Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 235/2018

Αριθμός   235/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ.α ‘, 287, 289, 290, 291 και 292 Κ.Πολ.Δ. , η δίκη διακόπτεται και με το θάνατο κάποιου από τους διαδίκους, επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής προς τον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί, και χωρίς να έχει προηγηθεί η γνωστοποίηση σ’αυτόν του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενος την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας τη δίκη διακοπείσα, να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία που διαγράφεται στο άρθρο 291 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο για επανάληψη της δίκης στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος, στην περίπτωση διακοπής συνεπεία θανάτου του διαδίκου, είναι μόνον ο καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος διαδίκου (κληρονόμος του), (ΑΠ 1563/2007 ΕφΑΔ 2009.243). Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, εκτός άλλων, ότι στην περίπτωση διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και στην εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα διαδικασία (βλ. ΑΠ 687/1984 Δίκη 16,655 , ΑΠ 372/1989 Ελλ.Δ/νη 1990, ΕΑ 7798/1984 Ελλ.Δνη 1985.483 , εθεσ 1292/1983 Δίκη 15.509 , Μπέη , Πολιτική Δικονομία , άρθρο 290 , ΙΙ , σελ. 1226) . Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 101, 118 αρ. 3, 159 αρ. 2, 160 παρ.1, 268 στοιχ. α’, 287 παρ. 1, 517 εδ. α’, 520, 522 Κ.Πολ.Δ. και 34, 35 Α.Κ. προκύπτει, ότι εάν η έφεση απευθύνεται κατά προσώπου που έχει πεθάνει πριν την άσκησή της, το δικόγραφο αυτής, ως απευθυνόμενο κατά προσώπου ανυπάρκτου, είναι άκυρο, εκτός αν ο εκκαλέσας διάδικος δεν είχε λάβει γνώση, με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι την άσκηση της έφεσής του, το θάνατο του αντιδίκου του οπότε, όντας παραδεκτής – στην τελευταία αυτή περίπτωση – της άσκησης της έφεσης , αναβιώνει η εκκρεμοδικία και συνεχίζεται η δίκη, επέρχεται δε διακοπή της – της δίκης -, εφόσον γνωστοποιηθεί ο λόγος της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι της στιγμής επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιός τους, η πληρεξουσιότητα του οποίου εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί ως άνω η δίκη, όχι δε και από τον αντίδικο του διαδίκου που πέθανε, τυχόν δε τέτοια δήλωσή του δεν επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο δε σχετικός ισχυρισμός του απορρίπτεται ως αλυσιτελής, γιατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον (ΑΠ 1174/2012) .

Η κρινόμενη από 20-3-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2016) έφεση των εναγομένων της από 19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) αγωγή και αντεναγόντων της από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2010) ανταγωγής εκ των οποίων ο πρώτος των εκκαλούντων συνεχίζει την δίκη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου διαδόχου της αρχικής εναγομένης εναγομένης – αντενάγουσας η οποία απεβίωσε στις 4-4-2012 ήτοι πριν τη πρώτη συζήτηση των αγωγών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά της με αριθμό 269/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγή και ανταγωγή κατά την τακτική διαδικασία καθώς έχει ασκηθεί στις 24-3-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28-3-2016, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού) και έχουν  κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της  με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) .

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, αξίωση δε αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση δε, συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας που προστατεύεται και με το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια . Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά το άρθρο 920 Α.Κ., όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αυτό δε ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 920 Α.Κ., προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι : α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν “ειδήσεις”. Επιπλέον οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 Α.Κ., εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναληθείας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαιτίως (δηλαδή από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει. γ) Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγομένου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο. Και δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επιπλέον ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία των άρθρων 914 και 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις (ΑΠ 408/2007). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του Α.Κ. θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ.. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση με την έννοια που προαναφέρθηκε και για το άρθρο 920 του Α.Κ. από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητάς του (ΑΠ 2209/2013 αδημ) .

