Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 722/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΤΟ ΓΑΜΟ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΒΙΩΣΗ

Αριθμός Απόφασης    722 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Η από 24.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2018 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου κατά της οριστικής απόφασης 3208/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και με την οποία, έγινε εν μέρει δεκτή       η αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 26.7.2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση στην τελευταία της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. (άρθρα 495, 511, 513  §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 24.9.2018 (ο μήνας Αύγουστος δεν υπολογίζεται για την προθεσμία άσκησης της έφεσης, κατ’ άρθρο 147 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί  το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ.      γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ……. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό  με την από 24.9.2018 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, να γίνει (η έφεση) τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

ΙΙ.  Με την από 4.7.2016 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη – Γαλλίδα υπήκοος, ισχυρίστηκε ότι με τον εναγόμενο, με τον οποίο σύναψε νόμιμο γάμο, στη Γαλλία, στις 9.1.1971, βρίσκονται σε διάσταση από τις 16.11.2009. Ότι ο τελευταίος, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, δεν είχε περιουσία, κατά το χρόνο δε άσκησης της αγωγής είχε περιουσία, συνολικής αξίας 2.400.000 ευρώ. Ότι τον Απρίλιο του 2012 (πριν τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης) μεταβίβασε δύο ιδιοκτησίες, από τις οποίες αποκόμισε το ποσό των 2.350.000 ευρώ, με μέρος των χρημάτων δε αυτών (ποσού 505.000 ευρώ) αγόρασε το 2014, δύο άλλα ακίνητα. Ότι η περιουσία του εναγόμενου αποτελούνταν από τα ειδικά περιγραφόμενα στην αγωγή, κατ’ είδος και αξία, ακίνητα, εταιρείες, αυτοκίνητο, μετοχές και λογαριασμούς. Ότι στην απόκτησή τους συνέβαλε και η ίδια με τα εισοδήματά της (από το έτος 1971 έως και το 1979 προσέφερε εισοδήματα 1.474.500 δρχ. ή 4.327,22 ευρώ έναντι 922.000 δρχ. ή 2.705 ευρώ που προσέφερε ο εναγόμενος – σύζυγός της, καθώς και με ποσό 164.327,22 ευρώ από την κληρονομία της μητέρας της, που διέθεσε εξ ολοκλήρου για τις οικογενειακές ανάγκες και για τις επιχειρήσεις του εναγομένου) όσο με την εργασία της στις επιχειρήσεις του τελευταίου (από     το έτος 1980 έως και το 1988 με ποσό 360.000 ευρώ – εργαζόμενη επί 300 ημέρες ετησίως προς 150 ευρώ την ημέρα, από το έτος 1989 έως και το 1997 με ποσό 486.000 ευρώ – εργαζόμενη επί 300 ημέρες ετησίως προς 180 ευρώ την ημέρα και από το έτος 1998 έως και το 2009 με ποσό 360.000 ευρώ – εργαζόμενη επί 300 ημέρες ετησίως προς 100 ευρώ την ημέρα). Ότι η συμβολή της ως υπάλληλος στις επιχειρήσεις του εναγομένου υπερβαίνει     την υποχρέωσή της να συμβάλει στις οικογενειακές ανάγκες, στην οποία συνετέλεσε με την αποκλειστική ανάληψη όλων των εργασιών της συζυγικής οικίας και της ανατροφής των δύο τέκνων τους, παράλληλα με την ως άνω εργασία της, ώστε ο εναγόμενος να μένει απερίσπαστος στην εξοικονόμηση δαπανών για την επαύξηση της περιουσίας του. Ότι, επομένως, στην ως άνω αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, των 2.400.000 ευρώ, συνέβαλε, με το ως άνω συνολικό ποσό του 1.370.327,22 ευρώ, που συνιστούν το 57% αυτής, άλλως κατά το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3 κατ’ άρθρο 1400 §1        εδ. β´ του Α.Κ., ποσού 800.000 ευρώ, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει ποσά αυτά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη μη οριστική απόφασή του, 3039/2017, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, για να προσκομισθεί έγγραφη γνωμοδότηση       του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σχετικά με τις διατάξεις του Γαλλικού δικαίου, που έκρινε εφαρμοστέες. Ακολούθως, κατά τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, το ίδιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη 3208/2018 οριστική του απόφαση, κατ’ αρχήν ανακάλεσε την  ως άνω μη οριστική του απόφαση, αναφορικά με την κρίση του περί του ότι     εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Γαλλικό. Περαιτέρω, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει την αγωγή και ότι αυτή ήταν επαρκώς ορισμένη, τη δέχθηκε ως νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1400 του Α.Κ.  και 70 του Κ.Πολ.Δ., πλην των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου, των οποίων δεν προσδιοριζόταν η αξία τους, ήτοι ενός καταστήματος οικιακών ειδών, των μετοχών του και των προσωπικών και εταιρικών του λογαριασμών, την έκανε δε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα       το ποσό των 761.027,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους,        που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε ν’ απορριφθεί η αγωγή.

