Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 249/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    249/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3591/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από αμοιβές παροχής εργασίας  (άρθρα 677 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23.7.2015 που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν την 1.1.2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ),ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος των προβλεπομένων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3ξ εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς,  σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι διαφορές από αμοιβές, πέραν του ότι ο εκκαλών, ως Ν.Π.Δ.Δ (Ο.Τ.Α), εξαιρείται σε κάθε περίπτωση .

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, πρέπει να µη προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τµήµα της αγωγής, που εµποδίζει τη συγκεκριµενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτηµα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισµός του επιχειρείται παραδεκτά µόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήµατος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη µείωση όλων των κονδυλίων (Ολ.ΑΠ 30/2007 ΕλλΔνη 2007,1637, ΑΠ 1893/2013, ΑΠ 971/2013, ΑΠ 1314/2009, Εφ.Αθ. 4924/2012, Εφ.Αθ. 2308/2011, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 1/2010 Αρµ 2012,1905, Μ.Εφ.Πειρ. 2/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

            Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος εξέθετε στην από 3.2.2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2015 αγωγή του, ότι είναι δικηγόρος, µέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά από το έτος 1980 και (δικηγόρος) παρ’ Αρείω Πάγω ήδη από το έτος 1989. Ότι στις 18-7-2000, προσλήφθηκε στον τότε Δήµο …. (του οποίου καθολικός διάδοχος είναι ο νυν εναγόµενος Ο.Τ.Α ΄΄Δήμος ………’’), δυνάµει της υπ’ αριθµ. 1265/2000 απόφασής του, µε πάγια αντιµισθία, εργαζόµενος σε αυτόν µέχρι και σήµερα, ενώ, από τις αρχές του έτους 2013, είναι προϊστάµενος και ο µοναδικός απασχολούµενος δικηγόρος στη νοµική υπηρεσία του εναγοµένου. Ότι οι αποδοχές του ρυθµίζονται από τις διατάξεις του Ν. 3026/1954 και ήδη του Ν. 4194/2014, σε συνδυασµό µε το εκάστοτε ισχύον ενιαίο µισθολόγιο και τις διατάξεις που αυτό παραπέµπει, κατ’ επιταγή του άρθρου 166 παρ.1 Ν. 3854/2007 και τις άλλες διατάξεις που αναφέρονται στην αγωγή. Ειδικότερα, ανέφερε ότι, μέχρι την 31-10-2011, αμειβόταν βάσει της υπ’ αριθμ. 2/8250/0022/04 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών κα Δικαιοσύνης, εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 Ν. 3205/2003, βάσει της οποίας οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στους ΟΤΑ κλπ. και των οποίων τα κατώτατα όρια αμοιβής καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 2 Ν. 1093/1980, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 12 Ν. 1816/1988, κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια χωρίς περαιτέρω εξέλιξη και, ειδικότερα, οι δικηγόροι στο Πρωτοδικείο στο 15ο  μισθολογικό κλιμάκιο, οι δικηγόροι στο Εφετείο στο 8ο  μισθολογικό κλιμάκιο και οι δικηγόροι στον Άρειο Πάγο στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο, ενώ, βάσει της ίδιας ΚΥΑ, είχαν, κατά τον ίδιο τρόπο, καθοριστεί και οι αμοιβές δικηγόρων, απασχολούμενων με έμμισθη εντολή στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθώς και στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών αλλά και όλων των δικηγόρων που υπηρετούν στο Δημόσιο ΟΤΑ και ΝΠΔΔ. Ότι στις 28.02.2012 δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 22 παρ. 1 Ν. 4024/2011, κατά πρώτον, η ΚΥΑ 2/17132/0022/12 «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011», μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, όντας ΟΤΑ πρώτου βαθμού και, κατά δεύτερον, η ΚΥΑ 2/17127/0022/2012 «Καθορισμός αποδοχών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθμιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων», που καθόρισε το μηνιαίο βασικό μισθό όλων των δικηγόρων που απασχολούνται στις ανωτέρω αρχές και δη χωρίς καμία διάκριση (χρόνο άσκησης δικηγορίας, δικαστήριο στο οποίο δύνανται να παρίστανται) στο ποσό των 2.097 ευρώ, πράγμα το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Συντάγματος, εφόσον αυτή η διαφοροποίηση από κανέναν αποχρώντα λόγο δεν δικαιολογείται. Πέραν δε των ανωτέρω, με τις δύο αυτές ΚΥΑ προβλέφθηκε η χορήγηση χρονοεπιδόματος 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου και το οποίο, κατά τον ενάγοντα, θα έπρεπε να υπολογιστεί, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 Ν. 4024/2011 και ότι, αντίθετα, έλαβε χώρα εσφαλµένος υπολογισµός του, µε αποτέλεσµα να λάβει µικρότερο από το ποσό που θα ελάµβανε αν ο υπολογισµός πραγµατοποιούταν µε τον ανωτέρω τρόπο. Ότι, επιπροσθέτως, µε το άρθρο 1 § Γ υποπαρ. Γ Ν. 4093/2012, καταργήθηκε η διάταξη της ΚΥΑ 2/17132/0022/12, που παρείχε το ανωτέρω χρονοεπίδοµα στα πρόσωπα που η ΚΥΑ αυτή αφορούσε, όχι όµως και η αντίστοιχη διάταξη της ΚΥΑ 2/17127/0022/2012 για τους δικηγόρους που εργάζονται στις εκεί αναφερόµενες ανεξάρτητες αρχές, µε αποτέλεσµα οι δικηγόροι αυτοί να εξακολουθούν να το λαµβάνουν και µετά την 1-1-2013 και ότι και αυτή η διαφοροποίηση, σύμφωνα πάντα με τον ενάγοντα, υλοποιήθηκε χωρίς επίσης να υπάρχει κανένας σημαντικός λόγος ή δηµόσιο συµφέρον,  κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι μέχρι την έκδοση των ανωτέρω δύο ΚΥΑ, ίσχυε η ΚΥΑ 2/8250/0022/2004 των Υπουργών Εσωτερικών, Δηµόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονοµικών και Δικαιοσύνης «Κατάταξη δικηγόρων µε έµµισθη εντολή σε µισθολογικά κλιµάκια», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 92Α του ΝΔ 3026/1954,κι όλοι οι δικηγόροι εργαζόµενοι µε καθεστώς έµµισθης εντολής αµείβονταν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Περαιτέρω, υποστήριζε  ότι εργάζεται υπό  τις ίδιες, αν όχι και πιο απαιτητικές συνθήκες, λόγω της φύσεως, της πολυπλοκότητας και ποικιλίας των υποθέσεων που χειρίζεται σε σχέση µε τους δικηγόρους στους οποίους αφορά η ΚΥΑ 2/17127/0022/2012, αλλά και του γεγονότος ότι είναι ο µοναδικός δικηγόρος του (εναγοµένου) ……., αν και προβλέπονται έξι θέσεις δικηγόρων. Επικαλούμενος δε ότι αντίκεινται στο Σύνταγµα και συγκεκριμένα τόσο στη διάταξη άρθρο 4 παρ. 1 περί ισότητας όσο και στην διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 περί προστασίας της ελέυθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου, στην οποία περιλαμβάνεται και η επαγγελματική του ελευθερία και κη οικονομική του εξέλιξη , κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, τόσο η ανωτέρω πρόβλεψη της ΚΥΑ 2/17132/0022/2012, όσο και η διάταξη του άρθρου 1 της παρ. Γ υποπαρ. Γ αρ. Ν. 4093/2012 µε την οποία ορίζεται ότι: «9. Το χρονοεπίδοµα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του διατακτικού της κοινής υπουργικής απόφασης µε αρ. 2/17132/0022/28.2.2012 (Β’ 