Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 222/2018

 Αριθμός    222 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την από 8-11-2015 (αρ. καταθ. ……/2015) κλήση της εκκαλούσας νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 18-11-2014 έφεσή της κατά των καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητων μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015.

Η κρινόμενη από 18-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 452/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ), αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 22-1-2013 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 5-12-2014 [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 495 ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε την 5-12-2014, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).

Με την από 20-3-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 29-11-2012, κατ΄ εκτίμηση αυτής (αγωγής), η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι με την υπ΄ αρ. 165162/15-12-1986 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (Διαμέρισμα Πειραιώς, Δ/νση Κοινωνικής Πρόνοιας, Τμήμα Παιδικής Προστασίας) προσλήφθηκε, ως παιδίατρος, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με πάγιες μηνιαίες αποδοχές για την ιατρική παρακολούθηση των νηπίων των κρατικών παιδικών σταθμών Δήμου Νίκαιας. Ότι από το έτος 2002 το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «…………», το οποίο το μήνα Μάρτιο του 2011 υποκαταστάθηκε από το δεύτερο των εναγομένων, υπεισήλθε στην έννομη σχέση της (ενάγουσας) με τη Νομαρχία Αττικής και έκτοτε αυτή (ενάγουσα) απασχολήθηκε σ΄ αυτό   (ΝΠΔΔ) μέχρι την 7-9-2011, οπότε και απολύθηκε. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι από την 16-12-1986 μέχρι την απόλυσή της (7-9-2011) παρείχε τις υπηρεσίες της συνεχώς και αδιαλείπτως, με διαδοχικές ετήσιες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που υπέκρυπταν μία ενιαία σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες, με τους ίδιους συμβατικούς όρους, πλην εκείνου του όρου που αφορούσε τη μετατροπή της αρχικής σύμβασης, από το έτος 2002, από αορίστου χρόνου σε ορισμένου.  Ότι επειδή εργάστηκε µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου στο δεύτερο των εναγομένων και η σύµβαση εργασίας της καταγγέλθηκε από αυτό (δεύτερο των εναγομένων) Ν.Π.Δ.Δ. δικαιούται αποζηµίωση σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 63 παρ. 4 του Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικας Δικηγόρων), όπως ισχύει, ανερχόμενη στο ποσό των 44.385 ευρώ, ήτοι 30 µηνιαίες αποδοχές, βάσει του ποσού των τακτικών αποδοχών της κατά το χρόνο της απόλυσής της, ανερχόμενες στο ποσό των 1.479,50 ευρώ. Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκε ότι μετά την ως άνω απόλυσή της, επέδωσε (η ενάγουσα) προς τους εναγομένους την από 30-9-2011 εξώδικη πρόσκληση, με την οποία τους καλούσε να της καταβάλουν το ως άνω ποσό των 44.385 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω απολύσεως. Με βάση το ως άνω ιστορικό, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το δεύτερο των εναγομένων ως εργοδότης και ο πρώτος των εναγομένων, Ο.Τ.Α., ως χρηµατοδότης αυτού (δεύτερου των εναγομένων) και εποπτεύων αυτό, το ποσό των 44.385 ευρώ, ως αποζηµίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 63 παρ. 4 του Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικας Δικηγόρων), µε το νόµιµο τόκο από την 30-9-2011 (ηµεροµηνία όχλησης) και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 452/2013 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση η ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή της και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 28.110,50 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, με το νόμιμο τόκο από την 30-9-2011 (ημερομηνία όχλησης) και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής.

Κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν.Δ. 3623/1956, «περί καθορισμού κατωτάτων ορίων ιατρικής αμοιβής και συνθηκών εργασίας των ιατρών», όπως συμπληρώθηκε µε το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 3796/1957, «Ιατροί υπηρετούντες εις οργανισµούς, επιχειρήσεις και εν γένει εις πάσης φύσεως Νοµικά Πρόσωπα, απαλλασσόµενοι των καθηκόντων των λόγω καταργήσεως θέσεως, ή αποχωρούντες της θέσεώς των λόγω υγείας ή τέλος απολυόµενοι της θέσεώς των δια µονοµερούς λύσεως της συµβάσεως, «ή κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων περί  πολυθεσίας», όπως η  τελευταία φράση προστέθηκε με το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 3796/1957, δικαιούνται αποζηµιώσεως συµφώνως προς τας διατάξεις του Νόμου 2112/1920, ως ετροποποιήθη µεταγενεστέρως. Δικαιούνται  ωσαύτως  αποζημιώσεως   οι σχόντες  τ΄  ανωτέρω  προσόντα  ιατροί  των  οποίων  εκκρεμεί προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου. Η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4111/1960, «είναι ίση  με την αποζημίωσιν του άρθρου 94 του Ν.Δ. 3026/54 «περί του Κώδικος των δικηγόρων», ως νυν ισχύει τούτο» (ΑΠ 634/2013). Η καταβολή της ως άνω αποζημίωσης προϋποθέτει ότι ο ιατρός παρείχε τις ιατρικές υπηρεσίες του µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού ή δηµοσίου δικαίου και όχι µε σύµβαση άλλου είδους, όπως είναι η σύµβαση έργου ή η σύµβαση έµµισθης εντολής. Όταν όµως πρόκειται για ιατρούς που υπηρετούν ως µισθωτοί στο Δηµόσιο ή σε άλλα Ν.Π.Δ.Δ. µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, εφαρµόζονται οι διατάξεις περί αποζηµιώσεως των µισθωτών αυτών του Δηµοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. κλπ., λόγω λύσεως της συµβάσεως εργασίας, δηλαδή ο Ν. 993/1979, που κωδικοποιήθηκε µε το Π.Δ. 410/1988 και συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, ο ιατρός, εφόσον απολυθεί λόγω καταργήσεως της θέσεως ή λόγω καταγγελίας της συµβάσεώς του, δικαιούται την αποζηµίωση του άρθρου 49 του Ν. 993/1979 (άρθρο 55 του Π.Δ. 410/1988) και όχι την προβλεπόµενη από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του Ν.Δ. 3623/1956 και 94 του Κώδικα Δικηγόρων αποζηµίωση (ΟλΑΠ 18/1993, ΑΠ 274/2009 ΔΕΝ 65.1250). Ακολούθως, από το συνδυασμό των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Νομική βάση δεν είναι ανάγκη να περιέχει η αγωγή, τυχόν δε μνεία στην αγωγή της υπαγωγής των επικαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, το οποίο αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει το νόμο και προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής, και από το περιεχόμενό της προσδίδει στην προβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση την αρμόζουσα νομική έννοια, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις των διαδίκων. Επομένως, εφόσον το Δικαστήριο καταλήξει σε νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνο που προβάλλεται από τους διαδίκους, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα, ούτε παραλείπει να λάβει υπόψη πράγματα προταθέντα ή να ερευνήσει υποβληθείσα αίτηση, ώστε δεν ιδρύονται λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 8, 9 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, εφόσον το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή υπάγει στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου τα παρά των διαδίκων προταθέντα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 458/2017, ΑΠ 59/2015, ΑΠ 1891/2014, ΑΠ 734/2011, ΑΠ 488/2010, ΑΠ 1468/2005, ΕφΠειρ 317/2016). Περαιτέρω, στην περίπτωση της παράθεσης στην αγωγή εσφαλ­μένης νομικής διάταξης, στην οποία αυτή δεν υπάγε­ται, ο εναγόμενος δεν δυσχεραίνεται στην απόκρουσή της, αφού κρίσιμη για την άσκηση του δικαιώματός του να αμυνθεί κατά της αγωγής και να την αποκρούσει είναι η με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις έκθεση των αναγκαίων για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής πραγματικών περιστατικών και όχι η παράθεση της σχετικής νομικής διάταξης, στην εφαρμογή της οποίας προβαίνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο (ΑΠ 223/2013, ΕφΠατρ 276/2016). Επιπλέον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση του μισθωτού προς καταβολή της κατά τον Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός εξαμήνου από τότε που κατέστη απαιτητή. Με τη διάταξη αυτή θεσπίσθηκε εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, λαμβανόμενη υπόψη και αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 280 