Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 243/2018

 Αριθμός   243/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 28-9-2015  (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) κλήση των εκκαλούντων της από 2-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) έφεσης, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η παραπάνω έφεση μετά την ματαίωση της συζήτησής της κατά τη δικάσιμο της 17-9-2015.

Οι κρινόμενες από 2-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) και από 3-4-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) εφέσεις των εναγόντων και της εναγομένης αντίστοιχα της από 29-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 447/2015 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 Κ.Πολ.Δ.), έχουν ασκηθεί στις 2-3-2015 και στις 3-4-2015 αντίστοιχα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εναγομένη στις 5-3-2015 (βλ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ….. επί της εκκαλουμένης ) ήτοι εντός της νομίμου προθεσμίας (άρθρα 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον κατατέθηκαν στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 2-3-2015 και στις 20-7-2016 αντίστοιχα, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού), 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 2 (ως η παρ. 2 ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 4 του Ν 3994/25-7-2011), 674 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. κατά την άσκηση της έφεσης, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδαφ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ. (ως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 4055/2012 και έναρξη ισχύος 2-4-2012 σύμφωνα με το άρθρο 113 του Ν 4055/2012 και ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης), η υποχρέωση κατάθεσης του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτή παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει μεταξύ άλλων και για τις διαφορές των άρθρων 663 του ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και να εξεταστούν  περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Mε την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία ‘ ‘ Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς’  , που ιδρύθηκε με το ν.4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν.1559/1950, που κυρώθηκε με το ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ‘ ‘ Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ’ ‘ και το διακριτικό τίτλο ‘ ‘ ΟΛΠ ΑΕ’ ‘ , η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, καθώς και του α.ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω , με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α’ 141) προστέθηκε άρθρο 1Β στο ν. 2362/1995 (Α’ 247) περί Δημοσίου Λογιστικού, με το οποίο, ορίσθηκαν τα εξής: ‘ ‘ 1. Δημόσιος τομέας: περιλαμβάνει τη Γενική Κυβέρνηση και τις δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3, καθώς και τους δημόσιους οργανισμούς, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α’ 314). 2. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ). 3. Κεντρική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ελέγχονται και χρηματοδοτούνται κυρίως από την Kεντρική Διοίκηση, εκτός ΟΤΑ και ΟΚΑ. 4. Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή Κράτος: περιλαμβάνει την προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και τις Ανεξάρτητες Αρχές…’ ‘. Εξάλλου, με το άρθρο 50 παρ. 1εδ. α’ του ν. 3943/2011 (Α’ 66) προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 1Β του άνω νόμου 2362/1995 τελευταίο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ‘ ‘ Αναλυτικά τα νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην Κεντρική Κυβέρνηση, τους ΟΤΑ και τους ΟΚΑ προσδιορίζονται από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής’ ‘. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι οι φορείς που περιλαμβάνονται στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης καθορίζονται κατ’ αρχήν από το νόμο. Για την κατάταξη, όμως, ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης απαιτείται προηγούμενη κρίση σχετικά με τη συνδρομή των τασσόμενων στις οικείες διατάξεις κριτηρίων. Δηλαδή, προκειμένου να υπαχθεί ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης, εξετάζεται αν το εν λόγω πρόσωπο ελέγχεται και χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από την Κεντρική Διοίκηση (ΑΠ 113/2017 αδημ, Ολ ΣΤΕ 3404/2014, ΣΤΕ 2497/2013).  Συνεπώς, ενόψει των παραπάνω ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς δεν περιλαμβάνεται στον τομέα της Γενικής Κυβέρνησης καθόσον απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και οι εργαζόμενοι σ΄αυτόν (ΟΛΠ) δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία των εργαζομένων των οποίων οι αποδοχές αναπροσαρμόστηκαν με τις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 3845/2010 .