498) καταργείται από 1.1.2013.», εφόσον αυτό το χρονοεπίδοµα συνεχίζει να καταβάλεται στους δικηγόρους που αναφέρονται στις ανωτέρω ανεξάρτητες αρχές, κατ’ εφαρµογή της αρχής της αναλογικής ισότητας, ζητούσε να εφαρµοστεί και για εκείνον η διάταξη της ΚΥΑ 2/17127/0022/2012, µε την οποία καθορίστηκε, ως βασικός µισθός των δικηγόρων µε έµµισθη εντολή, ο µισθός του Α’ µισθολογικού κλιµακίου, όπως αυτοί καθορίζονται από το άρθρο 6 Ν. 4024/2011, ως ευνοϊκότερη, η διάταξη της § 4 της παραπάνω ΚΥΑ, για κάθε δύο χρόνια δικηγορίας από την εγγραφή του στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά, καθώς επίσης και η διάταξη του άρθρου 13 παρ.4 Ν. 4024/2011, µε την οποία χορηγείται επίδοµα χρόνου υπηρεσίας σε όλους τους εργαζόµενους στον ιδιωτικό τοµέα. Ζητούσε δε επίσης, να αναγνωρισθεί το δικαίωµά του να εισπράττει και αντίστοιχα η υποχρέωση του εναγοµένου να του καταβάλει, από 1.1.2011 µέχρι 31.5.2015, το βασικό µισθό του βαθµού Α’ της κατηγορίας ΠΕ, ήτοι 2.097 ευρώ µηνιαίως µε την προσθήκη 2% για κάθε έτη δικηγορίας, από την ηµεροµηνία εγγραφής του στο µητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς στις 11.1.1980, του επιδόµατος αυτού υπολογιζοµένου µε βάση τη διάταξη του άρθρου 13 Ν. 4024/2011 και την ερµηνευτική εγκύκλιο Υπ.Οικ. 2/78400/0022/14.11.2011 που καταβάλλεται στους δικηγόρους που αναφέρονται στην ΚΥΑ 2/17127/0022/12, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόµενο εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση να του καταβάλει και µετά την 1η .6.2015, το χρονοεπίδοµα της ΚΥΑ 2/17127/0022/12 και ισχύει για τους δικηγόρους που αναφέρονται σε αυτή, σε ποσοστό 2% για κάθε 2 έτη δικηγορίας, από το χρόνο εγγραφής του στο µητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς και επί του εκάστοτε διαµορφούµενου την προηγούµενη διετία βασικού µισθού του Α’ βαθµού της κατηγορίας, του βασικού µισθού του υπολογιζοµένου όπως στην αγωγή αναφέρεται. Για τους λόγους δε αυτούς και προβάλλοντας την αντισυνταγµατικότητα των ως άνω επίμαχων διατάξεων, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων ζητούσε επίσης, να υποχρεωθεί το εναγόµενο να του καταβάλει, με βάση τη, μεταξύ τους, σύμβαση έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, άλλως με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, άλλως βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. α) για το χρονικό διάστηµα από 01.11.2011 έως 10.01.2012, ποσό (2.877,00-1.972,04=) 904,96/µήνα ή 30,165 ευρώ/ηµέρα Χ 71 ηµέρες = 2.141,71 ευρώ, β) για το χρονικό διάστηµα από 11.01.2012 έως 29.02.2012, ποσό (2.935,00-1.972,04=) 962,94/µήνα ή 32,10 ευρώ/ηµέρα Χ 49 ηµέρες = 1.572,90 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστηµα από 01.3.2012 έως 31.12.2012, ποσό (2.935,00- 2.477,80=) 457,20/µήνα Χ 10 µήνες = 4.572,00 ευρώ, δ) για το χρονικό διάστηµα από 01.01.2013 έως 10.01.2014, ποσό (2.935,00-1.906,00=) 1.029,00/µήνα Χ 12 µήνες = 12.348,00 + [1.029,00 : 30Χ 10=] 343= 12.691,00 ευρώ και ε) για το χρονικό διάστηµα από 11.01.2013 έως 31.01.2015, ποσό (2.944,00-1.906,00=) 1.088,00/µήνα Χ 13 µήνες = 14.144,00 – [1.088,00 : 30Χ 10=] 362,67= 13.781,33 ευρώ και συνολικά  το ποσό των (2.141,71+ 1.572,90+ 4.572,00+ 12.691,00+ 13.781,33=) 34.758,94 ευρώ, ως προς το οποίο, µετέτρεψε το αίτηµα της αγωγής, τόσο με τις πρωτόδικες προτάσεις του, όσο και με δήλωση του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, για το πέραν των 20.000 ευρώ, αξιούμενο ποσό, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό.