του ΑΚ, του δικαιώματος του μισθωτού που απολύθηκε προς καταβολή σε αυτόν της νόμιμης αποζημίωσης, η αξίωση της οποίας γεννάται και είναι απαιτητή από την ημέρα της απολύσεως (ΟλΑΠ 16/1994). Η παραπάνω διάταξη όμως, αφορά αποζημίωση την οποία ο μισθωτός δικαιούται απ΄ ευθείας από το Ν. 2112/1920 και όχι αποζημίωση που δικαιούται από άλλη αιτία, όπως διατάξεις άλλων νόμων, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις, που παραπέμπουν στο Ν. 2112/1920 μόνο για τον καθορισμό του ποσού της αποζημιώσεως, εκτός αν οι διατάξεις αυτές παραπέμπουν στο άρθρο 6 του Ν. 3198/1955 (ΑΠ 634/2013, ΑΠ 274/2009, ΑΠ 277/2006). Με την παράγραφο 3 της διάταξης του άρθρου 48 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» η οποία (παράγραφος) δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του Συντάγματος (ΑΕΔ 9/2009, ΟλομΣΤΕ 955/2011, ΣΤΕ 461/2012), ορίζεται ότι «Ο χρόνος παραγραφής των κατά του ν.π. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των  επί  σχέσει  δημοσίου  ή  ιδιωτικού  δικαίου  μετ΄  αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών.». Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 49 του ίδιου Ν.Δ. «Η  παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ΄ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ίδιου επίσης Ν.Δ. «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Δια της υποβολής προς το  ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως, Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή  άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δευτέρας αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήν. γ) Δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής.». Επιπλέον, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 99/67, περί ελέγχου ομαδικών απολύσεων κλπ» (ΦΕΚ Α΄ 189), στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιο ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) ή Τράπεζες ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείες Υδάτων κ.λ.π.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμενες από το Κράτος, η υπό του Ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί μεταγενέστερα, οφειλόμενη αποζημίωση δεν δύναται να υπερβαίνει σε κάθε περίπτωση το ποσό των 240.000 δραχμών, το οποίο, μετά από διαδοχικές αναπροσαρμογές, με το άρθρο 33 του Ν. 1876/1990 αυξήθηκε σε 1.500.000 δραχμές και, τέλος, με το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003 καθορίσθηκε στο ποσό των 15.000 ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 618/1970 «Περί εφαρμογής των διατάξεων του Α.Ν. 173/1967 επί των αποζημιώσεων των χορηγουμένων υπό του Δημοσίου, ΝΠΔΔ κλπ.» (ΦΕΚ Α΄ 171), τα υπό της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν σε κάθε περίπτωση οφειλόμενης, κατά γενική ή ειδική διάταξη νόμου, ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως στους αποχωρούντες ή απομακρυνόμενους ή απολυόμενους υπαλλήλους και εργάτες του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α., των Ν.Π.Δ.Δ., Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων από το Κράτος, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας μετ΄ αυτών συνδεομένων, καταργουμένης κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου. Ο εν λόγω περιορισμός του ανώτατου ορίου αποζημιώσεως αφορά όχι μόνο την αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, την οφειλόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2112/1920, αλλά και την αποζημίωση, που προβλέπεται γενικώς από το άρθρο 49 παρ. 1, 2, 3 και 4 του Ν. 993/1979 (ήδη άρθρο 55 του Π.Δ. 410/1988), διότι οι προαναφερόμενες διατάξεις, ενόψει και του ότι με αυτές ο νομοθέτης απέβλεπε προδήλως στον περιορισμό των ως άνω αποζημιώσεων για λόγους γενικότερου συμφέροντος και την εντεύθεν οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των ως άνω Τραπεζών, Επιχειρήσεων και Οργανισμών κοινής ωφέλειας, δεδομένου και του ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικώς τον φορολογούμενο (ΟλΑΠ 34/1997), δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 60 παρ. 1 του Ν. 993/1979. Για την αποζημίωση δε της παρ. 4 του άρθρου 49 του Ν. 993/1979 (ήδη άρθρο 55 παρ. 4 του Π.Δ. 410/1988) το άρθρο 23 παρ. 30 του μεταγενέστερου νόμου 1735/1987 όρισε ειδικώς, προς άρση κάθε αμφιβολίας, ότι το ποσοστό αποζημιώσεως, που προβλέπεται από το άρθρο 49 παρ. 4 του Ν. 993/1979 υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου αυτού και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο αποζημιώσεως του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967, όπως αυτό κάθε φορά αναπροσαρμόζεται, ενώ η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή από την ισχύ του Ν. 993/1979 (ΑΠ 634/2013). Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν σε περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, δημόσιου ή κοινωνικού, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα Δικαστήρια (ΟλΑΠ 23/2004, ΟλΑΠ 11/2003). Εξάλλου, τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4-11-1950 (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (Β.Δ. της 26-6/10-7-1944), με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα Ν.Π.Δ.Δ. το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ., η οποία υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις ως άνω, αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου. Και τούτο, διότι η προστασία της περιουσίας του Ν.Π.Δ.Δ. είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να παραμένει σε θέση να εκπληρώνει, απρόσκοπτα, τους προέχοντες καταστατικούς σκοπούς του και να εξυπηρετεί το γενικότερο δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον (ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 992/2017, ΑΠ 1460/2012, ΑΠ 1228/2012). Η έναρξη υπολογισμού του νόμιμου τόκου και του τόκου υπερημερίας αρχίζει από την επίδοση της αγωγής, η οποία μπορεί να είναι είτε καταψηφιστική είτε και αναγνωριστική και όχι από την τυχόν εξώδικη όχλησή τους (Δημοσίου – ΝΠΔΔ) ή την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής (ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ 18/2012, ΕφΑθ 1481/2001). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 του ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ΄ ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, ήτοι δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και τη θέση του εκκαλούντος, αλλά όμως, κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά, αλλιώς σε αντίθετη περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1062/2005). Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, όπως ως νόμω αβάσιμη, χωρίς δηλαδή να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κρίνει νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ΄ ουσίαν, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 298/2010, ΑΠ 1065/2009, ΕφΠειρ 145/2015). Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή, με το περιεχόμενο και τα αιτήματα που προεκτέθηκαν, παραδεκτά εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που ήταν καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2 και 25 παρ. 2 του  ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ). Πλην όμως, η ένδικη αγωγή ως προς τον πρώτο των εναγομένων είναι απορριπτέα, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, εξεταζομένου του ζητήματος αυτού και αυτεπαγγέλτως, αλλά και δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού που επαναφέρει αυτός (πρώτος των εναγομένων, ήδη πρώτος των εφεσίβλητων) με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις του, τον οποίο (ισχυρισμό) προέβαλε και πρωτοδίκως με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις νομίμως κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προτάσεις του. Τούτο δε, καθόσον ως προς αυτόν η ενάγουσα δεν επικαλείται ρητά ότι είναι εργοδότης της και ότι συνήψε με αυτόν σύμβαση εργασίας, ενώ η επικαλούμενη εσωτερική σχέση των δυο εναγομένων δεν συνιστά νόμιμο λόγο επιδίωξης της αιτούμενης αποζημίωσης απόλυσης από την ενάγουσα κατά του πρώτου των εναγομένων, ούτε εξάλλου επικαλείται η ενάγουσα βάσει ποιάς σχέσεως (συμβατικής) ή εκ του νόμου ο πρώτος των εναγομένων ενεργεί, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ως εις ολόκληρον συνοφειλέτης για τα χρέη του δεύτερου των εναγομένων, ούτε επίσης επικαλείται, ενώ κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το δεύτερο των εναγομένων είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, γιατί αυτό (δεύτερο των εναγομένων) δεν έχει περιουσιακή αυτοτέλεια, όπως ισχυρίζεται (η ενάγουσα), έναντι του πρώτου των εναγομένων, ήτοι ευθέως με βάση σχετικό όρο στην πράξη σύστασης αυτού ή κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στις διατάξεις των άρθρων 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή δεν επικαλείται ότι γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται άρση αυτής (περιουσιακής αυτοτέλειας), αφού η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο των εναγομένων, είναι ορισµένη και νόµιµη, πλην του κατωτέρω αναφερόμενου αιτήματος, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 340, 346, 361 του ΑΚ, 4 παρ. 2 του Ν.