Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 284/2018

Αριθμός   284/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη   και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 5.12.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./7.12.2016) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου και Β) η από 12.12.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./14.12.2016) αντίθετη έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων, οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται, αμφότερες, κατά της υπ’ αριθ. 4054/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

IΙ. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια των εναγόντων, στον εναγόμενο την 15.11.2016 (βλ. την σχετική από 15.11.2016 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ αυτές (εφέσεις) κατατέθηκαν στις 7.12.2016 και 14.12.2016, αντιστοίχως, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι, κατ’ άρθρο 144 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση εγγράφου (όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης), τρέχουν και εναντίον εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση. Οι ως άνω εφέσεις παραδεκτώς εισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές από 7.12.2016 και από 14.12.2016 αντίστοιχες βεβαιώσεις της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί τόσο από τον εκκαλούντα ενάγοντα, όσο και από τους εκκαλούντες εναγόμενους το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες κατά τα προεκτεθέντα. Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τις κρινόμενες ως άνω εφέσεις.

ΙΙΙ. Με την από 25.10.2011 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./31.10.2011) αγωγή τους, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), οι ενάγοντες, ……….. (ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι), ισχυρίσθηκαν ότι με τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, έχουν καταστεί συνεπικαρπωτές οι δύο πρώτοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, και ψιλή κυρία η τρίτη αυτών ενός οικοπέδου (μετά της επ’ αυτού πεπαλαιωμένης οικίας) επί των οδών ………. στην Καλλίπολη Πειραιώς, στο οποίο (οικόπεδο) έχουν ανεγείρει, δυνάμει της αναφερόμενης οικοδομικής άδειας, πολυώροφη οικοδομή αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και τέσσερις ορόφους. Ότι το όμορο ακίνητο, επί της οδού . ……, είναι ιδιοκτησίας του εναγομένου (ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου), ο οποίος έχει ανεγείρει επ’ αυτού, με την αναφερόμενη οικοδομική άδεια, μία πολυώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο (που αντιστοιχεί στο υπόγειο των εναγόντων λόγω υψομετρικής διαφοράς) και πέντε ορόφους. Ότι ο εναγόμενος, κατά την ανέγερση της οικοδομής του, προέβη υπαίτια σε παράνομες και αυθαίρετες κατασκευές, όπως λεπτομερώς αυτές αναφέρονται στην αγωγή, κατά παράβαση των διατάξεων του Κτιριοδομικού Κανονισμού, µε αποτέλεσμα να αποστερεί από το ακίνητο αυτών (εναγόντων) τον ηλιασμό, φωτισμό και αερισμό, καθώς και να αποκόπτει τη θέα προς τη θάλασσα, υποβαθμίζοντας το φυσικό και οικιστικό περιβάλλον τους, την αισθητική του τοπίου και  παρακωλύοντας την χρήση του ζωτικού χώρου μέσα στον οποίο αναπτύσσεται η προσωπικότητά τους, προσβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτήν, αλλά και μειώνοντας την οικονομική αξία του ακινήτου τους, με συνέπεια να υποστούν ζημία αλλά και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να άρει τις κατασκευές που έχει τοποθετήσει στην οικοδομή του και συγκεκριμένα: α) να αφαιρέσει τα προεξέχοντα ακτινωτά κιγκλιδώματα, σχήματος λόγχης, που έχει τοποθετήσει στους εξώστες του Δ΄ και Ε΄ ορόφου της οικοδομής του, β) να περιορίσει στο επιτρεπόμενο ύψος 1,20 μ., το ύψος των διαχωριστικών κιγκλιδωμάτων μεταξύ των εξωστών των όμορων ακινήτων τους στους Β΄ και Γ΄ ορόφους του κτιρίου του, γ) να αφαιρέσει το μόνιμο ξύλινο σκελετό (με οριζόντια και κάθετα δοκάρια) από τον εξώστη του Γ΄ ορόφου της οικοδομής του, δ) να αφαιρέσει το κιγκλίδωμα στον εξώστη του Ε΄ ορόφου του κτιρίου του, ε) να μεταφέρει στη θέση που ορίζεται από το νόμιμο περίγραμμα της οικοδομικής του άδειας, το διαχωριστικό κιγκλίδωμα του εξώστη του Δ΄ ορόφου του κτιρίου του και να περιορίσει τόσο το μήκος του κατά 1,05 μ., όσο το ύψος του στο νομίμως επιτρεπόμενο ύψος των 1,20 μ. και στ) να αφαιρέσει το στερεωμένο στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα του Δ΄ ορόφου του κτιρίου του, καραβόπανο. Επίσης, οι ενάγοντες ζήτησαν όπως, σε περίπτωση άρνησης του εναγομένου να άρει τις ανωτέρω κατασκευές, να επιτραπεί στους ιδίους η αφαίρεσή τους µε δαπάνες του εναγομένου, καθώς και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να παραλείπει στο μέλλον κάθε παρόμοια κατασκευή, με απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής σε βάρος του για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί. Τέλος, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε έκαστο αυτών, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του που συνιστά αδικοπραξία αλλά και προσβάλλει την προσωπικότητά τους, το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού διαγνώσθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 932, 966, 967 ΑΚ, 945, 947 ΚΠολΔ και  24 παρ. 1 του Συντάγματος, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία (ως προς τα υπό στοιχ. α΄, γ΄ και στ΄ αιτήματά της καθώς και ως προς το αίτημά της περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) και συγκεκριμένα: 1) υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον, ήτοι υποχρεώθηκε να αφαιρέσει: α) τα προεξέχοντα ακτινωτά κιγκλιδώματα σχήματος λόγχης, από τους εξώστες του Δ΄ και Ε΄ ορόφου της οικοδομής του, β) το μόνιμο ξύλινο σκελετό (με οριζόντια και κάθετα δοκάρια) από τον εξώστη του Γ΄ ορόφου της οικοδομής του και γ) το στερεωμένο στο διαχωριστικό κιγκλίδωμα του Δ΄ ορόφου του κτιρίου του, καραβόπανο, ενώ, σε περίπτωσης άρνησης του εναγομένου, επετράπη στους ενάγοντες να πράξουν τα ανωτέρω με δαπάνες του και 2) υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο εναγόμενος όσο και οι ενάγοντες, με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον εναγόμενο να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή, κατά δε τους ενάγοντες να γίνει αυτή, στο σύνολό της, δεκτή.

