Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 248/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   248 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση  από 16-3-2017 και με αρ. κατάθ. …./12-4-2017 έφεση του  ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αρ. 791/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την ειδική διαδικασία  των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός διετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 24-2-2017, καθόσον από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και  533 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ιστορούσε ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, που χαρακτηρίσθηκε ως ορισμένου χρόνου, προσλήφθηκε στον εναγόμενο δήμο ως εργάτης καθαριότητας και απασχολήθηκε σε αυτόν από 11-7-2000 έως 10-3-2001, σε καθημερινή βάση επί οκτάωρο, από  ώρα 7.00 πμ. μέχρι 3.00 μ.μ., έναντι του συμφωνηθέντος μισθού, τελώντας υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του τελευταίου. Ότι, μετά την   άνω  αρχική  σύμβαση,  επακολούθησαν  οι  αναφερόμενες  στην  αγωγή αλλεπάλληλες συμβάσεις, επίσης, ορισμένου χρόνου, δυνάμει των οποίων απασχολήθηκε στον εναγόμενο, υπό την αυτή ιδιότητα και τους ίδιους όρους, τα εξής διαστήματα: 1) από 9-9-2002 έως 8-5-2003, 2) από 19-1-2004 έως 16-3-2004, 3) από 12-4-2005 έως 11-12-2005, 4) από 16-8-2006 έως 15-4-2007, 5) από 11-8-2008 έως 10-10-2008, 6) από 6-10-2010 έως 16-12-2011, 7) από 10-2-2012 έως 25-3-2012 και 8) από 3-4-2015 έως 2-8-2015, οπότε λύθηκε η τελευταία σύμβαση εργασίας του. Ότι, εξάλλου, τα ενδιάμεσα διαστήματα από 11-5-2012 έως 13-2-2013 και από 10-4-2013 έως 12-9-2013 προσέφερε τις υπηρεσίες του στον εναγόμενο με βάση αντίστοιχες προσωρινές διαταγές του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ τα υπόλοιπα διαστήματα μεταξύ των παραπάνω συμβάσεων παρέσχε την εργασία του εθελοντικά, μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ότι οι παραπάνω διαδοχικές συμβάσεις, ενόψει του ότι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας καθαριότητας του εναγομένου, έχουν τον χαρακτήρα μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου και εσφαλμένα χαρακτηρίστηκαν ως ορισμένου χρόνου. Ζητούσε δε,  επικαλούμενος τις διατάξεις των άρθρων 8 § 3  του Ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, 1)να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με τον εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του από 2-8-2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καταβάλλοντας του τις νόμιμες αποδοχές του, 3)να απειληθεί σε βάρος του εναγόμενου χρηματική ποινή 500 ευρώ για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις υπηρεσίες του, 4)να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο αντίδικος στα δικαστικά του έξοδα.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού απέρριψε το υπ’ αρ. 2 αίτημα  για χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της απόφασης του, δέχτηκε την ένδικη αγωγή ως  νόμιμη και την απέρριψε στην ουσία της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται   ο ενάγων, ήδη εκκαλών, για τους λόγους, που αναφέρει στην  ένδικη έφεση του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων,  και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Από  το  συνδυασμό  των  διατάξεων  των  άρθρων  648  και  669 ΑΚ

προκύπτει ότι, σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως (ΑΠ 907/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση, η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.1 ή του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΕΔ 3/ 3001, ΟλΑΠ  7 και 8/2011, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 602/2014, ΑΠ 22/2014 ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσεως ως συμβάσεως εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 ΝΟΜΟΣ).  Την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (με ισχύ από 10-7-2001), ύστερα από τη συμφωνία – πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι, στα κράτη – μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους – μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη – μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη – μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη – μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ’ όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό («όταν χρειάζεται»). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας – πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων», καθώς και από την υπ’ αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη – μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος – μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης». Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του ΠΔ 164/2004 ορίζεται ότι α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης, γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού ΠΔ η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό, το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το ΠΔ 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 §  1 του ως άνω ΠΔ ορίζεται ότι, «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος (19-7-2004) του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ. 1  του άρθρου 5 του παρόντος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο ανανέωσης απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α’ να έχει διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση». Εξάλλου, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης, ενώ κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του ΠΔ 164/2004 απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ και 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και ορίζει, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων, που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα, για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες, και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες, ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο, διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε άλλωστε, κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον, εκ του νόμου, χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ ΑΠ 7 και 8/2011,  ΑΠ 177/2016, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 280/2015), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός, εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη «μετατροπή» του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αορίστου (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 177/2016, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 280/2015). Για την εφαρμογή όμως της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 σε κάθε περίπτωση, προσαπαιτείται οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις να διακρίνονται από συνοχή και χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή, να μη μεσολαβούν πολύμηνα συνήθως χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μιας και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 788/2017, ΑΠ 1425/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ, ορίζουν τα εξής: «Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου» (παρ. 2). «Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται» (παρ.3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18-4-2001), και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος η παράγραφος  7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Ακόμη, στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε η παράγραφος 8, που προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης  με τις πιο πάνω διατάξεις του Ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ’ της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα.  Από όλα τα προαναφερθέντα, λοιπόν, συνάγεται ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πριν από την έναρξη ισχύος 1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ  (με ισχύ από 10-7-2001), 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν δε από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα, και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από τον νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011 ΝΟΜΟΣ), και έτσι μπορεί γι’ αυτές να τύχει εφαρμογής και η διάταξη του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920.  Αντίθετα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 §§  7 και 8 του Συντάγματος δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς, και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες, ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920 (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 201/2015, ΑΠ 602/2014 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει, λοιπόν, των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΠΔ 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη, τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα (ΑΠ 422/2017, ΑΠ 107/2017 ΝΟΜΟΣ).

