Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 288/2018

Αριθμός  288/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../29.1.2016 έφεση κατά της με αριθμό 3492/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της από 19.6.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2014 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ναυτικής εταιρίας με έδρα τον Πειραιά, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.1.2016 και ταυτόχρονη κατάθεση παραβόλων ΤαΧΔιΚ των 60 ευρώ με αριθμούς …… σειρά α και παραβόλων δημοσίου των 20 ευρώ με αριθμούς ……. σειρά α και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει η μη γνήσια διετής (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά το ν. 4335/2015) προθεσμία από την έκδοση της. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια τακτική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ασκηθείσα με αριθμό ……/2014 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ναυτική εταιρία, εξέθετε ότι, σε εκπλήρωση της υποχρέωσης της ήδη δεύτερης εκκαλούσας εναγομένης προς αυτήν που απέρρεε από καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς οχημάτων με πλοία της ιδίας (εφεσίβλητης) (που εκτελέστηκε από την εφεσίβλητη για λογαριασμό της δεύτερης εκκαλούσας), η τελευταία που εκπροσωπείται νόμιμα από τον πρώτο εκκαλούντα, εξέδωσε, στις Αφίδνες Αττικής και στην Αθήνα, σε διαταγή της εφεσίβλητης, τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή, τέσσερις (4) επιταγές, με ημερομηνίες έκδοσης 30.9.2011, 4.10.2011, 15.11.2011 και 2.12.2011 και ποσών ~ Ευρώ, 68.000 Ευρώ, 64.973,53 Ευρώ, 32.727 Ευρώ, αντίστοιχα. Ότι, ακολούθως η δεύτερη εκκαλούσα εξέδωσε στις Αφίδνες Αττικής, σε διαταγή της εταιρείας περιορισμένης ευθυνης με την επωνυμία «. ….», τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή, δύο (2) επιταγές, με ημερομηνίες έκδοσης 10.9.2011 και 16.9.2011, αντίστοιχα και ποσών 80.544,40 Ευρώ και 80.000 Ευρώ, αντίστοιχα, τις οποίες ακολούθως η τελευταία εταιρεία μεταβίβασε με οπισθογράφηση και τις παρέδωσε πάλι στη δεύτερη εκκαλούσα και στη συνέχεια αυτή τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση και τις παρέδωσε στην εφεσίβλητη. Ότι όλες τις ανωτέρω επιταγές, η εφεσίβλητη εμφάνισε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα για πληρωμή, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων της εκδότριας, δεύτερης εκκαλούσας, όπως βεβαιώθηκε σχετικά, από την πληρώτρια Τράπεζα, επί του σώματος των επιταγών. Ότι ο πρώτος εκκαλών νόμιμος εκπρόσωπός της, γνώριζε, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης των ανωτέρω επιταγών, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια της δεύτερης εκκαλούσας. Ότι, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του πρώτου εκκαλούντος αυτή (η εφεσίβλητη) ζημιώθηκε κατά το ισόποσο της αξίας που ενσωματώνουν οι άνω επιταγές, συνολικού ποσού 366.190,42 Ευρώ, το οποίο δεν εξοφλήθηκε από τη δεύτερη εκκαλούσα, που ευθύνεται για τις πράξεις του νομίμου προσώπου της. Με βάση αυτό το ιστορικό, αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι ήδη εκκαλούντες εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, να της καταβάλουν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 366.190,42 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης κάθε μίας επιταγής προς πληρωμή, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση με απαγγελία προσωπικής κράτησης διάρκειας δώδεκα μηνών σε βάρος του φυσικού προσώπου πρώτου εκκαλούντος. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως προς το κύριο αίτημα της και στη συνέχεια την έκανε δεκτή εξ ολοκλήρου στην ουσία της και υποχρέωσε τους ήδη εκκαλούντες να καταβάλουν εις ολόκληρον στην εφεσίβλητη το ποσό των 366.190,42 ευρώ εντόκως αφότου κοινοποιήθηκε η αγωγή, κήρυξε την εκκαλουμένη κατά ένα μέρος προσωρινά εκτελεστή και απήγγειλε σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος προσωρινή κράτηση διάρκειας πέντε μηνών ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι ήδη εκκαλούντες, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή τους και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή.

