Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 203/2018

Αριθμός    203/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 4-11-2016 και με αριθμό εκθ. καταθ. ………/7-11-2016 έφεση της ενάγουσας εταιρίας  κατά της  4402/2015  οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την 1473/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τα άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (σχετ. η …/6-10-2016 έκθεση επιδόσεως του  δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …….. καθώς και η κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ επισημείωση αυτού στο επιδοθέν αντίγραφο της  εκκαλούμενης αποφάσεως), ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοσή της, την 6-10-2016, κατά συνέπεια και δεδομένου ότι αρμόδια φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει δε καταβληθεί το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά  δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το επιτρεπτό και η προθεσμία των ενδίκων μέσων,  προσδιορίζεται τόσο από τη διαδικασία κατά την οποία πράγματι εκδικάσθηκε η  υπόθεση, όσο και από εκείνη η οποία έπρεπε κατά νόμο να  τηρηθεί, πλην όμως  εσφαλμένως δεν εφαρμόσθηκε, αφού  δεν είναι ανεκτό, στη δεύτερη  περίπτωση,  από  την πλάνη  του δικαστή  να παραβλάπτονται  οι διάδικοι, στερούμενοι  του ενδίκου μέσου, το οποίο θα  δικαιούνταν  χωρίς την  πλάνη αυτή (ΑΠ 1722/2005, ΑΠ 452/2000, ΕφΑθ 5371/2006, ΕφΠειρ 585/2015 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο ενόψει του άρθρου 518 ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1-1-2016, μετά την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται πλέον και στις ειδικές διαδικασίες και αφορά τα κατατιθέμενα από την εν λόγω ημερομηνία και εντεύθεν ένδικα μέσα, και για την προκείμενη διαφορά, η οποία εκδικάσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, η προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως είναι 30 ημερών, ανεξάρτητα αν έπρεπε να εφαρμοσθεί κατά την εκδίκασή της, κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω, η διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.

Η ενάγουσα  μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», ισχυρίστηκε με την με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2014 αγωγή της ότι διατηρεί επιχείρηση ανελκύσεως – καθελκύσεως και παραμονής σκαφών  στη θέση «… – …..» στην Ελευσίνα Αττικής, σε παρακείμενο της θάλασσας περιφραγμένο χώρο, επιφάνειας 14.890 τετραγωνικών μέτρων, τον οποίο έχει μισθώσει από το Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας του οποίου καθολικός διάδοχος είναι η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Ελευσίνας Α.Ε.». Ότι στα πλαίσια της εν λόγω δραστηριότητάς της η εναγόμενη της έδωσε εντολή να προβεί στην ανέλκυση των αναφερομένων στο αγωγικό δικόγραφο  σκαφών καθώς και να διατηρήσει αυτά αλλά και έτερα σκάφη στο χώρο της, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής το ύψος της οποίας ορίστηκε με βάση τον  ισχύοντα, κατά τον αντίστοιχο  χρόνο, τιμοκατάλογο για τις παρεχόμενες εκ μέρους της υπηρεσίες. Ότι παρά την εκτέλεση των βαρυνουσών την ίδια συμβατικών υποχρεώσεών της, η εναγομένη δεν της κατέβαλε την αμοιβή αλλά και το αντίτιμο της φύλαξης των σκαφών στο χώρο της, τα ποσά των οποίων επιδιώκει, με την κρινόμενη αγωγή,  να της καταβληθούν.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις της (αμειβόμενης) παρακαταθήκης, απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας ότι δεν αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισμοί περί καταρτίσεως συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων με βάση την οποία η ενάγουσα παρείχε υπηρεσίες ανελκύσεως, καθελκύσεως και διαχειμάσεως σκαφών, μετά από σχετική εντολή της εναγομένης, η οποία ενεργούσε ως εντολοδόχος των ιδιοκτητών των εν λόγω σκαφών. Ήδη με την κρινόμενη έφεσή της η ενάγουσα παραπονείται για την κατά τα άνω απόρριψη της αγωγής της και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό να γίνει αυτή δεκτή.

Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την κρινόμενη αγωγή της ότι το Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας,  του οποίου η εναγομένη είναι καθολική διάδοχος, συμφώνησε προφορικά με τον νόμιμο εκπρόσωπο της ίδιας α]αποδεχόμενο εντολή του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας (Κ.Λ.Ε.), την από μέρους της ανέλκυση του ιστιοπλοϊκού σκάφους «J» με σημαία Ονδούρας, λόγω της ημιβυθίσεώς του και της εξ αυτού επικινδυνότητας της παραμονής του στο θαλάσσιο χώρο όπου η προβλήτα …….  καθώς και  την παραμονή και φύλαξη αυτού στο χώρο της, για όσο χρόνο έκρινε η εναγόμενη, όπως και πράγματι έγινε την 20-7-1998 μετά την έκδοση της ……/20-7-1998 άδειας ανελκύσεως. Ότι συμφώνησε να της καταβάλει η εναγομένη το ποσό των 75.000 δραχμών και ήδη το ισότιμο αυτού σε ευρώ 220,10, καθώς και 1.700 δραχμές και ήδη 4,99 ευρώ, ημερησίως αντίστοιχα ως αμοιβή για την ανέλκυση και για την παραμονή του σκάφους στο χώρο της,  πλέον του αναλογούντος  φπα ποσοστού 23% και επομένως έχει αξίωση έναντι της  εναγομένης να της καταβάλει τα άνω συμφωνηθέντα ποσά και συγκεκριμένα, αντίστοιχα, 270,72 ευρώ και 36.752,55 (4,99 ευρώ για το διάστημα από 20-7-1998 έως 10-12-2014 ήτοι την άσκηση της αγωγής πλέον φπα), περαιτέρω β] την μεταφορά και καθέλκυση, μετά την ανέλκυσή του, του ομοίως επικίνδυνου για τη ναυσιπλοΐα ημιβυθισμένου στον κεντρικό λιμένα Ελευσίνας σκάφους αναψυχής «Τ», μήκους 9 μέτρων,  την παραμονή και φύλαξή του στο χώρο της  καθώς και την ανέλκυσή του  σε νταλίκα προκειμένου να απομακρυνθεί από το χώρο, εκδόθηκε δε για το άνω σκάφος η …./20-5-1998 άδεια ανελκύσεως, καθελκύσεως και παραμονής σκαφών, αντί αμοιβής 25.000 δραχμών και ήδη 73,37 ευρώ για την καθέλκυση και ανέλκυσή του και ημερήσιας αμοιβής 1.400 δραχμών και ήδη 4,11 ευρώ  για την παραμονή αυτού, πλέον φπα ποσοστού 23%, μέχρι την 20-11-2001 οπότε και φορτώθηκε σε νταλίκα και απομακρύνθηκε . Για το εν λόγω σκάφος η αξίωση της ενάγουσας διαμορφώνεται αντίστοιχα σε 90,24 ευρώ (73,37 ευρώ + 23% φπα) χ 2 (καθέλκυση – ανέλκυση σε νταλίκα) και στο ποσό των 6.470 για την παραμονή του, γ] την καθέλκυση μιας σωστικής λέμβου της εταιρίας «………» καθώς   και την  παραμονή της  στο χώρο της από 4-9-2002 για την οποία εκδόθηκε η ……/4-9-2002 άδεια ανελκύσεως, προκειμένου η λέμβος αυτή, μαζί με το σύστημα αναρτήσεως και ανυψώσεως σκαφών (καπόνια), να χρησιμοποιείται για την  παροχή μαθημάτων διασώσεως σε πλοιάρχους του εμπορικού ναυτικού,  η δε  αξίωσή της ανέρχεται αντίστοιχα σε  150 ευρώ πλέον φπα και 26.455,82 ευρώ (4,8 ευρώ ημερησίως  έως 10-12-2014, πλέον φπα), δ] την καθέλκυση από νταλίκα του αλιευτικού σκάφους «Ε» συνολικού μήκους 10 μέτρων μετά από μεταφορά του από άλλο χερσαίο χώρο όπου βρισκόταν και την παραμονή του στο χώρο της, σύμφωνα με την ……./23-10-2003 άδεια καθελκύσεως, ανελκύσεως και παραμονής. Το σκάφος αυτό παρέμεινε στο χώρο της μέχρι την 2-12-2003, οπότε και ανελκύστηκε σε νταλίκα και απομακρύνθηκε, διατηρεί δε αξίωση κατά της εναγομένης  αντίστοιχα 260 ευρώ πλέον φπα 23% για την καθέλκυση-ανέλκυση και 220 ευρώ πλέον φπα (5,5 ευρώ  χ  40 ημέρες παραμονή)= 270,60 ευρώ για την παραμονή, ε] την καθέλκυση από νταλίκα της λάντζας «Λ» ολικού μήκους 10 μέτρων, μετά από μεταφορά της από άλλο χερσαίο χώρο όπου βρισκόταν καθώς και την παραμονή στο χώρο της μέχρι την 6-12-2005 και την ανέλκυση αυτής προς απομάκρυνση σε νταλίκα, ενέργειες για τις οποίες εκδόθηκε  …./23-10-2003 άδεια ενώ διατηρεί αξίωση αντίστοιχα ποσού 260 ευρώ πλέον 23% φπα και 5.248,87 ευρώ (5,5 ευρώ ημερήσιας αμοιβής για την παραμονή χ 775 ημέρες + φπα) και, τέλος, στ] την ανέλκυση, κατόπιν εντολής του Κ.Λ.Ε., από τον κεντρικό λιμένα της Ελευσίνας της βυθιζόμενης λάντζας «ΜΚ» ολικού μήκους 13 μέτρων και την μεταφορά και παραμονή της στο χώρο της την 22-10-2007 για το οποίο διατηρεί αντίστοιχα αξίωση ποσού 480 ευρώ πλέον φπα και 38.479,32 ευρώ (12 ευρώ ημερήσια αμοιβή για την παραμονή έως την 10-12-2014 πλέον φπα.

