Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 289/2018

Αριθμός   289/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ……../28-2-2017 κλήση νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση η από 23-3-2011 (αριθμ. έκθ. κατάθ. …./2011 ) έφεση της καθ’ης η κλήση –εναγόμενης εταιρίας στρεφόμενη  κατά της  με αριθμό 3816/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Εφετείου, κατόπιν παραπομπής  της υπόθεσης με την με  αριθμό  27/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (άρθρ. 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η  με αριθμό 82/2014 απόφασή του, για το λόγο ότι υπέπεσε στις εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλειες.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης, και επομένως η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική ανάλογα με το εάν  έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Αν η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εκ νέου εξέταση της υπόθεσης γίνεται ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο, αυτό που αφορά ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης και δεν επανεξετάζονται τα υπόλοιπα κεφάλαια της απόφασης, τα οποία είτε δεν έχουν προσβληθεί με λόγο αναίρεσης, είτε ως προς αυτά έχει απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναίρεσης και κατά συνέπεια αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης. Η έκταση της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, δηλαδή από το διατακτικό της σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της (άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ).  Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο της παραδοχής της αίτησης αναίρεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ).  Σε περίπτωση επομένως που αναιρεθεί απόφαση του Εφετείου χωρίς να συντρέχει περίπτωση του άρθρου 580 παρ. 1  και 2 του ΚΠολΔ (υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται ύστερα από κλήση για συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν του, την οποία έχει δικαίωμα να επισπεύσει οποιοσδήποτε διάδικος της αναιρετικής δίκης, επιδίδοντας την κλήση προς τους αντιδίκους του στην αναιρετική δίκη. Συγκεκριμένα το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ.  2 και 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό μόνο ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση τις αποδείξεις για τα πραγματικά περιστατικά, εφόσον δεν εθίγησαν  με την αναίρεση. Αυτό διότι σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του ΚΠολΔ, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, είτε της ολομέλειας, είτε των τμημάτων, είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ίδιας υπόθεσης, ως προς τα νομικά ζητήματα που λύθηκαν με την παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναίρεσης (ΑΠ 548/2008 ΑΠ 806/2008 δημοσ  στην τνπ ΝΟΜΟΣ). Τα κεφάλαια της απόφασης που δεν αναιρέθηκαν δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ. ΑΠ 629/2010 ΝοΒ 2010- 2329, ΑΠ 875/2009 ΝοΒ 2009-1436, ΑΠ 707/2008 ΝοΒ 2008-2190, ΑΠ 404/2007 στη ΝΟΜΟΣ). Αν δηλαδή η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο της παραποµπής γίνεται µόνο ως προς αυτό και δεν επανεξετάζονται τα λοιπά κεφάλαια της διαφοράς είτε διότι δεν έχουν προσβληθεί, είτε διότι απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης ως προς αυτά.  Επομένως  κατά την επανεκδίκαση της έφεσης οι διατάξεις που δεν αναιρέθηκαν διατηρούν την ισχύ τους και δεσµεύουν το δικαστήριο της παραποµπής, καθόσον υπάρχει δεδικασµένο που δεν ανατράπηκε µε την αναίρεση από την εν µέρει οριστική και αµετάκλητη ήδη απόφαση του εφετείου και τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτά, δεν επανεξετάζονται.