Με την από 19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγή του ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η αρχική εναγομένη η οποία μετά τον θάνατό της στις 4-4-2012, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον πρώτο των εκκαλούντων, υπέβαλλε σε βάρος του την από 20-11-2006 και με αριθμό ΑΒΜ ……. μήνυσή της την οποία συνέταξε ο εναγόμενος σύζυγός της που είναι δικηγόρος, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς με την οποία ζητούσε, για τα ειδικότερα αναφερόμενα στην μήνυσή της πραγματικά περιστατικά, την ποινική δίωξη του ενάγοντος – εφεσιβλήτου για τις πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου, της ηθικής αυτουργίας σε χρήση πλαστού εγγράφου της εκβίασης, της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ότι τα αναφερόμενα στην παραπάνω μήνυση ήταν ψευδή και συκοφαντικά και η εναγομένη προέβει στη διάδοσή τους γνωρίζοντας την αναλήθειά των παραπάνω γεγονότων με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του, μετά τον περιορισμό του αιτήματός της σε  εν μέρει αναγνωριστικό και εν μέρει καταψηφιστικό κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένα ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερόμενη παράνομη πράξη τους, το ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 80.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Περαιτέρω, με την από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2010) ανταγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά οι παραπάνω εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι τα παραπάνω εκτιθέμενα στην αγωγή ήταν ψευδή και συκοφαντικά, ότι ο αντεναγόμενος γνώριζε την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που αναγράφονταν στην παραπάνω αγωγή τελώντας σε βάρος τους (των αντεναγόντων) το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ζητούσαν δε μετά το παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της ανταγωγής, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος όφειλε να τους καταβάλει για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την παραπάνω άδικη πράξη του το ποσό των 5.000 ευρώ σε καθένα από τους αντενάγοντες με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί ο αντεναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης . Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  με την με αριθμό 5001/2013 μη οριστική του απόφαση αφού έκρινε τις παραπάνω αγωγές νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, 361, 362, 363,  του Π.Κ., 70, 176, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια, αφού διέταξε την συνεκδίκαση των παραπάνω αγωγής και ανταγωγής, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου να προσκομισθεί με επιμέλεια του ενάγοντα – αντεναγόμενου η ειδικότερα αναφερόμενη στο διατακτικό της (της απόφασης) μηνυτήρια αναφορά. Κατόπιν των παραπάνω εκδόθηκε η εκκαλουμένη η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την 19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) αγωγή υποχρεώνοντας έκαστο των εναγομένων να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επέβαλε σε βάρος των  εναγομένων τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα την οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ ενώ απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) ανταγωγή επιβάλλοντας σε βάρος των αντεναγόντων την δικαστική δαπάνη του αντεναγομένου την οποία όρισε στο ποσό των 250 ευρώ . Κατά της απόφαση αυτής  παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η από 19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) αγωγή και να γίνει δεκτή ως βάσιμες κατ΄ουσίαν η από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2010) ανταγωγή καθώς και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .

Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους εφέσεων οι εκκαλούντες επικαλούνται ακυρότητα της εκκαλουμένης λόγω της δημοσίευσή της με διαφορετική σύνθεση Δικαστών από αυτούς που δίκασαν την υπόθεση καθώς και της δημοσίευσής της πέραν του οκταμήνου από την  συζήτησή της. Οι παραπάνω λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 306  παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. η δημοσίευση της απόφασης μπορεί να γίνει από άλλη σύνθεση σε περίπτωση μετάθεσης του Δικαστή που συμμετείχε στην συζήτησή της όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση ενώ η παρέλευση οκταμήνου δεν καθιστά, πριν την αφαίρεση της δικογραφίας, ως άκυρη την απόφαση (άρθρο 308 παρ. 2 ) .