  1. IV. Α. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1000 επ. ΑΚ, ο κύριος του πράγματος μπορεί να το διαθέτει κατ’ αρέσκεια και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου επ’ αυτού, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο, δηλ. στους νόμιμους περιορισμούς της κυριότητος ή σε δικαιώματα τρίτων. Η κυριότητα επί ακινήτου εκτείνεται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, στο χώρο πάνω και κάτω από το έδαφος. Από δε τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298 και 330 ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης, απαιτείται παράνομη συμπεριφορά προσώπου, η οποία συνίσταται σε παράνομη ενέργειά του ή παράλειψη, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευόμενου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, ότι η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε απ’ αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Ο παράνομος ή μη χαρακτήρας κάθε πράξης ή παράλειψης κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που κρατεί κατά το χρόνο που αυτές συντελούνται, πλην όμως αυτός εκλείπει αν αρθεί με μεταγενέστερο νόμο αναδρομικά (ΟλΑΠ 28/1993 ΕλλΔνη 1993.350, ΑΠ 1516/2013 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να υπάρξει, όμως, αδικοπρακτική ευθύνη και, συνακόλουθα, δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής ατομικού συμφέροντος, απαιτείται η παραβιαζόμενη διάταξη υπαιτίως να είναι, κατά το γράμμα της ή τον σκοπό του νομοθέτη, προστατευτική του προσβαλλόμενου ατομικού συμφέροντος ή τουλάχιστον και τούτου. Η παράβαση, επομένως, διάταξης που τέθηκε αποκλειστικά για την προστασία του γενικού συμφέροντος μόνο δεν γεννά δικαίωμα αποζημίωσης, ούτε στην περίπτωση κατά την οποία με την εν λόγω διάταξη εμμέσως προστατεύεται και το θιγόμενο με την παράβαση ατομικό συμφέρον, το οποίο όμως δεν εσκόπησε να προστατεύσει ο νομοθέτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξη του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα. Έτσι, επιβάλλεται να γίνεται η χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας και η ανάπτυξη και πολεοδόμηση των οικιστικών εν γένει περιοχών με κριτήρια την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών, λαμβανομένων των κατάλληλων μέτρων προς αναβάθμιση και αποφυγή επιδείνωσης του οικιστικού περιβάλλοντος. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται, ότι οι διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού – ΓΟΚ (Ν. 1577/1985 και ήδη Ν. 4067/2012) και του Κτιριοδομικού Κανονισμού (απόφ. 3046/304/1989 ΥΠΕΧΩΔΕ) που περιλαμβάνεται στον Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΦΕΚ Δ΄ 580/27.7.1999), οι οποίες αφορούν περιορισμούς ως προς το ύψος του κτιρίου και των στηθαίων αυτού, καθώς και ως προς την κατασκευή των εξωστών, προεξοχών και προστεγασμάτων του κτιρίου, δεν έχουν θεσπισθεί αποκλειστικά και μόνο για το δημόσιο συμφέρον, αλλά και για την προστασία του ατομικού συμφέροντος των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων, αφού με τους περιορισμούς αυτούς προστατεύονται και εξυπηρετούνται οι ανάγκες επαρκούς ηλιασμού, αερισμού και φωτισμού των κτιρίων τους, αλλά και η ανάγκη για θέα αυτών (κτιρίων), η οποία εμπίπτει στο πεδίο προστασίας που πηγάζει από τις ανωτέρω διατάξεις, δηλαδή σε κτίρια που είχαν ανεγερθεί με την προοπτική ότι η ανοικοδόμηση στην περιοχή αυτή θα γίνει με την τήρηση των περιορισμών αυτών από τη μελλοντική γειτονική οικοδομή, ενώ η αντίθετη ρύθμιση επιφέρει επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων (ΑΠ 698/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 900/2003 ΕλλΔνη 2003.1278, ΕφΑθ 2826/2001 ΕλλΔνη 2002.177 με σύμφωνο σχόλιο Ι. Κατρά).

