Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 234/2018

Αριθμός   234/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 7-10-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) κλήση του εφεσιβλήτου της από 18-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) έφεσης νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η παραπάνω έφεση μετά την έκδοση της με αριθμό 170/2016 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου το οποίο αφού δέχτηκε τυπικά την έφεση στη συνέχεια κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της .

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, αξίωση δε αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση δε, συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας που προστατεύεται και με το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά το άρθρο 920 Α.Κ., όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αυτό δε ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 920 Α.Κ., προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι : α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν “ειδήσεις”. Επιπλέον οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 Α.Κ., εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναληθείας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαιτίως (δηλαδή από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει. γ) Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγομένου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο. Και δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επιπλέον ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία των άρθρων 914 και 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις (ΑΠ 408/2007). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του Α.Κ. θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ.. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση με την έννοια που προαναφέρθηκε και για το άρθρο 920 του Α.Κ. από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητάς του (ΑΠ 2209/2013 αδημ) .

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  τις με αριθμούς …./18-5-2009 και …../15-9-2011 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και Αθηνών αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του εφεσιβλήτου  κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με αριθμό …../22-7-1999 γενικού  πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……………., συζύγου του εκκαλούντος, ο εφεσίβλητος ανάθεσε στον εκκαλούντα ο οποίος ήταν δικηγόρος, την διεκπεραίωση διαφόρων εκκρεμών υποθέσεών του ενώ κατά το έτος 2002 παρουσιάστηκαν προβλήματα στις μέχρι τότε ομαλές σχέσεις των διαδίκων και έκτοτε βρίσκονται σε συνεχείς δικαστικές διαμάχες. Ο εκκαλών άσκησε κατά του εφεσιβλήτου την από 6-2-2003 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2003)  αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία αμοιβών), η οποία συζητήθηκε στις 18-9-2003. Κατά τη συζήτηση της αγωγής αυτής και προς απόκρουσή της ο εφεσίβλητος προσκόμισε, μεταξύ άλλων, την υπ’ αριθ. …./17-9- 2003 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χανίων και τις υπ’ αριθ. ……….. της 17-9-2003 τρεις ένορκες βεβαιώσεις των ……… αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών. Τις ένορκες αυτές βεβαιώσεις προσκόμισε εκ νέου ο εναγόμενος-ενάγων …… και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά στις 3-3-2005 κατά την εκδίκαση αντίθετων εφέσεων των διαδίκων κατά της υπ’ αριθ. 4876/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της προαναφερόμενης αγωγής. Ήδη ο εκκαλών με την από 29-12-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2008) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος προκάλεσε με πειθώ και φορτικότητα στους προαναφερόμενους μάρτυρες την απόφαση να καταθέσουν τα όσα, αναληθή κατ’ αυτόν, κατέθεσαν με τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις. Το παραπάνω δεν αποδεικνύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο αλλά αντίθετα, αποδεικνύεται ότι όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες αυτοί ήταν προϊόν ιδίας αντίληψης στο πλαίσιο της φιλικής και συγγενικής σχέσης τους με τον ……. και της κοινωνικής συναναστροφής τους, μόνο δε το γεγονός ότι οι δοθείσες ένορκες βεβαιώσεις επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν από τον τελευταίο ως εναγόμενο σε δίκη που τον αφορούσε δεν αρκεί για να του προσδώσει την ιδιότητα του ηθικού αυτουργού, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι παραπάνω δεν είχαν κανένα όφελος από την έκβαση της σχετικής δίκης. Άλλωστε και το περιεχόμενο των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων δεν αποδεικνύεται ψευδές αφού το αναφερόμενο γεγονός ότι στις 31-5-2002 ο ………συνόδευσε τον ……. στη συνάντησή του με τον θείο του ……….., στην οποία δεν ήταν παρών ο ……… επιβεβαιώνεται από τον …. . στις υπ’ αριθ. …../2112-2004 και ……/6-6-2005 ένορκες βεβαιώσεις του ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ενώ το γεγονός ότι τον Αύγουστο του έτους 2002 ο ……… πήγε στο Άγιο Όρος με ιδιωτικό