Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 709/2019

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν.

Στοιχεία που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό μιας δικαιοπραξίας ως καταπλεονεκτικής, κατά τα άρθρα 178-179 Α.Κ. Η ανάγκη για τη λειτουργία της επιχείρησής του από τον πρατηριούχο, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό από ομοειδείς εταιρείες εμπορίας καυσίμων, δεν στοιχειοθετεί εκ μέρους της προμηθεύτριας αυτόν εταιρείας, την εκμετάλλευση της ‘’ανάγκης’’ του για τη σύναψη της σχετικής σύμβασης όπως η έννοια αυτής (ανάγκης) εξειδικεύεται στις ως άνω διατάξεις , οπότε δεν καθίσταται άκυρη και η διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε από την τελευταία με βάση τις συμφωνίες από την εν λόγω σύμβαση, κι επομένως τυγχάνει απορριπτέος ο σχετικός λόγος ανακοπής κατ΄αυτής.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 709/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 3152/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 643 επ.591 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν το Ν.4335/23-7-2015, που, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 του νόμου αυτού, δεν καταλαμβάνει τις ανακοπές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως η ένδικη), έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 20-9-2017, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση στο σώμα αντιγράφου αυτής του δικαστικού  επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου ……………, και η ένδικη έφεση κατατέθηκε, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 12-10-2017, όπως αναγράφεται την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522, 591 παρ.1ΚΠολΔ). ΄Εχει κατατεθεί δε, από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Οι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες, ζητούσαν με την από 16-7-2015 (Γ.Α.Κ/Α.Κ.Δ …………/22-7-2015) ανακοπή τους κατά της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητης, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, να ακυρωθεί, για τους σε αυτήν εκτιθέμενους λόγους, η υπ’αρ. …../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επιτάσσονταν να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, στην καθ’ής η ανακοπή συνολικά το ποσό των 121.656,77ευρώ,πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, ο μεν πρώτος των ανακοπτόντων ως αποδέκτης, οι δε λοιπές δύο εξ αυτών ως τριτεγγυήτριες, της εκεί αναφερόμενης συναλλαγματικής, που εξέδωσε η καθ’ής εις διαταγή της.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 3152/2017), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αφού έκρινε ότι παραδεκτά έχει ασκηθεί η ένδικη ανακοπή, ακολούθως την απέρριψε συνολικά και ειδικότερα τον πρώτο λόγο αυτής ως αόριστο, το δεύτερο λόγο ως ουσιαστικά αβάσιμο και τον τρίτο και τελευταίο λόγο της, ως νομικά αβάσιμο.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται  οι ανακόπτοντες – ήδη εκκαλούντες, με την κρινόμενη έφεσή τους  για  τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή τους.