Δ. 3623/1956, όπως συμπληρώθηκε µε το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 3796/1957, του Ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί, 49 του Ν. 993/1979 (άρθρο 55 του ΠΔ 410/1988), 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967, 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003, 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 618/1970, 23 παρ. 30 του Ν. 1735/1987, και όχι στις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 63 παρ. 4 του Ν.Δ. 3026/1945 (Κώδικα Δικηγόρων), την εφαρμογή των οποίων αξίωσε η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή, χωρίς να παραβιάζεται με την κρίση αυτή του Δικαστηρίου η ισχύουσα στην πολιτική δίκη αρχή της διάθεσης και του συζητητικού συστήματος (άρθρο 106 του ΚΠολΔ). Τούτο, δε, καθόσον, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλούμενων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή, και εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 63 παρ. 4 του Ν.Δ. 3026/1945 (Κώδικα Δικηγόρων), δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των επικαλούμενων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει η ενάγουσα, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το αίτημα και όχι από τον διδόμενο από την ενάγουσα νομικό τους χαρακτηρισμό (πρβλ. ΑΠ 119/2008, ΑΠ 11/1996 ΕλλΔνη 37.1347, ΑΠ 1261/1993 ΕλλΔνη 36.131, ΕφΠειρ 380/2016, ΕφΑιγ 17/2009, ΕφΘεσ 1543/2007). Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη (και ως προς τους δυο των εναγομένων), έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή της ένδικης εφέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη (υπ΄ αρ. 452/2013) οριστική απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 20-3-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγή, να απορριφθεί αυτή ως προς τον πρώτο των εναγομένων, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης ως προς αυτόν, και να ερευνηθεί περαιτέρω (η ένδικη αγωγή) ως προς το δεύτερο των εναγομένων. Ακολούθως, το παρεπόμενο αίτημα περί τοκοδοσίας από την ημερομηνία οχλήσεως με την επίδοση της εξώδικης πρόσκλησης (δήλη ημέρα), είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών Ν.Π.Δ.Δ. αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της επίδικης εκάστοτε αγωγής και όχι ύστερα από οποιαδήποτε όχλησή τους η οποία θα επέλθει με οποιονδήποτε τρόπο ή από την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπληρώσεως της χρηματικής οφειλής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας (ΑΠ 303/2016). Επομένως, το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο μόνο από τον χρόνο επίδοσης της ένδικης αγωγής, και μόνο για το ποσοστό 6%, ως έλασσον το οποίο περιλαμβάνεται στο μείζον, το οποίο θεωρείται ότι εμμέσως εμπεριέχεται στο αίτημα περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας, ανεξαρτήτως του αν δεν γίνεται ρητή επίκληση αυτού από την ενάγουσα (πρβλ. ΑΠ 1288/1996 ΕλλΔνη 1997.1141, ΕφΛαρ 435/2000 ΕλλΔνη 2001.452). Το αίτημα για την κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι νόμιμο (άρθρα 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ) και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2097/1952 που απαγορεύει την αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η ισχύς της οποίας (διάταξης) είχε επεκταθεί και στους Ο.Τ.Α. με το άρθρο 3 Ν.Δ. 31/1968, καθώς και η διάταξη του άρθρου 909 παρ. 1 του ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., θεωρούνται καταργημένες, ως ευρισκόμενες σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 Συντ., 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 2 παρ. 3 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΟλΑΠ 17/2002 ΕλλΔνη 2002.1009, ΟλΑΠ 21/2001 ΕλλΔνη 2002.83, ΕφΑθ 6457/2011 ΕλλΔνη 2012.1064). Περαιτέρω, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, πρόκειται για αξίωση της ενάγουσας, συνδεόμενη με σχέση ιδιωτικού δικαίου με το δεύτερο των εναγομένων Ν.Π.Δ.Δ., ήτοι για αποζημίωση λόγω απολύσεως (άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979), που εμπίπτει στην έννοια των πάσης φύσεως απολαυών και οφείλεται εξαιτίας της παροχής της εργασίας, ως τέτοια υπάγεται στην οριζόμενη από το άρθρο 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 διετή παραγραφή, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ιδίου Ν.