Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 262/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    262/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου,Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Δ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκρεμεί η από 17-12-2017 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …./2017, έφεση της εκκαλούσας , κατά της με αριθμό 5182/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών σε σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρα 592περ.2α, 593-602,607-609 παρ.1 περ.γ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/2015).

‘Οπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση κατάθεσης δικογράφου (με ΕΑΚ …./2017) και πράξη ορισμού συζήτησης του αρμόδιου Γραμματέα του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, τη συζήτηση της έφεσης επισπεύδει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας. Από τις υπ` αρ. …./10-1-2018 και …../10-1-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με την προαναφερόμενη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δύο εφεσίβλητους, αντίστοιχα. Επομένως, εφόσον οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει, να δικαστούν ερήμην. Η συζήτηση, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας –ενάγουσας κατά της υπ΄αρ. 5182/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε επί της αγωγής της κατά των εφεσίβλητων –εναγομένων , ερήμην των τελευταίων, κατά την διαδικασία των διαφορών σε σχέσεις γονέων και τέκνων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η παρούσα διάδικος δεν επικαλείται, ούτε προκύπτει, ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης. Πρέπει, επομένως ,να εξετασθεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, (όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν.4335/2015 που καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν από την 1η-1-2016 και μετά, όπως η ένδικη έφεση), ως προς την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου αυτής (έφεσης).

Το άρθρο 1467 AK ορίζει ότι η ιδιότητα του τέκνου ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1485 και 1466 ΑΚ ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από τον σύζυγο της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, δηλαδή αυτό που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοστή και κατά την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό (άρθρο 1468 ΑΚ) ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το τεκμήριο της καταγωγής του τέκνου από το γάμο, το οποίο είναι μαχητό, μπορεί να ανατραπεί μόνο με αγωγή προσβολής της πατρότητας. Η μητέρα του τέκνου έχει τη δυνατότητα (άρθρο 1469 εδαφ. 4 ΑΚ) να ασκήσει την αγωγή η οποία απευθύνεται σύμφωνα με το άρθρο 619 § 1 περ. γ` ΚΠολΔ, κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του συζύγου της. Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν είτε ότι η μητέρα δεν συνέλαβε το τέκνο από το σύζυγο της, ήτοι τον τεκμαιρόμενο πατέρα, είτε ότι αυτή (μητέρα) κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει το τέκνο από εκείνον (ΕφΠειρ 4/1988 ΕλΔ 29. 1442). Η προσβολή της πατρότητας από τη μητέρα αποκλείεται κατ` άρθρο 1470 § 4 ΑΚ όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό ή εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου, έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος με τον σύζυγο της. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, για την έγγαμη μητέρα η προθεσμία άσκησης της αγωγής προσβολής της πατρότητας του τέκνου της κατά του συζύγου της αρχίζει την ημέρα του τοκετού και δεν λήγει πριν παρέλθουν έξι μήνες από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, εφόσον συνέτρεχε σοβαρός λόγος για τη μη άσκηση του δικαιώματος αυτού κατά τη διάρκεια του γάμου (βλ. Σταθοπούλου-Γεωργιάδη Ερμ. ΑΚ υπό άρθρο 1470). Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής η οποία είναι αποκλειστική και επομένως λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, συνιστά καταχρηστική ένσταση η οποία μπορεί να προβληθεί από τον εναγόμενο – τεκμαιρόμενο πατέρα του τέκνου, τα πραγματικά δε περιστατικά που συνιστούν σοβαρό λόγο για τη μη προσβολή της πατρότητας από τη μητέρα στη διάρκεια του γάμου, δεν είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αγωγής εκείνης, αλλά αντιτείνονται από αυτή για την κατάλυση της από το άρθρο 1470 αρ. 4 ΑΚ ένστασης, ήτοι κατ` αντένσταση (ΑΠ 1548/2000 ΕλΔ 2001. 1343, Εφ.Πειρ. 359/1997 ΕλΔ 1997. 1669 ). Σοβαρό δε λόγο για τη μη προσβολή πατρότητας από την μητέρα, όσο διαρκεί ο γάμος, συνιστά το γεγονός ότι η αποκάλυψη της σύλληψης του τέκνου της από τις σαρκικές επαφές της με άλλον άνδρα, αποτελεί γι` αυτή ηθικά επίμεμπτη και κοινωνικά αποκρουστέα συμπεριφορά (Εφ.Αθ.4580/2009,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 359/1997 ο.π.,Εφ.Πατρ.779/1996, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1701/1993 ΕλΔ 35. 671, Β.Βαθρακοκοίλη, ‘’Το νέο Οικογενειακό δίκαιο΄΄ εκδ.2000, άρθρο 1470 παρ.8 ).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα-ήδη εκκαλούσα , εξέθετε στην ως άνω από 10-7-2017 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …./2017, αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της κι όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, ότι µε τον πρώτο εναγόµενο είχαν τελέσει νόμιμο γάµο στις 2-7-1978, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο, τη δεύτερη εναγοµένη, που γεννήθηκε στις 4-6-1985. ‘Ότι ο πρώτος εναγόµενος δεν είναι βιολογικός πατέρας του τέκνου αυτού, καθόσον κατά τον κρίσιµο χρόνο σύλληψής του, δηλαδή µεταξύ της 300ης και 180ης ηµέρας πριν από τον τοκετό, ήτοι από το τέλος Ιουλίου 1984 έως το τέλος Δεκεµβρίου 1984 δεν είχαν ερωτικές επαφές, ενώ, αντιθέτως διατηρούσε εξώγαµη ερωτική σχέση µε άλλον άνδρα, ο οποίος είναι ο βιολογικός πατέρας του τέκνου. ‘Ότι, προσφάτως πληροφόρησε τον πρώτο εναγόµενο περί του γεγονότος αυτού, µε αποτέλεσµα να κλονιστεί η σχέση τους και προχωρήσουν στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Ότι,ο μεταξύ τους γάμος λύθηκε  με την υπ’αρ. 2980/22-6-2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία  κατέστη αµετάκλητη στις 5-7-2017. ‘Ότι δεν προχώρησε νωρίτερα στην άσκηση της αγωγής για σοβαρό λόγο και συγκεκριµένα προκειµένου να µην αποκαλύψει στο σύζυγό της ότι είχε διαπράξει µοιχεία, διαταράσσοντας έτσι το γάµο τους. Ζητούσε δε, ακολούθως, να αναγνωρισθεί, ότι η δεύτερη εναγοµένη, ενήλικη θυγατέρα της, είναι µη γνήσιο τέκνο του πρώτου εναγοµένου, διότι αυτός δεν είναι ο βιολογικός της πατέρας και ότι δεν έχει εφαρµογή το τεκµήριο τέκνου γεννηµένου σε γάµο.

Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αρ. 5182 /2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία διαφορών σε σχέσεις γονέων και τέκνων), η οποία αφού δίκασε την υπόθεση ερήμην των εναγομένων, ως να ήταν κι αυτοί, όμως, παρόντες (άρθρο 595 ΚΠολΔ), ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη .

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας …….. και της ανωμοτί εξέτασης της τελευταίας, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού,καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα- εκκαλούσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα τέλεσε στις 2-7-1978 στον Άγιο Δημήτριο Αττικής με τον πρώτο εναγόμενο, νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια του γάμου αυτού απέκτησαν ένα θήλυ τέκνο,την δεύτερη εναγομένη, η οποία γεννήθηκε στις 4-5-1985 ( ήδη ενήλικη). Ο ως άνω γάμος μεταξύ των διαδίκων έχει ήδη λυθεί  με συναινετικό διαζύγιο δυνάμει της υπ’αρ. 2980/22-6-2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (εκουσία δικαιοδοσία), η οποία  κατέστη αµετάκλητη, όπως προκύπτει από το υπ΄αρ. ……/5-7-2017 πιστοποιητικό της Γραμματείας του ως άνω δικαστηρίου.

Κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω αγωγή κι όπως καταθέτει ο προαναφερθείς μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο πρώτος εναγόµενος δεν είναι βιολογικός πατέρας του παραπάνω τέκνου της ενάγουσας (δεύτερης εναγομένης), καθώς κατά τον κρίσιµο χρόνο σύλληψής του, δηλαδή µεταξύ της 300ης και 180ης ηµέρας πριν από τον τοκετό, ήτοι από το τέλος Ιουλίου 1984 έως το τέλος Δεκεµβρίου 1984 η ενάγουσα δεν είχε ερωτικές επαφές με τον πρώτο εναγόμενο –σύζυγό της, ο οποίος απουσίαζε κατά το μεγαλύτερο αυτό διάστημα για επαγγελματικούς λόγους από τη συζυγική οικία , ενώ,  κατά το ως άνω διάστημα διατηρούσε εξώγαµο ερωτικό δεσμό µε άλλον άνδρα, και συγκεκριμένα τον ως άνω μάρτυρα, ο οποίος είναι ο φυσικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης. Επίσης, όπως εκθέτει η ενάγουσα και επιβεβαιώνει επίσης ο εν λόγω μάρτυρας, αυτή, λόγω των κοινωνικών συνθηκών, σε μια μάλιστα παλαιότερη εποχή, (ήτοι προ τριάντα και πλέον ετών, που γεννήθηκε το εν λόγω τέκνο) δεν είχε αποκαλύψει το ως άνω γεγονός στο σύζυγό της – πρώτο εναγόμενο, ο οποίος μπορεί να  είχε κάποιες υποψίες, αλλά το πληροφορήθηκε με βεβαιότητα από την ενάγουσα, σχετικά πρόσφατα, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να κλονιστεί η σχέση τους και να προχωρήσουν στην έκδοση του ως άνω διαζυγίου. Ο δε γάμος τους λύθηκε αμετάκλητα, κατά τα προαναφερθέντα, στις 5-7-2017. Στη συνέχεια, η ενάγουσα κατέθεσε στις 10-7-2017 την ένδικη αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 26-7-2017,( όπως προκύπτει από τις υπ’αρ. … και …… 26-7-2017,αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………), δηλ. εντός εξαμήνου από τη λύση του γάμου.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, καθώς έκρινε ότι δεν προέκυψε η ύπαρξη σοβαρού λόγου, που η ενάγουσα δεν άσκησε την αγωγή προσβολής πατρότητας εντός της (αποσβεστικής) προθεσμίας του ενός έτους από τον τοκετό, ώστε να ισχύσει η προθεσμία των έξι μηνών από τη λύση του γάμου, κατ΄άρθρο 1470 παρ. 4 ΑΚ, διότι ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε εξ αρχής ,ότι δεν ήταν αυτός ο πατέρας της δεύτερης εναγομένης, αφού απουσίαζε κατά το κρίσιμο διάστημα, οπότε δεν συντρέχει ο σοβαρός λόγος που αυτή επικαλείται για τη μη άσκηση της αγωγής νωρίτερα, ότι δηλ. δεν ήθελε να αποκαλύψει τη μοιχεία που είχε διαπράξει .

Κρίνοντας, όμως, έτσι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και μη ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, διότι όσο διαρκούσε ο γάμος της ενάγουσας –μητέρας με τον πρώτο εναγόμενο , υπήρχε σημαντικός λόγος για τη μη προσβολή της πατρότητας από αυτήν, καθώς η αποκάλυψη της σύλληψης του τέκνου της από τις σαρκικές επαφές της με άλλον άνδρα αποτελούσε γι` αυτή ηθικά επίμεμπτη και κοινωνικά αποκρουστέα συμπεριφορά σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη.  Πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι η έγγαμη γυναίκα και εν προκειμένω η ενάγουσα, προς αποτροπή δυσμενών επιπτώσεων στο πρόσωπό της και στο πρόσωπο του τέκνου της, τόσο στον ηθικό όσο και στον υλικό τομέα, έχει πάντοτε  σοβαρό λόγο, όσο διαρκεί ο γάμος της, να μην αποκαλύψει  τη σύλληψη του τέκνου της με άλλον άνδρα και συνεπώς να μην προσβάλει την πατρότητα του τέκνου (Εφ.Πατρ. 779/1996 ο.π, Β.Βαθρακοκοίλη, ο.π). Ακόμη δε κι αν, λόγω των συνθηκών, ο πρώτος εναγόμενος μπορεί να υποψιαζόταν ότι το τέκνο (δεύτερη εναγόμενη)  μπορεί να μην ήταν δικό του, όπως αναφέρει και ο ως άνω μάρτυρας, είναι πολύ διαφορετικό από το να απολαύφθει, το γεγονός αυτό, ρητά από την ενάγουσα και να γίνει γνωστό και σε έναν ευρύτερο συγγενικό και κοινωνικό κύκλο, πράγμα που θα ήταν δυσβάσταχτο τόσο για την ενάγουσα όσο και για τον σύζυγό της –πρώτο εναγόμενο.

