Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 710/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Κοινοπραξία, νομική φύση, νομιμοποίηση αυτής και των μελών της. Δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηµαταγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δροµολογιακές γραµµές εκτεινόµενες µέσα στα όρια του ίδιου νοµού και επί απόστασης µέχρι 3 ναυτικών µιλίων ,όπως τα πλοία των ναυτικών εταιρειών που μετέχουν στην «ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ Ε/Γ-Ο/Γ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ». Μη εφαρμογή, εν προκειμένω, της αντίστοιχης Σ.Σ.Ε ‘’για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων ‘’.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 710  /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Με την ως άνω με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ)…../7-11-8-2018 κλήση του καλούντος- εφεσίβλητου -καθ΄ού οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης -καθ΄ού οι πρόσθετες παρεμβάσεις – ενάγοντος, κατά των καθ΄ών η κλήση  εκκαλουσών – καταθεσασών τους πρόσθετους λόγους της έφεσης- εναγόμενων – υπερ΄ών οι πρόσθετες παρεμβάσεις και (κατά των) προσθέτων παρεμβαινουσών, νόμιμα φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας, κατά της υπ΄αρ. 3809/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και οι επίσης ανωτέρω αναφερθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των εκκαλουσών, μετά την έκδοση επ΄αυτών, της υπ΄αρ. 642/2018 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, αφού συνεκδίκασε τα ως άνω δικόγραφα, απέρριψε την με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ) …./2016 πρόσθετη παρέμβαση της ναυτικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………» κι έκρινε τυπικά δεκτή την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, στη συνέχεια, απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγόμενων -εκκαλουσών περί αοριστίας της αγωγής και ακολούθως,χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη, ανέβαλε, κατά τα λοιπά, την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί, από τον επιμελέστερο των διαδίκων, το καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο διά του οποίου να προκύπτει ότι κατά το χρόνο σύναψης των από 22-4-2005, 26-6-2007 και 3-6-2008 κλαδικών Σ.Σ.Ε «διά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», οι εναγόμενες ήταν, ή όχι, μέλη της ως άνω συνδικαλιστικής οργάνωσης ή μπορούσαν βάσει των δραστηριοτήτων αυτών και των σχετικών προβλέψεων του καταστατικού να είναι μέλη αυτής.

Στο δίκαιο των εταιρειών, υπό ευρεία έννοια, δηλαδή των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση και επιδιώκουν κοινό σκοπό, με τη συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρείας. Αφότου,όμως, εμφανίστηκε και δρα στην πράξη, η κοινοπραξία είναι δυνατό να έχει το χαρακτήρα είτε αστικής εταιρείας εάν από τη φύση της και το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε δεν θα έχει νομική προσωπικότητα και θα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρείας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο του εμπορικού δικαίου και θα πρέπει να υπαχθεί σε ένα από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται από αυτό, διότι, στις εταιρείες του εμπορικού δικαίου, για λόγους προστασίας των τρίτων, αλλά και των εταίρων, ισχύει η αρχή του κλειστού αριθμού, σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η υιοθέτηση άλλου τύπου εταιρίας διαφορετικού από εκείνους που αυτό αναγνωρίζει. Επομένως, στη δεύτερη αυτή περίπτωση η κοινοπραξία, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπ. Νόμου, μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρείας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, φυσικών ή νομικών προσώπων που την αποτελούν, η οποία προσομοιάζει με την ετερόρρυθμη εταιρία, με μόνο τον εμφανή εταίρο απεριορίστως ευθυνόμενο, είτε ομόρρυθης «εν τοις πράγμασι» εταιρείας, οπότε τα μέλη αυτής θα ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρο για τις υποχρεώσεις της, κατ` άρθρο 22 του Εμπ.Ν. και μπορούν κατά συνέπεια να εναχθούν αυτοί για τις υποχρεώσεις της κοινοπραξίας έναντι τρίτων, ενώ το έναντι αυτής δεδικασμένο ισχύει κατά το άρθρο 329 ΚΠολΔ και έναντι των μετεχόντων σε αυτήν φυσικών ή νομικών προσώπων. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 741 ΑΚ, 18, 20 ΕμπΝ και 2 του δ/τος της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων», συνάγεται ότι η κοινοπραξία, που με ιδιαίτερη επωνυμία, ή με τα ονόματα όλων των μελών της αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου, το οποίο συνιστά αντικειμενικά εμπορική πράξη, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, έχει το χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας. Εάν,όμως, δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπουν τα άρθρα 42-45 του ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρείες, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία «εν τοις πράγμασι» (Ολ.ΑΠ 22/1998 ΕλλΔνη 1998.532, ΑΠ 36/2011 ΕλλΔνη 2011.1389, ΑΠ 654/2010 Αρμ. 2011.1177, ΑΠ 362/2009 ΕΕμπΔ 2010.63, Εφ.Θεσ. 1704/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.457, Εφ.Πατρ. 88/2008 ΑχαΝομ 2009.571), με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας σε όλη του την έκταση, ως προς τη διαχείριση της εταιρείας, την ευθύνη των εταίρων, τη λύση και τις συνέπειες αυτής (ΑΠ 36/2011 ο.π, ΑΠ 654/2010 ο.π, Εφ.Δωδ. 125/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εφαρμόζονται σε αυτήν, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της οι περί εταιριών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού. Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Κατά το άρθρο δε 64 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία, έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες και προς αυτήν του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική εκτέλεση (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), γίνεται στην κοινή περιουσία τους, προκύπτει ότι οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ενώσεις νομικών ή και φυσικών προσώπων με πρόθεση εταιρικής συνεργασίας και ενέργεια εμπορικών πράξεων με εταιρικό σκοπό (κοινοπραξίες), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ` εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη της δικονομικής διευκολύνσεως των συναλλασσομένων με την ένωση τρίτων, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Εφόσον απονεμήθηκε δε, από το νομοθέτη στις εν λόγω εταιρείες και ενώσεις προσώπων, η ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ` ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ` επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Η άποψη ότι οι ανωτέρω ενώσεις και εταιρείες είναι μόνο υποκείμενα της διαδικασίας, ενώ υποκείμενα της έννομης σχέσεως της δίκης και της επίδικης έννομης σχέσεως είναι τα κατ` ιδίαν μέλη αυτών, είναι αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα των ανωτέρω διατάξεων, επιπλέον δε διασπά χωρίς λόγο την καθιερωμένη τυπική έννοια του διαδίκου και εισάγει την έννοια του υποκειμένου της διαδικασίας ως έννοιας διάφορης του υποκειμένου της έννομης σχέσης της δίκης ενώ αυτά, εφόσον ως διαδικασία νοείται το σύνολο των διαδοχικών διαδικαστικών πράξεων δια των οποίων αρχίζει, εξελίσσεται και περατούται η έννομη σχέση της δίκης, δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται και, τέλος, καθιερώνει διάκριση μεταξύ κανόνων που ρυθμίζουν την έννομη σχέση της δίκης και κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία, η οποία, όμως, δεν απορρέει από καμία διάταξη του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 14/2007, Ολ.ΑΠ 22/1998, ΑΠ 35/2015, Εφ.Αθ. 4588/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις  υπ` αρ. …..΄/3-11-2018 και …..΄/19-11-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……….., τις οποίες  επικαλείται και προσκομίζει ο καλών -εφεσίβλητος, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης ως άνω κλήσης με την οποία επαναφέρονται προς συζήτηση, η υπό κρίση έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και οι ως άνω πρόσθετες παρεμβάσεις, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τηδικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δέκατη και δέκατη τέταρτη των εκκαλουσών και συγκεκριμένα στους πληρεξούσιους δικηγόρους αυτών (άρθρο 143 παρ.1 ΚΠολΔ). Οι τελευταίες, όμως,δεν εμφανίστηκαν κατά τη νέα αυτή συζήτηση της έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Παραταύτα, δεδομένης της αναγκαστικής ομοδικίας που συνδέει τις εκκαλούσες, ως μέλη της ίδιας κοινοπραξίας (πρώτης εκκαλούσας), αυτές θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τις λοιπές εκκαλούσες -αναγκαίες ομοδίκους τους (άρθρο 76 παρ.1εδ.