Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 223/2018

Αριθμός     223/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Από την υπ΄ αρ. …../7-3-2016 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξεις καταθέσεως και ορισμού δικασίμου για την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 5-11-2015, καθώς επίσης και το υπ΄ αρ. …./2015 πιστοποιητικό του Εφετείου Πειραιώς, σύμφωνα με το οποίο η ένδικη έφεση κατά την ως άνω δικάσιμο της 5-11-2015 αναβλήθηκε για τη δικάσιμο 12-5-2016 και κλήση προς συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο της 12-5-2016, οπότε αναβλήθηκε η υπόθεση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [κατά τις οποίες διαδοχικές δικασίμους (5-11-2015 και 12-5-2016) η εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο], επιδόθηκε στην εφεσίβλητη. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση {τη συζήτηση της οποίας επισπεύδει ο εκκαλών [άρθρο 498 του ΚΠολΔ (όπως η παρ. 2 αυτού ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)]}, εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς, ενόψει του ότι η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο θεωρείται ως κλήτευση ως προς όλους τους διαδίκους [άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη κατ΄ άρθρο 498 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα (ΕφΚρητ 183/2009)], πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)].

Η κρινόμενη από 21-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2667/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ), αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από απόγραφο Α΄ εκτελεστό της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιδόθηκε κατά νόμο στην εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, με επιμέλεια του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, την 23-10-2014 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα υπ΄ αρ. …../23-10-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατ΄ άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, ήτοι την 21-11-2014 [άρθρα 144 παρ. 2, 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 21-11-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).

Με την από 21-6-2013 (αρ. καταθ. …../2013) αγωγή του, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 1-10-2013, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, προσελήφθη την 1-3-2000, προκειμένου να εργαστεί ως φορτοεκφορτωτής στην επιχείρηση γενικών μεταφορών που διατηρεί η τελευταία στον …… Αττικής, έναντι συμφωνημένου καταβαλλόμενου ημερομισθίου [ανερχομένου από την 1-1-2012 και εντεύθεν στο ποσό των 51 ευρώ μικτά, ήτοι μηνιαίων αποδοχών ποσού 1.326 ευρώ μικτά], επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως Παρασκευή, με ωράριο από 08:00 έως 16:00). Ότι περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι θα ισχύουν κατά τα λοιπά τα προβλεπόμενα από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ για την ειδικότητά του και δη από τη ΣΣΕ που ρυθμίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας των Φορτοεκφορτωτών Πρακτορείων Μεταφορών όλης της Χώρας. Ότι η εναγομένη από το Φεβρουάριο του 2012 σταμάτησε να του καταβάλει αδικαιολογήτως τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του, ενώ δεν του κατέβαλε για το έτος 2012 τα δώρα (επιδόματα) Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και το επίδομα άδειας. Ότι επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε στην εναγομένη για την οφειλή της, πλην όμως, επειδή ουδέν του κατεβλήθη, την 19-4-2013 προέβη σε επίσχεση εργασίας την οποία εξακολουθεί έως και την 21-6-2013, ημερομηνία σύνταξης της αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, ήδη εκκαλών, επικαλούμενος έγκυρη σύμβαση εργασίας και επικουρικά για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι είναι άκυρη η σύμβαση εργασίας του, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή η εναγομένη κατέστη αδικαιολόγητα, χωρίς νόμιμη αιτία, πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα ποσά, ζήτησε, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και περιλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο: Α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.236 ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρα (επιδόματα) Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας έτους 2012 και Β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 13.974 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μισθούς υπερημερίας (από 19-4-2013 έως και την πιθανή ημερομηνία εκδικάσεως της υπόθεσης την 31-12-2013), δώρα (επιδόματα) Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας έτους 2013, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄ αυτή (αγωγή). Τα ανωτέρω ποσά, ο ενάγων αιτούταν με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση αυτών. Τέλος, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2667/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, πλην των αιτούμενων μισθών υπερημερίας για το διάστημα από 2-10-2013 έως και 31-12-2013, τους οποίους έκρινε απορριπτέους ως μη νόμιμους, διότι, αν και, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι αιτούμενοι ως άνω μισθοί αφορούν απαιτήσεις απορρέουσες από υφιστάμενη εργασιακή σύμβαση, που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ούτε