Με βάση τα παραπάνω ιστορούμενα στην αγωγή, μεταξύ των διαδίκων εταιριών καταρτίστηκαν για κάθε ένα των άνω σκαφών, διαφορετικές συμβάσεις και συγκεκριμένα συμβάσεις έργου που αφορούσαν την ανέλκυση – καθέλκυση αυτών αλλά και συμβάσεις μισθώσεως του χώρου της ενάγουσας έναντι ανταλλάγματος, προκειμένου να τοποθετηθούν τα σκάφη τα οποία, πλην της σωστικής λέμβου, αποτελούσαν εμπόδιο ή κίνδυνο για την ναυσιπλοΐα  και έπρεπε ως εκ τούτου  να απομακρυνθούν από το σημείο όπου προηγουμένως βρίσκονταν και να τοποθετηθούν προσωρινά  σε χώρο όπου δεν θα ήταν πλέον επικίνδυνα και δεν θα παρεμπόδιζαν, μέχρι να επιμεληθούν αυτών οι ιδιοκτήτες τους. Εξ αυτών προκύπτει ότι κύριος σκοπός των ως άνω συμφωνιών δεν ήταν η φύλαξη, ήτοι η κατάρτιση συμβάσεων παρακαταθήκης, ουσιώδες στοιχείο της οποίας, εκτός από την παραλαβή του σκάφους, αποτελεί η υποχρέωση του θεματοφύλακα για τη φύλαξη αυτού  μέχρι την κανονική απόδοσή του στον κύριο ή κάτοχο του, λαμβανομένου υπόψη ότι ως φύλαξη θεωρείται η επιμελής και ειδική, προσωπική ή μέσω των εντεταλμένων οργάνων, επίβλεψη, η οποία απαιτείται, κατά τη συναλλακτική αντίληψη, για τη συντήρηση του σκάφους  μέχρι την απόδοσή του. Συνεπώς αν δεν συμφωνηθεί ρητά ότι ο εκμεταλλευόμενος το χώρο σταθμεύσεως αναλαμβάνει και την υποχρέωση να φυλάσσει, κατά περίπτωση, το όχημα ή το σκάφος που θα σταθμεύει στο χώρο αυτό, τότε απόκειται στο δικαστή να προβεί στο νομικό χαρακτηρισμό της σχετικής συμβάσεως, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες συμφωνήθηκε η στάθμευση και λειτουργεί ο χώρος σταθμεύσεως  (ΑΠ 1326/1989 ΕΕΝ 1990.553, ΕφΠειρ 858/2014 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 7082/2006 δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα ουδόλως αναφέρεται σε ρητή συμφωνία με την εναγομένη με βάση την οποία ανέλαβε την, κατά τα ανωτέρω, επίβλεψη των σκαφών που αναφέρει στην αγωγή της, αντίθετα με βάση τα ιστορούμενα σ’ αυτήν οι συμβάσεις που κατάρτισε με το Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας του οποίου καθολική διάδοχος είναι η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, είναι μικτές συμβάσεις έργου και παραχώρησης χώρου προς χρήση έναντι ανταλλάγματος με κύρια παροχή την μίσθωση του χώρου έναντι ανταλλάγματος, που εξασφάλιζαν την παραμονή των σκαφών μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες για αυτά ενέργειες. Επομένως η ένδικη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 346, 361, 574, 595 εδ. α΄ Α.Κ. 69 παρ. 1 ε,  ΚΠολΔ όσον αφορά το, νόμιμο, αίτημα περί καταβολής φπα  (ΕφΘεσσ 802/2014 δημ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 8884/2003 ΕλΔνη 2004.1104) και θα πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική  βασιμότητά της κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648 έως 657 (άρθρο 647 παρ. 2 ΚΠολΔ), που εφαρμόζεται εν προκειμένω και ίσχυε κατά τον χρόνο που δημοσιεύτηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 533 ΚΠολΔ).