σκάφος και όχι με μέσο μαζικής μεταφοράς, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται ψευδές, ήταν παντελώς άσχετο με το θέμα απόδειξης και επιπλέον, δεν είναι διατυπωμένο κατά τρόπο εξυβριστικό ή μειωτικό. Περαιτέρω, αναφορικά με τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ. ……../2003 ένορκες βεβαιώσεις το φερόμενο ως ψευδές γεγονός , ότι δηλαδή ο αποβιώσας αδελφός τους και πατέρας του . ………, …., δεν συμμετείχε σε ελβετική εταιρία, ομοίως δεν αποδεικνύεται ψευδές από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, με την ως άνω υπ’ αριθ. κατάθ. δικογρ. …/2003 αγωγή του ο τότε ενάγων ……… ισχυρίστηκε ότι μεταξύ άλλων υποθέσεων που του ανέθεσε ο τότε εναγόμενος ……….. ήταν και η «υπόθεση» ή «φάκελος ………», που αφορούσε την είσπραξη συνολικού ποσού 120.000.000 δραχμών από τη συμμετοχή του αποβιώσαντος πατέρα του εναγομένου ……… σε ελβετική ανώνυμη εταιρία με έδρα τη Ζυρίχη και αντικείμενο την αγορά και μεταπώληση κάθε φύσεως ακινήτων, την ανέγερση, επισκευή και μεταπώληση οικοδομών και την εκτέλεση κάθε φύσεως οικοδομικών και τεχνικών έργων, για την οποία υπόθεση ζήτησε ο ενάγων να υποχρεωθεί ο τότε εναγόμενος να του καταβάλει ως αμοιβή το ποσό των 35.216,43 ευρώ. Σχετικά προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε την ως άνω αγωγή, η από 18-1-2005 επίσημη βεβαίωση του «Κτηματολογίου – Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρησης» του Λίχτενστάιν, στην οποία βεβαιώνεται ότι δεν υφίσταται εταιρία καταχωρημένη στο Λίχτενστάιν ούτε έχει υπάρξει εταιρία καταχωρημένη στο άνω κράτος κατά τα τελευταία είκοσι έτη με την επωνυμία «………» ή «………». Από τα προσκομιζόμενα από 13-8-2007 και 26-10-2007 έγγραφα του Εμπορικού Μητρώου του Πριγκηπάτου του Λίχτενστάιν αποδεικνύεται ότι υπήρξε στο ως άνω κράτος εταιρία με την επωνυμία «…….», η οποία ιδρύθηκε στις 23-3-1972 με έδρα το SCHAAN, εκπρόσωπο τον …….. και σκοπό αρχικά τη διενέργεια όλων των εμπορικών, βιομηχανικών και οικονομικών συναλλαγών για ίδιο ή ξένο λογαριασμό και συμμετοχή σε επιχειρήσεις, οι οποίες επιδιώκουν τον ίδιο ή παρόμοιους σκοπούς, και ακολούθως, κατόπιν της από 30-1-1985 απόφασης του ιδρυτή της, την επένδυση και διαχείριση κεφαλαίων, κυριότητα ακινήτων, αξιογράφων, συμμετοχών και άλλων δικαιωμάτων, πλην, όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δε αποδείχθηκε η συμμετοχή του . ……… στην εταιρία αυτή. Επιπλέον σύμφωνα με την από 27-7-1994 απόφαση του προαναφερόμενου νομίμου εκπροσώπου και εκκαθαριστή της πιο πάνω εταιρίας ……. που καταχωρήθηκε στην Υπηρεσία Εμπορικού Μητρώου του Λίχτενστάιν, πραγματοποιήθηκε εκκαθάριση της εταιρίας αυτής και δεν υπήρχε πλέον ούτε ενεργητικό ούτε παθητικό της, ενώ σύμφωνα με την από 7-3-2008 επίσημη βεβαίωση του προαναφερόμενου «Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρησης» του Πριγκιπάτου του Λίχτενστάιν το όνομα του . ……… και του πατέρα του . ……… δεν εμφανίστηκαν ποτέ στους φακέλλους και τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί στην πιο πάνω υπηρεσία σχετικά με την εταιρία «……..».  Επίσης το Εφετείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 788/2005 απόφασή του, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη κατά το σημείο αυτό, έκρινε ότι ουδεμία ανάμειξη του τότε ενάγοντος ……… υπήρξε κατ’ εντολή του εναγομένου……… στη λεγόμενη «υπόθεση ………» σχετιζόμενη με την επιδίωξη απόληψης μετοχών αλλοδαπής εταιρίας λόγω συμμετοχής σ’ αυτήν του πατέρα του. Τούτο δεν ανατρέπεται από το από 5-10-1984 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο ο……… (πατέρας του . ………), συμβληθείς με τους ……. και ……. προκειμένου να συμμετάσχουν από κοινού σε διαγωνισμό, φέρεται να δηλώνει ότι τυγχάνει πληρεξούσιος και αντίκλητος της εδρεύουσας στο SCHAAN LICHTENSTEIN εταιρίας με την επωνυμία «…..» με εκπρόσωπο τον ……., αφού από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η δήλωση αυτή ήταν ακριβής ή ότι η εταιρία αυτή εξακολούθησε να υφίσταται κατά την εικοσαετία που προηγήθηκε της έκδοσης της προσκομισθείσας από 18-1-2005 βεβαίωσης και σε κάθε περίπτωση οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις αναφέρονται σε συμμετοχή του . ……… σε ελβετική ανώνυμη εταιρία. Περαιτέρω, η αναφορά του …….. στην με αριθμό ……./17-9-2003 ένορκη βεβαίωση στη συμφωνία εργολαβικής αμοιβής στην υπόθεση ….. μεταξύ του …….. και των δικηγόρων, στους οποίους την είχε αναθέσει, την οποία προσδιόρισε σε ποσοστό 20% εκ του επιδικασθησόμενου σε περίπτωση θετικής έκβασης της δίκης ποσού, δεν αποδεικνύεται ψευδής από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, και επιπλέον το κατατεθέν αυτό πραγματικό περιστατικό αποτελούσε αντικείμενο απόδειξης ή ανταπόδειξης της δίκης στην οποία προσκομίστηκε ούτε συνδεόταν αναπόσπαστα με το αντικείμενο της δίκης αυτής. Ακόμη τόσο για τη μη συμμετοχή του ………. σε ελβετική ανώνυμη εταιρία, όσο και την μη μεσολάβηση του ενάγοντος ως πληρεξούσιου δικηγόρου του εναγομένου……… στην επίλυση των διαφορών που ανέκυψαν με τον ίδιο, κατέθεσε ο ……… στις με αριθμούς  ……./21-12-2004 και ……./6-6-2005 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες δεν τελούν αντικείμενο της ένδικης αγωγής ούτε έχουν προσβληθεί μέχρι σήμερα από τον ενάγοντα ως ψευδείς. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι οι θείες του εναγομένου……… και ……….., του ζήτησαν να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες ως δικηγόρος για να αποφευχθεί κάθε δικαστική εμπλοκή με το θείο του και αδελφό τους ………. και ότι οι ανωτέρω του είχαν καταστήσει σαφές ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα προέβαιναν σε μεταβιβάσεις ακινήτων και εκχώρηση αξίωσης προς τον εναγόμενο ομοίως δεν αποδεικνύεται βάσιμος από κανένα αποδεικτικό μέσο. Άλλωστε οι ανωτέρω διαψεύδουν τα παραπάνω στις με αριθμούς …../2004 και …../2004 ένορκες βεβαιώσεις τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες δεν έχουν προσβληθεί από τον εκκαλούντα στην αγωγή του. Ομοίως και ο …….. επανέλαβε την ως άνω κατάθεσή του εξεταζόμενoς στις 4-11-2004 ως μάρτυρας ενώπιον του Πταισματοδίκη Ρεθύμνου, καθώς και με την υπ’ αριθ. 118/20-12-200.1. ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ρεθύμνου, οι οποίες ομοίως δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της αγωγής του εκκαλούντα. Άλλωστε ο εκκαλών δεν υπέβαλε έγκληση σε βάρος των φερόμενων ως αυτουργών της ψευδορκίας που φέρεται ότι τελέσθηκε με τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των  ………… Με το από 12-6-2007 «υπόμνημα-έγκληση», που κατέθεσε εξ αφορμής της από 4-6-2006 έγκλησης σε βάρος του, ζήτησε την ποινική δίωξη του τότε εγκαλούμενου ………, μεταξύ άλλων, για την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο και ειδικότερα διότι στις 3-3-2005 κατά τη συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Πειραιά αντίθετων εφέσεων αυτού και του αντιδίκου του κατά της υπ’ αριθ. 4876/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για απαιτήσεις του από δικηγορικές αμοιβές παραπλάνησε το Δικαστήριο υποβάλλοντας ψευδή ισχυρισμό και προσκομίζοντας απατηλό πιστοποιητικό και ψευδείς ένορκες βεβαιώσεις μεταξύ των οποίων και την προαναφερόμενη βεβαίωση του ΄΄ Γραφείου Γης (Κτηματολογίου) και Δημόσιας Καταχώρησης ΄΄ της Ηγεμονίας του Λίχτενσταιν  και τις ως άνω υπ’ αριθ. ………2003 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, με συνέπεια να απορριφθεί η έφεσή του ως προς το σχετικό σκέλος της με την υπ’ αριθ. 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιά και να ζημιωθεί αυτός κατά το ποσό του απορριφθέντος κονδυλίου του με αντίστοιχη ωφέλεια του εγκαλούμενου. Η παραπάνω έγκληση απορρίφθηκε με την με αριθμό  …../2009 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά η οποία, κατόπιν άσκησης προσφυγής από τον εγκαλούντα, επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. …../2009 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά . Περαιτέρω, το περιεχόμενο της με αριθμό …../29-4-2012 ένορκης βεβαίωσης του ……….. ομοίως δεν αποδεικνύεται ψευδές καθόσον το γεγονός ότι ο παραπάνω μάρτυρας γνωρίζει προσωπικά τους διαδίκους από τις επισκέψεις τους στο Άγιο ‘Ορος, όπου εγκαταβιώνει, δεν αμφισβητείται. ‘Οσον αφορά το ακίνητο ….. για το οποίο ο μάρτυρας αυτός αναφέρει στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του ότι βαρυνόταν με χρέη της ιδιοκτήτριάς του προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το γεγονός αυτό απoδεικνύεται ακριβές από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ.πρωτ. …./1999 πιστοποιητικό του ως άνω Ταμείου, σύμφωνα με το οποίο είχε χoρηγηθεί στην ……… ενυπόθηκο στεγαστικό τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 2.200.000 δραχμών με υποθήκη του ακινήτου αυτού, που εξυπηρετείτο με μηνιαία παρακράτηση του μισθού της ενώ το ανεξόφλητο κεφάλαιο του δανείου ανέρχονταν στις 30-6-1999 στο ποσό των 1.730.748 δραχμών. Ακόμη σχετικά με την κατάθεσή του για την ανάμιξη του εκκαλούντος στη διένεξη του εφεσίβλητου με το θείο του …. και αυτή δεν αποδεικνύεται βάσιμη. Εξάλλου, με την αγωγή του ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος έπεισε με πειθώ και φορτικότητα τους …….. να καταθέσουν ψευδή γεγονότα ενώπιον του 27ου Πταισματοδίκη Αθηνών κατά τη διενέργεια προανάκρισης σε βάρος του (του εφεσίβλητου) για το αδίκημα της παράβασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ΄εξακολούθηση. Ειδικότερα όσον αφορά τον …….. ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι η ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 18-9-2003 επί της από 2-6-2003 υπ’ αριθ. κατάθ. …./2003 αγωγής του ίδιου (εκκαλούντος) κατά του εφεσίβλητου (διαδικασία αμοιβών), η οποία περιέχεται στα υπ’ αριθ. 4876/2003 πρακτικά του ως άνω Δικαστηρίου και η από 10-2-2004 ένορκη εξέτασή του ενώπιον του 27ου Πταισματοδίκη Αθηνών κατά τη διενέργεια προανάκρισης επί της υποβληθείσας από τον ίδιο (εκκαλούντα) σε βάρος του εφεσίβλητου έγκλησης για το αδίκημα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής επικοινωνίας κατ’ εξακολούθηση είναι ψευδείς κατά τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή πραγματικά περιστατικά, δόθηκαν δε κατόπιν ηθικής αυτουργίας του εφεσίβλητου. Όμοιοι είναι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος και όσον αφορά τον μάρτυρα ……. για την κατάθεσή του στις 11-2-2004 (η οποία, δεν προσκομίζεται ) και την ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα στο ακροατήριο του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 30-3-2005, αλλά και τον …….. για την κατάθεσή του στις 24-2-2004 ενώπιον του 27ου Πταισματοδίκη Αθηνών (η οποία, επίσης, δεν προσκομίζεται). Και αναφορικά με τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτών από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος προκάλεσε στους μάρτυρες αυτούς την απόφαση να καταθέσουν εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα, μόνο δε το γεγονός ότι δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν από αυτόν προς υπεράσπιση των ισχυρισμών του δεν αποδεικνύει την τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτόν ηθικής αυτουργίας. Πιο συγκεκριμένα, οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δόθηκαν στο πλαίσιο προανάκρισης για την καταγγελθείσα εκ μέρους του εκκαλούντος σε βάρος του εφεσίβλητου πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση και της συζήτησης της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. κατάθ. …../2003 αγωγής (διαδικασία αμοιβών). Τα δε κατατεθέντα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά αφορούσαν σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω αγωγή : α) την κατάρτιση δανείου ποσού 20.000.000 δραχμών μεταξύ του εφεσιβλήτου ως δανειστή και εκκαλούντος ως οφειλέτη, η μη ομαλή εξέλιξη της οποίας αποτέλεσε κατά τους ισχυρισμούς του πρώτου την αιτία διατάραξης των επαγγελματικών του σχέσεων και β) την τέλεση από τον εφεσίβλητο της ανωτέρω σημειούμενης αξιόποινης πράξης, στην οποία αποδίδεται η διακοπή των αυτών σχέσεων μεταξύ των διαδίκων κατά τον εκκαλούντα. Η κατάρτιση της από 7-11-2000 σύμβασης δανείου έγινε δεκτή ως αληθής με την με αριθμό 2744/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε επί σχετικής αγωγής του εφεσιβλήτου κατά του εκκαλούντος, που επικυρώθηκε με την με αριθμό 833/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες αντίθετες εφέσεις των διαδίκων ενώ απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί εικονικότητας του δανείου. Το ίδιο έγινε δεκτό άλλωστε και με την με αριθμό 634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 30-4-2003 (υπ’ αριθ. κατάθ, …./2003) αγωγή του εκκαλούντος κατά του εφεσίβλητου με αντικείμενο την καταβολή στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και την αναγνώριση της υποχρέωσης αυτής του εναγομένου εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του (ενάγοντος) από παράνομες μαγνητοφωνήσεις προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών. Όσον αφορά την αποδιδόμενη παράνομη αυτή πράξη ο εφεσίβλητος αθωώθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 103/21-1-2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη (βλ το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …../18-6-08 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Αρείου Πάγου), και αντίστοιχα ο εκκαλών ……… κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία της πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα για τις καταθέσεις του στις 30-3-2005 και 21-1-2008 σχετικά με τις εκ μέρους του (τότε εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος) ……… ……… παράνομες μαγνητοφωνήσεις δυνάμει της υπ’αριθ. 549, 549α,β,γ, 579, 579/1-12 14-12-2010 αποφάσεις του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη δυνάμει της υπ’ αριθ. 1619/2011 του Αρείου Πάγου. Εξάλλου, δυνάμει της υπ’ αριθ. 122/19-1, 22-1-2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά ο εκκαλών κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης τελεσθείσας σε βάρος του τότε εγκαλούντος και πολιτικώς ενάγοντος ……… ……… δυνάμει των περιεχόμενων στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. κατάθ, δικογρ. …../2003 αγωγή του ισχυρισμών, πλην, όμως, ακολούθως με την υπ’ αριθ. 153A-203-204-205-269/2-3-2011απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του λόγω ανάκλησης της με ΑΒΜ ………. έγκλησης από τον εγκαλούντα ……… ……… και αποδοχής της από τον κατηγορούμενο ………. Ακόμη , δυνάμει της υπ’ αριθ. 508α, 51313α,β,γ και 528/27-10, 3-11, 25-11-2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη ο εκκαλών κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ΄εξακολούθηση που τελέσθηκε στις 30-4-2003 και 2-5-2003 δυνάμει της υπ’ αριθ. καταθ. …./2003 αγωγής του, στην οποία περιέχονταν οι ίδιοι ισχυρισμοί περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων εκ μέρους του τότε εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος ……… ………, και δυνάμει της υπ’ αριθ. 397/11-5, 25-5, 27-5-2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά, η οποία συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ, 539/15-7-2011 όμοια και διορθώθηκε με την υπ’ αριθ, …/15-7-2011 διάταξη του Προέδρου Εφετών Πειραιά, ο ……… κηρύχθηκε ένοχος (αναγνωρισθείσας