Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 292/2018

Αριθμός   292 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη έφεση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./24-7-2017, η οποία στρέφεται κατά της  3189/2017 οριστικής απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικού Τμήματος), που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 26-7-2016 αγωγής της  ενάγουσας εταιρίας  και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ σύμφωνα με το άρθρο 21 αρ. 7 του ν. 2932/2001 σε συνδ με άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, και εμπρόθεσμα  μέσα στην τριακονθήμερη προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ από την δημοσίευση της  εκκαλουμένης την 30-6-2017 (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την προαναφερθείσα αγωγή της,  εξέθεσε ότι  με την από 20-5-2003 σύμβαση που κατάρτισε με το Ελληνικό Δημόσιο σε συνδυασμό και με το νόμο 2932/2001 (άρθρο 24), απέκτησε, κατά παραχώρηση, το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης της θαλάσσιας ζώνης του λιμένα της Ελευσίνας,  στον οποίο ελλιμενιζόταν από 8-12-2011 το υπό ελληνική σημαία πλοίο «ΑΓ» που ανήκε στον πρώτο εναγόμενο  και το οποίο απέκτησε ο δεύτερος εναγόμενος ως υπερθεματιστής σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό αυτού που διενεργήθηκε στις 11-5-2016. Ότι η ίδια διατηρεί αξιώσεις από τον ελλιμενισμό του πλοίου κατά το άνω χρονικό διάστημα, που προηγείται της  κτήσης της κυριότητάς του από τον δεύτερο εναγόμενο, για τέλη και λοιπές υπηρεσίες, συνολικού ποσού 34.312,01 ευρώ. Η  αγωγή, αφού θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα ως προς τον πρώτο των εναγομένων λόγω μη εμπρόθεσμης κλήτευσης αυτού, ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις, απορρίφθηκε ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτού, κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι  δεν ευθύνεται για τα προ της κατακύρωσης βάρη του πλοίου.  Κατά της εκκαλούμενης απόφασης παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της και με τους λόγους της οι οποίοι,  στο σύνολό τους, ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή της.

Ι. Με το άρθρο 21 παρ. 3 του ν. 2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές – Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής – Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες Εταιρίες και άλλες διατάξεις», εννέα τότε υφιστάμενα Λιμενικά Ταμεία, μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρίες, μεταξύ των οποίων και το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Λιμενικό Ταμείο Ελευσίνας», το οποίο μετατράπηκε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Ελευσίνας Ανώνυμη Εταιρεία»  και με διακριτικό τίτλο αντίστοιχα «Ο.Λ.Ε. Α.Ε.». Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ( του ν. 2932/2001) η  «Ο.Λ.Ε. Α.Ε.» είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, τις διατάξεις του Β.Δ. 14/19-1-1939, καθώς και αυτές του Α.Ν. 2344/1940 «Περί αιγιαλού και παραλίας», όπως κάθε φορά ισχύουν. Σκοπός δε όλων των εταιριών αυτών όπως και της ενάγουσας είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Καταστατικού της, το οποίο περιλαμβάνεται στο άρθρο 22 του ίδιου νόμου, 2932/2001, είναι η διοίκηση και η εκμετάλλευση των χώρων της Ζώνης Λιμένα δικαιοδοσίας τους και ειδικότερα, μεταξύ άλλων,   α) η παροχή κάθε είδους λιμενικών υπηρεσιών προς τους χρήστες, η αναβάθμιση, η συντήρηση, η βελτίωση και η ανάπτυξη του λιμένα καθώς και  β) η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης επιβατών, οχημάτων, φορτίων και κάθε άλλη δραστηριότητα που είχε ανατεθεί στα Λιμενικά Ταμεία ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τέλος το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της εταιρίας  έχει, μεταξύ άλλων, αρμοδιότητα (κατά το άρθρο 10 παρ. 2 του καταστατικού της) σχετικά με την τιμολογιακή πολιτική της (εταιρίας), σύμφωνα και με την ισχύουσα νομοθεσία και την Εθνική Λιμενική Πολιτική και την έγκριση των πάσης φύσεως τιμολογίων αυτής. Τέλος  στο άρθρο 8 παρ. 8.1 της  22596/ΕΓ ΔΕΚΟ 1941/22-5-2007 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Ανάπτυξης – Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας – Μεταφορών και Επικοινωνιών – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β’ 857/1-6-2007), σχετικά  με την «Έγκριση τιμολογίου λειτουργίας υπηρεσιών και τιμολογίου λιμενικών δικαιωμάτων του Οργανισμού Λιμένος Ελευσίνας Α.Ε. (Ο.Λ.Ε. Α.Ε.), ορίζεται ότι «Υπόχρεοι για την καταβολή εις τον Οργανισμό Λιμένος Ελευσίνος .Α.Ε. των πάσης φύσεως λιμενικών δικαιωμάτων που βαρύνουν τα πλοία και τα πλωτά ναυπηγήματα είναι ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής και ο κατά το χρόνο της δημιουργίας της απαιτήσεως ναυτικός πράκτορας ή ελλείψει τοιούτου, ο ενεργήσας ως νόμιμος αντιπρόσωπος του πλοίου/πλωτού ναυπηγήματος, ευθυνόμενοι έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον (σημείωση: στην έννοια του όρου πλοιοκτήτη περιλαμβάνεται και ο κύριος του πλοίου)». Οι δε απαιτήσεις της εταιρίας κατά τρίτων για την πληρωμή των λιμενικών δικαιωμάτων της βεβαιώνονται και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 7 παρ. 7.1 της προαναφερθείσας κοινής Υπουργικής Απόφασης (υπ` αριθ. 22596/ΕΓ ΔΕΚΟ 1941/22-5-2007) χωρίς όμως η εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Ε.Δ.Ε. καθώς και το γεγονός ότι η απόφαση του Δ.Σ. της εταιρίας («Ο.Λ.Ε. Α.Ε.»), που καθορίζει το τιμολόγιο των υπηρεσιών που παρέχει σε τρίτους, εγκρίνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, να καθιστά  διοικητικές τις σχετικές με αυτές διαφορές, ή εκείνες που αναφύονται κατά το στάδιο της εκτέλεσης προς είσπραξη των απαιτήσεων με τη διαδικασία του Κ.Ε.Δ.Ε., εφόσον σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η υποκείμενη έννομη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 14/2003 ΔΔικη 2004 1177, ΑΠ 1524/2013 ΝοΒ 2014. 354,  ΑΠ 1523/2013 ΝοΒ 2014. 354, ΣτΕ 183/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2013 ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 16/2013 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ.  Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1017 παρ. 4 ΚΠολΔ «ο υπερθεματιστής από της κατακυρώσεως λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος», όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα άρθρα 522 και 525 Α.Κ., τα οποία αφορούν την πώληση. Η κατανομή των ωφελημάτων και βαρών ρυθμίζεται με βάση την κατακύρωση και ανεξάρτητα αν καταβλήθηκε ή όχι το  πλειστηρίασμα, αν εκδόθηκε   ή μεταγράφηκε η  περίληψη της έκθεσης  κατακύρωσης. Από την κατακύρωση και μόνον ο υπερθεματιστής λαμβάνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πλειστηριασθέντος πράγματος, δεδομένου ότι έκτοτε δικαιούται και υποχρεούται να καταβάλει το πλειστηρίασμα και να παραλάβει το πράγμα. Εξάλλου, ως βάρη νοούνται οι μετά του πράγματος συνδεόμενες και το πράγμα παρακολουθούσες υποχρεώσεις, είτε αυτές καταβάλλονται εφάπαξ είτε περιοδικώς. Για τα τελευταία, τα περιοδικώς καταβαλλόμενα βάρη, ο υπερθεματιστής φέρει ευθύνη, εφόσον ανάγονται στον μετά την κατακύρωση χρόνο, ενώ δια τα εφάπαξ καταβαλλόμενα ο υπερθεματιστής ευθύνεται, εφόσον αυτά κατέστησαν απαιτητά μετά την κατακύρωση. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 1017  ΚΠολΔ έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ του υπερθεματιστή και καθ’ ου η εκτέλεση ή των δανειστών του, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις σχέσεις  αυτού έναντι των τρίτων υπόχρεων (π.χ. μισθωτών) ή δικαιούχων (λ.χ. Δημόσιο). Έναντι αυτών ο υπερθεματιστής νομιμοποιείται ως δικαιούχος των ωφελημάτων ή υπόχρεος των βαρών, εφόσον σύμφωνα με άλλες διατάξεις υπεισέλθει στις σχετικές έννομες σχέσεις, όπως για παράδειγμα σύμφωνα με το  άρθρο 1009 ΚΠολΔ που ρυθμίζει τις σχέσεις του υπερθεματιστή κατά του μισθωτή του πλειστηριασθέντος πράγματος.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξη μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α)τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, ως και τα από του κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως.». Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στα ναυτικά προνόμια, τα οποία έχουν πραγματοπαγή χαρακτήρα, δηλαδή παρακολουθούν κατ’ αρχήν το πλοίο, και είναι αφανή, αφού, σε αντίθεση με τα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, δεν υπόκεινται σε διατυπώσεις δημοσιότητας. Ειδικότερα, κατά την έννοια της εν λόγω  διάταξης (περ. α’ του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ), τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα είναι τα επιβαλλόμενα,  απευθείας επί του πλοίου, τέλη τρίτων οργανισμών και λοιπών νομικών προσώπων, που αφορούν την ίδια τη λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μέσου. Έτσι, σε περίπτωση  εκποίησης του πλοίου, δηλαδή  μεταβίβασης της κυριότητάς του, ο αποκτών την τελευταία καθίσταται διάδοχος στο (πραγματοπαγές) βάρος επί του πλοίου που αφορά το προαναφερθέν ναυτικό προνόμιο, δηλαδή τα ανωτέρω τέλη και δικαιώματα. Ειδικότερα, το πλοίο εξακολουθεί, και μετά τη μεταβίβασή του στον αποκτώντα αυτό, να αποτελεί αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση των αξιώσεων που αφορούν και το ως άνω ναυτικό προνόμιο, ενώ ο νέος κύριος αυτού, για να αποφύγει την αναγκαστική εκτέλεση με αντικείμενο το πλοίο, μπορεί να καταβάλει το χρηματικό ποσό που καλύπτεται με το προνόμιο. Περαιτέρω, ο νόμος προβλέπει ειδικά ότι τα εν λόγω ναυτικά προνόμια επί του πλοίου αποσβένονται με την πάροδο τριών μηνών από την καταχώρηση της σύμβασης εκποίησης του πλοίου στο νηολόγιο (άρθρο 207 του ΚΙΝΔ) καθώς και με την εκποίηση αυτού σε δημόσιο πλειστηριασμό (άρθρο 208 του ΚΙΝΔ).

Συγκεκριμένα στο άρθρο 208 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι  «Εκτός των γενικών λόγων αποσβέσεως, το προνόμιο αποσβέννυται και δια εκποιήσεως του πλοίου εις δημόσιον πλειστηριασμόν».  Επομένως και σύμφωνα με τη ρύθμιση της  διάταξης αυτής (άρθρου 208 του ΚΙΝΔ), η  οποία καθορίζει ειδικό λόγο απόσβεσης των ναυτικών προνομίων επί του πλοίου, γίνεται δεκτό ότι σε κάθε περίπτωση δημόσιου πλειστηριασμού και όχι μόνον αναγκαστικού πλειστηριασμού, αποσβένονται τα ναυτικά προνόμια. Ενισχύεται δε η άποψη αυτή και από την εισηγητική έκθεση του ΚΙΝΔ, καθώς σ’ αυτήν αναφέρεται  ο όρος «δημόσια εκποίηση» (σελ. 114), με αναφορά και στο άρθρο 207 του ΚΙΝΔ, το οποίο αφορά την απόσβεση των προνομίων στην περίπτωση συμβατικής εκποίησης του πλοίου, όπου  προκρίθηκε ο όρος «συμβατική» αντί του όρου «εκουσία» εκποίηση, «διότι και η δημοσία εκποίησις δυνατόν να είναι εκουσία». Έτσι, στη ρύθμιση του άρθρου 208 του ΚΙΝΔ, που προβλέπει την απόσβεση