Περαιτέρω από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων  που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Στις 30-08-2003 απεβίωσε στον Πειραιά η …….., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, η οποία κατέλιπε την από 10-03-2002 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 891/14-11-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία όρισε μοναδική κληρονόμο της την ήδη αποβιώσασα αδελφή της …… (σύζυγο του ενάγοντος) και καταπιστευματοδόχο το Κοινωφελές Σωματείο με την επωνυμία «Παιδικά Χωριά SOS Ελλάδας». Στην έτερη αδελφή της ….. (αρχικώς πρώτης εναγομένης της υπό κρίσης αγωγής), η οποία απεβίωσε την 4-4-2012, χωρίς να αφήσει διαθήκη, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της εν λόγω αγωγής, με αποτέλεσμα η εκκρεμής δίκη να διακοπεί βιαίως λόγω του θανάτου της και να επαναληφθεί εκουσίως κατά την συζήτηση της υπόθεσης κατά την δικάσιμο της 31-05-2013 από τον μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο-υιό της, ………, η ως άνω θανούσα δεν κατέλιπε κανένα απολύτως κληρονομιαίο στοιχείο. Η τελευταία αμφισβητώντας την γνησιότητα της παραπάνω διαθήκης, θεωρώντας ότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από την θανούσα, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αριθμ. καταθ. …../21-5-2004 αγωγής της με κύριο αίτημα την ακύρωση της επίδικης διαθήκης ως πλαστής. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 1916/2006 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και ορίστηκε πραγματογνώμονας ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος …….., ο οποίος με την με την από 19-11-2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης αποφάνθηκε ότι το κείμενο της από 10-03-2002 ιδιόγραφης διαθήκης της …..έχει εξολοκλήρου γραφεί, χρονολογηθεί κι υπογραφεί δια χειρός . .., και συνεπώς ήταν  γνήσια κι έγκυρη. Ο ενάγων, μέσω της δικηγόρου ……. του ιδρύματος Παιδικά Χωριά SOS, που ήταν διάδικος στην ανωτέρω αγωγή ακύρωσης της επίδικης διαθήκης, παρέδωσε στον ως άνω διορισθέντα πραγματογνώμονα την από 23-05-2002 εξουσιοδότηση της ….. προς αυτόν, με την οποία του έδινε την εντολή να εισπράττει μισθώματα από τα ακίνητα ιδιοκτησίας της και να λαμβάνει την σύνταξή της από το ασφαλιστικό της ταμείο, ως εγγράφου κατάλληλου προς σύγκριση με την παραπάνω διαθήκη, η γνησιότητα του οποίου αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα της αγωγής ακύρωσης της επίδικης διαθήκης …….. Μετά την κατάθεση της ανωτέρω από 19-11-2006 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ……. και την επανάληψη της συζήτησης της προαναφερόμένης αγωγής, εκδόθηκε η με αριθμό 928/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία, αφού έλαβε υπόψη την προαναφερόμενη δικαστική γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, αλλά και τις γνωμοδοτήσεις α) από 19-9-2005 και 23-9-2005 της ….. που συντάχθηκε με εντολή του ιδρύματος «Παιδικά Χωρία SOS», β) από 221-2005, από 11-10-2005 και από 6-2-2007 της …., κατόπιν της εντολής της εκεί ενάγουσας …. ……….., γ) από 22-12-2003 και από 24-10-2005 του .., δ) από 29-12-2003 και από 25-10-2005 του ….. και από 5-7-2004 των …. κατ’ εντολή της .. ……….., αποφάνθηκε ότι η επίδικη από 10-03-2002 ιδιόγραφη διαθήκη της .. ……….. ήταν καθόλα γνήσια κι έγκυρη. Η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε με την με αριθμό 871/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιά κι στη συνέχεια με την με αριθμό  1158/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου. Όσον αφορά δε την από 23-5-2002 εξουσιοδότηση η γνησιότητα αυτής ερευνήθηκε παρεμπιπτόντως από τα ανωτέρω Δικαστήρια, σε σύγκριση με άλλα, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, πρωτότυπα