Με βάση το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2172/1993 συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιά Ειδικό Τμήμα (ναυτικών διαφορών, στο οποίο, μεταξύ και άλλων εκδικάζονται ναυτικές διαφορές που είναι οι ιδιωτικές διαφορές  που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου καθώς επίσης και τη χρησιμοποίηση λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ΄αυτό και που προσδιορίζονται μεν, ορισμένες από αυτές, αλλά κατά τρόπο απλώς ενδεικτικό και όχι περιοριστικό, (51 παρ. 3 Βα ν 2172/1993). Στην τέτοια, ενδεικτική απαρίθμηση, ναυτικές διαφορές είναι εκείνες που έχουν αιτία, πηγάζουν δηλαδή, από την πώληση και γενικότερα την εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία, (51 παρ. 3 Β α ν 2172/1993), καθώς και οι συμβάσεις που είναι σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου. Κατά τις παραγράφους 1α, 2 και 6α  του πιο πάνω άρθρου, για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του Πειραιά. Κατά την παράγραφο 5α διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιά και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, είναι ναυτικές διαφορές και αυτές που προκύπτουν από συμβατικές ή εξωσυμβατικές σχέσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε χερσαίο χώρο αλλά σχετίζονται με πλοίο, όπως η αγορά ή η πώληση ενός πλοίου η οποία λαμβάνει χώρα σε χερσαίο χώρο, ανεξάρτητα αν η γενεσιουργός αιτία τους είναι σύμβαση ή αδικοπραξία. Ο νόμος για να διευκολύνει την κρίση υπαγωγής ή μη μιας διαφοράς στη λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών απαριθμεί ενδεικτικά τις αιτίες από τις οποίες μπορεί να προκύψουν ναυτικές διαφορές, (51 παρ. 3 εδ. Β περ. α – ιζ, ν. 2172/1993). Στον κατάλογο αυτόν καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά  πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της. Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, κλπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα, ή εκ του νόμου. Ακόμη και οι αδικοπραξίες αποτελούν την παθολογία μιας κατονομαζόμενης ναυτικής διαφοράς και τελούνται στο πλαίσιο αυτής. Ναυτικές είναι και οι διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός, δηλαδή γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, αδιακρίτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα του. Ο όρος νομικό γεγονός δεν αναφέρεται στη νομική αιτία, δηλαδή στη νομική βάση της αξίωσης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά το νομικό γεγονός που αποτελεί την αφορμή γένεσης της διαφοράς που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα του πλοίου και του θαλασσίου εμπορίου ανεξάρτητα από νομικό λόγο ή βάση της διαφοράς. Στα πλαίσια ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, έχει γίνει δεκτό ότι αν οι λόγοι της ανακοπής αναφέρονται και στην υποκείμενη σχέση και αυτή είναι ναυτική, η ανακοπή υπάγεται στην αρμοδιότητα του ναυτικού τμήματος (ΕφΠειρ 253/2016 δημ. Νομος).