Στη συνέχεια σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθμ. 16 σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθωμάτων, ενώ, περαιτέρω,   σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.  1 του ν. 3190/1955, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης, όπως είναι η ενάγουσα – εκκαλούσα,  είναι εμπορική ακόμα και αν ο σκοπός της δεν είναι εμπορική επιχείρηση. Συνεπεία αυτού  οι αξιώσεις της εταιρίας από την δραστηριότητά της υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250  αριθ. 1 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, ειδικότερα, σε πέντε χρό­νια παραγράφονται οι αξιώσεις των εμπόρων, των βιο­μηχάνων και των χειροτεχνών, για εμπορεύματα που χορήγησαν, για την εκτέλεση εργασιών και για την επι­μέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και για τις δαπάνες που έκαναν.   Κατά δε τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, η παρα­γραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, στις περιπτώ­σεις, όμως, των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250, η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 250 οριζό­μενη, αφετηρία αυτής,  μέσα στο οποίο με άλλα λόγια γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.

Στην κρινόμενη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζουν νομότυπα με επίκληση οι διάδικοι, ήτοι της ανωμοτί καταθέσεως του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου  που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως αυτού, του συνόλου των εγγράφων και των φωτογραφιών που δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους καθώς και της προσκομιζόμενης από την ενάγουσα ενόρκου βεβαιώσεως με αριθμό …./7-9-2017 η οποία δόθηκε κατόπιν νομότυπης κλητεύσεως της αντιδίκου της (σχετ. η …./4-9-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………)  και λαμβάνεται υπόψη καθώς δεν προέκυψε ότι η ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το πρώτον,  προσκόμισή της οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρεία αμέλεια της ενάγουσας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας εμπορικής εταιρίας που προέρχονται  από την δραστηριότητά της και αφορούν την αμοιβή της για τις ανελκύσεις-καθελκύσεις αφενός και τα μισθώματα για την παραχώρηση του χώρου της για την παραμονή των ως άνω σκαφών αφετέρου, υπόκεινται σύμφωνα με τις αμέσως προηγούμενες σκέψεις στην ως άνω πενταετή παραγραφή και όχι σε εκείνη των είκοσι ετών, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η ενάγουσα, επικαλούμενη σύμβαση παρακαταθήκης και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, απορρίπτοντας σιγή τον σχετικό, περί παραγραφής, ισχυρισμό της εναγομένης, ο οποίος είναι πλήρως ορισμένος, αφού περιέχει τα στοιχεία εκείνα που τον θεμελιώνουν και ιδίως τον χρόνο της παραγραφής (έναρξη, λήξη αυτής) και το σχετικό αίτημα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατό  να κριθεί αν έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος αυτής (ΑΠ 147/2008, 1168/2006, ΕΑ 972/2008 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια όσον αφορά τις ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας για α] το σκάφος αναψυχής  «Τ», το αλιευτικό σκάφος  «Ε» και τη λάντζα «Λ» έχει παραγραφεί το σύνολο αυτών καθώς και σύμφωνα με τις άνω σκέψεις,  για το  πρώτο η σχετική αξίωση αφορά το χρονικό διάστημα από 20-5-1998 έως 20-11-2001 και η πενταετής προθεσμία για την δικαστική επιδίωξή της έληξε την 31-12-2006, για το δεύτερο αφορά το χρονικό διάστημα από 23-10-2003 έως 6-12-2003 και επομένως η ως άνω προθεσμία συμπληρώθηκε την 31-12-2008 και τέλος για τη λάντζα αφορά το χρονικό διάστημα από   23-10-2003 έως 6-12-2005 και η προθεσμία της παραγραφής συμπληρώθηκε την 31-12-2010. Συνολικά έχουν παραγραφεί αξιώσεις (συνολικού) ποσού 12.720,1 ευρώ.  