β ΚΠολΔ) και η υπόθεση (θεωρείται) ότι δικάζεται, αντιμωλία όλων των διαδίκων, οπότε, συνακόλουθα, δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 502, παρ.6).Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1β`, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του Ν.1876/1990, οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης του Υπουργού Εργασίας και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ίδιου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των Σ.Σ.Ε, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Δεν είναι, όμως, απαραίτητο το στοιχείο αυτό να αναφέρεται πανηγυρικά στο αγωγικό δικόγραφο, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενο του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε, που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κηρύξεως της ως υποχρεωτικής, οπότε στην επίκληση της συλλογικής αυτής σύμβασης (ή των εννόμων συνεπειών της) εμπεριέχεται σιωπηρά και η επίκληση της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην περίπτωση αυτή, εάν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζόμενου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν την Σ.Σ.Ε, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδβ` ΚΠοΛΔ, και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1351/2001, ΕλλΔικ 2003.753, ΑΠ 376/2006, ΕΕργΔ 2006.808, ΑΠ 425/2004, ΕλλΔικ 2006. 145). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις, ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλύπτουν εργαζόμενους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περ.β`, 8 παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του ίδιου ως άνω νόμου, προκύπτει ότι οι ίδιες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ` αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 1137/2013, ΑΠ 1561/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σύμφωνα με τον ανωτέρω κανόνα της αμφιμερούς δέσμευσης, δεν αρκεί το ένα μέρος της εργασιακής σχέσης (εργαζόμενος ή εργοδότης) να είναι μέλος της αντίστοιχης εργατικής ή εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψη κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα και για τα δύο μέρη (βλ. Ιωάννη Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. 2013, σελ 290). Ωστόσο, αν η κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής Υπουργικής απόφασης (όχι αναδρομικώς) σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη τους, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική Σ.Σ.Ε (ή Δ.Α) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε (ΑΠ 132/2016, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 56/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικά υποχρεωτικής (ΑΠ 43/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 1137/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενο του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, μόνοεάν ο εναγόμενος εργοδότης, αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ.β` ΚΠολΔ και να αποδείξει, κατά  τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αυτό, όμως, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία, η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξη της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή, τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, κατά τα  ήδη προαναφερθέντα, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε ή Δ..Α, που είχε ήδη κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικώς υποχρεωτικής (ΑΠ 1561/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του Ν. 1876/1990, συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει Σ.Σ.Ε ή Δ.Α μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (διαδοχή Σ.Σ.Ε). Διαδοχή Σ.Σ.Ε υπάρχει όταν νεότερη χρονικά Σ.Σ.Ε αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε, η νεότερη Σ.Σ.Ε μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξης (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη Σ.Σ.Ε καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις (ΑΠ 256/2016, ΑΠ 228/2014, ΑΠ 252/2012, ΑΠ 1690/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό, ως απαράδεκτα, αν, κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα, αλλά απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λπ., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή το αντιπαρήλθε σιωπηρά. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ είναι γενική και έτσι περιλαμβάνει, χωρίς διακρίσεις, όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων, όπως έγγραφα, όρκος, ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (τεκμήρια), όσο και εκείνα η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων, όπως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη. (Ολ.ΑΠ 23/2008, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 48/2013, ΑΠ 1365/2012, ΑΠ 1352/2012, ΑΠ 1182/2012, ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης και του μάρτυρα ανταπόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων των εγγράφως που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, της υπ’ αρ. …./20-11-2013 ένορκης βεβαίωσης του ………., που προσκομίζει ο ενάγων – εφεσίβλητος,  η οποία λήφθηκε, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, νομότυπα και κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……/ 15-11-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….,αλλά και της υπ΄αρ. …../10-10-2019 ένορκης βεβαίωσης της ………., που προσκομίζει, επίσης, ο εφεσίβλητος, παραδεκτά, κατά τα προεκτεθέντα, το πρώτον στο παρόν δικαστήριο και λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του  (βλ. υπ΄αρ. ……….. /7-10-2019 εκθέσεις επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή …………, στους πληρεξούσιους δικηγόρους αυτών), καθώς, κατά την κρίση του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, δεν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του ως άνω άρθρου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η πρώτη εναγόµενη κοινοπραξία, με έδρα τη Σαλαµίνα, έχει ως αντικείμενο εργασιών τη µεταφορά οχηµάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαµίνας στο Πέραµα Αττικής, µετ’ επιστροφής, με σκοπό την είσπραξη των σχετικών κοµίστρων και τη διανοµή τους στα µέλη της, τα οποία είναι οι λοιπές εναγόµενες – ναυτικές εταιρείες – πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηµαταγωγών πλοίων, δια των οποίων γίνεται η ως άνω µεταφορά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σκοπός της πρώτης εναγόµενης είναι εµπορικός, ενώ δεν προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόµενες από τις σχετικές διατάξεις του Εµπορικού Νόµου διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δηµοσιότητας, οπότε συνιστά «εν τοις πράγµασι» οµόρρυθµη εταιρεία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 22 του Εµπορικού Νόµου, κάθε µία των κοινοπρακτούντων µελών ναυτική εταιρεία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρο, κατά τα εκτεθέντα και στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δυνάμει της από 1-1-2005 σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη µεταξύ της πρώτης εναγόμενης -εργοδότριας- ήδη πρώτης εκκαλούσας και του ενάγοντος– εργαζόμενου- ήδη εφεσίβλητου, ο τελευταίος προσλήφθηκε από την πρώτη, προκειµένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου και συγκεκριμένα ως ελεγκτής εισιτηρίων απασχολούμενος πέντε ημέρες την εβδομάδα για οκτώ ώρες ημερησίως, ενώ απολύθηκε στις 29-8-2012.Ο ενάγων ισχυρίζοντανστην αγωγή του, και τον ισχυρισμό αυτό δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι η εφαρμοζόμενη στην περίπτωσή του Σ.Σ.Ε είναι αυτή «για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Στην προϋπόθεση αυτή στήριζε, ακολούθως, τις αγωγικές αξιώσεις του. Ειδικότερα, ζητούσε διαφορές αποδοχών μεταξύ των καταβαλομενων σε αυτόν και των νόμιμων με βάση την ως άνω Σ.Σ.Ε, συνολικού ποσού 31.597,27, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονταν στην αγωγή. Επίσης, ενόψει ότι,όπως υποστήριζε, η αποζημίωση απόλυσης που του καταβλήθηκε, υπολείπονταν της νόμιμης,σύμφωνα με ίδια Σ.Σ.Ε, η απόλυσή του είναι άκυρη, ζητούσε μισθούς υπερημερίας συνολικού ύψους 13.098,60 ευρώ, για  το διάστημα μετά από αυτή έως την 1η-5-2013, άλλως την καταβολή της διαφοράς μεταξύ της νόμιμης και της καταβληθείσας αποζημίωσης, ποσού 3.800,95 ευρώ. Ο δε μάρτυρας απόδειξης, που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου  ……….., συνάδερφος του ενάγοντος, ανέφερε ότι ‘’ήταν πρακτορειακοί υπάλληλοι, στα ταμεία’’. Ο ισχυρισμόςαυτός του ενάγοντος περί εφαρμογής της ως άνω Σ.Σ.