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε πλευρά), ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Η καθ’ής η ανακοπή εταιρεία εμπορίας καυσίμων, συνήψε με τον πρώτο των ανακοπτόντων – ήδη εκκαλούντων, δυνάμει του από 5-10-2011 ιδιωτικού συµφωνητικού, σύµβασηεµπορικής συνεργασίας, πενταετούς διάρκειας, με την οποία συμφωνήθηκε, όπως ειδικότερα ορίζεται με τους όρους αυτής, ότι ο τελευταίος, ο οποίος εκµεταλλευόταν πρατήριο πώλησης υγρών καυσίµων στο ….. Κορινθίας επί της παλαιάς Εθνικής Οδού Πατρών-Αθηνών,θα προμηθεύεται καύσιμα αποκλειστικά από την ως άνω  καθ’ής η ανακοπή εταιρεία. Με τον όρο 14 του παραπάνω ιδιωτικού συµφωνητικού, η δεύτερη των ανακοπτόντων συμβλήθηκε στην εν λόγω σύμβαση ως εγγυήτρια υπέρ του πρώτου ανακόπτοντος, παραιτούµενη των δικαιωµάτων της δίζησης και διαίρεσης και εκείνων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 856, 862, 863 και 868 του Α.Κ, δηλώνοντας ότι ευθύνεται απεριόριστα, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο µε αυτόν ως πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης για την εµπρόθεσµη και ολοκληρωτική, κατά κεφάλαιο, τόκους και τυχόν έξοδα, πληρωµή από τον πρώτο των ανακοπτόντων κάθε οφειλής του, κύριας ή παρεπόµενης, ή χρεωστικού υπολοίπου του και για την εκπλήρωση από τον τελευταίο κάθε υποχρέωσής του προς την καθ’ής η ανακοπή, υπάρχουσας ή µέλλουσας, που προέρχεται από τη σύµβαση αυτή εµπορικής συνεργασίας, ή από οποιανδήποτε εν γένει οικονοµική ή εµπορική συναλλαγή του µε την καθ’ής η ανακοπή, οποτεδήποτε και εάν αυτή λάβει ή έχει λάβει χώρα. Ακόμη, στον ίδιο όρο του ιδιωτικού συµφωνητικού προβλέφθηκε ότι, χάριν καταβολής και προς ασφάλεια των πάσης φύσεως οφειλών του πρώτου των ανακοπτόντων προς την καθ’ής η ανακοπή (προερχόµενες ενδεικτικά από την πώληση προς αυτόν εµπορευµάτων ή από τη χορήγηση σε αυτόν εµπορευµατικής πίστωσης, σύµφωνα µε τον όρο 7, ή από τα διάφορα χρεωστικά υπόλοιπά του από τις διάφορες συναλλαγές του µε την καθ’ής η ανακοπή ή από τη διενέργεια συντήρησης ή από τη διενέργεια διαφόρων εξόδων στο πρατήριο ή από απαιτήσεις της καθ’ής η ανακοπή για θετικές ή/και αποθετικές ζηµίες της ή για ποινικές ρήτρες ή γενικά από όλες τις παραπάνω αιτίες ή από απλήρωτες συναλλαγµατικές και επιταγές ή από τη σχέση χρησιδανείου, καθώς και για τις πάσης φύσεως απαιτήσεις της, υπάρχουσεςή µέλλουσες, περιλαµβανοµένων µεταγενέστερων διακανονισµών-ρυθµίσεων χρεών των σχετικών οφειλών, κύριες ή παρεπόµενες, ή για τα υποκατάστατα αυτών, που απορρέουν από τη σύµβαση αυτή, ή από οποιανδήποτε οικονοµική ή εµπορική συναλλαγή του πρώτου µε την καθ’ής η ανακοπή, οποτεδήποτε και εάν αυτή λάβει ή έχει λάβει χώρα, έστω και αν δεν κατονοµάζονται ρητά στο ιδιωτικό συµφωνητικό), αυτός ανέλαβε ρητά την υποχρέωση να αποδεχθεί, και η εγγυήτρια να τριτεγγυηθεί υπέρ αυτού έναντι της καθ’ής η ανακοπή µία συναλλαγµατική όψεως µε προθεσµία προς εµφάνιση έξι χρόνια από την έκδοσή της από την καθ’ής η ανακοπή πληρωτέα σε διαταγή της ίδιας της καθ’ής, ποσού 160.000 ευρώ, την οποία (συναλλαγµατική) η τελευταία θα δικαιούταν να την εµφανίσει οποτεδήποτε προς πληρωµή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε αξιώσεών της κατά των δύο πρώτων των ανακοπτόντων. Εξάλλου, προέκυψε ότι,µε το από 13-1-2012 ιδιωτικό συµφωνητικό η τρίτη των ανακοπτόντων εγγυήθηκε υπέρ του πρώτου των