Στην προκειμένη υπόθεση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «……..» και στο εξής «……….» όπως είναι διεθνώς γνωστή, που εδρεύει στην Γενεύη της Ελβετίας   με την από 19-1-2004 αγωγή της, κύρια όπως την χαρακτήρισε, την οποία άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας που αφορά τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων με εμπορευματοκιβώτια (κοντέινερς),  είχε επιλέξει τον λιμένα του Πειραιά ως κέντρο για την μεταμόρφωση των εμπορευματοκιβωτίων  που μετέφερε με τα υπό την εκμετάλλευσή της πλοία και προς τούτο είχε συνάψει με την εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» («ΟΛΠ ΑΕ»), ως έχουσα την αποκλειστική διοίκηση και εκμετάλλευση του εν λόγω λιμένος και της ελεύθερης ζώνης του, σύμβαση εργολαβίας και παρακαταθήκης. Αυτό διότι η εναγόμενη είχε αποκλειστικό δικαίωμα να διενεργεί με το προσωπικό της, έναντι αμοιβής, φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων από τα καταπλέοντα  στον λιμένα αυτό πλοία και περαιτέρω να τα αποθηκεύει και να τα φυλάσσει. Ότι στις 16-10-2003 κατέπλευσε και πλαγιοδέτησε στην προβλήτα του Ν. Ικονίου, που ανήκει στο λιμένα του Πειραιά, το φ/γ πλοίο «MB», που είχε η ίδια ναυλώσει αντί ημερήσιου ναύλου  6.750 δολαρίων ΗΠΑ, κατά την φόρτωση του οποίου, από αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, φορτώθηκε το MSCU ….  εμπoρευματοκιβώτιο αντί για το  MSCU ……,  με συνέπεια όταν το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, μετά από έλεγχο των εκεί τελωνειακών αρχών να κατασχεθεί αυτό και να παραμείνει το πλοίο στο λιμάνι αυτό  επί δεκατρείς ημέρες και εννέα ώρες πλέον του προγραμματισμένου ταξιδιού του με περαιτέρω συνέπεια τη θετική ζημία της (ενάγουσας) συνιστάμενη α] στο ποσό των 91.031,50 δολ ΗΠΑ που αντιστοιχούν σε 75.859,75 ευρώ που κατέβαλε ως ναύλο, για το άνω διάστημα της παραμονής του πλοίου στο ρωσικό λιμάνι, στην εκναυλώτρια του πλοίου, β] στο πρόστιμο ύψους 25.000 ευρώ που της επέβαλαν οι ρωσικές αρχές, γ] στην σε βάρος της  αξίωση αποζημίωσης του φορτωτή του κατασχεθέντος εμπορευματοκιβωτίου που  αντιστοιχεί στην τιμολογιακή αξία του περιεχομένου του, ποσού 31.666 ευρώ, πλέον του ναύλου μεταφοράς, δικαστικών εξόδων και τόκων και δ] στην αξία του ίδιου του εμπορευματοκιβωτίου ποσού 4.000 ευρώ. Επικαλούμενη, στη συνέχεια, αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων εργατοϋπαλλήλων της εναγομένης, ισχυρίστηκε ότι επλήγη η καλή φήμη της στη διεθνή ναυτιλιακή αγορά και ζήτησε ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης το ποσό των 20.000 ευρώ. Με βάση δε όλα τα ανωτέρω ζήτησε μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 194.442,25 ευρώ ως αποζημίωση και χρηματική  ικανοποίηση, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

Στη συνέχεια με την από 15-6-2008  (συμπληρωματική) αγωγή της ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, ισχυρίστηκε, ότι, εξαιτίας της περιγραφόμενης ανωτέρω αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων εργατοϋπαλλήλων της εναγόμενης εταιρείας, υπέστη περαιτέρω θετικές ζημίες, διότι κατέβαλε συνεπεία της απαγόρευσης του απόπλου του ένδικου πλοίου από τις τελωνειακές και λιμενικές αρχές του Νοβοροσίσκ, για τέλη υπεραναμονής, ελλιμενισμού, πρόσδεσης, λεμβουχικά, για αμοιβές φυλάκων, δαπάνες καυσίμων, δικαστικά έξοδα, αποδοχές πληρώματος και έξοδα επαναπατρισμού, καθώς και για έξοδα του πλοιοκτήτη που δεν καλύπτονταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το συνολικό ποσό των 46.050,51 ευρώ και  ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό αίτημα (άρθρο 223 ΚΠολΔ) από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί  η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει, ως αποζημίωση για τις ανωτέρω αιτίες, το εν λόγω, συνολικό, ποσό, ομοίως  