Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 246/2018

Αριθμός   246/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Στην διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ ορίζονται τα ακόλουθα: «Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται.». Το πρόβλημα της επανειλημμένης ασκήσεως του ίδιου ένδικου μέσου κατά της ίδιας αποφάσεως οφείλει την γένεσή του στην διάκριση μεταξύ του δικαιώματος προς άσκηση του ένδικου μέσου και συγκεκριμένου δικογράφου με το οποίο ασκήθηκε το ένδικο αυτό μέσο. Εφόσον το δικόγραφο αντιδιαστέλλεται από το δικαίωμα, αποτελεί δηλαδή περίπτωση ασκήσεως ή συγκεκριμενοποιήσεως του δικαιώματος, παρέπεται ότι η κατάθεση του δικογράφου δεν εξαντλεί κατ΄ ανάγκην την άσκηση δικαιώματος, η οποία, επομένως, θα μπορούσε να επαναληφθεί. Τέτοια επανάληψη, φυσικά, αποκλείεται, αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε για λόγους ουσιαστικούς. Τα ίδιο ισχύει, κατ΄ αρχήν, και στην περίπτωση που το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο. Στην γενική αυτή αρχή νομολογιακά εισήχθη εξαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν θεωρείται δεύτερη και, συνεπώς, δεν απαγορεύεται η άσκηση εφέσεως όταν η πρώτη (έφεση) ασκήθηκε χωρίς να υπάρχει καν δικαίωμα εφέσεως όπως λ.χ. στην περίπτωση που ασκήθηκε έφεση κατ΄ αποφάσεως μη υποκειμένης σε έφεση επειδή δεν είχε οριστικό χαρακτήρα. Και τούτο γιατί ένδικο μέσο που ασκείται χωρίς να υφίσταται δικαίωμα προς άσκησή του θεωρείται οιονεί ανυπόστατο (ΕΑ 6549/2009 ΔΕΕ 2010.438 = ΕΕμπΔ 2010.355 = Ε7 2012.987, 1243 = τ.ν.π. Νόμος στην οποία και περαιτέρω παραπομπές στην θεωρία και την νομολογία). Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν η έφεση απορρίφθηκε για λόγο μη ουσιαστικό αλλ΄ όμως όχι γιατί η απόφαση που προσβλήθηκε με αυτή (έφεση) δεν είχε οριστικό χαρακτήρα αλλά για άλλο λόγο. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει επάνοδος στον κανόνα της απαγορεύσεως ασκήσεως δεύτερης εφέσεως κατά της αυτής αποφάσεως η οποία (απαγόρευση) έχει θεσπιστεί γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα επερχόταν ως αποτέλεσμα μία, μη αποδεκτή από το πνεύμα του νόμου, επιβράδυνση των αποτελεσμάτων που εξαρτώνται από την τελεσιδικία, αφού ο ηττημένος διάδικος θα μπορούσε να ασκεί επανειλημμένα απαράδεκτες εφέσεις (ΕΛαμ 163/2010 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003, § 161 επόμ.).
  2. Στην προκείμενη περίπτωση εισάγεται προς εκδίκαση η από 19.09.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./19.09.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../19.09.2017) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος (………) κατά της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας («……..») και της υπ΄ αριθμ. 2366/10.06.2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα που εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία απέρριψε δε την από 03.02.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./05.02.2014) αγωγή του ενάγοντος. Η έφεση όμως αυτή ασκήθηκε απαραδέκτως, κατά παράβαση της απαγορεύσεως της διατάξεως του άρθρου 514 ΚΠολΔ, και, για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (υπ΄ αριθμ. 2366/10.06.2015), η οποία δεν είχε επιδοθεί, είχε ασκηθεί από τον αυτό διάδικο (ηττηθέντα ενάγοντα) η από 10.08.2015 (αρ. εκθ. καταθ. …./11.08.2015) έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την υπ΄ αριθμ. 463/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για τον λόγο ότι δεν είχε επισυναφθεί στο δικόγραφο της εφέσεως που είχε κατατεθεί στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου το προβλεπόμενο στην διάταξη του άρθρου 495§3 ΚΠολΔ παράβολο. Επομένως, εφόσον η προηγούμενη της ένδικης έφεση είχε απορριφθεί για λόγο μη ουσιαστικό αλλά και μη αναγόμενο στο είδος της εκκαλούμενης αποφάσεως ή άλλο ανάλογο, κωλύοντα την άσκηση παραδεκτής εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρέπει η ένδικη έφεση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, υπό στοιχείο Ι, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 532 ΚΠολΔ). Αλλά και υπό την αντίθετη εκδοχή, την οποία το Δικαστήριο τούτο δεν αποδέχεται, αλλά αξιολογεί προς απάντηση σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος, σύμφωνα με την οποία η ένδικη έφεση ασκήθηκε όχι μόνο νομότυπα αλλά και εμπρόθεσμα, αυτή (έφεση) έπρεπε να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Ειδικότερα, η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 10.06.2015 χωρίς να ακολουθήσει, όπως ήδη σημειώθηκε, επίδοσή της με μέριμνα κάποιου από τα διάδικα μέρη. Η κατ΄ αυτής στρεφόμενη ένδικη έφεση κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος αυτή (εκκαλούμενη απόφαση) πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19.09.2017, δηλαδή σε χρονικό σημείο εκτός της προβλεπόμενης στην διάταξη του άρθρου 518§2 ΚΠολΔ, όπως η § 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 ν. 4335/2015, διετίας. Επομένως, η εν λόγω έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα και είναι απαράδεκτη (άρθρο 532 ΚΠολΔ) τούτο δε γιατί, στην διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του άρθρου 1 ν. 4335/2015, ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από (την) 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές» και, επιπλέον, στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016» (ΑΠ Β1 1176/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 626/2017 αδημ.). Αποτέλεσμα της υπάρξεως της προαναφερόμενης διαχρονικού δικαίου διατάξεως είναι ανυπαρξία ανάγκης του Δικαστηρίου τούτου να καταφύγει σε όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 13§2, 24§1 εδάφ. α΄ ΕισΝΚΠολΔ και 72§4 ν. 3994/2011 λαμβανομένου, παραλλήλως, υπόψη του γεγονότος ότι, λόγω της ευρείας δημοσιότητας που δόθηκε στην τροποποίηση του ΚΠολΔ με τον ανωτέρω νόμο (ν. 4335/2015) και του μακρού χρόνου που μεσολάβησε από την δημοσίευση αυτού στην Ε.τ.Κ. (23.07.2015) έως την έναρξη της ισχύος του (01-01-2016), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διάδικοι που είχαν πριν από την 01.01.2016 το δικαίωμα να ασκήσουν το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά μη επιδοθείσης αποφάσεως αιφνιδιάστηκαν από την επελθούσα με τον ν. 4335/2015 νομοθετική μεταβολή.
  • Το καταβληθέν για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης εφέσεως παράβολο πρέπει, λόγω της απορρίψεως αυτής (εφέσεως) να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ΚΠολΔ).
  1. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της νικώσας, λόγω της απορρίψεως της κατ΄ αυτής στρεφόμενης εφέσεως, εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ηττώμενου, λόγω της απορρίψεως της εφέσεώς του, εκκαλούντος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 19.09.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …../19.09.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …../19.09.2017) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2366/10.06.2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και ορίζει το ποσό αυτών σε εξακόσια πενήντα ευρώ (650,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