Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 260/2018

 Αριθμός     260/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 3-11-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 2194/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε η εφεσίβλητη ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 29-5-2015 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 4-11-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παράβολου εφέσεως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά εργατική διαφορά (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την από 12-9-2014 (αρ. καταθ. …../2014) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 30-10-2014, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγοµένη ασφαλιστική εταιρεία τον Ιούνιο του 1996 µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου ως οικονοµική υπάλληλος. Ότι παρείχε την εργασία της µε την ιδιότητα της προϊσταµένης λογιστηρίου έως την 30-3-2011, λαµβάνοντας µηνιαίο µισθό 10.000 ευρώ, οπότε και αποχώρησε, κατόπιν συµπληρώσεως των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος από το ΙΚΑ- ΤΕΑΜ. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι µε την υπ΄ αρ. …./29-3-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεµάτων της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίστηκε η οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εναγοµένης και με την υπ΄ αρ. …./25-5-2011 απόφαση του Υπουργού Οικονοµίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ανακλήθηκε η άδεια σύστασης αυτής, καθώς επίσης ότι αμφότερες οι ως άνω αποφάσεις καταχωρήθηκαν την 25-5-2011 στο Μητρώο Ανωνύμων Ασφαλιστικών Εταιρειών και δημοσιεύτηκαν στο ΦΕΚ ΤΑΕΕΠΕ, φύλλο …./2011. Ότι με τον τρόπο αυτό η εναγομένη τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση και διορίσθηκε εκκαθαριστής. Επιπρόσθετα ισχυρίστηκε ότι τον Σεπτέμβριο 2011 ανήγγειλε (η ενάγουσα) εγγράφως προς την εναγομένη την απαίτησή της και ότι την 25-4-2014 υπέβαλε υπόμνημα επί της γενόμενης αναγγελίας της, επίσης προς την εναγομένη, όπου προσδιόριζε τις απαιτήσεις της, ήτοι δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2011, επίδομα (δώρο) Πάσχα 2011, επίδομα ισολογισμού χρήσεως 1-1/31-12-2010 και αποζημίωση λόγω αποχώρησης με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης πλήρους συντάξεως γήρατος. Ότι υπήρξε απλό µέλος του Διοικητικού Συµβουλίου της εναγοµένης, χωρίς όµως, εκτελεστικά καθήκοντα και εξουσία διοίκησης ή διαχείρισης ή οποιαδήποτε έστω περιουσιακή εκπροσώπησή της. Με αυτό το ιστορικό η ενάγουσα, επικαλούμενη, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (αγωγής), ότι ουδέν εκ των ανωτέρω ποσών της έχει καταβληθεί, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγοµένη να της καταβάλει προνοµιακά από την εκκαθάριση, για δεδουλευµένες αποδοχές Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2011, επίδομα (δώρο) Πάσχα 2011, επίδομα ισολογισμού χρήσεως 1-1/31-12-2010 το συνολικό ποσό των 33.750 ευρώ, ήτοι 20.000, 3.750 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα, και για αποζηµίωση λόγω αποχώρησης με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης πλήρους συντάξεως γήρατος το ποσό των 40.317,20 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 74.067,20 (= 33.750 + 40.317,20) ευρώ και να καταδικαστεί η εναγοµένη στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 2194/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 29-5-2015, αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, αφού δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή αρμοδίως εισήχθη ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ως καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου, καθώς επίσης ότι έπρεπε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, ακολούθως, αφού εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 3-11-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) έφεση η ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή.

Από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση κατά παραδοχή της έφεσης και απορρίπτει την αγωγή για κάποιο από τους παραπάνω λόγους και χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο κατ` άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, αντικατάσταση αιτιολογίας, αφού οδηγεί αυτή σε διαφορετικό αποτέλεσμα (ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ.). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύτηκε η πρωτόδικη απόφαση, έχει την έννοια ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που διείπε την έννομη σχέση ή το δικαίωμα που αποτελούσε αντικείμενο της δίκης και συνεπώς ήταν εφαρμοστέος όταν δημοσιεύτηκε η πρωτόδικη απόφαση και όχι τον τυχόν ισχύοντα νεότερο νόμο με αντίθετο ή άλλο περιεχόμενο, ο οποίος, όμως, δεν έχει αναδρομική δύναμη (ΑΠ 181/2000 ΝοΒ 49.393). Επιπροσθέτως, στο άρθρο 10 παρ. 1 υποπαρ. γ΄ του Ν.Δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως», όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3557/2007, όπως ίσχυε την 29-5-2015, όταν δημοσιεύτηκε η προσβαλλόμενη (υπ΄ αρ. 2194/2015) απόφαση, πριν αυτό (Ν.Δ.) καταργηθεί, πλην του άρθρου 7, από 1-1-2016 με την παρ. 1 του άρθρου 278 του Ν. 4364/2016, και εφαρμόζεται εν προκειμένω, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, έχουν προνόμιο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, εξαιρουμένων των εξόδων εκκαθάρισης και των μαθηματικών αποθεμάτων που υπάγονται στην κατηγορία τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων ζωής […]. Οι απαιτήσεις του προηγουμένου εδαφίου προηγούνται των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και των απαιτήσεων των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών. […]». Περαιτέρω, στο άρθρο 12α παρ. 1 υποπαρ. α΄, 5 και 10 του Ν.Δ. 400/1970, όπως το άρθρο αυτό (12α) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Π.