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, συνεκδίκασε τις παραπάνω αγωγές και αφού έκρινε: α) ότι  έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ανωτέρω διαφοράς, με εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, β) ως ορισμένες και νόμιμες τις αγωγές, στηριζόμενες αμφότερες στις διατάξεις των άρθρων 361, 822, 823, 827, 829, 343 παρ. 1, 334, 345, 297, 298 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, πλην: 1) των κονδυλίων της κύριας αγωγής, περί καταβολής δικαστικών εξόδων 30.000 ευρώ, για δίκη που πρόκειται να διεξαχθεί σε βάρος της ενάγουσας από τον δικαιούχο του κατασχεθέντος επίδικου εμπορευματοκιβωτίου και για σχετικούς τόκους επιδικίας (του ποσού αυτού), ποσού 7.916,50 ευρώ, τα οποία απέρριψε ως απαράδεκτα, λόγω πρόωρης άσκησής τους, 2) του κονδυλίου της συμπληρωματικής αγωγής, ποσού 2.400 ευρώ, που αφορά δαπάνη που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο απέρριψε ως αόριστο, 3) της βάσης της στηριζόμενης στις διατάξεις περί αδικοπραξίας (άρθρο 914 ΑΚ), καθώς και της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση, που απέρριψε ως μη νόμιμες, γ) της από 15-6-2008 (συμπληρωματικής) αγωγής την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη, διότι ασκήθηκε μετά την πάροδο της, προβλεπόμενης από το άρθρο 3 παρ. 2 περ. ε του ΑΝ 1559/1950, τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, και, δ) της προβληθείσας από την εναγομένη, σύμφωνα με το άρθρο 336 ΑΚ, ένστασης, ότι για το ζημιογόνο γεγονός δεν υπέχει ευθύνη, την οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη,  στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει την από 19-1-2004 (κύρια) αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 111.025,75 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, καθοριζόμενο σε 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τόσο η ενάγουσα, όσο και η εναγόμενη, άσκησαν  η μεν ενάγουσα την από 24-2-2011 (αριθμ. έκθ. κατάθ. …/2011) έφεση, η δε εναγομένη την  από 23-3-2011 (αριθμ. έκθ. κατάθ. …../2011 ) έφεση καθώς και τους από 7-3-2013 (αριθμ.έκθ.κατάθ…../2013) πρόσθετους λόγους,  επικαλούμενες δε αμφότερες  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζήτησαν, η μεν ενάγουσα να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνουν εξ ολοκλήρου δεκτές οι αγωγές της (κύρια και συμπληρωματική), η δε εναγομένη να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη από 19-1-2004 (κύρια ) αγωγή.

Επί των άνω εφέσεων οι οποίες συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε η 82/2014 απόφαση του παρόντος Εφετείου  με την οποία απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν, η έφεση της ενάγουσας και  οι από 7-3-2013 πρόσθετοι λόγοι έφεσης της εναγομένης, ενώ αφού δέχθηκε ως βάσιμο τον πέμπτο λόγο έφεσης της τελευταίας  δέχθηκε ως βάσιμη την έφεσή της. Ειδικότερα το Δικαστήριο δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι το αίτημα της αγωγής που αφορά περιουσιακή ζημία της ενάγουσας λόγω των καταβληθέντων στην εκναυλώτρια του πλοίου ναύλων κατά το διάστημα που αυτό παρέμεινε κατ’ εντολή των ρωσικών αρχών σε αργία στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ, συνολικού ποσού 91.031,50 δολ ΗΠΑ που αντιστοιχούν σε 75.859,75 ευρώ, είναι μη νόμιμο καθώς το ζημιογόνο γεγονός που προκάλεσε την αναγκαστική αργία του πλοίου συνέβη στη διάρκεια της χρονοναύλωσης του πλοίου κατά την οποία η ενάγουσα είχε συμβατική υποχρέωση να καταβάλει ημερήσιο ναύλο τον οποίο θα κατέβαλε ακόμα και χωρίς να έχει μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός. Στη συνέχεια δεχόμενο τον ως άνω  πέμπτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης που προσέβαλε τον εν λόγω αίτημα της αγωγής εξαφάνισε την εκκαλουμένη και αφού δίκασε την αγωγή απέρριψε αυτό ως μη νόμιμο.