ΙΙΙ.  Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφαρμόζοντας εσφαλμένα το  νόμο και από κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Ελληνικό, ενώ, η συνήθης κοινή διαμονή των διαδίκων, αμέσως μετά την τέλεση του γάμου τους, ήταν στη Γαλλία και άρα, δεδομένου ότι δεν είχαν κοινή ιθαγένεια, έπρεπε να εφαρμοστεί το Γαλλικό δίκαιο. Για την εύρεση του εφαρμοστέου δικαίου θα πρέπει να καταφύγει το Δικαστήριο στις διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των άρθρων 15 και 14 του Α.Κ., εφόσον η υπό κρίση διαφορά ανάγεται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων (Α.Π. 428/1994 Ελλ.Δ/νη 1995, σελ. 308 και Εφ.Ιωαν. 133/2006 Αρμ. 2006, σελ. 1748). Κατά το άρθρο 15 του Α.Κ., “Οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο που ρυθμίζει τις προσωπικές τους σχέσεις αμέσως μετά την τέλεση του γάμου”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 του ίδιου Κώδικα,  “οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το  δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειάς τους, εφόσον ο ένας τη διατηρεί. 2. από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους˙ 3. από το δίκαιο με το οποίο        οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα”. Δεδομένου ότι, όπως συνομολογείται      από τους διαδίκους, δεν έχουν, ούτε είχαν, κοινή ιθαγένεια (η ενάγουσα έχει  γαλλική και ο εναγόμενος ελληνική ιθαγένεια), θα πρέπει να ερευνηθεί, ως επικουρικός, ο δεύτερος ως άνω σύνδεσμος, ήτοι αυτός της κοινής συνήθους διαμονής τους, αμέσως μετά την τέλεση του γάμου. Ωστόσο, επειδή δεν προσκομίζονται προς τούτο αποδεικτικά μέσα, το Δικαστήριο θα πρέπει να καταφύγει στις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές προκύπτουν από την αγωγή και τις προτάσεις τους. Η ενάγουσα – εφεσίβλητη με την από 4.7.2016 αγωγή της όσον αφορά στο χρονικό διάστημα προ του γάμου της με τον εναγόμενο – εκκαλούντα, αναφέρει ότι, διέμεναν σε διαμέρισμα στην Αθήνα, στην οδό Φυλής και αναζητούσαν εργασία, χωρίς επιτυχία. Ότι, αποφάσισαν να μεταβούν για λίγο στη Γαλλία, όπου, αν και αυτή είχε καλές προτάσεις για εργασία, εξαιτίας της δυσκολίας του εναγομένου να προσαρμοστεί στην     ξένη αυτή χώρα και της αδυναμίας του να βρει απασχόληση, αποφάσισαν     να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Εκεί η ενάγουσα εργάστηκε ως βοηθός σε βουλευτικό γραφείο, ενώ παρέδιδε και μαθήματα γαλλικών, αποκομίζοντας το ποσό των 50.000 δρχ. ετησίως. Ότι, στις 9.1.1971, παντρεύτηκαν στη Γαλλία, υπέγραψαν προγαμιαίο συμβόλαιο κι αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο όχημα, του οποίου τις περισσότερες δόσεις πλήρωσε η μητέρα της. Ότι εκείνη την εποχή, ο εναγόμενος άρχισε να εργάζεται στο ξενοδοχείο “……..” στην Πλάκα κι αυτή συνέχισε να παραδίδει μαθήματα γαλλικών και να εργάζεται στον ίδιο βουλευτή, αποκομίζοντας περί τις 50.000 δρχ. ετησίως. Ότι την ίδια χρονιά εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της πόλης του Μπορντώ. Ότι το 1972, γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, στη Γαλλία, χάρη δε στην οικονομική βοήθεια της μητέρας της και στην ασφάλιση που είχε, λόγω της φοιτητικής της ιδιότητας, απέφυγαν τα δυσβάστακτα έξοδα της γέννας και των πρώτων ιατρικών εξετάσεων. Ότι το ίδιο έτος (1972) άλλαξαν το αυτοκίνητό τους, με άλλο μεγαλύτερο, την επόμενη δε χρονιά (1973) αποφάσισαν να μισθώσουν διαμέρισμα στην Αθήνα, καθώς αυτό που τους είχε παραχωρηθεί, ήταν πλέον ακατάλληλο για την οικογένειά τους. Ότι εκείνη την εποχή, εκείνη συνέχισε την ίδια ως άνω απασχόληση, αποκομίζοντας περί τις 83.000 δρχ. ετησίως, ενώ ο εναγόμενος εργαζόταν στο ίδιο ως άνω ξενοδοχείο τα βράδια και τα πρωινά σε δεύτερο ξενοδοχείο. Εξάλλου, ο εναγόμενος τόσο με τις από 8.2.2017 προτάσεις του κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής, όσο και με τις από 29.11.2017 προτάσεις του, μετά την επανάληψη της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 του Κ.