της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ) της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης που τελέσθηκε με την από 30-6-2003 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία αξίωνε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ άλλων, και για τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις, η οποία αγωγή δεν εκδικάστηκε. Μάλιστα, για τις ως άνω ένορκες καταθέσεις των ………. ενώπιον του 27ου Πταισματοδίκη Αθηνών και την ένορκη εξέταση του πρώτου από αυτούς στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 18-9-2003 ο εκκαλών υπέβαλε την από 19-8-2004 με ΑΒΜ …….. έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, η οποία διαβιβάστηκε λόγω αρμοδιότητας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με ΑΒΜ ………, με την οποία ζήτησε την ποινική δίωξη αυτών για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και του εφεσιβλήτου για ηθική αυτουργία στις ως άνω πράξεις κατά συρροή, ποινική δίωξη η οποία και ασκήθηκε. Μετά το πέρας της προανάκρισης και αφότου με το υπ’ αριθ, πρωτ. …../21-92006 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών παραγγέλθηκε η εισαγωγή της υπόθεσης στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκδόθηκε από αυτό το υπ’ αριθ. 1232/2007 (αμετάκλητο ως προς τις απαλλακτικές διατάξεις του) βούλευμα, με το οποίο το Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των ……….. για την αποδιδόμενη σε αυτούς πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που φέρεται ότι τελέσαν στην Αθήνα στις 10-2-2004, 24-2-2003 και 11-2-2004 αντίστοιχα για το λόγο ότι το αδίκημα αυτό δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά διότι τα κατατεθέντα ανεξαρτήτως της αλήθειάς τους ή μη, δεν σχετίζονταν με το αντικείμενο της ποινικής δίκης στο πλαίσιο της οποία δόθηκαν, ούτε συνδέονται με κάποιο αναπόσπαστο με την πράξη αυτή, ουσιώδες ή επουσιώδες, γεγονός, συνακόλουθα δε δεν έχει τελεστεί ούτε το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή που αποδίδεται στον εφεσίβλητο λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργία και επίσης αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των ……….. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα στις 10-2-2004 και 24-2-2004, διότι δεν προέκυψε ότι τα κατατεθέντα από αυτούς αφίστανται της αληθείας και της αντίληψης που είχαν διαμορφώσει με βάση τις επαφές τους με τον ……… ……… και όσα πληροφορήθηκαν από αυτόν, ενώ δεν περιλαμβάνονται στις καταθέσεις τους δυσφημιστικά για τον εγκαλούντα γεγονότα ούτε ειδικός σκοπός εξύβρισης, αλλά κατέθεσαν ως μάρτυρες εκ νομίμου καθήκοντος αληθείας και στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης . Επίσης όσον αφορά την από 18-9-2003 κατάθεση του ……… στο πλαίσιο της προαναφερόμενης αστικής δίκης δεν αποδείχθηκε ότι αυτός κατέθεσε οποιαδήποτε ψευδή περιστατικά σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης αυτής, ούτε διαλαμβάνονται στην κατάθεσή του δυσφημιστικά για τον εγκαλούντα γεγονότα, αλλά μόνο η αντικειμενική πραγματικότητα όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και τη διατύπωσε χωρίς να θίξει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, οπότε και για την κατάθεση αυτή αποφάνθηκε, ομοίως, να μη γίνει κατηγορία για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα, συκοφαντικής δυσφήμησης και ηθικής αυτουργίας σε αυτές. Τέλος το παραπάνω Συμβούλιο αποφάνθηκε, όσον αφορά την από 11-2-2004 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …….. ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία σε βάρος του και σε βάρος του εφεσιβλήτου για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και ηθικής αυτουργίας σε συκοφαντική δυσφήμηση αντίστοιχα, για τις οποίες και τους παρέπεμψε ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Πλημελειοδικείου Αθηνών. Η υπόθεση εισήχθη πράγματι στο Δικαστήριο αυτό στις 8-2-2010, και δυνάμει της με αριθμό 11729/2010 αμετάκλητης απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη των τότε κατηγορουμένων …… και ……… για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και ηθικής αυτουργίας σε αυτήν αντίστοιχα, που φέρεται ότι τελέστηκαν στην Αθήνα στις 11-2-2004 λόγω ανάκλησης έγκλησης και αποδοχής αυτής. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά η υποβληθείσα από τον εφεσίβλητο ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που επαναφέρεται στην παρούσα δίκη με τις προτάσεις του, συνιστάμενη στο ότι ο εκκαλών έχει ήδη δηλώσει ενώπιον του προαναφερόμενου ποινικού Δικαστηρίου ότι παραιτείται από τις απαιτήσεις του από την ασκηθείσα ένδικη αγωγή με αποτέλεσμα η συζήτηση και η υποστήριξή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μετά τη γενομένη εκ μέρους του ανάκληση της υποβληθείσας έγκλησης να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματός του, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αποδεικνύεται και κατ΄ουσίαν βάσιμη αναφορικά με την αιτουμένη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της συκοφαντικής δυσφήμησης που φέρεται ότι τελέστηκε με την ηθική αυτουργία του εναγομένου από τον …….. στις 11-2-2004. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η αναλήθεια των γεγονότων που κατατέθηκαν από τους ως άνω μάρτυρες σχετικά με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου δυνάμει της υπ’ αριθ. 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιά είναι μη νόμιμος και απορριπτέος αφενός μεν διότι η απόφαση αυτή αφορά άλλο δικαίωμα, που δεν ταυτίζεται με το κρινόμενο στην προκειμένη περίπτωση και δη την αξίωση του εκκαλούντος για δικηγορικές αμοιβές ούτε αποτελεί προδικαστικό ζήτημα του κρινόμενου δικαιώματος του εκκαλούντος που απορρέει από την προσβολή της προσωπικότητάς του και αφετέρου διότι ήδη έχει εξαφανιστεί αυτή (788/2005 Εφετείου Πειραιά) καθ’ ο μέρος αφορούσε την υπόθεση …… (με την οποία συνέχονται οι σχετικές με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις κρίσεις της καθώς είχε αποφανθεί ότι για το λόγο αυτό ήταν αδικαιολόγητη η εκ μέρους του εφεσίβλητου ανάκληση πληρεξουσιότητας του εκκαλούντος) δυνάμει της υπ’ αριθ. 880/2007 απόφασης του Άρειου Πάγου, ενώ με την υπ’ αριθ. 103/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά παραπομπή μετά την αναίρεση της 788/2005 απόφασης, απορρίφθηκε το σχετικό κονδύλιο της υπό κρίση τότε αγωγής ως αόριστο. Με βάση όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα και στοιχεία δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα εκ μέρους του εναγομένου τέλεση του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή και συκοφαντική δυσφήμηση, ούτε όμως και η τέλεση φυσικής ή ηθικής αυτουργίας δυσφήμησης από αυτόν, ενώ επίσης δεν προέκυψε από την αποδειχθείσα ως άνω συμπεριφορά του, τον τρόπο εκδήλωσης και τις λοιπές περιστάσεις σκοπός εξύβρισης και συνακόλουθα προσβολή της προσωπικότητας του εκκαλούντος από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής του εκκαλούντα και συνεπώς η παραπάνω αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Ακόμη με το περιεχόμενο της αγωγής του εκκαλούντα, το οποίο αποδείχθηκε ουσιαστικά αβάσιμο και ψευδές, κατά τα ήδη δεκτά γενόμενα, προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψη του ενάγοντος εφεσίβλητου, δεδομένου ότι όλες οι ανωτέρω σημειούμενες αποφάσεις αστικών και ποινικών Δικαστηρίων, με τις οποίες αποδείχθηκαν αληθείς οι μαρτυρικές καταθέσεις που φέρονται κατά την παραπάνω αγωγή ψευδείς και προσβλητικές, ήταν γνωστές στον εκκαλούντα τόσο κατά τη σύνταξη της ως άνω με αριθμό καταθέσεως ……/2008 αγωγής του, όσο και κατά την παρούσα συζήτηση Ακόμη, σχετικά με την αποδιδόμενη με την αγωγή του εκκαλούντα στον εφεσίβλητο υπεξαγωγή εγγράφων, έχει εκδοθεί η με αριθμό ΒΜ 729/15-2-2006 απόφαση του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη (βλ την από 4-11-2008 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Πειραιά σε συνδ. με το υπ’ αριθ. πρωτ. …./25-2-2009 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου) ο τελευταίος κηρύχθηκε αθώος της πράξης αυτής, ο δε εκκαλών το γνώριζε, καθόσον παρέστη ως πολιτικώς ενάγων κατά τη γενομένη ποινική δίκη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα δέχθηκε η ως άνω απόφαση, τα οποία δεν ανατρέπονται από τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, ο εφεσίβλητος πράγματι παρέλαβε από το γραφείο του εκκαλούντος στις 27-3-2002 και εντός του πρώτου δεκαήμερου του μηνός Απριλίου 2002 από φακέλους που τηρούσε αυτός στο γραφείο του τα εξής έγγραφα: Α) τα με αριθμούς …../29-111974 και ……/29-11-1974 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, τα με αριθ. …../29-12-1979 και …../9-12-1982 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., το με αριθμό …../13-6-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. και το με αριθ. …../29-11-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κρανιδίου ….., το με αριθ. ……/28-2-1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., το με αριθ. ……/3-5-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, το με αριθμ. ……/27-2-1970 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……. τη με αριθ. …../14-10-1972 πράξη εξόφλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών …… και τα με αριθμό …../26-4-1974, …../27-4-1974 και …../27-41974 συμβόλαια του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, τα με αριθμούς ……/3-11969 και ……/3-10-1969 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Ερμιόνης …………, τη με αριθμό …./3-4-1969 πράξη σύστασης δουλείας του συμβολαιογράφου Πειραιά ……., τα με αριθμούς …../15-12-1972 και ……/15-12-1972 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και το με αριθμό ……/13-10-1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, τα με αριθμούς …/18-6-1971, …/29-7-1971, ../23-10-1971, ../25-1-1972, ../25-1-1972 και ../30-9-1972 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Κρανιδίου …, Β) αντίγραφο του με αριθμό …/3-10-1969 συμβολαίου σύστασης ΕΠΕ με την επωνυμία «. ..», αντίγραφο του υπ’ αριθ. 2/25-2-1979 πρακτικού της ΓΣ των εταίρων της ίδιας ως άνω εταιρίας, αντίγραφο της με αριθμό …/8-2-1988 συμβολαιογραφικής πράξης παράτασης της