Ε, έγινε δεκτός, όπως προαναφέρθηκε, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τα οποίο, στη συνέχεια, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς την κύρια βάση της και επεδίκασε στον ενάγοντα – ήδη εφεσίβλητο τα σε αυτήν αναφερόμενα ποσά και για τις εκεί αναλυόμενες περαιτέρω αιτίες συνολικού ύψους 43.850,66 ευρώ. Ο ισχυρισμός,όμως, αυτός του ενάγοντος περί υπαγωγής του στην κρίσιμη αυτή Σ.Σ.Ε (για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας) είναι αβάσιμος και συνεπώς και οι, πηγάζουσες από την εφαρμογή της, αγωγικές αξιώσεις του, οπότε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που τις έκανε δεκτές, έσφαλε. Συγκεκριμένα, προέκυψε ότι η γραµµή Παλούκια Σαλαµίνας – Πέραµα είναι τοπική πορθµειακή γραµµή απόστασης 1,5 ναυτικού µιλίου, που απαλλάσσεται, σύμφωνα με το νόμο, της υποχρέωσης πρακτόρευσης. Ειδικότερα, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του Π.Δ 814/1974 και 9 παρ. 1 του Π.Δ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες», συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηµαταγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δροµολογιακές γραµµές εκτεινόµενες µέσα στα όρια του ίδιου νοµού και επί απόστασης µέχρι 3 ναυτικών µιλίων. Στο υπ’ αρ. 3127/8-4-2015 έγγραφο του Υπουργείο Οικονοµίας, Υποδοµών, Ναυτιλίας και Τουρισµού, σαφώς αναφέρεται ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραµµή Πέραµα – Παλούκια Σαλαµίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Επίσης, η «Πανελλήνια ‘Ενωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας», στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι: τα Ε/Γ – O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης, που εκτελούν δροµολόγια στην τοπική δροµολογιακή γραµµή Περάµατος- Παλουκίων Σαλαµίνας, δεν µπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν µπορούν να ασκήσουν  οι τοπικές δροµολογιακές γραµµές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως µέχρι 3 ναυτικά µίλια και εποµένως δεν δύνανται να είναι µέλη του ανωτέρω σωµατείου. Εφόσον, λοιπόν, η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία – εργοδότρια του ενάγοντος, αλλά και οι λοιπές εναγόμενες – μέλη αυτής, δεν είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα- πρακτορειακής επιχείρησης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και δεδομένου ότι στα επιβατηγά -οχηµαταγωγά πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριµένη τοπική δροµολογιακή γραµµή Παλούκια Σαλαµίνας – Πέραµα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, ο ενάγων δεν μπορούσε να έχει την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης. Ενόψει δε ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ενάγων δεν έχει την ιδιότητα του υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης, δεν εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής των από 22-4-2005, 26-6-2007 και 3-6-2008 Εθνικών Κλαδικών ΣΣΕ «για τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Επιπλέον, ούτε αν θεωρηθεί αυτός υπάλληλος ναυτιλιακής εταιρείας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω Σ.Σ.Ε. Ειδικότερα, η πρώτη από τις ανωτέρω αναφερθείσες κλαδικές Σ.Σ.Ε, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α 13033/2005, η δεύτερη, που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α13034/2007 και η τρίτη (ήτοι η από 3-6-2008) Σ.Σ.Ε, η οποία ίσχυσε από 1-1-2008 έως 31-12-2009, παρατάθηκε δε η ισχύς της επί ένα εξάµηνο, σύµφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ.5 της ΠΥΣ 6/2012 και κηρύχθηκε υποχρεωτική µε την Υ.Α 58032/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσµο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «’Ενωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοίας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσµο Εργαζοµένων στη Ναυτιλία και Τουρισµό» από πλευράς των εργαζοµένων. Η πρώτη εναγόμενη – εργοδότρια του ενάγοντος, όμως, δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της παραπάνω Σ.Σ.