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο Δικαστήριο δεδομένου ότι εκδικάστηκε ενώπιον του Ναυτικού τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πλην όμως η διαφορά δεν αφορά σε αντικείμενο υπαγόμενο στις κατ’ άρθρο 51 του 2172/1993 παρ. 3 διαφορές διότι η αγωγή ερειδόταν επί των διατάξεων περί αδικοπραξιών, και ως εκ τούτου έδει να δικαστεί κατά τη τακτική διαδικασία και όχι από το Ναυτικό Τμήμα διότι δεν υφίστατο καμία σχέση με υπόθεση ναυτικού δικαίου. Πέραν του αλυσιτελούς του αιτήματος καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει μια υπόθεση αν αυτή δεν υπάγεται στη διαδικασία που έχει εισαχθεί αλλά διατάσσει την εκδίκαση αυτεπαγγέλτως κατά τη διαδικασία με την οποία εκδικάζεται, ο παραπάνω λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι όπως προαναφέρθηκε με το άρθρο 51 παρ. 3 εδ. Β περ. α – ιζ του ν. 2172/1993 καθορίζονται ενδεικτικά ναυτικές διαφορές που έχουν αιτία συγκεκριμένο νομικό γεγονός που συνδέεται κατά  πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επίδικη ναυτική διαφορά, ανεξαρτήτως του συμβατικού ή αδικοπρακτικού χαρακτήρα της.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του ν.5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Από  τη ποινική αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από το άρθρο 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (Ολ.ΑΠ23/2007, Ολ.Α.Π.30/2003), η ικανοποίηση όμως της μιας απ” αυτές επιφέρει απόσβεση και της άλλης. Δικαιούχος της αποζημίωσης, ως αμέσως ζημιωθείς, είναι ο νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφάνισης και τη βεβαίωση της μη πληρωμής, ο οποίος και νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής από την αδικοπραξία. Για την πληρότητα δε του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται η κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής απαιτείται κατ` αρθ. 216 ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται σ΄ αυτό 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή  (ΑΠ 362/2014, ΑΠ 1841/2011). Τέλος ο κομιστής ακάλυπτης επιταγής θα πρέπει στην αγωγή για την αποκατάσταση της ζημίας του για την πληρότητα της να διαλαμβάνει τα στοιχεία της ουσιαστικής νομιμοποίησης του, ήτοι ότι αυτός είναι ο τελευταίος κομιστής της επιταγής ή ότι είναι κομιστής εξ αναγωγής, δηλαδή προηγούμενος οπισθογράφος που μετά την εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής την πλήρωσε και την ανέλαβε, διότι μόνο οι κομιστές αυτοί είναι αμέσως ζημιωθέντες από την μη πληρωμή της επιταγής (ΑΠ 1398/2010 δημ. Νόμος).

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έσφαλε που απέρριψε την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, αφού η ήδη εφεσίβλητη δεν ανέφερε στο δικόγραφο της (δεδομένου ότι οι επίδικες ήσαν στο σύνολό τους μεταχρονολογημένες), το γεγονός της λήψεως αυτών ως μεταχρονολογημένων, όσο και την ακριβή ημερομηνία λήψεως αυτών και ότι έτσι στερείται του δικαιώματος προς άμυνα δεν έχει στην κατοχή της τα σώματα των επιταγών, και επειδή η εκπροσώπηση της δεύτερης εκκαλούσας εταιρίας μεταβλήθηκε λίγο πριν την επίδικη χρονική περίοδο, δεν μπορεί να αποδείξει αν κατά την έκδοση τους υπήρχε επαρκές υπόλοιπο στο λογαριασμό της εταιρίας. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος διότι δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αποζημίωσης λόγω εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής το γεγονός ότι αυτή είναι μεταχρονολογημένη και πότε την έλαβε ο κομιστής, πέραν του ότι στην αγωγή πράγματι αναγράφετο αναλυτικά ποιες επιταγές εκδόθησαν σε διαταγή της εφεσίβλητης και ποιες έλαβε αυτή ως τελευταία κομίστρια.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή  τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να κριθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστικής θα πρέπει να υπάρχει προφανής υπέρβαση των ως άνω ορίων που υφίσταται  όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε σε συνάρτηση με αυτή του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με τη συμπεριφορά του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτή) ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, οι οποίες κρίνονται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση άσκησης του δικαιώματός του (Ολ ΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 971/2004 ΕλλΔνη 2005,421, ΑΠ 66/2004 ΕλλΔνη 2004,136, ΑΠ 938/2003  ΕλλΔνη 2003,1595). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματός του επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο χρόνο για την παραγραφή καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 8/2001 ο.π., ΑΠ 1236/2004 ΕΕΝ 2005.116, ΑΠ 1332/2004 ΕλλΔνη 2005.1427, ΑΠ 1142/2001 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3445/2004 ΕΕργΔ2005.650, ΕφΘεσ 187/2004 Αρμ 2004.24).