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 29-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) αγωγή τους  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που σύνηψαν με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, ο μεν πρώτος στις 1-9-2002, ο δε δεύτερος στις 8-8-2002, προσλήφθηκαν από την τελευταία για να παρέχουν την εργασία τους με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων και με βάσει τα τυπικά τους προσόντα η εναγομένη τους κατέταξε στην μισθολογική κλίμακα ΔΕ2. Ότι δυνάμει της με αριθμό 436/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, οι ενάγοντες ήδη κατατάχθηκαν στην μισθολογική κλίμακα ΔΕ3 με τις αντίστοιχες αποδοχές. Ζητούσαν δε με την παραπάνω αγωγή τους να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να τους καταβάλει για τις διαφορές της μισθολογικής κλίμακας που αντιστοιχούν στα έτη 2004 έως 2012 και ειδικότερα για διαφορές μισθών, απλών υπερωριών, από νυκτερινή εργασία, από εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, και για επιδόματα εορτών και αργίας  στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 32.613,19 ευρώ, στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 29.778,05 καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ σε καθένα από τους ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης με τη παράλειψη ένταξής τους στη προαναφερόμενη μισθολογική κλίμακα, με το νόμιμο τόκο από την 31-12-2009 άλλως από τη επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην δικαστική τους δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή  την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 26.174,32 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 23.966,01 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και επίσης υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση ενώ επέβαλλε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων τα οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτή παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τόσο η εναγομένη- εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης όσο και οι ενάγοντες οι οποίοι ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή τους καθώς και να καταδικαστεί έκαστος των  εφεσιβλήτων εκάστης έφεσης στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων.

Από την εκτίμηση των  ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθει μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης και των εκκαλούντων οι τελευταίοι προσλήφθηκαν για να εργαστούν στην επιχείρηση της εναγομένης ο μεν πρώτος στις 1-9-2002 , ο δε δεύτερος στις 8-8-2002, για να παρέχουν την εργασία τους με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων και με βάσει τα τυπικά τους προσόντα η εναγομένη τους κατέταξε στην μισθολογική κλίμακα ΔΕ2. Στη συνέχεια δυνάμει της με αριθμό 740/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιά σε συνδυασμό με την με αριθμό 436/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου, οι ενάγοντες εντάχθηκαν στο μισθολογικό κλιμάκιο ΔΕ3 δικαιούμενοι πλέον τις αντίστοιχες αποδοχές από το έτος 2004. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η εναγομένη συνομολόγησε την υπερωριακή εργασία των εναγόντων όπως αναγράφεται στην αγωγή πλην όμως διαφωνούσε ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αντίστοιχης αμοιβής κατά την εργασία την νύκτα. Περαιτέρω όπως προκύπτει από το άρθρο 4 της από 15-7-2004 συλλογικής σύμβασης εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγομένης, ο εργαζόμενος που θα ασχοληθεί κατά τη νυκτερινή φυλακή εντός των χρονικών ορίων της ειδικής αμοιβής, η αμοιβή αυτή προσαυξάνεται κατά ποσοστό 20%. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας δεν αποδεικνύεται η εργασία των τελευταίων εκτός των χρονικών ορίων της ειδικής αμοιβής ώστε οι τελευταίοι να δικαιούνται προσαύξηση κατά το επικαλούμενο ποσοστό 25%. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που υπολόγισε την παραπάνω αμοιβή με προσαύξηση 20% δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. Επίσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και οι εργαζόμενοι σ΄αυτόν (ΟΛΠ) δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία των εργαζομένων των οποίων οι αποδοχές αναπροσαρμόστηκαν με τις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 3845/2010  απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης ως προς τον τρόπο υπολογισμού των αμοιβών των εναγόντων που επικαλείται η εναγομένη. Συνεπώς, οι επικαλούμενες από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα οφειλόμενες αμοιβές οι οποίες στηρίζονται στο τρόπο υπολογισμού της νυκτερινής εργασίας και της αναπροσαρμογής των μισθών μετά τη 1-1-2010, δεδομένου ότι δεν αμφισβητούνται από τη τελευταία κατ΄ιδίαν κονδύλια της εκκαλουμένης ως προς τον τρόπο υπολογισμού τους αλλά ούτε και αποδεικνύει αναδρομικές καταβολές αμοιβών, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες δεδομένου ότι οι προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις είναι ανυπόγραφες και δεν ταυτίζονται ως προς τις καταβολές και το είδος της εργασίας με τις εκκαθαρίσεις μισθοδοσίας που η ίδια εξέδωσε προς τους ενάγοντες και η γνησιότητα των τελευταίων δεν αμφισβητείται. Ενόψει των παραπάνω η εναγομένη έπρεπε να καταβάλει επιπλέον στον πρώτο ενάγοντα λόγω της διαφοράς του μισθολογικού κλιμακίου: Α) για διαφορές μισθών για το έτος 2004 το ποσό των 835,55 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 327,66 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 1.422,82 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 987,49 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 1.710,12 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 3.404,07 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 2.979,91 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 4.010,72 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 4.187,91 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 19.866,25 ευρώ, Β) για διαφορές απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές για το έτος 2004 το ποσό των 337,74 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των  62,43 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 261,23 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 229,91 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 16,77 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 8,44 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 33,94 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 279,57 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.230,03 ευρώ, Γ) για την εργασία του κατά τη εργασία του τη νύκτα για το έτος 2006 το ποσό των 69,41 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 153,20 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 6,47 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 248,55 ευρώ και συνολικά το ποσό των 477,63 ευρώ, Δ) για την εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου για το έτος 2004 το ποσό των 164,20 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 27,87 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 139,61 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 132,84 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 174,43 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 246,29 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 276,90 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 309,09 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 1.471,23 ευρώ, Ε) για την εργασία του κατά τις ημέρες της Κυριακής και των αργιών για το έτος 2004 το ποσό των 266,67 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 116,37 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 111,74 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 53,59 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 232,61 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 586,85 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 684,91 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 2.052,74, ΣΤ) για διαφορές επιδομάτων εορτών για το έτος 2004 το ποσό των 272,94 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 84,94 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 331,90 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 459,03, για το έτος 2008 το ποσό των 442,96 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 446,32 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 472,54 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία  το ποσό των 2.510,64 ευρώ, και Ζ) για διαφορές επιδόματος αδείας για το έτος 2006 το ποσό των 41,68 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 16,90 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 217,34 ευρώ και συνολικά το ποσό των 275,92 ευρώ. Συνεπώς για τις παραπάνω αιτίες η εναγομένη έπρεπε να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 27.884,44 ευρώ. Επίσης η εναγομένη έπρεπε να καταβάλει επιπλέον στον δεύτερο ενάγοντα λόγω της διαφοράς του μισθολογικού κλιμακίου: Α) για διαφορές μισθών για το έτος 2004 το ποσό των 628,32 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 498,42 ευρώ,  για το έτος 2006 το ποσό των 1.090,23  ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 916,34 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 2.635,13 ευρώ,  για το έτος 2009 το ποσό των1.984,16 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 2.663,26 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 3.699,26 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 3.539,11 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 17.654,23 ευρώ, Β) για διαφορές απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές για το έτος 2004 το ποσό των 62,53 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 46,77  ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 263,32 ευρώ , για το έτος 2007 το ποσό των 343,70 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 1,50 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 26,32 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 76,48 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 37,80 ευρώ και συνολικά το ποσό των 858,42 ευρώ, Γ) για την εργασία του κατά τη εργασία του τη νύκτα για το έτος 2011 το ποσό των 97,93 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 45.22 ευρώ ενώ δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε άλλη οφειλή της εναγομένη προς τον ενάγοντα για την παραπάνω αιτία και συνεπώς, το συνολικό ποσό ανέρχεται σε 143,15 ευρώ, Δ) για την εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου για το έτος 2004 το ποσό των 27,08 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 16,26 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 111,65 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 