κατά την άσκηση ούτε κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή της συνδρομής των όρων του άρθρου 69 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ότι υφίσταται βάσιμος φόβος ότι η εναγομένη θα εξακολουθήσει, και μετά τη συζήτηση της αγωγής, να είναι υπερήμερη περί την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεών της προς τον ενάγοντα, αφού έκρινε ότι ο ενάγων άσκησε νόμιμα το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, πλην όμως ότι αυτό υπερβαίνει τα όρια τα διαγραφόμενα στο άρθρο 281 του ΑΚ, καθώς επίσης ότι ο ενάγων περιήλθε σε υπερημερία ως προς την προσφορά της εργασίας του και δεν δικαιούται τους αξιούμενους μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας από 19-4-2013 έως και 1-10-2013 καθώς και το αιτούμενο δώρο Χριστουγέννων και επίδομα αδείας που αφορούν το έτος 2013, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ που παραδεκτά προέβαλε η εναγομένη, δέχθηκε εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 22.236 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ειδικότερα ορίστηκε στο ιστορικό της απόφασης, για κάθε επιδικαζόμενο αγωγικό κονδύλιο και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, για το ποσό των 2.000 ευρώ, καθώς επίσης αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.351,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων, αναφορικά με τα εκκληθέντα με αυτή (έφεση) κεφάλαια της ως άνω απόφασης και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη (κατά τα κεφάλαια που προσβάλλεται) με σκοπό να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του στο σύνολό της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης συμβάσεως εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ΄ αυτόν παροχή εργασίας (κατ΄ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επισχέσεως δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ΄ αυτόν αντιπαροχής. Κατ΄ ακολουθία, εάν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξιώσεώς του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επισχέσεως. Εξάλλου, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά. Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 790/2014, ΑΠ 1502/2010). Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι΄ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 116/2017, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 790/2014, ΑΠ 1502/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή, είναι νόμιμη, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης μισθών υπερημερίας για το διάστημα από 2-10-2013 έως και 31-12-2013, ως προς το οποίο είναι μη νόμιμη, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον, αν και, υπό τα εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή), οι αιτούμενοι ως άνω μισθοί αφορούν απαιτήσεις απορρέουσες από υφιστάμενη εργασιακή σύμβαση, που δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ούτε κατά την άσκηση ούτε κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (1-10-2013), δεν γίνεται επίκληση σ΄ αυτήν (αγωγή) της συνδρομής των όρων του άρθρου 69 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ότι υφίσταται βάσιμος φόβος ότι η εναγομένη θα εξακολουθήσει, και μετά τη συζήτηση της αγωγής, να είναι υπερήμερη περί την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεών της προς αυτόν (ενάγοντα).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ……… και …….. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ιδίου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, [εκτός από τα υπό στοιχ. 12 «Λοιπά έγγραφα και σχετικά σχέση έχοντα με την υπό κρίσιν υπόθεση»», καθόσον η επίκληση αυτών κατά τον ως άνω τρόπο είναι αόριστη], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον εκκαλούντα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως, πλην των προαναφερόμενων, συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς του εκκαλούντος που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), (σημειώνοντας ότι ο εκκαλών, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον …….., έχει αντικείμενο τις γενικές μεταφορές. Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε προφορικά, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη την 1-3-2000 προκειμένου να παρέχει την εργασία του με την ειδικότητα του φορτοεκφορτωτή. Το ημερομίσθιό του ανερχόταν από την 1-1-2012 και εντεύθεν στο ποσό των 51 ευρώ, ήτοι οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.326 ευρώ και το ωράριο εργασίας του καθορίσθηκε σε πενθήμερη βάση, από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτάωρο και από ώρα 08:00 έως 16:00. Ο ενάγων, Αλβανός υπήκοος, σύζυγος Ελληνίδας υπηκόου, για το ένδικο χρονικό διάστημα, διέθετε τα νομιμοποιητικά έγγραφα για τη νόμιμη διαμονή και εργασία του στην Ελλάδα. Ο ενάγων ήταν έγγαμος, όπως  προαναφέρεθηκε, και πατέρας δυο τέκνων, γεγονός που είχε γνωστοποιήσει στην εργοδότριά του. Σε εκτέλεση της εργασιακής αυτής σύμβασης, ο ενάγων παρείχε την εργασία του, πλην όμως, η εναγομένη από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 και έκτοτε καθυστερούσε να του καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές του. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις αποδοχές από το Φεβρουάριο του 2012 έως και 18-4-2013, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2012, όπως επίσης και το επίδομα άδειας για το έτος αυτό. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένα στην εναγομένη και εντέλει την 19-4-2013 προέβη σε επίσχεση της υπ΄ αυτού παρεχομένης εργασίας, εξαιτίας της μη εκ μέρους της εναγομένης εκπληρώσεως της έναντι αυτού υποχρεώσεως προς καταβολή των νομίμων αποδοχών του, κοινοποιώντας στην τελευταία την 18-4-2013 την από 16-4-2013 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση και διαμαρτυρία μετ΄ επιφυλάξεως παντός νομίμου δικαιώματος, δυνάμει της υπ΄ αρ. ….΄/18-4-2013 εκθέσεως επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….. Συνέτρεχαν δε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του (ενάγοντος), αφού έγινε για την εξασφάλιση της ικανοποίησης ληξιπρόθεσμων αξιώσεών του κατά της εναγομένης εργοδότριας. Συνεπώς, ο τελευταίος νομότυπα προέβη σε επίσχεση εργασίας. Η εναγομένη και μετά την επίσχεση εργασίας εξακολουθούσε να μην εκπληρώνει τις έναντι αυτού συμβατικές της υποχρεώσεις, ήτοι εξακολουθούσε να του οφείλει ποσά για δεδουλευμένες αποδοχές και επιδόματα εορτών και αδείας, όπως αυτά κατωτέρω ειδικώς αναλύονται, με αποτέλεσμα έτσι να καταστεί υπερήμερη, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του (ενάγοντος), και να οφείλει και τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-2-2012 έως και 18-4-2013. Συνεπώς έχει υποχρέωση, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η υπερημερία της, δηλαδή όσο δεν μεσολάβησε κανένας από τους λόγους παύσης της και εφόσον δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες αποδοχές, να πληρώσει στον ενάγοντα τις αποδοχές του ωσάν να εργαζόταν κανονικά. Περαιτέρω η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε νομίμως κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής [τις οποίες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προσκόμισε ο παριστάμενος εκκαλών (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ)], καθώς και με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβαλε τον ισχυρισμό, ο οποίος έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τη διάταξη αυτή προσέβαλε με λόγο της ένδικης εφέσεως ο ενάγων, ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης είναι καταχρηστική για το λόγο ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του ενάγοντος, όπως και των λοιπών εργαζομένων σ΄ αυτήν (εναγομένη), οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της (εναγομένης), αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, γεγονός που ήταν γνωστό στον ενάγοντα, και επιπλέον ότι έχει καταβάλλει (η εναγομένη) μεγάλη προσπάθεια για την οικονομική ανάκαμψή της, ακόμη και με προσπάθεια εκποίησης των ακινήτων της προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους εργαζόμενους και τρίτους. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ένσταση είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον η επίκληση ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του ενάγοντος, όπως και λοιπών εργαζομένων, οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της εναγομένης αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, γεγονός που ήταν γνωστό στον ενάγοντα, και επιπλέον ότι έχει καταβάλλει (η εναγομένη) μεγάλη προσπάθεια για την οικονομική ανάκαμψή της, ακόμη και με προσπάθεια εκποίησης των ακινήτων της προκειμένου να εκπληρώσει  τις  υποχρεώσεις  της  προς  τους  εργαζόμενους  και τρίτους, δεν  είναι  επαρκής  για  να  καταστήσει  την  άσκηση  του  δικαιώματος αυτού (ενάγοντος) καταχρηστική. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων μέχρι την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης ήταν μακροχρόνια, χωρίς να συμφωνεί προς τούτο ο ενάγων και χωρίς μάλιστα η εναγομένη να επικαλείται ή ακόμη περισσότερο να αποδεικνύει, ότι τυγχάνει μολαταύτα αξιόπιστη και αξιόχρεη εργοδότρια (ΑΠ 1264/1986 ΔΕΝ 43.50), ώστε να μην διακινδυνεύει η ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος, ούτε η εναγομένη επικαλείται ή ακόμη περισσότερο αποδεικνύει ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος είχαν ανάγκη δικαστικής εκκαθάρισης (πρβλ. ΕφΛαρ 451/2004). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι α) το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του ενάγοντος υπερβαίνει τα όρια τα διαγραφόμενα στο άρθρο 281 του ΑΚ, καθόσον η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του, όπως και των υπόλοιπων εργαζομένων στην εναγομένη οφειλόταν όχι σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της εναγομένης αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, γεγονός που ήταν γνωστό στον ενάγοντα και β) ότι ο ενάγων περιήλθε σε υπερημερία ως προς την προσφορά της εργασίας του και δεν δικαιούται τους αξιούμενους μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας από 19-4-2013 έως και 1-10-2013 καθώς και το αιτούμενο δώρο Χριστουγέννων και επίδομα αδείας που αφορούν το έτος 2013, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης του άρθρου 281 του ΑΚ που παραδεκτά προέβαλε η εναγομένη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθόσον η ένσταση αυτή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη και ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Ακολούθως, με διάταξη της προσβαλλόμενης υπ΄ αρ. 2667/2014 αποφάσεως, κρίθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την