Ε, κατά τα προεκτεθέντα. Αυτό αποδεικνύεται κι από την προσκομιζόμενη από τις αντιδίκους του ενάγοντος, υπ’ αρ. πρωτ. …………/11-1-2016 βεβαίωση του «Συνδέσµου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», όπου ρητώς βεβαιώνεται ότι η πρώτη εναγόµενη κοινοπραξία, ουδέποτε υπήρξε µέλος του εν λόγω Συνδέσµου, ούτε  θα µπορούσε να είναι µέλος του, καθόσον η γραµµή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραµα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθµειακή γραµµή. Ο εναγόμενος προσκομίζει, σύμφωνα με τα ζητηθέντα με την υπ΄αρ. 642/2018 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου τούτου, το καταστατικό του ανωτέρω Συνδέσμου (Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας), επικαλείται δε, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι οι εναγόμενες εμπίπτουν στις εταιρείες που μπορούν να είναι μέλη αυτού, (και η πρώτη εξ αυτών, της ΄Ενωσης Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας), τα οριζόμενα στοάρθρο 5 του εν λόγω καταστατικού, όπου αναγράφεται ότι μέλη της μπορεί να είναι: «α.Οποιαδήποτε Εταιρεία ιδιοκτήτρια ή διαχειρίστρια ενός ή περισσοτέρων επιβατηγών εν γένει πλοίων υπό ελληνική ή άλλη κοινοτική σημαία, εφόσον η εταιρεία είναι εγνωσμένων ελληνικών ή/και κοινοτικών συμφερόντων (…) γ. Χρηματοδοτικοί Οργανισμοί, Τράπεζες, Α.Ε Λιμένων, Νηογνώμονες και Ασφαλιστικές Εταιρείες που έχουν γραφεία εγκατεστημένα στην Ελλάδα και που κατά τεκμήριο διατηρούν σχέσεις με εταιρείεςπου διαχειρίζονται επιβατηγά πλοία. Επίσης ναυτικοί πράκτορες, τουριστικοί πράκτορες, tour operators, ασχολούμενοι με την οργάνωση ταξιδιών, την έκδοση εισιτηρίων επιβατών – τουριστών, οχημάτων και φορτίων διακινουμένων με επιβατηγά – οχηματαγωγά πλοία, την πρακτόρευση επιβατηγών πλοίων και την εκτέλεσηγια τους μεταφερόμενους τουρίστες, εκδρομών, καθώς και άτομα ή φορείς αναπτύσσοντες κάθε είδους δραστηριότητα στις θαλάσσιες μεταφορές με επιβατηγά & επιβατηγά -οχηματαγωγά πλοία». Η γενική αυτή αναφορά, όμως, του είδους εταιρειών που μπορούν να είναι μέλη του ως άνω Συνδέσμου, δεν αλλάζει τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, καθώς τόσο ο ίδιος ο Σύνδεσμος (Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας) ως πλέον αρμόδιος για το ποια είναι και μπορεί να είναι μέλη του, καθώς και η «Πανελλήνια ‘Ενωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας», στα προαναφερθέντα έγγραφά τους, ρητά αναφέρουν ότι οι εναγόμενες δεν είναι, ούτε υπήρξαν ποτέ μέλη τους, ούτε δύνανται να είναι, για τους λόγους που στα έγγραφα αυτά και ανωτέρω, εκτέθηκαν (βλ. σχετικά και υπ΄αρ. 46,214,215,216,487/2019 αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς).Δεν μπορεί δε να γίνει αυθαίρετη διασταλτική ερμηνεία και να θεωρηθεί ότι στην ευρύτερη έννοια της ακτοπλοΐας ανήκει η τοπική πορθμειακή γραμμή, κατά τα μη ορθώς υποστηριζόμενα από τον εφεσίβλητο και τα όσα, προς επίρρωσή τους, αναφέρει  η ενόρκως βεβαιούσα …….., αντιπρόεδρος της ΠΑΣΕΝΤ στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή της, ώστε να οδηγηθούμε στην εφαρμογή της επίμαχης Σ.Σ.Ε, που αφορά συγκεκριμένους συμβληθέντες κλάδους, στους οποίους δεν ανήκουν οι εναγόμενες- εκκαλούσες και κυρίως η πρώτη εξ αυτών – εργοδότρια του ενάγοντος, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω. Εξάλλου, εφόσον τα πλοία µε τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη, είναι επιβατηγά – οχηµαταγωγά και όχι φορτηγά ακτοπλοϊκά, αυτή δεν δύναται να είναι µέλος ούτε της συµβαλλόµενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων», όπως επίσης δεν θα µπορούσε να είναι µέλος της εργοδοτικής Οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία µετονοµάστηκε σε «Ένωση Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και διαλύθηκε το έτος 2012. Σημειωτέον δε, ότι, ο ενάγων δεν προσκομίζει καταστατικό -κατά τα οριζόμενα στην προδικαστική απόφαση- πριν τη διάλυσή της, που αφορά το κρίσιμο διάστημα. Τέλος, σύµφωνα µε το υπ’ αρ. 3972/11-01-2016 έγγραφο της «Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθµείων Εσωτερικού», τα Ε/Γ- Ο/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης, που εκτελούν τη γραµµή Περάµατος – Σαλαµίνας, είναι µέλη της και η Ένωση αυτή ουδέποτε συµµετείχε (και δεν θα ήταν δυνατόν να συµµετάσχει, καθώς η εν λόγω δροµολογιακή γραµµή αποστάσεως 1,5 ν.µ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990) στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συµβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας, που αφορά τους όρους αµοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας. Τα παραπάνω αναφέρονται και στο υπ’ αρ. πρωτ. 1091/22/13-01-2016 έγγραφο του Προιστάμενου της Δ/νσης Αμοιβής Εργασίας του Τµήµατος Συλλογικών Ρυθµίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που, ως κατεξοχήν αρμόδιο για το επίμαχο ζήτημα, απαντώντας στην από 11-01-2016 αίτηση της πρώτης εναγόμενης, απεφάνθη, για τους ως άνω λόγους, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-6-2008 Σ.