Β. Κατά το άρθρο 57 ΑΚ «όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπι­κότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον». Το εν λόγω ιδιωτικό δικαίωμα στην προσωπικότητα έχει διαπλαστεί από το νόμο ως ένα δι­καίωμα – πλαίσιο με επί μέρους αυτοτε­λείς εκφάνσεις που αποτελούν ειδικότερα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τιμή κ.ο.κ. Η προσωπικό­τητα του ανθρώπου γεννάται και αναπτύσσεται ακώλυτα μέσα σε ένα «ζωτικό χώρο» που αποτελείται κατ’ αρχήν από τα εκτός συναλλαγής πράγματα, δηλαδή κατά το άρθρο 966 ΑΚ, α) τα κοινά σε όλους (όπως π.χ. ο ατμοσφαιρικός αέρας, ο ήλιος και η θάλασσα), β) τα κοινόχρηστα (όπως, ενδεικτικώς κατ’ άρθρο 967 ΑΚ, τα ελευθέρως και συνεχώς ρέοντα ύδατα, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι αιγιαλοί κλπ) και γ) τα προορισμένα για την εξυπη­ρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών. Στην έννοια του αναγκαίου στην ανθρώπινη προσωπικό­τητα ζωτικού χώρου εντάσσονται και άλλα περιβαλλοντικά αγαθά μη υπαγόμενα εκ πρώτης όψεως στις ανωτέρω κατηγορί­ες, όπως είναι η αισθητική του τοπίου, η προσήκουσα πολεοδομική ανάπτυξη με σεβασμό στο φωτισμό και τον αερισμό. Η ακώλυτη απόλαυση της χρήσης και της ωφέλειας των αγαθών που συναποτελούν το ζωτικό περιβαλλοντικό χώρο για την ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότη­τας συνιστά αυτοτελή έκφανση του δικαι­ώματος της προσωπικότητας που προ­στατεύεται από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ (βλ. Ι. Καράκωστα, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, έκδ. 2012, σελ. 138 επ.). Προσβολή της ειδικότερης αυτής πλευράς του δικαιώματος επί της προσωπικότητας επέρχεται όταν διαταράσσεται στοιχείο του ζωτικού χώρου από τα ανωτέρω αναφερόμενα κατά τέτοιο τρόπο ώστε: α) καταργείται εξολοκλήρου ή αλλοιώνεται η κοινή ωφέλεια που πηγά­ζει από τη χρήση του συγκεκριμένου αγα­θού, είτε β) καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού ή άλλου συνδεομένου προς αυτό (βλ. Ι. Καράκωστα, ό.π., σ. 143). Τέ­τοια προσβολή είναι απαγορευμένη κατά το άρθρο 57 ΑΚ και αναδίδει τις εκεί κα­θοριζόμενες αξιώσεις εφόσον είναι παρά­νομη. Τούτο συμβαίνει, κατά την κρατού­σα άποψη, όταν η προσβολή γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης νόμου ή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή επιχειρείται κατ’ ενάσκηση δι­καιώματος, το οποίο είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας από πλευράς έννομης τάξης είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος (ΑΠ 1085/2014, ΑΠ 1231/2014, ΑΠ 1216/2014). Ειδικότερα, η αναγωγή του φυσικού περιβάλλοντος σε αυτοτελώς προστατευόμενο κοινόχρηστο αγαθό καθιερώνει κοινωνικό δικαίωμα επί του περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα η παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών να συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του παρεμποδιζομένου (ΑΠ 1731/2006 ΝοΒ 2007.353 και σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Ι. Καράκωστα, ό.π.). Τέλος, η παράνομη προσβολή δεν απαιτείται να είναι επιπλέον και υπαί­τια. Δηλαδή, ο νόμος παρέχει στο θιγόμενο και σε βάρος εκείνου που προκαλεί την προσβολή, αξίωση για άρση της προσβολής και για μη επανάλη­ψή της στο μέλλον ανεξάρτητα από τη συν­δρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη, βλ. ΑΠ 1085/2014, ΑΠ 1231/2014 ό.π., ΕφΛαρ 134/2015 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Βλ. Ι. Καράκωστα, ό.π., σελ. 143).