ανακοπτόντων µε τους ίδιους όρους µε τους οποίους είχε εγγυηθεί η δεύτερη εξ αυτώνκαι ανέλαβε την υποχρέωση να τριτεγγυηθεί υπέρ αυτού και αποδέκτη στην ανωτέρω συναλλαγµατική ποσού 160.000 ευρώ. Πράγµατι, σε εκτέλεση των παραπάνω, εκδόθηκε από την καθ’ής η ανακοπή, κατά την ως άνω ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης (5-10-2011) στο Μαρούσι Αττικής, µία συναλλαγµατική όψεως, ποσού 160.000 ευρώ, σε διαταγή της ίδιας, την οποία αποδέχθηκε αυθηµερόν ο πρώτος των ανακοπτόντων στον ανωτέρω τόπο έκδοσης και υπέρ του οποίου τριτεγγυήθηκαν η δεύτερη και η τρίτη των ανακοπτόντων, σύµφωνα µε τη σχετική υποχρέωση που είχαν αναλάβει µε τα από 5-10-2011 και 13-1-2012 ιδιωτικά συµφωνητικά, αντίστοιχα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, η καθ’ ής η ανακοπή, µε την από 30-4-2015 εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 19-5-2015, όπως προκύπτει από τις υπ’ αρ. …………/19-5-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Κορίνθου ……, εµφάνισε προς πληρωµή την εν λόγω συναλλαγµατική, αιτούμενη την καταβολή του ποσού των 121.656,77 ευρώ, το οποίο προερχόταν από τις εξής αιτίες: α) 91.600 ευρώ από το ανεξόφλητο της εµπορευµατικής πίστωσης, που είχε χορηγήσει στον πρώτο ανακόπτοντα, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, ύψους 114.000 ευρώ, την οποία αυτός ανέλαβε να εξοφλήσει τµηµατικά, σύµφωνα µε τον όρο 7 του προαναφερθέντος από 5-10-2011 ιδιωτικού συµφωνητικού (όπως θα αναφερθεί ειδικότερα παρακάτω), β) 29.457,52 ευρώ από ανεξόφλητο τίµηµα που αφορούσε συμβάσεις πώλησης υγρών καυσίµων και γ) 599,25 ευρώ από οφειλόμενη αμοιβή, για τη συµµετοχή του πρώτου των ανακοπτόντων στη συντήρηση του εξοπλισµού του πρατηρίου υγρών καυσίµων. Ενόψει δε ότι, δεν καταβλήθηκε από τους ανακόπτοντες κανένα από τα ως άνω ποσά, που περιέχονταν στην επίμαχη συναλλαγματική, εκδόθηκε, κατόπιν της από 29-5-2015 αίτησης της καθ’ής η ανακοπή, η υπ’ αρ. ……/2015 διαταγή πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την οποία οι ανακόπτοντες (ο πρώτος ως αποδέκτης της συναλλαγματικής και οι λοιπές δύο ως τριτεγγυήτριες), διατάχθηκαν να καταβάλουν σε αυτήν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 121.656,77 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της εµφάνισης της συναλλαγµατικής, ήτοι από 20-5-2015 µέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 2.560 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

Οι ανακόπτοντες εξέθεταν στον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, τον οποίο επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, ότι,με βάση την προαναφερθείσα σύµβαση εµπορικής συνεργασίας μεταξύ της καθ’ής η ανακοπή εταιρείας εμπορίας καυσίμων και του πρώτου ανακόπτοντα–πρατηριούχου, περί προμήθειας του τελευταίου με κάυσιμα αποκλειστικά από αυτήν, δυνάμει του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού  και σύµφωνα µε τον όρο 6 αυτού, η καθ’ής η ανακοπή αποδέχθηκε να εξοφλούνται οι παραγγελίες καυσίµων του πρώτου ανακόπτοντα εντός πέντε ηµερών από την παράδοση, µε αποτέλεσµα το χρεωστικό υπόλοιπο από τις συναλλαγές του µε την καθ’ής να φθάνει, χωρίς συνέπειες, τα 40.000 ευρώ µέσα στο χρονικό αυτό διάστηµα. Ότι, σύµφωνα