Σ.Ε, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Το έγγραφο αυτό, που δεν είχε υπόψη της η εκκαλουμένη απόφαση,διότι είναι μεταγενέστερο αυτής και το οποίο ουδόλως αποκρούει ο ενάγων – εφεσίβλητος, υπερισχύει ως ειδικότερο, αλλά και πιο πρόσφατο, του με αρ. πρωτ. 15142 από 12-1-1995 εγγράφου της Δ/νσης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας που επικαλείται ο ενάγων προς επίρρωση των ισχυρισμών του περί υπαγωγής του στην επίμαχη Σ.Σ.Ε, το οποίο αναφέρει ότι: «οι μισθωτοί που απασχολούνται την κοινοπραξία ε/γ-ο/γ ……… υπάγονται στην υπ΄αριθμόν 33/94 Διαιτητική Απόφαση για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των ατμοπλοϊκών και πρακτορειακών επιχειρήσεων ακτοπλοΐας όλης της χώρας…». Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, στη διακριτική ευχέρεια του οποίου απόκειται, δεν τίθεται ζήτημα αναβολής της έκδοσης απόφασης επί της παρούσας έφεσης, κατ΄άρθρο 249 ΚΠολΔ, (σχετικά με την οποία κατά τα προεκτεθέντα, έχει ήδη εκδοθεί μία μη οριστική απόφαση), μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της εκκρεμούσας έφεσης κατά της 4746/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπόθεση που αφορά έτερες αξιώσεις του ενάγοντος κατά των εναγόμενων, πηγάζουσες από την ίδια σύμβαση εργασίας. Άλλωστε, η άνω έφεση, που συζητήθηκε, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, στις 17-1-2019 (όπως αναφέρουν οι εναγόμενες – εκκαλούσες, που αιτήθηκαν, διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, για το λόγο αυτό αναβολή, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την  παρούσα απόφαση πρακτικά, αίτημα που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο), ασκήθηκε μεταγενέστερα από ότι η ένδικη έφεση κατά της νυν εκκαλουμένης απόφασης (υπ΄αρ. 3809/2014).

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, δεχόμενο, μη ορθώς, κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα, ότι ισχύει στην περίπτωση του ενάγοντος η προαναφερθείσα Σ.Σ.Ε «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας»και με βάση την παραδοχή αυτή, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την κύρια βάση της ως προς αυτόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της (έφεσης) και των πρόσθετων λόγων αυτής. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσία, καθώς και η με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …./2016 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εκκαλουσών της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», ενώ ως προς την με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης ……/2016  πρόσθετη παρέμβαση – επίσης υπέρ των εκκαλουσών -της ναυτικής εταιρείας «………..», που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το δικαστήριο τούτο με την υπ ΄αρ. 642/2018 απόφασή του, η οποία ως προς το τμήμα της αυτό είναι οριστική, δεν υπεισέρχεται το παρόν Δικαστήριο.Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο  Δικαστήριο αυτό, δικαστεί κι ερευνηθεί η αγωγή, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερθέντα, ως ουσιαστικά αβάσιμη τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική βάση της. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των παρόντων διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων,τις αναφερόμενες στο σκεπτικό έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.

Απορρίπτει την με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …./2016 πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεταιτυπικά την έφεση, τους πρόσθετους λόγους και την με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …./2016 πρόσθετη παρέμβαση.

Δέχεται την έφεση και κατά το ουσιαστικό της μέρος, ενώ παρέλκει η εξέταση των πρόσθετων λόγων της.

Δέχεται την με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …../2016 πρόσθετη παρέμβαση και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζειτην εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3809/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας  την υπόθεση

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των παρόντων διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις

6-12- 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

          Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   H  ΓPAMMATEAΣ