Πολ.Δ., αναφέρει ότι με την ενάγουσα τέλεσαν πολιτικό γάμο στη Γαλλία, στις 9.1.1971 και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Δηλαδή τόσο η ενάγουσα όσο και ο εναγόμενος συνομολογούν ότι, μετά την τέλεση              του γάμου τους, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, όπου διέμεναν και πριν     από αυτόν. Ωστόσο, αντίθετα, με την περιληπτική αναφορά του εναγομένου, η ενάγουσα με την αγωγή της αναφέρθηκε λεπτομερώς στην προσπάθεια να βρουν εργασία (και οι δύο διάδικοι) σε κάποια από τις δύο χώρες (Ελλάδα ή Γαλλία), ώστε να μπορέσουν να εγκατασταθούν εκεί, ως ζευγάρι αρχικά      και ως σύζυγοι, στη συνέχεια, αναφέροντας ότι τόσο πριν το γάμο τους όσο      και, κυρίως, αμέσως μετά από αυτόν, η κοινή διαμονή τους (το κέντρο δηλαδή των δραστηριοτήτων τους, που χαρακτηρίζεται από κάποια διάρκεια), βρισκόταν στην Ελλάδα, όπου άρχισε να εργάζεται ο εναγόμενος, συνέχισε  δε την εργασία της  και η ίδια. Το γεγονός ότι μεταγενέστερα, εκμεταλλεύονταν την υπηκοότητα της ενάγουσας αλλά και τη φοιτητική της ιδιότητα, για να απολαμβάνουν τα προνόμια στον τομέα της υγείας της Γαλλίας, τα τέκνα τους, που γεννήθηκαν μεταγενέστερα, δεν αρκεί για τη μεταβολή της πρώτης αμέσως μετά το γάμο κοινής συνήθους διαμονής τους. Όσον αφορά δε στο γάμο τους στη Γαλλία και στο προγαμιαίο συμβόλαιο, που σύναψαν εκεί, ο εναγόμενος αναφέρει ότι επέλεξαν (αυτός και η ενάγουσα) την εφαρμογή      του Γαλλικού δικαίου για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων, που θα προέκυπταν από το γάμο, που επρόκειτο να τελέσουν. Όμως, το γεγονός αυτό, της επιλογής δηλαδή του δικαίου που θα διέπει τις περιουσιακές σχέσεις τους από το γάμο, εκτός του ότι δεν προβλέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, θα μπορούσε δε να εξετασθεί στο πλαίσιο του τελευταίου επικουρικού συνδέσμου, κατά τα άρθρα 15 – 14 Α.Κ., ήτοι του δικαίου με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, μόνο εφόσον δεν είχαν αμέσως μετά το    γάμο τους κάποια κοινή διαμονή. Σημειωτέον ότι ο Κανονισμός 44/2001 (ΕΚ) του Συμβουλίου “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις” δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 §2 εδ. α´ αυτού, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και κατ’ επέκταση και οι υποθέσεις αποκτημάτων του γάμου  (Εφ.Ιωαν. 133/2006 ό.π. και Εφ.Δυτ.Μακ. 151/1998 Αρμ. 1999, σελ. 1454). Εξάλλου, δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε ο Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1103 του Συμβουλίου “Ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων”, όπου ρυθμίζονται πλέον οι σχετικές υποθέσεις, διότι κατά το άρθρο 69 §1       αυτού, εφαρμόζεται σε συζύγους που έχουν τελέσει γάμο ή έχουν ορίσει       το εφαρμοστέο δίκαιο στις περιουσιακές τους σχέσεις μετά τις 29.1.2019. Τέλος, τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσουν        την υπόθεση, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις κι αυτές των άρθρων 3 §1,      17 αρ. 2 και 22 του Κ.Πολ.Δ. Κατά συνέπεια, εφόσον η κοινή διαμονή των διαδίκων αμέσως μετά το γάμο βρισκόταν στην Ελλάδα, εφαρμοστέο τυγχάνει             στην από 4.7.2016 αγωγή το Ελληνικό δίκαιο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι η κοινή διαμονή των διαδίκων αμέσως μετά το γάμο βρισκόταν στην Ελλάδα και ως εκ τούτου εφαρμοστέο είναι το Ελληνικό δίκαιο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ο  περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης.