Αντίστοιχα β] για το σκάφος «J» έχει παραγραφεί η αξίωση για την αμοιβή της ενάγουσας για την ανέλκυση που έγινε την 20-7-1998 και μέρος της αμοιβής της για την παραμονή του σκάφους που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 20-7-1998 έως 31-12-2008 καθώς, σύμφωνα με τα αμέσως προηγουμένως αναφερόμενα για την αξίωση αμοιβής λόγω της παραμονής του σκάφους που γεννήθηκε κατά το έτος 2008, έπρεπε να ασκηθεί αγωγή από 1-1-2009 έως και 31-12-2013  και απομένει για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα η σχετική αξίωση ανερχόμενη σε 13.295,97 ευρώ (2.169 ημέρες χ 6,13 ημερήσια αμοιβή),  για τη σωστική λέμβο έχει ομοίως παραγραφεί η ένδικη αξίωση της ενάγουσας για την αμοιβή της λόγω της εκφορτώσεώς της από την νταλίκα, την 4-9-2002 και μέρος της αμοιβής της για την παραμονή στο χώρο της που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 4-9-2002 έως 31-12-2008 καθώς, όπως ήδη εκτίθεται παραπάνω, για αυτήν την αξίωση που γεννήθηκε κατά το έτος 2008 έπρεπε να ασκηθεί αγωγή από 1-1-2009 έως και 31-12-2013 και η απομένουσα αξίωση ανέρχεται σε  12.805,77 ευρώ (2.169 ημέρες χ 5,90 ημερήσια αμοιβή)   και τέλος για την λάντζα «ΜΚ» έχει ομοίως παραγραφεί η αξίωση για την ανέλκυσή της από τη θάλασσα την 22-10-2007 και μέρος της αμοιβής της για την παραμονή στο χώρο που αφορά το χρονικό διάστημα από 22-10-2007 έως 31-12-2008 για την οποία θα έπρεπε η αγωγή να έχει ασκηθεί έως 31-12-2013 ενώ η μη παραγεγραμμένη απαίτηση ανέρχεται σε 32.014,44 ευρώ (2.169 ημέρες χ 14,76 ημερήσια αμοιβή).

Στη συνέχεια από την εκτίμηση των ίδιων ως και άνω αποδεικτικών μέσων αλλά και από τα όσα η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή της και ο νόμιμος εκπρόσωπός της κατέθεσε εξεταζόμενος ανωμοτί  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν  αποδεικνύεται ότι  οι παρασχεθείσες υπηρεσίες από την ενάγουσα αναφορικά με το σκάφος «J» και τη λάντζα «ΜΚ» ήταν κατόπιν συμφωνίας με την εναγόμενη και αυτό διότι από το με αριθμό πρωτοκ.  ……../22-7-1998 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας  (Κ.Λ.Ε.), αποδεικνύεται ότι αυτή η υπηρεσία ανέθεσε στην ενάγουσα την ανέλκυσή του  πρώτου σκάφους («J») στην ξηρά, η οποία κοινοποιεί το άνω έγγραφό της στην εναγόμενη προς ενημέρωσή της, όπως εξάλλου και η ενάγουσα ιστορεί στην αγωγή της, η οποία, ωστόσο, προσθέτει προς θεμελίωση της εναγωγής της εναγόμενης  ότι η τελευταία,  αποδεχόμενη την εντολή του Κ.Λ.Ε. συμφώνησε με την ενάγουσα για την ανέλκυση του σκάφους. Ωστόσο είναι σαφές και αναμφισβήτητο  από το περιεχόμενο του άνω εγγράφου  ότι η ανέλκυση του  «J» έγινε κατόπιν εντολής του Κ.Λ.Ε. προς την ενάγουσα, χωρίς άλλωστε να υφίσταται λόγος να αποδεχθεί αυτή την εντολή η εναγόμενη, η οποία κατά τον ένδικο χρόνο που αφορά το ανωτέρω σκάφος,   είναι επίσης δημόσια υπηρεσία και  ανεξάρτητη του Κ.Λ.Ε.. Περαιτέρω όσον αφορά την λάντζα «ΜΚ»,  σύμφωνα με την κατάθεση του ίδιου του νομίμου εκπροσώπου της, η ανέλκυση αυτής και η παραμονή στο χώρο της, έγινε κατόπιν εντολής του Κ.Λ.Ε., ενώ ο ίδιος δεν  αναφέρει ούτε επιβεβαιώνει  καμία συμφωνία με την εναγομένη που αφορά  το τελευταίο αυτό σκάφος. Εξάλλου και στην από 10-3-2011 αίτηση-υπόμνημα, από την οποία προκύπτει ότι για πρώτη φορά  η ενάγουσα αναφέρεται σε απαιτήσεις της από υπηρεσίες ανελκύσεως και παραμονής σκαφών στο χώρο της, δεν ισχυρίζεται ότι αυτές παρασχέθηκαν κατόπιν συμφωνίας με την εναγόμενη αποκλειστικά, αλλά αναφέρει ότι προηγήθηκε εντολή συλλήβδην του Λιμενικού Ταμείου Ελευσίνας, της Ο.Λ.Ε. ΑΕ (εναγόμενης) και του Κ.Λ.Ε. Επομένως η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε τις  ένδικες αξιώσεις όσον αφορά τα άνω σκάφη «J» και «ΜΚ», ως ουσιαστικά  αβάσιμες και όσα αντίθετα υποστηρίζει με την έφεσή της και τον δεύτερο λόγο αυτής η ενάγουσα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα

Τέλος από τα προσκομισθέντα έγγραφα αποδεικνύεται ότι μέχρι το έτος 2011 η ενάγουσα δεν είχε προβεί σε καμία διαμαρτυρία ή όχληση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προς ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεών της, παρά το ότι αυτές εκκρεμούσαν, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στην αγωγή, επί μακρό χρονικό διάστημα, ακόμα και πλέον της δεκαετίας, ενώ αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από την κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της, του οποίου τα συμφέροντα ταυτίζονται με εκείνα της ενάγουσας εταιρίας η οποία είναι μονοπρόσωπη ε.π.ε. με μοναδικό εταίρο τον ίδιο. Συγκεκριμένα για το πρώτο σκάφος  («J») από το έτος 1998, για το «Τ» ομοίως από έτος 1998, ήτοι επί δώδεκα έτη,  για τα «Ε»  και «Λ» από το έτος 2003, ήτοι επί οκτώ έτη, για τη σωστική λέμβο επί εννέα έτη, από το έτος 2002 και τέλος για το «ΜΚ» επί τέσσερα έτη, από το 2007 και παρά το ότι το «Τ.» απομακρύνθηκε την 20-11-2001, το «Ε.», μετά από σαράντα ημέρες παραμονής, την 6-12-2003 και το «Λ.» την 6-12-2005. Αντίθετα η από μέρους της ενάγουσας έγερση αυτών των αξιώσεων σημειώθηκε για πρώτη φορά το έτος 2011 στα πλαίσια της προσπάθειας της να αντιμετωπίσει την σημαντική αύξηση του ποσού του ανταλλάγματος που κατέβαλε στην εναγόμενη για την παραχώρηση του χώρου όπου ασκούσε την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Συγκεκριμένα με την …./19-12-2006 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης αναπροσαρμόστηκε το αντάλλαγμα για το έτος 2007, από 10.593 ευρώ που είχε οριστεί το 2006,  σε 64.397 ευρώ, ωστόσο μετά  από διαμαρτυρία της ενάγουσας, η εν λόγω απόφαση ανακλήθηκε με την …./16-3-2007 απόφαση ως εσφαλμένη και εν τέλει το αντάλλαγμα για το 2007 καθορίστηκε στο ποσό των 36.665,39 ευρώ, το οποίο ήταν και αυτό ιδιαίτερα, κατά ποσοστό 246%, αυξημένο, συγκριτικά με εκείνα των προηγούμενων ετών.  Με την …../29-10-2012 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, αφού είχε προηγηθεί σχετική αίτηση  της ενάγουσας (η από 3-4-2012), επαναπροσδιορίστηκε το αντάλλαγμα και προσδιορίστηκε σε σημαντικά χαμηλότερα ποσά, σε 17.459,72 ευρώ για το 2007 και  σε 18.884,43 ευρώ για τα έτη  2008 έως και 2011   και παράλληλα καθορίστηκε το ύψος της οικονομικής εκκρεμότητας από το β’ εξάμηνο του 2008 έως και το 2011 στο ποσό των 36.987,65 ευρώ το οποίο έπρεπε να καταβληθεί έως 31-12-2012, ενώ τέλος απέρριψε το αίτημά της για απαιτήσεις από ανελκύσεις, καθελκύσεις και διαχείμαση σκαφών ύψους 140.056 ευρώ. Κατόπιν αυτών η ενάγουσα επανήλθε με υπομνήματα  – αιτήσεις σε μία προσπάθεια να συμψηφίσει τις σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της απαιτήσεις για τις άνω αιτίες, με τις απαιτήσεις της εναγόμενης στα οποία υπομνήματα  περιορίζει πλέον αυτές στο ύψος των 77.000 ευρώ, περίπου και σε εκείνες που αφορούν ενέργειές της κατόπιν εντολής της εναγομένης. Συμψηφισμός δεν έγινε αποδεκτός από την τελευταία, η οποία μάλιστα με την …./5-6-2013 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου ανακάλεσε την …./2012 απόφαση αυτού ενώ με την …./29-11-2013 απόφαση  προχώρησε  στην βεβαίωση οφειλής ύψους 231.532,22 ευρώ σε βάρος της ενάγουσας και την είσπραξή της με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ ενώ, στη συνέχεια, πράγματι εκδόθηκε η …./3-2-2014 ατομική ειδοποίηση της οικείας Δ.