Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 734/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός Απόφασης:        734   /2019

ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εισηγητή, Σοφία Καλούδη, Εφέτες και τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία ακυρώνεται μόνο κατά το σημείο που στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση (ΑΠ 907/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 736/2011 ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, μετά την αναίρεση της απόφασης, καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση, κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1220/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Τα νομικά ζητήματα, για τα οποία ομιλεί το άρθρο τούτο, μπορεί να ανάγονται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο, γεγονός που προκύπτει τόσο από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης, όσο και από το ότι η παραπομπή διατάσσεται επί αναίρεσης, για παράβαση, όχι μόνο του ουσιαστικού δικαίου, αλλά, με τους κατ’ ιδίαν λόγους αναίρεσης που θεσπίζει το άρθρο 559 του ΚΠολΔ, και του δικονομικού δικαίου, ιδρύεται δε ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμ. 18 του ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, δηλαδή δεν ακολουθήσει, όσον αφορά στο νομικό ζήτημα για το οποίο απαγγέλθηκε η αναίρεση, τη λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 907/2011, ΑΠ 736/2011 ο.π.). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42, 81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το ότι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46, 84, ΑΠ 1833/2001 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί μερικώς, ως προς ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, τότε, μόνον ως προς αυτά εξαφανίζεται η απόφαση και η εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της απόφασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εκτός από τα κεφάλαια που συνδέονται αρρήκτως με τα αναιρεθέντα, οπότε συναναιρούνται (ΑΠ 1717/2002 ΕλλΔνη 44, 1563, ΕφΘεσ 1373/2009 ΝΟΜΟΣ).

Με την από 17/9/2018 κλήση της καλούσας – ενάγουσας νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση η από 24/12/2010 (αριθ. ΒΑΒ …./2010, αριθμ. καταθ. …./24.12.2012) αγωγή της κατά της καθ’ ης η κλήση –εναγόμενης μετά την έκδοση της με αριθμό 460/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η εκδοθείσα επ’ αυτής υπ’ αριθμ. 245/2015 απόφαση του Εφετείου τούτου, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της και παραπέμφθηκε η υπόθεση να δικαστεί στο Εφετείο τούτο συντιθέμενο από άλλη σύνθεση, το οποίο (Δικαστήριο της παραπομπής), θα δικάσει μέσα στα όρια που διαγράφονται με την άνω αναιρετική απόφαση.