των ναυτικών προνομίων,  εμπίπτουν όλες οι περιπτώσεις δημόσιου πλειστηριασμού, μεταξύ των οποίων και η κατόπιν αναγκαστικής κατάσχεσης λόγω εκτέλεσης διαταγής πληρωμής δικαστηρίου εκποίηση με δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό κατασχεθέντος πλοίου, εξαιρουμένου  του εκούσιου δημόσιου πλειστηριασμού, που δεν γίνεται κατόπιν  εφαρμογής ειδικών διατάξεων, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στη βούληση των ενδιαφερομένων (με  σύμβαση), για τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 207 του ΚΙΝΔ. Ο λόγος αυτός απόσβεσης των ναυτικών προνομίων δικαιολογείται από το ότι στις σχετικές περιπτώσεις ο δημόσιος πλειστηριασμός είναι τρόπος αντιμετώπισης δημιουργηθέντος, από ορισμένες περιστάσεις, αδιεξόδου που παρεμποδίζει την απρόσκοπτη ορθολογική εκμετάλλευση του πλοίου. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, της απρόσκοπτης εκμετάλλευσης του πλοίου, είναι αναγκαίο ο πλειοδοτών να γνωρίζει ότι δεν θα αιφνιδιαστεί από αφανή βάρη του πλοίου, που συνιστούν τα ναυτικά προνόμια, δηλαδή μόνον τότε έχει αυτός, κατά κανόνα, κίνητρο να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτηση του πλοίου με σχετική δημοπρασία. Τέλος,  οι ανωτέρω διατάξεις του ΚΙΝΔ περί των ναυτικών προνομίων, δεν έχουν αποκλειστικά δικονομικό χαρακτήρα, έχουν και ουσιαστικό, αφού διέπουν τις αντίστοιχες απαιτήσεις από τη γέννησή τους, πριν από το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, επάγονται δε σχετικές έννομες συνέπειες ως προς αυτές (όπως π.χ. σε περίπτωση εκχώρησης της απαίτησης κατά το άρθρο 458 του ΑΚ μεταβιβάζεται και το αντίστοιχο προνόμιο). Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο πρώτης τάξης, όπως οι ένδικες της «Ο.Λ.Ε. Α.Ε.» έχουν σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης,  επαρκή προστασία, αφού, λόγω των προνομίων, ικανοποιούνται πριν απ’ όλους, ακόμη και πριν από τους ενυπόθηκους δανειστές, δεν συντρέχει κατά συνέπεια  λόγος να  υφίσταται ευθύνη του  υπερθεματιστή για γεννημένα πριν την κατακύρωση χρέη του πλοίου έναντι των τρίτων. Άλλωστε, μόνο με την εκδοχή  της απαλλαγής του υπερθεματιστή για τις πριν την κατακύρωση χρεώσεις, εναρμονίζεται και η σχετική διάταξη του άρθρου 208 ΚΙΝΔ, περί απόσβεσης του σχετικού προνομίου με τη διενέργεια του πλειστηριασμού και την κατακύρωση, όπως εξάλλου αποσβένονται και οι υποθήκες και οι προσημειώσεις σύμφωνα με το  άρθρο 1005 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Διαφορετική εκδοχή, περί ευθύνης του υπερθεματιστή και για τις πριν του πλειστηριασμού απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, έρχεται σε αντίθεση με το σκοπό του πλειστηριασμού, που είναι η ικανοποίηση των δανειστών δια του πλειστηριάσματος και η «κάθαρση» του εκπλειστηριαζόμενου πλοίου, ώστε αυτό να καταστεί αντικείμενο απρόσκοπτης οικονομικής εκμετάλλευσης, αλλά και με τη συνταγματική αρχή της ισότητας των δανειστών, δηλαδή στο γεγονός ότι ανεξαρτήτως των γενικών ή ειδικών προνομίων τους, όλοι θα ικανοποιηθούν μέχρι το όριο του πλειστηριάσματος και όχι πέραν αυτού, στρεφόμενοι ευθέως κατά του υπερθεματιστή. Θα δημιουργούσε δε μη ανεκτή,  εξαιρετική και ειδική μεταχείριση της «Ο.Λ.Ε. Α.Ε.», καθώς θα ευθύνεται ο υπερθεματιστής για τις γεννημένες πριν τον πλειστηριασμό απαιτήσεις της, όταν ο ίδιος υπερθεματιστής δεν ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για τους πριν την κατακύρωση φόρους (σχετ. οι ΟλΑΠ 12/1990 και ΑΠ 952/1994, ΕΠ 867/2003, δημοσ  στη ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 905/1986 ΠειρΝομολ 1986.543).