Κατόπιν τούτων, μετά την  άσκηση της από 31-1-2015 (αριθμ.έκθ. κατάθ. …./2015) αναίρεσης από την ενάγουσα,  εκδόθηκε η με αριθ. 27/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, αναιρέθηκε μερικά η απόφαση του Εφετείου κατόπιν παραδοχής ως βάσιμου του πρώτου λόγου της αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος αυτού από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας την  άνω αγωγή ως μη νόμιμη, ως προς την αιτηθείσα με αυτήν θετική ζημία της για το ποσό που κατέβαλε για χρονοναύλο του χρονικού διαστήματος δέσμευσης του πλοίου  στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ, ύψους 91.031,50 δολαρίων ΗΠΑ ή 75.859,75 ευρώ, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ. Περαιτέρω απέρριψε ως  απαράδεκτο τον  ίδιο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, περί έλλειψης νόμιμης βάσης,  εφόσον το Εφετείο έκρινε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας ως προς το παραπάνω αίτημά της και δεν εξέτασε αυτήν κατ’ ουσίαν, ως προς αυτό. Στη συνέχεια  παρέπεμψε  την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του αυτού ως άνω Εφετείου Πειραιώς, που την εξέδωσε, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013).

Επομένως, ο Άρειος Πάγος έκρινε δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο πλέον ότι, ως προς το άνω αίτημά της, η αγωγή της ενάγουσας είναι νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 297και 298 Α.Κ. και  πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, μόνο ως προς το αναιρεθέν αυτό κεφάλαιο, καθόσον το Εφετείο επανεκδικάζει την έφεση, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, δοθέντος ότι τα κεφάλαια της απόφασης που δεν αναιρέθηκαν, δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη.

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, από την εκτίμηση και αξιολόγηση, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης αυτού, οι οποίες (καταθέσεις) εκτιμώνται (κατ’ άρθρο 340 ΚΠολΔ) καθ` εαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις υπόλοιπες αποδείξεις, κατά το λόγο της γνώσης και της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, από το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι και στην κατ` έφεση δίκη, (άρθρο 529 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και όσα οι ίδιοι οι διάδικοι, με τις προτάσεις τους εκθέτουν και συνομολογούν (261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», ΟΛΠ Α.Ε. έχει στην αποκλειστική της αρμοδιότητα τη διοίκηση του λιμένος του Πειραιά και ειδικότερα το αποκλειστικό δικαίωμα της επ’ αμοιβή παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού, διενέργειας φορτώσεων και εκφορτώσεων, αποθήκευσης και φύλαξης των εμπορευματοκιβωτίων μέχρι την παραλαβή τους από τους νόμιμους παραλήπτες τους. Η ενάγουσα αποτελεί ναυτιλιακή εταιρία θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευμάτων σε εμπορευματοκιβώτια με πλοία που η ίδια εκμεταλλεύεται μεταξύ διαφόρων λιμένων ανά την υφήλιο, με πράκτορά της στον Πειραιά την εταιρία με την επωνυμία «……..». Ένα από τα πλοία αυτά ήταν, κατά το έτος 2003, το φ/γ πλοίο «MB», υπό ολλανδική σημαία, ιδιοκτησίας  γερμανικής εταιρίας (Ε.Ε. με ομόρρυθμο εταίρο Ε.Π.