.Με βάση τις νομικές σκέψεις, που αναπτύχθηκαν παραπάνω, η ένδικη

αγωγή  είναι  απορριπτέα ως νόμω  αβάσιμη,  δεδομένου  ότι η αρχική (πρώτη) σύμβαση μεταξύ των διαδίκων ναι μεν καταρτίστηκε πριν την ισχύ των αναθεωρημένων ως άνω διατάξεων του Συντάγματος (18-4-2001), της άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (10-7-2001) και του ΠΔ 164/2004 (19-7-2004), πλην όμως αυτή έπαυσε να είναι ενεργής κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος των εν λόγω διατάξεων,  η αμέσως δε επόμενη σύμβαση συνήφθη περίπου 18 μήνες αργότερα από την πρώτη (στις 9-9-2002)  υπό την ισχύ δηλαδή των πιο πάνω διατάξεων, ενώ, εξάλλου,  οι επόμενες συμβάσεις απείχαν επίσης μεταξύ τους μεγάλα χρονικά διαστήματα (η τρίτη κατά σειρά σύμβαση απείχε περίπου 7,5 μήνες από την δεύτερη, η τέταρτη  περίπου 13 μήνες από την τρίτη, η πέμπτη 8 μήνες από την τέταρτη, η έκτη 16 μήνες από την πέμπτη, ενώ η έβδομη 24  μήνες από την έκτη). Έτσι οι άνω συμβάσεις του ενάγοντος, ως παρατίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, δεν ήταν διαδοχικές, ενόψει του ότι αυτές απείχαν μεταξύ τους μεγάλα χρονικά διαστήματα και συνεπώς δεν υφίσταται η απαιτούμενη συνοχή μεταξύ αυτών, ώστε μαζί με την αρχική πρώτη σύμβαση να θεωρηθούν ως διαδοχικές συμβάσεις και κατ’ επέκταση, ως εκ του χρόνου σύναψης της πρώτης εξ αυτών ως μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Αντίθετα, η χρονική αυτή απόσταση μεταξύ των επιμέρους συμβάσεων υποδηλώνει ότι  ο ενάγων  κάλυπτε προσωρινές και εποχικές ανάγκες του εναγομένου και συνεπώς κατά τον χρόνο ισχύος των προαναφερόμενων διατάξεων δεν είχαν προσλάβει αυτές τον ενιαίο χαρακτήρα συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, ώστε να τον διατηρήσουν και μετά την έναρξη ισχύος των προαναφερόμενων διατάξεων του  Συντάγματος. Το γεγονός, που επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του, ότι δηλαδή κατά τα ενδιάμεσα διαστήματα παρείχε εθελοντικά την εργασία του στον εναγόμενο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διάφορη κρίση, δεδομένου ότι η σχέση αυτή δεν φέρει το στοιχείο την εξάρτησης, που έχει μία σχέση εξαρτημένης εργασίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχτηκε την αγωγή ως νόμω βάσιμη και απέρριψε αυτήν στην ουσία της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων και συνακόλουθα, δεδομένου ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στον νόμο με τους περιορισμούς που απορρέουν από το δεδικασμένο (322 ΚΠολΔ) και την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, κατ’ άρθρο 536 § 1 ΚΠολΔ, (ΑΠ 7/2001 ΕλΔνη 42.925, ΕΑ 110/2006 ΕλΔνη 48.1477, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. ε’, παράγρ. 851, 854), πρέπει το παρόν Δικαστήριο να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, κατά ουσιαστική παραδοχή της κρινόμενης έφεσης, και, αφού κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την αγωγή,  να την απορρίψει ως μη νόμιμη, αφού δεν καθίσταται επιβλαβέστερη η θέση του εκκαλούντος, μη αρκούσας της αντικατάστασης της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης εν προκειμένω, διότι η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο άγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν  μεταξύ των διαδίκων  λόγω του δυσερμήνευτου των ανωτέρω διατάξεων (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αρ. 7901/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 19-4-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