εργασία που προσέφερε στην εναγομένη κατά το διάστημα από Φεβρουάριο 2012 έως και 18 Απριλίου 2013 τα κάτωθι ποσά, καθόσον η τελευταία δεν του κατέβαλε κάποιο ποσό προς εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών του. Ειδικότερα κρίθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται: 1) για μισθούς των μηνών από Φεβρουάριο 2012 έως και 18 Απριλίου 2013 το ποσό των 19.482 [= 18.564 (= 1.326 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές του Χ 14 μήνες)  ευρώ + 918 (= 51 ευρώ το ημερομίσθιο Χ 18 ημέρες) ευρώ] ευρώ, 2) για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2012 το ποσό των 1.326 ευρώ, 3) για δώρο Πάσχα το ποσό των 765 (= 51 ευρώ Χ 15 ημερομίσθια) ευρώ, 4) για επίδομα αδείας του έτους 2012 το ποσό των 663 (= 51 ευρώ Χ 13 ημερομίσθια) ευρώ, 5) για επίδομα αδείας του έτους 2013 το ποσό των 663 (= 51 ευρώ Χ 13 ημερομίσθια) ευρώ. Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως από τους διαδίκους. Περαιτέρω, εφόσον η εναγομένη έχει καταστεί υπερήμερη μέχρι και την 1-10-2013 ο ενάγων δικαιούται 1) για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 19-4-2013 έως και 1-10-2013 το ποσό των 7.140 [= 6.630 (= 1.326 ευρώ Χ 5 μήνες) + 510 (= 51 ευρώ + 10 ημερομίσθια)] ευρώ, 2) για επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων του έτους 2013 το ποσό των 850 ευρώ, 3) για επίδομα (δώρο) Πάσχα του έτους 2013 το ποσό των 765 ευρώ, [δεδομένου ότι ο εργαζόμενος κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη, ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών λαμβάνει τις αποδοχές και τα επιδόματα που θα λαμβάνει ωσάν να εργαζόταν κανονικά (πρβλ. ΕφΑθ 6024/2005, ΕφΘεσ 2732/1996)], ήτοι συνολικά το ποσό των 9.418 {= 7.140 ευρώ (μισθοί υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 19-4-2013 έως και 1-10-2013) + 850 ευρώ [επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων του έτους 2013] + 765 ευρώ [επίδομα (δώρο) Πάσχα του έτους 2013] + 663 ευρώ (επίδομα αδείας του έτους 2013) (ποσό που ήδη με την προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούται, εκτός άλλου, να του καταβάλει η εναγομένη)} ευρώ. Επομένως, επιπλέον των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε ως δώρο Πάσχα του έτους 2013 το ποσό των 688,50 ευρώ, αντί του ποσού των 765 ευρώ, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η από 21-11-2014 (αρ. καταθ. ……./2014) έφεση ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη (υπ΄ αρ. 2667/2014) οριστική απόφαση, στο σύνολό της (δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την ανωτέρω αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν ούτε προσβάλλονται αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αναγκαίως  δε  και  κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί εξ αρχής, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 21-6-2013 (αρ. καταθ. …../2013) αγωγή και να ερευνηθεί εκ νέου, ως προς τα εκκληθέντα κεφάλαια, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη (η αγωγή) και α) να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 22.236 [= 19.482 ευρώ (μισθοί των μηνών από Φεβρουάριο 2012 έως και 18 Απριλίου 2013) + 1.326 ευρώ (δώρο Χριστουγέννων του έτους 2012) + 765 ευρώ (δώρο Πάσχα) + 663 ευρώ (επίδομα αδείας του έτους 2012)] ευρώ και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.418 {= 7.140 ευρώ (μισθοί υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 19-4-2013 έως και 1-10-2013) + 850 ευρώ [επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων του έτους 2013] + 765 ευρώ [επίδομα (δώρο) Πάσχα του έτους 2013] + 663 ευρώ (επίδομα αδείας του έτους 2013)} ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας ως ακολούθως, ήτοι, ως προς τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές και τους μισθούς υπερημερίας, από την πρώτη του επόμενου μηνός εντός του οποίου κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί και μέχρι την πλήρη εξόφληση, τα επιδόματα αδείας καθώς και τα επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους εκείνου στο οποίο αφορούν και μέχρι την πλήρη εξόφληση και τα επιδόματα (δώρα) Πάσχα από την 1η Μαΐου κάθε έτους στο οποίο αφορούν και μέχρι την πλήρη εξόφληση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, στον παρόντα δεύτερο βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει για την περίπτωση που η εφεσίβλητη ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), καθώς επίσης, πρέπει, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί η εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 21-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 2667/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ).

Κρατεί και δικάζει την από 21-6-2013 (αρ. καταθ. …../2013) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα έξι (22.236) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο ιστορικό της παρούσας απόφασης, για κάθε επιδικαζόμενο κονδύλιο και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δεκαοκτώ (9.418) ευρώ, με το νόμιμο τόκο, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.

Καταδικάζει την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων εξήντα (1.860) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου του εκκαλούντος.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