Ε.) με έδρα το …… και την επωνυμία ««……..».», το οποίο η ενάγουσα είχε χρονοναυλώσει (με το πλήρωμα, όχι γυμνό) στις 28-3-2003 με το με ίδια ημερομηνία ναυλοσύμφωνο στο Αμβούργο, από την αρχική ναυλώτρια ολλανδική εταιρία με την επωνυμία « …….» αντί ημερήσιου ναύλου 6.750 δολ ΗΠΑ. Στις 16-10-2003 κατέπλευσε το πλοίο αυτό στο λιμένα του Πειραιά, στην προβλήτα του Ν. Ικονίου, προς εκφόρτωση εμπορευματοκιβωτίων με αυτό τον προορισμό και φόρτωση άλλων, συγκεκριμένων, εμπορευματοκιβωτίων που αναγράφονται σε κατάσταση την οποία η ενάγουσα είχε διαβιβάσει στην εναγομένη, με προορισμό λιμάνια της Μαύρης θάλασσας και τα οποία βρίσκονταν φυλασσόμενα στις αποθήκες της τελευταίας.  Οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης έγιναν στις 17 και 18 Οκτωβρίου 2003, ειδικότερα η φόρτωση έγινε από τον εμπορευματικό σταθμό ΣΕΜΠΟ της εναγομένης στο Ν. Ικόνιο, με βάση κατάσταση της ενάγουσας με τον αριθμό των εμπορευματοκιβωτίων, τη σειρά και τη θέση φόρτωσης στο άνω πλοίο. Ο οδηγός στο μηχάνημα μεταφοράς της εναγομένης (ΟΣΜΕ) από αμέλεια μετέφερε παραπλεύρως του ως άνω πλοίου, το με αριθμ. MSCU …..  εμπορευματοκιβώτιο της ενάγουσας  (με προορισμό την Κωνστατζα Ρουμανίας που τελικά φορτώθηκε αργότερα κατά το χρονικό διάστημα από 24 έως 26-10-2003 σε άλλο πλοίο της εκμετάλλευσης της ενάγουσας), αντί του ορθού   MSCU …… Ο σημειωτής ………, τον οποίο η ενάγουσα προσέλαβε, από το οικείο σωματείο  και του κατέβαλε και την αμοιβή του, (βοηθός εκπλήρωσής της), δεν έλεγξε, ως όφειλε, τον αριθμό του εμπορευματοκιβωτίου ώστε να εντοπίσει το λάθος αυτό και να διακόψει τη διαδικασία φόρτωσης αντιθέτως, από αμέλεια θεώρησε τη σχετική κατάσταση και βεβαίωσε έτσι ότι το ως άνω (ορθό) εμπορευματοκιβώτιο φορτώθηκε στο ως άνω πλοίο, από το χειριστή της γερανογέφυρας της εναγομένης (που δεν βλέπει τον αριθμό του εμπορευματοκιβωτίου) και αρκείται στην μεταφορά του εν λόγω μηχανήματος της εναγομένης και στον έλεγχο του σημειωτή, δεδομένου ότι από το έτος 2002 δεν παρευρίσκεται στον τόπο φόρτωσης σημειωτής της ενάγουσας. Το πλοίο της τελευταίας με το λάθος εμπορευματοκιβώτιο (MSCU ….. ) απέπλευσε από τον Πειραιά στις 18-10-2003 το απόγευμα και κατέπλευσε στο λιμένα του Νοβοροσίσκ της Ρωσίας στις 24-10-2003 και περί ώρα 18.30. Εκεί οι λιμενικές αρχές κατάσχεσαν το ως άνω (από λάθος φορτωμένο)  εμπορευματοκιβώτιο ως λαθραίο, επέβαλαν σχετικό πρόστιμο στην ενάγουσα και απαγόρευσαν τον απόπλου του πλοίου αυτού έως 26-10-2010 και ώρα 11.00. Στο μεταξύ η εναγομένη  διαπίστωσε το άνω λάθος στις 21-10-2003 μετά από έλεγχο στις αποθήκες της ενημέρωσε άμεσα το ως άνω πρακτορείο της ενάγουσας που καθυστερημένα στις 23-10-2003 ενημέρωσε την μητρική εταιρία στη Γενεύη, ενώ λίγο μετά την άφιξη του στον άνω λιμένα της Ρωσίας, ενημερώθηκε και ο πλοίαρχος του πλοίου. Απέστειλε δε στις 23-10-2003 σχετική διαμαρτυρία στο σωματείο των σημειωτών και στις 30-10-2003 στην εναγομένη. Η ευθύνη για τις επίδικες ζημίες ανήκει στην εναγόμενη εταιρία και ειδικότερα στην αμέλεια του οδηγού του μηχανήματος (ΟΣΜΕ) μεταφοράς (βοηθού εκπλήρωσής της) από τις αποθήκες της, παραπλεύρως του πλοίου «MB», ο οποίος μετέφερε το με αριθμ. MSCU …..  