  1. V. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων …………, που εξετάσθηκαν η πρώτη με επιμέλεια των εναγόντων και η δεύτερη με επιμέλεια του εναγομένου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – βλ. ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνεται και η προσκομισθείσα από τους εκκαλούντες-ενάγοντες από Σεπτεμβρίου 2011 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονος μηχανικού …….., καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων, ……. και …… (ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι), κατέστησαν συγκύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού πεπαλαιωμένης οικίας, κείμενου στην συμβολή των οδών ….., στην Καλλίπολη Πειραιώς (στη θέση «…….»), δυνάµει του υπ’ αριθ. …./10.5.1990 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., που μεταγράφηκε νομίμως. Επί του οικοπέδου αυτού, μετά την κατεδάφιση της παλαιάς οικίας, ανήγειραν πολυώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και τέσσερις άνω του ισογείου ορόφους, με βάση την υπ’ αριθ. …./1994 οικοδομική άδεια, όπως αναθεωρήθηκε νομίμως με τις υπ’ αριθ. …/1994, …/1994, …/1999 και …/2000 αναθεωρήσεις (βλ. την προσκομισθείσα ως άνω άδεια οικοδομής). Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./28.9.1994 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., νομίμως μεταγεγραμμένου, οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων υπήγαγαν το ως άνω ακίνητο στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και 1002, 1117 ΑΚ, συσταθέντων των σ’ αυτό (συμβόλαιο) αναλυτικά περιγραφομένων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ενώ, στη συνέχεια, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. …../24.11.1994 συμβολαίου γονικής παροχής του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, μεταβίβασαν στην τρίτη ενάγουσα …….. θυγατέρα τους (ήδη τρίτη των εκκαλούντων-εφεσίβλητων), την ψιλή κυριότητα του ποσοστού συγκυριότητας εκάστου επί του ανωτέρω ακινήτου (οριζόντιων ιδιοκτησιών), παρακρατώντας την επικαρπία επ’ αυτού. Με τον τρόπο αυτό οι μεν πρώτος και δεύτερος των εναγόντων κατέστησαν συνεπικαρπωτές, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό έκαστος, του ανωτέρω ακινήτου, η δε τρίτη ενάγουσα ψιλή κυρία αυτού, ενώ ήδη όλοι οι ενάγοντες κατοικούν σε οριζόντιες ιδιοκτησίες της εν λόγω οικοδομής, όπως αυτό δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο. Το ανωτέρω ακίνητο συνορεύει με όμορο ακίνητο, κυριότητας του εναγομένου (ήδη εκκαλούντος-εφεσίβλητου), επί της οδού ……, στο οποίο αυτός, δυνάμει της υπ’ αριθ. …./1998 οικοδομικής άδειας της Πολεοδομίας Πειραιώς, ανήγειρε πενταώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο (που αντιστοιχεί στο υπόγειο των εναγόντων λόγω υψομετρικής διαφοράς) και πέντε ορόφους. Τα δύο ως άνω οικόπεδα βρίσκονται μέσα στο ρυμοτομικό σχέδιο και έχουν πρόσοψη στη μικρού πλάτους (περίπου 4,95 μ.) οδό …, που καταλήγει σε απόσταση 25-30 μ. περίπου από την κατοικία του εναγομένου στην περιμετρική ……, πέραν της οποίας εκτείνεται βραχώδης ακτή και ο Σαρωνικός κόλπος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, κατά την ανέγερση της εν λόγω οικοδομής του, προέβη σε αυθαίρετες κατασκευές καθ’ υπέρβαση της ως άνω οικοδομικής αδείας του, οι οποίες, κατόπιν της από 18.1.2011 σχετικής καταγγελίας του πρώτου ενάγοντος, διαπιστώθηκαν την 8.4.2011 και καταγράφονται στην υπ’ αριθ. …./2011 έκθεση αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Πειραιώς. Ειδικότερα, μεταξύ των διαπιστωθέντων παραβάσεων περιλαμβάνονται η επέκταση του κτιρίου εκτός του νομίμου περιγράμματος προς την Οικοδομική Γραμμή (Ο.Γ.) στους Α΄ και Β΄ ορόφους κατά 0,55 µ. επί 9,25 µ., στον Γ΄ όροφο κατά 0,55 µ. επί 5,88 µ. και 0,25 µ. επί 3,45 µ. και στον Δ΄ όροφο επί της προσόψεως κατά 0,15 µ. επί 3,55 µ., η επέκταση των εξωστών του Β΄ ορόφου κατά 0,50 µ. πέραν της Ο.Γ., η τοποθέτηση στα όρια των εξωστών του Γ΄ ορόφου ξύλινων οριζόντιων και κατακόρυφων δοκαριών 0,10 μ. για στήριξη τέντας, η επέκταση των εξωστών του Δ΄ ορόφου πέραν του νομίμου περιγράμματος κατά 1,05 µ. επί 5,80 µ. και 0,20 µ. επί 3,55 µ. (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./2011 έκθεση αυτοψίας). Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την προσωρινή απουσία των εναγόντων από την κατοικία τους, τοποθέτησε στους εξώστες των Δ΄ και Ε΄ ορόφων της οικοδομής του επί του στηθαίου που υπάρχει προς την κοινή πλευρά των ιδιοκτησιών των διαδίκων, μεγάλα ακτινωτά κιγκλιδώματα σε σχήμα λόγχης προς την πλευρά του δρόμου. Τα ακτινωτά αυτά κιγκλιδώματα δεν συνιστούν νόμιμες κατασκευές και τέθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 4 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (απόφασης 3046/304/1989 ΥΠΕΧΩΔΕ) που περιλαμβάνεται στον Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ήδη άρθρο 358), αφού κατ’ αρχήν υπερβαίνουν το ανώτατο ύψος των διαχωριστικών τοιχίων-στηθαίων (ήτοι 1,20 μ.) ενώ δεν συντρέχουν και λόγοι ασφαλείας για την κατασκευή τους, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου. Και τούτο, γιατί τοποθετήθηκαν µόνο στο κοινό όριο των δύο ακινήτων και όχι και στην αντίθετη πλευρά της ιδιοκτησίας του εναγομένου, ήτοι προς την πλευρά της θάλασσας επί της οδού ….., όπως αυτό προκύπτει και από τις προσκομισθείσες φωτογραφίες, ενώ είναι αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου ότι στην αντίθετη πλευρά η υψομετρική διαφορά των εξωστών µε την όμορη ιδιοκτησία καθιστά περιττή µία τέτοια κατασκευή. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος τοποθέτησε αυθαίρετα στα όρια των εξωστών του Γ΄ ορόφου του κτιρίου του, μόνιμο ξύλινο σκελετό με οριζόντια και κάθετα ξύλινα δοκάρια 0,10 μ. για στήριξη τέντας, κατασκευάζοντας έτσι μόνιμο προστέγασμα, κατά παράβαση των άρθρων 11 και 17 του Κτιριοδομικού Κανονισμού που περιλαμβάνεται στον Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ήδη άρθρα 252 και 360), όπως η παράβαση αυτή αποτυπώθηκε και στην προαναφερθείσα υπ’ αριθ. …../2011 έκθεση αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Πειραιώς. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος τοποθέτησε αυθαίρετα και παράνομα επί του διαχωριστικού κιγκλιδώματος του υπάρχοντος στο στηθαίο του Δ΄ ορόφου του κτιρίου του, το οποίο (στηθαίο) υπάρχει στο όριο των ακινήτων των διαδίκων, ένα καραβόπανο, αποστερώντας στο σημείο εκείνο πλήρως την θέα των εναγόντων, κατά παράβαση των άρθρων 11 και 15 του Κτιριοδομικού Κανονισμού που περιλαμβάνεται στον Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ήδη άρθρα 252 και 358) και, επίσης, προσβάλλοντας την αισθητική του χώρου (τοπίου). Με τις ανωτέρω αυθαίρετες και παράνομες κατασκευές του εναγομένου, που έγιναν εν γνώσει του, οι ενάγοντες ζημιώθηκαν, αφού η οικοδομή τους υπέστη μείωση του ηλιασμού, φωτισμού και αερισμού καθώς και παρεμπόδιση της θέας της προς την θάλασσα, με συνέπεια την υποβάθμιση της διαβίωσης των εναγόντων στην ιδιοκτησία τους, με την δημιουργία εμποδίων στην θέα τους καθώς και στον αερισμό, ηλιασμό και φωτισμό των χώρων της οικοδομής τους. Ειδικότερα, πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη στην παράγραφο IV Α της παρούσας, ο νομοθέτης με τη θέσπιση των προαναφερθέντων περιορισμών του Κτιριοδομικού Κανονισμού σκόπευε να προστατεύσει και το ατομικό έννομο συμφέρον των ιδιοκτητών των παρακείμενων ακινήτων σε σχέση με τις ανάγκες για επαρκή ηλιασμό, αερισμό και φωτισμό των κτιρίων τους, για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων, αλλά και σε σχέση με τη θέα αυτών, η οποία εμπίπτει στο πεδίο προστασίας που πηγάζει από τις ανωτέρω παραβιασθείσες διατάξεις. Υπό τα ανωτέρω νομικά και ουσιαστικά δεδομένα, θεμελιώνεται νομικά και καταφάσκεται ουσιαστικά η αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου έναντι των εναγόντων από την προαναφερθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, από την οποία προκλήθηκε σ’ αυτούς ζημία αλλά και ηθική βλάβη. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι, στην προκείμενη περίπτωση, συντρέχει το στοιχείο της παρανομίας, αφού η τοποθέτηση από τον εναγόμενο των ανωτέρω κατασκευών έγινε κατά παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων του Κτιριοδομικού Κανονισμού, λαμβανομένου υπόψη ότι κρίσιμος χρόνος για την εξέταση του παρανόμου της πράξης είναι ο χρόνος τέλεσης αυτής κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επίσης, η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου, με την οποία προσβλήθηκε η κοινή χρήση και κοινή ωφέλεια πραγμάτων κοινών σε όλους (όπως ο αέρας, ο ήλιος, ο φωτισμός και η θέα), συνιστά και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων κατ’ άρθρο 57 ΑΚ, γιατί προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 970 ΑΚ και ταυτόχρονα αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 24 του ισχύοντος Συντάγματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο IV Β της παρούσας, η παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του παρεμποδιζομένου. Ειδικότερα δε, στην προκείμενη περίπτωση, η προσβολή αυτή επήλθε με την προσβολή του ζωτικού χώρου, στον οποίο αναπτύσσεται η προσωπικότητα των εναγόντων και στον οποίο (ζωτικό χώρο) περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η κοινή χρήση και ωφέλεια όλων των κοινών σε όλους πραγμάτων (όπως είναι ο αέρας, ο ήλιος, ο φωτισμός και η θέα) αλλά και το περιβαλλοντικό αγαθό της αισθητικής του τοπίου κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή των εναγόντων, κρίνοντας ότι οι ανωτέρω κατασκευές του εναγομένου αφενός προσβάλλουν την προσωπικότητα των εναγόντων και αφετέρου συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά του, από την οποία προκλήθηκε στους ενάγοντες και ηθική βλάβη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο με τους σχετικούς (τρίτο έως και ένατο) λό­γους της έφεσής του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα.