200,80 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 82,01 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 120,44 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 215,30 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 236,92 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 1.010,44 ευρώ, Ε) για την εργασία του κατά τις ημέρες της Κυριακής και των αργιών για το έτος 2004 το ποσό των 36,40 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 57,04 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 216,92 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 297,57 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 111,06 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 210,48 ευρώ, για το έτος 2011 το ποσό των 334,61 ευρώ και για το έτος 2012 το ποσό των 264,44 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία το ποσό των 1.528,52, ΣΤ) για διαφορές επιδομάτων εορτών για το έτος 2004 το ποσό των 280,24 ευρώ, για το έτος 2005 το ποσό των 150,24 ευρώ, για το έτος 2006 το ποσό των 316,59 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 570,27 ευρώ, για το έτος 2008 το ποσό των 308,51ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 500,74 ευρώ, για το έτος 2010 το ποσό των 389,42 ευρώ και συνολικά για την παραπάνω αιτία  το ποσό των 2.516,01 ευρώ, και Ζ) για διαφορές επιδόματος αδείας για το έτος 2006 το ποσό των 52,82 ευρώ, για το έτος 2007 το ποσό των 36,54 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 206,55 ευρώ και συνολικά το ποσό των 295,90 ευρώ. Συνεπώς για τις παραπάνω αιτίες η εναγομένη έπρεπε να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 24.006,67 ευρώ. Περαιτέρω η ένταξη του μισθωτού στο τακτικό προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ δεν συνιστά βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή και συνακόλουθα ούτε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί της ένταξης αυτής ενάσκηση διευθυντικού δικαιώματος, αλλά εκπλήρωση υποχρέωσης πρόσληψης του εντασσόμενου στο τακτικό προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ και κατάταξή του στον οικείο κλάδο και κατηγορία, που είναι εκ των προτέρων δεδομένα από τον Κανονισμό για κάθε προσλαμβανόμενο βάσει των τυπικών του προσόντων. Εξάλλου, το δικαίωμα του μισθωτού να ενταχθεί στην κατά τους όρους του Κανονισμού Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ και με βάση τον τίτλο σπουδών του κατηγορία, αποτελεί ενοχικό δικαίωμά του, που πηγάζει από την ατομική σύμβαση εργασίας του, όπως αυτή συμπληρώνεται από τον Κανονισμό. Επομένως, θεμελιώνεται αντίστοιχη υποχρέωση της ΟΛΠ ΑΕ προς ένταξη του προσωπικού της με βάση τον ως άνω Κανονισμό και η μη εκπλήρωση από αυτή της υποχρέωσής της για ένταξη στην κατηγορία που δικαιούται αυτό συνιστά αθέτηση ενοχικής της υποχρέωσης και όχι αδικοπραξία (ΑΠ 1148/2015, 698/2015, 244/2013, 103/2009, 1112/2007). Συνεπώς οι διατάξεις των άρθρων 281, 914 και 932 ΑΚ, δεν ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση, καθόσον, η παράλειψη της εναγομένης να εντάξει τους ενάγοντες στην κατηγορία ΔΕ3 δεν συνιστά αδικοπραξία, αλλά αποτελεί παράβαση ενοχικής υποχρέωσης της εναγομένης, η δε μη ένταξή του στην ορθή κατηγορία συνιστά απλή μισθολογική αξίωση αυτού, η οποία πηγάζει από τον οικείο Κανονισμό. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εξαιτίας της μη ένταξής τους στο μισθολογικό κλιμάκιο ΔΕ3 είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Πρέπει συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά τις διατάξεις της που υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την μη ένταξή τους στο παραπάνω μισθολογικό κλιμάκιο. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την από 29-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2014) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έσφαλε ως προς την ερμηνεία ου νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων  και πρέπει κατά παραδοχή των σχετικών λόγων των εφέσεων, να γίνει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσίαν βάσιμες να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, χάριν του ενιαίου του τίτλου της εκτέλεσης και αφού κρατηθεί και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό η υπόθεση (άρθρ.535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει να εν μέρει γίνει εν μέρει δεκτή η παραπάνω αγωγή να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 27.884,44 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 24.006,67 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό.  Επίσης τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 179 και 183 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει  αντιμωλία των διαδίκων τις από 2-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) και από 3-4-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) εφέσεις των εναγόντων και της εναγομένης αντίστοιχα της από 29-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 447/2015 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και  κατ’ουσίαν τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 447/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν επί της από 29-1-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (27.884,44) και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων έξι ευρώ και εξήντα επτά λεπτών του ευρώ (24.006,67) με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