Παράλληλα, δε, με το ανωτέρω αίτημα, ο ενάγων ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι δικαιούται να εισπράττει και αντίστοιχα ότι το εναγόμενο υποχρεούται να του καταβάλει, τόσο για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 μέχρι 31.1.2015, όσο και για το χρονικό διάστημα από την 1η.6.2015 και εφεξής, το βασικό μισθό του βαθμού Α κατηγορίας ΠΕ, ήτοι 2.994 ευρώ μηνιαίως, όπως αυτός διαμορφώνεται με την προσθήκη του χρονοεπιδόματος σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημέρα εγγραφής του στο μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (11-1-1980), επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του Α’ βαθμού, όπως αυτός προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 13 Ν. 4024/2011 και τη ερμηνευτική εγκύκλιο Υπ. Οικ. 2/784000/0022/14.11.2011, που καταβάλλεται και στους δικηγόρους που αναφέρονται στην ΚΥΑ 2/17127/002/12, καθώς επίσης και να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων υποχρεούται και μετά την 1η.6.2015, να καταβάλει στον ενάγοντα το χρονοεπίδομα που ορίζει η διάταξη της παρ. 4 της άνω ΚΥΑ και ισχύει για τους δικηγόρους που αναφέρονται σε αυτή (αλλά επιπρoσθέτως όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 Ν. 4024/2011), σε ποσοστό 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας, από την ημερομηνία εγγραφής του για πρώτη φορά στο μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού του Α’ βαθμού της κατηγορίας ΠΕ. Όλα δε τα παραπάνω αιτούμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο  από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό καθένα από τα επί μέρους ποσά, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αριθμ.3591/2015), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, όσον αφορά στο αιτούμενο ποσό των 34.758,94 ευρώ, τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς τις επικουρικές της βάσεις, η οποία κατέστη τέτοια (αόριστη), σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, καθώς ο ενάγων κατά τον περιορισμό, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, του καταψηφιστικού αιτήματός του στο ποσό των 20.000 ευρώ, δεν ανέφερε ποια συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ούτε ότι περιόριζε συμμέτρως όλα τα κονδύλια αυτά.

Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς τα λοιπά ως άνω αιτήματά της, ως προς την κύρια βάση της κι ως προς την πρώτη επικουρική της βάση, την επιχειρούμενη να στηριχθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ενώ την απέρριψε, ως προς την επικουρική της βάση, την επιχειρούμενη να στηριχθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως αόριστη, διότι δεν γίνεται σε αυτήν ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εντολής μεταξύ των διαδίκων (Ολ.ΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003,1261, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν συνεχεία δε, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τα λοιπά ως άνω αιτήματά της, που έκρινε ορισμένα και νόμιμα, ως προς την κύρια βάση της και ως ουσιαστικά βάσιμη.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος ήδη εκκαλών ΟΤΑ, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου του.

Από τα αναφερόμενα στην ίδια την αγωγή και τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτουν τα εξής .

Με την ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 2/17132/0022/28.12.2012 (ΦΕΚ Β’ 498) ‘’Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του N. 4024/2011 (Α’226)’’, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 22 του Ν. 4024/2011 και με αναδρομική ισχύ από 01.11.2011, ορίστηκε ότι στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011 καταβάλλεται βασικός μισθός: α) στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε’ Βαθμού, β) στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο μισθός του 2ου  μισθολογικού κλιμακίου του Γ βαθμού και γ) στους δικηγόρους στον Άρειο Πάγο, ο μισθός του Β’ βαθμού, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν. 4024/2011 και τη σχετική ερμηνευτική του νόμου εγκύκλιο υπ’ αριθμ. Υπ. Οικ. 2/78400/0022/14.11.2011, καθορίστηκε στο ποσό των 1.906 ευρώ, επιπλέον δε, καταβάλλεται επί του βασικού µισθού χρονοεπίδοµα 2% για κάθε δυο έτη δικηγορίας από την ηµεροµηνία εγγραφής τους στα µητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Περαιτέρω, µε τις παραγράφους 1 και 2 της ΚΥΑ υπ’ αριθµ. 2/17127/0022/28.12.2012 (ΦΕΚ Β’ 498) «Καθορισµός αποδοχών του ειδικού επιστηµονικού προσωπικού και των δικηγόρων µε σχέση έµµισθης εντολής των Ανεξάρτητων Διοικητικών ή Ρυθµιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων», καθορίστηκε για τους δικηγόρους των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (ΑΔΑ) µε έµµισθη εντολή ως βασικός µισθός, ο µισθός του Α’ βαθµού, ο οποίος σύµφωνα µε το άρθρο 13 του Ν. 4024/2011 και τη σχετική ερµηνευτική του Νόµου εγκύκλιο υπ’ αριθµ. Υπ.