης, της έκτασης της βλάβης που προκάλεσε στην τιμή και την υπόληψη της θιγείσας ενάγουσας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, αλλά και των λοιπών, προαναφερόμενων, συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε όμοια και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί, λόγω της ήττας της εκκαλούσας η εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το υπ΄ αρ. ……./2017 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, επίσης, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 183, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17-11-2017 (αρ. καταθ. ……/2017) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4381/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. ……./2017 e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Δεκεμβρίου 2019  2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