Δ.), οι ρυθμίσεις δε αυτές είναι συνταγματικά θεμιτές και δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 110 παρ. 1 ΚΠολΔ, 4 παρ. 1 και 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΟλΑΠ 38/2005, ΟλΑΠ 11/2003). Ακολούθως, δε σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς η απόλυση της ενάγουσας έλαβε χώρα την 7-9-2011. Από το χρόνο αυτό, πολλώ δε μάλλον από το τέλος του αντίστοιχου οικονομικού έτους στο οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, γεννήθηκε η αξίωση αυτή και κατέστη δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη (31-12-2011), έως την άσκηση της ένδικης αγωγής (22-3-2012), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 21-3-2012 και επιδόθηκε στο δεύτερο των εναγομένων την 22-3-2012 (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ΄ αρ. …../22-3-2012 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, που προβλέπει η προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974. Επομένως,  η ένδικη αξίωση καταβολής αποζημιώσεως λόγω απολύσεως, μέχρι την επίδοση της αγωγής (22-3-2012), δεν υπέκυψε στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/2974. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, που καθορίζει την αποσβεστική προθεσμία των έξι (6) μηνών και αφορά αποζημίωση, την οποία ο μισθωτός δικαιούται απ΄ ευθείας από το Ν. 2112/1920 και όχι την αποζημίωση που δικαιούται από άλλη αιτία, που παραπέμπει στο νόμο 2112/1920, όπως εν προκειμένω, απορριπτομένης της ενστάσεως περί παραγραφής που επαναφέρει το δεύτερο των εναγομένων, ήδη δεύτερο των εφεσίβλητων, με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις του, την οποία (ένσταση) προέβαλε και πρωτοδίκως με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις νομίμως κατατεθείσες στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προτάσεις του. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω (η ένδικη αγωγή) ως προς το δεύτερο των εναγομένων και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, δεδομένου ότι για το υπερβάλλον του ποσού της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (20.000 ευρώ) αίτημα της αγωγής έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ΄ αρ. …/2014 διπλότυπο είσπραξης του Δημόσιου Ταμείου), σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3994/2011.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της ενάγουσας, ………, (άλλου μάρτυρα δεν ζητήθηκε η εξέταση), που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), (σημειώνοντας ότι η εκκαλούσα, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη – αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Αρχικά η ενάγουσα, παιδίατρος, με την υπ΄ αρ. 165162/15-12-1986 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (Διαμέρισμα Πειραιώς, Δ/νση Κοινωνικής Πρόνοιας, Τμήμα Παιδικής Προστασίας) προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με πάγιες μηνιαίες αποδοχές για την ιατρική παρακολούθηση των νηπίων των κρατικών παιδικών σταθμών Δήμου Νίκαιας. Από το έτος 2002 το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «……….» υπεισήλθε στην έννομη σχέση της ενάγουσας με τη Νομαρχία Αττικής και έκτοτε αυτή (ενάγουσα) απασχολήθηκε σ΄ αυτό (Ν.Π.Δ.Δ.) μέχρι την 7-9-2011, οπότε και απολύθηκε. Το ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. συστήθηκε με την υπ΄ αρ. 07/ΣΤΑ/οικ 5819/5-4-2001 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, ενώ το 2010 συγχωνεύθηκε μαζί με τα Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «……….» και «………» στο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…………», δυνάμει της υπ΄ αρ. 07/ΔΤΑ/1856/24-3-2010 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, το οποίο υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ. («………..»). Στη συνέχεια, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 103 παρ. 1 του Ν. 3852/2010 και δυνάμει της υπ΄ αρ. 9/2011 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «………», συγχωνεύτηκε με άλλα Ν.Π.Δ.Δ. στο νέο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «……….», ήτοι στο δεύτερο των εναγομένων, ήδη δεύτερο των εφεσίβλητων, το οποίο (νέο Νομικό Πρόσωπο στο οποίο συγχωνεύτηκαν τα άλλα), κατέστη καθολικός διάδοχος του ως άνω συγχωνευθέντος Νομικού Προσώπου («……….»). Η ενάγουσα μέχρι την απόλυσή της (7-9-2011) παρείχε τις υπηρεσίες της συνεχώς και αδιαλείπτως, με διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, με τους ίδιους συμβατικούς όρους, πλην εκείνου του όρου που αφορούσε τη μετατροπή της αρχικής σύμβασης, από το έτος 2002, από αορίστου χρόνου σε ορισμένου. Μετά την ως άνω απόλυσή της, η ενάγουσα επέδωσε προς το δεύτερο των εναγομένων την από 26-9-2011 εξώδικη πρόσκληση, με την οποία το καλούσε να της καταβάλει το ποσό των 44.385 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω απολύσεως (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα-εκκαλούσα υπ΄ αρ. …./30-9-2011 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..). Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε ως παιδίατρος, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 16-12-1986 έως 7-9-2011, συνεχώς καθημερινά σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς του Δήμου Νίκαιας, για την εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών του δεύτερου των εναγομένων, του συγχωνευθέντος σ΄ αυτό Ν.Π.Δ.Δ. και του συγχωνευθέντος επίσης στο δεύτερο από αυτά, αρχικού Ν.Π.Δ.Δ που υπεισήλθε στην αρχική σύμβαση. Παρείχε δε τις υπηρεσίες της ως παιδίατρος υπό τις οδηγίες και υποδείξεις των αρμοδίων οργάνων του δεύτερου των εναγομένων [και των ως άνω συγχωνευθέντων Ν.Π.Δ.Δ. («………» και «………» αντίστοιχα)], ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας της, αφού είχε υποχρέωση να προσέρχεται καθημερινά επί ορισμένες ώρες στο χώρο παροχής της εργασίας της (σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς) και να προσφέρει τις υπηρεσίες της, ακολουθώντας το νόμιμο ωράριο που συμφωνήθηκε, δεσμευόμενη και κινούμενη αυστηρώς ως προς αυτά με τον τρόπο που καθόριζε το δεύτερο των εναγομένων [και τα ως άνω συγχωνευθέντα Ν.Π.Δ.Δ. («………» και «……» αντίστοιχα)]. Το γεγονός ότι για την αμοιβή της η ενάγουσα εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, δεν ασκεί επιρροή, διότι αυτό δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε σχέση και με την αρχική σύμβαση, υπέκρυπταν μία ενιαία σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την οποία η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, συνδεόταν με το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «…….», το οποίο συγχωνεύτηκε με άλλα Ν.Π.Δ.Δ. στο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «……….» και ακολούθως αυτό με άλλα επίσης Ν.Π.Δ.Δ. στο δεύτερο των εναγομένων, ήδη δεύτερο των εφεσίβλητων, το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, είναι καθολικός διάδοχός του και υπεύθυνο για τις αξιώσεις τρίτων σε βάρος αυτού, ήτοι συνδεόταν με τα ως άνω Ν.Π.Δ.Δ., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, για την απόλυσή της, δικαιούται την αποζημίωση του άρθρου 49 του Ν. 993/1979 (άρθρο 55 του Π.Δ. 410/1988). Οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, κατά το χρόνο της απόλυσής της, ανέρχονταν στο ποσό των 1.479,50 ευρώ. Με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές της πριν από την απόλυσή της και τη συνολική προϋπηρεσία της στο δεύτερο των εναγομένων (κατά τις ως άνω διακρίσεις), η οποία μέχρι τη στιγμή της καταγγελίας ανερχόταν σε 24 συμπληρωμένα χρόνια συνεχούς απασχόλησής της σε αυτό (κατά τα προαναφερόμενα), η αποζημίωση που της οφείλει το δεύτερο των εναγομένων είναι ίση με τις τακτικές αποδοχές δεκαοκτώ (18) μηνών, δηλαδή ανέρχεται στο ποσό των 26.631 (= 1.479,50 ευρώ Χ 18 μήνες) ευρώ. Πρέπει όμως, να επιδικασθεί στην ενάγουσα για την ως άνω αιτία μόνον το ποσό των 15.000 ευρώ, καθόσον για το δεύτερο των εναγομένων ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του Α.Ν. 173/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν.Δ. 618/1970 και το άρθρο 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αγωγή, ως προς το δεύτερο των εναγομένων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί το δεύτερο των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής, ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, στον παρόντα δεύτερο βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ όλων των διαδίκων, λόγω του δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, που αφορά και την υπαγωγή σε αυτούς των επικαλούμενων με την ένδικη αγωγή περιστατικών (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 18-11-2014 (αρ. καταθ. …../2014) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 452/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ).

Κρατεί και δικάζει την από 20-3-2012 (αρ. καταθ. …../2012) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τον πρώτο των εναγομένων.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς το δεύτερο των εναγομένων.

Υποχρεώνει το δεύτερο των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ όλων των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 29.3. 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