Τέλος, ο ανωτέρω λόγος απόσβεσης του ναυτικού προνομίου, που οδηγεί και στην απόσβεση της αντίστοιχης αξίωσης, λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται η προβολή σχετικού ισχυρισμού (ΕφΠειρ 303/2016 και 201/2013 ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 3ος σελ. 135, Ι. Ρόκα – Γ. Θεοχαρίδη «Ναυτικό Δίκαιο» εκδ. Γ’ σελ. 60 – 63).

Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα άνω διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής πραγματικά περιστατικά, η τελευταία αφορά απαίτηση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας σχετικά με τέλη και δικαιώματα για την παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού στο πλοίο «ΑΓ», στον υπό την εκμετάλλευσή της λιμένα της Ελευσίνας, η οποία  γεννήθηκε πριν τις 11-5-2016 οπότε, κατόπιν διενέργειας δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού με εκτελεστό τίτλο την …./2016 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών, κατακυρώθηκε το εκποιηθέν πλοίο στον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, δηλαδή πριν την απόκτηση της κυριότητας του εν λόγω πλοίου από τον εναγόμενο  και κατά συνέπεια αυτή, η ένδικη απαίτηση, έχει αποσβεσθεί. Αυτό διότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις και εφόσον πρόκειται για απαίτηση τρίτου κατά του υπερθεματιστή, κατά  το άρθρο 208 του ΚΙΝΔ, αποσβένονται τα ναυτικά προνόμια και η αντίστοιχη αξίωση για τέλη ελλιμενισμού, σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου που διενεργείται μέσω εκποίησης αυτού (πλοίου) σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, όπως στην προκείμενη περίπτωση, με συνέπεια τα οφειλόμενα για το χρονικό διάστημα πριν την κατακύρωση τέλη ελλιμενισμού και οφειλές για άλλες υπηρεσίες να μην βαρύνουν το νέο κύριο του πλοίου, δηλαδή τον εναγόμενο χωρίς  η κρίση αυτή να  αναιρείται από τις  διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 8.1 της  22596/ΕΓ ΔΕΚΟ 1941/22-5-2007 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Ανάπτυξης – Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας – Μεταφορών και Επικοινωνιών – Εμπορικής Ναυτιλίας, καθώς  αντικείμενο αυτής  είναι η έγκριση του τιμολογίου λειτουργίας των υπηρεσιών και του τιμολογίου λιμενικών δικαιωμάτων της « Ο.Λ.Ε. Α.Ε.» και όχι η τροποποίηση των ανωτέρω διατάξεων του ΚΙΝΔ περί ναυτικών προνομίων και των λόγων αποσβέσεως αυτών.

Επομένως  και εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδική διάταξη που να θεμελιώνει την ένδικη απαίτησή της σε βάρος του εναγόμενου στον  οποίο κατακυρώθηκε το πλοίο κατά τα άνω διαλαμβανόμενα, η αγωγή της είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Συνεπώς η εκκαλουμένη ορθά κατ’ αποτέλεσμα, απέρριψε την αγωγή, πλην όμως με εσφαλμένη αιτιολογία η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να αντικατασταθεί  ούτε να εξαφανιστεί αυτή, διότι δεν  μπορεί να καταστεί επιβλαβέστερη η θέση της εκκαλούσας – ενάγουσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ καθώς η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης ενώ πρωτοδίκως είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθιστά δυσμενέστερη τη θέση της εκκαλούσας (σχετ. Σ. Σαμουήλ: «Η έφεση», στ έκδοση, 2009, παρ. 1137).  Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικαστεί η εκκαλούσα λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού  (άρθρα 106, 176, 18 και 191 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται, στο διατακτικό τη παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την υπ΄ αριθμ. …../24.7.2017 έφεση κατά της 3189/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7  Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