εμπορευματοκιβώτιο αντί του ορθού   MSCU ….. που αποτελεί πρόσφορη αιτιότητα μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης και των ζημιών που ακολούθησαν. Η παράλειψη και όχι η πράξη του σημειωτή ……. και η καθυστέρηση στην ενημέρωση πλοιάρχου και της ενάγουσας – μητρικής εταιρίας από το πρακτορείο της στον Πειραιά δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο, ώστε να προκληθεί νέα αιτιώδης διαδρομή ανεξάρτητα από την (ως άνω) πρώτη, αλλά αντίθετα, τον προήγαγε και δεν παίζουν (οι παραλείψεις) αυτές σημαντικό ρόλο στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου μάλιστα ότι δεν προβάλλεται  σχετική ένσταση συνυπαιτιότητας εκ μέρους της εναγομένης. Συνεπεία της άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης –δια του ως άνω βοηθού εκπλήρωσης της, η ενάγουσα υπέστη σημαντικές ζημίες, ήτοι την απώλεια του κατασχεθέντος από τις ρωσικές αρχές  εμπορευματοκιβωτίου του οποίου η αξία ανέρχεται στο ποσό των 4.000 ευρώ, στην καταβολή του ποσό των 31.166 ευρώ στην κινεζική εταιρία με την επωνυμία «……» – δικαιούχου του απολεσθέντος (περιεχομένου του) εμπορευματοκιβωτίου σύμφωνα με την 371/2004 απόφαση του ναυτικού δικαστηρίου της πόλης Nigbo της Κίνας, ενώ τέλος ακυρώθηκε το επιβληθέν από τις ρωσικές αρχές πρόστιμο ύψους 25.000 ευρώ.

Από την εκκαλουμένη 3816/2009  απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά και από την ως άνω 82/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, απορρέει δεδικασµένο, ως προς όλα τα αμέσως προηγουμένως εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, καθώς και για την απόρριψη ως παραγεγραμμένης της συμπληρωματικής αγωγής της ενάγουσας, συγκεκριμένα τόσο ως προς την αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης για τις ζημίες της ενάγουσας συνεπεία της φόρτωσης λάθους  εμπορευματοκιβωτίου στο πλοίο της, όσο και για τα ως άνω κεφάλαιά της, τα οποία δεν αναιρέθηκαν με την προαναφερθείσα  27/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, (321 επ. ΚΠολΔ) ως προς τα οποία και το Δικαστήριο αυτό  δεν διαφοροποιείται.

Στη συνέχεια ως προς την ουσιαστική βασιµότητα της αγωγικής αξίωσης, για τη θετική ζημία της ενάγουσας λόγω της καταβολής στην εκναυλώτρια του  ναύλου που αντιστοιχούσε στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πλοίο παρέμενε αργό στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ, η οποία (αξίωση) έχει κριθεί αμετάκλητα ως ορισμένη και νόμιμη, να σημειωθεί ότι η εναγόμενη, η οποία με τις κατατεθείσες νομότυπα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της συνομολογεί την ένδικη σύμβαση με την ενάγουσα καθώς και το περιστατικό με την φόρτωση λάθους εμπορευματοκιβωτίου, αρνείται, μεταξύ άλλων,   ότι οφείλει το αιτούμενο για την εν λόγω αιτία ποσό,  όχι γιατί γνωρίζει περιστατικά μη καταβολής αυτού από την ενάγουσα στην εκναυλώτρια του πλοίου ή μη ναύλωσης του από την ενάγουσα έναντι του ημερήσιου ναύλου που η τελευταία ισχυρίζεται ότι συμφώνησε να καταβάλλει, αλλά,  όπως εκθέτει στις πρωτόδικες προτάσεις της, επειδή  δεν μνημονεύει στο αγωγικό δικόγραφο τα στοιχεία της χρονοναύλωσης του πλοίου,  χρόνο κατάρτισής της, ιδιότητα εκναυλώτριας εταιρίας, αν ήταν κυρία ή πλοιοκτήτρια του πλοίου και τέλος επειδή αποκλειστικά υπαίτια για τη ζημία της είναι η ίδια η ενάγουσα. Ισχυρισμοί ωστόσο που έχουν κριθεί αμετάκλητα ως αβάσιμοι. Από τα ίδια προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, υπαλλήλου της εκπροσώπου – πράκτορος της ενάγουσας στην Ελλάδα, ο