διάρκειας της ως άνω εταιρίας, αντίγραφο της με αριθμό …/6-5-1992 πράξης του συμβολαιογράφου Αθηνών ……, αντίγραφο της από 18-9-1995 ανακοίνωσης της ως άνω εταιρίας, αντίγραφο της με αριθμό …./3-10-1995 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., αντίγραφο της με αριθμό …../12-2-2000 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών . ……., Γ) αντίγραφο της από 10-6-1994 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του ……… ……… κατά των ………. κλπ, αντίγραφο του από 4-7-1994 σημειώματός του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο της από 9-6-1994 αγωγής του. ……… ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των …….. κλπ, αντίγραφο της με αριθμό 2981/1995 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών καθώς και αντίγραφα των με αριθμούς ………../13-9-1994 εκθέσεων επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. Δ) επίσημο αντίγραφο της με αριθμό 1974/450/17-7-2004 απόφασης του 19ου Πρωτοδικείου Μούλγκα Κωνσταντινούπολης με επίσημη μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, Ε) φωτοαντίγραφα εγγράφων που πιστοποιούσαν τη νόμιμη σύσταση, λειτουργία και μετοχική σχέση του πατέρα του ……… ……… με τη γαλλική εταιρία με την επωνυμία «………» και φωτοαντίγραφο επιστολής που επεστάλη στον ……… με αποδέκτη τον ……… ……… και αποστολέα τον Γάλλο πληρεξούσιο δικηγόρο του τελευταίου. Τα ως άνω έγγραφα, τα οποία παρέλαβε ο εφεσίβλητος, κατά τη προαναφερόμενη απόφαση. ανήκαν στην κυριότητά του, δεδομένου ότι τα μεν αντίγραφα συμβολαίων λήφθηκαν ως αντίγραφα για λογαριασμό του από τον εγκαλούντα δικηγόρο του και υπήρχαν στο φάκελο που τηρούσε αυτός ως στοιχεία της δικογραφίας, η δε απόφαση του Πρωτοδικείου Μουλγκά της Κωνσταντινούπολης και η σχετική μετάφραση είχαν παραδοθεί από τον εφεσίβλητο στον εκκαλούντα ενώ η επιστολή ήταν επιστολή που είχε σταλεί προσωπικά στον εφεσίβλητο. Ακόμη ο τότε εγκαλών ……. δεν είχε νόμιμο δικαίωμα προς επίδειξη, κατ’ άρθρο 902 ΑΚ, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι τα έγγραφα αυτά δεν συντάχθηκαν για το συμφέρον του ούτε πιστοποιούσαν έννομη σχέση που αφορούσε και αυτόν ούτε σχετίζονταν με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, αφού τα μεν συμβόλαια αφορούσαν σε μερίδες συγγενών του τότε κατηγορουμένου και ήδη εφεσίβλητου, ο εγκαλών δε καμία σχέση δεν είχε με την εταιρία «………», ούτε συμμετείχε υπό την ιδιότητα του δικηγόρου του εφεσιβλήτου σε καμία από τις ανωτέρω πράξεις. Μάλιστα σε βάρος του εκκαλούντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης αναφορικά (και) με την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων που απέδωσε στον τότε εγκαλούντα και νυν ενάγοντα, για την οποία πράξη καταδικάστηκε πρωτοδίκως δυνάμει της υπ’ αριθ. 122/191, 22-1-2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, ακολούθως δε δυνάμει της υπ’ αριθ. 153Α-203-204-205-269/2-3-2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω ανάκλησης της υποβληθείσας έγκλησης και αποδοχής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ενώ με την υπ’ αριθ. 1908/21-12-2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά ο εκεί κατηγορούμενος ……… κηρύχθηκε αθώος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης που φέρεται να τελέστηκε με τον ισχυρισμό του περί λεηλασίας από τον τότε εγκαλούντα ……… ……… των δικογραφιών και αφαίρεσης εγγράφων κατά το χρονικό διάστημα Μαρτίου-Απριλίου 2002 λόγω αμφιβολιών ως προς το δόλο του, διότι έλαβε χώρα αλλά όχι χωρίς την έγκρισή του όπως ψευδώς ανέφερε, αλλά με τη σύμφωνη γνώμη του. Τα ανωτέρω δεν ανατρέπονται από το γεγονός ότι ο εκκαλών κηρύχθηκε αθώος κατά πλειοψηφία για τις πράξεις της ψεδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και ψευδούς ανώμοτι κατάθεσης τελεσθεισών δυνάμει της από 27-3-2002 έγκλησης που υπέβαλε κατά του εφεσίβλητου για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων δυνάμει της υπ’ αριθ. 276/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά. Αντίθετα, με την υπ’ αριθ. κατάθ. …../2008 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο εφεσίβλητος ζήτησε την καταβολή χρηματική; ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, μεταξύ άλλων, και με τον ως άνω ερευνώμενο ισχυρισμό του εκκαλούντος, η οποία και έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθ, 4649/2010 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Εξάλλου και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η ανάληψη των ως άνω εγγράφων έγινε από τον εφεσίβλητο με πρόθεση αποφυγής καταβολής εκ μέρους του τυχόν οφειλομένων στον εκκαλούντα δικηγορικών αμοιβών λόγω της εκ της ελλείψεως των ως άνω εγγράφων από τους σχετικούς φακέλους και αδυναμίας του τελευταίου προς απόδειξη των αντίστοιχων παρασχεθεισών νομικών υπηρεσιών του ομοίως δεν αποδεικνύεται βάσιμος από κανένα αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, αναφορικά με την εκ μέρους του εκκαλούντος χρήση της από 16-10-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος την είχε παραδώσει στον εκκαλούντα για να την φυλάξει και να τη δημοσιεύσει σε περίπτωση