Ο εναγόμενος, προς απόκρουση της αγωγικής αξίωσης των εναγόντων, προέβαλε, όλως γενικώς, στον πρώτο βαθμό τον ισχυρισμό (τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο της έφεσής του) περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος των εναγόντων, επικαλούμενος ότι οι τελευταίοι άσκησαν την αγωγή τους, αποβλέποντας να τον αποστερήσουν από το νόμιμο δικαίωμά του να ασκήσει όλες τις εξουσίες που απορρέουν από το δικαίωμα κυριότητάς του επί του όμορου (σε σχέση με το ακίνητο των εναγόντων) ακινήτου του και παρά το ότι γνώριζαν ότι οι επίδικες κατασκευές του είναι νόμιμες, ως απορρέουσες από το δικαίωμα κυριότητάς του και ως γενόμενες κατ’ άρθρο 1000 ΑΚ. Τα ανωτέρω, όμως, επικαλούμενα από τον εναγόμενο περιστατικά δεν θεμελιώνουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά, εφόσον είναι αληθινά (κάτι, όμως, που δεν αποδείχθηκε), συνεπάγονται την απόρριψη της αγωγής (λόγω ύπαρξης νόμιμων κατασκευών του εναγομένου κατ’ ενάσκηση νόμιμου δικαιώματός του), δεδομένου ότι η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του και, συνεπώς, η επίκληση περιστατικών (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση), η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση του δικαιώματος του ενάγοντος, δεν θεμελιώνει ένσταση καταχρηστικής άσκησής του αλλά συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1799/2006, ΕφΘεσ 721/2010 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγομένου, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, είναι μη νόμιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, απέρριψε τον περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος των εναγόντων, ισχυρισμό του εναγομένου ως μη νόμιμο, έστω και με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο με τον σχετικό (πρώτο) λό­γο της έφεσής του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα.

Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, κατά την ανέγερση της οικοδομής του, κατασκεύασε, όπως είχε νόμιμο δικαίωμα, διαχωριστικό τοιχίο (στηθαίο) μεταξύ των εξωστών των δύο όμορων κτιρίων, επί των οποίων τοποθέτησε κιγκλίδωμα, με αποτέλεσμα το συνολικό ύψος (του τοιχίου και του κιγκλιδώματος μαζί) να υπερβαίνει το εκ του νόμου επιτρεπόμενο ύψος του 1,20 μ. Όμως, η τοποθέτηση των κιγκλιδωμάτων αυτών (σημειώνεται ότι σ’ αυτά δεν περιλαμβάνονται τα ακτινωτά κιγκλιδώματα σε σχήμα λόγχης για τα οποία έγινε αναφορά ανωτέρω) αποτελούν νόμιμη κατασκευή, επιτρεπόμενη για λόγους ασφαλείας κατ’ άρθρο 15 παρ. 4 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (ήδη άρθρο 358 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας), λόγω του χαμηλού ύψους του συμπαγούς τοιχίου-στηθαίου. Εξάλλου, τα επίδικα κιγκλιδώματα, ήτοι αυτά που βρίσκονται στους Β, Γ΄, Δ΄ και Ε΄ ορόφους του κτιρίου του εναγομένου και για τα οποία οι ενάγοντες ζητούν τον περιορισμό του ύψους τους στο 1,20 μ. (ως προς τους Β, Γ΄ και Δ΄ ορόφους), την αφαίρεσή τους (ως προς τον Ε΄ όροφο) και την μείωση του μήκους τους (ως προς τον Δ΄ όροφο), αποδείχθηκε ότι έγιναν από τον εναγόμενο κατ’ ενάσκηση νόμιμου δικαιώματός του και, σε κάθε περίπτωση, η κατασκευή τους δεν αποτελεί αδικοπρακτική συμπεριφορά του, ούτε προσβάλλει την προσωπικότητα των εναγόντων, αφού δεν θίγει περιβαλλοντικά αγαθά των τελευταίων, όπως είναι ο αέρας, ο ήλιος, ο φωτισμός, η θέα και η αισθητική του χώρου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα, έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), και απέρριψε την αγωγή των εναγόντων ως προς τα προαναφερθέντα υπό στοιχ. β΄, δ΄ και ε΄ αιτήματά της, κρίνοντας ότι οι ανωτέρω κατασκευές του εναγομένου (που αφορούν τα κιγκλιδώματα επί των διαχωριστικών στηθαίων στους Β, Γ΄, Δ΄ και Ε΄ ορόφους του κτιρίου του εναγομένου) δεν προσβάλλουν την προσωπικότητα των εναγόντων και δεν συνιστούν αδικοπρακτική συμπεριφορά, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των απο­δείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες με τον σχετικό (πρώτο) λό­γο της έφεσής τους, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα.