Δ. 332/2003, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης» (παρ. 1, υποπαρ. α΄), ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης» (παρ. 5) και ότι «Ύστερα από αίτηση των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η .. μπορεί, εφόσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του επόπτη και του εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. […] Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση) […]» (παρ. 10 εδ. α΄ και β΄, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 30 του Ν. 3775/2009). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 179 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4013/2011, στο εξής: ΠτΚ), οι διατάξεις του εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στις περιπτώσεις εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στο άρθρο 25 εδ. α΄ του ΠτΚ ορίζεται ότι «Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους». Στο άρθρο 26 παρ. 2 του ΠτΚ ορίζεται ότι «Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παραγράφους 3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα […] υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας». Τέλος, στο άρθρο 34 παρ. 4 του ΠτΚ ορίζεται ότι «Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτηση τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές […]». Από το σύνολο των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι απαιτήσεις των εργαζομένων, οι οποίες έχουν γεννηθεί έναντι της ασφαλιστικής επιχείρησης και μέχρι την περιαγωγή αυτής σε ασφαλιστική εκκαθάριση, έχουν μεν γενικό προνόμιο ως προς την ικανοποίησή τους, δεν εξαιρούνται, όμως, από την υπαγωγή τους στην αναστολή των ατομικών διώξεων. Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι εργατικών αξιώσεων, όπως και οι υπόλοιποι πιστωτές της ασφαλιστικής επιχείρησης, περιορίζονται στη δυνατότητα να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον επόπτη εκκαθάρισης, τηρώντας, αναλογικά, τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν.Δ. 400/1970 και, σε περίπτωση διαφωνίας τους προς την εκ μέρους των οργάνων της ασφαλιστικής εκκαθάρισης επαλήθευση των εν λόγω απαιτήσεων, ασκώντας αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις αυτές, σύμφωνα, πάντοτε, με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 3 του Ν.Δ. 400/1970, μπορούν να ασκηθούν με ανακοπή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση της ανακοίνωσης για την καταχώρηση της κατάστασης με τους αναγγελθέντες πιστωτές στο μητρώο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για όσο χρόνο, όμως, διαρκεί η ασφαλιστική εκκαθάριση οι εργατικές αξιώσεις, παρά το γενικό προνόμιο που απολαμβάνουν, δεν είναι παραδεκτό να καταχθούν σε δίκη με την άσκηση τακτικής αγωγής (πρβλ. ΑΠ 688/2005). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια, διότι η αναστολή των ατομικών διώξεων, τόσο στην πτώχευση όσο και στην ασφαλιστική εκκαθάριση, είναι μέτρο γενικής ισχύος που αποβλέπει στην, κατ΄ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), ορθολογική και σύμμετρη ικανοποίηση των μη εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο εξασφαλισμένων πιστωτών (ΑΠ 2196/2014). Παρεμφερή δε ρύθμιση προβλέπεται και με τον ήδη ισχύοντα νόμο (4364/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αίτημα η αγωγή, η οποία ασκήθηκε μετά τη θέση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας σε ασφαλιστική εκκαθάριση, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, διότι υπό τα ιστορούμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά, αφενός η εναγομένη εξακολουθεί να βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση και αφετέρου οι απαιτήσεις της ενάγουσας, που είχαν γεννηθεί σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της θέσης της εναγομένης σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αν και γενικώς προνομιούχες, ως προερχόμενες από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καταλαμβάνονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, η οποία κατ΄ άρθρο 12α παρ. 5 του Ν.Δ. 400/1970, που εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ΄ άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προβλέπεται για όλες τις μη εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια απαιτήσεις των πιστωτών της ασφαλιστικής επιχείρησης, μέχρι τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Εξάλλου, η ένδικη αγωγή δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως ένδικο βοήθημα αντιρρήσεων κατά της εκ μέρους του επόπτη εκκαθάρισης επαλήθευσης των απαιτήσεων της ενάγουσας και να εκδικασθεί ως τέτοιο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η από 3-11-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση της ενάγουσας, αφού το παρόν Δικαστήριο έχει την εξουσία να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως, ήτοι χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το απαράδεκτο της αγωγής, καθόσον την έφεση την άσκησε η ηττηθείσα ενάγουσα, και με αυτή παραπονείται, όπως προαναφέρθηκε, για την απόρριψη αυτής (αγωγής), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση [γιατί η απόφαση αυτή για την εκκαλούσα είναι επωφελέστερη από την εκκαλουμένη, που απέρριψε την ως άνω αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και γιατί οι συνέπειες από την απόρριψη αυτής (αγωγής) για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές, ώστε στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί αντικαταστάσεως αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ], και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η από 12-9-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 3-11-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄ αρ. 2194/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 12-9-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή.     Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Απριλίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