θανάτου του και μετά τις διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ τους το Δεκέμβριο του έτους 2002 του ζήτησε προφορικά να του την αποδώσει, πλην, όμως, αυτός αρνήθηκε, Με την υπ’ αριθ. 568/2009 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά δέχθηκε ως χρόνο τέλεσης της πράξης της υπεξαγωγής της διαθήκης την 28-12-2002 και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη. ‘Εκτοτε ο ήδη εκκαλών δημοσιοποίησε κατ’ επανάληψη το περιεχόμενο της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης που του εμπιστεύθηκε προς φύλαξη ο εφεσίβλητος, την οποία επικαλέστηκε στις μεταξύ τους αντιδικίες και για το λόγο αυτό  με την υπ’ αριθ. 684/12-10, 24-10, 26-10, 3-11-2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά κρίθηκε ένοχος (αναγνωρισθείσας της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ) της πράξης της παραβίασης επαγγελματικής εχεμύθειας κατ’ εξακολούθηση, που τελέστηκε στις 22-9-2008, 21, 23 και 30-10-2009 και 17-11-2009 ενώπιον των δικαστικών αρχών που επιλήφθηκαν των μεταξύ τους αστικών και ποινικών δικών. Όμως ο εκκαλών στην υπ’ αριθ. κατάθ, …../2008 αγωγή του έχει ενσωματώσει την πρώτη σελίδα της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης του ενάγοντος, με τον τρόπο δε αυτό προσβάλλει εκ νέου την προσωπικότητά του με την δημοσιοποίηση του προσωπικού αυτού εγγράφου του ενάγοντος, που του είχε εμπιστευθεί προς φύλαξη. Η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο ένσταση ότι η χρήση της πρώτης και μόνον σελίδας της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης απέβλεπε στη διαφύλαξη ουσιώδους συμφέροντός του το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά, είναι μεν νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 371 Π.Κ., πλην, όμως, δεν αποδεικνύεται βάσιμη, λαμβανομένου υπόψη ότι αντικείμενο της αγωγής, στην οποία ενσωματώθηκε το εν λόγω απόσπασμα διαθήκης, είναι η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας προσβολής της προσωπικότητάς του από την ηθική αυτουργία του εναγομένου στην ψευδορκία των αναφερομένων μαρτύρων . Έτσι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι  στο δικόγραφο της από 29-12-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2008) αγωγής του εκκαλούντος περιέχονται τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα και ισχυρισμοί, οι οποίοι είναι πρόσφοροι να πλήξουν την τιμή και υπόληψη του εφεσίβλητου και ο εκκαλών τελούσε εν γνώσει του ψεύδους τους και παρά ταύτα προέβη στην επίκλησή τους με σκοπό να προκαλέσει στον ενάγοντα βλάβη με αποτέλεσμα η σχετική συμπεριφορά του να είναι υπαίτια και παράνομη. Συνεπώς ο εφεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη και η σχετική αξίωσή του για αποκατάσταση πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό πταίσματος του εκκαλούντος, την ένταση της πράξης του κατά του εφεσιβλήτου, τον κίνδυνο στον οποίο εκτέθηκε η πίστη, το επάγγελμα και το μέλλον του τελευταίου, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (932 Α.Κ.), κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον εφεσίβλητο το ποσό των 12.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το οποίο είναι εύλογο.  Επιπλέον πρέπει ο εκκαλών να υποχρεωθεί να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της προσωπικότητας του εφεσίβλητου στο μέλλον με την με οποιονδήποτε τρόπο χρήση όμοιων ή παρεμφερών ισχυρισμών, απειλουμένης χρηματικής ποινής ύψους 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας δυο μηνών για κάθε παράβαση της απόφασης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, απορρίπτοντας την από 29-8-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2008) αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και δεχόμενο εν μέρει την από 9-3-2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ……./2010) αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο της παραπάνω αγωγής να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 12.000 ευρώ στον ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και επιπλέον τον υποχρέωσε να παραλείπει στο μέλλον κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 1.000 ευρώ και προσωπική κράτηση δύο μηνών για κάθε παράβαση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την κρινόμενη έφεση, είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος και της απόρριψης της έφεσής του, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση της έφεσής του παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18-12-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2013) έφεση κατά της με αριθμό 5491/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση  .

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ .

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα, κατά την κατάθεση της έφεσής του,  παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   18 Ιανουαρίου 2018.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   4 Απριλίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   ων πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