µε τον όρο 7 του  ίδιου ιδιωτικού συµφωνητικού η καθ’ής η ανακοπή ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει στον πρώτο ανακόπτοντα εµπορευµατική πίστωση ποσού 114.000 ευρώ, η οποία θα της επιστρεφόταν σε 61 άτοκες δόσεις, εκ των οποίων οι πρώτες 60 δόσεις θα ήταν ποσού 1.400 ευρώ και θα καταβάλλονταν µηνιαίως, αρχίζοντας η πρώτη από αυτές ένα µήνα µετά την υπογραφή του ιδιωτικού συµφωνητικού και η 61η, ποσού 30.000 ευρώ,στη λήξη της συνεργασίας τους. Για την είσπραξη δε των ως άνω δόσεων, ο πρώτος ανακόπτων αποδέχθηκε ισάριθμες (61) συναλλαγµατικές, (ποσού 1.400 ευρώ κάθε μία από τις πρώτες 60 και ποσού 30.000 ευρώ, η τελευταία), που εξέδωσε η καθ’ής εις διαταγή της ίδιας στις 5-10-2011 στο Μαρούσι, λήξης στις αντίστοιχες ηµεροµηνίες των δόσεων αυτών. Στον ίδιο όρο προβλέφθηκε ότι, σε περίπτωση µη εµπρόθεσµης και ολοσχερούς πληρωµήςδύο δόσεων, συνεχών ή µη, και των αντίστοιχων συναλλαγµατικών καθίσταται ληξιπρόθεσµη και άµεσα απαιτητή η εναποµείνασα οφειλή στο σύνολό της, ενώ κατά τον όρο 14 του συμφωνητικού, για τον αποδέκτη τριτεγγυήθηκε η εκ τρίτου συµβαλλόµενη εγγυήτρια ήτοι η δεύτερη των ανακοπτόντων, ευθυνόµενη ως πρωτοφειλέτης, όπως προαναφέρθηκε. Ότι, περαιτέρω, ο πρώτος ανακόπτων ανέλαβε την υποχρέωση να αποδεχθεί, κατά την ως άνω ημερομηνία υπογραφής του ιδιωτικού συμφωνητικού και στον ίδιο τόπο, και η εγγυήτρια (δεύτερη ανακόπτουσα)να τριτεγγυηθεί υπέρ αυτού, µία συναλλαγµατική όψεως, που επίσης αναφέρθηκε παραπάνω, µε προθεσµία προς εµφάνιση έξι χρόνια από την έκδοσή της από την καθ’ής η ανακοπή, πληρωτέα σε διαταγή της ιδίας, ποσού 160.000 ευρώ, την οποία (συναλλαγµατική) η καθ’ής η ανακοπή θα δικαιούταν να την εµφανίσει κατά την κρίση της οποτεδήποτε προς πληρωµή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε αξιώσεών της κατά των δύο πρώτων των ανακοπτόντων και ότι µε τον όρο 15 του ιδιωτικού συµφωνητικού προβλέφθηκε ότι αυτοί ανέλαβαν την υποχρέωση, εντός πέντε εργάσιµων ηµερών από την ειδοποίησή τους από την καθ’ήςη ανακοπή, να προσέλθουν ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για να συναινέσουν στην εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης, υπέρ αυτής, ποσού 160.000 ευρώ επί της περιουσίας τους, διπλάσιας τουλάχιστον αξίας, απαλλαγµένης οποιουδήποτε βάρους. Η προσημείωση αυτή πράγματι ενεγράφη σε ακίνητα των ανακοπτόντων, δυνάμει της υπ΄αρ. 1681Σ/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με τη συναίνεση όλων ανακοπτόντων. Ακολούθως, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν με τον παραπάνω λόγο της ανακοπής τους, ότι η εκµετάλλευση του πρατηρίου υγρών καυσίµων από τον πρώτο εξ αυτών δεν ήταν επιτυχής και διακόπηκε µετά από 18 µήνες. Ότι η καθ’ής η ανακοπή, µε την από 30-4-2015 εξώδικη πρόσκλησή της, προσδιόρισε την οφειλή του στο ποσό των 121.656,70 ευρώ και εµφάνισε τη συναλλαγµατική που κατείχε, σύµφωνα µε τον ως άνω όρο 14 του ιδιωτικού συµφωνητικού προς άµεση πληρωµή, αν και κατά το διάστηµα αυτό,ο πρώτος ανακόπτων χρησιµοποίησε την προβλεπόµενη εµπορευµατική πίστωση τµηµατικά και κατά τα ανάλογα ποσά και δεν οφείλει κάποιο ποσό για το λόγο αυτό, πολύ δεπερισσότερο το ποσό των 91.600 