Οικ. 2/78400/0022/14.11.2011. καθορίστηκε στο ποσό των 2.097 ευρώ, ενώ µε την παρ. 4 της ίδιας ΚΥΑ, ορίστηκε ότι στους δικηγόρους των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών καταβάλλεται χρονοεπίδοµα 2% επί του βασικού µισθού, το οποίο χορηγείται αυτοδικαίως ανά διετία από την ηµεροµηνία εγγραφής τους στα µητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η ΚΥΑ µε αριθµό 2/71801/0022/02.10.2012, µε την οποία τροποποιήθηκε η προαναφερόµενη ΚΥΑ, συµπεριλαµβάνοντας στη χορήγηση του χρονοεπιδόµατος, µε τους ίδιους όρους, εκτός των δικηγόρων των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών και τους δικηγόρους των Ρυθµιστικών Αρχών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, οι οποίοι, προφανώς από παραδροµή, δεν συµπεριελήφθησαν στην ΚΥΑ υπ’ αριθ. 2/17127/0022/28.12.2012.          Ακολούθως, όμως, µε το άρθρο 1 παράγραφος Γ, υποπαράγραφος Γ «Μισθολογικές διατάξεις του Δηµοσίου Τοµέα», αριθµός 9, του Ν. 4093/2012, καταργήθηκε, από 01.01.2013, το χρονοεπίδοµα που προβλέπεται στην παρ. 1 του διατακτικού της κοινής υπουργικής απόφασης µε αριθµό 2/17132/0022/28.02.2012 (ΦΕΚ Β’498), δηλαδή το χρονοεπίδοµα, που, έως την 31.12.2012 λάµβαναν οι δικηγόροι που παρείχαν υπηρεσίες µε σχέση πάγιας και περιοδικής έµµισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011, ενώ, αντίθετα, διατηρήθηκε αυτό για τους δικηγόρους που υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθµιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων.

Ο ενάγων ορκίστηκε δικηγόρος την 11.01.1980 και εγγράφηκε στο μητρώο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, με αριθμό μητρώου 1410, στις 14.01.1980, ως δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις, ενώ, προήχθη, σε δικηγόρο παρ’ Εφέταις στις 16.7.1985 και σε δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω, στις 14.11.1989. Με βάση την υπ΄ αριθμ. ……../1.12.1999 προκήρυξή του Δήμου ….., για την πρόσληψη ενός δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, (ο ενάγων) προσλήφθηκε από το Δήμο αυτό, από 18.02.2000, με πάγια περιοδική αντιμισθία, δυνάμει σύμβασης έμμισθης εντολής ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια, δε, ο Δήμος αυτός συγχωνεύθηκε με το Δήμο ….., με αποτέλεσμα, από τη συγχώνευση αυτή, να προκύψει ο (νυν εναγόμενος) ….., ο οποίος, υπεισήλθε, ως καθολικός διάδοχος του Δήμου …, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, κατ’ άρθρο 283 παρ. 1 Ν. 3852/2010. Λίγο καιρό πριν την άσκηση της αγωγής, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 350/29.01.2015 απόφασης του εναγομένου, ο ενάγων ορίστηκε προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του, θέση που συνεχίζει να κατέχει μέχρι και σήμερα. Σχετικά δε με το καθεστώς των αποδοχών του, μέχρι την 31.10.2011 αμειβόταν σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2/8250/022/2004 ΚΥΑ των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης «Κατάταξη δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε μισθολογικά κλιμάκια», η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του Ν. 3205/2003. Με το άρθρο 22 παρ. 1 Ν. 4024/2011 ανατέθηκε στη Διοίκηση η αρμοδιότητα ρύθμισης των μισθολογικών θεμάτων για τους, με έμμισθη πάγια και περιοδική έμμισθη εντολή δικηγόρους που εργάζονται τόσο στους ΟΤΑ όσο και στα ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, ενώ από την 1.11.2011 και εφεξής, υπήχθη στο νομοθετικό καθεστώς της ΚΥΑ 2/17132/0022/12 «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011», η οποία όρισε, όπως προαναφέρθηκε,  «Ι.                                   Στους δικηγόρους, που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής, στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, καταβάλλεται βασικός μισθός ως εξής: α) Στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο, ο μισθός του 2ου  μισθολογικού κλιμακίου του Ε’ βαθμού β) Στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο μισθός του 2ου  μισθολογικού κλιμακίο του Γ βαθµού και γ) Στους δικηγόρους στον Άρειο Πάγο (όπως ο ενάγων), ο µισθός του Β’ βαθµού» και ότι : « Επιπλέον, καταβάλλεται χρονοεπίδοµα 2% επί του βασικού µισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ηµεροµηνία εγγραφής τους στα Μητρώα του οισκείου Δικηγορικού Συλλόγου.». Αντίθετα, για τους συναδέλφους του ενάγοντος που εργάζονται µε σχέση έµµισθης εντολής σε Ανεξάρτητες Διοικητικές ή Ρυθµιστικές Αρχές, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στη Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων ορίστηκε, µε βάση το συνδυασµό των τριών πρώτων παραγράφων της ΚΥΑ 2/17127/0022/2012, ότι, στην ανωτέρω κατηγορία δικηγόρων καταβάλλεται ο βασικός μισθός του Α βαθμού, ενώ διακόπηκε, επίσης, ως προς αυτόν (και τους λοιπούς δικηγόρους με όμοια θέση), το χρονοεπίδομα του 2% για κάθε δύο έτη δικηγορίας, ενώ το επιδομα αυτό διατηρήθηκε για τους συναδέρφους του που απασχολούνταν στις ως άνω Αρχές.