έγγραφα και την επίμαχη διαθήκη και, σύμφωνα και με την μαρτυρία του ως άνω δικαστικού γραφολόγου-πραγματογνώμονα, η εν λόγω εξουσιοδότηση έχει και αυτή γραφεί κι υπογραφεί από το ίδιο πρόσωπο (την . ………..) και έχει τα ίδια γραφολογικά στοιχεία με εκείνα της επίδικης διαθήκης. Επιπλέον, στα πλαίσια διενέργειας κύριας ανάκρισης σε συναφή ποινική δίκη, διεξήχθησαν δυνάμει της με αριθμό 182/201 Ο διάταξης του Ανακριτή του Α’ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά νέες πραγματογνωμοσύνες από τους γραφολόγους ………, με αντικείμενο τη διερεύνηση της πλαστότητας ή μη των κρίσιμων εγγράφων (από 10-03-2002 διαθήκη κι από 23-05-2002 εξουσιοδότηση), οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παραπάνω είναι γνήσια και έχουν συνταχθεί από την . …………  Η ήδη αποβιώσασα . ……….. υπέβαλε την από 20-11-2006 με ΑΒΜ … μήνυσή της κατά του δικαστικού γραφολόγου . ……….. και του ενάγοντος για την πράξη της ψευδορκίας πραγματογνώμονα και χρήσης πλαστού εγγράφου, αντίστοιχα, και συγκεκριμένα ανέφερε στην παραπάνω μήνυση ότι ο μεν πραγματογνώμονας βεβαίωσε ψευδώς υπό την ιδιότητα του διορισθέντος δικαστικού γραφολόγου πραγματογνώμονα ότι η ανωτέρω επίδικη διαθήκη ήταν γνήσια, ο δε ενάγων ότι παρέδωσε προς σύγκριση με ην εν λόγω διαθήκη την ανωτέρω πληρεξουσιότητα που ήταν εξίσου πλαστή. Συγκεκριμένα, στην ανωτέρω μήνυση, η ανωτέρω μηνύτρια, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «ο …… υπέπεσε στο αδίκημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου (παράβαση άρθρου 216 ΠΚ) ως φυσικός αυτουργός αλλά και ως αναγκαίος συνεργός γιατί με την παράδοση απ αυτού μέσω του S.O.S. της από 23-05-2002 φερομένης ως εξουσιοδότησης της . ……….. εις τον μηνυόμενο για γραφολογική χρήση αυτής εμφανίζοντάς την ως γνησία κα κατάλληλο προς σύγκριση με την διαθήκη, ενώ γνωρίζουν και οι δύο ότι είναι πλαστή και έχει προσβληθεί ως πλαστή από μένα και έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του πλαστογράφου και των χρηστών, μεταξύ των οποίων και ο μηνυόμενος ……, υπέπεσε στο αδίκημα της χρήσης πλαστού εγγράφου δι αυτόν αλλά και της ηθικής αυτουργίας εις την χρήση αυτού παρά του πρώτου μηνυομένου ….. Ο άνω μηνυόμενος ……. ενέχεται ακόμη για ηθική αυτουργία στην διάπραξη εκ μέρους του πρώτου μηνυομένου ……….. των άλλων αδικημάτων που αναφέρω ανωτέρω (άρθρα 22 και 242 ΠΚ και άρθρο 331 ΠΚ, 386 ΠΚ, εκβίασης, ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμησης) διότι ενδιαφέρεται κατ εξοχήν στην εμφάνιση των προβαλλόμενων πλαστών εγγράφων ως γνησίων διότι διώκεται για χρήση των εγγράφων αυτών … ». Τα ανωτέρω αναφερόμενα στην από 2011-2006 μήνυση της .. ……….., η οποία στην πραγματικότητα συντάχθηκε από τον δικηγόρο σύζυγό της δεύτερο εναγόμενο, δεδομένου ότι η ίδια δεν είχε την απαιτούμενες νομικές γνώσεις για την παράθεση, ανάλυση κι ανάπτυξη νομικής ορολογίας και διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο σύζυγός της υπό την ιδιότητα του νομικού παραστάτη την εκπροσωπούσε σε όλες τις μεταξύ των διαδίκων πολιτικές και ποινικές δίκες, τα οποία συνιστούν γεγονότα, δηλαδή συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, που υποπίπτουν στις αισθήσεις και είναι δεκτικά απόδειξης, είναι όλα ψευδή, οι τελευταίοι δε τελούσαν σε γνώση της αναλήθειάς τους. Ειδικότερα, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, και κυρίως από την προαναφερόμενη με αριθμό 982/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την με αριθμό 982/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, την με αριθμό 1158/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, την αμετάκλητη με αριθμό 1341/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία οι εδώ εναγόμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και συκοφαντικής δυσφήμησης, σε συνδυασμό με τις αμετάκλητες με αριθμούς 1789/2009 και 1840/2009 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, με τις οποίες, μεταξύ άλλων, ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμιση, χρήση πλαστού εγγράφου, ψευδή ανώμοτι κατάθεση, στα πλαίσια (όλες οι παραπάνω αποφάσεις) άλλων συναφών ποινικών δικών μεταξύ των αντιδίκων, αλλά αναφορικά με τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά περί εγκυρότητας της από 10-03-2009 ιδιόγραφης διαθήκης και της από 23-5-2002 εξουσιοδότησης της διαθέτιδας . ……….., αποδείχθηκε αφενός ότι τα όσα ανέφερε ο δικαστικός γραφολόγος πραγματογνώμονας . ………… στην από 19-11-2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αναφορικά με την γνησιότητα κι εγκυρότητα της από 10-03-2002 ιδιόγραφης διαθήκης της . ……….. ήταν αληθινά, αφετέρου ότι η από 23-05-2002 εξουσιοδότηση της τελευταίας ήταν εξίσου γνήσια κι έγκυρη. Ακόμη, οι . ……….. και …… γνώριζαν, η πρώτη ως αδελφή της τελευταίας και ο …. ως πληρεξούσιός της, από σωρεία πρωτότυπων εγγράφων που αποδείχθηκε ότι είχαν στα χέρια τους (μισθωτηρίων, πληρεξουσίων), τα γραφολογικά γνωρίσματα της γραφής κι υπογραφής της . ……….. και έτσι γνώριζαν ότι ταυτίζονταν με τα εν λόγω έγγραφα (διαθήκη, εξουσιοδότηση), τα οποία έφεραν την ιδιόχειρη γραφή κι υπογραφή της ως άνω διαθέτιδας. Ήδη, επί της ανωτέρω επίδικης από 20-112006 με ΑΒΜ . μήνυσης εκδόθηκε το αμετάκλητο υπ’ αριθμ. 595/2011 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία εις βάρος του ενάγοντος για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου. Ακόμη αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια  συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου και της αρχικώς πρώτης εναγομένης . ……….., υπέστη ηθική βλάβη, καθώς επλήγη η τιμή, η υπόληψη και η αξιοπρέπειά του, πλέον δε διαταράχθηκε η προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, ενώ επίσης επλήγη η επαγγελματική του φήμη ως δικηγόρου, με την γνωστοποίηση του περιεχομένου της ανωτέρω μήνυσης και υπομνήματος στον επαγγελματικό του κύκλο και συγκεκριμένα σε δικαστικούς επιμελητές, δικαστικούς γραμματείς, δικαστικούς λειτουργούς που έλαβαν γνώση αυτών. Επομένως, συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις (άρθρα 914, 932 ΑΚ) και, συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του (άρθρα 57 και 59 ΑΚ). Το εύλογο ποσό αυτής πρέπει να καθοριστεί βάσει των τιθέμενων πραγματικών περιστατικών και δη του είδους και της βαρύτητας προσβολής του, του μέσου που τελέστηκε (μήνυση, υπόμνημα ενώπιον Εισαγγελέα), της δημοσιότητας της προσβολής, της υπαιτιότητας των εναγομένων, του τρόπου και του χρόνου της προσβολής, του επαγγέλματος, της περιουσιακής κατάστασης και των συνθηκών ζωής των διαδίκων, σε συνδυασμό με την έκταση της δημοσιότητας, στο ποσό των 3.000 ευρώ. Ακολούθως, σχετικά με την ανταγωγή των εναγομένων, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα τα όσα εκτίθενται στην ανωτέρω αγωγή από τον ενάγοντα είναι αληθινά, προς τούτο δε κι έγινε ήδη δεκτή κι ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, Ακόμη από το κείμενο του δικογράφου της αγωγής, τις εν γένει περιστάσεις σύνταξης και από την δομή του, δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε πρόθεση (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος) του ενάγοντα – εφεσίβλητου  να προσβάλει με αυτό την τιμή και υπόληψη των αντεναγόντων, ισχυριζόμενος σε βάρος τους ψευδή και δυσφημιστικά γεγονότα, είτε τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους και επιθυμώντας να τα ισχυρισθεί με την αγωγή του ενώπιον τρίτων, είτε γνωρίζοντας ότι αυτά ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τους