ευρώ, για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόµενη διαταγή πληρωµής. Ότι, στην ανακοπτόµενη διαταγή πληρωµής αναφέρεται ότι το ως άνω ποσό προέρχεται από το ανεξόφλητο υπόλοιπο της χορηγηθείσας στον πρώτο ανακόπτοντα εµπορευµατικής πίστωσης, παρά το ότι η καθ’ής η ανακοπή δεν παρέδωσε στον τελευταίο το ποσό των 114.000 ευρώ, αλλά το απέδωσε στον προηγούµενο εκµεταλλευτή και ιδιοκτήτη του πρατηρίου υγρών καυσίµων και ότι η αφηρηµένη αναγνώριση χρέους που έγινε µε την αποδοχή της ένδικης συναλλαγµατικής οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισµό της καθ’ήςη ανακοπή. Ότι, μάλιστα, µετά την αποχώρησή του πρώτου ανακόπτοντος από το πρατήριο, ανέλαβε την εκµετάλλευσή του ο ιδιοκτήτης του, συνεχίζοντας την αποκλειστική εµπορική συνεργασία µε την καθ’ής η ανακοπή και επομένως δεν υφίσταται νόµιµη αιτία για την αναζήτηση του ποσού των 91.600 ευρώ, αφού αυτό αφορά αιτία λήξασα πρόωρα ή µη επακολουθήσασα, µε αποτέλεσµα η καθ’ής η ανακοπή να προσπαθεί να πλουτίσει αδικαιολόγητα εις βάρος τόσο του πρώτου των ανακοπτόντων – πρωτοφειλέτη, όπως προαναφέρθηκε, όσο και των λοιπών δύο  εξ αυτών – εγγυητριών. Ζητούσαν δε ακολούθως οι ανακόπτοντες, σύμφωνα με τα ως άνω ισχυριζόμενα από αυτούς, να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωµής.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν, ποια εµπορεύµατα, κατά ποσότητα, είδος και αξία, πώλησε και παρέδωσε η καθ’ής στον πρώτο ανακόπτοντα, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ούτε προσδιορίζεται καν η συνολική αξία τους, ώστε να καταστεί σαφές ποιο ποσό χρησιμοποίησε (ο πρώτος ανακόπτων) από την συνολική προβλεπόμενη στο συμφωνητικό εµπορευµατική πίστωση των 114.000 ευρώ και πότε, προκειµένου να προκύψει το τυχόν οφειλόµενο από αυτόν ποσό για τη συνεργασία τους και  να εξετασθεί  από το Δικαστήριο αν η επίδικη συναλλαγµατική αντιστοιχεί εν όλω ή εν µέρει σε πραγµατική οφειλή του πρώτου των ανακοπτόντων. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, το ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα του πρώτου ανακόπτοντος με τη λειτουργία του πρατηρίου, δεν είχε επιτυχή έκβαση, εμπίπτει στα πλαίσια του επιχειρηματικού κινδύνου που ανέλαβε, που βέβαια βαρύνει τον ίδιο. Το γεγονός δε ότι αποχώρησε από αυτό και τη λειτουργία του συνέχισε ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου, όπως αναφέρει, αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις και συμφωνίες και δεν αναιρεί τις υποχρεώσεις που ανέλαβε προς την καθ’ής, από τη συναφθείσα με την τελευταία ως άνω σύμβαση συνεργασίας, με βάση την οποία του είχε χορηγήσει την εν λόγω πίστωση. Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 178 του Α.Κ, ‘’δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη’’. Σύμφωνα με την έννοια της διάταξης αυτής, κριτήριο των χρηστών ηθών αποτελούν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενο της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή τον σκοπό στον οποίον αυτοί αποβλέπουν αλλά από το σύνολο των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν. Κατά δε το άρθρο 179 του Α.Κ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178 του ίδιου κώδικα: ‘’άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή’’. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 του Α.Κ, για να χαρακτηρισθεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της, γνωστής σε αυτόν, ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας,όμως, δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δευτέρας των ως άνω διατάξεων, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνον του ενός εξ αυτών. Απειρία είναι η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλόμενου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου (Α.Π 86/2018, Α.Π 1467/2018, Α.Π 1380/2017 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Η δυσαναλογία αυτή, η οποία διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της καταρτισής της, (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί νομική έννοια, και ως εκ τούτου η κρίση περί της ύπαρξης αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (Ολ.Α.Π. 714/1973). Η κρίση, όμως, του ουσιαστικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνει, κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, ότι συνέτρεξαν ή όχι τα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν ελέγχεται αναιρετικώς κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (Ολ.Α.Π. 714/1973, Α.Π.432/2016, Α.Π 151/2015, Α.Π 820/2014, Α.Π 1186/2011, Α.Π 2095/2009, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).

Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσης, οι ανακόπτοντες -εκκαλούντες παραπονούνται ότι μη ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους με τον οποίο υποστήριζαν ότι η επίμαχη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, καθώς η αποδοχή της εν λόγω συναλλαγματικής βάσει της οποίας εκδόθηκε, από τον πρώτο εξ αυτών (και η τριτεγγύησή της από τις λοιπές), εμπίπτει στα άρθρα 178 και 179 Α.Κ, ήτοι είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη ως καταπλεονεκτική, διότι η καθ’ής η ανακοπή εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη του για τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης. Πιο συγκεκριμένα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονταν με τον ως άνω λόγο της ανακοπής τους, ότι η αποδοχή από τον πρώτο εξ αυτών και η τριτεγγύηση της ένδικης συναλλαγµατικής από τις λοιπές, υπάγονται στο άρθρο 179 του Α.Κ, αφού η αποκλειστική εµπορική συνεργασία µε την καθ’ής η ανακοπή ήταν η µόνη δυνατή επιλογή του πρώτου ανακόπτοντα, καθώς όλα τα όµορα πρατήρια υγρών καυσίµων είχαν συµβληθεί µε ανταγωνιστικές εταιρείες και ως εκ τούτου υπήρχε άµεση ανάγκη σύναψης της σύµβασης με την καθ’ής, την οποία (ανάγκη) εκμεταλλεύτηκε η τελευταία για να υπαγορεύσει τους όρους της (σύμβασης), μεταξύ των οποίων και τον καταπλεονεκτικό όρο της αποδοχής της παραπάνω συναλλαγµατικής, µε βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόµενη διαταγή πληρωµής, αν και στη σύµβαση υπήρχαν επαρκείς εξασφαλίσεις µε αποδοχή 61 συναλλαγµατικών από τον πρώτο ανακόπτοντα, και συνεπώς η έκδοση και η αποδοχή της εν λόγω συναλλαγµατικής δεν ήταν αναγκαία και αποτέλεσε έκφραση της επιβολής της καθ’ής, που έχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά των καυσίμων και της ανάγκης του ως άνω ανακόπτοντα για λειτουργία της επιχείρησής του.