Επομένως, η εκκαλουμένη, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της ένδικης έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί κι αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο, να εξετασθεί η αγωγή κατ΄ουσίαν. Ακολούθως,όμως, λόγω του σοβαρότητας του κρίσιμου ζητήματος της πατρότητας της δεύτερης εναγομένης, το οποίο δεν μπορεί να κριθεί με ασφάλεια από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα μόνο από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, καθώς  από την ερημοδικία των εναγομένων δεν συνάγεται ομολογία στην παρούσα διαδικασία (άρθρα 592 παρ.2, 595 ΚΠολΔ) η οποία (ομολογία) σε κάθε περίπτωση στην διαδικασία αυτή εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη ( άρθρο 597 παρ.1 ΚΠολΔ), και για την ουσιαστική διερεύνηση του οποίου (ως άνω ζητήματος), απαιτούνται ειδικές γνώσεις ιατρικής επιστήμης, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης, ώστε να διαταχθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη (άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ ) η οποία θα διεξαχθεί από έναν πραγματογνώμονα ιατρό -γενετιστή, που θα ορίσει το Δικαστήριο, ο οποίος, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες αιματολογικές εξετάσεις των διαδίκων, θα αποφανθεί για το θέμα τούτο, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Εξάλλου, στην προκειμένη ειδική διαδικασία, ο νομοθέτης με τη διάταξη του άρθρου 607 Κ.Πολ.Δ. (όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015), θεσμοθέτησε ότι το δικαστήριο, όταν κρίνει αναγκαίο αποδεικτικό μέσο, για την διαπίστωση της πατρότητας, την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, μπορεί να διατάξει την υποβολή, εκτός των διαδίκων, και τρίτου προσώπου μη διαδίκου σε πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους, ιδίως DNA, πράγμα που κρίνεται σκόπιμο στην προκειμένη περίπτωση, ήτοι να υποβληθεί στις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις εκτός από τους διαδίκους και ο ………. – ως άνω μάρτυρας απόδειξης, φερόμενος κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, αλλά και με βάση τα όσα ο  ίδιος καταθέτει, ως πατέρας της δεύτερης εναγομένης, για να διαπιστωθεί αν βιολογικός πατέρα αυτής είναι ο αυτός, ο πρώτος εναγόμενος ή όχι, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της απόφασης, αλλά θα οριστεί παράβολο ανακοπής ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης, εκ μέρους των εναγομένων, ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς σε αυτήν μπορούν να υποβληθούν, αν υφίσταται ειδικό έννομο συμφέρον, και μη οριστικές αποφάσεις (Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ , υπό το άρθρο 501 ΚΠολΔ, παρ.8,11), ενώ το δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφανθεί  για την τύχη του παραβόλου του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ , στη μετ΄απόδειξη συζήτηση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση ερήμην των εφεσίβλητων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε έναν από αυτούς.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 5182/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών σε σχέσεις γονέων και τέκνων.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης με επιμέλεια της ενάγουσας.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον ….., ιατρό κυτταρολόγο, κάτοικο … Αττικής, οδός …, τηλ. …….., ο οποίος αναφέρεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου. Αυτός, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον της  δικαστή του δικαστηρίου τούτου, ή του νόμιμου αναπληρωτή της, μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της παρούσας αποφάσεως σε ημέρα και ώρα που η ίδια θα ορίσει, και αφού λάβει υπόψη του όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, καθώς επίσης, αφού διενεργήσει λήψη δείγματος αίματος από όλους τους διαδίκους, αλλά και από τον τρίτο μη διάδικο ….., κάτοικο … Αττικής, οδός …….. (μάρτυρα απόδειξης), ο οποίος θα κληθεί προς τούτο με επιμέλεια της ενάγουσας δέκα (10 ) ημέρες πριν τη διενέργειά της (άρθρο 607 ΚΠολΔ), θα προβεί σε ανάλυση των δειγμάτων, εφαρμόζοντας την μέθοδο της εξέτασης των ερυθροκυτταρικών αντιγόνων 6 συστημάτων και του ελέγχου του συστήματος συμβατότητας με την μέθοδο DNA ή και σε συνδυασμό περισσότερων ενδεδειγμένων ιατρικών μεθόδων, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Ακολούθως, ο ως άνω πραγματογνώμονας θα συντάξει έκθεση στην οποία αιτιολογημένα θα γνωμοδοτήσει αν πρώτος εναγόμενος . … είναι ή όχι ο φυσικός πατέρας της δεύτερης εναγομένης …… ή αν φυσικός πατέρας αυτής είναι ο ως άνω …….. Η έγγραφη έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την όρκιση του πραγματογνώμονα είτε από την ίδιο είτε από ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και να συνταχθεί έκθεση κατάθεσής της

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 25 Απριλίου 2018 , απόντων των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.

 

       Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      H  ΓPAMMATEAΣ