ΙV.  Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών εκθέτει ότι η από 4.7.2016 αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη, διότι δεν γινόταν σ’ αυτήν οποιαδήποτε αναφορά στις οικογενειακές δαπάνες των διαδίκων – συζύγων, ούτε στις οικονομικές δυνάμεις τους, ώστε να προκύπτει το μέγεθος της υποχρέωσης συνεισφοράς του καθ’ ενός από αυτούς, ούτε (γινόταν) αποτίμηση των αναφερόμενων οικιακών υπηρεσιών που προσέφερε η ενάγουσα, για να κριθεί εάν αυτές βρίσκονται εντός του πλαισίου των νομίμων υποχρεώσεών της ή είναι περισσότερες και πρέπει να υπολογιστούν στην επαύξηση της δικής του περιουσίας (εναγομένου). Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η ενάγουσα με την ως άνω αγωγή της, ζητεί την απόδοση του μέρους της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, που προέρχεται από τη δική της συμβολή, η οποία όμως δεν προερχόταν από τις οικιακές της υπηρεσίες, αλλά από την εργασία της, ως υπάλληλος, στις επιχειρήσεις του τελευταίου. Η δε αναφορά της στην αποκλειστική ανάληψη όλων των εργασιών της συζυγικής οικίας και της ανατροφής των δύο τέκνων τους, παράλληλα με την ως άνω εργασία της, γινόταν διηγηματικά, ώστε να αιτιολογηθεί το μέγεθος της υπέρβασης της υποχρέωσής της να συμβάλει στις οικογενειακές ανάγκες, χωρίς να ζητεί οποιοδήποτε ποσό από τις υπηρεσίες της αυτές. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έστω και χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης.

  1. Κατά το άρθρο 1400 §1 του Α.Κ.: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι η απαίτηση εκάστου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου (Ολ.Α.Π. 28/1996 Ελλ.Δ/νη 1997, σελ. 28). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις. Από τη σύγκριση  της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γένεσης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής εννόμου προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι    κρίσιμος για την εύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια       του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν (Α.Π. 1646/2018, Α.Π. 1553/2018, Α.Π. 1550/2018, Α.Π. 2120/2017, Α.Π. 3/2016, Α.Π. 1357/2015, Α.Π. 825/2015, Α.Π. 528/2015 και Α.Π. 43/2015 όλες        στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η επαύξηση της περιουσίας πρέπει να υπάρχει    κατά το χρόνο που γεννιέται η εν λόγω αξίωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω.    Αν το περιουσιακό αντικείμενο, στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος, έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, η σχετική αξίωση του δικαιούχου συζύγου μετατίθεται σ’ αυτό (Α.Π. 1455/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 1652/2003 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 1662 και Α.Π. 655/1998 Νο.Β. 1999, σελ. 1410). Η εκποίηση αυτή, την οποία μπορεί να αγνοεί ο δικαιούχος σύζυγος, ιδίως στην περίπτωση που αυτή λαμβάνει  χώρα μετά την έναρξη και μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής. Εφόσον με την αγωγή ζητείται η σε χρήμα απόδοση της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου στο μέτρο που αυτή επήλθε με τη συμβολή του δικαιούχου και από τις αποδείξεις προκύψει ότι το περιουσιακό στοιχείο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε ο ενάγων έχει εκποιηθεί και το τίμημα που εισπράχθηκε βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, το τίμημα υποκαθίσταται στη θέση του περιουσιακού στοιχείου που εκποιήθηκε και συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού στο οποίο ανέρχεται η συμβολή του δικαιούχου (Α.Π. 1455/2012 και Α.Π. 655/1998 ό.π.). Εξάλλου, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε        να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 Α.Κ. τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά        το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν       δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (Α.Π. 1646/2018 και Α.Π. 1550/2018 ό.π.).