Τέλος, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την σε βάρος τους αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, το ποσό των 1.000 ευρώ για έκαστο αυτών, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρο 932 ΑΚ) καθώς και  σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΧρΙΔ 2015.575), λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του βαθμού υπαιτιότητας του εναγομένου, του είδους της προσβολής, της εξ αυτής βλάβης των εναγόντων, καθώς και της κοινωνικής θέσης και οικονομικής κατάστασης  των διαδίκων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε στους ενάγοντες το ίδιο ως άνω ποσό για την ίδια αιτία, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, των σχετικών λόγων (δεύτερου και δέκατου αντίστοιχα) τόσο της έφεσης των εναγόντων, όσο και της έφεσης του εναγόμενου, με τους οποίους ζητείται η επιδίκαση, για την αιτία αυτή, μεγαλύτερου ή μικρότερου, αντίστοιχα, ποσού.

VΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (ΟλΑΠ 24/2003). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό κατάσταση της ζημίας δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας και ολοκληρωθείσας πράξης του δράστη, από την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της τελευταίας, γεννάται δε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που εκείνη διαρκεί και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξης, με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής, ως άνω, παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προς αποζημίωση (ή προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση και να προκαλεί ζημία σ’ εκείνον (ΑΠ 292/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1604/2014 ΕΠολΔ 2014.766, ΑΠ 1730/2010 ΧρΙΔ 2011.584, ΑΠ 832/2008 ΝοΒ 2009.64).

Στην προκείμενη περίπτωση, η προταθείσα πρωτοδίκως (και επαναφερόμενη με σχετικό λόγο έφεσης) από τον εναγόμενο ένσταση περί συμπλήρωσης της πενταετούς παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων λόγω του ότι, όπως επικαλείται, οι επίδικες κατασκευές έγιναν τα έτη 2000-2001, ενώ η ως άνω αγωγή ασκήθηκε το έτος 2011, είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Και τούτο, γιατί αποδείχθηκε, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο εναγόμενος δεν αρνείται ειδικώς (άρθρο 261 ΚΠολΔ), ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, ήτοι η τοποθέτηση των προαναφερόμενων επίδικων παράνομων κατασκευών στην οικοδομή του, εξακολουθεί να συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αφού υπαιτίως παραλείπει να άρει την δημιουργηθείσα επιζήμια κατάσταση σε βάρος των εναγόντων, από την διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σ’ αυτούς, μέσω της υποβάθμισης της διαβίωσης στην ιδιοκτησία τους, με την δημιουργία εμποδίων στην θέα τους και στον αερισμό, ηλιασμό των χώρων της οικοδομής τους. Δεν τίθεται, επομένως, λόγω της διαρκούς υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου, ζήτημα συμπλήρωσης της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκα­λούμενη απόφασή του, απέρριψε, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, την περί παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των εναγόντων, ένσταση του εναγομένου ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο με τον σχετικό (δεύτερο) λό­γο της έφεσής του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα.

VΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν, ως ουσιαστικά αβάσιμες, οι κρινόμενες εφέσεις. Επίσης, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες των ως άνω εφέσεων, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων αντιστοίχως, κατόπιν σχετικών αιτημάτων τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων των εν λόγω εφέσεων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο α) του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης με τα υπ’ αριθ. ….. παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο και β) του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης με τα υπ’ αριθ. …….. παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 5.12.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2016) έφεση του …… και β) την από 12.12.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2016) έφεση των ……….

Α. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την ως άνω έφεση του …….

Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Β. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την  ως άνω έφεση των …………

Καταδικάζει τους ως άνω εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  19η Απριλίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 3 Μαΐου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