Η ενάγουσα, με την από 24/12/2010 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι με την υπ’ αριθµ. 2829/15.7.2002 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ανατέθηκε στην εταιρεία «……………», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη εταιρεία, το έργο «Μελέτη και κατασκευή µε αυτεπιστασία του έργου ‟Επείγουσες εργασίες προσθήκης κελιών στις Δικαστικές Φυλακές ανδρών και γυναικών του Κορυδαλλού για τη βελτίωση των συνθηκών της λειτουργίας τους”», ότι στα πλαίσια κατασκευής του έργου αυτού, με το από 15/7/2002 ιδιωτικό συμφωνητικό, η εταιρεία «…………..» της ανέθεσε και εκείνη ανέλαβε να εκτελέσει το έργο «Επείγουσες εργασίες προσθήκης κελιών στις δικαστικές φυλακές ανδρών και γυναικών του Κορυδαλλού για τη βελτίωση των συνθηκών της λειτουργίας τους – Φάση Δ΄» στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που βρίσκονται στον Κορυδαλλό Αττικής, ότι ως ημερομηνία ολοκλήρωσης των εργασιών ορίστηκε η 9/8/2002, ότι, αν και το έργο εκτελέστηκε άρτια και εμπρόθεσμα και παραδόθηκε προσηκόντως την 9/8/2002 στην εταιρεία «…………..», η οποία το παρέλαβε ανεπιφύλακτα, αυτή αρνήθηκε να της καταβάλει το εργολαβικό αντάλλαγμα, ότι για το λόγο αυτό άσκησε κατά της ανωτέρω εταιρείας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 8/5/2007 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2007 προσφυγή – αγωγή της, ζητώντας να καθοριστεί η παροχή της εταιρείας «…………», ο καθορισμός της οποίας κατά το μέρος που αφορά τις τιμές μονάδος αφέθηκε σε μεταγενέστερη συμφωνία των συμβαλλομένων, να καθοριστούν ως τιμές μονάδος οι τιμές μονάδος, που πρότεινε στην εταιρεία «………….», άλλως να καθοριστούν οι τιμές μονάδος µε δίκαιη κρίση κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 371 του ΑΚ και να υποχρεωθεί η εταιρεία «….. ..» να της καταβάλει ως αμοιβή για την εκτέλεση του έργου το ποσό των 3.753.251,34 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή της, με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής, ότι με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της αγωγής έτρεψε το αίτημά της σε έντοκο αναγνωριστικό, ότι επί της ανωτέρω προσφυγής – αγωγής, εκδόθηκε τελικά η υπ’ αριθµ. 6345/2009 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, µε την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε την υποχρέωση της εταιρείας «…………» να της καταβάλει το ποσό των 3.575.163,57 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. και απέρριψε το αίτημα για την επιδίκαση τόκων υπερημερίας και ότι για την είσπραξη του ποσού αυτού την 7/12/2009 επέδωσε στην αντίδικό της εταιρία την από 4/12/2009 εξώδικη δήλωση – όχληση – πρόσκληση, µε την οποία την κάλεσε να της καταβάλει το οφειλόμενο ποσό, ενώ την 5/2/2010 της επέδωσε και την ως άνω απόφαση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με την ίδια (από 24/12/2010) αγωγή της ζητούσε να υποχρεωθεί η εταιρεία «…………..» να της καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό νοµιµοτόκως από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικης δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της, δηλαδή από την 8/12/2009, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της από 24/12/2010 ένδικης αγωγής, δηλαδή από την 5/1/2011, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ενώ µε τις από 1/10/2013 προτάσεις της περιόρισε παραδεκτά το αγωγικό αίτημα, λόγω των καταβολών, στις οποίες είχε στο μεταξύ προβεί η εταιρεία «……………» και ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει µόνο τους νόμιμους τόκους υπερημερίας του ποσού των 3.000.778,39 ευρώ και συγκεκριμένα α)τους νόμιμους τόκους υπερημερίας του ποσού των 2.793.242,28 ευρώ από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικης δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησής της, δηλαδή από την 8/12/2009, άλλως από την επίδοση της από 24/12/2010 ένδικης αγωγής της, δηλαδή από την 5/1/2011, μέχρι την 30/4/2013, ημερομηνία εξόφλησης του ποσού αυτού και β)τους νόμιμους τόκους υπερημερίας του ποσού των 207.536,11 ευρώ από την επόμενη της επίδοσης της από 4/12/2009 εξώδικης δήλωσης – όχλησης – πρόσκλησης, άλλως από την επίδοση της από 24/12/2010 ένδικης αγωγής της μέχρι την 24/7/2013, ημερομηνία εξόφλησης του ποσού αυτού. Το ανωτέρω Εφετείο με την υπ’ αριθμ. 6762/2013 απόφασή του έκρινε εαυτόν αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Πειραιώς με πενταμελή σύνθεση, ενώπιον του οποίου η ενάγουσα την εισήγαγε για συζήτηση με την από 11/6/2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2014 κλήση της. Το Εφετείο αυτό, με την υπ’ αριθμ. 245/2015 οριστική απόφασή του, έκρινε ότι, κατά το άρθρο 21 του κώδικα περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. 26.6/10-7-1944), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 109 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ), ο νόμιμος τόκος σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας «………….» είναι 6% ετησίως, διότι αυτή απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών ατελειών και όλων των δικονομικών προνομίων του Δημοσίου, οι δε διατάξεις του κώδικα περί δικών Δημοσίου εφαρμόζονται και στην εταιρία αυτή. Περαιτέρω έκρινε ότι επί της διαπλαστικής αγωγής για τον προσδιορισμό κατά «δικαία κρίση» των εργολαβικών τιμών μονάδος, το ακριβές ύψος των οποίων, λόγω της αοριστίας και της αβεβαιότητας που ενέχουν, δεν είναι γνωστό πριν από τον δικαστικό προσδιορισμό τους ούτε στον εργολάβο κατασκευαστή, ούτε στον εργοδότη – οφειλέτη, ο τελευταίος οφείλει τόκους (υπερημερίας και δικονομικούς) από την επίδοση σε αυτόν της προσδιορίζουσας την εργολαβική τιμή μονάδος τελεσίδικης διαπλαστικής απόφασης, αφότου το εργολαβικό αντάλλαγμα καθίσταται ορισμένο και απαιτητό και επομένως έκρινε νομικά αβάσιμο το αίτημα για την επιδίκαση τόκων υπερημερίας για χρόνο πριν από την επίδοση της υπ’ αριθμ. 6345/2009 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία προσδιόρισε το ύψος της παροχής της εταιρίας «………..» και με αφετηρία το χρόνο επιδόσεως της από 4/12/2009 εξώδικης – δήλωσης – πρόσκλησης και επικουρικώς από την επίδοση της ένδικης αγωγής, την οποία απέρριψε. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την με αριθμό 460/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό της, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο με άλλη σύνθεση.