Σύμφωνα, λοιπόν, το ως άνω ισχύον από τις ως άνω ημερομηνίες, πλέον νομοθετικό καθεστώς, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις των εν λόγω ΚΥΑ, ο ενάγων δεν δικαιούται τις αποδοχές του 2ου μισθολογικού κλιμακίου Α βαθμού, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του, αλλά του Β βαθμού, ούτε χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας, όπως επίσης υποστηρίζει, πράγμα που ίσχυε με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, οπότε η αγωγή είναι καταρχήν μη νόμιμη. Ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα, αντισυνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων, και ειδικότερα ότι αυτές αντίκεινται στα άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος, όπως προεκτέθηκε και αναλυτικότερα αναφέρει στην ένδικη αγωγή του, ισχυρισμούς τους οποίους  έκανε δεκτούς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έχουν να αναφερθούν τα εξής.

Στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», στο δε άρθρο 25 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, ότι οι περιορισμοί των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 κατοχυρώνεται ως ατομικό δικαίωμα η οικονομική ελευθερία, ειδική εκδήλωση της οποίας αποτελεί για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η ελευθερία των συμβάσεων, στη οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η επιλογή κατάρτισης σύμβασης και με το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και η σύμφυτη αξίωση της τηρήσεως των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Νομοθετική επέμβαση σε συνεστημένη συμβατική σχέση είναι επιτρεπτή ως εξαιρετικό μέτρο, λαμβανόμενο με βάση γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, όταν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνάπτονται με το αντικείμενο της συμβάσεως, δικαιολογούν την ανατροπή της ομαλής εξελίξεως της συμβάσεως ή την μεταβολή των συμφωνηθέντων από τους συμβαλλομένους (Ολ.ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 215/2012, Ολομ.Στ Ε3199/2003, Ολ.ΣτΕ 1909/2001). Αυτό, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι η επιβολή των συγκεκριμένων μέτρων δεν θίγει τον πυρήνα της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας, εν προκειμένω του (ενάγοντος) δικηγόρου με έμμισθη εντολή, ούτε την αναιρεί (ΣτΕ 2342/2000,1724/1999 ), λαμβανομένου πάντως υπ’ όψη, παράλληλα, ότι το δικηγορικό επάγγελμα, λόγω του στενού συνδέσμου του προς την απονομή της δικαιοσύνης και του κοινωνικού ρόλου που επιτελεί, υπόκειται σε ιδιαίτερες δεσμεύσεις και κανονιστικές ρυθμίσεις (ΣτΕ 3667/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, ο επιδιωκόμενος με τις κρίσιμες διατάξεις σκοπός, ήτοι η δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και ο εξορθολογισμός του καθεστώτος των αμοιβομένων από το Δημόσιο προσώπων δια της καθιερώσεως, μεταξύ άλλων, κοινών κανόνων βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως όλων των απασχολουμένων στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, προς αντιμετώπιση της σοβαρότατης οικονομικής κρίσεως που πλήττει την χώρα από το έτος 2010, αποτελεί λόγο δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογεί την επέμβαση του νομοθέτη στις συμβατικές σχέσεις των δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής προς Ν.Π.Δ.Δ του ευρύτερου δημόσιου τομέα και συνεπώς και του ενάγοντος, αντίθετα με τα ισχυριζόμενα από αυτόν στην αγωγή του ,όπως βασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών Δήμος. Περαιτέρω, η επίμαχη ρύθμιση, με την οποία εξομοιώνεται μισθολογικώς η ανωτέρω κατηγορία δικηγόρων με εκείνους που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες προς το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ., ελήφθη με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, παρίσταται ως πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν είναι προδήλως δυσανάλογη προς αυτόν. Με τα δεδομένα αυτά το επίμαχο μέτρο δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στην αρχή της αναλογικότητας (Ολ.ΣτΕ 3372/2015, Ολ.ΣτΕ 3404-6/2014), εφ’ όσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών και δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες (Ολ.ΣτΕ 668/2012, Ολ.ΣτΕ 1286/2012).

Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος διότι προσβάλλει την συμβατική ελευθερία αυτού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο ενάγων προβάλλει με την ένδικη αγωγή του, ότι παραβιάζεται, η κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχήςτης ισότητας εις βάρος του ως δικηγόρου, έναντι των συναδέλφων του, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με σχέση έμμισθης εντολής στις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, διότι ενώ αυτός τελεί υπό όμοιες, ίσως δε και δυσχερέστερες με μεγαλύτερο εύρος αντικειμένου εργασιακές συνθήκες από τους εν λόγω δικηγόρους (που απασχολούνται στις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές κλπ), εντούτοις οι τελευταίοι λαμβάνουν, βάσει της ΚΥΑ Υπ.Οικ.2/17127/0022/28.2.2012 (Β΄498), μεγαλύτερο βασικό μισθό από τον ενάγοντα, ήτοι τον μισθό του Α΄ βαθμού αντί του Β΄ βαθμού, που αυτός λαμβάνει, καθώς και χρονοεπίδομα 2%, το οποίο καταργήθηκε γι αυτόν, όπως επίσης προεκτέθηκε.

Ως προς τον ισχυρισμό αυτόν του ενάγοντος, λεκτέα είναι τα κάτωθι.

Το άρθρο 101Α του Συντάγματος, το οποίο προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ορίζει ότι «1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. 3. Με τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου». Στη συνέχεια ο Ν. 3051/2002 «Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και συναφείς ρυθμίσεις» (Α΄ 220) όρισε μεταξύ άλλων στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Οι ανεξάρτητες αρχές απολαύουν λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκεινται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές. Οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής», στο άρθρο 3 παρ. 3 ότι «3. Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών είναι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας. …», στο δε άρθρο 4 ότι «1. Το επιστημονικό και λοιπό προσωπικό κάθε ανεξάρτητης αρχής προσλαμβάνεται στις θέσεις που προβλέπονται στον οργανισμό της και επιλέγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 3812/2009(…), 2. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό που εκτελεί την κύρια αποστολή της ανεξάρτητης αρχής προσλαμβάνεται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ή έμμισθης εντολής επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3094/2003 και υπόκειται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 4024/2011. Το λοιπό προσωπικό κάθε ανεξάρτητης αρχής υπόκειται στις διατάξεις του Ν. 4024/2011. Με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του παρόντος νόμου η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού τους διέπεται, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις: Α. (…), Β. (…), Γ. Του Κώδικα περί Δικηγόρων για τους δικηγόρους που προσλαμβάνονται με σύμβαση έμμισθης εντολής. Δ. Των ειδικών νόμων και των κανονιστικών πράξεων που ισχύουν για κάθε αρχή… (όπως οι ανωτέρω παράγραφοι αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 61 παρ. 3 Ν. 4055/2012) ». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οι ανεξάρτητες ή ρυθμιστικές αρχές απολαύουν διοικητικής αυτοτέλειας και διαθέτουν ίδιους πόρους, υποκείμενες σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, ώστε μέσω αυτού να διασφαλίζεται και η τήρηση του νομικού πλαισίου των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων. Κατά την έννοια δε των ίδιων διατάξεων ο νομοθέτης, κοινός ή κανονιστικός, οφείλει να διασφαλίζει την ανεξαρτησία και την εύρυθμη λειτουργία τους, διαμορφώνοντας τις εν γένει αποδοχές του προσωπικού αυτών σε επίπεδο ανάλογο των κατεχόμενων θέσεων και των ασκούμενων καθηκόντων, ώστε να διαφυλάσσεται το κύρος τους ως ανεξάρτητων αρχών και να επιτυγχάνεται επιπλέον η προσέλκυση νέου εξειδικευμένου και επιστημονικά άρτιου προσωπικού. Ειδικότερα, ο νομοθέτης, (κοινός ή κανονιστικός), υποχρεούται να θεσπίσει βασικούς μισθούς και εν γένει αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με έμμισθη εντολή των εν λόγω αρχών, οι οποίες, ως εκ του ύψους τους, να εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο διαβίωσης, επίπεδο, δηλαδή, ανάλογο του λειτουργήματος των συγκεκριμένων επιστημόνων, των απαιτούμενων για τις θέσεις τους προσόντων και των αυξημένων ευθυνών και καθηκόντων τους (Ολ.