VΙ.  Στην προκείμενη περίπτωση, ως προς τους λοιπούς λόγους της έφεσης, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα 3039/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και απ’ όλα       τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε       προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι ενδεικτική, αφού δεν παραλήφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος» και Α.Π. 1628/2003 ΕλλΔ/νη 2004, σελ. 724), πλην της ένορκης βεβαίωσης …./14.10.2016, που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, που δεν λαμβάνεται υπόψη, αφού δεν προκύπτει κλήση του εναγόμενου, ούτε γίνεται σχετική επίκληση από την ενάγουσα (άρθρα 421, 422 §1 και 424 του Κ.Πολ.Δ., τα οποία εφαρμόζονται, όπως ισχύουν, μετά  την προσθήκη τους με το άρθρο δεύτερο παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι   διάδικοι, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τέλεσαν πολιτικό γάμο, στη Γαλλία, στις 9.1.1971, ενώ από τις 16.11.2009 βρίσκονται σε διάσταση, ήτοι για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα τρία έτη. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητούνται από τους τελευταίους. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά  την ημερομηνία τέλεσης του γάμου των τους, οι διάδικοι δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο. Όταν συμπληρώθηκε τριετία από τη συζυγική διάσταση ο εναγόμενος είχε (χωρίς να γίνεται αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία, που απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση ως αόριστα ή μη νόμιμα, αφού  ως προς αυτά δεν ασκήθηκε έφεση από την ενάγουσα), ως περιουσιακά στοιχεία: α) την ισόβια επικαρπία της υπό στοιχείο Κ2-Ι οριζόντιας ιδιοκτησίας, ισογείου ορόφου, επιφάνειας 121,94 τ.μ., επί ακινήτου που βρίσκεται στη θέση …. των Σπετσών και β) την ισόβια οίκηση της υπό στοιχείο Κ2-Α οριζόντιας ιδιοκτησίας, του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 76,16 τ.μ., επί του ίδιου ως άνω ακινήτου. Οι οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες συστάθηκαν  με το συμβόλαιο σύστασης ανεξάρτητων ιδιοκτησιών και αγοραπωλησίας ανεξάρτητων ιδιοκτησιών …../9.4.2012 της συμβολαιογράφου Σπετσών …….. και έχουν αξία, κατά τον κρίσιμο χρόνο (αυτόν της άσκησης της αγωγής) 49.517 και 25.056 ευρώ αντίστοιχα. Όσον αφορά στα περιουσιακά στοιχεία αυτά (υπό στοιχεία α και β), ο εναγόμενος απέκτησε    το αρχικό ακίνητο, επί του οποίου ανεγέρθηκαν οι ως άνω ιδιοκτησίες, με δωρεά εν ζωή από τη μητέρα του και τη θεία του, κατά ποσοστό 1/3 και  2/3 αντίστοιχα, δυνάμει του συμβολαίου 5824/1980 του συμβολαιογράφου Σπετσών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Η αξία του ακινήτου ανερχόταν στο ποσό των 450.000 δραχμών ή 1.320,62 ευρώ,         ποσό που επειδή απόκτησε ο εναγόμενος λόγω δωρεάς, δεν θα πρέπει       να συνυπολογιστεί στην τελική περιουσία του τελευταίου, η οποία, κατόπιν τούτων ανέρχεται στο ποσό των 73.252,38 ευρώ (49.517 ευρώ + 25.056 ευρώ – 1.320,62 ευρώ). Στο ακίνητο αυτό ανεγέρθηκε το 1981, ένα κτίριο, που αποτελούνταν από δύο καταστήματα και δύο διαμερίσματα, για τα οποία, το 2012, συστάθηκαν κάθετες ιδιοκτησίες, με το ως άνω συμβόλαιο (…../2012). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος απόκτησε : γ) στις 21.3.2014, δυνάμει του συμβολαίου …/2014 της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, ένα διαμέρισμα (Δ1) του 4ου ορόφου, μία αποθήκη (1) υπογείου και μία θέση στάθμευσης αυτοκινήτου (8) του υπογείου, σε πολυκατοικία,  που βρίσκεται στη Βούλα Αττικής, επί των οδών ……….. και δ) στις 6.8.2014, δυνάμει του συμβολαίου …/2014 της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., ένα οικόπεδο έκτασης 388,64 τ.μ., που βρίσκεται στη Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού …….., με την επ’ αυτού οικοδομή και αποτελείται από υπόγειο αποθηκευτικό     χώρο, επιφάνειας 247,725 τ.μ., ισόγειο κύριο χώρο, επιφάνειας 200,875 τ.μ., μεσοστάθμη – κύριο χώρο, επιφάνειας 200,875 τ.μ. και πρώτο όροφο – κύριο χώρο, επιφάνειας 200,875 τ.