Με την ως άνω εκδοθείσα 460/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «Κατά τα άρθρα 340 και 345 εδ. α΄ ΑΚ, ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή. Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Κατά δε το άρθρο 346 ΑΚ ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη και της υποχρέωσής του εκ της αιτίας αυτής για οφειλή τόκων (υπερημερίας) είναι το ληξιπρόθεσμο (απαιτητό) της χρηματικής οφειλής. Προϋπόθεση επίσης για την οφειλή νομίμων (δικονομικών) τόκων, κατά το άρθρο 346 ΑΚ, είναι ομοίως το ληξιπρόθεσμο του χρηματικού χρέους. Ειδικότερα, επί της διαπλαστικής αγωγής για τον καθορισμό, κατά δίκαιη κρίση, σύμφωνα με τα άρθρα 371-373 ΑΚ, της εργολαβικής αμοιβής, ως προς την οποία δεν υπήρχε συγκεκριμένη συμφωνία στην εργολαβική σύμβαση, αλλά αφέθηκε ο καθορισμός της σε μεταγενέστερη συμφωνία από τα συμβαλλόμενα μέρη και το ένα από αυτά αρνείται να συμπράξει, πριν τον καθορισμό της με τη διαπλαστική δικαστική απόφαση ούτε ο εργοδότης, ούτε ο εργολάβος γνωρίζουν το ακριβές ύψος της που είναι αόριστο και αβέβαιο. Η απόφαση του δικαστηρίου που είναι προσδιοριστική της παροχής, συμπληρώνει τη σύμβαση, ως προς την αοριστία της παροχής με συνέπεια πριν από το δικαστικό αυτό προσδιορισμό, δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και δεν παράγεται υπερημερία του οφειλέτη από τη μη πληρωμή. Συνεπώς, η εργολαβική αμοιβή, το ύψος της οποίας προσδιορίζει το δικαστήριο, καθίσταται ορισμένη και απαιτητή από την τελεσιδικία της διαπλαστικής απόφασης, που την προσδιορίζει, και από την επίδοση της τελεσίδικης, αυτής απόφασης ο εργοδότης οφείλει τόκους υπερημερίας, καθώς και δικονομικούς. . . . Με τον τρίτο επικουρικό λόγο της αίτησης αναίρεσης μέμφεται η αναιρεσείουσα την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι κατά παραβίαση της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 346 ΑΚ και σε κάθε περίπτωση του άρθρου 21 του Κώδικα Δικών Δημοσίου, που αυτή επικαλείται, το Εφετείο απέρριψε, ως μη νόμιμη, την αγωγή, κατά το επικουρικό αίτημά της για επιδίκαση τόκων, υπολογιζομένων προς 6% ετησίως, από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, αν και αυτή έλαβε χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδοσης, στις 5-2-2010, της υπ’ αριθ. 6345/2009 διαπλαστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Όπως προκύπτει από το επισκοπούμενο, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής, σ’ αυτήν πράγματι γίνεται ρητή επίκληση του χρόνου επίδοσης στην αναιρεσείουσα της υπ’ αριθ. 6345/2009 διαπλαστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, στις 5-2-2010, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης σ’ αυτήν της υπό κρίση από 24-12-2010 αγωγής. Συνεπώς, κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής αυτής υπήρχε γεννημένη αξίωση της αναιρεσείουσας προς παροχή του εργολαβικού ανταλλάγματος, ώστε η επίδοση της ήταν ικανή να επιφέρει τα από το άρθρο 346 ΑΚ έννομα αποτελέσματα της οφειλής δικονομικών τόκων. Επομένως, πρέπει ο λόγος αυτός να γίνει δεκτός ως βάσιμος».

Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ως άνω αναιρετικής απόφασης, προκύπτει ότι η υπ’ αριθμ. 245/2015 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού αναιρέθηκε κατά το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή όσον αφορά το επικουρικό αίτημα για την επιδίκαση των τόκων υπερημερίας από την επίδοση της από 24/12/2010 ένδικης αγωγής, δηλαδή από την 5/1/2011, διότι ήδη από την 5/2/2010 είχε επιδοθεί η υπ’ αριθμ. 6345/2009 διαπλαστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η ως άνω κρίση της απόφασης του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είναι υποχρεωμένο να συμμορφωθεί προς αυτή.

Η εναγόμενη, επικαλούμενη για πρώτη φορά τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 1715/1951, όπως αυτό ισχύει με την προσθήκη του άρθρου 41 παρ. 11 του ν. 2065/1992, σύμφωνα με την οποία η άσκηση αναίρεσης από το Δημόσιο κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, όπως επίσης και η προθεσμία για την άσκηση αυτή αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης αυτής, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της ενάγουσας κατά το χρόνο επίδοσης της ένδικης αγωγής της δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή διότι η δικαιοπάροχός της «…………..» άσκησε μετά από την επίδοση της υπ’ αριθμ. 6345/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών την από 26/2/2010 αναίρεσή της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη βάση, διότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, η ένδικη απαίτηση της ενάγουσας έγινε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή από την επίδοση της υπ’ αριθμ. 6345/2009 (τελεσίδικης) απόφασης, ανεξάρτητα από την για οποιοδήποτε λόγο αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης.

Πρέπει επομένως η από 24/12/2010 αγωγή να γίνει δεκτή ως προς το επικουρικό αίτημά της, όπως αυτό περιορίστηκε με τις από 1/10/2013 προτάσεις και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα τους τόκους υπερημερίας του επιδικασθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος με επιτόκιο 6%, από την 5/1/2011, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα τους νόμιμους τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 6% του ποσού των 3.000.778,39 ευρώ που αντιστοιχεί στην αμοιβή της για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου, από την επομένη της επίδοσης της από 24/12/2010 αγωγής της, δηλαδή από την 5/1/2011, μέχρι την εξόφλησή του και ειδικότερα: α)του ποσού των 2.793.242,28 ευρώ από την 5/1/2011 μέχρι την 30/4/2013, ημερομηνία της εξόφλησής του και β)του ποσού των 207.536,11 ευρώ από την 5/1/2011 μέχρι την 24/7/2013, ημερομηνία εξόφλησής του.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    31 Οκτωβρίου 2019.

 

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 16 -12-  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Ιωάννη Γερωνυμάκη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Σοφία Καλούδη και Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτες, και με Γραμματέα την  Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