Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 214/2018

 Αριθμός    214 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η κρινόμενη από 27-7-2015 (υπ` αριθμ. καταθ. …./30-7-2015) ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 296/2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην της ανακόπτουσας (εκκαλούσας), ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 144, 495 και 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στην ανακόπτουσα (εκκαλούσα) με επιμέλεια της καθ` ης η ανακοπή (εφεσίβλητης) κατ` άρθρο 128 παρ. 1 έως και 4 ΚΠολΔ στις 21-7-2015, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, …., στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης και το δικόγραφο της ανακοπής ερημοδικίας κατατέθηκε στις 27-7-2015 (βλ. τη με αριθμό …/30-7-2015 σχετική έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου), επιπλέον, δε, καταβλήθηκε από τον ανακόπτοντα το ορισθέν παράβολο, εκ ποσού 290 ευρώ (βλ. τα με αριθμ………. παράβολα του Δημοσίου Ταμείου). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της.

II.Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1260/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009, ΕλλΔνη 2010, 681, ΑΠ 1562/2008 ΝΟΜΟΣ). Όπως προεκτέθηκε, το γεγονός που συνιστά την εν λόγω ανώτερη βία μπορεί να αφορά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και συγκεκριμένα η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάσταση του. Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. Γ. Διαμαντόπουλο, Η ανώτερη βία ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας, 1997, σελ. 77 επ. με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία) Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (βλ. ΑΠ 1778/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1506/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4248/2006, ΕλλΔνη 48, 220, ΕφΑθ 2375/1995, ΕλλΔνη 37, 1384, Γ. Διαμαντόπουλο, ό.π., 2 σελ. 38 επ., 62 επ. και 72 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 501 αρ. 13). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (βλ. ΑΠ 1537/2008, ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. `Αλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (βλ. ΕφΑθ 3670/2007, ΕφΑθ 2008 816, ΕφΑθ 2931/2007, ΕφΑθ 2008 709, ΕφΠατρ 1011/2007, ΑχαΝομ 2008, 433).

III. Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα ζητεί με την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας να εξαφανιστεί η με αριθμό 296/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε, ερήμην αυτής, επί της από 19-5-2014 (αριθμ. καταθ. …./2014) εφέσεως της, κατά της με αριθμ. 534/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647επ.ΚΠολΔ , για το λόγο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ήταν ασθενής κατά την ημέρα της  δικασίμου της 5ης Μαρτίου 2015 και, εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να την εκπροσωπήσει. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα, με το μοναδικό λόγο τής υπό κρίση ανακοπής ερημοδικίας ισχυρίζεται ότι δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο κατά τη συζήτηση της ως άνω υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, γιατί ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, …….., υπέστη εμπύρετο λοίμωξη του αναπνευστικού, με έντονη θωρακαλγία και αναπνευστική δυσχέρεια, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να την εκπροσωπήσει. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ορισμένο και νόμιμο λόγο ανακοπής ερημοδικίας, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, όμως, από την επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας και συγκεκριμένα, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της ανακόπτουσας, . ….., και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του ως άνω λόγου της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας. Ειδικότερα, όσον αφορά στην επικαλούμενη από την ανακόπτουσα ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ……., στην οποία, ως λόγο ανωτέρας βίας, ισχυρίζεται ότι οφείλεται η ερημοδικία της, κατά τη δικάσιμο της 5-3-2015, οπότε και συζητήθηκε ερήμην της, από το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς και απορρίφθηκε, η από 19-5-2014 (αριθμ.κατάθ…./2014) έφεσή της κατά της υπ’αριθμ. 534/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 27-7-2015 (αριθμ.κατάθ……../2015) αγωγής της καθ’ης η ανακοπή σε βάρος της (ανακόπτουσας),  προσκομίζεται μετ` επικλήσεως η από 5-3-2015 ιατρική βεβαίωση, υπογεγραμμένη από τον ιατρό καρδιολόγο, …….., η οποία αναφέρει επί λέξει ότι: «Σήμερα 5/03/15 ημέρα Πέμπτη και ώρα 8.40΄επισκέφθηκα στην οικία του τον ….., ο οποίος βρήκα να πάσχει από εμπύρετο λοίμωξη του αναπνευστικού με έντονη θωρακαλγία και αναπνευστική δυσχέρεια. ΄Εγινε σύσταση για φαρμακευτική αγωγή για βρογχοπνευμονία, λόγω ιογενούς λοίμωξης (γρίππη)  και 4-5 ημέρες κατ’οίκον νοσηλείας και επανεκτίμηση”. Από την ιατρική αυτή βεβαίωση, η αξιοπιστία της οποίας ελέγχεται από το Δικαστήριο τούτο, ενόψει του ότι πρόκειται για βεβαίωση ιδιώτη ιατρού και όχι ιατρού δημόσιου νοσοκομείου, σε συνδυασμό με το ότι δεν προσκομίζεται από την ανακόπτουσα κάποιο φορολογικό παραστατικό του προαναφερόμενου ιατρού, ώστε να καταδειχθεί ότι όντως ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας εξετάστηκε, κατά την ως άνω ημερομηνία, από τον εν λόγω ιατρό και ότι κατέβαλε αμοιβή, για την κατ’οίκον επίσκεψή του αυτή. Ο προαναφερόμενος πληρεξούσιος της ανακόπτουσας, απευθύνθηκε στον δικηγόρο Πειραιώς, ……., ζητώντας του να εκπροσωπήσει ο ίδιος την εντολέα του, ενώπιον του Δικαστηρίου, όμως ο τελευταίος, λόγω του ότι βρισκόταν στα δικαστήρια Αθηνών, δεν κατέστη δυνατό να το πράξει (βλ. ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ………). Ωστόσο, ενόψει αυτού, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας ουδεμία περαιτέρω προσπάθεια κατέβαλε, όπως όφειλε και μπορούσε, όπως κάθε μέσος συνετός νομικός παραστάτης, προκειμένου να ανεύρει άλλο συνάδελφο δικηγόρο, ο οποίος θα παρίστατο για λογαριασμό της ανακόπτουσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε, όμως, πιθανολογείται, περαιτέρω, ότι η ανακόπτουσα προσπάθησε, διά της νομίμου εκπροσώπου της, να πληροφορηθεί εγκαίρως την επικαλούμενη ασθένεια του πληρεξούσιού της δικηγόρου, είτε από τον ίδιο είτε από κάποιον συνεργάτη του και κατόπιν τούτου να παραστεί στο Δικαστήριο, με άλλο δικηγόρο. Έτσι, δεν πιθανολογήθηκε ότι υφίστατο ανώτερη βία κατά τον κρίσιμο χρόνο της 5-3-2015, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δηλαδή δεν πιθανολογήθηκε ότι η επικαλούμενη ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ανακόπτουσας αποτέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για τη μη εμφάνιση αυτού του ίδιου ή κάποιου άλλου δικηγόρου, σε αντικατάστασή του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προς εκπροσώπηση της ανακόπτουσας, λαμβανομένου υπόψιν ότι το λειτούργημα που ασκεί ο δικηγόρος, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του προς το συμφέρον του εντολέως του. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της κρινόμενης ανακοπής ερημοδικίας, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του σχετικού παραβόλου (ποσού 290 ευρώ), που η ανακόπτουσα προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της (άρθρο 509 εδ. βχ του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των καθ’ων η ανακοπή ερημοδικίας, λόγω της απόρριψης του ένδικου αυτού μέσου, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να επιβληθούν σε βάρος της  ηττηθείσας ανακόπτουσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ` ουσίαν την από 27-7-2015  ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ` αριθμ. 296/2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει την ανακόπτουσα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των καθ’ων η ανακοπή, για την παρούσα συζήτηση, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