ΣτΕ 3405-06/2014). Στο πλαίσιο αυτό, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 22 παρ. 3 του Ν. 4024/2011, εκδόθηκε η επίμαχη ΚΥΑ 2/17127/0022/28.2.2012 (Β΄ 498), με την οποία καθορίσθηκαν οι αποδοχές και η μισθολογική εξέλιξη των μελών του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των ανεξάρτητων ή ρυθμιστικών αρχών. Στην απόφαση αυτή ορίζεται ότι στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό και τους με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρους καταβάλλεται ως βασικός μισθός ο μισθός του Α΄ βαθμού (παρ. 2), ότι το ειδικό επιστημονικό προσωπικό εξελίσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια, αυτοδικαίως, ανά διετία, με προσαύξηση, σε κάθε αλλαγή Μ.Κ., σε ποσοστό 2% του βασικού μισθού (παρ. 3) και ότι στους δικηγόρους με έμμισθη εντολή καταβάλλεται χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού της παραγράφου 2, χορηγούμενο αυτοδικαίως ανά διετία από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (παρ. 4, όπως αντικαταστάθηκε με την ΚΥΑ 2/71801/0022/2012 (Β΄ 2827). Από τις διατάξεις της τελευταίας ΚΥΑ, προκύπτει μεν ότι οι θεσπιζόμενες με αυτήν αποδοχές των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των ανεξάρτητων ή ρυθμιστικών αρχών υπερέχουν έναντι των συνολικών αποδοχών που καθορίζονται με τις διατάξεις των ΚΥΑ του 2012 και του 2013 για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής του στενού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πλην η διαφοροποίηση αυτή δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι οι δύο κατηγορίες δικηγόρων τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπ’ όψη ότι ο νομοθέτης, κοινός ή κανονιστικός, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αναμόρφωση του συστήματος οικονομικών απολαβών, και ότι η εκτίμηση αυτή του νομοθέτη υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο (Ολ. ΣτΕ 668/2012, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 7.5.2013), ο καθορισμός, με την απόφαση αυτή, των εν γένει αποδοχών στα προκύπτοντα ως άνω ποσά επί τη βάσει επαρκούς, κατά τα ανωτέρω, επιπέδου βασικού μισθού, βρίσκεται, κατ’ αρχήν, υπό τις παρούσες συνθήκες, σε αντιστοιχία με τα λειτουργικά καθήκοντα και προσόντα του επίμαχου προσωπικού, γεγονός, που διασφαλίζει την ανεξαρτησία τόσο του προσωπικού αυτού όσο και των ίδιων των αρχών (Ολ.ΣτΕ 3404-6/2014), η δε διαφορετική (ευμενέστερη) μισθολογική μεταχείριση του εν λόγω προσωπικού έναντι των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ο ενάγων,  ως εκ της διαφορετικής εν γένει νομικής φύσεως και αποστολής των δύο αυτών κατηγοριών νομικών προσώπων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, και μάλιστα σε βαθμό που να συνιστά έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική αρχή (βλ. σχετικά για όλα τα παραπάνω θέματα Ολ.ΣτΕ 3372/2015 (αd hoc), ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η αγωγή είναι απορριπτέα, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, συνολικά ως νομικά αβάσιμη, τόσο ως προς την κύρια βάση της, κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, όσο και ως προς την περί αδικοπραξίας βάση της, διότι η συμμόρφωση του εναγομένου Δήμου με τις νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως εκτενώς εκτέθηκαν παραπάνω, οι οποίες, κατά τα αναλυτικά επίσης προαναφερθέντα ,δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα, δεν συνιστά βέβαια παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του, αλλά αντίθετα μάλιστα νόμιμη υποχρέωσή του.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι δέχθηκε την αγωγή κατά τα προαναφερθέντα της αιτήματα ως νόμιμη και εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει συνεπώς. α) να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και κατ΄ουσία βάσιμη, κατά το λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία, να απορριφθεί η αγωγή, ως αόριστη, κατά τα ως άνω αιτήματά της, τα οποία απέρριψε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως τέτοια (καθώς η αοριστία προηγείται), κι  ως μη νόμιμη στο σύνολό της κατά τα λοιπά .Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, αντιµωλία των διαδίκων, την έφεση.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν αυτήν.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 3591/2015 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 3.2.2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικογράφου …../2015 αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19  Απριλίου 2018, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