μ. Τα δύο τελευταία (υπό στοιχεία γ και δ) περιουσιακά στοιχεία απόκτησε ο εναγόμενος μετά τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασής του με την ενάγουσα – σύζυγό του, με χρήματα όμως  που προήλθαν από την πώληση περιουσιακού στοιχείου του, στις 9.4.2012, που είχε αποκτηθεί πριν τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων. Ειδικότερα, με το συμβόλαιο …../9.4.2012 της συμβολαιογράφου Σπετσών ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο εναγόμενος μεταβίβασε το ευρισκόμενο στις Σπέτσες οικόπεδο με την επ’ αυτού διώροφη οικία, γνωστό ως “……….”, αντί τιμήματος 1.600.000 ευρώ, από τα χρήματα δε αυτά, όπως άλλωστε συνομολογεί και ο τελευταίος, αποκτήθηκαν τα ως άνω – υπό στοιχεία γ) και δ) περιουσιακά του στοιχεία. Το οικόπεδο με τη διώροφη οικία στις Σπέτσες (“………..”), περιήλθε στην κυριότητα του εναγόμενου, κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου από κληρονομία της θανούσας, το 1984, μητέρας του και κατά τα 2/3 της ψιλής κυριότητας αυτού με αγορά από τη θεία του . …, έναντι τιμήματος 1.500.000 δρχ., δυνάμει του συμβολαίου …./12.11.1984 του συμβολαιογράφου Σπετσών ………… Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί εικονικότητας ως προς το αναγραφόμενο τίμημα και ότι υποκρυπτόταν  δωρεά, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδείχθηκε βάσιμος, δεν προβάλλεται με σχετικό λόγο έφεσης. Με το θάνατο της θείας του, στις 22.3.1987, η οποία είχε παρακρατήσει την ισόβια επικαρπία του ως άνω ακινήτου, ο εναγόμενος απέκτησε την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην επαύξηση της περιουσίας του τελευταίου ως προς τα περιουσιακά του στοιχεία αυτά (υπό στοιχεία α έως και δ) συνέβαλε και η ενάγουσα. Η τελευταία, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1971 έως και το 1979 απόκτησε συνολικά το ποσό του 1.474.500 δρχ. ή 4.327,22 ευρώ από την εργασία της, τόσο με την παράδοση μαθημάτων Γαλλικών όσο και με την εργασία της ως βοηθού στο γραφείο του τέως βουλευτή ……….., με το οποίο (ποσό) συνέδραμε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Ως προς το ανωτέρω ποσό η εκκαλουμένη         δεν πλήττεται με λόγο σχετικό έφεσης. Παράλληλα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εργαζόταν σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ενώ από το 1978 άνοιξε τουριστικό γραφείο στις Σπέτσες. Με χρήματα από την εργασία των διαδίκων επισκευάστηκε ο ισόγειος όροφος του ανωτέρω “…………” και άρχισαν, από το 1979, να λειτουργούν δωμάτια προς ενοικίαση. Εξάλλου, στο οικόπεδο του “………..” χτίστηκε και δεύτερο κτίριο, αποτελούμενο στο ισόγειο από ένα γραφείο και δύο δωμάτια και στον πρώτο όροφο από ένα εστιατόριο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, όπως άλλωστε και ο εναγόμενος, ασχολούνταν καθημερινά με τις οικογενειακές αυτές επιχειρήσεις. Έτσι, η ενάγουσα επέβλεπε τη λειτουργία του εστιατορίου, ενώ παράλληλα ανακαινιζόταν και το οίκημα γνωστό ως “……….”, που ήδη λειτουργούσε ως επιχείρηση ενοικιαζόμενων δωματίων. Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης η ενάγουσα βοηθούσε τόσο στο εστιατόριο όσο και στο ξενοδοχείο. Αλλά και ο μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε ότι η τελευταία ασχολούνταν με τις ανωτέρω επιχειρήσεις, με την επισημείωση ότι σ’ αυτές απασχολούνταν υπάλληλοι και η ενάγουσα επέβλεπε και βοηθούσε. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε, όπως αορίστως ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι τόσο τα υπό στοιχείο α) και β) ως  άνω περιουσιακά στοιχεία του, όσο και το οίκημα γνωστό ως “………….” αποκτήθηκαν ανεγέρθηκαν και επισκευάστηκαν μόνο με χρήματα, που δωρήθηκαν σ’ αυτόν από τη μητέρα του και από τη θεία του, χωρίς να υπάρξει καμία συμβολή από την ενάγουσα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως αβάσιμη τη σχετική νόμιμη ένσταση του εναγομένου (περί ανυπαρξίας συμβολής στην επαύξηση της περιουσίας του από την ενάγουσα), έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά το πρώτο σκέλος του, ο τρίτος λόγος της έφεσης του, με τον οποίο επαναφέρεται η ως άνω ένσταση. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, για να γίνει δεκτή η ανυπαρξία συμβολής της ενάγουσας, που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι αυτή, ως δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν, κάτι που ουδόλως αποδείχθηκε. Εξάλλου, εφόσον αποδείχθηκε ότι το περιουσιακό στοιχείο (ανακαίνιση “……………”), στην αύξηση της αξίας του οποίου συνέβαλε και η ενάγουσα, έχει εκποιηθεί και με το τίμημα που εισπράχθηκε αποκτήθηκαν τα υπό στοιχεία γ) και δ) ακίνητα – περιουσιακά στοιχεία, που βρίσκονται στην κατοχή του εναγομένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, τα τελευταία, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, υποκαθίστανται στη θέση του περιουσιακού στοιχείου που εκποιήθηκε και συνυπολογίζονται