Οι εκκαλούντες παραπονούνται με τον τρίτο λόγο εφέσεως τους ότι κατά παράβαση του νόμου απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως νομικά αβάσιμος ο ισχυρισμός τους περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής αφού η ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα είχε στην κατοχή της τις επίδικες επιταγές από τριετίας και πλέον από της εγέρσεως της αγωγής, αλλά παρόλα αυτά άσκησε την αγωγή τρία έτη αργότερα, και ενώ τους είχε δημιουργηθεί ισχυρή πεποίθηση περί της μη ασκήσεως αυτής και ότι η συμπεριφορά της ήδη εφεσίβλητης ενάγουσας είναι αντίθετη σε κάθε έννοια καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών, αφού και η ίδια γνώριζε ότι οι επιταγές είχαν δοθεί για μεταφορές που τελικά δεν εκτελέστηκαν. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος διότι όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματός του επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο χρόνο για την παραγραφή καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος.

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ παρ. 1 του ΑΚ, ο υπόχρεος από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει ή δεν προσφέρει την αντιπαροχή (ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης), εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί συνέπεια της αρχής της αλληλεξάρτησης των παροχών, η οποία διέπει τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όπως είναι και η σύμβαση έργου (άρθρο 681 επ. ΑΚ), προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι οι εξής: α] έγκυρη αμφοτεροβαρής σύμβαση, δηλαδή εκείνη στην οποία συνυπάρχουν ταυτόχρονα μια παροχή και μια αντιπαροχή, β] απαίτηση του ενός συμβαλλόμενου προς τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει ο τελευταίος τη δική του παροχή, γ] μη εκπλήρωση της παροχής από το συμβαλλόμενο που ζητά την αντιπαροχή, δ] ο συμβαλλόμενος που ζητά την αντιπαροχή να μην υποχρεούται σε προεκπλήρωση. Η άρνηση εκπλήρωσης της αντιπαροχής με την έννοια της διάταξης του άρθρου 374 του ΑΚ, συνιστά ένσταση ουσιαστικού δικαίου διαρκή, μη αυτοτελή και αναβλητική, αφού δεν κατευθύνεται στην απόρριψη της αγωγής, αλλά στην αναβολή εκπλήρωσης της παροχής του εναγόμενου, ώσπου να εκπληρωθεί και η αντιπαροχή και επιτρέπεται κατά αξίωσης υπαρκτής και ληξιπρόθεσμης, δηλαδή ήδη απαιτητής. Η παροχή και αντιπαροχή, βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λειτουργικής εξάρτησης, τόσο ως προς τη γένεση όσο και ως προς την εξέλιξη των περί παροχής και αντιπαροχής υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών, έτσι ώστε και οι δύο συμβαλλόμενοι να υποχρεούνται να εκτελέσουν ταυτόχρονα τη βαρύνουσα καθένα από αυτούς παροχή, αν δε ο ένας από τους συμβαλλομένους ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει εκείνος πρώτος την παροχή, θα αποκρουστεί με την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, σκοπός της οποίας είναι ο εξαναγκασμός και των δύο σε ταυτόχρονη εκπλήρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 378 ΑΚ. Όμως, η ένσταση αυτή του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος έχει έδαφος εφαρμογής μόνον, όταν δεν δημιουργείται υποχρέωση για κανένα από τους συμβαλλομένους, είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο, σε προεκπλήρωση της παροχής. Αν υπάρχει υποχρέωση σε προεκπλήρωση της παροχής, η διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ δεν εφαρμόζεται, εκτός αν η γενόμενη από τον υπόχρεο προεκπλήρωση είναι ελλιπής ή πλημμελής, οπότε ο αντισυμβαλλόμενος που την αποδέχθηκε, έχει την ένσταση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής (ΑΠ 666/2017 δημ. Νόμος, 2208/2013).

Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι με την εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή εκτίμηση αποδείξεων απορρίφθηκε αδίκως η από μέρους τους υποβληθείσα ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος και συνακόλουθα ελλείψεως υποκείμενης αιτίας, αφού οι επίδικες επιταγές δόθηκαν στην ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα αλλά και στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… …..» ως προκαταβολή για μεταφορές, τελικώς μη εκτελεσθείσες καθώς στερείται λογικής και είναι εκτός κάθε συναλλακτικής λογικής ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι οι επιταγές εκδόθηκαν για εκτέλεση εργασιών άλλων εταιρειών. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθώς ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι παρά το αναιτιώδες των αξιογράφων η ανυπαρξία της αιτίας σαφώς και θα επηρέαζε την κρίση περί συνδρομής η μη του στοιχείου του δόλου στην περίπτωση της αικοπραξίας, όμως όπως προαναφέρθηκε η ένσταση αυτή του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος έχει έδαφος εφαρμογής μόνον, όταν δεν δημιουργείται υποχρέωση για κανένα από τους συμβαλλομένους, είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο, σε προεκπλήρωση της παροχής. Αν υπάρχει υποχρέωση σε προεκπλήρωση της παροχής, η διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ δεν εφαρμόζεται, όπως στην περίπτωση της εμφάνισης αξιογράφου προς πληρωμή, καθώς ως μέσο πληρωμής η επιταγή είναι ex lege και κατά ius cogens πληρωτέα επί τη εμφανίσει (βλ. άρθρο 28 ν. 5960/1933).

Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ενστάσεις ή αντενστάσεις του εκκαλούντος, εφόσον είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως και αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, προτείνονται μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο) και ότι ο εναγόμενος ως εκκαλών, δεν μπορεί να προτείνει νέες ενστάσεις, τις οποίες δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως, ή δεν είχε προτείνει με πληρότητα, εκτός εάν πρόκειται για ενστάσεις, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης ή εάν δεν είχαν προβληθεί εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα ή αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και υπό την προϋπόθεση ότι προβάλλονται και αποδεικνύονται με ελεύθερη απόδειξη από τον προτείνοντα οι λόγοι της βραδείας προβολής (ΑΠ 999/2010 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες απαραδέκτως επιχειρούν το πρώτον με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου να πλήξουν το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί επιβολής προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου εκκαλούντος και χωρίς την προβολή του κεφαλαίου αυτού με ξεχωριστό λόγο έφεσης δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ισχυρισμό που μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης και αφορά ξεχωριστό κεφάλαιο (ΕφΠατρ 450/2009 ΑχΝΟΜ 2010/348) και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός τους κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτός.

Ακολούθως των ανωτέρω και με δεδομένου ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 3492/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επειδή η έφεση απορρίπτεται θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων ΤαΧΔιΚ των 60 ευρώ με αριθμούς …… σειρά α και παραβόλων δημοσίου των 20 ευρώ με αριθμούς ……….. σειρά α στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Τέλος επειδή οι εκκαλούντες ηττήθηκαν, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./29.1.2016 έφεση κατά της με αριθμό 3492/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της από 19.6.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014 αγωγής αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ουσίαν

Επιβάλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων πενήντα ευρώ (650)

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων ΤαΧΔιΚ των 60 ευρώ με αριθμούς …… σειρά α και παραβόλων δημοσίου των 20 ευρώ με αριθμούς ………… σειρά α στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 19η Απριλίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις  4 Μαΐου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