Ο λόγος αυτός,όμως, της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος και συνεπώς ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως τέτοιος, με πλήρη αιτιολογία και όχι σιγή,όπως ανακριβώς αναφέρουν στην έφεσή τους οι ανακόπτοντες, οπότε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται, όπως απαιτείται κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αφενός μεν την ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας µεταξύ παροχής και αντιπαροχής που αναφέρεται στην αντικειµενικώς εκτιµώµενη οικονοµική αξία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφετέρου δε τη συνδροµή ανάγκης µε την έννοια που προαναφέρθηκε, ήτοι ανάγκη που να έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, καθώς δεν εξηγούν για ποιο λόγο έπρεπε ο πρώτος εξ αυτών να ασχοληθεί µε την εκµετάλλευση πρατηρίου υγρών καυσίµων. Η επιθυμία, έστω έντονη για την έναρξη και λειτουργία μιας επιχείρησης, δεν μπορεί βέβαια να στοιχειοθετήσει την άμεση και επιτακτική (οικονομική) ανάγκη, που πρέπει, κατά τα επίσης προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη,  να συντρέχει στο πρόσωπο του συμβαλλομενου σε μία δικαιοπραξία, την οποία (ανάγκη) γνωρίζει και εκμεταλλεύεται ο αντισυμβαλλόμενός του, ώστε να χαρακτηριστεί η δικαιοπραξία αυτή καταπλεονεκτική κι ως εκ τούτου άκυρη. Σημειωτέον δε ότι, η αναφορά στην ανακοπή ότι όλα τα όµορα πρατήρια υγρών καυσίµων είχαν συµβληθεί µε ανταγωνιστικές εταιρείες, εκτός του ότι είναι αόριστη, όπως επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, αφού δεν παρατίθενται συγκεκριµένα στοιχεία για τα πρατήρια υγρών καυσίµων και τις εταιρείες, σε κάθε περίπτωση αληθές υποτιθέμενο το γεγονός αυτό, δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει την καταπλεονεκτική σύναψη των όρων της εν λόγω σύμβασης εκ μέρους της καθ’ής η ανακοπή εταιρείας, εις βάρος του πρώτου ανακόπτοντος, καθώς βρίσκεται μέσα στα πλαίσια του επιτρεπτού ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά. Εξάλλου, δεν γίνεται επίκληση στην ανακοπή, κάποιας από τις περιπτώσεις της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας, που να συντρέχει στο πρόσωπο της δεύτερης και της τρίτης των ανακοπτόντων.

Τέλος, ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης (με το οποίο απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζονταν η τρίτη των ανακοπτόντων ότι δεν συµβλήθηκε στο από 5-10-2011 ιδιωτικό συµφωνητικό εµπορικής συνεργασίας και ότι, η υπογραφή της στην ένδικη συναλλαγµατική δεν έχει τεθεί υπέρ του αποδέκτη αλλά υπέρ του ποσού της οφειλής του αποδέκτη, υπέγραψε δε τη συναλλαγµατική αυτή µόνο για τη λειτουργία του άρθρου 15 του ιδιωτικού συµφωνητικού, δηλαδή για την εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης), δεν υπάρχει λόγος έφεσης. Πέραν τούτου, ο ισχυρισμός της αυτός δεν επιβεβαιώνεται από τα αναφερθέντα παραπάνω, σχετικά με το περιεχόμενο του από 13-1-2012 ιδιωτικού συµφωνητικού, με το οποίο η τρίτη των ανακοπτόντων εγγυήθηκε υπέρ του πρώτου των ανακοπτόντων µε τους ίδιους όρους µε τους οποίους είχε εγγυηθεί η δεύτερη εξ αυτών και ανέλαβε την υποχρέωση να τριτεγγυηθεί υπέρ αυτού και αποδέκτη στην επίμαχη συναλλαγµατική,

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το παρόν δικαστήριο παραδεκτά συμπληρώνει, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζουν οι εκκαλούντες, με την ένδικη έφεσή τους. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, ν΄απορριφθεί κατ΄ουσία. Τα δικαστικά δε έξοδα της καθ’ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων και στην εκκλητή δίκη ανακοπτόντων – εκκαλούντων, όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, καθώς επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 3152/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.

Δέχεται τυπικά την έφεση .

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τους  εκκαλούντες, παράβολο της έφεσης, ποσού 100 ευρώ.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις 6 Δεκεμβρίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

          Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