για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού, στο οποίο ανέρχεται η συμβολή της ενάγουσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται      μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο     και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος και κατά το δεύτερο σκέλος του ο τρίτος λόγος της έφεσης. Περαιτέρω, όσον αφορά στην αξία των υπό στοιχεία γ) και δ) περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο  της άσκησης της αγωγής, αποδείχθηκε ότι ανέρχονταν στην ίδια αξία, με την οποία αγοράστηκαν από τον τελευταίο. Ειδικότερα, το υπό στοιχείο γ) ως άνω αναφερόμενο ακίνητο, που βρίσκεται στη Βούλα Αττικής, σε πολυκατοικία επί των οδών ………… [(διαμέρισμα (Δ1) του 4ου ορόφου, μία αποθήκη (1) υπογείου και μία θέση στάθμευσης αυτοκινήτου (8) του υπογείου)], αγοράστηκε, στις 21.3.2014, έναντι του ποσού των 185.000 ευρώ (αντικειμενικής αξίας 184.257,31 ευρώ), όπως αναφέρεται      στο συμβόλαιο …../2014 της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ……… και δεν αποδείχθηκε ότι αυξήθηκε η αξία του κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, τον Ιούλιο του 2016. Επιπλέον, και το υπό στοιχείο δ) ως άνω ακίνητο, που βρίσκεται στη Γλυφάδα Αττικής, επί της οδού ……….. (οικόπεδο έκτασης 388,64 τ.μ., με την επ’ αυτού οικοδομή, που αποτελείται από υπόγειο αποθηκευτικό χώρο, επιφάνειας 247,725 τ.μ., ισόγειο κύριο χώρο, επιφάνειας 200,875 τ.μ., μεσοστάθμη – κύριο χώρο, επιφάνειας 200,875 τ.μ. και πρώτο όροφο – κύριο χώρο, επιφάνειας, 200,875 τ.μ.), αγοράστηκε στις 6.8.2014, έναντι του ποσού των 320.000 ευρώ (αντικειμενικής αξίας 803.386,89 ευρώ), όπως αναφέρεται στο συμβόλαιο …../2014 της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….. και δεν αποδείχθηκε ότι αυξήθηκε η αξία του, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, στις 8.7.2016. Σημειωτέον ότι, κατά τον τελευταίο αυτό χρονικό διάστημα, η Ελλάδα δεν είχε εξέλθει ακόμη από την οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα η αξία των ακινήτων, ειδικά μεγάλων σε επιφάνεια και σε ακριβές περιοχές, να έχει μειωθεί σημαντικά. Επομένως, η αξία της περιουσίας του εναγομένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της παροχής εννόμου προστασίας, ήτοι αυτόν της άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 578.252,38 ευρώ (73.252,38 + 185.000 + 320.000). Το πρωτοβάθμιο που έκρινε ότι η ανωτέρω περιουσία του εναγομένου ανήλθε στο ποσό των 907.219 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσία βάσιμος, ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης, κατά το τρίτο σκέλος αυτού. Εξάλλου, η ενάγουσα με την από 4.7.2016 αγωγή της δεν ζητούσε κάποιο ποσό για την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, από τη συνεισφορά της στο συζυγικό οίκο, κατά ποσοστό που υπερέβαινε τη σχετική υποχρέωσή της από το νόμο (άρθρο 1389 Α.Κ.). Ανέφερε μόνο διηγηματικά ότι συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, ανεξαρτήτως της αποκλειστικής της απασχόλησης με τη συζυγική οικία και την ανατροφή των τέκνων των διαδίκων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι για το ποσοστό της συνεισφοράς του εναγομένου στη συζυγική οικία, που ήταν αποτιμητό σε χρήμα και ανερχόταν στο ποσό των 211.700 ευρώ, συνέβαλε η ενάγουσα και συνυπολόγισε το ποσό αυτό στη συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει      να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσία βάσιμος ο σχετικός – τέταρτος λόγος της έφεσης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η συμμετοχή της ενάγουσας στις επιχειρήσεις του εστιατορίου και του ξενοδοχείου δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επαύξηση της περιουσίας του, αφού την παρείχε ως εταίρος στην εταιρεία …………, είναι αβάσιμος, αφού η ανωτέρω εταιρεία, η οποία συστάθηκε το 1986 με εταίρους τους διαδίκους, είχε την εκμετάλλευση ενός άλλου ξενοδοχείου, δεκαεφτά δωματίων, που ονομάστηκε “…………..” και όχι των λοιπών επιχειρήσεων του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έστω και χωρίς αιτιολογία, που συμπληρώνεται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.) απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό του εναγομένου, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι το ποσό των 156.772,69 ευρώ, που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.2007 έως και 24.4.2008 η ενάγουσα από τη Γαλλία, διατέθηκε για την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος ανέφερε εσφαλμένα ότι η ενάγουσα διέθεσε το ποσό αυτό το 1986 για τις επιχειρήσεις του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι από το ανωτέρω ποσό, το οποίο υπολόγισε σε 160.000 ευρώ, ποσό 110.000 ευρώ αποτέλεσε συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος της έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού. Περαιτέρω, η ενάγουσα, αν και συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, δεν ανταποκρίθηκε, στο βάρος απόδειξης της κύριας βάσης της αγωγής της, ότι δηλαδή συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του ενάγοντος κατά ποσοστό 57%. Και τούτο, διότι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ασχολούνταν με τις επιχειρήσεις του εστιατορίου και του ξενοδοχείου, ωστόσο σ’ αυτές απασχολούνταν κανονικά υπάλληλοι και η ενάγουσα επέβλεπε και βοηθούσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή κατά την κύρια βάση της, να γίνει όμως δεκτή κατά την επικουρική βάση αυτής, η τεκμαιρόμενη δε αυτή συμβολή της ενάγουσας ανέρχεται στο 1/3 της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου, που κατά τον κρίσιμο χρόνο, αποδείχθηκε ότι ανέρχονταν στο ποσό των 578.252,38 ευρώ. Με βάση το ποσοστό αυτό η συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου – συζύγου της, ανήλθε στο ποσό των 192.750,79 ευρώ, ποσό το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο τελευταίος οφείλει να     της καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, επιδίκασε στην ενάγουσα, ως συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου – συζύγου της το ποσό των 761.027,22 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός και ο σχετικός έκτος λόγος της έφεσης. Σημειωτέον ότι, εφόσον το Δικαστήριο τούτο, μετά από παραδοχή της έφεσης του εναγομένου, εξαφανίζοντας την εκκαλουμένη, απορρίπτει ως αβάσιμη κατ’ ουσία την αγωγή ως προς την γενόμενη δεκτή κυρία βάση της, υποχρεούται να ερευνήσει και τη μη ερευνηθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (λόγω παραδοχής της κύριας βάσης), επικουρική βάση, χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο (λόγο έφεσης), αφού το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση του εναγομένου αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, εφόσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή (Α.Π. 1061/2015, Α.Π. 309/2011, Α.Π. 2037/2006 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΑΠ 1173/2006 Νο.Β. 2006, σελ. 1516, ΑΠ 628/2001 Ελλ.Δ/νη 2002, σελ. 1407 και Α.Π. 1408/1999 Ελλ.Δ/νη 2000, σελ. 737).

VΙΙ.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 3208/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 11.10.2008 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει  δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς την επικουρική της βάση και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το      ποσό των 192.750,79 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ηλεκτρονικό παράβολο …………. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (ad hoc Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος – εκκαλών, ανάλογα με την έκταση της ήττας του, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 63 §1 περ. i στοιχ. α, β, 68 §1 και 69 §1του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία ο εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη  με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση του ιδίου και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή     ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 24.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3208/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 4.7.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2016 αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος, ………., υποχρεούται         να καταβάλει στην ενάγουσα, …………, το ποσό των εκατόν ενενήντα δύο χιλιάδων εφτακοσίων πενήντα ευρώ και εβδομήντα εννέα (192.750,79) λεπτών, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα, ………., του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου των εκατόν (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον εναγόμενο – εκκαλούντα, …………, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εφτά χιλιάδων εφτακοσίων δέκα (7.710) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2019, χωρίς      την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

             Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