οποίος ρητά επιβεβαίωσε στην ενώπιον του πρωτοβάθμιου κατάθεσή του την κατάρτιση της χρονοναύλωσης και το ύψος του ημερήσιου ναύλου σε συνδυασμό με το νομότυπα προσκομισθέν από την ενάγουσα ναυλοσύμφωνο, τα οποία (αποδεικτικά μέσα) δεν αντικρούονται ούτε αναιρούνται από αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε η εναγόμενη,   αποδεικνύονται τα ακόλουθα:  Η ενάγουσα εταιρία με το από 28-8-2003 (χρονο) ναυλοσύμφωνο που καταρτίστηκε στο Αμβούργο της Γερμανίας ναύλωσε το  υπό ολλανδική σημαία φ/γ πλοίο «W.» το οποίο συμφωνήθηκε να μετονομαστεί σε  «MB». Η κατάρτιση της ναύλωσης έγινε μεταξύ της ενάγουσας και της «bare boat owner» ολλανδικής εταιρίας με την επωνυμία « …….» που εδρεύει στο  … της Ολλανδίας, η οποία προηγουμένως το είχε ναυλώσει από την κυρία του πλοίου γερμανική εταιρία με την επωνυμία «…….» που εδρεύει στο ….. Ο συμφωνηθείς ναύλος που όφειλε να καταβάλει η ενάγουσα ανερχόταν σε 6.750 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως καθ’ όλο το εξάμηνο διάστημα της ναύλωσης. Συνεπεία της ανωτέρω περιγραφόμενης αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη θετική ζημία η οποία αντιστοιχεί στον καταβληθέντα στην αντισυμβαλλομένη της ναύλο για όσο διάστημα η ίδια δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί το ναυλωθέν πλοίο λόγω της απαγόρευσης απόπλου του, τον οποίο επέβαλλαν οι ρωσικές αρχές, όταν κατάσχεσαν επί αυτού το περιεχόμενο του εσφαλμένα φορτωθέντος από υπαιτιότητα της εναγομένης εμπορευματοκιβωτίου.  Ειδικότερα το πλοίο παρέμεινε αργό στο λιμάνι του Νοβοροσίσκ από ώρα 3.00 της 26-10-2003 έως ώρα 20.00 της 8-11-2003 ήτοι επί 13 ημέρες και 9 ώρες  και το συνολικό ποσό του καταβληθέντος ναύλου ανέρχεται σε 91.031,50 δολάρια ΗΠΑ που αντιστοιχεί σε 75.859,75 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε η ενάγουσα και αντίστοιχα υποχρεούται η εναγομένη να την αποζημιώσει. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε με την εκκαλουμένη ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη την εν λόγω ένδικη αξίωση της ενάγουσας και αναγνώρισε την αντίστοιχη υποχρέωση της εναγομένης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον οικείο πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα, όπως, κατόπιν αυτού και η κρινόμενη έφεσή της στο σύνολό της. Τέλος, ενόψει του ότι η σχετική περί των δικαστικών εξόδων διάταξη της (μερικώς αναιρεθείσας) 82/2014 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού συναναιρέθηκε αναγκαίως με την  27/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1069/2008 ΕφΑΔ 2009.331, βλ. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Γ`, άρθρο 579, αρ. 39, σελ. 655), πρέπει η εκκαλούσα – εναγόμενη, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας του παρόντος  βαθμού  δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  αντιμωλία των διαδίκων την από 23-3-2011 έφεση κατά της 3816/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται κατά το τυπικό και απορρίπτει αυτήν κατά το ουσιαστικό μέρος .

Καταδικάζει την εναγόμενη – εκκαλούσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας- εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 19η Απριλίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις 4 Μαΐου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