και θέλοντας παρόλα αυτά να τα ισχυρισθεί, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο δυσφήμησης τους. Τούτο, διότι, κατά τον χρόνο άσκησης της εν λόγω αγωγής στις 23-11-2010, είχε ήδη ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη με την από 20-11-2010 μήνυση της αρχικώς πρώτης εναγομένης, που αποτέλεσε έρεισμα της υπό κρίσης αγωγής, είχαν ήδη εκδοθεί οι προαναφερόμενες με αριθμούς 982/2008 και 71/2008 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του Εφετείου Πειραιά, αντίστοιχα, είχε ήδη αθωωθεί δυνάμει των με αριθμούς 1789/2009 και 1840/2009 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, ενώ οι αντενάγοντες είχαν ήδη καταδικασθεί με την με αριθμό  1341/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, όπως προαναφέρθηκε. Ο ενάγων, άλλωστε, στο δικόγραφο της αγωγής του, δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβη το επιβαλλόμενο μέτρο έκφρασης, αφού τα διαλαμβανόμενα σε αυτήν δεν αποτελούν φραστικές ακρότητες που προσβάλλουν χωρίς λόγο την τιμή και υπόληψη των αντεναγόντων, επομένως δεν στοιχειοθετείται ούτε το αδίκημα της εξύβρισης. Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν πληρούται η αντικειμενική κι υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης ούτε η τοιαύτη της δυσφήμησης, αλλά και της εξύβρισης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η ανταγωγή τους. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του με την οποία απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) ανταγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία ου νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Όμως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κάνοντας εν μέρει δεκτή την από 19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσίαν βάσιμη να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, χάριν του ενιαίου του τίτλου της εκτέλεσης και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση (άρθρ.535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να εν μέρει γίνει εν μέρει δεκτή η παραπάνω αγωγή να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 3.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τη επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη η από η 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) ανταγωγή. Επίσης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους τα δικαστικά τους έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 του Κ.Πολ.Δ.) καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή των  κατατεθέντων από τους εκκαλούντες παραβόλων κατά την κατάθεση της έφεσής τους  (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.) , κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20-3-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεση κατά της με αριθμό 269/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τυπικά και  κατ’ουσίαν την έφεση .

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 269/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) αγωγής και από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2010) ανταγωγής.

Δέχεται εν μέρει την από19-11-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) αγωγή .

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση .

Απορρίπτει την από 8-12-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2010) ανταγωγή .

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της έφεσης των παραβόλων του Δημοσίου .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   18 Ιανουαρίου 2018.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   4 Απριλίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  τω ν πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