Ο.Υ. αφού βεβαίωσε το άνω ποσό με την …/3-2-2014 ταμειακή της βεβαίωση. Η ενάγουσα πέτυχε την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που επισπεύδεται σε βάρος της με βάση τις ως άνω αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης και την ατομική ειδοποίηση,  ωστόσο, όπως η ίδια εξάλλου ισχυρίζεται στην προσκομιζόμενη από 21-5-2015 ανακοπή της, αν και η εναγομένη επαναβεβαίωσε την ίδια ως άνω οφειλή με την …./21-10-2014 απόφασή της,  η ενάγουσα μόλις την 29-12-2014 άσκησε την υπό κρίση  αγωγή (σχετ. η …./29-12-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ….. με την οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη η από 10-12-2014 αγωγή) σε μια αδικαιολόγητη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, καθυστέρηση στην δικαστική επιδίωξη των ένδικων αξιώσεών της ενόψει των ως άνω ενεργειών της εναγομένης. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ιδίως της όψιμης προβολής των ένδικων απαιτήσεων της ενάγουσας, της μακροχρόνιας αδράνειάς της, της καθυστερημένης δικαστικής επιδιώξεώς τους και (επιδιώξεώς τους) σε συνάρτηση με τις άνω περιγραφόμενες αποφάσεις της εναγομένης, των συνθηκών υπό τις οποίες φέρονται ότι δημιουργήθηκαν (προφορικότητα των αντίστοιχων συμβάσεων αν και η αντισυμβαλλόμενη ήταν υπηρεσία του Δημοσίου, αντιφατικότητα ως προς την προέλευση της εντολής (Κ.Λ.Ε., Λιμενικό Ταμείο) για την ανέλκυση και παραμονή των σκαφών στο χώρο της ενάγουσας), το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι μη ανεκτή η άσκηση των ένδικων αξιώσεων ως αντιβαίνουσα στις  περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και εξερχόμενη των  ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, επομένως καταχρηστική και απαγορευμένη, όπως παραδεκτά και βάσιμα ισχυρίστηκε η εναγόμενη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επαναφέροντας τον ισχυρισμό της και με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της και επομένως είναι απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες (Ολ Α.Π. 6/2016, 16/2006, 7/2002, 8/2001, ΑΠ 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως  ουσιαστικά αβάσιμη  κρίνοντας ότι ουδέποτε καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παρακαταθήκης, ορθά μεν κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, πλην όμως με εσφαλμένες αιτιολογίες. Επομένως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 534 ΚΠολΔ, πρέπει να αντικατασταθούν οι ως άνω αιτιολογίες και να απορριφθεί η έφεση, επιβαλλομένων των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της ενάγουσας (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ ) και διατασσομένης της εισαγωγής του παραβόλου της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ,  κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της αποφάσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την  από 4-11-2016 και με αριθμό εκθ. καταθ. ……./7-11-2016 έφεση της ενάγουσας εταιρίας  κατά της  4402/2015  οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την 1473/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει  αυτήν κατ’ ουσίαν.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων (4.700) ευρώ.Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων με αριθμούς ………στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  20 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